Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ «ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ»



Απωθώντας την ιστορία μας είναι σίγουρο ότι αμελούμε την κατανόησή της και γι’  αυτό στην  παρεμβολή της με τη μορφή  επετείων ο κυρίαρχος λόγος σπεύδει να δώσει το επιθυμητό περιεχόμενο, για να μη μετατραπεί σε δίδαγμα η ιστορία. Και στη φετινή επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου η σύνδεση της για άλλη μια φορά με καταστροφικές  δράσεις των αποκαλούμενων αναρχικών προσανατολίζει τη σκέψη σε συγκεκριμένα μονοπάτια που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στην απαξίωσή του. 
         Στη φετινή επέτειο κυριάρχησε  το βίντεο με τη φωτοβολίδα που καρφώθηκε στο πόδι της δικηγόρου Αναστασίας Τσουκαλά στα επεισόδια στα Εξάρχεια μετά την πορεία του Πολυτεχνείου. Τις ημέρες που ακολούθησαν ομάδες αναρχικών αντιπαρατίθενται η μια στην άλλη με κατηγορίες για τέτοιου είδους δράσεις που προσβάλουν και συκοφαντούν το «κοινωνικό και ελευθεριακό κίνημα». Είχε προηγηθεί η κατάληψη του πολυτεχνείου από ομάδα αυτοαποκαλούμενων αντιεξουσιαστών, οι οποίοι προχώρησαν σε αυτή την κίνηση για τον αποκλεισμό των πολιτικών και κομματικών οργανώσεων, «που καπηλεύονται την εξέγερση» η οποία έληξε την επόμενη μέρα μετά από παρέμβαση μιας ομάδας 300 αναρχικών.
        Οκτώ σχεδόν χρόνια από την έναρξη  της πολιτικής της σκληρής λιτότητας, με τα μνημόνια που έθεσαν σκληρότερους όρους της πολιτικοοικονομικής οργάνωσης, οι ψευδαισθήσεις που διαπερνούσαν αντιλήψεις και συμπεριφορές σωρεύοντας αδιέξοδα η μια μετά την άλλη διαλύονται. Οι εμπειρίες που αποκτήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια αυξάνουν την αυτογνωσία μας αποκαλύπτοντας τρόπους λειτουργίας και στόχους των κινημάτων που χαρακτηρίζονται αναρχικά, αυτόνομα, ελευθεριακά κλπ. Και μπορεί  οι αντιδράσεις, αντιλήψεις και διαθέσεις ανθρώπων που συμμετέχουν σ’  αυτά να μην είναι ταυτόσημες, όμως αυτό που τους ενώνει είναι η διαλαλούμενη έλλειψη φορέα, η  έλλειψη οργανωτικού και ιδεολογικού σχήματος και η αντίθεσή τους τόσο στον καπιταλισμό όσο και στον υπαρκτό σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ. Αυτές οι αντιλήψεις, έχοντας μεγάλη  ακτινοβολία και ισχυρή προωθητική δύναμη από τα χρόνια της  μεταπολίτευσης  ιδιαίτερα στους νέους, επιβάλλουν το επίπεδο σύγκρουσης με την αστυνομία σχεδόν ως τεκμήριο επαναστατικότητας, ενώ κατηγορείται το ΚΚΕ πως επωμίζεται την καταστολή σαν ουρά του συστήματος. Αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα άμεσης, εδώ και τώρα, οργάνωσης αντικαπιταλιστικού αγώνα  σε κάθε επίπεδο, που μεταφράζεται σε  σύγκρουση με κρατικές δυνάμεις καταστολής, με κριτήριο της αποτελεσματικότητας των δράσεων τη   θεαματικότητα και εντυπωσιασμό. Το πολυτεχνείο γίνεται ο προνομιακός  χώρος δράσης και η πλατεία Εξαρχείων από τον κυρίαρχο λόγο τους χρεώνεται σαν η επικράτειά τους.
     Κι όλος αυτός ο αναρχοαυτόνομος χώρος εφάπτονταν ή και περιλάμβανε τους κάθε φορά μετασχηματισμούς της αναθεωρητικής αριστεράς. Κοινά σημεία μέσα στον ιδεολογικό χυλό δεν ήταν δύσκολο να αναδειχτούν, με πρώτο και κύριο την αναγνώριση της  κρίσης του μαρξισμού και την απόρριψη του σοβιετικού μοντέλου που άνοιγαν το δρόμο και για αμφισβήτηση  διαφόρων θεωρητικών ζητημάτων, αλλά κυρίως την αντίθεση με το λενινιστικό μοντέλο οργάνωσης. Τα  κινήματα αυτά αναπτύσσονταν και αναδεικνύονταν ταυτόχρονα με την αμφισβήτηση των λενινιστικών θεωρητικών δεδομένων για τις σχέσεις κόμματος-μαζών, ηγεσίας-βάσης. Οι προβληματισμοί εστιάζονταν στην απόρριψη της κομματικής ιεραρχίας κι αναζητούνταν  μορφές οργάνωσης βασισμένες στα πλαίσια  της άμεσης δημοκρατίας, όρος που σαγηνεύει κυρίως τους νέους. 
      Ακόμα και τώρα οι θεωρίες αυτές θεαματικά καταναλώνονται, επικεντρώνοντας σε γενικές αντικαπιταλιστικές και ιδιαίτερα αντιεραρχικές  αντιλήψεις και προσφέρονται για ιδεολογικές επενδύσεις διαφόρων μικροαστών που παίζουν το ρόλο του επαναστάτη.  Δράσεις σπασμωδικές, βίαιες, αποκομμένες από  την ίδια την εργατική τάξη, εμπλουτίζονται με μερικά μαρξιστικά-λενινιστικά ή τροτσκιστικά, ανάλογα με την περίπτωση, για να μεταμορφωθούν σε επαναστατικές. Κι αν περιορίζονται τα περισσότερα στο χώρο των πανεπιστημίων ή της διανόησης, γιατί φυσικά με γενικότητες και αφορισμούς είναι αδύνατο να πείσεις περί του πρακτέου ανθρώπους της δουλειάς, όμως ο έλεγχος όλων αυτών των κινημάτων, λιγότερο ή περισσότερο, από μηχανισμούς ή άτομα που παίζουν το ρόλο του ηγέτη αλλά  και από τους ίδιους τους κρατικούς μηχανισμούς δεν είναι δύσκολος. Η ομφαλοσκόπηση που είναι η φυσική κατάληξη μιας τέτοιας συμπεριφοράς και πολιτικής αντίληψης διακόπτεται  από τις δράσεις της αστυνομίας που επαναφέρουν στην επικαιρότητα κάθε ομάδα και γκρουπούσκουλο δίνοντάς του πολιτική υπόσταση σ’ έναν φαύλο κύκλο –διαδήλωση, επεισόδια, επίθεση αστυνομίας, συλλήψεις, διαδήλωση διαμαρτυρίας, δίκες, διαδήλωση και ούτω καθεξής. Και πώς να ξεχωρίσει κανείς πού σταματά η αφέλεια και πού αρχίζει η προβοκάτσια.
Και κάπως έτσι με τη βοήθεια και του κυρίαρχου λόγου στήνεται το μοντέλο δράσης των επίδοξων επαναστατών. Και στα χρόνια του μνημονίου οι πάλαι ποτέ ανένταχτοι, ανεξάρτητοι, αυτόνομοι, αναρχικοί, αναθεωρητές κλπ. παρουσιάζονται σε συνεχή αναζήτηση, θεωρητική και οργανωτική,  μόνοι τους ή  συσπειρωμένοι στοιχειωδώς σε ομάδες, -γειτονιάς ή ενδιαφερόντων ανάλογα. Η σύμπλευση όλων αυτών από ένα σημείο και πέρα, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια του μνημονίου, αποδείχτηκε καθαρά ταχτική πολιτικάντικη επιλογή ενταγμένη στα πλαίσια του αγώνα για ανεύρεση νησίδων επιβίωσης και δυνατοτήτων εξόρυξης πολιτικής ηγεμονίας.  Πάσχοντας βέβαια από  αθεράπευτη αναποτελεσματικότητα από την πίεση κάθε φορά αναγκαιοτήτων  για άμεσες δραστηριότητες, που, όταν δεν αφορούσαν προβλήματα μεμονωμένα σχεδόν ατομικά αφορούσαν απάντηση σε κρατική τρομοκρατία, οδηγούνταν σε θεαματικές δράσεις είτε βίας είτε θεατρικότητας, που δίνει στην κυρίαρχη εξουσία άλλοθι για τελειοποίηση των κατασταλτικών και προπαγανδιστικών της μηχανισμών (Η επικέντρωση του πολιτικού λόγου της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο «γκέτο των Εξαρχείων», συνεισφέρει στη χάραξη διαχωριστικών γραμμών στα αστικά κόμματα και στην επίφαση αντιπαλότητας μεταξύ τους) 
Στην τελική, η βασική διαφοροποίησή τους εντοπίζεται στη διαφημιζόμενη ανεξαρτησία τους από οργανωτικούς μηχανισμούς κομμάτων, ενώ η θεωρητική τους ανεπάρκεια προβάλλεται ως αέναη θεωρητική αναζήτηση, σε αντιδιαστολή με τη δογματικότητα του ΚΚΕ, και η οργανωτική τους αδυναμία ως χειραφέτηση. Κι όλη αυτή η συμπεριφορά δεν καταδεικνύει άλλον από αντίπαλο παρά το ΚΚΕ που η οργανωτική του αποτελεσματικότητα, ο θεωρητικός του εξοπλισμός καταγγέλλονται ως τροχοπέδη του εργατικού κινήματος.  
Κι αν μοιάζει όλος αυτός ο χώρος να χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση θεωρητικού και πολιτικού κενού που το οδηγεί και στο αντίστοιχο οργανωτικό κενό ο ρόλος του, εκών άκων, είναι προβοκατόρικος. Να δημιουργεί άλλοθι στην κρατούσα εξουσία, να δημιουργεί καταστάσεις που την ευνοούν απαξιώνοντας και περιθωριοποιώντας το εργατικό κίνημα.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

ΑΛΛΟΘΙ



Την τελευταία εικοσιπενταετία τα ταξικά ζητήματα  βαθμιαία υποχωρούσαν από το επίκεντρο της διεκδίκησης με την επέκταση των μικρό- και μεσαίο- αστικών στρωμάτων τα οποία προχωρούσαν σε  μια πρωτόγνωρη πολιτική συναίνεση. Όσο το βάρος  έπεφτε στο ιδιωτικό, με προβληματισμούς που αφορούσαν τον  ελεύθερο  χρόνο, τις διαπροσωπικές σχέσεις, το περιβάλλον (αυτό είχε την τιμητική του), τον σεξουαλικό καθορισμό κλπ τόσο φούσκωνε το  φαινόμενο των λεγόμενων  ανένταχτων, που βέβαια στη χώρα μας εκτείνονταν σε όλη τη γκάμα μιας αριστεράς που ξεκινούσε από το ΠΑΣΟΚ και κατέληγε, παρακάμπτοντας βεβαίως το ΚΚΕ, στο λεγόμενο αναρχοαυτόνομο χώρο. Εκεί καρποφόρησαν κυρίως οι εκλεπτυσμένοι τρόποι χειραγώγησής μας και υιοθετήθηκαν τα νέα αιτήματα που διαφοροποιούνταν από αυτά του παρελθόντος,  τα οποία  ήταν   αιτήματα που   απαιτούσαν μια ριζική αναμόρφωση του κοινωνικού συστήματος  (π.χ. εργατικές διεκδικήσεις), ενώ τώρα τα αιτήματα περιορίζονταν σε   διεκδικήσεις εργαλειακού χαρακτήρα (π.χ. η αναγνώριση δικαιώματος γάμου ομοφυλόφιλων). Από τα πολιτικά της τάξης περνούσαμε  στα πολιτικά των ταυτοτήτων. Και κάπως έτσι κυριάρχησαν  στο πολιτικό προσκήνιο διάφορα κινήματα που ενώ έμοιαζε να βρίσκονται εκτός συστήματος, ότι ήταν δυνάμεις ανατροπής, σε ελάχιστο χρόνο επετύγχαναν να αναγνωριστούν από το σύστημα ως θεσμικά δρώντες. Κι έτσι  δεν μετατρέπονταν οι αντιθέσεις της κοινωνικής ζωής σε πολιτικά προβλήματα και περιχαρακώνονταν οι  εργαζόμενοι  στις  οικονομίστικες και επιμέρους  διεκδικήσεις τους, χωρίς να συνειδητοποιούν το σύνολο των αντιθέσεων που οφείλονται στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Τα νέα κοινωνικά κινήματα δεν ενδιαφέρονται για τον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και τις σχέσεις παραγωγής, αλλά στρέφονται στο εποικοδόμημα,  πηγαίνουν στη σφαίρα της κατανάλωσης ιδεών και υλικών για να αμφισβητήσουν το πολύ πολύ το καταναλωτικό μοντέλο των κοινωνιών.
Και κάπως έτσι εξομοιώθηκαν και κυρίως υποκαταστάθηκαν δράσεις και μορφές πολιτικού αγώνα  που απέβλεπαν σε  μετασχηματισμό  του συστήματος  μ’  αυτές που απλώς το μεταμόρφωναν και  διεύρυναν την αφομοιωτική του ικανότητα  καθιστώντας το έτσι πιο σταθερό. Κι όταν η κρίση ανέδειξε το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού οι υποτελείς τάξεις, σε ένα μεγάλο ποσοστό,  αντέδρασαν σε γενικές γραμμές με το μόνο τρόπο που είχαν μάθει τόσα χρόνια. Μέσα από επιμέρους κινήματα (π.χ κίνημα του «δεν πληρώνω», ή το ξεχασμένο «της πατάτας» και βέβαια «των αγανακτισμένων») όπου περισσότερο ενδιέφερε να αποτραπούν  συγκεκριμένα μέτρα λιτότητας που εφαρμόζονταν, χωρίς σύνδεση με το γενικό ή πολύ περισσότερο με το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.
Ταυτόχρονα, στα πλαίσια των κινημάτων, από τη δεκαετία του ’70 οργανώσεις της Δύσης  με τη μορφή Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια σε περιοχές που η ιμπεριαλιστική δύση εκμεταλλεύεται, ένα είδος Ερυθρού Σταυρού που φιλοδοξεί όμως να μην έχει την αφωνία του, αλλά να  καταγγέλλει και τις αιτίες των ανθρωπιστικών κρίσεων.
                Κι έτσι άρχισαν να επεκτείνονται παντού  οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που ορίζονται ως ««ιδιωτικοί οργανισμοί που ασκούν δραστηριότητά για να απαλύνουν τον πόνο, να προωθήσουν τα συμφέροντα των φτωχών, την προστασία του περιβάλλοντος, την παροχή βασικών κοινωνικών υπηρεσιών, ή αναλαμβάνουν την ανάπτυξη της κοινότητας». Ουσιαστικά θεσμοθετείται, αρκετά θολά βέβαια,  η σύνδεση μεταξύ του ιδιωτικού και της δημόσιας σφαίρας υπεράνω  του κυρίαρχου συστήματος  και προς όφελός του.  Δεν είναι πια η σοσιαλιστική πολιτική που βασίζεται στην ταξική ενότητα μέσω μορφών αλληλεγγύης, συσπείρωσης, στράτευσης αλλά η ιδιωτική πρωτοβουλία που από ανθρωπισμό  θα καταστείλει τα δεινά των υποτελών τάξεων ανά τον κόσμο. Οργανώσεις που διακηρύσσουν πως δεν προσδένονται σε ιδεολογίες, που διαλαλούν  με ζήλο την αφοσίωσή τους σε υπερχρονικές αξίες, που συνδέονται παγκόσμια μεταξύ τους με αόρατους συνδέσμους επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν από διαφορετικές ατραπούς  τα κυρίαρχα συστήματα νομής της εξουσίας. Εισέρχονται στο χώρο της πολιτικής και με τη δημιουργία νέων τρόπων σκέψης και δράσης προσφέρουν νέες ερμηνευτικές του υπάρχοντος συστήματος που το δικαιώνουν,  συμβάλλοντας στην απαίτηση για ατομικές λύσεις συλλογικών προβλημάτων. Με άλλοθι τον ανθρωπισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα γίνονται εξαρτήματα της κυρίαρχης πολιτικής.
                Η σύγχυση όμως ανάμεσα στην πολιτική και ανθρωπιστική δράση τους όσο οξύνονται οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και βαθαίνουν οι ταξικές αντιθέσεις  παγκοσμίως γίνεται όλο και πιο φανερή, ενώ η αποκάλυψη ότι  λειτουργούν ως εξαρτήματα  κυρίαρχων πολιτικών δεν είναι τωρινή. Και για τους πιο καλοπροαίρετους ακόμα, συμπεριφορές Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων όπως των Γιατρών Χωρίς Σύνορα την εποχή των βομβαρδισμών στην Γιουγκοσλαβία πριν από δεκαπέντε χρόνια  έδωσαν αφορμές για προβληματισμό σχετικά με τους πραγματικούς στόχους όλων αυτών των οργανώσεων.
               Γι’  αυτό και μοιάζει αρκετά υποκριτική όλη αυτή η έκπληξη από  τις αποκαλύψεις οικονομικών σκανδάλων σχετικά με τις χιλιάδες ΜΚΟ στη χώρα μας αλλά και τις δράσεις τους σε διάφορες περιοχές του πλανήτη όπου λειτουργούν σαν μοχλοί εφαρμογής πολιτικής κυρίαρχων κέντρων εξουσίας.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ

            Εκεί, γύρω στη δεκαετία του ’70, με την έκρηξη του ’68, χάθηκε από τον αριστερό λόγο, εκτός του κομμουνιστικού,  το προλεταριάτο σαν κέντρο της επαναστατικής διαδικασίας. Και η επανάσταση ενάντια στην άρχουσα τάξη, στο ταξικό κράτος, στο καθεστώς αντικαταστάθηκε από την αμφισβήτηση στο λόγο του συστήματος.  Η δράση έγινε συμβολική, όπως το απέδειξε η παντομίμα επανάστασης  του ’68.  
           Κι απέμεινε, ως   κληρονομιά από την εξέγερση του ’68, η ταύτιση της επαναστατικότητας με την παρέμβαση στο πεδίο του εποικοδομήματος,  ως κριτική των θεσμών εξουσίας του καπιταλιστικού κόσμου, που πια αντιμετωπίζονται σαν ξεπερασμένες και καθόλου λειτουργικές και όχι  στη βάση της οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Με την ταύτιση της οικονομικής εκμετάλλευσης, της κοινωνικοπνευματικής αλλοτρίωσης και ψυχικής απώθησης, καθώς ανακαλύπτουμε ότι ο  Φρόϋντ προεκτείνει την μαρξιστική κριτική, αυτή η κριτική στο σύστημα στηρίχτηκε  στην αρχή της μεταφοράς και της αντιστρεψιμότητας. Παλεύοντας ενάντια στην αστική ηθική  συμμαχείς με τον αγώνα εναντίον του ρατσισμού,  της φτώχιας κλπ., κάνεις έρωτα και αυτό γίνεται επαναστατική πράξη, ακόμα και τα ναρκωτικά γίνονται ένα από τα μέσα για την πραγματοποίηση της κοινωνικής επανάστασης. Κι αυτή η αντίληψη επιτρέπει  τη  φαντασιακή συμμετοχή  σε μεγάλους αγώνες, χωρίς μάλιστα σημαντική διακινδύνευση. Η απελευθέρωση των ηθών, της γλώσσας, του τρόπου ντυσίματος, η ευθύτητα στις σχέσεις με τους μεγάλους κλπ. αποτελούν  κατακτήσεις που μπορούν μάλιστα να  στοιχειοθετήσουν ένα κοινωνικό όραμα. Η επανάσταση, η ανατροπή  καταλήγει μια ευφρόσυνος,  μεταφυσική δραστηριότητα στην υπηρεσία θεμελιωδών αξιών της αστικής δημοκρατίας. Εισβάλλουν τα νέα επαναστατικά υποκείμενα, μετανάστες, φυλετικές μειονότητες, γυναίκες, φοιτητές, ομοφυλόφιλοι κλπ που θεωρούνται οι νέοι πρωταγωνιστές της επαναστατικής διαδικασίας. Η άρνηση των εκπροσωπήσεων, η υπεράσπιση της αυτονομίας οδηγούν στην ανάπτυξη κινημάτων που βιώνουν αυτή την αυτονομία τους σε διαφορετικές φάσεις και διαχωρισμένα το ένα από το άλλο. Η ανακάλυψη του κοινωνικού κινήματος, και μάλιστα  του κοινωνικού σε αντίθεση με το πολιτικό, έρχεται στο προσκήνιο. Κάτω από την προοδευτική και επαναστατική όψη τους όμως  βλέπουμε τώρα, με την εμπειρία της μετέπειτα γνώσης, ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια μορφή της ατομικής επανάστασης του εγώ.
           Το αποτέλεσμα ήταν  το όραμα αλλαγής της κοινωνίας να συρρικνωθεί  στην ανάπτυξη εναλλακτικών νησίδων μέσα στην κοινωνία, οργανωμένων  αυτόνομα, με δικά τους κανάλια και δομές, όπου μπορεί να καταφεύγει κανείς και να ζει λύνοντας τα ατομικά του προβλήματα, χωρίς τις προϋποθέσεις κάποιας συνολικής κοινωνικής ανατροπής. Καταλήγοντας  έτσι σε μια πολιτική που έχει αποφορτιστεί  από το εκρηκτικό περιεχόμενο των  ταξικών αντιθέσεων, το  διαπραγματεύσιμο ήταν πια  οι τρόποι και οι τακτικές επιβολής της αστικής κυριαρχίας, η διαμόρφωση ενός μπλοκ εξουσίας που στην τελική  θα διαχειριστεί,  εξασφαλίζοντας τη συναίνεση, τα συμφέροντα των καπιταλιστών και όχι η   ταξική έκφραση  της αντίστασης  των κινημάτων στην κυρίαρχη πολιτική. Κάπως έτσι η αμφισβήτηση  και το ξεπέρασμα της κυρίαρχης πολιτικής καταλήγει σε ένα αναμάσημα ρεφορμιστικών αντιλήψεων, εναλλακτικών προτάσεων στα πλαίσια του συστήματος,  ενώ το κύμα εγκατάλειψης της πολιτικής συντείνει, από άλλη διαδρομή, στην απομάκρυνση του κοινωνικού από το πολιτικό, στην παραίτηση από τον στόχο ενοποίησης, προσανατολισμού και πολιτικοποίησης των αγώνων με ταξικά χαρακτηριστικά.
          Η υποχώρηση του προλεταριάτου  από την πολιτική σκηνή σημάδεψε τη συνέχεια της πορείας των διαφόρων κινημάτων που δεν έχουν πια άμεση και πρακτική αναφορά στην εργατική τάξη. Η πολυδιάσπαση σε όλο  και πιο ειδικές  εσωστρεφείς απομονωμένες ομάδες του κινήματος οδηγούν στην αργή πορεία συρρίκνωσης,  αφομοίωσης, εξαφάνισης κινημάτων, οργανώσεων κλπ. Τα σοσιαλδημοκρατικά προγράμματα εκμεταλλεύτηκαν τις αδυναμίες τους και τα αποτελέσματα ξετυλίγονται  τώρα ξεκάθαρα  στις μέρες μας, μέσα  στη διαδικασία όξυνσης της οικονομικής κρίσης. Η καπιταλιστική ανασύνταξη προχωρά με την ένταση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης πάνω σε όλο και πλατύτερα κοινωνικά στρώματα.
           Παρόλ’   αυτά,  και  μέσα σ’  αυτές τις διαδικασίες, η απομόνωση από το εργατικό κίνημα  των όποιων αντιδράσεων συνεχίζει να  θεωρείται δεδομένο,   όπως και η άρνηση της πάλης  για τη συνολική  ανατροπή του καπιταλισμού. Ακόμα έχουμε την αντίληψη ότι το μόνο που μπορεί να κριθεί είναι η διατήρηση κάποιων δικαιωμάτων που να επιτρέπουν την επιβίωσή μας μέσα στην κρίση. Δεν έχουν διαλυθεί  ακόμα οι αυταπάτες μας, που καλλιεργήθηκαν  στα χρόνια της ευμάρειας, για τη δυνατότητα ουσιαστικών κατακτήσεων με μονιμότητα μάλιστα  και διάρκεια μέσα στον καπιταλισμό, όπου η βασική ταυτότητα  που αναγνωρίζεται είναι αυτή του καταναλωτή και όχι αυτού που παράγει, χάνοντας έτσι την ταξική μας συνείδηση. Αυτό το πνεύμα  του «εδώ και τώρα», του άμεσου αποτελέσματος,   που αντιμετωπίζει τον αγώνα σαν άμεση κατανάλωση προϊόντων, ιδεών κλπ. δίχως τη μεσολάβηση ιδεολογιών και μηχανισμών, μας έκανε να πιστέψουμε ότι η έξοδός μας στις πλατείες για κάποιες μέρες πέρυσι αρκούσε για αλλαγή της πολιτικής της οικονομικής εξαθλίωσης και ότι εναλλακτικές προτάσεις διανομής προϊόντων  συνεισφέρουν στην ανατροπή της  (ποιος θυμάται ακόμα το κίνημα της πατάτας;).
            Οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις δεν είναι γιορτή ούτε χάππενιγκ,  όπως πολλές μαρτυρίες του κυρίαρχου λόγου διέσωσαν από το Μάη του ’68, και σχεδόν ταύτισαν την εξέγερση με διασκέδαση, φυσική απόρροια του νεαρού της ηλικίας των πρωταγωνιστών της φοιτητών, υποβιβάζοντας την έννοια της επανάστασης σε μια καθαρά βιολογική και καθόλου ιδεολογική και ταξική  έκφραση.
           Οι ψευδαισθήσεις όμως  μας τελειώνουν για να εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε και να ωραιοποιήσουμε τη ζωή μας μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού  συστήματος. Σ΄ αυτή την  περίοδο ακραίας επιδείνωσης της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας δεν μπορεί να υπάρξει πια στρατηγική και πολιτικό πρόγραμμα  που να εξασφαλίζουν την  αξιοπρέπειά  και τη ζωή μας   αλλά   να αγνοούν  και πολύ περισσότερο να μην αντιτίθενται στη μικροαστική οργάνωσή της. Μέσα στα πλαίσια  του οργανωμένου  από τους κυρίαρχους του συστήματος πολιτικού παιχνιδιού, αν αποκλειστεί η προοπτική  συνολικής ανατροπής του στην παραγωγική βάση,  δεν υπάρχουν  άλλες εκδοχές της αντίδρασής μας  από την ενσωμάτωση ή τη διάλυση.

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΕΓΓΥΗΣΗ ΝΙΚΗΣ


         Κίνημα «δεν  πληρώνω», κίνημα «αγανακτισμένων»,  κίνημα «πατάτας» κλπ. Αντιδράσεις που προσπαθούν να εξισορροπήσουν κάποιες  από τις αρνητικές για την κοινωνία συνέπειες της καπιταλιστικής επιδρομής,   αλλά κινούνται παράλληλα,  και σχεδόν διακοσμητικά, με τις  ενέργειες της κυρίαρχης  εξουσίας,  χωρίς να  την απειλούν.
         Από τη στιγμή που  ξεκίνησε η ... θητεία μας στο καθεστώς των μνημονίων πολλές ατομικές αντιδράσεις, συλλογικές διαμαρτυρίες,  κλπ. ξεκίνησαν, τα οποία  βαφτίζονται κινήματα και  τους αφιερώνονται  τα δυο λεπτά διασημότητας που τους αναλογούν από  τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, όσο για να πειστούμε ότι έχουμε  προοπτικές  για επιβίωση. 
           Εν τω μεταξύ η ανεργία συνεχίζει να καλπάζει και τα προσωπικά δράματα από τις επιπτώσεις της μόνο αν έχουν την μορφή ακραίων αντιδράσεων απασχολούν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, με ιδιαίτερη προσπάθεια να  εξατομικευτούν.
    Συνεχίζουμε να δεχόμαστε ως αυτονόητο τον  κυνισμό κυβερνώντων, τραπεζιτών, μεγαλοεπιχειρηματιών.  Εδώ και χρόνια προκρινόταν ως μόνη λύση ο περιορισμός των απαιτήσεων των εργαζομένων, η παραίτηση από τις κατακτήσεις τους, η αύξηση της παραγωγικότητάς τους και της απόδοσής τους, η αποδοχή των απολύσεων  και συρρικνώσεως των μισθών, γενικά επιβολή αυτών των ενεργειών που  ήταν  απαραίτητες για να  διατηρηθούν ανταγωνιστικές οι επιχειρήσεις, επομένως να διατηρηθούν  εν ζωή, δηλ. κερδοφόρες.
           Η  ηγεμονία μάλιστα της αστικής τάξης κατάφερε να αναγάγει το ιδιωτικό οικονομικό συμφέρον, το οποίο βρισκόταν σε κίνδυνο,  σε εθνικό συμφέρον. Πολλές επιχειρήσεις  ή τράπεζες, οι «πυλώνες» της οικονομίας μας,  κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν, επομένως κινδυνεύουν και οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας και αυτό συντελεί  στην αναγωγή του ιδιωτικού  συμφέροντος σε εθνικό. Η σωτηρία λοιπόν του κέρδους τραπεζών και επιχειρήσεων συνεπάγεται τη θυσία των ίδιων των θέσεων εργασίας.  Τώρα, στον καιρό της ύφεσης, η εκστρατεία για την σωτηρία της εθνικής οικονομίας  σε βάρος  των χιλιάδων εργαζομένων έρχεται σαν λογική συνέπεια της πολιτικής των προηγούμενων χρόνων.
          Ενώ λοιπόν πριν από μερικά χρόνια   η αστική τάξη αγωνιζόταν να πείσει την κοινωνία ότι καπιταλιστική  οικονομική ανάπτυξη και  ευημερία των ατόμων ταυτίζονταν, αφού αυτή εξασφάλιζε τις κοινωνικές παροχές, σήμερα έχει καταφέρει να πείσει για το αντίθετο, ότι  η ευημερία των εργαζομένων που στηρίζεται στις κοινωνικές παροχές  αντιστρατεύεται την οικονομική  ανάπτυξη,  η οποία και προέχει. Ο καθένας και όλοι μαζί  πρέπει με αυτοθυσία  να υπηρετήσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο νόμο του κέρδους.
         Και χιλιάδες εργαζόμενοι συνεχίζοντας,  άλλοι να αποστρεφόμαστε την πολιτική  άλλοι να παραδέρνουμε στον λαβύρινθο του δήθεν πολιτικού ρεαλισμού, χωρίς  προσανατολισμό, είτε εκτονώνουμε την οργή μας  με αυτοσχέδιες ατομικές αντιδράσεις χωρίς προοπτική είτε αντιδρούμε με συλλογικές δράσεις που θα μπορούσαν μέν με τη δυναμική τους να αντιπαρατεθούν  ισοδύναμα στην επίθεση της εξουσίας αν ήταν οργανωμένες  και στοχευμένες, γενικευμένες και συνεχείς, αλλά  προς το παρόν δεν φαίνεται να  είναι.
        Επιτακτική ανάγκη αυτή τη στιγμή δεν είναι η προβολή ως μόνης ρεαλιστικής προοπτικής η προσαρμογή στην  οικονομική εξαθλίωση που επιβάλλεται ούτε η ανάλωση της αριστεράς σε μια μορφή αγώνων που κατά βάση δεν αμφισβητεί το ρόλο του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός πια ξεκάθαρα διαμορφώνει θεσμούς και καταστάσεις κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του, καταστάσεις που προδιαγράφουν το μέλλον μας, σαρώνοντας όλα τα στηρίγματα που κάθε κοινωνία  θα είχε ανάγκη. Η επικράτηση του πιο άγριου καπιταλισμού είναι πια ολοκληρωτική, ενώ στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο έχουν εκλείψει και οι παραμικρές ενστάσεις, από σοσιαλδημοκράτες και νεοφιλελεύθερους που συνεργάζονται.
         Λογικά  λοιπόν αυτή η σύμπραξη φέρνει στο προσκήνιο  εκείνες τις  δυνάμεις της αριστεράς που μιλούν για ανατροπή του καπιταλισμού, δηλ. τους κομμουνιστές. Χρόνια όμως τώρα τους φορτώνουν άπειρα ερωτήματα, τα οποία  συνεχώς ανακυκλώνονται και μετασχηματίζονται, προσαρμοζόμενα  στις εκάστοτε σκοπιμότητες  του κυρίαρχου συστήματος, που τα  κληροδότησε η κατασυκοφαντημένη εμπειρία του σοβιετικού μοντέλου. Μ’  αυτόν τον τρόπο  έχουν καταφέρει να απαξιωθεί για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού  ο κομμουνισμός σαν  μια θεωρία, μια ιδεολογία, μια πολιτική στρατηγική, ένας τρόπος ύπαρξης του εργατικού επαναστατικού κινήματος.  Έτσι, κατόπιν αυτού,  η προοπτική  που υπαγορεύει ο καπιταλισμός θεωρείται η μόνη υπαρκτή, πράγμα που την καθιστά ρεαλιστική.
        Γι’  αυτό ακόμα πολλοί από μας δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε  την αντίληψη ότι η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί παρά να είναι  εκείνη που υπαγορεύει ο νόμος του κέρδους, ο νόμος της προσφοράς,    του κεφαλαίου, με τη δικαιολογία ότι μόνο αν υπάρξει κέρδος θα γίνουν επενδύσεις που θα ανεβάσουν την παραγωγικότητα και την παραγωγή και  η ανεργία θα απορροφηθεί.  Αυτή η πορεία  όμως δεν είναι παρά η πορεία που οδηγεί στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση με όσα αυτή συνεπάγεται.
      Από την άλλη πολλοί καταγγέλλουμε   την κομμουνιστική αριστερά  ότι δεν εγκαταλείπει  τη λογική της άμυνας για  να προχωρήσει στη λογική της επίθεσης, κατηγορώντας τη για έλλειψη προετοιμασίας και έλλειμμα επαναστατικότητας. Την ίδια στιγμή  όμως ελάχιστοι από μας συγκατανεύουμε  στο ζήτημα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, ακριβώς γιατί δεν είμαστε σύμφωνοι,  αλλά ούτε και σίγουροι για το τι θα αντικαταστήσει την ατομική ιδιοκτησία. Είναι που   φοβόμαστε τη μάχη, ίσως όχι τόσο από το φόβο της ίδιας της μάχης όσο από το φόβο του αποτελέσματος. Θέλουμε κάποιος να μας εγγυηθεί τη νίκη, κι ίσως οι περισσότεροι από μας σ’  αυτόν το ρόλο θα θέλαμε ένα κομμουνιστικό κόμμα.
      Εγγυητές όμως  για τη νίκη ενός αγώνα δεν μπορούν να υπάρξουν
     Πόσο έτοιμοι είμαστε  εμείς να διακινδυνεύσουμε;