Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

ΜΕΡΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



Μέρες Χριστουγέννων και όπως χρόνια ολόκληρα γίνεται, με τη συνδρομή και τη δική μας,  η πραγματικότητα σκηνοθετείται σε μια προσπάθεια να διεγείρει  θετικά  συναισθήματα, ακόμα κι αν η προσπάθεια τελευταία χρόνο με το χρόνο μοιάζει απέλπιδα. Ψεύτικα ακούγονται τα ρητορικά προσχήματα θρησκευτικότητας που θέλουν να δώσουν νόημα στα στερεότυπα μιας κατεστημένης εμπορικής γιορτής που αρχίζει και τελειώνει στο διάκοσμο και το φαγητό, ενδείξεις του δείκτη καταναλωτικής ευχέρειας. Γιατί κάθε φορά το νόημα και η σημασία των γιορτών για την ψυχαγωγία, την επικοινωνία, την ξεκούραση κλπ. εξαρτάται από τα οικονομικοκοινωνικά συμφραζόμενα που προσδίδουν μαγεία και στις τελετουργίες τους. Κι έρχεται στο νου η επισήμανση για τα Χριστούγεννα του E. J.  Hobsbawm «Η οικογενειακή εστία ήταν για τον αστό η πεμπτουσία του κόσμου του, γιατί εκεί, και μόνον εκεί, τα προβλήματα και οι αντιθέσεις της κοινωνίας του μπορούσαν να ξεχαστούν ή να καταργηθούν τεχνητά. Εκεί, και μόνον εκεί, η αστική  και ακόμα περισσότερο η μικροαστική οικογένεια μπορούσαν να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση μιας αρμονικής, ιεραρχικά οργανωμένης, ευτυχισμένης ζωής, περιτριγυρισμένης από τα αντικείμενα που την εγγυώνταν και την εξεικόνιζαν. Μιας ονειρεμένης ζωής, με υπέρτατη έκφραση της το οικογενειακό τελετουργικό που καλλιεργήθηκε συστηματικά  γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό: τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Το χριστουγεννιάτικο δείπνο (που εξυμνήθηκε  από τον Ντίκενς), το χριστουγεννιάτικο δέντρο (που επινοήθηκε στη Γερμανία, αλλά εγκλιματίστηκε γρήγορα στην Αγγλία χάρη στη βασιλική  προστασία), τα χριστουγεννιάτικα άσματα –με γνωστότερο  το γερμανικό «Αγια Νύχτα»- συμβόλιζαν ταυτόχρονα την ψυχρότητα του έξω κόσμου, τη θαλπωρή του οικογενειακού  κύκλου και την αντίθεση  ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο» ( σελ. 347 από το  Η εποχή του κεφαλαίου, 1848-1875, Μ.Ι.Ε.Τ, 2003)
               Μέρες Χριστουγέννων στην Ενωμένη Ευρώπη των τρομοκρατικών επιθέσεων, της έκτακτης κατάστασης και αστυνομοκρατίας,  ένα τέταρτο του αιώνα μετά την παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων στις χώρες των πρώην λαϊκών δημοκρατιών  και όσο περνάνε τα χρόνια όλο και πιο πολύ δυσκολευόμαστε να προβάλλουμε σ’ εκείνο το παλιό φόντο, που μας δασκάλεψαν για το κατάμαυρο χρώμα του,  τη σημερινή πραγματικότητα φοβισμένοι ότι κανένα φως δεν τη φωτίζει και θερμαίνει για να τη ξεχωρίσει από το φόντο. Η ιστορία χρησιμοποιείται  ως επιλεκτική μνήμη ενός κατασκευασμένου παρελθόντος, και όχι ως συστηματική και εκ των υστέρων κατανόηση και ερμηνεία του, για να αναγορεύσει σε οικουμενικές αξίες το κέρδος, την επιχειρηματικότητα, την παραγωγικότητα και ανταγωνισμό και να αποδείξει τη χρεοκοπία των ιδεών ανατροπής του καπιταλισμού για το  σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.   
