Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ

Κι ενώ τα κρούσματα της παραλλαγής Όμικρον τραβούν την ανηφόρα, η κυβέρνηση  του Κ. Μητσοτάκη προσπαθεί να φαίνεται πως μπορεί να ελέγξει την κατάσταση, χωρίς οικονομικές επιπτώσεις. Είναι που ψήφισε κι έναν προϋπολογισμό ο οποίος για την εφαρμογή του προϋπόθετε τη λήξη της επιδημίας.   
          Δυο χρόνια τώρα ο πρωθυπουργός όλο και αναγγέλλει το τέλος της πανδημίας για να το προβάλλει ως δική του επιτυχία και σε κάθε διάψευσή του επιστρατεύει την ατομική ευθύνη επιρρίπτοντας στον κόσμο την ευθύνη για τις αποτυχίες διαχείρισής της. Είναι που κοντά δυο χρόνια υγειονομικής κρίσης συνεχίζει η κυβέρνηση να ρίχνει όλο το βάρος στην επικοινωνιακή διαχείριση της, αδιαφορώντας για τις πραγματικές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Βέβαια, στο φετινό πρωτοχρονιάτικο μήνυμα ο πρωθυπουργός με την έπαρση και  αυταρέσκεια που εκπέμπει κάθε φορά που με μηνύματα  επικοινωνεί δια μέσου των ΜΜΕ με τον πληθυσμό της χώρας, καταδέχτηκε να παραδεχτεί πως υπήρξαν αστοχίες «στις αλλεπάλληλες μάχες με τον ιό», βεβαιώνοντας όμως για πολλοστή φορά με σιγουριά πως τα επόμενα βήματα «θα μας βγάλουν στο ξέφωτο», αφού εξάλλου η κυβέρνηση ανταποκρίνεται με επιτυχία στις  εθνικές προκλήσεις και στις ανάγκες του πολίτη. Και σ’ αυτό το μήνυμα ο Κ. Μητσοτάκης δεν παρέλειψε να κάνει  κατάχρηση του πρώτου ενικού προσώπου προβάροντας για πολλοστή φορά το ρόλο του μονάρχη, σ’ ένα λόγο βερμπαλιστικό και λογοτεχνίζοντα,  γεμάτο ως συνήθως με  ευφυολογήματα και λεκτικούς εξωραϊσμούς 
        Επί της ουσίας βέβαια μοιάζει ελάχιστες κυβερνητικές δηλώσεις να ανταποκρίνονται στην περιγραφή της τρέχουσας κατάστασης, την οποία όμως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού βιώνει.  Βέβαια,  η κυβερνητική πολιτική που ακολουθείται δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την πολιτική των κυβερνήσεων άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Και  ίσως η όποια διαφορά μας στα αποτελέσματά της να έχει την αιτία της στο μέγεθος του ΑΕΠ, που αυτό όμως ελάχιστα επηρεάζει την ποιότητα ζωής των φτωχών και εξαθλιωμένων. Τα συστήματα υγείας δεν ενισχύονται και φαίνεται πως αφήνονται να καταρρεύσουν σ’ όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, ενώ η οικονομική εξαθλίωση χρεώνεται σε μια ενεργειακή κρίση που αντιμετωπίζεται σαν φυσικό φαινόμενο. 
       Η πανδημία Covid-19,  από τη μια έχει θέσει σε δοκιμασία τα συστήματα υγείας και τις οικονομίες όλων των χωρών του κόσμου, από την άλλη  ο  προβληματισμός και για την περίοδο μετά την κρίση δεν περιλαμβάνει αλλαγές ευνοϊκές, έστω και ελάχιστα, στους οικονομικά ασθενέστερους, αλλά μόνο στην καταστολή και τον κρατικό αυταρχισμό. 
         Αριστεροί παντός είδους που ακόμα  προσπαθούν να ανακαλύψουν το ανθρώπινο πρόσωπο του καπιταλισμού ζητούν μια γενική κι αόριστη αλληλεγγύη ατόμων, εκσυγχρονιστές, φιλελεύθεροι και λοιποί δημοκράτες μιλούν για ενότητα και για δραστικά οικονομικά μέτρα και άλλοι για ανασύσταση της πολιτικής ζωής.    
