Στη
χθεσινή εκπομπή «Ανιχνεύσεις» της ΕΤ3 ο Γ. Γλυνός, σύμβουλος των Γ. Παπανδρέου
και Λ. Παπαδήμου, συνόψισε το
μεταμνημονιακό πολιτικό σκηνικό με τρεις κουβέντες, λέγοντας πως το πρώτο
μνημόνιο το υπέγραψε το ΠΑΣΟΚ, το δεύτερο το υπέγραψε και η Ν. Δ και το τρίτο, πρόσθεσε με σιγουριά,
θα το υπογράψει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η
βεβαιότητα της εγχώριας και ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας για τον έλεγχο των
πολιτικών εξελίξεων αποτυπώνεται στα
λεγόμενα του πρωθυπουργικού συμβούλου.
Η βεβαιότητα αυτή εδράζεται ίσως στην εικόνα
που δίνει το λαϊκό κίνημα αυτά τα δυο χρόνια. Το λαϊκό κίνημα
φαίνεται εν πολλοίς ανοργάνωτο και κατά ένα
μεγάλο μέρος ακαθοδήγητο. Η δράση ομάδων
που αντιδρούν, π.χ κίνημα δεν πληρώνω,
ακόμα κι αν σε κάποιους τομείς
προκαλεί χάος, ανησυχία, οργή στις αρχές, δεν έχει μπλοκάρει τη ζωή του
κράτους. Δίνεται η εντύπωση ότι η λαϊκή αντίδραση είναι απομονωμένη σε τομείς
ανώδυνους και ότι περιορίζεται σε αυτούς. Όλες αυτές οι αντιδράσεις φαίνεται
σαν ένα μάγμα από πολιτικές κατευθύνσεις, διαφορετικές και αντιφατικές
τακτικές, άλυτες εντάσεις ή λυμένες με
τρόπο επιφανειακό, κάτι που καθρεφτίζεται στη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ και στην
τακτική που ακολουθεί.
Υπάρχει βέβαια μια ζύμωση, που όμως περιμένει μια κοινή και σαφή κατευθυντήρια
γραμμή και μια ιδιαίτερη κατάσταση που θα ευνοήσει τη διοχέτευση των αντίθετων
τάσεων προς το βασικό στόχο και το καθάρισμά τους από τον ρεφορμισμό η τον ατομικισμό που
χαρακτηρίζει αυτές τις αντιδράσεις. Οι αντιφάσεις ολόκληρης της κοινωνίας υπάρχουν σε όλες
αυτές τις δράσεις, αλλά συγχρόνως ανοίγεται
ένα τεράστιο πεδίο ταξικής αφύπνισης και
οργανωτικής δουλειάς στα καταπιεσμένα στρώματα
του ελληνικού πληθυσμού. Προς αυτή την κατεύθυνση δραστηριοποιείται, με μακροπρόθεσμα
αποτελέσματα είναι αλήθεια, το ΚΚΕ.
Μετά τις εκλογές της 6ης
Μαΐου, με τη μετακίνηση του εκλογικού
σώματος προς το ΣΥΡΙΖΑ, το πολιτικό σύστημα φάνηκε έτοιμο να αποδεχτεί αυτήν
την διεύρυνση. Δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα που να μη υπόσχεται επαναδιαπραγμάτευση
των οικονομικών συμφώνων, που να μη κάνει κριτική στο πρόγραμμα λιτότητας και
να μην υπόσχεται ανάπτυξη σαν πανάκεια για όλα τα προβλήματά μας. Την ίδια
στιγμή και ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά από κάποιες φραστικές αμφιταλαντεύσεις και
βερμπαλιστικά πυροτεχνήματα, με την περιοδεία του προέδρου της επέδωσε στα
ευρωπαϊκά κέντρα τα διαπιστευτήρια του και μπήκε στο μπλοκ εξουσίας.
Φυσικά, αυτό δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη κάτι καθοριστικό για τις
πολιτικές εξελίξεις σε εποχές ευμάρειας,
ακόμα κι αν εφαρμόζονταν μέτρα που το κοινωνικό τους νόημα θα ήταν ανόρθωση της
οικονομίας σε βάρος των εργαζομένων. Στην προκειμένη όμως περίπτωση έχουμε ένα
εγχώριο και ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα που κινείται αταλάντευτα προς τα εκεί
όπου το κατευθύνουν οι ταξικές και
ιδεολογικές επιλογές του, δηλ. τον
ταξικό πόλεμο, που οδηγεί στον αφανισμό πολυάριθμα κοινωνικά στρώματα. Συγχρόνως,
η πλειοψηφία των εργαζομένων συνεχίζει
να πιστεύει πως με κάποιες
αναδιατάξεις στο πολιτικό σύστημα θα
επέλθουν και διορθώσεις στις οικονομικοπολιτικές αποφάσεις και επιλογές του
κυρίαρχου συστήματος. Συνεχίζουμε λοιπόν να πιστεύουμε πως μέσα από πολιτικές
διαδικασίες και διαπραγματεύσεις θα
υπάρξει βελτίωση. Και αυτός είναι ο
κίνδυνος, η καλλιέργεια των
ψευδαισθήσεων να ανοίγει το δρόμο προς την ήττα από έναν αγώνα που ποτέ
δεν δώσαμε.
Είναι βέβαια απόλυτα λογικό να αναζητούμε δρόμους
εξόδου με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και γι’ αυτό να στρέφεται μεγάλο τμήμα
των εργαζομένων προς ΣΥΡΙΖΑ που στη ρητορική του το υπόσχεται. Μόνο που φαίνεται
πολύ αμφίβολο αν όλες αυτές οι υποσχέσεις έχουν μια προοπτική δραστηριότητας σε
σχέση με την εργατική τάξη, αφού παρακάμπτεται το έντονο ταξικό πρόβλημα, που δεν ομολογείται.
Ισως γι’ αυτό στη ραγδαία άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα για βελτίωση της οικονομικής
προοπτικής, υπάρχουν θετικές αντιδράσεις από ένα εκπληκτικά υψηλό αριθμό
ανθρώπων, από κείνους που δε διακινδυνεύουν ούτε κατ' ελάχιστο τη συμβατική ζωή τους.
Μόνο που υπάρχει ο κίνδυνος, σε μια
τέτοια περίοδο ραγδαίας επιδείνωσης της πολιτικοοικονομικής πραγματικότητας, η έλλειψη μιας συγκεκριμένης στρατηγικής,
ενός ώριμου και πραγματικά ριζοσπαστικού πολιτικού προγράμματος για
μετασχηματισμό της κοινωνίας να πάρει
τραγικές διαστάσεις.
Δυο χρόνια τώρα αυτές οι διάφορες μορφές
αντίδρασης, τα διάφορα «κινήματα»,
επέτειναν την ιδεολογική σύγχυση, γιατί όλα αυτά σχεδόν πάντα αφορούσαν ειδικές
τακτικές χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική, με στόχο την κινητοποίηση κάποιων τμημάτων
των εργαζομένων που θίγονταν από τα οικονομικά μέτρα, που περιστρέφονταν γύρω
από ιδιαίτερα προβλήματα, παραλείποντας
το πολιτικό άλμα από το ειδικό στο γενικό. Οι αντιδράσεις όμως φέρνουν
αποτέλεσμα μόνο όταν υπάρχει ένα ώριμο και ευρύ κίνημα αντίστασης. Όταν υπάρχει
ένα ανώριμο και πολιτικά αβέβαιο κίνημα αναζητεί μάλλον ρομαντικούς παρά πραγματικούς
και υπολογίσιμους δρόμους για αντίδραση.
Κι ενώ στην Ελλάδα του μνημονίου το
σύνολο σχεδόν των εργαζομένων βιώνουν τις επιπτώσεις των οικονομικών μέτρων, η αγωνία μπρος στο άγνωστο, μαζί με το φόβο
που καλλιεργήθηκε σκόπιμα για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, έχουν σαν
αποτέλεσμα το γεγονός ότι πολλοί αρπάζονται από τις ελπίδες που σκορπίζουν οι δημοκρατικοί
αριστεροί, ανανεωτές, ριζοσπάστες κλπ.,
που υπόσχονται βελτίωση τη όλης κατάστασης χωρίς καμιά κατ’ ουσίαν ρήξη.
Με τις νέες εκλογές και την αναμενόμενη ανάδειξη μιας νέας αριστερόστροφης
κυβέρνησης είναι πολύ πιθανόν να δοθεί παράταση του μεσοδιαστήματος μέχρι την πλήρη
εξαθλίωσή μας και αυτό να εγγραφεί σαν νίκη της αντίδρασης του λαού και των εκλογικών επιλογών του. Και εδώ
ελλοχεύει ο κίνδυνος όχι απλώς μιας
διάψευσης, αλλά μιας μοιρολατρικής εγκατάλειψης των πραγμάτων όπως έχουν, αρκεί
να μη χειροτερέψουν, και τελικά να
αργοπεθάνουμε συντεθλιμμένοι από ένα
σύστημα που απεγνωσμένα δραστηριοποιείται για να γίνει ικανό να μεταλλάξει και χωνέψει
όλες τις αντιδράσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου