Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Την προηγούμενη εβδομάδα, οι αναφορές στην ογδοηκοστή επέτειο  από την υπογραφή του συμφώνου Ριμπεντροπ-Μολότωφ ήταν μια καλή ευκαιρία για κατανόηση του τρόπου που κατασκευάζεται από την πολιτική της ΕΕ η συλλογική μνήμη. Δεν είναι μόνο το  γεγονός της ανακήρυξης, που  εδώ και μια δεκαετία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε ζητήσει, της 23ης Αυγούστου, ημέρα υπογραφής του σύμφωνου μη επίθεσης μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ, ως ημέρα της Ευρώπης, για την ανάμνηση των θυμάτων όλων των ολοκληρωτικών και αυταρχικών καθεστώτων. Περισσότερο είναι  οι προσπάθειες που γίνονται και όλο και πιο μεθοδευμένα, και  στη χώρα μας, για επανεξέταση της ιστορίας, τη διαπραγμάτευση της συλλογικής μνήμης στον πολιτικό διάλογο, που δεν δείχνουν παρά αυτό που η κυρίαρχη πολιτική επιδιώκει, δηλ. η κατασκευασμένη ιστορική μνήμη να νομιμοποιήσει το σημερινό status quo.   
Για την …αναμόρφωση λοιπόν του παρελθόντος μας, έχοντάς την αναλάβει και στη χώρα μας  με επίκληση σε μια αμφισβητούμενη αντικειμενικότητα πανεπιστημιακοί όπως ο Στ. Καλύβας, ομογενοποιούνται  διαφορετικές συλλογικές μνήμες ανά την Ευρώπη με άξονα αυτές που θεωρούνται αορίστως κοινές ευρωπαϊκές αξίες όπως αξιοπρέπεια, ανεκτικότητα, ελευθερία, δημοκρατία κλπ. Επιπλέον η προθυμία  που πολιτικοί ηγέτες όπως της Γερμανίας, αναλαμβάνουν δημόσια την ιστορική λογοδοσία για της προηγούμενες ενέργειες της δικής τους χώρας, όπως και η παραδοχή της σχετικότητας της ιστορικής αλήθειας, στο όνομα του αμερόληπτου τρόπου αντιμετώπισης της διαμορφώνουν ένα πλαίσιο που μοιάζει να μην εξαναγκάζει τους ευρωπαίους πολίτες να αποδεχτούν την ερμηνεία του παρελθόντος σύμφωνα με την κυρίαρχη πολιτική. Είναι γιατί επιδιώκεται να αναπτυχθεί αυτή η κυρίαρχη αντίληψη οργανικά, μέσα από την προσωπική γνώση και κατανόηση που την πρώτη ύλη όμως την παρέχει η κυρίαρχη εξουσία με τις κρυμμένες σκοπιμότητές της. Μοιάζει η ΕΕ με τα όργανα και τους διανοούμενούς της  να  προβαίνει σε σκόπιμη παραποίηση ή παρερμηνεία της ιστορίας  του β παγκοσμίου πολέμου στο πλαίσιο της συλλογικής μνήμης και της χρησιμοποίησής της σαν ένα πιόνι στο σκάκι της πολιτικής, για να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη συκοφάντηση και ευτελισμό  του κομμουνισμού.
               Το πρόβλημα με τη χώρα μας είναι πως οι μνήμες της εθνικής αντίστασης είναι έντονες και η συσχέτισή  της με το κομμουνιστικό κόμμα αδιαπραγμάτευτη. Γι’ αυτό και το έργο για την αποδόμηση του αγώνα των κομμουνιστών εναντίον των ναζιστών δεν είναι εύκολη υπόθεση, μη πετυχαίνοντας τη σύνδεση των εμπειριών και γνώσεων των μεμονωμένων ανθρώπων με την επίσημη αφήγηση.  Η προσπάθεια της ΕΕ να γίνει η 23η Αυγούστου  ημέρα ευρωπαϊκής μνήμης  που θα μπορεί να περιλάβει μαζί με το ολοκαύτωμα και τα …κυμαινόμενα θύματα του κομμουνισμού μοιάζει δύσκολο να αποδώσει στην χώρα μας, όχι μόνο λόγω του ιστορικού παρελθόντος της, αλλά και της ύπαρξης ενός αγωνιστικού κομμουνιστικού κόμματος. Κι ίσως το γεγονός πως οι προσπάθειες για προσαρμογή της ιστορίας μας σε μια κοινή αφήγηση μ’ αυτήν της ΕΕ δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα να ερμηνεύει το ύφος της ανάρτησης  καθηγητή πανεπιστημίου στα κοινωνικά δίκτυα που αποκαλύπτει ex negativo το στόχο του.
               Διαβάζοντας λοιπόν κανείς  σε ανάρτηση του  Αρ. Χατζή, που δηλώνει φιλελεύθερος, για το σύμφωνο Μολότωφ –Ρίμπεντροπ εντυπωσιάζεται από το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί και  βρίθει χαρακτηρισμών για τη Σοβιετική Ένωση, ενδεικτικών προπαγανδιστικής σκοπιμότητας, εκτός αν η ψυχραιμία  του καθηγητή νικήθηκε κατά κράτος από την ένταση των συναισθημάτων του, ογδόντα χρόνια μετά.  Σε ένα κείμενο 800 λέξεων  πλεονάζει η χρήση επιθέτων τελείως απαξιωτικών για τη Σοβιετική Ένωση   που την ταυτίζει με τη ναζιστική Γερμανία ("η ημέρα που ένωσε δύο απαίσια ολοκληρωτικά καθεστώτα, δύο καθεστώτα που ήταν εγκληματικά με έναν πρωτόγνωρο τρόπο για την ανθρωπότητα" και "δύο απαίσια καθεστώτα συνήψαν συνθήκη πολεμικής συνεργασίας") σε σημείο που να εννοείται πως ο β παγκόσμιος πόλεμος έγινε από τη Γερμανία και ΕΣΣΔ. ("Τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου η Σοβιετική Ένωση θα είναι πιστός σύμμαχος των ναζί. Αν δεν το γνωρίζατε δεν φταίτε εσείς. Φταίει η χυδαία ανήθικη συγκάλυψη και ο ακόμα χειρότερος καιροσκοπικός στρουθοκαμηλισμός των δύο μέτρων και των δύο σταθμών").Μοιάζει μέσα στο ζήλο του απροκάλυπτα να  αποκαλύπτεται  ο στόχος της ανάρτησης, η αμαύρωση και σπίλωση της ΕΣΣΔ στο β παγκόσμιο πόλεμο, όσο κι αν προσπαθεί  να διασώσει, με απλοϊκή τήρηση ίσων αποστάσεων, την αντικειμενικότητά του κατηγορώντας τις ΗΠΑ για την ρίψη ατομικής βόμβας στην Ιαπωνία, μη παρεκκλίνοντας από το πολιτικά ορθόν, ώστε να δικαιωθεί για την υποστήριξή του στις ΗΠΑ και την πολιτική τους  κατά τον ψυχρό πόλεμο που θα έπρεπε να ήταν πιο αποφασιστική, ώστε να αποφευχθεί «η εγκατάλειψη της Ανατολικής Ευρώπης στους Σοβιετικούς ».(" Οι Η.Π.Α. Οι οποίες ευθύνονται κυρίως (και όχι μόνο) για δύο μεγάλα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το ένα είναι η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Το δεύτερο, πολύ χειρότερο, η εγκατάλειψη της Ανατολικής Ευρώπης στους Σοβιετικούς").
          Κι έτσι δεν ξεφεύγει από τη γραμμή της δυτικής προπαγάνδας που 80 χρόνια μετά επιμένει στις κατηγορίες της για το σύμφωνο. Γιατί πέρα από τη χρησιμοποίησή του στη δυτική προπαγάνδα  για μετατόπιση ευθυνών από τους ναζιστές στους κομμουνιστές, το σύμφωνο έχει δαιμονοποιηθεί για τον προφανή λόγο πως άλλαξε το χρονοδιάγραμμα του αναπόφευκτου πολέμου για να κατευθυνθεί άμεσα η ναζιστική  επιθετικότητα εναντίον της ΕΣΣΔ αλλά  και της μεταπολεμικής ισορροπίας εξουσίας στην Ανατολική Ευρώπη με την ΕΣΣΔ να καρφώνει τη σημαία με το σφυροδρέπανο στην πρωτεύουσα των ναζιστών.
          Αν λοιπόν έγινε αναφορά στη συγκεκριμένη ανάρτηση ήταν γιατί η θέση της απέναντι στη μνήμη της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας επηρεαζόμενη από πολιτικές σκοπιμότητες που δεν ομολογούνται είναι  ενδεικτική της επιχειρηματολογίας και του ύφους που η κυρίαρχη εξουσία με τα θεσμικά της όργανα και τους διανοούμενούς της χρησιμοποιεί για να απαξιώσει αυτό που την φοβίζει, την κομμουνιστική προοπτική.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ


Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης  στην επικοινωνιακή του προσπάθεια να πείσει για τα νομοσχέδια  που η κυβέρνησή του  φέρνει για ψήφιση στη Βουλή, δεν δίστασε, για να δικαιολογήσει την σπουδή του για κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου,  να παρουσιάσει στη Βουλή  τους χώρους των ελληνικών πανεπιστημίων σαν εμπόλεμες ζώνες, όπου στα υπόγειά τους ««ανακαλύπτονται αποθήκες πυρομαχικών» με τις  σχολές να  «έχουν μετατραπεί σε γιάφκες βίας των κουκουλοφόρων». Από κοντά και  οι υπουργοί του, όπως ο Μ. Βορίδης ή ο Α. Γεωργιάδης  με τις δικές τους ανακοινώσεις και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκαλύπτουν τον …καημό τους που ο χρόνια ολόκληρα μετά την μεταπολίτευση ο ακροδεξιός και φασιστικός λόγος τους δεν μπορούσε να βρει στέγη, τουλάχιστον απροκάλυπτα, στα πανεπιστήμια.