 Μέρες Χριστουγέννων πριν 27 χρόνια και στις τηλεοράσεις μας έφταναν οι εικόνες από τη  Ρουμανία, με τα άψυχα κορμιά του ζεύγους Τσαουσέσκου, εκτελεσμένους με συνοπτικότατες διαδικασίες μετά από μια δίκη παρωδία. Όλη την προηγούμενη εβδομάδα οι ανταποκρίσεις από την Τιμισοάρα, (εξωπραγματικοί αριθμοί σκοτωμένων, τρομακτικές εικόνες πτωμάτων –ξεθαμμένα από νεκροταφείο) που στόχευαν στην μεθοδευμένη παραπλάνηση,  απέδειξαν στην πράξη  τον ρόλο των ειδησεογραφικών πρακτορείων, δημοσιογράφων, ΜΜΕ ως κύριων  μηχανισμών επιβολής  της εξουσίας αυτών που τα ελέγχουν. Κι αυτοί δεν ήταν διαφορετικοί από εκείνους οι οποίοι είχαν δανείσει τον Τσαουσέσκου, με τα καπιταλιστικά του ανοίγματα,  που για να τους ξεχρεώσει στις προαποφασισμένες ημερομηνίες γονάτισε έναν λαό, που αγανακτισμένος από την οικονομική πολιτική που εφαρμοζόταν ήταν εύκολο να χειραγωγηθεί από τους αθέατους αιτίους της εξαθλίωσής του.
            Μέρα Χριστουγέννων του 1991 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανακοίνωνε από την τηλεόραση την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης «λόγω  της κατάστασης που δημιουργήθηκε από τη σύσταση της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών». Λίγο πριν  είχε μεταβιβάσει τον έλεγχο των σοβιετικών πυρηνικών όπλων στον Μπορίς Γιέλτσιν και λίγο μετά  η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο υπεστάλη από το Κρεμλίνο, μ’ έναν λαό απόντα, εκτός από ελάχιστες χιλιάδες που ως κομπάρσοι πλαισίωναν αυτές τις θεατρικές παραστάσεις με τις οποίες η αντεπανάσταση νομιμοποιούνταν.  Σ’ όλη την περίοδο ηγεσίας του Γκορμπατσωφ βομβαρδιζόμαστε από πληροφορίες για τα ανοίγματα  της πολιτικής του που επιδοκίμαζε η αστική δημοκρατία, γιατί παρείχαν δυνατότητες για την διακίνηση ιδεών, για περισσότερη διαφάνεια και πολιτική ελευθερία και μάλιστα οι σοσιαλδημοκράτες, πάντα ισχυριζόμενοι από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, έβαζαν βασικό ζητούμενο της σοβιετικής κοινωνίας τον εκδημοκρατισμό της, που οδήγησε στον Γιέλτσιν για να καταλήξει με την διάλυσή της  στον Πούτιν. Χαιρέτιζαν τη φιλελευθεροποίηση στην οικονομία με ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων και τη διαφαινόμενη μετάβαση σε οικονομία της αγοράς δηλ. για τη μετατροπή της ΕΣΣΔ σε καπιταλιστική χώρα.
               Κι ακολούθησε η παλινόρθωση του καπιταλισμού  που στα χρόνια μας τροφοδοτεί την αστική  αντεπίθεση και επιζητά ακύρωση όλων των ιδεολογικών, πολιτικών και κοινωνικών καταχτήσεων της εργατικής τάξης και την εξάλειψη της ιστορικής της μνήμης, σε τέτοιο σημείο σαν να  επιχειρείται μια λοβοτομή στην ψυχή και την καρδιά του εργατικού κινήματος. Θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι  η εργατική δύναμη ήταν, είναι και θα είναι ένα εμπόρευμα και  κάθε παρέκκλιση από αυτόν  τον κανόνα μας καταστρέφει, οδηγώντας σε τυραννικά καθεστώτα. Αντίθετα  αυτό που προσφέρει ο αστικός κόσμος είναι η ελευθερία  να πουλάμε το εμπόρευμα εργατική δύναμη, στην τιμή που ορίζουν οι αγοραστές μας καπιταλιστές. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Και γι’  αυτό  ήταν και είναι γεμάτο δυσκολίες το έργο του ΚΚΕ. Είναι το ΚΚΕ που θα πρέπει να προετοιμάσει το λαϊκό κίνημα ιδεολογικά και οργανωτικά. Ο επαναστατικός λόγος, η ανατρεπτική φωνή θα πρέπει να  εκφράζει τους πόθους και τους αγώνες όλων των κατατρεγμένων στην ελληνική επικράτεια, να μην μεταλλαχτεί σε συναίνεση όπως ένθεν κακείθεν άμεσα και έμμεσα προτρέπουν.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

«Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ»



Κι ενώ τα εγχώρια ΜΜΕ αναλώνουν το χρόνο τους αναπαράγοντας τις κοκορομαχίες μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης πότε για το επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους, πότε για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, στη γειτονιά μας οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί συνεχίζουν τις πολεμικές συγκρούσεις που μπορεί να μας καταβροχθίσουν όλους. Στη Συρία φαίνεται πως το Χαλέπι που ελέγχει ο συριακός στρατός του Ασσαντ αλλάζει τις ισορροπίες στον πόλεμο, οι διαπραγματεύσεις για λύση στο Κυπριακό συνεχίζονται, με τον τουρκοκύπριο διαπραγματευτή να υποστηρίζει πως όλα τα θέματα στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό έχουν ξεκαθαρίσει, εκτός εκείνων της ασφάλειας και των εγγυήσεων, στην Τουρκία ο Ερντογάν χτίζει τη δικτατορία του ενώ οι  τρομοκρατικές επιθέσεις δεν σταματούν.
Εν ολίγοις, τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, τόσο  της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ συνεπικουρούμενη από την ΕΕ ή και σ' ανταγωνισμό όταν δεν συμπίπτουν τα συμφέροντά τους όσο και λοιπών ιμπεριαλιστών μικρών και μεγάλων,  καταβροχθίζουν λαούς είτε μέσα από οικονομική κρίση που τους εξαθλιώνει είτε ακόμα και με  σημαίες ψεύτικων επαναστάσεων που σκορπούν το θάνατο -στην περιήγηση στο διαδίκτυο πέφτεις σε δημοσίευμα που μιλά για μυστικά έγγραφα σταλμένα από την πρεσβεία των ΗΠΑ στο Κάιρο στην Ουάσιγκτον όπου αποκαλύπτεται η έκταση της αμερικανικής υποστήριξης για τους διαδηλωτές πίσω από την εξέγερση στην Αίγυπτο. Η καταστροφή των λαών και η λεηλασία των περιουσιών των χωρών τους εξελίσσεται προς το παρόν σε μια κερδοφόρα επιχείρηση για τους ιμπεριαλιστές.
Και γι’ αυτό δεν μπορούμε να ξεχνάμε τι είναι ο ιμπεριαλισμός.
«(…)Ο ιμπεριαλισμός εμφανίστηκε σαν παραπέρα ανάπτυξη και άμεση συνέχιση των βασικών ιδιοτήτων του καπιταλισμού γενικά. Ο καπιταλισμός όμως έγινε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ορισμένη, πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξής του, όταν μερικές βασικές ιδιότητες του καπιταλισμού άρχισαν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους, όταν διαμορφώθηκαν και φανερώθηκαν σ’ όλη τη γραμμή τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής από τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς. Το βασικό  σ’ αυτή τη διαδικασία από οικονομική άποψη είναι η αντικατάσταση του καπιταλιστικού ελεύθερου  συναγωνισμού από τα καπιταλιστικά μονοπώλια. Ο ελεύθερος συναγωνισμός είναι η βασική ιδιότητα του καπιταλισμού και τα εμπορευματικής παραγωγής γενικά. Το μονοπώλιο είναι  η άμεση αντίθεση του ελεύθερου συναγωνισμού. Ο τελευταίος αυτός όμως άρχισε μπροστά στα μάτια μας να μετατρέπεται σε μονοπώλιο, δημιουργώντας τη μεγάλη παραγωγή, εκτοπίζοντας τη μικρή, αντικαθιστώντας τη μεγάλη με την πολύ μεγάλη, οδηγώντας τη συγκέντρωση της παραγωγής του κεφαλαίου ως το σημείο που απ’ αυτήν αναπτυσσόταν και αναπτύσσεται το μονοπώλιο: τα καρτέλ, τα τραστ και το συγχωνευόμενο μ’ αυτά κεφάλαιο καμιάς δεκάδας τραπεζών που διαχειρίζονται δισεκατομμύρια. Ταυτόχρονα, τα μονοπώλια, ξεπηδώντας από τον ελεύθερο συναγωνισμό, δεν τον καταργούν, μα υπάρχουν πάνω σ’ αυτόν και δίπλα σ’ αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις. Το μονοπώλιο είναι πέρασμα από τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο σύστημα.
Αν θα χρειαζόταν να δοθεί όσο το δυνατό πιο σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού, θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού. Ο ορισμός αυτός  θα περιείχε το κυριότερο, γιατί, από τη μια μεριά, το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι το τραπεζικό κεφάλαιο μερικών πάρα πολύ μεγάλων μονοπωλιακών τραπεζών, που έχει συγχωνευτεί με το κεφάλαιο των μονοπωλιακών  ενώσεων των βιομηχάνων και, από την άλλη, το μοίρασμα του κόσμου είναι το πέρασμα από την αποικιακή πολιτική, που επεκτείνεται ανεμπόδιστα πάνω σε περιοχές που δεν τις έχει αρπάξει καμιά καπιταλιστική Δύναμη, στην αποικιακή πολιτική της μονοπωλιακής κατοχής των εδαφών της γης, που έχει ολότελα μοιραστεί.
Οι πολύ σύντομοι όμως ορισμοί, αν και είναι βολικοί, γιατί συνοψίζουν το κυριότερο, είναι ωστόσο ανεπαρκείς,  όταν πρόκειται να συναγάγουμε ιδιαίτερα απ’ αυτούς τα πιο ουσιαστικά γνωρίσματα του φαινομένου που έχουμε να καθορίσουμε. Γι’ αυτό χωρίς να ξεχνάμε τη συμβατική και σχετική  σημασία όλων των ορισμών γενικά, που ποτέ  δεν μπορούν ν’ αγκαλιάσουν τις ολόπλευρες σχέσεις του φαινομένου στην πλήρη ανάπτυξή του, πρέπει να δώσουμε έναν τέτοιο ορισμό του ιμπεριαλισμού, που θα περιέκλειε τα πέντε βασικά του γνωρίσματα: 1) συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή 2)συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του «χρηματιστικού  κεφαλαίου» 3)εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτάει η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων 4) συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές  ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο και 5) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές Δυνάμεις. Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες(…)»
(Β. Ι. Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, σελ. 102-104, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2001)

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

ΣΧΙΖΟΕΙΔΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ;



Και ο πρωθυπουργός το βράδυ της 24ωρης πανελλαδικής  απεργίας με το ιδιότυπο διάγγελμά του συνεχίζει να επαναλαμβάνει πάλι και πάλι τα περί δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, να διαβεβαιώνει «ότι σε κάθε βήμα της Ελλάδας προς την κανονικότητα και την ανασυγκρότηση, στο μυαλό μας θα είναι πάντα η αποκατάσταση των αδικιών και η στήριξη των αδυνάτων», καταφεύγοντας και πάλι στο λεξιλόγιο ενός αριστερού λόγου για να διαφοροποιηθεί και να πείσει ότι πορεύεται σε έναν φιλολαϊκό δρόμο, ελεώντας με αποφάγια του οικονομικού προγράμματος αυτούς που εξαθλίωσε. Κι αναρωτιέται κανείς αν είναι δυνατό ακόμα η λεκτική επένδυση, δανεισμένη από το σοσιαλιστικό λεξιλόγιο, αντιδραστικών πολιτικών δράσεων να παραπλανά.
 Όλα αυτά τα χρόνια  ο πολιτικός λόγος  με την καμουφλαρισμένη ορολογία του αποκρύπτει το ουσιαστικό  και αποσπά την προσοχή μας από το πιο σημαντικό. Κι όμως η γλώσσα μπορεί να προδώσει τις προθέσεις αυτού που την χρησιμοποιεί, γιατί τα αποκαλύπτει όλα και από την εξηγητική της δύναμη δεν είναι δυνατόν να κρυφτείς ούτε να ξεφύγεις. Η γλώσσα προδίνει ακόμα κι  όταν οι λέξεις από πρώτη ματιά δε  λένε τίποτε το ιδιαίτερο, αλλά φαίνονται  κοινές και σαφείς. Τα ζήτημα είναι να κατανοήσουμε την σημασία τους. Η γλώσσα του κυρίαρχου λόγου λέει πάντα περισσότερα  απ’ όσα λένε εκείνοι που  χρησιμοποιούν τις  λέξεις, γιατί  στις λέξεις είναι  εκφρασμένο όχι μόνο εκείνο που λένε οι πολιτικοί  αλλά κι αυτό που δεν λένε.  Και ο πρωθυπουργός στις εξαγγελίες του δεν μας είπε πώς καθορίζεται το πλεονάζον χρήμα, πώς προκύπτουν και πού οι διαθέσιμοι πόροι, πώς προέκυψαν οι αδύναμοι συμπολίτες. Σ’ όλο το διάγγελμα οι λέξεις που χρησιμοποιεί σχετίζονται με ανθρωπισμό, αδυναμία, δίκαιο, αλληλεγγύη κλπ. δηλ. λέξεις με ηθικό περιεχόμενο επιστρατεύονται να δικαιολογήσουν τη ελεημοσύνη που δίνεται, ενώ συγχρόνως η ηθική λησμονείται στην άσκηση αυτής της πολιτικής που δημιουργεί τους εξαθλιωμένους.
Από την άλλη η αξιωματική αντιπολίτευση, υποκρινόμενη την αφελή, αναφέρεται σε κοινωνική κατακραυγή, κατηγορεί την κυβέρνηση για το μικρό βοήθημα και υπενθυμίζει την αύξηση φόρων και μείωση συντάξεων που επέβαλλε, ως εάν  αυτή να ακολούθησε άλλη πολιτική όταν πριν δυο χρόνια ήταν στην εξουσία.
Ο κυρίαρχος λόγος καταφεύγει στη χρήση εννοιών  που οι λαϊκοί αγώνες είχαν δώσει απτό νόημα -χρησιμοποιώντας τες τώρα τα κόμματα εξουσίας για διαφήμιση της πολιτικής τους- κι επιμένει στην ασάφεια στο νόημα και στο περιεχόμενο που δίνονται στα γεγονότα. Κι έτσι όλα να χάσουν την αξία τους και το νόημά τους. Και το εργατικό κίνημα ενάντια στο κεφάλαιο να παγιδεύεται μεταξύ της αντιδραστικής δεξιάς  και της προοδευτικής αριστερής πτέρυγας με την ολόιδια πολιτική και τον παρεμφερή λόγο.
Η σοσιαλδημοκρατία έχει μείνει χωρίς πολιτική, έχοντας αποτύχει να αναιρεθούν, όπως υποσχόταν, μέσω του αστικού κράτους οι συνέπειες της καπιταλιστικής επίθεσης, αποδεικνύοντας ψευδείς τις ελπίδες που καλλιέργησε, ενώ αποκαλύπτεται η ταύτισή της με τις πολιτικές που ονόμαζε δεξιές ή φιλελεύθερες και υπηρετούσαν το κεφάλαιο –από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα ζητήματα.
Η άρχουσα τάξη μέσω των κομμάτων που την εκπροσωπούν υποβάλλει μια αντίληψη αλλαγής του εν σήψει καθεστώτος στην πιο αντιδραστική μορφή του με ένα «αριστερό» λεξιλόγιο. Δεν καταδικάζονται οι απεργίες, οι κινητοποιήσεις κλπ. μόνο που απαξιώνονται, σαμποτάρονται, χειραγωγούνται κλπ. μέχρι εξαφανίσεως.
Η Ν. Δημοκρατία λοιπόν  αναγνωρίζει μεν την νομιμότητα και συνταγματικότητα των απεργιακών κινητοποιήσεων, αλλά αυτές «δεν πρέπει να εμποδίζουν τους άλλους παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία για τον τόπο», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ που είναι στην κυβέρνηση, με μια υποτιθέμενη σχιζοφρενή πολιτική, πουλώντας αντίδραση σε μια μορφή πιο επαναστατική καλεί σε συμμετοχή στην απεργία «απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ισοπεδώνουν τα εργασιακά δικαιώματα», ενώ και τα δυο κόμματα ασκώντας εξουσία ευλαβώς εφαρμόζουν την ίδια πολιτική προς όφελος του κεφαλαίου.  
Η φύση και ο σκοπός κάθε  πολιτικής εξαρτάται σε ποιες κοινωνικές δυνάμεις, στρώματα και τάξεις στηρίζεται, σε τι χρησιμοποιεί την εξουσία και τι υπηρετεί αυτή η εξουσία. Εξάλλου η όποια επιτυχία μιας πολιτικής εξαρτάται και από την ικανότητά της να διεγείρει  πάθη, να κινητοποιεί το νου, να γεννά συναισθήματα. Από τη φύση  της πολιτικής εξαρτάται τι θα ξυπνήσει και θα υποκινήσει στον άνθρωπο, τι θα  αναπτύξει στους ανθρώπους και τι θα καταπνίξει και αποκοιμίσει. Η πολιτική είναι μέρος  της διαπαιδαγώγησης των ανθρώπων, γιατί στην πολιτική ζωή ξυπνάνε και αναπτύσσονται αυτές ή εκείνες οι ικανότητες και δυνατότητες των ανθρώπων, αναδύονται αυτά ή εκείνα τα πρότυπα συμπεριφοράς, πρακτικής και χαρακτήρα. Από τη φύση της πολιτικής εξαρτάται αν, στον αγώνα για την εξουσία ή τη διαφύλαξή της και κατά τη χρησιμοποίηση και εφαρμογή της, ξυπνάει στους ανθρώπους αδημονία ατομικών συμφερόντων, προκαταλήψεων, σκοτεινών ενστίκτων, αποβλακώνει σ’ αυτούς το νόημα για δικαιοσύνη και αλήθεια, τους παρακινεί στην ωμότητα και στη βία ή αντίθετα μ’ αυτά, προσπαθεί να αναπτύξει εκείνες τις τάσεις, τα πάθη, τις ικανότητες που κάνουν δυνατό να  ζήσει ο άνθρωπος στη γη ελεύθερα και δημιουργικά, χωρίς κατατρεγμένους και εξαθλιωμένους βορά στο  κεφάλαιο.
Κι αν στις μέρες μας η κυρίαρχη πολιτική αποκτά αυτόν τον  παραμορφωμένο χαρακτήρα και τη στρεβλωμένη μορφή είναι γιατί είναι τόσο μεγάλα τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν για να επιβιώσει το καπιταλιστικό σύστημα. Γι’  αυτό και είναι τόσο σημαντικός  ο ρόλος και η ευθύνη του κομμουνιστικού κόμματος στην καθοδήγηση της εργατικής τάξης και γι’  αυτό η κυρίαρχη πολιτική μέσα στ’  άλλα στοχεύει και στην απαξίωσή του.              

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ


Κι αν ήρθαν στο προσκήνιο οι συνομιλίες για τη λύση του Κυπριακού ήταν για να μάθουμε για το ναυάγιό τους. Κι ύστερα ξεκίνησε η αναζήτηση υπευθύνων για το ναυάγιο –το βλέμμα στράφηκε από αρκετούς  προς την ελληνική κυβέρνηση και ιδίως στον υπουργό εξωτερικών Ν. Κοτζιά- και συγχρόνως η ανανέωση της αισιοδοξίας για επανεκκίνηση των συνομιλιών.
        Ομολογουμένως κουβάρι μπερδεμένων συμφερόντων το Κυπριακό, δύσκολη η γνώση του στις λεπτομέρειές του,  πολύ περισσότερο η κατανόησή του. Το σύγχρονο πρόβλημα έχει τις ρίζες του στο ανατολικό ζήτημα –το πρόβλημα διανομής των εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που παρήκμαζε, από τις Μεγάλες Δυνάμεις και προς το συμφέρον τους. Ήταν τότε που  η περιοχή της Μ. Ανατολής, όπου τότε και τώρα  διακυβεύονται οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα προσαρτάται στις  δυο παραδοσιακές ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις, τη Γαλλία και Βρετανία. Η Κύπρος από το 1878 με μυστική σύμβαση δινόταν ως εκμίσθωση σε Αγγλία, ενώ το 1914 προσαρτήθηκε στην Βρετανική Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και στις μέρες μας  δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα το Κυπριακό από τα διαδραματιζόμενα στην Μ. Ανατολή και απ’ όλα αυτά τα κρατίδια των αράβων που δημιούργησε στα πρώην εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κυρίως  η βρετανική διπλωματία, και στα οποία,  όταν μετά το Β παγκόσμιο πόλεμο η αγγλογαλλική κυριαρχία στη Μ. Ανατολή αμφισβητήθηκε δυναμικά στα πλαίσια των αντιαποικιακών αγώνων, δόθηκε ανεξαρτησία.
           Ανεξαρτησία, με εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδα, Τουρκία, Μ.Βρετανία, δόθηκε λοιπόν και στην Κύπρο με τις συμφωνίες της Ζυρίχης –Λονδίνου το 1959, της οποίας ο πληθυσμός ήταν 573.566 κάτοικοι, εκ των οποίων 441.656 Έλληνοκύπριοι (77%) και 104.942 (18,3%) Τουρκοκύπριοι και 26.968 (4,7%) λοιποί (Μαρωνίτες, Αρμένιοι). Είχε βέβαια προηγηθεί ο αγώνας των ελληνοκυπρίων που πήρε μορφή όχι αντιαποικιακή αλλά  καθαρά εθνική, με κύριο αίτημα την ένωση. Η τοποθέτηση του αιτήματος της αυτοδιάθεσης ως προεξάρχοντος συνθήματος δεν ετέθη, αφού στον αγώνα ετέθη επικεφαλής ένας ιερωμένος κι ένας αντικομμουνιστής χίτης. Στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, με το ελληνικό κράτος  να έχει βγει μόλις μια πενταετία από τον εμφύλιο με τη βοήθεια του αγγλοαμερικανικού παράγοντα και με έξαρση του εθνικισμού σε αντιδιαστολή με τον κομμουνισμό επόμενο ήταν να επιβληθεί εθνική κινητήρια δύναμη για το  αντάρτικο. Κι έτσι ήταν εύκολο η βρετανική μηχανή του «διαίρει και βασίλευε» που τόσο πολύ είχε καρποφορήσει σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της βρετανικής αυτοκρατορίας, να δουλέψει έξυπνα και  στο κυπριακό. Οι βρετανοί ενθάρρυναν τις πρώτες τουρκικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, σε αντιπερισπασμό προς τις ενωτικές εκδηλώσεις και  καταφέρνουν να διεγείρουν το ενδιαφέρον των τούρκων για την Κύπρο ως ίσων συνεταίρων.
         Στο κυπριακό δεν χαράχτηκε καμιά στρατηγική με τους ανάλογους χειρισμούς για τη δημιουργία μιας συμπαγούς απελευθερωτικής, αντιαποικιακής, αντιιμπεριαλιστικής  πορείας κι ίσως σ’ αυτήν την απουσία καλούμαστε να αναζητήσουμε όλα τα δεινά και τις συμφορές που επακολούθησαν. Και είναι η ανερμάτιστη εθνική πολιτική που  τις  σκανδαλώδεις ιμπεριαλιστικές  παρεμβάσεις και επεμβάσεις στη  δραματική πορεία του κυπριακού τις στηρίζει και τις δρομολογεί. Κι έτσι έφτασε να γίνει αποδεκτή  η περιορισμένη ανεξαρτησία της συμφωνίας της Ζυρίχης, θνησιγενής από τα γεννοφάσκια της, που εξασφάλιζε όμως τις Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων Ακρωτηρίου και Δεκέλιας υπό Βρετανική διαχείριση ως Βρετανικό Υπερπόντιο Εδαφος, στα όρια των οποίων σταμάτησε και η τουρκική επέλαση του 1974. Μέχρι το 1974 έμοιαζε η ασκούμενη ελληνική πολιτική από τη μια σε διεθνές επίπεδο να προσπαθεί να κατοχυρώσει την υπόσταση της ενιαίας και αδέσμευτης Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα από την άλλη την υπονόμευε  στο εσωτερικό της Κύπρου ταλανίζοντας του κατοίκους της και χύνοντας διαρκώς νερό στο μύλο του τούρκικου επεκτατισμού και διευκολύνοντας τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις. Μέχρι που  κάτω από το πρόσχημα της ένωσης  εξυφάνθηκε η συνωμοσία της διχοτόμησης της Κύπρου. Το 1974 η λαίλαιπα της χούντας ξέσπασε με το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, και μετά λίγες μέρες  οι επεκτατιστές τούρκοι εισβολής  καμία δυσκολία δεν συνάντησαν στην κατάκτηση του μισού νησιού σε δυο φάσεις, με τις ΗΠΑ και Μ. Βρετανία σε ρόλο  σχεδόν έκπληκτου παρατηρητή.
          Κι έκτοτε μαζεύουμε ψηφίσματα του ΟΗΕ, τα στρατεύματα κατοχής παραμένουν, και η Βόρειος Κύπρος έχει ανακηρυχτεί εδώ και τριάντα χρόνια ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος. Και δώδεκα χρόνια μετά την τελευταία προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού που ναυάγησε, νέα προσπάθεια πλησιάζει σχεδόν στη λύση μέχρι που ναυαγεί κι αυτή –προσωρινά λένε.
