Στο δεκαήμερο, μετά τις εκλογές της
6ης Μαΐου, τα δυο πρώην
κόμματα εξουσίας επέδειξαν ζήλο
πρωτοφανή για δημιουργία κυβέρνησης, απαιτώντας να συμμετάσχει και ο ΣΥΡΙΖΑ ή
τουλάχιστον να δώσει ψήφο ανοχής. Η
απαίτησή τους αυτή δεν στηριζόταν σε
αριθμητικά δεδομένα, αφού οι βουλευτές των τριών κομμάτων (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ)
επαρκούσαν για κυβέρνηση συνεργασίας. Εξάλλου πολύ περιορισμένος λόγος γινόταν για
συγκρότηση κυβέρνησης με συμμετοχή και των
Ανεξάρτητων Ελλήνων του Καμμένου.
Όλες οι ενέργειες και πιέσεις στρέφονταν
στην αριστερά και επεδίωκαν με τις κορώνες περί ευθύνης εθνικής να
κυριαρχήσουν οι πολιτικές επιλογές των δυο πρώην μεγάλων κομμάτων και πάλι στον
πολιτικό χώρο. Περιθωριοποιώντας το ΚΚΕ, ήθελαν να αφομοιώσουν, με τη συμμετοχή σε κυβέρνηση, τον
ΣΥΡΙΖΑ, ευελπιστώντας στη δημιουργία μιας χειραγωγημένης αντιπολίτευσης.
Δυο χρόνια τώρα όλη η προσπάθεια ήταν να
αποδεχτούμε την κρίση και τους όρους με τους οποίους τίθεται από την κυρίαρχη τάξη. Με τις εκλογές
αναδείχτηκε ότι η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος απορρίπτει τους επιβαλλόμενους
όρους εξόδου από την κρίση (μνημόνιο), και παρόλο που βρίσκεται σε σύγχυση για
τον τρόπο ξεπεράσματός τους, θεωρεί σχεδόν πανάκεια τη συμμαχία των κομμάτων.
Τα δυο
πρώην κόμματα εξουσίας, που κατέληξαν να συμπεριφέρονται σαν εντολοδόχοι των
κυρίαρχων οικονομικών κέντρων, συνέχιζαν, με επανάληψη εκβιαστικών διλημμάτων, να
μεταθέτουν τις ευθύνες τους στη ΔΗΜΑΡ
και ΣΥΡΙΖΑ, πιέζοντάς τους να διαχειριστούν την κρίση με τους όρους τους οποίους οι ίδιοι έθεσαν.
Ο
κυρίαρχος λόγος απαιτούσε τα δυο αυτά κόμματα
να αποδεχτούν τους όρους επίλυσης της κρίσης, που έχουν προαποφασιστεί,
και διακήρυττε ότι είναι υποχρεωμένα να υποβάλλουν εποικοδομητικές προτάσεις, οι
οποίες όμως για να τελεσφορήσουν, δεν μπορεί παρά να είναι ευνοϊκές για το κεφάλαιο, θα μπορούσαμε να
συμπληρώσουμε. Τελικά, όλο αυτό το
δεκαήμερο με τις διαβουλεύσεις υπήρξε για να αποδειχθεί, από το κυρίαρχο
σύστημα, ότι οι αριστεροί δεν είναι σε
θέση, από αδυναμία, να αναμετρηθούν με την κρίση σύμφωνα με τους δικούς τους
όρους.
Από
την άλλη, το ΚΚΕ με τη στάση του δηλώνει ότι το πεδίο που ορίζει η κρίση δεν
προσφέρεται για άσκηση κυβερνητικής πολιτικής
εκ μέρους της αριστεράς, μέσα στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Το ΚΚΕ ξεκαθαρίζει και οριοθετεί τη θέση του και προκαλεί και το ΣΥΡΙΖΑ
να αποσαφηνίσει και τη δική του από τα πολλά διφορούμενα, ανεξάρτητα από
φραστικούς εξωραϊσμούς ή ρητορικά επιχειρήματα. Το ΚΚΕ επεξεργάζεται την
πολιτική του με κριτήρια που στηρίζονται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης,
μόνο που ένα μικρό ποσοστό των εργαζομένων έχει ταξική συνείδηση και πολύ μικρότερο
που πιστεύει ότι ανήκει σ’ αυτήν την
τάξη. Η αποσαφήνιση της θέσης του δίνει
την εντύπωση σε μεγάλες κοινωνικές ομάδες πως το ΚΚΕ δεν μπορεί να ενσωματώσει
κατά τρόπο συστηματικό επιλογές ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων, που
αισιοδοξούν για ανώδυνη διέξοδο από την κρίση. Εδώ έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ που ακριβώς στην προσέλκυση όλων αυτών
επιδιώκει να θεμελιώσει την πολιτική του ηγεμονία στο χώρο της αριστεράς και την αποτελεσματικότητά του.
Δυο χρόνια τώρα, είναι αλήθεια ότι το ΚΚΕ ήταν ξεκάθαρο για τον ιδεολογικό αγώνα, για τις συνθήκες υπό
τις οποίες θα διεξαχθεί και για την
αναγκαιότητα της οργάνωσης μιας δομής αγωνιστικής, που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, στο μέτρο που στην αντίπαλη
όχθη υπάρχουν δομές, οργανώσεις πανίσχυρες.
Το ΚΚΕ πρέπει να χρησιμοποιεί και όλα τα μέσα που το πολιτικό σύστημα διαθέτει
για να αμφισβητεί τις υπάρχουσες δομές κυριαρχίας, χωρίς να υποχωρεί από τις επιλογές του. Το κυρίαρχο
σύστημα έχει όλα τα μέσα, ανεξάρτητα από τους αναλώσιμους τωρινούς εκπροσώπους
του, να περιθωριοποιήσει το ΚΚΕ, χωρίς μάλιστα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να
αντιδράσουν, εφόσον σε όλους τους τόνους επαναλαμβάνεται ότι η επιλογή της κομμουνιστικής αριστεράς, η συμμετοχή
σε αγώνες των εργαζομένων για ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης, είναι
ματαιοπονία.
Σε
όλη την εκλογική περίοδο το αντιμνημονιακό μέτωπο, με ένα νεφελώδη λόγο
έστρεφε το ενδιαφέρον του επιλεκτικά και
αποσπασματικά σε προβλήματα φορολογίας,
υπεράσπισης βιοτικού επιπέδου, μείωση ανεργίας κλπ. πάνω στις οποίες εστιάζεται το ενδιαφέρον των
εργαζομένων. Αυτά τα προβλήματα, που οι
εργαζόμενοι θεωρούν σημαντικά, δεν μπορεί παρά να είναι και τα θεμελιώδη
προβλήματα που τους απασχολούν, κατευθύνουν τις επιλογές τους και επιδιώκουν
άμεση αντιμετώπιση και λύση. Θεωρώντας το μνημόνιο ως αιτία όλων αυτών των δεινών,
αποκομμένο από το πολιτικοκοινωνικό σύστημα που το εξέθρεψε και την κυρίαρχη
τάξη που το επέβαλλε, ετερόκλητα πολιτικά
υποκείμενα συνέπεσαν στην υπόδειξη του αιτίου. Οι όποιες λοιπόν ιδεολογικές
κλιμακώσεις τους δεν είναι αντιπροσωπευτικές
των αντίστοιχων ταξικών και έτσι η ενότητα που επιδιώκεται παίρνει
χαρακτήρα διαταξικό.
Και προεκλογικά και σ΄ όλο αυτό το δεκαήμερο, που δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί κυβέρνηση, δεν αναδείχτηκε η ταξική διάσταση της κρίσης- αυτό
που φοβίζει. Ηταν επομένως πιο εύκολο τα
δυο πρώην κόμματα εξουσίας να διολισθήσουν από τις προηγούμενες θέσεις τους, να προσεγγίσουν στους
κλώνους τους, που στις προηγούμενες εκλογές αποσπάστηκαν απ’ αυτά, για να συσπειρωθούν, στις νέες οι εκλογές, οι εκλογείς που
διαχύθηκαν στις εκλογές της 6ης Μαΐου. Καταλήγουν στο τέλος όλοι να προτείνουν
επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου και να επιμένουν στην ενότητα του ελληνικού
λαού και των πολιτικών κομμάτων. Το πρόβλημα πια γίνεται διαταξικό, βαπτίζεται εθνικό. Μεταφέρεται η
σύγκρουση σε ένα πεδίο που η κυρίαρχη τάξη ξέρει πολύ καλά να χειρίζεται και δεν την απειλεί.
Η
απόφαση για το χαρακτήρα της σύγκρουσης
είναι κρίσιμη, γιατί από το είδος της απάντησης που δίνεται θα εξαρτηθεί το αν και κατά πόσο
στις μάχες που έρχονται, αυτές θα
συνδεθούν η όχι με το ταξικό κίνημα, με
την κίνηση των λαϊκών τάξεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου