Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΕΦΕΔΡΕΙΑΣ

 

Τα ΕΠΑΛ στη  Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης δυο μέρες τώρα βρίσκονται στην επικαιρότητα με τα βίαια επεισόδια όπου πρωτοστάτησαν κουκουλοφόροι οι οποίοι βγήκαν από το σχολείο και επιτέθηκαν με μαχαίρια και καδρόνια  στους φοιτητές που πραγματοποιούσαν εκείνη την ώρα αντιφασιστική συγκέντρωση. Το Μέτωπο Νεολαίας Χρυσής Αυγής εξέδωσε ανακοίνωση συγχαίροντας τους για τη δυναμική αντίδρασή τους. Σε ανακοίνωσή του το ΚΚΕ καταγγέλλει την «εγκληματική επίθεση χρυσαυγίτικων, εθνικιστικών και ναζιστικών ομάδων με ξύλα, λοστάρια, πέτρες, ακόμα και βόμβες μολότοφ, μέσα από το ΕΠΑΛ Σταυρούπολης, ενάντια σε γονείς, μαθητές και φοιτητές» χαρακτηρίζοντας  «απαράδεκτη» τη στάση της αστυνομία και καταλογίζοντας ευθύνες  στη Διεύθυνση του σχολείου και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για την ανοχή τους στη μετατροπή του σχολείου σε ορμητήριο φασιστών. 
       Ο φασισμός λοιπόν δεν διαλύθηκε με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και μοιάζει οι ρίζες του να είναι διάχυτες ακόμα κι αν δεν γίνονται αντιληπτές. Κι αν ο θυμός και η οργή ενάντια στο πολιτικό σύστημα που θεωρήθηκε υπεύθυνο για την σκληρή λιτότητα και ύφεση μπορεί να εξηγήσει την εκλογική άνοδο του φασιστικού μορφώματος, όμως δεν αρκεί να εξηγήσει την επιλογή πολλών νέων να υποστηρίξουν μια φασιστική πολιτική ατζέντα και πρακτική. Μάλλον στηρίζεται σε ευρύτερες ιδεολογικές και πολιτικές συγγένειες που οικοδομήθηκαν τις προηγούμενες δυο ή τρεις δεκαετίες στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος.
      Δεν είναι υπερβολή πως όταν ο, κατά ΠΑΣΟΚ, σοσιαλισμός νικούσε το μακρινό 1981 στην πραγματικότητα ξεκινούσε το ξερίζωμα από τη συνείδηση της εργατικής τάξης της ιδέας του ταξικού αγώνα με το δικό της κόμμα το κομμουνιστικό, που και κείνο παράδερνε με τις περεστρόικες,  και η εμφύτευση της πίστης στην αιωνιότητα του καπιταλισμού που μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο, μετατρέποντας τον εργαζόμενο από αγωνιστή και πάλι σε υπηρέτη του κεφαλαίου, έστω και με καλύτερες συνθήκες. Δεν ήταν δύσκολο οι ίδιες οι εργατικές μάζες να δελεαστούν από τους μεγάλους αφέντες της βιομηχανίας και της καπιταλιστικής  καταπίεσης με την αναβάθμισή τους σε μικροαστούς που μιμούνται την αστική ζωή.  Κι όταν μετά διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση και δειλά στην αρχή  η κριτική στη σοσιαλιστική επανάσταση μετατράπηκε λίγα χρόνια μετά  σε ξεκάθαρο αντικομμουνισμό που κατέληξε σε εξίσωση του κομμουνισμού με το ναζισμό, η κρυφή, από τα παρασκήνια, υποστήριξη φασιστικών πρακτικών οδήγησε κάποιους ταπεινωμένους  από τα λαϊκά στρώματα στο φασισμό.
