Κι επειδή συνεχίζουν, τόσο τα
απλοϊκά σχήματα με επίκεντρο είτε την
ενότητα του έθνους, στο πιο παραδοσιακό, είτε τους βερμπαλισμούς για αξίες και ιδανικά,
στο πιο προοδευτικό, όσο και οι αφελείς
πεποιθήσεις για γενικευμένη αντίσταση, να επιστρατεύονται για την ερμηνεία των
γεγονότων εκείνου του Οκτώβρη του ’40, μαρτυρίες όπως του Γ. Σεφέρη προσθέτουν σημαντικές
ψηφίδες για την κατανόηση τους, πέρα από την επικρατούσα του κυρίαρχου λόγου. Γιατί,
αυτός ένας μεγαλοαστός και διπλωμάτης καριέρας δείχνει να εκτιμά ελάχιστα την ηγεσία της εποχής και αναγνωρίζει τη διαφοροποίησή
της από το λαό και τις προσδοκίες του.
«(…) Θα πρέπει να προσθέσω ότι
την εποχή εκείνη κανείς, μήτε οι πιο τρελοί, δεν περίμενε το θαυματουργό
ξέσπασμα της ψυχής του λαού και τις νίκες στην Αλβανία. Ο πιο αισιόδοξος υπολογισμός
των τεχνικών ήταν μια γραμμή αμύνης στο Βέρμιο, για λίγές εβδομάδες, κι έπειτα
η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κρήτη(…)
Από
τις 11 Αυγούστου ’40 που άρχισε ο ιταλικός πόλεμος των νεύρων με την υπόθεση
Νταούτ Χότζα, κι έπειτα με τον τορπιλισμό της «Έλλης», είχα πολλές συνομιλίες με
Γερμανούς. Όλοι μιλούσαν σα να τους είχε κουρδίσει το ίδιο χέρι. Δειχνόντουσαν
εξαιρετικά πρόθυμοι να συμπαθήσουν τα δεινά της Ελλάδας και να τη σώσουν από τις
μηχανορραφίες των Άγγλων, όπως ονόμαζαν τις ορέξεις και τα κόλπα των Ιταλών. “Είμαστε
βέβαιοι πως ο Φύρερ σας θαυμάζει” έλεγαν
και τότε, όπως και όταν άρχισε ο πόλεμος, “αλλά πρέπει να σώσετε τον τόπο σας από
τα δεινά του πολέμου“ (…)Αλλά δε νομίζω να χρειαζόταν πολύ μυαλό για να νιώσει
κανείς πως υποχώρηση στον Άξονα σήμαινε κατάργηση της Ελλάδας.
-Μα αν
νικούσε ο Άξονας; Έλεγαν διάφοροι.
Αν νικούσε
ο Άξονας, και ήμασταν μαζί με την Αγγλία οι νικημένοι, δεν περίμενα να πάθουμε
πολύ χειρότερα πράγματα από αυτά που θα παθαίναμε αν είχαμε υποταχτεί αμέσως: είχαμε
δει τόσους και τόσους διαμελισμούς κρατών που είχανε παραδοθεί χωρίς αντίσταση.
Αν πάλι κέρδιζε ο Άγγλος και ήμασταν εχθροί του θα μας είχε διαμελίσει αυτός,
για ν’ αγοράσει Κύριος οίδε ποια οφέλη, είτε κατά τη διάρκεια του πολέμου είτε
μετά.
Έτσι σκεπτόμουνα
τότε, αλλά δεν ήξερα καθόλου τι θα έκανε ο Μεταξάς και πώς θα τον
παρακολουθούσε το καθεστώς του, αν αποφάσιζε να πολεμήσει.
¨Όσο για τους
άλλους, τα απομεινάρια του Βενιζέλου, δεν έτυχε να συζητήσω απευθείας μαζί τους
και δεν μπορώ να πως με σαφήνεια τη σκέψη τους. (…) η προσωπική μου ιδέα είναι
ότι ένιωθαν μια κρυφή ανακούφιση που άλλος
είχε την ευθύνη στις δύσκολες εκείνες ώρες, και δε συλλογιζότανε πολλά
περισσότερα από τις στενές κομματικές τους αντιδράσεις. Θυμάμαι ένα βράδυ,
παραμονές της 28ης, υποστήριζα τις ιδέες μου στο σπίτι ενός φίλου. Ένας
ώριμος και απολύτως έντιμος άνθρωπος, με άκουσε σχεδόν σιωπηλός και στο τέλος
μου είπε:
-¨Ένα πράγμα
μονάχα δε σκεφθήκατε: πως αν πάμε με την Αγγλία και νικήσουμε, διαιωνίζουμε τη
δικτατορία του Μεταξά.
