Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΓΓΥΗΜΕΝΗΣ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗΣ



Δύο ειδήσεις των τελευταίων ημερών σηματοδοτούν την κυρίαρχη πολιτική που επιβάλλεται στους εργασιακούς χώρους τα τελευταία χρόνια σχεδόν απρόσκοπτα: η μια αφορά στην εξαγγελία του υφυπουργού εργασίας Β. Κεγκέρογλου ότι εντός του 2014 θα ξεκινήσει η πιλοτική εφαρμογή της καταβολής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος  και  η άλλη αφορά στην καταγγελία συνδικαλιστικών σωματείων των ΜΜΕ πως οι εταιρείες των Ψυχάρη-Μπόμπολα, Αλαφούζου, «Εκτυπώσεις ΙΡΙΣ»,  «Πρακτορείο Τύπου Άργος» και  «Πρακτορείο Τύπου Ευρώπη» χρησιμοποιούν εργολάβους ενοικίασης εργαζομένων, συχνά ανειδίκευτων με συμβάσεις ακόμα και μιας ημέρας, χωρίς δικαιώματα.
               Μοιάζει πια να εδραιώνεται  η ξέφρενη κι αποχαλινοποιημένη πορεία  της κυριαρχίας του κεφαλαίου και της προσπάθειας σαρώματος κάθε υπαρκτού ή δυνητικού εμποδίου (π.χ συνδικαλισμού, συλλογικών συμβάσεων εργασίας κλπ.) που οδηγεί στην  απώτατη λογική του, η οποία δεν είναι άλλη από  την τερατώδη γιγάντωση του κέρδους και τη μεγιστοποίηση του τελικού στόχου, της κυριαρχικής του δύναμης.
               Αν πιστεύαμε, ιδιαίτερα  μεταπολεμικά ότι ο καπιταλισμός δεν είχε αυτά τα γνωρίσματα, ήταν γιατί τα αντίρροπα αριστερά κινήματα μαζί με την ύπαρξη της Σοβιετικής Ενωσης οδήγησαν στην τιθάσευσή του –κρατικός παρεμβατισμός του Κέϋνς, κράτος πρόνοιας μεταπολεμικά. Η ενδοτικότητα των δυτικών αριστερών και μετεξελιγμένων κομμουνιστικών κομμάτων στη Δύση και η διάλυση του σοβιετικού μπλοκ έφεραν την αποχαλίνωση. Η ολομέτωπη επίθεση  σε ό,τι μεταπολεμικά αποτέλεσε λαϊκή  κατάκτηση και σε όποιο εμπόδιο  που εξ ορισμού, έστω και προσχηματικά, θα το υπεράσπιζε οδηγεί το σύνολο των εργαζομένων σε κανάλια περιθωρίου  ή αυτοκαταστροφής αρκούμενοι μεγάλη πλειοψηφία τους  σε ψίχουλα που τους παρέχονται (π.χ. εργαζόμενοι με μισθούς πείνας, εκ περιτροπής, χωρίς ασφάλεια, το  κοινωνικό μέρισμα κλπ)
               Από την άλλη, η εξαγγελία για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα  μοιάζει να αποδεσμεύει από την πλειοψηφία του πληθυσμού την εξάρτησή του, για να υπάρχει και να επιβιώνει,  από την αγορά εργασίας, δηλ. δεν πρέπει πλέον να συγχέεται το δικαίωμα στο εισόδημα με το δικαίωμα στο μισθό. Με τέτοιες εξαγγελίες μοιάζει να συνεχίζει να διατηρείται στο οπλοστάσιο της κυρίαρχης ιδεολογίας έννοιες όπως κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, ισότητα κλπ.. Αν όμως αφήσουμε το επίπεδο των γενικών αρχών και πάμε σ’ αυτό της οργάνωσης της κοινωνίας θα δούμε ότι  έχουν απεκδυθεί το περιεχόμενό τους και απλώς χρησιμοποιούνται στη ρητορική της κυρίαρχης τάξης για να γίνεται πειστική στις υποτελείς τάξεις η πολιτική που ασκείται και εδραιώνει πρότυπα άγριου καπιταλισμού.
          Σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία όπου ο μισός παγκόσμιος πλούτος βρίσκεται στα χέρια του 1% του πληθυσμού της γης σύμφωνα με έκθεση της ΜΚΟ Oxfam η εξασφάλιση ενός μίνιμουμ διαβίωσης δεν μοιάζει αλλά είναι μόνο ελεημοσύνη, με μοναδικό σκοπό να γίνει κοινωνικά πιο ανεκτή η φτώχεια χωρίς το φόβο κοινωνικών ταραχών. Σε μια εποχή όπου έχει εξασφαλιστεί η δυνατότητα για αξιοπρεπή διαβίωση όλου του πληθυσμού της γής με μια δικαιότερη κατανομή  του παγκόσμιου πλούτου, η εξασφάλιση απλώς της επιβίωσης σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην αναπτυγμένη Δύση, με τα εξασφαλισμένα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα,  μοιάζει με χλεύη.
              Με τις εταιρείες ενοικίασης εργαζομένων, αφού είχε προηγηθεί η ευλυγισία έως σπασίματος της εργατικής νομοθεσίας και της νομικής προστασίας, εδραιώνεται το δικαίωμα  των εργοδοτών να προσλαμβάνουν και να απολύουν ελεύθερα ανάλογα με τις ανάγκες τους της στιγμής εργαζόμενους εποχιακούς ή αναπληρωματικούς ή προσωρινούς μερικών ωρών, που δεν θα έχουν δικαίωμα σε επιδόματα,  κοινωνικές ασφαλίσεις ούτε λόγος βέβαια για συνδικαλιστικής προστασία. Για να συμβεί όμως αυτό προϋποτίθεται ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται και ένα μίνιμουμ επιβίωσης που θα είναι εγγυημένο  για την μεγάλη μάζα του περιθωριοποιημένου πληθυσμού των ανέργων και ημιανέργων, που θα πρέπει να επιβιώνει για να μπορεί να προσφέρει την εργασία του όποτε το σύστημα το χρειάζεται. Δεν είναι σύμπτωση ότι εξαγγέλλεται αυτό το μέτρο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ενώ συγχρόνως σταδιακά καταργείται  κάθε άλλη μορφή κοινωνικής προστασίας, με τους βασικούς μισθούς ολοένα να συρρικνώνονται και οι υποχρεωτικές κρατήσεις για τις κοινωνικές ασφαλίσεις να εξαφανίζονται. Τίποτε δεν πρέπει να εμποδίζει και να παραχαράζει  το ελεύθερο παιχνίδι της αγοράς εργασίας. Η εγγύηση ενός μίνιμουμ επιβίωσης είναι προϋπόθεση για να μπορεί η αγορά εργασίας να λειτουργήσει χωρίς εμπόδια, για να μπορεί να διοχετεύεται και ο όγκος των παραγομένων προϊόντων.  Εξάλλου δίνει και το πρόσχημα σε διανοούμενους ανθρωπιστές και χριστιανούς να υπερασπίζονται τον καπιταλισμό που ενδιαφέρεται να διασώσει τη συνοχή της κοινωνίας μέσα από την υπεράσπιση θεμελιωδών  δικαιωμάτων που έχουν όμως περιοριστεί μόνο σ’  αυτό της επιβίωσης.
               Κι αν  το  εγγυημένο εισόδημα στη σοσιαλδημοκρατική  εκδοχή του, που είχε τη φιλοδοξία να κάνει ανθρώπινο το πρόσωπο του καπιταλισμού, είχε σαν αφετηρία τη μείωση της ποσότητας της εργασίας που θα πρέπει να κατανέμεται με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι να μπορούν να δουλεύουν, αλλά να δουλεύουν όλο και λιγότερο χωρίς μείωση όμως του πραγματικού εισοδήματος, η εφαρμογή του σε συνθήκες άγριας καπιταλιστικής επίθεσης αποδεικνύει το πραγματικό πρόβλημα. Ο καπιταλισμός δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει  και να εφαρμόσει αιτήματα θεωρούμενα αριστερά, προσαρμόζοντάς τα όμως στη λογική του και  με τέτοιους όρους που εξουδετερώνουν τις όποιες θετικές συνέπειες αναμένονταν από την εφαρμογή τους.
             Κι όσο βαθαίνει η κρίση, όσο σκληραίνει η καπιταλιστική επίθεση ταυτόχρονα υπονομεύεται από τους ίδιους τους ίδιους τους κρατούντες το έδαφος πάνω στο οποίο ασκούν την εξουσία τους, γιατί αποδεικνύοντας  με τις επιλογές τους πως είναι στη φύση του καπιταλισμού η επιδίωξη του κέρδους, της γιγάντωσής του μέσα από την εμπορευματοποίηση των πάντων συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση  από όλο και μεγαλύτερο τμήμα των εργαζομένων της αιτίας για την καταστροφή της ζωής τους.

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ



Οι διπλές εκλογές, αυτοδιοίκησης και ευρωβουλής,  που διεξάγονται σε λιγότερο από ένα μήνα εξαναγκάζουν για άλλη μια φορά  το κυρίαρχο πολιτικό  σύστημα να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του ακόμα περισσότερο στα όργανα, μέσα και τρόπους  διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Επειδή τα κόμματα της συγκυβέρνησης  με τις δεσμεύσεις τους στα διεθνή και ευρωπαϊκά κέντρα περιόρισαν κατά πολύ τη δυνατότητα για πλουσιοπάροχες υποσχέσεις επιμένουν ιδιαίτερα στη διαφήμιση της επιτυχίας του προγράμματος που εφήρμοσαν, εξωραΐζοντας λεκτικά  την εξαθλίωση κι  αποσιωπώντας τα περαιτέρω μέτρα λιτότητας, για τα οποία  έχουν δεσμευτεί και ψήφισαν μετά τις εκλογές να εφαρμόσουν. Το πεδίο λοιπόν των υποσχέσεων μένει ο προνομιακός χώρος για τον ΣΥΡΙΖΑ που δίδει συγκεχυμένες υποσχέσεις προς όλους και για όλα, χωρίς μάλιστα να αμφισβητεί το πολιτικοοικονομικό σύστημα  που επιβάλλει  σε όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια τα οικονομικά μέτρα εξαθλίωσης στο σύνολο των εργαζομένων.
               Τις δυο Κυριακές του Μαΐου, όπως διακηρύττεται από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα,  και πάλι δίνεται η ευκαιρία στον λαό να εκφέρει γνώμη για την εξουσία, ανεξάρτητα βέβαια αν  η μορφή της θεωρείται δεδομένη,  ενώ επιλέγονται απλώς οι διαχειριστές της. Αυτές μάλιστα οι εκλογές  θέλουν να επικυρώσουν εκείνον τον συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων που είναι αποτελεσματικός για την διατήρηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, ώστε να φαίνεται ότι η άσκηση της εξουσίας στηρίζεται στη συναίνεση της πλειοψηφίας. Οι ψηφοφόροι καλούνται στις αυτοδιοικητικές εκλογές στην πραγματικότητα να εκλέξουν εκείνες τις γραφειοκρατικές ομάδες που θ’  ασκήσουν τον έλεγχο σε τοπικό επίπεδο για  να πραγματώσουν την κρατική εξουσία και σ’ εκείνες της ευρωβουλής να εκλέξουν βουλευτές ενώ οι πραγματικές αποφάσεις λαμβάνονται μέσα από τη διαπλοκή κυβερνήσεων και μεγάλων συμφερόντων.
Εξάλλου οι τάσεις  της κοινωνίας και οι διεργασίες που υπάρχουν σ’  αυτήν είναι αδύνατο να εκφραστούν στο εκλογικό  επίπεδο στις πραγματικές τους διαστάσεις. Το εκλογικό παιχνίδι, είναι παιγνίδι εκτός έδρας για τα κινήματα, τις αμφισβητήσεις και τις αντιστάσεις. Όταν τα  ζητήματα τοποθετούνται με έναν πολύ αφαιρετικό τρόπο κατευθείαν στο επίπεδο της  βιτρίνας της εξουσίας αποτρέπουν να υπάρξουν   οι απαιτούμενες διεργασίες που θα επιτρέψουν στο ταξικό κίνημα να θέσει το ζήτημα της εξουσίας με τον δικό του τρόπο και μέσα  από τις πραγματικές του ανάγκες.
Βέβαια οι εκλογές θα μπορούσαν να θεωρηθούν  ότι επιτρέπουν να καταγραφούν πολιτικές δυνάμεις και να ακουστούν απόψεις στον ευρύτερο κόσμο αν το κυρίαρχο σύστημα ήδη προληπτικώς δεν είχε υποβάλλει και επιβάλλει με όλα τα μέσα  την επίσημη πολιτική βούληση διαχειριζόμενο επιτυχώς, μέχρι τώρα,  αυτό που λέμε κοινή γνώμη. Ο βομβαρδισμός μας από τα εγχώρια και διεθνή μέσα με εγκωμιαστικά σχόλια για την επιτυχία του προγράμματος που εξαθλίωσε την ελληνική κοινωνία αυτόν τον στόχο έχει.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση κονταροχτυπιούνται για το διακύβευμα των εκλογών. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι είναι  "Κύριο διακύβευμα των εκλογών η ανατροπή της καταστροφικής πορείας του μνημονίου" ενώ για τον Σαμαρά το διακύβευμα είναι η εξασφάλιση  της σταθερότητας της χώρας στην πορεία που έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα για έξοδο από τα μνημόνια.  Και οι δυο εν ολίγοις προωθούν την υπερψήφιση του κόμματός τους υποσχόμενοι την έξοδο από τα μνημόνια, ο μεν Α. Τσίπρας θεωρώντας τα καταστροφικά ο δε Α. Σαμαράς αναγκαία. Αμφότεροι βασίζουν  το διακύβευμα των εκλογών συνδέοντάς το με  τη συγκεκριμένη συγκυρία διεξαγωγής τους και χρησιμοποιώντας το για  ιδεολογικό στήριγμα του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.
Κι ενώ από το ΣΥΡΙΖΑ συνεχώς επισημαίνεται ότι οι θεσμοί της πολιτικής διακυβέρνησης περνούν μεγάλη κρίση, αυτή η  κρίση αποφεύγεται να συνδέεται  με το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά με τον τρόπο διακυβέρνησης των κυρίαρχων κομμάτων  και  τις αδυναμίες και τις διαμάχες της πολιτικής εκπροσώπησης στο σύνολο της. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ τονίζει την φθορά και την κρίση αξιοπιστίας των κομμάτων της συγκυβέρνησης την ακολουθεί με γεωμετρική πρόοδο πριν ακόμη ασκήσει οποιαδήποτε κυβερνητική εξουσία. Αυτές οι παλινωδίες, με τις τραγελαφικές δικαιολογίες, στην κατάρτιση των ψηφοδελτίων του περισσότερο από κάθε τι άλλο αντικατοπτρίζει την προσπάθειά του να πείσει για όρους και όρια για  τη συμμετοχή του στη διαχείριση της αστικής εξουσίας, η οποία  προβάλλει σαν το μοναδικό φάρμακο απέναντι στην έλλειψη στοιχειώδους ανατρεπτικής αλλά και γενικά οποιασδήποτε άλλης στρατηγικής του. Οι κάθε είδους υποσχέσεις, οι καταγγελίες προσωπικών συμπεριφορών και ενεργειών πολιτικών προσώπων, η παροχή πολιτικής στέγης σε όσους μπορούν δυνητικά να προσθέσουν στην εκλογική μάχη κάποιες ψήφους επιταχύνουν τις διαδικασίες που τον αποκαλύπτουν με απόλυτο τρόπο σαν μια ακόμα  πολιτική δύναμη που απλώς παίζει στο παιχνίδι της διαχείρισης της εξουσίας και καταδεικνύουν τα όριά του στο εκλογικό πεδίο.
               Κι έτσι και σ’  αυτές τις εκλογές με τον κυρίαρχο λόγο να επικεντρώνεται στην ευημερία των αριθμών και να ρητορεύει περί κοινωνικής ευαισθησίας, η φύση, τα αίτια και  η ταξική διάσταση της κατάστασης που βιώνουμε μένουν αόρατα. Εχοντας λοιπόν για ερμηνεία της πραγματικότητας κριτήρια και εργαλεία πλαστά είναι εξίσου πλαστά και τα συμπεράσματά μας γι’  αυτήν. Είναι λοιπόν πολύ εύκολο ν’  ανακινηθούν πάθη και να διαμορφωθούν συλλογικές μορφές ταύτισης πέρα κι ανεξάρτητα από ταξικά συμφέροντα. Στον Πειραιά μάλιστα η ΠΑΕ Ολυμπιακός με τον πρόεδρο κι αντιπρόεδρό της να διεκδικούν τη δημαρχία σηματοδούν όχι μόνο τη διάχυση του ποδοσφαιρικού λόγου στην πολιτική και κοινωνία αλλά και τις  νέες συλλογικότητες που επιδιώκεται να διαμορφωθούν πέρα και εις βάρος ταξικών συμφερόντων. Έτσι ώστε οι υποτελείς τάξεις να εγκλωβίζονται σε πλαστές διαιρέσεις και διλήμματα μη κατανοώντας τις κοινωνικές συνθήκες που είναι η προϋπόθεση για την πολιτική δράση. Γι’  αυτό και σ’  αυτές τις εκλογές το ΚΚΕ είναι ο κύριος αντίπαλος του κυρίαρχου συστήματος, ακόμα κι αν λειτουργεί μέσα στα πλαίσιά του, γιατί τα εργαλεία μεθόδου που χρησιμοποιεί για ερμηνεία της πραγματικότητας οδηγούν στη λύση που στηρίζεται βέβαια στη δική μας αντίσταση και δράση.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

ΠΟΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;



 Στις  δηλώσεις των πολιτικών για την 21η απριλίου τονίζεται η  σημασία της δημοκρατίας με διάφορες παραλλαγές. Η δημοκρατία λοιπόν στις μέρες μας  είτε  συρρικνώνεται  σε Ελλάδα και Ευρώπη (ΣΥΡΙΖΑ), είτε δοκιμάζεται  από την τρόικα και τους ντόπιους συνεργούς της (ΑΝΕΛ) είτε προκαλείται από τα νεοναζιστικά μορφώματα (ΔΗΜΑΡ), είτε έχει θωρακιστεί με την ένταξη στην Ενωμένη Ευρώπη (Κυβέρνηση), είτε έχει αξία (Ε. Βενιζέλος), είτε κατακτήθηκε και δεν χαρίστηκε  (Κ. Παπούλιας). Μέσα από τις ανακοινώσεις των κομμάτων   αναδεικνύεται   η οπτική τους που συνδέει το μακρινό πραξικόπημα των συνταγματαρχών με τη σημερινή πραγματικότητα.  Η αστική δημοκρατία θεωρείται το όριο των λαϊκών κατακτήσεων και η δικτατορία εμφανίζεται σαν ένα ατύχημα, μια παθογένεια του συστήματος που το ίδιο μάλιστα θεραπεύει.
Το ΚΚΕ στην ανακοίνωσή του εστιάζει και στους λόγους επιβολής της δικτατορίας, που  «επιβλήθηκε έχοντας τη στήριξη τμημάτων της πλουτοκρατίας, κέντρων της αστικής εξουσίας, των ΗΠΑ. Η επιλογή της αστικής τάξης να αξιοποιήσει ως διαχειριστή της εξουσίας της τους συνταγματάρχες αποδεικνύει, για μια ακόμα φορά, πως η δικτατορία του κεφαλαίου μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές. Η στρατιωτική δικτατορία αποτελεί "λύση" για την πλουτοκρατία, όταν δεν μπορεί με κοινοβουλευτικά μέσα να προωθήσει τα αντιλαϊκά της σχέδια, όταν έχει δυσκολίες λόγω και εσωτερικών αντιθέσεων». Κι είναι ακριβώς αυτές οι αιτίες που συνδέουν την επιβολή της δικτατορίας με την επιβολή της οικονομικής εξαθλίωσης στις μέρες μας. Η ανάλυση της κίνησης του καπιταλισμού οδηγεί  στην κατανόηση και της σημερινής κατάστασης, οδηγώντας στο συμπέρασμα πως η βασική αντίθεση συνεχίζει να ξεδιπλώνεται σε δυο πόλους: από τη μια το ντόπιο κεφάλαιο συγχωνευμένο με το ιμπεριαλιστικό σε μια ενότητα που  μεγαλώνει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, από την άλλη ένα εργατικό λαϊκό κίνημα κοινωνικής μεταβολής  που πρέπει να κατασταλεί.  
Στην περίοδο της δικτατορίας το μονοπωλιακό και ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο απαλλαγμένο  από κάθε πολιτική και, πολύ περισσότερο, κοινωνική πίεση και έχοντας θέσει το κράτος  κάτω από το συνοπτικό του έλεγχο προώθησε προς το συμφέρον του βαθιές αναπροσαρμογές και πραγματοποίησε μια χωρίς  προηγούμενο  απαλλοτρίωση οικονομικών πόρων ( π.χ.  οι σκανδαλώδεις διευκολύνσεις στον  Τομ Πάππας, το ναυπηγείο Ελευσίνας στον όμιλο Ανδρεάδη,  η μείωση φόρων σε εφοπλιστές κλπ. )
Κι έτσι εντάθηκε  η ιμπεριαλιστική  αφομοίωση της ελληνικής οικονομίας και στην ίδια διαδικασία οξύνθηκαν  παραπέρα οι ανταγωνισμοί  του αμερικανικού και δυτικοευρωπαϊκού  ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου στη χώρα. Το πρόβλημα  των κυρίαρχων ομάδων  ήταν λοιπόν, παράλληλα  με τη σταθεροποίηση των γενικών όρων της καπιταλιστικής παραγωγής, να εξασφαλίσουν και να προωθήσουν η μια σε βάρος της άλλης τις οικονομικές θέσεις τους, και  να υποτάξουν, πιο ορθολογικά,  την ελληνική οικονομία στο σύνολό της  στις ανάγκες της επεκτατικής περιφερειακής στρατηγικής τους.