        Και όσο οι εργατικές μάζες, βιώνοντας άμεσα τις ολέθριες συνέπειες της καπιταλιστικής επίθεσης, με το κομμουνιστικό κόμμα να έχει βρει το βηματισμό του και να τις οργανώνει, αντιδρούν και κινητοποιούνται, τόσο, για να μείνει η απειλή τους ανοργάνωτη και λιγότερη απειλητική, πλήθος διαλυτικά στοιχεία, που οι εχθροί τους ξέρουν μ’ αυτά να κάνουν το παιχνίδι τους, καταγίνονται στο να εξουδετερώνουν τις ενέργειές τους. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι η θανάσιμη εχθρότητα των κομμάτων ή συλλογικοτήτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή τμήματα του λεγόμενου αναρχικού χώρου, που, ενώ υποστηρίζουν πως  διακηρύχνουν τις ίδιες αρχές με το κομμουνιστικό κόμμα, αντιτάσσουν τις υποψίες τους για  τους στόχους των κινητοποιήσεων υποβαθμίζοντάς τες ή τις διαφωνίες τους για την τακτική σαμποτάροντας την. Κι είναι κι αυτός ένας τρόπος, με την αποδιοργάνωση και τη διάσπαση στις τάξεις της εργατικής τάξης, ν’ ανοίγει ο δρόμος για το φασισμό.
        Ο φασισμός αποκτά δύναμη όταν εκτρέπεται η εργατική τάξη από την ταξική πάλη, όταν διεισδύει στις τάξεις της νεολαίας εκμεταλλευόμενος την έντονη ανάγκη των νέων για μαχητική δραστηριότητα. Οι νέοι αισθανόμενοι όλο το βάρος της οικονομικής κρίσης, της ανεργίας και την αποσύνθεση της αστικής δημοκρατίας, όταν δεν βλέπουν καμιά προοπτική για το μέλλον γίνονται ιδιαίτερα δεκτικοί στη φασιστική δημαγωγία.  Γι’ αυτό και τα φεστιβάλ της ΚΝΕ, η ίδια η ύπαρξη της Κομμουνιστικής Νεολαίας μπορούν να γίνουν καθοριστικά  για την πολιτική διαπαιδαγώγηση των νέων και την αγωνιστική τους δράση. Γιατί είναι το κομμουνιστικό κόμμα που όταν είναι ισχυρό αναζωπυρώνει τη δύναμη των μαζών και τις οδηγεί σ’ έναν αποφασιστικό αγώνα ενάντια στο φασισμό. 
        Είναι βέβαια γεγονός ότι ο φασισμός παντού και πάντα χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί τους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς, για να δυναμώσει  και για την άνοδό του στην εξουσία. Και σε αρκετές περιπτώσεις ένα πραγματικά φασιστικό καθεστώς  μπορεί να  καλύπτεται πίσω από το κοινοβούλιο και τους άλλους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς, έχοντας αφαιρέσει όμως απ' αυτούς κάθε δημοκρατικό περιεχόμενο. Το μεγάλο κεφάλαιο βέβαια, καταλήγει να αντικαθιστά τη μια κρατική μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης με μια άλλη μορφή, την ανοιχτή τρομοκρατία, όταν η αστική δημοκρατική μορφή εξουσίας πάψει να ανταποκρίνεται στα συμφέροντά του. Κι αυτό δεν γίνεται αυτόματα, προετοιμάζεται με την αυθαιρεσία, την ασυδοσία και καταπάτηση των κανόνων της αστικής δημοκρατίας. Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τις ενέργειές της φαίνεται πως συμμετέχει σ’ αυτήν την προετοιμασία που δίνει ζωτικό χώρο σε φασίστες για να επανακάμψουν, όπως ο Η. Κασιδιάρης.   