Αλήθεια δεν
την είχα σκεφτεί αυτήν την άποψη, και τότε που την άκουσα μου φάνηκε πώς ο
άνθρωπος έλεγε αστεία. Όταν όμως αργότερα αξιόπιστοι δημοκρατικοί ερχόντουσαν
να μου πουν ότι ο Παπανδρέου έλεγε: “Οι
Γερμανοί δεν θα μας πειράξουν“, ή ο Καφαντάρης ομολογούσε: “Επίστευσα στην νίκη
του Άξονος“, στερεώθηκε βαθύτερα το αίσθημά μου πως η Ελλάδα που χάραξε την 28η
ήταν μια άλλη Ελλάδα, ξεχωριστή και ξένη από όλους αυτούς τους κυρίους έξω ή
μέσα στην 4η Αυγούστου. Με τον τρόπο που μας συνήθισαν να
σκεπτόμαστε και να τους κρίνουμε οι πολιτικοί μας, δεν ξέρω καθόλου τι θα έκανε
και ο ίδιος ο Μεταξάς, αν η τύχη το ‘φερνε και βρισκόταν αντιπολιτευόμενος ενός
άλλου κυβερνήτη που θα είχε πάρει την απόφαση να πολεμήσει.
(…) Το “όχι” ήταν, μαζί με άλλα, η αντίδραση του
ψυχόρμητου του Μεταξά στην προσωπική προσβολή και την απιστία που του είχε
κάνει η τροφός του η Γερμανία.
Δυστυχώς, σ’ ένα παραπλήσιο ψυχόρμητο, το ψυχόρμητο της
φατρίας, αποδίδω κι ένα άλλο γεγονός που είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα για
τον τόπο. Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και
όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση
που έδωσε στον Grazzi
την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά
καταργούσε την 4η Αυγούστου. Κι αν το ένιωσε, το φιλότιμό του δεν
τον άφησε να κάνει τη μόνη πράξη που υπαγόρευε η μεγάλη εκείνη στιγμή. Να
στείλει δηλαδή στα σπίτια τους τους διάφορους ανάξιους που τον περιστοίχιζαν
και να μαζέψει γύρω του τους ανθρώπους που θα μπορούσαν πραγματικά να βοηθήσουν
στον τρομακτικό αγώνα όπου έμπαινε το Έθνος. Όλους τους μέτριους, τους άψυχους,
τους μικροκατεργάρηδες, τους ανθρώπους που δεν είχαν άλλο μέσα τους παρά το
δέος της Γερμανίας, τους κράτησε. Κράτησε ακόμα και εκείνους που απάνω στην ιταλική κρίση, όπως ο Μαυρουδής,
βιάστηκαν να ετοιμάσουν πιο συνεννοήσιμους, για τους Ιταλούς, διαδόχους του. Ο
Μεταξάς δεν μπόρεσε ή δε θέλησε να καταλάβει πως την 28η έβγαινε από
το κλειστό περιβάλλον τον κολάκων της Πλατείας Συντάγματος για να γίνει ένα
πρόσωπο στη μεγάλη τραγωδία της Ευρώπης.
Ο λαός έκανε ό,τι μπορούσε για να του δώσει να
καταλάβει τη βαθιά αλλαγή των πραγμάτων.
Από τη νάρκη της αδιαφορίας όπου βρισκόταν ως τις πρώτες μέρες του Αυγούστου,
ξύπνησε σύσσωμός, μονομιάς, φρέσκος, ολοζώντανος. Αλλά είναι ζήτημα αν η κράση
του Μεταξά ήταν από εκείνες που αισθάνονται τα μηνύματα της ψυχής του λαού.
Έτσι κράτησε για πιλότους ενός τέτοιου
κόσμου τα ίδια ανθρωπάκια που του μαγείρευαν, μέσα στους πρωτοφανείς
κλυδωνισμούς της Ευρώπης, μιαν Ελλάδα σαν είδος μετέωρο εκτός τόπου και χρόνου.
(…)
Αλλά το μεγάλο ψεγάδι του Μεταξά δεν ήταν μόνο που δεν
ξεκαθάρισε όλους αυτούς τους κυρίους.
Δεν ήταν μια πράξη αρνητική. Ήταν μια πράξη θετική. Είχε προαγάγει ανάμεσα στην
παρέα του την περιφρόνηση και φόβο της ανεξαρτησίας της γνώμης, τη χλεύη για
την ελευθερία, τη συνήθεια των μεθόδων του αστυνομικού κρατητηρίου, το
χαφιεδισμό. Τα συμπλέγματα των μεθόδων των φασιστικών κρατών πασαλειμμένα με
χρώματα ελληνικά των τουριστικών διαφημίσεων. Μαζί μ’ αυτά, τους έδωσε και το “Όχι”. Αλλά το “όχι“ και τα άλλα δεν ήταν
πράγματα που συμβιβάζονται εύκολα. Έτσι δημιουργήθηκε μέσα στα κατεργάρικα,
ασυνείδητα, και, κατά βάθος, αγροίκα μυαλά των ανθρώπων του καθεστώτος μια αντιφατική
ψυχολογία που δύσκολα κατόρθωναν να γεφυρώσουν ακόμα και στην επιφάνεια. Το “όχι”
σήμαινε πως η Ελλάδα θα πολεμούσε τον
πιο επικίνδυνο πόλεμο της Ιστορίας της με το μέρος εκείνων που χτυπούσαν τις φασιστικές
δυνάμεις. Αλλά το ελληνικό καθεστώς ήταν το ίδιο φασιστικό. Πώς ήταν δυνατό να
συνδυαστούν τα δυο αυτά πράγματα. Τη λύση τη βρήκαν, κουτοπόνηρα, οι άνθρωποι
του Μεταξά. Ο πόλεμός μας δεν ήταν διόλου πόλεμος εναντίον του Άξονα. Ήτανε,
μέσα στην παγκόσμια κρίση, ένα ιδιαίτερο, ασύνδετο επεισόδιο. Ο πόλεμός μας είτανε
μόνο πόλεμος εναντίον της Ιταλίας-ούτε καν αυτό. Ήταν πόλεμος εναντίον των
στρατιωτικών δυνάμεων της Ιταλίας. (…)
Έτσι , αν
είχα να παραστήσω την ενότητα του ελληνικού λαού, θα έλεγα ότι στη βάση της πυραμίδας
ήξερε πολύ καλά ο κόσμος γιατί πολεμούσε, πολεμούσε τη σκλαβιά, την κάθε
σκλαβιά που έφερνε ο Άξονας. Στην κορυφή όμως της πυραμίδας θα χώριζα τα
πνεύματα σε δυο κατηγορίες. Στους αντιπάλους του Άξονα, γενικά και αδιαίρετα,
και στους αντιπάλους μόνο των ενόπλων δυνάμεων της Ιταλίας. Οι τελευταίοι αυτοί
κανονικά και λογικά έπρεπε να φοβούνται
και μήπως κερδίσουν τον πόλεμο. Οι άνθρωποι του μεταξά, εκτός από ελάχιστους,
ανήκαν στην τελευταία τούτη κατηγορία.(…)
Όταν η Γερμανία ετοιμαζότανε να πέσει
πάνω μας, ενώ ο λαός πολεμούσε και πολέμησε τόσο υπέροχα (άλλωστε, ακόμη
πολεμάει), η ψυχολογική σύγχυση των ψυχικά διχασμένων ξετραχηλίστηκε. Έτσι φτάσαμε
στα γεγονότα της τελευταίας άνοιξης: Υπουργοί πανικκόβλητοι και σπασμωδικοί,
διπλωματία χωρίς ειρμό και χωρίς υπόσταση, στρατηγοί που πρόδωσαν, πρωθυπουργοί
που αυτοκτονούσαν, και μαζί με όλα αυτά, η ασυγχώρητη, η εγκληματική, η τραγική
απώλεια της Κρήτης.(…)
Το παιχνίδι των Γερμανών ήταν να
διατηρήσουν πάντα ζωντανές τις ελπίδες μας στην ευμένειά τους, να μας κάνουν να
μην τους “προκαλέσουμε“, δηλ. να μην προετοιμαστούμε, να χώσουν μια σφήνα στις σχέσεις
μας με τους Άγγλους. Κι ο Μεταξάς συμπεριφέρθηκε σα να είχε πέσει στο παιχνίδι
των Γερμανών. “Να μη προκαλέσουμε, να μην προκαλέσουμε τους Γερμανούς“ ήταν το
σύνθημά του. Και πότε αυτό; Όταν τα παιδιά μας εξευτελίζανε κάθε ώρα και στιγμή
στην Αλβανία το άλλο κομμάτι του Άξονα. (…)
Έγραψα αυτές τις σελίδες χωρίς άλλο
σκοπό παρά να βάλω τάξη στη συνείδησή μου. Το μόνο γενικότερο συμπέρασμα που
βγάζω και που με ανησυχεί είναι η καταπληκτική διαφορά του λαού και της συντεχνίας
των αρχόντων του, σε όποιο κόμμα κι αν ανήκουν. Πού θα μας βγάλει αυτό δεν το
ξέρω(…)
Πρετόρια, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1941»
Από το Γιώργος Σεφέρης, «Χειρόγραφο Σεπ. ‘41», εκδ. Ικαρος 1980