Κι αν στη περίοδο της δικτατορίας εκδηλώθηκε μια ευρεία ομοψυχία στον πολιτικό κόσμο εναντίον της δικτατορίας κι αυτή έχει ένα ταξικό περιεχόμενο. Στο μέτρο που η δικτατορία ενεργούσε σαν εκτελεστικό όργανο της πολιτικής  του ντόπιου μονοπωλιακού και ιμπεριαλιστικού  κεφαλαίου στρεφόταν ενάντια στο συμφέροντα μιας μερίδας της αστικής τάξης. Επειδή επιπλέον εξέφραζε την επικυριαρχία του  αμερικάνικου ιμπεριαλισμού έμπαιναν φραγμοί   στα επιμέρους συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής Δυτικής Ευρώπης. Ετσι η δικτατορία δημιούργησε τους όρους για μια πολιτική συνένωση μερίδας της εγχώριας   αστικής τάξης που θίγονταν από τα μονοπώλια με τα ντόπια μονοπωλιακά τμήματα που δένονται με το δυτικοευρωπαϊκό  ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο και με αυτό το ίδιο.  Αυτή η προσωρινή συμμαχία, ανταγωνιστική στο βάθος,   στους κόλπους της αστικής τάξης πήρε την έκφρασή της και στο επίπεδο των πολιτικών της εκπροσώπων. Και βέβαια στο μέτρο που η  δικτατορία στράφηκε ενάντια στην εργατική, και αυτή ήταν η κύρια αιχμή της,  δεν αντιμετώπισε καμιά αντίσταση από την αστική  τάξη και τους πολιτικούς της φορείς. Απ’  αυτήν την άποψη η συνένωση του πολιτικού κόσμου είχε σαν βάση τη σιωπηρή έγκριση της εργατικής πολιτικής της δικτατορίας.
Κι αν στο μήνυμά του  ο Ε. Βενιζέλος ανακηρύσσει την μεταπολίτευση σαν την καλύτερη περίοδο μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους αυτό δεν οφείλεται  σε μεγαθυμία της κυρίαρχης τάξης και των πολιτικών της εκφραστών. Αν μετά την πτώση της χούντας άλλαξε το αντικομμουνιστικό αστυνομικό κράτος αυτό έγινε με την πίεση του λαϊκού κινήματος και γι’ αυτό  ακριβώς ένα τμήμα της αστικής τάξης έφτασε στο συμπέρασμα ότι το αστυνομικό κράτος είχε χρεωκοπήσει στην κοινωνική λειτουργία του για την υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων. Μόνο που το αστυνομικό κράτος είναι σύμφυτο με τη δομή του καπιταλισμού και ακόμα κι αν κάποιες φορές φαίνεται στον καπιταλισμό σαν απαραίτητο ένα εποικοδόμημα πολιτικής δημοκρατίας, αυτή εξαντλείται με την εκποίησή της στις αγορές όταν τα καπιταλιστικά συμφέροντα το απαιτούν, όπως στις μέρες μας.
Ολες λοιπόν οι πολιτικές δυνάμεις  που καταδικάζουν τη δικτατορία κινούνται με βάση τα ταξικά συμφέροντά τους τα οποία δίνουν  περιεχόμενο και χαράζουν όρια στη γραμμή δράσης τους και λόγων τους. Οι ονομαζόμενες πάλαι ποτέ δημοκρατικές δυνάμεις  της αστικής τάξης ενδιαφέρονται να λύσουν προς όφελός τους  αντιθέσεις   μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, χωρίς όμως να το θέσουν αυτό το ίδιο σε αμφισβήτηση. Κι έτσι το αίτημα για διαφύλαξη της δημοκρατίας παρουσιάζεται αποκομμένο από τις ταξικές σχέσεις και αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας κι εμφανίζονται υπερασπιστές της οι ίδιοι οι  πολιτικοί φορείς μονοπωλιακών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.