        Η παγκόσμια οικονομία χρόνια τώρα βρίσκεται σε διαρκή κρίση και αναστάτωση, που η επιδημία επιδεινώνει, βουνά από πλούτη συσσωρεύονται από ελάχιστους καπιταλιστές απάνω από εξαθλιωμένους ανθρώπους με άθλιες εργασιακές συνθήκες ή χωρίς δουλειά. Οι πόλεμοι επεκτείνονται σε Αφρική και Ασία και προετοιμάζονται κι άλλοι. Νέες συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας ανακοινώνονται, όπως η AUKUS, με στοχοποίηση της Κίνας. Και η Ελλάδα θριαμβολογεί για την προμήθεια γαλλικών φρεγατών που θα συμβάλλουν στην προστασία της ελληνικής κυριαρχίας,  συνεισφέροντας στην πραγματικότητα στη μείωση της ζημιάς στης  Γαλλίας από την ακύρωση της  συμφωνίας για γαλλικά υποβρύχια από την Αυστραλία, παρά τις εθνικιστικές κορώνες. Και μέσα σε όλα αυτά παντού οι φασιστικές συμπεριφορές χρησιμοποιούνται υπούλως κα υπογείως  ή κρατιούνται για εφεδρεία, σαν προστασία της αδικίας. Κι αυτή η κατάσταση  δεν εξαρτάται μόνο  από μερικά άτομα ή μερικές ομάδες που είναι σχετικά εύκολα να εξουδετερωθούν. Είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα αυτής της εκμαυλισμένης  αστικής τάξης, που πάνω του κολλάνε όχι μονάχα τα εγκλήματα του παρόντος μα και τα εγκλήματα του αύριο, που μεταξύ τους προστατεύονται αμοιβαία.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ

 

Την περασμένη Τετάρτη χιλιάδες εργαζόμενοι διανομείς της εταιρείας της ψηφιακής πλατφόρμας Efood έκαναν στάση εργασίας και  μοτοπορεία στην Αθήνα, και σε άλλες μεγάλες  πόλεις της χώρας, διαμαρτυρόμενοι για την απόφαση της εργοδοσίας να μετατρέψει τους εργαζόμενους της, εκβιάζοντάς τους με απόλυση, σε ελεύθερους επαγγελματίες, …αναβαθμίζοντάς τους σε συνεργάτες χωρίς δώρα, ασφάλιση, ασφάλεια κλπ. αξιοποιώντας τον αντεργατικό νόμο του Κ. Χατζηδάκη. Την επόμενη μέρα, η μαζική κινητοποίηση και η  προκήρυξη της 24ωρης απεργίας για την Παρασκευή μαζί με την αντίδραση που εκφράστηκε στα μιντιακά μέσα και την αλληλεγγύη του κόσμου με μαζικές διαγραφές από την ψηφιακή της πλατφόρμα ανάγκασαν την εταιρεία σε υποχώρηση μετατρέποντας τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε προσλήψεις αορίστου χρόνου για 2.016 διανομείς. Οι κινητοποιήσεις  που οδήγησαν σε μια πρώτη νίκη τον αγώνα των εργαζομένων οργανώθηκαν και συντονίστηκαν από κοινού από τα σωματεία τηςωΣυνέλευσης Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου και του Συνδικάτου Επισιτισμού-Τουρισμού, αποδεικνύοντας στην πράξη τη δύναμη της οργάνωσης των εργαζομένων στα σωματεία που υποστηρίζουν τα συμφέροντά τους. 
          Δεκαετίες ολόκληρες η κυρίαρχη εξουσία με όλα τα μέσα οδηγούσε την συνδικαλιστική πάλη στον εκφυλισμό και την ήττα για να μη οξύνεται η αντίθεση με τους εργαζόμενους, κρατώντας τους κάτω από τον έλεγχό της. Η μακροχρόνια προσπάθεια των κυβερνητικών συνδικαλιστών να πολιτεύονται με …υπευθυνότητα απέναντι στην κυρίαρχη εξουσία και όχι στους εργαζόμενους μετέτρεψε τα συνδικάτα σε μηχανισμούς παραγωγής προτάσεων παραπλανητικών για τα συμφέροντά τους, εξωραΐζοντας την καπιταλιστική ιδεολογία στην εργατική τάξη και ενεργώντας ως αστυνομία του κεφαλαίου στους χώρους δουλειάς. Αυτή όμως  η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, με την ενσωμάτωση των συνδικάτων στη δομή της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως της ΓΣΣΕ με τον αιώνιο πρόεδρό της Παναγόπουλο,  που συνεργάζεται για την επιβολή της χειρότερης δυνατής μοίρας στην εργατική τάξη, δεν ακυρώνει την αξία του συνδικαλισμού.   
           Οι φωνές που αντηχούν απόψεις της κυρίαρχης εξουσίας δεν έχουν πάψει όλα αυτά τα χρόνια να καλούν τους εργαζομένους να εγκαταλείψουν τα συνδικάτα, προσφέροντας εναλλακτική λύση την ατομική διαπραγμάτευση που στηρίζεται στην αξιοκρατία και επιχειρηματολογώντας για το ατελέσφορο των κινητοποιήσεων και των απεργιών.  Μόνο που όσο βαθαίνει η ταξική πάλη, τόσο αποκαλύπτεται πόσο ανίσχυροι είναι οι εργαζόμενοι ως άτομα απέναντι στους εργοδότες που επιδιώκουν να τους εκμεταλλευτούν όσο το δυνατόν περισσότερο, αν δεν συνενωθούν σε μόνιμες ταξικές οργανώσεις, σωματεία, για να υπερασπιστούν την τιμή της εργατικής τους δύναμης.  
          Τα πρώτα συνδικάτα δημιουργήθηκαν σαφώς από την εργατική τάξη, παρόλο που πολλά έφεραν τα εταιρικά αποτυπώματα των συντεχνιών, τις επαγγελματικές οργανώσεις από την προ-καπιταλιστική εποχή και επιδιώκει η νομοθεσία, εκτός των άλλων, σ’ αυτά τα πλαίσια να τα περιορίσει.  Η ύπαρξη όμως  ταξικών συνδικάτων ως μόνιμων οργανώσεων είναι μια αναγκαιότητα, όχι μόνο λόγω της μονιμότητας της καπιταλιστικής πίεσης αλλά και λόγω της ανάγκης μόνιμης προετοιμασίας για αντιπαραθέσεις με τους καπιταλιστές. Το γεγονός ότι η πολιτική του αστικού κράτους έναντι των συνδικάτων είναι σε μεγάλο βαθμό καταπιεστική δείχνει ότι το κεφάλαιο έχει βέβαια  τα μέσα για την οργανική ενσωμάτωσή τους, αλλά  και τα  συνδικάτα μπορούν  να στέκονται σε μεγάλο βαθμό έξω από το κράτος, όσο οι εργαζόμενο συσπειρώνονται σε ταξική βάση σ’ αυτά. 
        Ο «μετα-φορντισμός», με την αυξημένη αυτοματοποίηση, την μηχανοργάνωση της εργασίας, την αποκέντρωση της παραγωγής, την έκρηξη της εξωτερικής ανάθεσης, την υπεργολαβία και την προσωρινή εργασία, την αυξημένη κινητικότητα του κεφαλαίου, και άρα  επέκταση των απολύσεων και κλεισίματος εργοστασίων και την απειλή αυτών ως κοινωνικά όπλα, φάνηκε να  μείωσε σημαντικά την εξάρτηση της παραγωγής από την αντίδραση των εργαζομένων.  Με τη μείωση αυτής της εξάρτησης έδωσε την εντύπωση το κεφάλαιο πως δεν φοβάται τα συνδικάτα, όταν αυτά χάνουν την ταξική τους διάσταση και  καταλήγουν να υπερασπίζονται έναν …φιλεργατικό καπιταλισμό, με λιγότερες απολύσεις από ό,τι οι εργοδότες απαιτούν, περιορισμένες περικοπές μισθών κλπ. Αν όμως οι εργοδότες βασίζονται όλο και περισσότερο στο αστικό κράτος για υποστήριξη στη σύγκρουση με τους εργαζόμενους, οι τελευταίοι δεν έχουν άλλο δρόμο από τα ταξικά συνδικάτα για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους αντισταθμίζοντας το κράτος που παρεμβαίνει από την πλευρά των εργοδοτών. Οι εργαζόμενο λοιπόν θα πρέπει να δρουν σε δυο μέτωπα, ένα που αντιμετωπίζει την καπιταλιστική επιχείρηση και εκείνο που αντιμετωπίζει το καπιταλιστικό κράτος. 
         Παράδειγμα η νίκη των διανομέων, που εκ των πραγμάτων πετυχαίνει και χτύπημα στον νόμο του Κ. Χατζηδάκη, με τον οποίο οι εργοδότες νομιμοποιούν την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Και όπως ο υπουργός υπερασπιζόταν το νόμο του παραπλανώντας τους εργαζομένους πως τους  ευνοεί, στο ίδιο πνεύμα και η εταιρεία στην ανακοίνωσή της επιμένει να θεωρεί την εταιρεία οικογένεια και να τονίζει πως εξαιτίας του  ανθρωποκεντρικού  της χαρακτήρα γίνονται δεκτά τα αιτήματα, αφού «οι άνθρωποί μας, η κινητήριος δύναμή μας». Γιατί η πολιτική των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων υποκρίνεται πως ακολουθεί κανόνες που βασίζονται στην ανθρωπιά και τη δικαιοσύνη, γενικά και αόριστα, για να αποκρύπτεται η ταξική διάστασή της, αποκλείοντας ζητήματα σχέσεων παραγωγής ή εργασίας. Κι έτσι ακόμα και μεγάλοι αγώνες να περιορίζονται στα στενά πλαίσια των εργασιακών χώρων, να μην  μπορεί να επεκτείνεται ο αγώνας που θα επιτρέπει στους εργαζόμενους να παρεμβαίνουν στο επίπεδο της κοινωνίας.
       Ο αγώνας των εργαζομένων μέσα από τα συνδικάτα εναντίον των καπιταλιστών μπορεί να επιτύχει το στόχο του για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ζωής των εργαζομένων   μόνο όταν αυτός ο αγώνας διευρύνεται και γίνεται μέρος ενός πολιτικού αγώνα ενάντια στο αστικό  κράτος, το κύριο προπύργιο του καπιταλισμού. Αυτή η επέκταση του αγώνα οδηγεί σε νέες συμμαχίες με κοινωνικά στρώματα που υφίστανται την καπιταλιστική επίθεση, όπως διάφορες μειονότητες ή  μετανάστες. Κι έτσι δημιουργείται ένα κοινό μέτωπο που καθώς βασίζεται σε κίνητρα αλληλεγγύης, εμπιστοσύνης και δικαιοσύνης μπορεί να δώσει στα κίνητρα αυτά ένα ευρύτερο νόημα για την αλλαγή μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ

 

Η δημοσιοποίηση λίστας, ως απόδειξη του κινδύνου από  την αύξηση προσφύγων και μεταναστών στη χώρα, με ονόματα παιδιών τα οποία στην πλειοψηφία τους έχουν ξενικά επίθετα, σε νηπιαγωγείο της Αθήνας και η αναδημοσίευση της από τον βουλευτή  της Ν. Δημοκρατίας Κ. Μπογδάνο ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων, με τον ίδιο να αναγκάζεται σε  αναδίπλωση κάνοντας λόγο για «λάθος που διορθώθηκε». Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, με προεξάρχουσα του ΚΚΕ που  υπογραμμίζει πως «εξελισσεται σε κατ’  επάγγελμα  και κατά συρροή χαφιέ» και τονίζει την πολιτική ευθύνη της Ν.Δ για «το ποιόν του βουλευτή της», ανάγκασαν τη Ν.Δ να πάρει θέση δια του κυβερνητικού εκπροσώπου. Ο Γ. Οικονόμου υπερασπίστηκε την πολιτική της κυβέρνησης που διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, κάνοντας βέβαια δεκτή τη συγγνώμη του βουλευτή και  διαβεβαιώνοντας πως «ανάλογα λάθη στο μέλλον δεν θα γίνονται δεκτά». Και για αντιπερισπασμό  δυο μέρες μετά ορίζεται και η  τελετή  ορκωμοσίας της μητέρας και του μικρού αδελφού του Γιάννη Αντετοκούνμπο  στην τιμητική πολιτογράφησή τους,  με παρόντα τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη.
          Χρόνια τώρα ο κυρίαρχος λόγος της εξουσίας επιμένει στο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα που δεν αναγνωρίζουν διακρίσεις καταγωγής ή φυλής, ενώ η κυρίαρχη πολιτική της με δαιδαλώδεις διαδρομές ή πληρεξουσίους της τα καταπατά καλλιεργώντας το ρατσισμό και τον αποκλεισμό σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων. Κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια της μετριοπάθειας και του σεβασμού στη διαφορετικότητα με το λόγο και την πράξη της κυρίαρχης εξουσίας τροφοδοτείται ο φόβος και η δυσαρέσκεια που κατευθύνεται  ενάντια στον ξένο. Η μετανάστευση χρησιμοποιείται ως η αιτία που τροφοδοτεί  τις ανησυχίες για την ασφάλεια, την ταυτότητα και την ευημερία. 
       Η οικονομική κρίση και η πανδημία με τις εξουθενωτικές οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες, έχουν ενισχύσει τις παλιές ανασφάλειες και έχουν προσθέσει νέους φόβους για έκρηξη μ’ ένα  ευμετάβλητο μίγμα δυσαρέσκειας και οργής. Σε αυτό το πλαίσιο της αποσάθρωσης όλων των βεβαιοτήτων για μια ασφαλή ζωή, τα εθνικιστικά, ακροδεξιά κόμματα εμφανίζονται  θεματοφύλακες της καθαρότητας του έθνους που εξασφαλίζει την επιδιωκόμενη αξιοπρεπή ζωή. Όλη αυτή την τελευταία δεκαετία η άποψη για τους μετανάστες ή μουσουλμάνους ως απειλές για την ύπαρξη, την ταυτότητα και την υλική ασφάλεια των δυτικών κοινωνιών στο σύνολό τους έχει πια μεταφερθεί από το περιθώριο στην κυρίαρχη πολιτική συζήτηση. Ο περιβόητος πλουραλισμός ή πολυπολιτισμικότητα που για χρόνια προπαγανδιζόταν σαν κατάκτηση των αστικών δημοκρατιών,  έγινε φανερό πως αφορούσε περισσότερο, αν όχι μόνο, τα δυτικά κράτη ή μεμονωμένες περιπτώσεις εξαιρετικού ταλέντου που οδηγεί στην επιτυχία και τον πλούτο και αποδεικνύει τον ταξικό χαρακτήρα του προωθούμενου ρατσισμού. Και τελικά, η υποτιθέμενη πολιτιστική και ηθική ασυμβατότητα μεταξύ ορισμένων μεταναστευτικών κοινοτήτων και της «δύσης» έχει παύσει να αποτελεί ζήτημα των δεξιών εξτρεμιστών  και ο βαθμός που έχει πλέον γίνει αποδεκτή στην γενική αντίληψη μοιάζει να αυξάνεται ολοένα.
       Δεν είναι λοιπόν μια μεμονωμένη περίπτωση ο Κ. Μπογδάνος.  Φαινομενικά μοιάζει η αστυνομική βία, ο αντικομμουνισμός, ο ρατσισμός, που κάθε φορά χρεώνονται σε μεμονωμένους ανθρώπους, να μην είναι ούτε τόσο αυθόρμητα ούτε τόσο τυχαία. Μοιάζουν υπολογισμένα να βάζουν το λιθαράκι τους στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος όπου να γίνονται αποδεκτά, εντασσόμενα στην καθημερινότητα της ζωής μας. Και καθώς αυτά είναι χαρακτηριστικά του φασισμού δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αστικές μας κυβερνήσεις παρόλο που ισχυρίζονται πως διατηρούν τις φασιστικές κινήσεις σε απόσταση αντιπάλων, συγχρόνως όμως τις ανέχονται μέχρις ότου απαιτηθούν ακραία μέτρα και επιστρατευθεί η εφεδρεία των φασιστών.  
