Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

ΠΑΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΟΧΗ



  Με μια κυβέρνηση που θέλει να επιδεικνύει πυγμή και φιλολαϊκό πρόσωπο  (επεμβάσεις αστυνομίας σε καταλήψεις κτιρίων, δέσμη μέτρων για χαμηλοσυνταξιούχους που τους έκοψε το ΕΚΑΣ) και μια αντιπολίτευση που αναζητεί πεδία ανώδυνα και δευτερεύοντα για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της (κριτική για ενδυματολογικές επιλογές κυβερνώντων, αντιδράσεις για τον αριθμό συνοδείας του πρωθυπουργού) απέναντι σε μια κοινωνία που μοιάζει  να έχει αποδεχτεί την κακοποίησή της, δίνεται η εντύπωση ότι η επιμονή του κυρίαρχου λόγου πως όποιες ενέργειες, αναλύσεις κι ερμηνείες της πραγματικότητας ξεφεύγουν από τα  όρια του δεδομένου και του υπάρχοντος εκτυλίσσονται στη σφαίρα της φαντασίας συνεχίζει να πείθει.
               Και στην Ευρώπη ο πανικός εξαπλώνεται από κάθε εγκληματική δράση που χρεώνεται στην ισλαμική τρομοκρατία, η  οικονομική ανασφάλεια έχει μονιμοποιηθεί, ενώ στα προγράμματα διάσωσης, που φτωχοποίησαν λαούς χωρίς να έχουν επιτευχθεί τα αποτελέσματα που ισχυρίζονταν πως επιδιώκονταν, αναγνωρίζονται εκ των υστέρων λάθη, (έκθεση του ΔΝΤ για λάθη και παραλείψεις του πρώτου προγράμματος βοήθειας προς την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία) αποσιωπώντας πως ακριβώς αυτός ήταν ο στόχος, για να μείνει στο απυρόβλητο η  κύρια αιτία που είναι ο καπιταλισμός, ώστε να συνεχιστεί να θεωρείται το καπιταλιστικό σύστημα οργάνωσης της παραγωγής δεδομένο, αμετακίνητο και αναλλοίωτο. Για να μην τολμάμε να ξεφύγουμε απ’  αυτό, να μη βλέπουμε δυνατότητα να το αλλάξουμε, να θεωρούμε ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
               Αφού χρεοκόπησε η σοσιαλδημοκρατία και αποδείχτηκε φενάκη ο δήθεν πολιτικός της στόχος να μετεξελιχτεί η οικονομική ένωση της Ευρώπης  σε ένωση των εργαζομένων, των λαών και των πολιτών της τώρα μας αποκοιμίζει με τις προσπάθειές της για εφαρμογή, εν καιρώ μετά τη …διαρκή κρίση,  μιας συνολικής  εναλλακτικής πολιτικής ως προς τις οικονομικές επιλογές και τη μεθόδευση της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης, όπου εμφανίζεται ως φανατικός αυτοσκοπός η διατήρηση του υπάρχοντος με κάποιες βελτιώσεις. Κι αυτό είναι η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που δήθεν απελευθερώνει το άτομο μέσω της γενικευμένης ελεύθερης οικονομίας, ενώ υποτάσσει τη ζωή όλων στην ελεύθερη αγορά καταδικάζοντας ακόμα και  τα μεσαία στρώματα, (ραχοκοκαλιά της κοινωνίας δεν χαρακτηρίζονταν μέχρι πριν λίγο;) σε μειωμένη  οικονομική επιφάνεια. Στην πραγματικότητα, με τον μύθο της ενοποιημένης Ευρώπης που γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί με τη συγκατάθεσή μας, τίθενται σε συνεχή αμφισβήτηση και τελικό γκρέμισμα,  οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος.      
Υπάρχει η αίσθηση ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Κι αν υπάρχει θυμός, αγανάκτηση δεν υπάρχουν οργανώσεις –τα σωματεία πρέπει να είναι απαξιωμένα κι ανύπαρκτα- για  να δίνουν φωνή στην αναταραχή που σιγοβράζει και οργανώνει μαζικές απεργίες και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Ο κυρίαρχος λόγος με την καλλιέργεια αυταπατών, πεδίον δόξης για το ΣΥΡΙΖΑ,  εξασφαλίζει πως δεν θα είναι διαθέσιμος καθόλου οργανωτικός χώρος για τη γέννηση οργανωμένης αντίδρασης. Η απέχθεια προς την ΕΕ και η έντονη κριτική προς την πολιτική της που προξενεί τόση δυστυχία προκαλεί συναισθήματα  που εκφράζονται με τη μοιρολατρία, γιατί  οι παραιτημένοι και χωρίς όραμα εργαζόμενοι  δε αποτελούν βάση για καμιά κινητοποίηση. Όσο ο οικονομικός ανεμοστρόβιλος δυναμώνει μας κυριεύει ολοκληρωτικά το αίσθημα της αδυναμίας. Το αίσθημα πως ό,τι και να κάνουμε δεν έχει αποτέλεσμα υποσκάπτει τη θέληση για αντίσταση, την αυτοπεποίθηση και την πίστη για αλλαγή.
               Οι ρωγμές που βαθαίνουν στα θεμέλια του συστήματος  δεν είναι ακόμα ορατές. Τόσα χρόνια δαιμονοποίησης του  κομμουνιστικού οράματος και κατήχησης όσον αφορά στην αστική δημοκρατία μαζί με την καλλιέργεια φόβου για τις συνέπειες του μετασχηματισμού της είναι φανερό ότι δεν έχουν πάει καθόλου χαμένα, αλλά έχουν τα δικά τους αποτελέσματα. Αν και πολλοί μικρομεσαίοι βλέπουν τον εαυτό τους σαν θύματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης,  ελάχιστοι απ’ αυτούς είναι έτοιμοι να  επεκτείνουν τη συμπάθειά τους και στους εργάτες και ανέργους. Ο περισσότερος κόσμος παραμένει παθητικός, χωρίς να υποστηρίζει την εφαρμοζόμενη πολιτική αλλά και μη δείχνοντας έμπρακτα την αντίθεσή του. Ο φόβος ίσως είναι μια αιτία για την επικρατούσα παθητικότητα. Ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να θέσουν σε ελάχιστο κίνδυνο μια ζωή, έστω και μίζερη, ενεργώντας εναντίον του υπάρχοντος συστήματος αφού πιστεύουν πως τίποτε δεν θ’  αλλάξει.
Οι γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι περιορισμένες σε μια μειοψηφία, απαξιωμένες, αφού για χρόνια υπέτασσαν και κατεύθυναν  τις δυσαρέσκειες σε αμέσως πραγματοποιήσιμους σκοπούς, που τα όρια έθετε η εργοδοσία μέσω συμβιβασμών και δοσοληψιών. Τα χρόνια της κρίσης συνέχισε ο  γραφειοκρατικός συνδικαλισμός να αποδέχεται ως μόνες δυνατότητες εκείνες τις συμφωνίες που με την κρατική εξουσία τους πρόσφερε η εργοδοσία απαξιώνοντας πλήρως την ύπαρξή του.  
Γι’  αυτό και τα σωματεία πρέπει να αποκτήσουν ξανά τη βάση τους, που είναι η οικονομική μάχη των τάξεων και η οργάνωση σ’ αυτά να κατευθύνει τις δράσεις και κινητοποιήσεις όχι πια μόνο για τη βελτίωση συνθηκών εργασίας αλλά για την αξίωση ενός διαφορετικού κοινωνικού καθεστώτος. Οι εξαγγελίες κυβερνώντων για ανακουφιστικά μέτρα, η καλλιέργεια ελπίδας για ξεπέρασμα δυσκολιών,  η προπαγάνδα για το κοινωνικό σύστημα  στο τέλος λίγα πράγματα θα μπορούν να κάνουν για να αντικρούσουν αυτό που ο κόσμος βλέπει να συμβαίνει  εμπρός στα μάτια του –η πλήρης εξαθλίωσή του.