        Η αλληλεγγύη αφορά το άμεσο. Έχει εκδηλωθεί μόνο μεταξύ των φτωχότερων ανθρώπων, αλλά είναι ουτοπικό να περιμένει κανείς πως θα  προέλθει από την πλευρά των πλουσιότερων, όταν έχει φτάσει η περιουσία τους σε ιλιγγιώδες ύψος  τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ  ταυτόχρονα ιλιγγιώδης ήταν η επιδείνωση των ανισοτήτων. Ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος αγοράζει χρόνο, συσσωρεύοντας χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, προσπαθώντας με έλεγχο και καταστολή να περιορίσει τις αντιδράσεις. Η  οικονομική κρίση του 2008, με τη δική μας  εγχώρια δεκάχρονη άγρια λιτότητα, είχε σαν αποτέλεσμα τη «κολεκτιβοποίηση» γιγαντιαίων ιδιωτικών χρεών, με τις τράπεζες που θεωρούνται «πολύ μεγάλες για να πτωχεύουν» να έχουν διασωθεί, ενώ τα ανώτερα στελέχη τους, τα οποία θεωρούνται πολύ σημαντικά  για  φυλακή, συνεχίζουν τις πρακτικές τους χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτήσουν για καμιά από τις καταγγελίες στις  αποφάσεις που έχουν πάρει. Εν τω μεταξύ, οι απλοί θνητοί έχασαν τα σπίτια και τις δουλειές τους. Η λιτότητα που επιβλήθηκε, με το πρόσχημα να σταθούν τα δημόσια οικονομικά στα πόδια τους, απλώς τους ώθησε περαιτέρω στη φτώχεια. 
         Η κρίση που σχετίζεται με την τρέχουσα πανδημία είναι σίγουρα διαφορετική. Όχι μόνο γιατί είναι κυριολεκτικά  θανατηφόρα, αλλά και  επειδή αποκαλύπτει τις αδυναμίες, στρεβλώσεις και ανισορροπίες του παραγωγικού μηχανισμού που έχει διαμορφώσει ο καπιταλισμός. Στον δυτικό καπιταλισμό, το παραγωγικό σύστημα έχει εκταθεί στα άκρα και ασκεί αδυσώπητη πίεση στους εργαζόμενους και τους μικρούς προμηθευτές, αναγκάζοντάς τους να παρέχουν εργασία και προϊόντα σε χαμηλές τιμές και χαμηλούς μισθούς, ενώ αδυνατεί να περιθάλψει τους φτωχούς. 
        Όλα αυτά τα χρόνια των  καπιταλιστικών κρίσεων οι δυτικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να διατηρήσουν το καπιταλιστικό σύστημα με κάθε κόστος, αδιαφορώντας για την οικονομική μας εξαθλίωση, χωρίς να τσιγκουνεύονται τις θεαματικές ανακοινώσεις, προσπαθώντας να αποκοιμίσουν τον πληθυσμό βγάζοντας από το καπέλο τους διάφορες νομισματικές πολιτικές, αρκεί να μη χαθούν τα κέρδη των λίγων καπιταλιστών. Μόνο που επειδή τελικά ολοένα και περισσότερο μοιάζει να διαβρώνεται η εμπιστοσύνη στα καπιταλιστικά κράτη και στην ευρύτερη πολιτική τους, είναι δύσκολο πια να βασιστούμε σ’ αυτά για να έχουμε μια συνεκτική απάντηση στην τρέχουσα κρίση. Είτε για τον έλεγχο και τον τερματισμό της πανδημίας βραχυπρόθεσμα, είτε για να διασφαλίσουμε τον απαραίτητο μακροπρόθεσμο οικονομικό αναπροσανατολισμό. Η κυρίαρχη  τάξη φαίνεται να χάνει  κάθε αξιοπιστία και τα πολιτικά συστήματα είναι πλέον τόσο αποδιοργανωμένα που έχουν επιτρέψει, μη διατηρώντας ούτε τα προσχήματα, σε πραγματικούς τσαρλατάνους να ανέβουν στα υψηλότερα πολιτικά αξιώματα. Πώς θα μπορούσαν τα εξαντλημένα συστήματα σε αυτό το σημείο να μπορέσουν να πείσουν και να εμπνεύσουν τους εκμεταλλευόμενους  για ν’ αναπτύξουν την ικανότητα να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα κρίση;  
       Αντίθετα, αυτό το σύστημα, που σκηνοθετείται ως η ενσάρκωση της λογικής, με την ατελείωτη συσσώρευση κεφαλαίου, το έντονα στρατιωτικοποιημένο κράτος, το μύθο της  ανάπτυξης  που οδηγεί  σε οικολογική καταστροφή δείχνει πια μόνο την καταστροφική του δύναμη. Και επειδή προνοεί για την σωτηρία του εξοπλίζεται και αποδυναμώνει κάθε δυνατότητα των εργαζομένων να οργανωθούν και να αντισταθούν στην καταστροφική του πορεία. Γι’ αυτό το μοναδικό ενδιαφέρον για την κυρίαρχη εξουσία είναι η ενίσχυση της αστυνομικής δύναμης, ενώ τα νοσοκομεία αφήνονται στη μοίρα τους. Τελευταίο παράδειγμα για το αστυνομικό κράτος που οικοδομείται είναι  η αστυνομική επιχείρηση, με υπόδειξη της ιδιοκτήτριας εταιρεία Energean oil, στα πετρέλαια Καβάλας τις παραμονές Χριστουγέννων. Περίπου  130 εργαζόμενοι των Πετρελαίων που αντιτίθενται στην προσπάθεια εργολαβοποίησης των εργασιακών σχέσεων, πολιορκήθηκαν για ώρες  από τα ΜΑΤ, 17 απ’ αυτούς μάλιστα οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα. Τέτοιες επιχειρήσεις αρχίζουν να  αποκτούν χαρακτηριστικά κανονικότητας, αφού οι επεμβάσεις των ΜΑΤ σε κάθε κινητοποίηση τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν. 
          Εν ολίγοις, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αστυνομικές, οικονομικές, ιδεολογικές επιθέσεις της κυρίαρχης τάξης και μόνη μας δύναμη είναι η ταξική αλληλεγγύη και οργάνωση.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

DIES BRUMALIS

Αυτές τις μέρες στο βόρειο ημισφαίριο ζούμε τις μεγαλύτερες και πιο σκοτεινές νύχτες του χρόνου και τις πιο σύντομες ημέρες με το λιγότερο φως, καθώς το σκοτάδι θριαμβεύει πάνω στο φως. Μόνο που αυτό δεν είναι παρά μια καμπή, γιατί το φως του ήλιου μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο ξεκινά έναν νέο ηλιακό κύκλο, οι νύχτες αρχίζουν πάλι να μικραίνουν και οι μέρες να γίνονται πιο φωτεινές μέχρι το θερινό ηλιοστάσιο.  Καθώς λοιπόν ο ήλιος μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο σκαρφάλωνε στον ορίζοντα, ο φόβος του σκοταδιού, η αγωνία της τροφής, η ανασφάλεια της επιβίωσης  μετριάζονταν  από τις ζωογόνες αχτίδες του ήλιου και οι άνθρωποι γεμάτοι ελπίδα γιόρταζαν το γεγονός της τροπής του ήλιου. Στη Ρώμη τα Σατουρνάλια ήταν μια τέτοια γιορτή.
Κι οι μέρες των Χριστουγέννων που γιορτάζουμε με όλα αυτά τα έθιμα, τις παραδόσεις, τα σύμβολα και τα τελετουργικά που σχετίζονται μ’ αυτά  συνδέονται με τους εορτασμούς του χειμερινού ηλιοστασίου των αρχαίων παγανιστικών πολιτισμών, τα οποία αναγκαστικά  ενσωμάτωσε η νέα θρησκεία στις δικές της εορτές. Δεν  πρόκειται λοιπόν  για μια πρόσφατη ανθρώπινη εξέλιξη. Και οι γιορτές των Χριστουγέννων είναι  μέρος μιας μακράς γενεαλογίας προγόνων από όλο τον κόσμο που έχουν γιορτάσει την ίδια ακριβώς εποχή.
Η νύχτα που μικραίνει ή η μέρα που μεγαλώνει είναι μια ισχυρή μεταφορά για τη μάχη του καλού και του κακού. Αφού ζήσουμε τη μεγαλύτερη νύχτα και την πιο σκοτεινή μέρα, οι νύχτες μικραίνουν και οι μέρες γίνονται πιο φωτεινές, το φως θα θριαμβεύσει πάλι πάνω στο σκοτάδι. Στη καρδιά του  συμβολισμού του φωτός και σκοταδιού βρίσκεται η έννοια του καλού και του κακού. Το θέμα βέβαια με το καλό και το κακό είναι ότι πολύ γρήγορα μετατρέπεται το καθένα στο αντίθετό του. Για το αν πρόκειται για καλό ή κακό μοιάζει τις περισσότερες φορές να εξαρτάται από την οπτική γωνία που το παρατηρεί κάποιος και από τα κριτήρια που χρησιμοποιεί για να αποδοθεί ο χαρακτηρισμός.
Μόνο που η ζωή είναι «μέγα καλό και πρώτο» και πάντα η υπονόμευσή της είναι το μέγα κακό. Και πρώτος πάντα είναι ο αγώνας της επιβίωσης. Και τώρα πια είμαστε αρκετά σοφοί για να μην εναποθέτουμε την τύχη μας αποκλειστικά στα φυσικά φαινόμενα και αρκετά έμπειροι για να μην θεωρούμε την ανθρώπινη θέληση και μόνο ικανή να ξεπερνά τους περιορισμούς των δοσμένων περιστάσεων. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως δεν έχει την ικανότητα ο άνθρωπος να αλλάξει τις δοσμένες περιστάσεις. Ο  άνθρωπος μέσα από την πράξη, την εργασία, την τοποθέτηση σκοπών αλλάζει τον κόσμο, ενώ συγχρόνως  επεκτείνει την ικανότητά του να τον γνωρίσει. Οι  άνθρωποι, δρώντα πλάσματα, δημιουργούν τον εαυτό τους με τα έργα τους. Μπορεί να διαμορφώνονται από τις συνθήκες είναι όμως ικανοί και να τις αλλάξουν.
Στις μέρες μας που μπορούμε να ελέγχουμε το φως και το σκοτάδι, που ο σπόρος στο σκοτάδι της γης μπορεί να αναδυθεί χωρίς να περιμένει τις ζωογόνες ακτίνες του ήλιου, οι συμβολισμοί για το φως και τον ήλιο μοιάζουν πολλές φορές τετριμμένοι. Η τεχνολογική πρόοδος σηματοδοτώντας μια ρήξη μ’ ένα παρελθόν που βασίζει την ερμηνεία του κόσμου σε μύθους, φιλοδοξούσε να μας απαλλάξει από φόβους και ένδεια. Κι ενώ υποσχόταν τη συμμετοχή μας στην οικοδόμηση μιας καθολικής ουτοπίας με κυρίαρχη την  επιστήμη, αποκαλύπτεται ότι και αυτός ο κόσμος είναι δομημένος από σχέσεις εξουσίας μεταξύ άνισων δυνάμεων. Ο κόσμος συνεχίζει να παραμένει ταξικός. Κάτω από την υπόσχεση του πλούτου κρύβεται μια τρομερή εξαθλίωση.
Στην τεχνολογικά ανεπτυγμένη Δύση με την επιδημία και τα μέτρα εναντίον της αποκαλύφτηκε η κατάσταση φόβου από την οποία πιστεύαμε πως ξεφύγαμε. Όπως οι πρόγονοί μας ξορκίζαν το φόβο τους για το άγνωστο με γιορτές και τελετουργίες στις φυσικές δυνάμεις, ο δικός μας φόβος διχάζεται  ανάμεσα στην αυθεντία της επιστήμης και την αυθεντία του θαύματος.  Κι ενώ οι εξελίξεις στη επιστήμη συνδέονται πάντα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ίδια δεν είναι ανεπηρέαστη από συνθήκες και διαδικασίες που συμβαίνουν στην ευρύτερη κοινωνία, συνεχώς υποστηρίζεται η ανεξαρτησία της από τις κοινωνικές σχέσεις και τις υλικές συνθήκες, φτάνοντας σε μια ιδεαλιστική αντιμετώπισή της, ανάλογης μ’ εκείνη που είχαν μυστικιστές και ιερείς των χρόνων της μυθικής ερμηνείας του κόσμου. Και αν μοιάζει ανεξήγητο που στα χρόνια της επιδημίας ο ορθολογισμός της απόδειξης και της πειθούς συμβαδίζει με τη δεισιδαιμονία και την προκατάληψη, είναι ίσως γιατί ο ορθολογισμός απέκτησε έναν παράλογο λόγο. Η απαίτηση για την  απαραβίαστη θέση της επιστήμης, η αντίθεση με φόβους και ανασφάλειες των ανθρώπων, η εργαλειοποίηση της επιστήμης  και από αυτούς που την υπηρετούν, υποβίβασαν μεθόδους και εγκυρότητα της επιστήμης σε αντικείμενα αντιδικίας, συγκρίνοντάς τη με το θαύμα και το μυστήριο. Καθώς μάλιστα η πρόοδος της επιστήμης δεν είναι μια γραμμική πορεία προς την πρόοδο, αλλά μια διαλεκτική διαδικασία μεγάλων αλλαγών, με άλματα που συνδέονται με ευρύτερες αλλαγές που συμβαίνουν και μετασχηματίζουν την κοινωνία και μαζί της και ιδέες και αντιλήψεις, η αμφισβήτηση της επιστήμης στον καιρό της επιδημίας δεν είναι παρά αντανάκλαση των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στο καπιταλιστικό σύστημα. Καθώς η υπόσχεση της αστικής μας δημοκρατίας για  ορθολογική χρήση της κρατικής εξουσία που διαλύει διακρίσεις και ανισότητες, τον ορθολογικό σχεδιασμό της κοινωνικής τάξης με την αυξανόμενη ικανοποίηση των υλικών αναγκών φαίνεται να διαψεύδεται, αμφισβητείται και η επιστημονική κατανόηση των φυσικών νόμων και οι άνθρωποι αναζητούν την ασφάλεια  σε ιδέες και πρακτικές ενός παρελθόντος που το θαύμα της θρησκείας και το μυστήριο του υπερβατικού καθόριζαν τη ζωή.   
Κι ίσως κάνοντας κατάχρηση μεταφορών θα μπορούσαμε να πούμε ότι όπως η λέξη ηλιοστάσιο σημαίνει «ο ήλιος στέκεται ακίνητος», όπως φαίνεται να συμβαίνει από την οπτική μας στη γη, κάποια αντίστοιχη στάση σαν να έχει κάνει η κοινωνία μας. Κι αν τα ηλιοστάσια στη φύση σηματοδοτούν τις μεγαλύτερες και συντομότερες ημέρες του χρόνου, με τη φύση να ετοιμάζεται η να βγαίνει από το λήθαργο, η δική μας Dies Brumaliς, που μοιάζει να κρατά χρόνια, μόνο με τις δικές μας πράξεις μπορεί να μετατραπεί σε καμπή για την αλλαγή, σε φωτεινές μέρες,  αυτού του κόσμου

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

ΩΣ ΙΣΤΟΣ ΑΡΑΧΝΗΣ

 

Κι ενώ η έρευνα των Τσιόδρα και Λύτρα αποδεικνύει το αυτονόητο, που εδώ και μήνες οι γιατροί των  νοσοκομείων καταγγέλλουν, ότι οι ασθενείς από covid-19 σε κρίσιμη κατάσταση σε κλίνες εκτός ΜΕΘ πέθαναν σε υψηλότερα ποσοστά από ό,τι σε κλίνες ΜΕΘ, η πλειοψηφία των δημοσιογράφων καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να την υποβαθμίσει και να δικαιώσει για άλλη μια φορά την πολιτική της κυβέρνησης. Ενδεικτικό παράδειγμα ο διάλογος στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανάμεσα στο δημοσιογράφο,  Β. Βενιζέλο και τον καθηγητή Θ. Λύτρα σχετικά με τη δημοσιοποίηση της έρευνας. Σ’ αυτόν τον διάλογο ούτε λίγο ούτε πολύ ο δημοσιογράφος επικρίνει τον καθηγητή που έκανε γνωστό στον κόσμο την ενημέρωση της πολιτικής ηγεσίας αμφισβητώντας εμμέσως, εφόσον δεν έχει επιστημονικό χαρακτήρα αυτή η δημοσιοποίηση,  το δικαίωμά του να ενεργήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. 
     Στη χώρα μας, και όχι μόνο, είναι οι περικοπές στον τομέα της υγείας που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις για να πετύχουν τους δημοσιονομικούς στόχους και να περιορίσουν τα περίφημα ελλείμματα της καπιταλιστικής κρίσης χωρίς να περιοριστούν τα κέρδη των καπιταλιστών που δημιουργούν τις ελλείψεις στην υγειονομική περίθαλψη και τους χιλιάδες νεκρούς εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού. Καθώς λοιπόν οι κυβερνήσεις αρνούνται να δεχτούν πως ο αριθμός των νεκρών είναι ευθέως ανάλογος με το  βαθμό εγκατάλειψης του συστήματος υγείας, επιστρατεύουν τα μέσα ενημέρωσης για να πείσουν τον κόσμο για την ορθότητα της πολιτικής τους. Αυτό λοιπόν που  επιδιώκεται  με τους ποικίλους κυβερνητικούς εκπροσώπους που παρουσιάζονται ως  δημοσιογράφοι είναι να κατασκευαστεί μια τέτοια αναπαράσταση της κοινωνικής πραγματικότητας που να γίνεται δυνατή η υπαγόρευση μιας συγκεκριμένης άποψης των πραγμάτων και ο απόλυτος επηρεασμός της σκέψης μας, ώστε να δικαιώνεται η κυρίαρχη πολιτική. 
        Η αντιμετώπιση της επιδημίας  από την κυρίαρχη εξουσία, περισσότερο από την οικονομική κρίση, αποκάλυψε, με υλικούς όρους,  τα όρια της αστικής δημοκρατίας μας. Σ΄ ένα υγειονομικό θέμα που απειλεί τη ζωή μας, προτεραιότητα θεωρήθηκε η αστυνομική καταστολή και τρομοκρατία σε κάθε αίτημα που αφορούσε την καλύτερη διαχείρισή της. Το ενδιαφέρον για την αντιμετώπισή της περιορίστηκε στο επικοινωνιακό σκέλος και στην προσπάθεια δημιουργίας μιας εικονικής πραγματικότητας που θα ικανοποιεί τους κυβερνώντες. Ο τύπος, τα κόμματα,  η δικαιοσύνη  επαναλαμβάνεται πως αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν. Μόνο που το χάσμα μεταξύ του ιδανικού τρόπου λειτουργίας του Τύπου ή της δικαιοσύνης και της υφιστάμενης πραγματικότητας δεν είναι μια εξαίρεση στη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας, αλλά εγγενές στοιχείο της.  Οι διακηρύξεις περί της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης ή της δικαιοσύνης είναι ό,τι απέμεινε από τα οράματα  της εποχής των αγώνων της αστικής τάξης για κατάληψη της εξουσίας που της εξασφάλιζαν συμμαχίες με την εργατική τάξη και αυτό αποκαλύπτεται αρκετά κραυγαλέα σε εποχές κρίσης.
      Στην δίχρονη λοιπόν υγειονομική κρίση που ζούμε  αποκαλύφτηκε η φενάκη να συνδέεται ο έλεγχος της ενημέρωσης, σε όλες τις μορφές της, μόνο με την λογοκρισία που επιβάλλουν δικτατορικά καθεστώτα. Οι χρηματοδοτήσεις όμως και η οικονομική δομή των εταιρειών των μέσων ενημέρωσης από τις οποίες εξαρτώνται δημοσιογράφοι μπορούν να ασκούν έλεγχο στην πηγή της ενημέρωσης σε καθεστώς αστικής δημοκρατίας, το ίδιο αποτελεσματικά.
     Το κλασικό λοιπόν όραμα για τον δημοκρατικό ρόλο του Τύπου, που ενσωματώνεται στη συνταγματική προστασία της ελευθερίας του Τύπου, στους χάρτες δημοσιογραφικής ηθικής ή σε κοινωνικές ομιλίες που καταγγέλλουν τις υπερβολές των μέσων ενημέρωσης δεν αρκεί για να διασώσει την αξιοπιστία τους. Γιατί  η απώλεια εμπιστοσύνης προς αυτά άμεσα σχετίζεται με τη δυσπιστία για την εξάρτησή τους από οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις. Στα καθ’ ημάς η χρηματοδότηση από λίστα  του Στ. Πέτσα, του πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου, μέσων ενημέρωσης στο πλαίσιο της καμπάνιας κατά του κορωνοϊού « «Μένουμε Σπίτι» λειτούργησε ως αποδεικτικό στοιχείο για να καταρρεύσει πλήρως η εξιδανικευμένη εικόνα της δημοσιογραφίας, σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε συγκεκριμένους μεγάλους επιχειρηματίες που μοιράζονται την ελληνική αγορά.  Και κάπως έτσι μπορεί ακόμα και οι δηλώσεις από κυβερνητικούς αξιωματούχους για σπατάλη δημοσίου χρήματος αν επενδυθούν σε επιπλέον κρεβάτια ΜΕΘ να προβάλλονται ως θετικές και να επιδοκιμάζονται συμφωνίες πολλών δισεκατομμυρίων για αγορά μαχητικών, φρεγατών κλπ. ή χρηματοδοτήσεις προς την αστυνομία.
       Γι’ αυτό και στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που ψηφίστηκε από τη συμπολίτευση, με αυστηροποίηση των ποινών, που επιδιώκει την ικανοποίηση  μιας ευκαιριακής κοινής γνώμης απελπισμένης για τιμωρία των άλλων,  περιλαμβάνεται και το άρθρο 191 για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Και δεν είναι φανταστικοί οι   φόβοι πως θα χρησιμοποιηθεί αυτό το άρθρο για να νομιμοποιηθεί ο περιορισμός της ελευθερίας των Μέσων Ενημέρωσης και της έκφρασης γνώμης. Στην τροποποιημένη διάταξη του άρθρο 191 τιμωρείται όποιος  διαδίδει ή διασπείρει ψευδείς ειδήσεις όχι γιατί έχουν ως αποτέλεσμα το φόβο, αλλά γιατί   δυνητικά μπορεί να προκαλούν φόβο ή ανησυχία. Στην αστική μας δημοκρατία η νομοθέτηση απαγορεύσεων ή περιορισμών δικαιωμάτων και ελευθεριών για τα οποία η ίδια επαίρεται, θεωρητικώς, εξασφαλίζει την νομιμοποίησή τους και κατ’ επέκταση τη συναίνεσή μας.
        Τελικά η επιδημία μετατρέπεται από την κυρίαρχη εξουσία σε ένα ιστό αράχνης που η ίδια πλέκει για να τον απλώσει  στην προσωπική και δημόσια ζωή,  παγιδεύοντάς μας, για να μας τρομοκρατήσει και να αποτρέψει κάθε αντίδραση εν τη γενέσει της.
       Θα το ανεχτούμε;

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑΞΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΗΜΙΑ

 

Εν μέσω μιας επιδημίας που, παρά την κοστοβόρα και οργανωμένη επικοινωνιακή διαχείρισή της, απέτυχε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, μεριμνώντας για όλους τους πολίτες και όχι τρομοκρατώντας τους, απειλώντας τους ή καταστέλλοντας διαμαρτυρίες, οι καταγγελίες για κλίνες σε ΜΕΘ που κρατούνται κενές για νοσηλεία υψηλών προσώπων φαίνεται να είναι φυσικό αποτέλεσμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής της. Ένα σύστημα δημόσιας υγείας με περιορισμένους πόρους, που δεν αυξήθηκαν ούτε καν  στον καιρό της επιδημίας,  με πολυετή υποχρηματοδότηση, κατακερματισμένο, με ολιγάνθρωπο προσωπικό που υπερβάλλει εαυτόν, η αδυναμία ανταπόκρισής του σε μια επιδημία είναι η εύλογη συνέπεια. Και το κυριότερο, μοιάζει η πολιτική ηγεσία να αδιαφορεί επί της ουσίας για υγειονομικά θέματα της πλειοψηφίας των κατοίκων, όταν μπορεί να τα διαχειριστεί επικοινωνιακά. Όπως φάνηκε  με το έγγραφο της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, ιατρού, Μ. Γκάγκα που ζητούσε από τα νοσοκομεία μείωση των τακτικών χειρουργείων κατά 80%, ή τις δικαιολογίες για την ολιγωρία της κυβέρνησης να αντικαταστήσει το υγειονομικό προσωπικό που τέθηκε σε αναστολή. Σ’ ένα λοιπόν πολιτικοοικονομικό σύστημα που τα πάντα εμπορευματοποιούνται και κοστολογείται συνεχώς η ανθρώπινη ζωή, οι καταγγελίες για επιλεκτικές εισαγωγές στις περιορισμένες ΜΕΘ, ούτε αναληθείς φαίνονται ούτε θεωρούνται υπερβολικές, μια εξαίρεση. 
         Βέβαια, ο υπουργός Υγείας Θ. Πλεύρης αφού χαρακτήρισε fake news και ψευδέστατες τις «Αναφορές ότι κρατούνται κλίνες ΜΕΘ ή γίνεται επιλεκτική εισαγωγή τους» και όσους διακινούν αυτές τις πληροφορίες ότι «λειτουργούν ως συκοφάντες», αφού οργίστηκε,  την επόμενη μέρα κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου αναφορά αξιόποινων πράξεων κατά του προέδρου της ΠΟΕΔΗΝ Μ. Γιαννάκου και παντός υπευθύνου που διακινεί ψευδείς και συκοφαντικές ειδήσεις. Διαιωνίζοντας έτσι το ιδεολόγημα της ανεξάρτητης δικαιοσύνης και υποκαθιστώντας  τον πολιτικό τομέα από τον νομικό για την επίλυση των συγκρούσεων με δήθεν αμερόληπτο τρόπο, για να  αποκρύπτονται οι ταξικοί ανταγωνισμοί που καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις. Ο δε υπουργός δεν σταμάτησε να αμύνεται δια της επιθέσεως, είτε προσωποποιώντας τη διένεξη μεταξύ κυβέρνησης και συνδικαλιστή είτε δια της αρνήσεως, εμμέσως αλλά σαφέστατα να υποδεικνύει, σε περίπτωση που θα μπορούσε να αποδειχτεί αληθινή η καταγγελία, το υγειονομικό προσωπικό. 
          Σ’ αυτή την παρατεταμένη περίοδο κρίσεων, όσο οι ανταγωνισμοί και οι ταξικές συγκρούσεις αυξάνονται, τόσο η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης διαποτίζεται από την υποκρισία. Δημοκρατία και ανάπτυξη ευαγγελίζεται ο κυρίαρχος λόγος για να συνεχίζουμε να φανταζόμαστε καθησυχασμένοι το μέλλον μας, με ελευθερία και ασφάλεια, χωρίς να αμφισβητούμε το υπάρχον καθεστώς, όσο με τις πολιτικές της η άρχουσα τάξη αναμορφώνει προς όφελός της και για παγίωση του υπάρχοντος καθεστώτος τις πολιτικές και κοινωνικές δομές.   
       Και αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ακόμα να μην αντιλαμβανόμαστε  ότι η ελευθερία και δημοκρατία που διακηρύττεται από τον κυρίαρχο λόγο είναι  συνδεδεμένες με τον καπιταλισμό, τον κατ’ ευφημισμό ελεύθερο συναγωνισμό, και ότι είναι το πρόσχημα για την  οικονομική καταπίεση,  για την εκμετάλλευση των υποτελών τάξεων  ακόμα και με τον καταναγκασμό. Πώς είναι δυνατό να παραβλέπουμε τις ταξικές συγκρούσεις και να αρκούμαστε σε συγκρίσεις με τα πιο αποτελεσματικά κράτη ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς να  παίρνουμε υπόψη, στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση, τον οικονομικό ρόλο του Κράτους, το διακηρυγμένο ρόλο του σαν πολιτικού οργανωτή της αστικής τά­ξης, και να θεωρούμε ότι η εξαθλίωσή μας οφείλεται στην ανεπαρκή λειτουργία του; Όταν έχει αποκαλυφτεί πια, στη δεκαετή αυτή οικονομική και υγειονομική κρίση, ότι όλοι οι πυλώνες του αστικού καθεστώτος αυτό εξυπηρετούν; Δεν είναι το Συμβούλιο  της Επικρατείας που έκρινε συνταγματικό, νόμιμο, σύμφωνο με τις διεθνείς συμβάσεις και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το πρώτο Μνημόνιο του 20101 ή τις περικοπές μισθών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα; Και ενώ και οι πολιτικές εκπροσωπήσεις  της άρχουσας τάξης δεν  διαφέρουν παρά  μόνο ως προς τον τρόπο  διαχείρισης των κοινών, γιατί επιμένουμε να θεωρούμε ότι η κακοδιοίκηση και η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική που σκοπεύει στο εύκολο και γρήγορο κέρδος μιας περιορισμένης ομάδας καπιταλιστών είναι  απλώς εξαιρέσεις;
          Αυτά τα δυο χρόνια της επιδημίας, η κυβέρνηση, που όλη της η προσπάθεια αναλώθηκε σε δράσεις που να δικαιολογούν επικοινωνιακά την ταξική της πολιτική, με επικέντρωση  στις απαγορεύσεις και τα πρόστιμα, με αποθέωση του Κ. Μητσοτάκη και έμφαση στην  ατομική ευθύνη, κατηγορώντας  τον ασύνετο πληθυσμό της χώρας για την έξαρση της επιδημίας, προβάλλοντας και διογκώνοντας συνωμοσιολογικές θεωρίες αντιεμβολιασμού, εφαρμόζει απαρέγκλιτα την πολιτική της για ιδιωτικοποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας και εμπορευματοποίησης κάθε υγειονομικής πράξης. Το πρόστιμο των 100 ευρώ στους ανεμβολίαστους, που δικαιολόγησε η κυβέρνηση ως πίεση για τον εμβολιασμό των ανθρώπων άνω των 60 είναι ένας εύσχημος τρόπος, που δεν τον έκρυψε όταν το ονόμασε «αντίτιμο υγείας», να γίνει αποδεκτή η επιβολή αντίστοιχων τέτοιων χρηματικών ποινών. Όπως σχολίασε το ΚΕΕ «αποτελεί ένα “κορωνοσήλειο”, ανοίγοντας πολύ επικίνδυνους δρόμους για την καθιέρωση αντίστοιχων χαρατσιών και για άλλες παθήσεις με προκάλυμμα την ευθύνη των ασθενών, στο πλαίσιο του εμπορευματοποιημένου συστήματος υγείας».