               Από τα κόμματα της  Ελλάδας, το ΚΚΕ, που τοποθετείται ξεκάθαρα εναντίον της λύσης που μεθοδεύεται υποστηρίζοντας ότι η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία θα είναι επίφαση ομοσπονδίας που οδηγεί στη διχοτόμηση κι έρχεται σε αντίθεση με το ΑΚΕΛ που υποστηρίζει τη δημιουργία ομόσπονδου κράτους στην Κύπρο με τις προϋποθέσεις που προτείνονται για «συνιστώντα» κράτη, κατηγορείται για μεταστροφή της θέσης του  για το Κυπριακό και  ότι συγκλίνει με εθνικιστικές αντιλήψεις. Στην κριτική εξ αριστερών εφαρμόζεται η θεωρία των δυο άκρων, κατηγορώντας για εθνικισμό το ΚΚΕ κι εμμέσως συμφωνία του με σωβινιστικές πολιτικές,  για να αναδειχθεί πως η προτεινόμενη λύση είναι η μόνη εφικτή που αποτρέπει τη διχοτόμηση κι ευνοεί το σύνολο ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, παρακάμπτοντας  ότι η προτεινόμενη λύση προωθείται απ’  αυτούς ακριβώς που έχουν δημιουργήσει το πρόβλημα.
          Και όσο δύσκολο κι αν είναι να κατανοηθεί το Κυπριακό δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς ποια ευνοϊκή για τον κυπριακό λαό λύση κατοχυρώνει  το υπάρχον επίπεδο συσχετισμού  των δυνάμεων απάντων των εμπλεκομένων, που δεν περιορίζονται μόνο στις εγγυήτριες δυνάμεις.  Κι αν γίνεται κατανοητό γιατί η κυρίαρχη τάξη της Ελλάδας και Κύπρου σ’  αυτήν την αρνητική συγκυρία σπεύδει για λύση του κυπριακού, -προσπαθώντας να κρατήσει τα προσχήματα υπεράσπισης συμφερόντων που βαφτίζει εθνικά- είναι δύσκολο να κατανοηθούν οι αιτίες που θα πρέπει να συνηγορήσουν σ’  αυτήν όσοι υπερασπίζονται λαϊκά συμφέροντα.
           Κι αν τα ερωτήματα μοιάζουν απλοϊκά δεν παύουν να προβληματίζουν:  Γιατί τώρα μετά από 42 χρόνια αναζήτησης βιώσιμης λύσης του Κυπριακού και διατήρησης του status quo που δημιουργήθηκε από την εισβολή των Τούρκων στο νησί οι διπλωματικές προσπάθειες είναι από μόνες τους ικανές να αλλάξουν το δυσμενή για τον ελληνοκυπριακό παράγοντα συσχετισμό δυνάμεων στο νησί,  γιατί κατηγορείται όποιος δεν συμφωνεί με τη λύση που μεθοδεύεται ως σωβινιστής –με κύριο αποδέκτη του χαρακτηρισμού αυτού το ΚΚΕ- γιατί διαχωρίζεται το είδος της λύσης που προωθείται από τη διεθνή συγκυρία και τα αλληλένδετα θέματα της Μ. Ανατολής και των ενεργειακών πόρων και γιατί προβάλλεται η δυνατότητα επίτευξης λύσης ευνοϊκής για την κυπριακή εργατική τάξη όταν αυτή  αναζητείται ως προς την ταξική συνειδητοποίηση. Αυτή τη συσχέτιση δεν έχει πρόβλημα να αναδείξει  ο υπουργός   εξωτερικών της Μ.  Βρετανίας Μπ. Τζόνσον σε συνέντευξή του κατά την επίσκεψή του στην Λευκωσία,  όταν δηλώνει «πιστεύουμε ότι είναι λογικό η συζήτηση να βλέπει τη μεγαλύτερη εικόνα και να εξετάζει το ευρύτερο πλαίσιο του σημερινού περιβάλλοντος ασφάλειας στην περιοχή».
         Ο πόλεμος και οι εντάσεις στην περιοχή παρέχουν οπωσδήποτε βάση για κάθε λογής υποθέσεις σχετικά με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια  των ΗΠΑ, ΕΕ, Μ. Βρετανίας και ο όποιος ρεαλισμός και υποχωρητικότητα προς την κατεύθυνση των παρουσιαζόμενων ως εφικτών λύσεων, δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πως ο συσχετισμός δυνάμεων επιτρέπει την πρόσθεση τόσης δόσης «μαξιμαλισμού» στις απαιτήσεις των πιο ισχυρών εμπλεκομένων ώστε η αποδοχή τους να είναι αρχή για νέα δεινά.