Κι αν η οργάνωση σε συνδικάτα ή επιτροπές δεν συγκεντρώνει μεγάλες μάζες κι ακόμα λιγότερες είναι αυτές που πιστεύουν ή θέλουν το μετασχηματισμό της κοινωνίας για τον οποίο παλεύει το κομμουνιστικό κόμμα, η ίδια η πραγματικότητα θα μας οδηγήσει σε συγκρούσεις για την εφαρμοζόμενη πολιτική. Κι αν συνεχίσουμε,  κατηγορώντας ως απολίθωμα το ΚΚΕ, να  έχουμε  συγχρόνως την απαίτηση μ’ ένα μαγικό τρόπο ν’ αναλάβει μόνο του, χωρίς  λαϊκή συμμετοχή, δράση για την αλλαγή της κατάστασης, ( ακόμα και μια επανάσταση …συμβιβαζόμαστε να γίνει αν είναι να ξαναρχίσει το κυνήγι του καπιταλιστικού ονείρου),  χωρίς κανείς να διακινδυνεύσει τίποτε, χωρίς κανείς να συμμετάσχει σε καμιά κινητοποίηση, είναι μεγάλος ο κίνδυνος σημαντική  πλειοψηφία εξαθλιωμένων να στοιχηθεί πίσω από τα φασιστικά όργανα της κυρίαρχης τάξης κι όχι άμοιροι ευθυνών ούτε άτρωτοι των συνεπειών γι’ αυτήν την επιλογή να οδηγηθεί στην αποκτήνωση. Γιατί παρόλο που μιλούν για παγκοσμιοποίηση τα εθνικά κράτη δεν έχουν χάσει τη σημασία τους, γιατί έχουν όλα τα μέσα για την οικοδόμηση μιας κοινωνικής συνοχής  δια της βίας, που έρχεται από το παρελθόν, σαν ασφαλιστική δικλείδα σε περίπτωση έντονων αντιδράσεων. Ο,τι ονομάζεται καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός στην τελική θα στοχεύσει σε γενικευμένη κοινωνική αντιμεταρρύθμιση και σε νέες μορφές αυταρχισμού.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΈΣ ΑΠΕΙΛΕΣ


Κι αν ομογενοποιειται η σκέψη μας και ταυτίζεται με την κυρίαρχη αντίληψη είναι και γιατί ή πληροφόρηση δέσμια στο μεγαλύτερο μέρος διεθνών πρακτορείων που διοχετεύουν διεθνείς ειδήσεις έλεγχοντας τη ροή τους με συγκεκριμένους στόχους, κατευθύνει τη σκέψη μας. Κι αν χαθήκαμε ανάμεσα σε τρομοκρατικές ενέργειες που σ' αυτή την χρονική περίοδο η ISIS πρόθυμα τις χρεώνεται όλες και σε πραξικοπήματα στη γειτονιά μας που μοιάζουν παρωχημένης εποχής, είναι γιατί συρρικνώνεται η σημασία τους σε επίπεδο γρίφων για τον υποκινητή, το στόχο, τις αιτίες κλπ. Κι αν κονιορτοποιειται η λογική μας από γεγονότα που μοιάζουν ασύνδετα, ενέργειες που φαίνονται αντιφατικές, ερμηνείες που εντυπωσιάζουν με την απλοϊκότητα ή την πολυπλοκότητα του, είναι γιατί δεν αναγνωρίζονται πλέον βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις των δομών της αγοράς και της καπιταλιστικής οργάνωσης. Και η επιλογή που προσφέρεται είναι μεταξύ νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της ρυθμισμένης, και όχι μεταξύ παγκόσμιου καπιταλισμού και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
              Εντάσσουμε τα γεγονότα μέσα σε μία παγκόσμια τάξη που πιστεύουμε, ουσιαστικά σύμφωνα με την κυρίαρχη ιδεολογία, πως βασίζεται στην κοινή αποδοχή διεθνών κανόνων και μέτρων ηθικής. Σ' αυτή την παγκόσμια τάξη η  υπόσχεση είναι ότι θα αναγνωρίζεται ως κεντρική η ανάγκη ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, αποφυγής της επιθετικότητας και του επεκτατισμού, εξασφάλισης της νομιμότητας στη διακυβέρνηση με σεβασμό στις επιλογές του εκλογικού σώματος και διασφάλισης της δίκαιης μεταχείρισης όλων των πληθυσμών μέσω του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αποσυνδέοντας έτσι την επιδιωκόμενη παγκόσμια τάξη από τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και τον ιμπεριαλισμό οι συλλογισμοί μας χωλαινουν, ή ερμηνεία της πραγματικότητας καταλήγει ταινία μυστηρίου.
              Και καταλήγουμε, με την απόλυτη κυριαρχία αντιλήψεων για ερμηνεία της πραγματικότητας οπου εξοβελίζεται η αντιπαλότητα των κοινωνικών τάξεων και η ερμηνεία της ιστορίας με βάση τους υλικούς όρους παραγωγής, να είμαστε επιρρεπείς στην υιοθέτηση ερμηνειών για κατανόηση των γεγονότων που επικεντρώνονται στην ηθική, καλή θέληση, προσωπικές επιλογές κλπ. Και να πιστεύουμε πως η θέση μας πάνω στην πολιτική κατάσταση γίνεται απέξω, από ουδέτερη θέση, δηλ. από το πουθενά κι είναι αυτό που ονομάζουμε αντικειμενικότητα.
            Σε πλήρη λοιπόν σύγχυση, με την πραγματικότητα να επανεμφανίζεται σαν αντικατοπτρισμός των εννοιών δημοκρατία, ισότητα, ελεύθερη πληροφόρηση, επιλογή, ανταγωνισμός, επιδοκιμάζουμε την αποτυχία πραξικοπήματος στην Τουρκια, είναι η νομιμότητά που αντλείται από την εκλογική διαδικασία, την ίδια στιγμή που η αμηχανία μας για τη μορφή της δημοκρατίας της γείτονος χώρας επιρρίπτει όλες τις ευθύνες για τα λυντσαρισματα, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού κλπ. στην αυταρχικότητα του Ερντογαν, δηλ. μόνο στις προσωπικές επιλογές ενός ηγέτη. Αποδεχόμενοι ως αυτονόητο δεδομένο την κυριαρχία του καπιταλισμού βρισκόμαστε σε αδυναμία ακόμα και να ασκήσουμε κριτική σ' αυτόν.
             Όπως στο θέμα της Κυπρου περιορισαμε την επιρριψη ευθυνών για την εισβολή στο στρατόκρατούμενο καθεστώς της Αθηνας και τους αιώνιους εχθρούς τους Τούρκους, περιθωριοποιωντας με τα χρόνια το ρόλο των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, έτσι και τώρα επίκεντρο των γεγονότων στην Τουρκια γίνεται ο Ερντογαν, ενώ το ΝΑΤΟ, που ανήκει ο στρατός της Τουρκια, σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να θεωρείται εγγυητής της ασφάλειάς μας. Δεν κλήθηκε από την κυβέρνηση μας για προστασία με από τις προσφυγικές ροές;
          Με το σύμφωνο του Ατλαντικού όμως ελέγχονται οι ένοπλες δυνάμεις των χωρών που συμμετέχουν σ' αυτό, και κατα συνέπεια η οικονομία τους, συμμετέχοντας σ' ένα μηχανισμό που δίνει τη δυνατότητα ανάληψης συντονισμένης δράσης και επιβολής ιμπεριαλιστικων σχεδίων. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχνάμε πως με το ΝΑΤΟ στο στρατιωτικό τομέα επέβαλλαν την παγκόσμια ηγεσία τους οι ΗΠΑ εκμεταλλευόμενες κυρίως το φόβο της κοινωνικής επανάστασης που δοκίμασαν οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης και ιδρύθηκε ακριβώς για τη διασφάλιση στρατιωτικής υπεροχής έναντι της ΕΣΣΔ. Και συνεχίζει και μετά τη διαλυση της ΕΣΣΔ το ΝΑΤΟ να χρησιμοποιείται ως όχημα για την προώθηση ιμπεριαλιστικων σχεδιασμών που επειδή εκδηλώνονται μέσα από ένα σύμπλεγμα διαδικασιών άλλοτε επικαλυπτόμενων και αλληλένδετων κι άλλοτε αντιφατικών και αντίθετων αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε. Το θεωρητικό και πολιτικό οπλοστάσιο του ιμπεριαλισμού μπέρδευει μύθο και πραγματικότητα, οδηγώντας μας στον αφανισμό μας.
          Στη χώρα μας ή θερινή ραστωνη δεν μειώνει τις απειλές που αποκτούν πια μορφή συγκεκριμένη και ολοένα πιο φοβερή. Από τα ξεπουληματα δημόσιας περιουσίας με πλήρη απαξίωση του κοινοβουλίου και τις πτωχεύσεις εταιρειών που έχουν αυθυπαρκτη υπόσταση, ανεξάρτητη από τους ιδιοκτήτες τους αλλά με τους εργαζόμενους τους σε πλήρη εξάρτηση από αυτές, μέχρι τα αποτυχημένα πραξικοπήματα και τις τρομοκρατικές επιθέσεις που δίνουν την ευκαιρία για κήρυξη έκτακτης ανάγκης ο καπιταλισμός γίνεται όλο και πιο σκληρός, τα ιμπεριαλιστικα σχέδια όλο και πιο απειλητικά.
            Κι απομένει μόνο ή πάλη των εργαζομένων για ν' ανατραπουν όλα αυτά. Κι αν η μοιρολατρία μας πως δεν υπάρχει οδός διαφυγής περιορίζει αυτούς τους αγώνες, ίσως ή απειλή πια για την ίδια την ύπαρξή μας, ή ανάγκη για επιβίωση μας κινητοποιήσει. Προς ποια κατεύθυνση όμως;
             Γι' αυτό δεν είναι καθόλου αθώα η ολη προσπάθεια για απαξίωση του κομμουνιστικου λόγου, για να μην υπάρξει συντονισμένη, οργανωμένα στοχευμένη στο μετασχηματισμό της κοινωνίας δράση των εργαζομένων.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ



Συνεχίζει η κυβέρνηση την ίδια τακτική της, τον εφησυχασμό μας δια της εξαπατήσεως, δηλ. μ’ έναν φιλεργατικό λόγο να δίνονται υποσχέσεις για υποστήριξη εργατικών δικαιωμάτων στη συρρίκνωση και κατάργηση των οποίων τελικά προχωρεί.  Κι έτσι ο λόγος του Γ. Κατρούγκαλου, που συναντήθηκε με τους «κοινωνικούς εταίρους» των οποίων κοινό κείμενό τους ζητείται να υποστηριχτεί από τα κόμματα, ότι  «Όσο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση κανένας μισθός δεν θα μειωθεί» και η  αισιοδοξία του για τη διαπραγμάτευση του Σεπτεμβρίου, όπου θα μπορεί να γίνει το «μεγάλο βήμα επιστροφή στο ευρωπαϊκό κεκτημένο», προετοιμάζει το έδαφος γι’ αυτό που θα αποφασιστεί από Σεπτέμβριο στα εργασιακά, δια του εφησυχασμού μας.
       Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, μήνες τώρα βρίσκονται σε κινητοποιήσεις στη Γαλλία οι εργαζόμενοι,  ποτέ πριν η εργατική τάξη δεν δέχτηκε μια τόσο άγρια επίθεση στα μεταπολεμικά χρόνια. Ποτέ πριν οι εργαζόμενοι δεν εξαναγκάστηκαν να πληρώσουν τόσο για την κρίση που επιβλήθηκε στους λαούς  από την κυρίαρχη τάξη. Μια παγκόσμια επίθεση έχει εξαπολυθεί ενάντια στον κόσμο της εργασίας και τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Σαν να ξαναγυρνάμε, και στην Ευρώπη,  στον πρώιμο καπιταλισμό, όπου η  εργασιακή πίεση  είναι υπερβολική, οι συνθήκες εργασίας ανυπόφορες. Κι αν δεν αναγνωρίζεται στους υπαλλήλους ηλεκτρονικών, επικοινωνιών, τεχνολογιών αιχμής, γραφείων κλπ. ο βιομηχανικός εργάτης του προηγούμενου αιώνα είναι για να καταδειχτεί η μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας στις υπηρεσίες κι επομένως η μείωση της εργατικής τάξης προς όφελος του τριτογενούς τομέα. Κι έτσι κρύβεται η ύπαρξη και το κοινωνικό βάρος της εργατικής τάξης, αφού οι τεχνολογίες αιχμής θεωρούνται υπηρεσίες και οι εργαζόμενοι σ’  αυτές δεν θεωρούνται κι ούτε και οι ίδιοι δεν θεωρούν πως είναι εργάτες. Ουσιαστικά με τις νέες τεχνολογίες διασπάται το εργοστάσιο του 19ου και 20ου αιώνα σε μικρότερες μονάδες, χάνεται το πλεονέκτημα της φυσικής παρουσίας ενός μεγάλου αριθμού εργαζομένων, διασπώνται οι εργαζόμενοι, αποδυναμώνεται η εργατική τάξη. Η εργατική τάξη όμως δεν βρίσκεται πια μόνο μέσα στα εργοστάσια. Βρίσκεται στις επιχειρήσεις, στην κατ’ οίκον εργασία, για κάποιον εργοδότη, μ’ ένα υπολογιστή ή τηλέφωνο, στα εργαστήρια κλπ. Ακόμα κι αν αλλάζει όμως  η σύνθεση της εργατικής τάξης δεν παύει να υπάρχει, έστω και χωρίς ταξική συνείδηση, γιατί φυσικά δεν έχει καταργηθεί η εκμετάλλευση, αφού ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν άλλαξε.
        Έξι χρόνια τώρα στη χώρα μας  αφού κατηγόρησαν για τη δημοσιονομική κρίση δημόσιους υπαλλήλους, καταναλωτισμό εργαζομένων, αυξημένα δάνεια κλπ. ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε να μας πείσει ότι δεν υπάρχει οδός διαφυγής άλλη απ’  αυτήν που προτείνεται από την κυρίαρχη πολιτική. Η ιμπεριαλιστική ταξική κυριαρχία της ΕΕ έχει βρει στους ρεφορμιστές, οπορτουνιστές, σοσιολδημοκράτες κλπ. του ΣΥΡΙΖΑ μια νέα βάση υποστήριξης για την εντεινόμενη επίθεση της ενάντια στις εξαθλιωμένες μάζες των εργαζομένων, που το μόνο που έχουν να τους προσφέρουν είναι μερική απασχόληση, πρόσκαιρες θέσεις εργασίας, ευλύγιστα ωράρια, εργασία χωρίς δικαιώματα.
 Σε ένα τόσο επισφαλές εργασιακό περιβάλλον ακόμα και η δουλειά πλήρους απασχόλησης χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης για να ενταθούν οι σχέσεις κυριαρχίας εργοδότη-εργαζόμενου που βασίζονται στην ηθική της αποδοτικότητας. Η πλήρης απασχόληση σημαίνει ότι η ζωή του εργαζομένου είναι οργανωμένη γύρω από  τη δουλειά του, ότι χρωστά τον εαυτό του σ’  αυτήν, και φυσικά  ο εργοδότης  ασκεί μια εξουσία πάνω σε όλες τις διαστάσεις της ζωής του μισθωτού. Επομένως  η υπακοή, η πειθαρχία, η ιεραρχική  υποταγή μπορεί να επιβάλλονται  στους μισθωτούς ακόμα και με αυταρχικό τρόπο. Κι έτσι ο φόβος μπορεί να κρατά τους εργαζόμενους έξω από τα συνδικάτα, όπως κρατά και τους εργαζόμενους με ευλύγιστα ωράρια ή μερικής απασχόλησης. Αν λοιπόν το συνδικάτο χάνει τη δύναμή του μια αιτία δεν είναι γιατί η εργατική τάξη συρρικνώθηκε, όπως κατά προσδοκίαν πιστεύαμε, αλλά γιατί άλλαξε μορφή και ταξική συνείδηση.
          Κι αν ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος μετά τη συνάντηση με τον υπουργό εργασίας Γ. Κατρούγκαλο με τις δηλώσεις του για εθνική γραμμή, με την προϋπόθεση της κατανόησης από τους θεσμούς της ύπαρξης ενός σαφούς και κινούμενου «στα ευρωπαϊκά πλαίσια, πλαίσιο διαπραγματεύσεων εθνικών και κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας» επιβεβαιώνει την πολιτική χειραγώγησης και  ξεπουλήματος των εργατικών αγώνων αφήνοντας εκτεθειμένο το εργατικό κίνημα στις πολιτικές της κυρίαρχης εξουσίας αυτό δεν σημαίνει ότι η δύναμη των εργαζομένων δεν αντλείται από τη συλλογική τους δράση. Η αποσυνδικαλιστοποίηση και  άρνηση κάθε συλλογικότητας δεν αποτελεί τιμωρία των οπορτουνιστών συνδικαλιστών αλλά μια κατάσταση προς όφελος του κεφαλαίου, γιατί αναγκάζει τους εργαζόμενους να αντιμετωπίζουν ατομικά της επιθέσεις του. Η  πείρα των τελευταίων έξι ετών, όπου οι εργαζόμενοι αντίκρισαν μόνοι τους την έσχατη χρεοκοπία του συμβιβασμού, της συναίνεσης και ταξικής συνεργασίας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, δεν δείχνει άλλο δρόμο από την οργάνωση στα ταξικά συνδικάτα. Η ύπαρξη μάλιστα του κομμουνιστικού κόμματος που είναι εκφραστής των συμφερόντων των εργαζόμενων μπορεί να γίνει η οργανωτική και καθοδηγητική τους δύναμη, ώστε οι εργαζόμενοι να αντλούν δύναμη και να  μένουν σταθεροί στον αγώνα για μεγάλη χρονική περίοδο, γιατί καμιά κοινωνική αλλαγή  δεν συμβαίνει βέβαια σε μια νύχτα.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

ΑΠΛΟΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ



Κι εν μέσω ειδήσεων για επιλογές του κυρίαρχου συστήματος που εξαθλιώνουν τους εργαζόμενους και αυξάνουν τις απειλές για επέκταση πολεμικών συρράξεων, όπως η δήλωση του   επικεφαλής της Cosco, Xu Lirong στον έλληνα πρωθυπουργό πως «καλό θα ήταν να μην γίνονται τόσες απεργίες», καθώς αυτές συνεχίζονται στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ  για τις ιδιωτικοποιήσεις, όπως οι απειλές, εν είδει προειδοποιήσεων, του ΔΝΤ να μην θιγούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και ειδικότερα εκείνες που αφορούν στον κατώτατο μισθό, τον οποίο θεωρεί  ως υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε σχέση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως  οι αποφάσεις στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Βαρσοβία για περαιτέρω αναβάθμιση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ, η κυβέρνηση και οι συν αυτώ, ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, αναλώνονται στις περιγραφές και σχολιασμούς για τον αγώνα της κυβέρνησης να εξασφαλίσει τις 200 ψήφους  που θα οδηγήσουν στην εφαρμογή του νέου εκλογικού νόμου για την απλή αναλογική στις αμέσως επόμενες εκλογές.
               Κι αναρωτιέται κανείς ποιον και γιατί μπορεί, πέραν των επαγγελματιών της κυρίαρχης πολιτικής, να απασχολεί η εκλογική αριθμητική και γιατί  αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις στις μέρες μας.
               Παλιότερα βέβαια, ο εκλογικός νόμος αποτελούσε ένα από τα κύρια πεδία σύγκρουσης των πολιτικών δυνάμεων, όταν, μεταπολεμικά, στα πλαίσια του δικομματισμού αυτό το θέμα αντιμετωπιζόταν από τη λεγόμενη συντηρητική παράταξη αυταρχικά, για να εξασφαλίσει με ακροβατικές ρυθμίσεις  του εκλογικού νόμου τη διαιώνιση στην εξουσία. Τα χρόνια που ο εκδημοκρατισμός ήταν αίτημα και των κομμουνιστών, μετά την ήττα στον εμφύλιο, ο εκλογικός νόμος ήταν ένα από τα μέσα  παραμόρφωσης της  βούλησης του εκλογικού σώματος, υπήρχαν κι άλλα πιο …άμεσα, να θυμηθούμε τις εκλογές της «βίας και νοθείας» του 1961. Αυτές οι άμεσες  μορφές χειραγώγησης του εκλογικού σώματος και χειρισμού του εκλογικού πεδίου, όπου κατ’ εξοχήν συντελείται η καθεστωτική νομιμοποίηση, ήταν πραγματικά άμεσες και εμφανείς στα χρόνια  κατά τα οποία η λειτουργία των θεσμών, που ουσιαστικά εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, χρησιμοποιούνταν σαν βιτρίνα της ύπαρξης ενός  συνταγματικά οριοθετημένου κοινοβουλευτικού τύπου πολιτεύματος. Όταν όμως αυτοί οι χειρισμοί σε εκλογικό και νομότυπο επίπεδο στην πολιτική διαδικασία φαίνονταν πως δεν μπορούσαν να ανακόψουν την έκφραση εκδημοκρατισμού στη βούληση του εκλογικού σώματος η προσφυγή στη δικτατορική διακυβέρνηση έμοιαζε μονόδρομος για την κυρίαρχη τάξη που ακόμη φοβόταν την εργατική τάξη που επαναστάτησε.
               Μετά τη μεταπολίτευση, επειδή  αυτού του είδους οι χειρισμοί δεν άντεχαν πια στην κοινωνική δυναμική που αναπτύχτηκε, χρειάστηκε να αλλάξουν τα πλαίσια  θεσμικής διαμόρφωσης της εκλογικής βούλησης, που επέτρεψαν να έρθουν στην εξουσία οι λεγόμενες δημοκρατικές δυνάμεις, ακόμα και με την ονομασία σοσιαλιστικές, ώστε να υπάρξει εξισορρόπηση με την προσαρμογή των αστικών πολιτικών θεσμών στους μεταλλασσόμενους συσχετισμούς κοινωνικών δυνάμεων. Η αυταρχικότητα και ανελαστικότητα που διέκρινε την πολιτική συμπεριφορά του συντηρητικού χώρου, αφού έφερε εις πέραν το έργο του –την κατάπνιξη κάθε επαναστατικότητας για μετασχηματισμό της κοινωνίας- έμοιαζε παρωχημένη πια.