Επειδή λοιπόν  οι πολιτικές δυνάμεις  εκφράζουν τάσεις και στόχους της τάξης  που εκπροσωπούν, η κυρίαρχη τάξη με το πολιτικό της σύστημα στην προσπάθεια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης ξαναχτίζει πετραδάκι πετραδάκι το  αντικομμουνιστικό αστυνομικό  μετεμφυλιακό κράτος με την ευγενή χορηγία και πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για να διασφαλίσει ώστε να μην εγκαθιδρυθεί ή τουλάχιστον να γίνει σεβαστή μια λαϊκή κυριαρχία.

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΣΤΗΝ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ

Η εβδομάδα των παθών και ο εσταυρωμένος «ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις», και ο θρήνος για την «ζωή εν τάφω», και η πίστη για τη σωτηρία στο μεσσία, και η αναμονή για την ανάσταση του αγαπημένου νεκρού, και η απελπισμένη αγάπη των συνανθρώπων του, αγάπη αιώνων, εξαντλείται στο ν’ αρνιέται τον θάνατό του. Αυταπάτη γιομάτη πάθος, σπαραχτική αυταπάτη από την αδυναμία μας και την ανημποριά μας σε ό,τι ξεφεύγει, ή και νομίζουμε ότι ξεφεύγει, από τον έλεγχό μας, -μοίρα το λέμε, φύση το ονομάζουμε, θεό τον καλούμε,- αυταπάτη να αποδεχτούμε την απώλεια αυτών που αγαπάμε... 
            Κάθε φορά που βιώνεται το παρόν σαν αβάσταχτο και το μέλλον φαντάζει απειλητικό αναζητείται μια παρηγοριά κι όχι ένας τρόπος για αλλαγή του. Κι έτσι αποκτούν το νόημά τους και οι εκκλήσεις για αγάπη και ταπεινότητα, τόσο από άρχοντες όσο και από τους αρχόμενους, του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου στην τελετή περιφοράς του επιταφίου. Εκκλήσεις που συμπυκνώνουν ουσιαστικά το λόγο της χριστιανικής εκκλησίας, που αιώνες τώρα μιλά για αγάπη και ισότητα, χωρίς όμως ποτέ να τις στεριώσει σε υλικά βάθρα, καταντώντας τες αφηρημένες έννοιες, στείρες, υπερβολικά επικίνδυνες όταν γίνονται όργανο απάτης στα χέρια της εξουσίας. Για ν’ απομένουν μόνο κραυγές οι πόνοι του ανθρώπου που απελπίζεται από την δικαιοσύνη, να πιάνεται από τη γεμάτη πάθος αυταπάτη και ν’ αναζητεί τον αδέκαστο κριτή, έξω από αυτόν τον κόσμο, τον κριτή που παρηγορεί. Η απομάκρυνση από την πραγματικότητα, η φυγή από τον εξωτερικό κόσμο στον εσωτερικό, η αδιαφορία για τους κοινωνικούς θεσμούς όμως δεν βοηθούν παρά στην παραμονή και τη σταθεροποίηση της αδικίας. Αυτή η ιδέα ότι πρώτα πρέπει να αλλάξει κανείς τον εαυτό του για να μπορέσει μετά να αλλάξει τον κόσμο, αυτός ο μύθος της εσωτερικής ανανέωσης, η ιδεολογία της εσωτερικότητας έχει φυσική συνέπεια την εγκαρτέρηση και την υπομονή. Κι έτσι αυτές οι αντιλήψεις όχι μονάχα επέτρεψαν τη διατήρηση αλλά αντίθετα ενίσχυσαν τους θεσμούς εκείνους που διατηρούν την ανθρώπινη καταπίεση.
               Κι αν τόσους αιώνες ο χριστιανικός λόγος επιβιώνει είναι γιατί ακουμπά στο τραγικό στοιχείο που κλείνει η ανθρώπινη ύπαρξη έξω από τις οποιεσδήποτε συμβατικότητες, γιατί δίνει παρηγοριά στους πονεμένους «μια παρηγοριά στη συνείδησή τους, για να σωθούν από την έσχατη απελπισία τους» Ο Φρ. Ενγκελς στο « Ο Μπρούνο Μπάουερ και ο πρώτος χριστιανισμός» σημειώνει πως ο χριστιανισμός «εμφανίστηκε στην ένταση της γενικής οικονομικής, πολιτικής διανοητικής και ηθικής παρακμής (…) Ο χριστιανισμός χτύπησε μια χορδή που αντήχησε σε αναρίθμητες καρδιές. Σ’ όλα τα παράπονα για την κακοήθεια των καιρών και τη γενική υλική και ηθική απελπισία, η χριστιανική συνείδηση της αμαρτίας απαντούσε: Έτσι είναι και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά. Εσύ έχεις την ευθύνη, όλοι έχετε την ευθύνη της διαφθοράς του κόσμου, εσένα και η δική σου η εσωτερική διαφθορά! Και πού βρισκόταν ο άνθρωπος που θα μπορούσε να το αρνηθεί; MEA CULPA! Η αποδοχή της συμμετοχής όλων στην ευθύνη για τη γενική δυστυχία ήταν αναντίρρητη και έγινε η προϋπόθεση για την πνευματική σωτηρία που ευαγγελιζόταν ο χριστιανισμός. Και αυτή η πνευματική σωτηρία θεμελιώθηκε έτσι ώστε μπορούσε εύκολα να κατανοηθεί από τα μέλη κάθε παλιάς θρησκευτικής κοινότητας. Η ιδέα της εξιλέωσης για τον εξευμενισμό της προσβεβλημένης θεότητας ήταν κοινή σ’ όλες τις παλιές θρησκείες. Πώς μπορούσε η ιδέα της αυτοθυσίας του μεσάζοντος που θα εξιλέωνε μια για πάντα τις αμαρτίες της ανθρωπότητας να μη βρει εύκολα έδαφος εδώ; Ο χριστιανισμός, συνεπώς, έκφρασε καθαρά το καθολικό αίτημα ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι ένοχοι της γενικής διαφθοράς όπως η αμαρτωλή συνείδηση του καθενός τους. Ταυτόχρονα πρόσφερε στη θυσία του θανάτου του κριτή του, μια ποθητή εσωτερική σωτηρία από το διεφθαρμένο κόσμο, την παρηγοριά της συνείδησης. Έτσι απέδειξε πάλι την ικανότητά του να γίνει μια παγκόσμια θρησκεία και πραγματικά μια θρησκεία κατάλληλη για τον κόσμο όπως ήταν τότε».
             ¨Όμως η πηγή της δυστυχίας μας δεν βρίσκεται στο φαινόμενο της ζωής καθαυτό, αλλά στο γεγονός ότι δεν έχουμε όλοι τη δυνατότητα να τη ζήσουμε σ’ όλο της το πλάτος, όσο δεν δίνονται οι προϋποθέσεις γι’ αυτό, με κυριότερη την ισότητα των υλικών αγαθών. Ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρο και το κριτήριο κάθε κοινωνικής μορφής. Και η ανωτερότητα της σοσιαλιστικής κοινωνίας καθορίζεται ακριβώς από τις συνθήκες που αυτή δημιουργεί για την ύπαρξη του ατόμου, που βέβαια απαραίτητη προϋπόθεση της δημιουργίας αυτών των συνθηκών είναι η ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών του ανθρώπινου πληθυσμού. Και το ν’ αγωνίζεται κανείς σ’ αυτή την κατεύθυνση δεν σημαίνει καθόλου ότι παραβλέπει ή αγνοεί τις υπόλοιπες πλευρές. 
             Κι αν προσδοκίες για καλύτερο κόσμο πολλές θρησκείες και φιλοσοφίες καλλιεργούν όμως το ζητούμενο είναι πώς αυτές θα πραγματοποιηθούν. Κι είναι αυτό που κατάφερε ο Μαρξ με το έργο του. Δίνει πειστικότητα στο όραμα του σοσιαλισμού, συμβάλλει στη δημιουργία συνείδησης ταξικής που αντικαθιστά τον αστικό εγωκεντρισμό, επιχειρεί να λύσει εκείνο το τμήμα το ανθρώπινου προβλήματος που είναι στα χέρια μας να λυθεί, το κοινωνικό σκέλος. Η συμβολή του μαρξισμού είναι ότι μας έδειξε, μ’ επιστημονικό τρόπο, πως η αλλαγή του κόσμου είναι πραγματοποιήσιμη. Αυτή είναι η διαφορά και η μεγάλη προσφορά. Πέτυχε να μετατοπίσει την αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο από τον χώρο του πνεύματος στο χώρο της καθημερινής δράσης. Κι αν η εργατική τάξη είναι ο φορέας αυτής της αλλαγής δεν σημαίνει καθόλου πως τα αποτελέσματά της κοινωνικής αλλαγής μονάχα γι’ αυτήν θα είναι ωφέλιμα, αφού οι καταστρεπτικές συνέπειες της καπιταλιστικής αποσύνθεσης αγκαλιάζουνε το σύνολο, κι όλες οι τάξεις, μήτε κι αυτής της κυρίαρχης εξαιρουμένης, τις υφίστανται.