          Η ανάδυση  τέτοιου είδους φασιστικής δημαγωγίας είναι  στην πραγματικότητα το προϊόν ενός καπιταλιστικού συστήματος που δεν κατορθώνει να προσφέρει στους πολίτες του μια αποτελεσματική απάντηση στην όξυνση των αντιφάσεων. Αναμειγνύοντας στοιχεία από δεξιά και αριστερά και μ’ εκμετάλλευση επαναστατικών αλλά και αυταρχικών παραδόσεων δημιουργούνται πειστικά πλαστά ιδεολογικά υβρίδια που με επίκεντρο την τρομοκρατία, την ισλαμοφοβία, την φτωχοποίηση, την εθνική απειλή κλπ. παρασέρνουν εκείνες τις μάζες των ανθρώπων που με θολό όραμα τη βελτίωση της ζωής τους δικαιολογούν τις μικρές πράξεις δειλίας σε μια προσπάθεια μεταμόρφωσης της νοοτροπίας ενός ολόκληρου πληθυσμού, έτσι ώστε ακόμα και η ηθική του στάση να αντιστραφεί με τρόπο που να θεωρηθούν μικροπρεπείς και χυδαίες πράξεις θαρραλέες και αξιόλογες.  
       Όμως είναι ελπιδοφόρο το μέγεθος των αντιδράσεων για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ένδειξη πως το πολιτικό θάρρος είναι διαθέσιμο στις μεγάλες μάζες που δεν υποτάσσονται σ’ αυτούς οι οποίοι με την αφανή βοήθεια της κρατικής εξουσίας δεν γνωρίζουν κανένα όριο στην προθυμία τους να ασκήσουν βία.  
         Και καθώς η  χρήση των λέξεων φασισμός και φασίστας είναι τόσο δημοφιλής, η κατάχρηση  τους τις έχει  αποδεσμεύσει από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και το πολιτικοκοινωνικό τους περιβάλλον, έχει θολώσει τη σημασία τους, τις αξίες που προωθούνται και τις ενέργειες που επιβάλλονται. Ο φασισμός δεν είναι ψυχολογικό φαινόμενο ούτε κοινωνιολογικό προϊόν. Δεν είναι  μια μορφή ολοκληρωτισμού που δίνει την ευκαιρία στους προπαγανδιστές του καπιταλισμού να εξισώνουν τον φασισμό με τον κομμουνισμό. Εμφανίζεται όταν ενόψει της σκληρής ταξικής σύγκρουσης το κεφάλαιο δεν μπορεί πλέον να αντιδράσει και να υποστηρίξει τα συμφέροντά του με τους παλιούς τρόπους της αστικής δημοκρατίας. Το κοινό νήμα των φασισμών   του 20ου αιώνα με την άνοδό τους, την ανάπτυξή τους, την ανάληψη της εξουσίας ήταν η σχετική απειλή της αντίδρασης της εργατικής τάξης, κυρίως με τη μορφή επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος. Γι’ αυτό και η υστερία του αντικομμουνισμού δεν είναι τυχαία.
         Κι αν ξενοφοβικά και αντιδημοκρατικά κόμματα μπορούν να ισχυρίζονται πως δεν είναι φασιστικά, σίγουρα όμως προετοιμάζουν το περιβάλλον για να αναπτυχθεί ο φασισμός. Και μοιάζει στις μέρες μας τα αστικά κόμματα κι εδώ και στην Ευρώπη ενώ αρνούνται το φασισμό, όμως  με ποικίλες δράσεις τους να επωάζουν τις συνθήκες για την αποδοχή του σε περίπτωση ανάγκης. Κι αν διαλύθηκε η Χρυσή Αυγή οι φασιστικές της πρακτικές ενσωματώνονται σιγά -σιγά στην αστική διακυβέρνηση, επειδή ο φασισμός είναι ένα είδος ομάδας κρούσης της άρχουσας τάξης. 
      Σε μια περίοδο εντατικοποίησης της κρίσης για το κεφάλαιο και αυξανόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών εντάσεων, ακόμα κι αν η δυνητική απειλή από την εργατική τάξη δεν φαίνεται να οδηγεί σε μια επικείμενη σύγκρουση, η άρχουσα τάξη επαγρυπνεί και προετοιμάζεται γι’ αυτή.