               Στην πρώτη εικοσαετία της μεταπολίτευσης ο δικομματισμός φαινόταν να στέκεται καλά στα πόδια του ως έκφραση κοινωνικών συσχετισμών, που η δικτατορία είχε συνεισφέρει τα μέγιστα για τη σχηματοποίησή τους –δημοκρατικός και συντηρητικός κόσμος.  Μόνο που σιγά –σιγά οι  έχθρες ανάμεσα στα δυο αστικά  κόμματα είχαν αρχίσει να χάνουν ένα ένα τα πέπλα  της όποιας επί της ουσίας διαφοροποίησης. Από τη δεκαετία του ΄90  άρχισε να φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα ότι η διαφοροποίηση των δυο κομμάτων μάλλον στηριζόταν σε άτυπους συνασπισμούς ανάμεσα σε ομάδες ποικίλων προελεύσεων που τις συγκρατούσαν κοινά συμφέροντα και βέβαια η πραγματικότητα της εξουσίας. Κι όλα αυτά τα χρόνια η απλή αναλογική ήταν πάγιο αίτημα των δημοκρατικών δυνάμεων –από ΠΑΣΟΚ μέχρι κομμουνιστές- για την αναλογική αντιπροσώπευση του εκλογικού σώματος και την εξασφάλιση της διακυβέρνησης από  συστέγαση ή συνεργασία περισσότερων κοινωνικών δυνάμεων στην κυβέρνηση, σαν  αποτέλεσμα συσχετισμών που θα επέφερε η κοινωνική δυναμική. Ήταν τότε που θεωρούνταν εφικτό πως η διαχείριση της αστικής εξουσίας από «προοδευτικές δυνάμεις» θα μπορούσε να γίνει προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων  προωθώντας αιτήματά τους, διευρύνοντας δικαιώματά τους.
               Με την καπιταλιστική κρίση, βιώνουμε πια το ανέφικτο μέσα από θεσμούς του αστικού πολιτεύματος έστω της προστασίας  των δικαιωμάτων μας που παλαιότερες αγωνιστικές κινητοποιήσεις είχαν εξασφαλίσει. Καμιά από τις  αλλεπάλληλες εκλογές αυτής της εξαετίας δεν επηρέασε τις  επιλογές της άρχουσας τάξης. Κι εξάλλου, φτάνοντας στο οριακό σημείο πια όπου γίνεται αντιληπτό ότι πηγή αυτής της κρίσης είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν υπάρχουν και πολλές αυταπάτες ότι το ξεπέρασμά της δεν θα στηριχτεί στην εξόντωση των εργαζομένων. Και δεν είναι οι εκλογές με όποιο εκλογικό σύστημα που θα την ανακόψουν.
Η ενασχόληση της κυβέρνησης με το εκλογικό σύστημα  φαίνεται να κινείται στη διελκυνστίνδα  ανάμεσα στην προσπάθειά της να δείξει ένα αριστερό προφίλ σ’ ένα παλιό αριστερό αίτημα (δηλώσεις Γ.Γ του ΚΚΕ Κουτσούμμπα για Α. Τσίπρα ότι σκέφτεται να  αλλάξει  τον εκλογικό νόμο και το Σύνταγμα, για να αφήσει κάτι ως Αριστερά) και στη διασφάλιση της παραμονής της στην εξουσία.
Κι αν για την κυβέρνηση η απλή αναλογική γίνεται μέσο άσκησης μιας απλοϊκής πολιτικής,  για το εργατικό κίνημα η εφαρμογή της απλής αναλογικής μπορεί να έχει θετικό πρόσημο,  γιατί αποκαλύπτει αδυναμίες και διαμάχες της πολιτικής εκπροσώπησης της κυρίαρχης τάξης, ευνοώντας συναλλαγές πολιτικών, ξεσκεπάζοντας αντιθέσεις συμφερόντων στους κόλπους της εξουσίας που εντείνουν τη φθορά και την αξιοπιστία των θεσμών και δυσκολεύοντας τη δημιουργία ισχυρής κυβέρνησης Για να εκλείψει και η αυταπάτη μας για τις εκλογές και το ρόλο τους.