Το αιματηρό επεισόδιο στο Πέραμα,
με θύμα ένα δεκαοκτάχρονο τσιγγάνο, ανάμεσα σε αστυνομικούς της ομάδας ΔΙ.ΑΣ
και τρεις νεαρούς που επέβαιναν σε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο έφερε ξανά στο
προσκήνιο τα ζητήματα της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Συγχρόνως, οι
αντιδράσεις αναδεικνύουν έναν ρατσισμό έτοιμο να δικαιολογήσει κάθε υπέρβαση
της εξουσίας με επιχειρήματα που πατάνε πάνω σε αρνητικά στερεότυπα και βαθιά
ριζωμένες προκαταλήψεις. Σ’ αυτό το
φονικό λοιπόν περιστατικό μοιάζει ο ρατσισμός και η αστυνομική αυθαιρεσία να
είναι οι βασικές αιτίες του.
Περιστατικά
σαν αυτό στο Πέραμα, όταν μάλιστα δεν είναι μοναδικό, μάλλον αποκαλύπτουν το
μύθο πίσω από τις διακηρύξεις της αστικής δημοκρατίας για τους
όρους και συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί η αστυνομία. Ότι δηλ.
αστυνομία υπόκειται σ’ ένα κράτος
δικαίου, ότι δεν παρεμβαίνει στη ζωή των πολιτών παρά μόνο υπό περιορισμένες
και προσεκτικά ελεγχόμενες συνθήκες και λογοδοτεί δημοσίως. Όμως, αν διακηρύσσεται ότι καθήκον της αστυνομίας είναι
η επιβολή του νόμου και ότι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την εξουσία της
καθορίζεται από μια δημοκρατική διαδικασία, στην πράξη ορίζεται η λειτουργία
της τόσο από τα μέσα που χρησιμοποιεί όσο και από τους συγκεκριμένους σκοπούς που
έχει. Ακόμα λοιπόν κι αν κάποια μέσα, υπερβολικά αποτρόπαια που περιλαμβάνουν
χρήση βίας ή δεν ακολουθούν τη δέουσα νομική διαδικασία, τυπικά απαγορεύονται, όταν στην πράξη
εφαρμόζονται σε επαναλαμβανόμενες μεμονωμένες περιπτώσεις, τότε η καχυποψία για
τις κρυμμένες σκοπιμότητες της αστυνομίας, που δεν περιορίζονται στην επιβολή του νόμου, δεν είναι αβάσιμη.
Κι αν
θεωρείται πως έργο της αστυνομίας είναι η επιβολή του νόμου, όμως δεν πρέπει να
παραβλέπεται πως ο νόμος ουσιαστικά είναι μόνο ένα εργαλείο, μεταξύ άλλων, στα
χέρια εκείνων που έχουν τη δύναμη να το χρησιμοποιήσουν για να επηρεάσουν την
πορεία των γεγονότων. Ο νόμος λοιπόν ασχολείται με τα εγκλήματα και τα άτομα
που κατηγορούνται για εγκλήματα, όμως η αστυνομία μπορεί στην πραγματικότητα να
χρησιμοποιήσει το νόμο για να εκφοβίσει και να διεκδικήσει τον έλεγχο στη
μεγάλη μάζα των ανθρώπων προς όφελος της κυρίαρχης εξουσίας. Σε εποχές κρίσης
αυτό γίνεται ολοένα πιο εμφανές. Έτσι σε όλους αυτούς τους μήνες της πανδημίας
αποκαλύφτηκε πώς χρησιμοποιήθηκε ο φόβος της πανδημίας για μεγαλύτερη καταστολή
και ο στόχος μοιάζει να είναι ο έλεγχος της συμπεριφοράς της μεγάλης μάζας του
πληθυσμού.
Από
την άλλη, πολλές αντιδράσεις για το
περιστατικό στο Πέραμα δείχνουν πως ακόμα κι αν ο ρατσισμός δεν εμφανίζεται σαν
οργανωμένο κοινωνικό σύστημα, όμως η διάχυση μιας αντίληψης για την κυρίαρχη
φυλετική ομάδα, τους καθαρούς Έλληνες, ολοένα και περισσότερο εδραιώνεται. Και
είναι πάνω σ’ αυτήν που στηρίζεται μια ιδεολογία της κατωτερότητας που κατηγοριοποιεί
και κατατάσσει τους ανθρώπους σε κατώτερες κοινωνικές ομάδες όπως για τους
μετανάστες αλλά και διαχρονικά για τους γύφτους. Η χρησιμοποίηση λοιπόν
του εθνικισμού για την υποτίμηση και αποδυνάμωση των μειονοτικών ομάδων που
ενισχύει και διογκώνει το ρατσισμό κρατεί χρόνια τώρα. Χρησιμοποιείται από την
κυρίαρχη εξουσία για δικαιολόγηση κάθε αυθαιρεσίας της, ότι στοχεύει στην
υποστήριξη αυτών που καμαρώνουν για την ελληνικότητά τους.
Ο
ρατσισμός, ακόμα και υποβόσκων ή καμουφλαρισμένος, αλληλοεπιδρά με άλλους
κοινωνικούς θεσμούς, τους διαμορφώνει και ανασχηματίζεται από αυτούς, ενισχύει,
δικαιολογεί και διαιωνίζει μια ιεραρχία που ευνοεί την κυρίαρχη τάξη, γιατί τη
βγάζει από το προσκήνιο, αποσείοντας απ’ αυτή κάθε ευθύνη για τις εφαρμοζόμενες
πολιτικές. Ο ρατσισμός, προσαρμοστικός με την πάροδο του
χρόνου, δημιουργεί ένα σύνολο δυναμικών, αλληλεξαρτώμενων υποσυστημάτων που
αλληλοενισχύονται, δημιουργώντας και διατηρώντας την αμοιβαία αιτιότητα των
φυλετικών ανισοτήτων σε διάφορους κοινωνικούς τομείς. Όπως συμβαίνει με τους
τσιγγάνους, που εξαιτίας επίμονων
προκαταλήψεων εναντίον τους γίνονται πολλές φορές στόχοι ως αποδιοπομπαίοι
τράγοι για τα δεινά της κοινωνίας γενικότερα, με αποτέλεσμα βίαιες επιθέσεις
εναντίον τους. Το αποτέλεσμα είναι να περιχαρακώνονται και να παραμένουν μια
ξεχωριστή κοινωνική ομάδα που διακρίνεται από την κυρίαρχη κοινωνία όπου ζουν.
Αυτή η περιχαράκωση ενθαρρύνει
ρατσιστικές συμπεριφορές και υφίστανται ένα ευρύ φάσμα παραβιάσεων των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως φυλετικής βίας και διακρίσεων κατά την απόλαυση
δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα σε επαρκή στέγαση και το δικαίωμα στην εκπαίδευση.
Βρίσκονται λοιπόν σε εξαιρετικά ευάλωτη
θέση με οικονομικούς και πολιτικούς όρους, που εκδηλώνεται με την εκτεταμένη και οξεία
φτώχεια, την ανεργία, τον αναλφαβητισμό, την έλλειψη εκπαίδευσης ή τον
διαχωρισμό τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην υποτυπώδη στέγαση και άλλα
προβλήματα. Κι αυτή η ευπάθεια οδηγεί στην παραβατικότητα και συντηρεί
ρατσιστικές συμπεριφορές, σε ένα συνεχές φαύλο κύκλο.
Καθώς
λοιπόν οι αυθαιρεσίες και η υπέρβαση
εξουσίας από την αστυνομία ενσωματώνονται στο έργο της, οι αστυνομικοί
πυροβολισμοί χρησιμεύουν ως ευκαιρία να επιδείξουν τη δύναμή τους χωρίς
συνέπειες, ειδικά όταν τα θύματά τους μοιάζουν με έναν συγκεκριμένο ιδανικό
τύπο κοινωνικά μειονεκτούντα, όπως είναι οι τσιγγάνοι, ενισχύοντας τον ρατσισμό
που υπόρρητα χρησιμοποιείται για
νομιμοποίηση της συμπεριφοράς. Και συγχρόνως παραβλέπεται η ανεπάρκεια της στο υποτιθέμενο έργο που έχει αναλάβει, η προστασία από το έγκλημα, όταν αποδεικνύεται ανίκανη σε μια καταδίωξη, δι' ασήμαντον αφορμή, τριών σχεδόν ανηλίκων, να είναι αποτελεσματική και καταλήγει σε έναν φόνο με έναν καταιγισμό σφαιρών, 38 στο σύνολο. Και αυτή η συμπεριφορά είναι αποκαλυπτική πως βασικά περιλαμβάνεται στο έργο της η τρομοκράτηση των πολιτών.
Στις
περισσότερες περιπτώσεις, υπό κανονικές
συνθήκες, η αστυνομία σκοτώνει με σχετική ατιμωρησία, βρίσκοντας αντίστοιχες
δικαιολογίες για τη βία που
χρησιμοποιεί. Έχοντας μάλιστα την υποστήριξη της κεντρικής εξουσίας, όπως εμφαντικά
έδειξε στο συγκεκριμένο περιστατικό με
την επίσκεψή του ο υπουργός Προστασίας
του Πολίτη Ν. Θεοδωρικάκος στους εφτά αστυνομικούς, θεωρείται σχεδόν αυτονόητο
να μετατρέπονται οι επιθέσεις της αστυνομίας εναντίον των πολιτών σε μια πηγή
νομιμότητας για άσκηση εκ μέρους της ακόμα και δυσανάλογης βίας και να υιοθετείται
αυτή η αφήγηση με την οποία η βία της αστυνομίας
είναι πάντα αμυντική και επομένως δικαιολογημένη. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ο
φόβος, η συσσωρευμένη αίσθηση αγανάκτησης του κόσμου να αποτελέσει πρόκληση για αμφισβήτηση της νομιμότητας της κρατικής βίας.
Και είναι αυτή η αμφισβήτηση περισσότερο
από την ίδια τη βία που μπορεί να οδηγήσει
σε σύγκρουση.