Στην πραγματικότητα όλη αυτή η παραφιλολογία με την κινδυνολογία για την εγκληματικότητα στο χώρο των πανεπιστημίων και την αδυναμία επέμβασης για πάταξή της δεν αποβλέπει παρά να δικαιολογήσει μεταρρυθμίσεις σ’ αυτό που θα ευνοούν την ικανοποίηση αναγκών επιχειρήσεων και εταιρειών, οι οποίες θα καταλήξουν να είναι βασικοί χρηματοδότες τους. Και ενώ θεωρητικά η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν αμφισβητείται, στην πραγματικότητα όμως το ερευνητικό έργο του Πανεπιστημίου προσδιορίζεται όλο και περισσότερο από τις ανάγκες των επιχειρήσεων που αποτελούν πλέον τους βασικούς χρηματοδότες του. Το Πανεπιστήμιο επιδιώκει πια τη μετατροπή του του σε όργανο τεχνολογικής καινοτομίας και επαγγελματικής κατάρτισης και μετασχηματίζεται σε έναν  οργανισμό με επιχειρηματικά χαρακτηριστικά και κανόνες λειτουργίας.
               Για την κοινή αντίληψη, τα πανεπιστήμια κατέχουν κεντρική θέση στην οικονομική και πολιτιστική ζωή και η έρευνα που παράγεται σ’ αυτά είναι εξίσου σημαντική  για το οικονομικό και πολιτικό  μέλλον των χωρών, ενώ η πιστοποίηση από αυτά είναι κρίσιμη για ελπίδες σταδιοδρομίας των περισσότερων ανθρώπων.
Ήταν βέβαια οι ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό κατά τη μεταπολεμική περίοδο και ο ανταγωνισμός με τις σοσιαλιστικές χώρες  που οδήγησαν τον καπιταλιστικό κόσμο σταδιακά στην εντυπωσιακή διεύρυνση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Στη δεκαετία του 1960 με τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης στον καπιταλιστικό κόσμο η αναζωπύρωση  του ριζοσπαστισμού στα πανεπιστήμια συνοδεύτηκε από αντιπολεμικούς, πολιτικούς, απελευθερωτικούς αγώνες. Κι ήταν  τότε που στα μάτια των φοιτητών, που πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν αστικής προέλευσης,   έπεφτε το προσωπείο του φιλελευθερισμού, το προσωπείο της αυτονομίας ενός πανεπιστημίου που με αφέλεια είχε γίνει πιστευτό πως δεν συνδέεται με την ηγεμονική ιδεολογία και τα οικονομικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης.  
Στα θεμελιώδη γνωρίσματα του πανεπιστημίου αναγνωρίζεται, χρονολογώντας ακόμα και από τους μεσαιωνικούς χρόνους,  και η ακαδημαϊκή ελευθερία, το δικαίωμα δηλαδή της ακαδημαϊκής κοινότητας να επιλέγει το αντικείμενο και τη μεθοδολογία   της έρευνας όπως και της διδασκαλίας, που είναι άλλωστε συνυφασμένη με αυτή, χωρίς παρεμβάσεις από το κράτος ή την εκκλησία. Μια  ελευθερία την οποία θωρακίζει η αυτοτέλεια στη διαχείριση των υποθέσεων του Πανεπιστημίου και εξασφαλίζει ο  δημόσιος χαρακτήρας του Πανεπιστημίου, με την  έννοια της εκ μέρους του προσφοράς υπηρεσίας στην πολιτεία, το κοινωνικό σύνολο και την επιστήμη. Μόνο βέβαια που το ζήτημα της ελευθερίας της διδασκαλίας, της μάθησης και της έρευνας  ποτέ δεν ήταν ανεξάρτητο  από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες  και δεν μπορεί να περιορίζεται  για τους ακαδημαϊκούς και φοιτητές στην τάξη και το εργαστήριο.
Κι αν στα μεταπολεμικά χρόνια η ακαδημαϊκή ελευθερία μεταφραζόταν σε ανεξαρτησία από την κυβερνητική πολιτική με βασικό στόχο την  επιδίωξη της γνώσης ως  δημόσιου αγαθού, αυτό δεν σήμαινε πως τα πανεπιστήμια δεν παρείχαν στο κράτος τα πνευματικά, επιστημονικά και τεχνικά μέσα για να ενισχύσει σημαντικά την εξουσία του.
 Το πανεπιστήμιο έμελλε λοιπόν με το πέρασμα των δεκαετιών και την παγκόσμια κυριαρχία του καπιταλισμού να εμφανίζεται όλο και περισσότερο σαν ένα θεμελιακό  στοιχείο της αναπαραγωγής του συστήματος και των κατασταλτικών μορφών του και όσο οι ταξικές διαφορές διευρύνονται η ακαδημαϊκή γραφειοκρατία χάνοντας το φωτοστέφανο της ανεξαρτησίας και της ουδετερότητας εμφανίζεται όλο και πιο απροκάλυπτα  σαν ένα ακόμα από τα όργανά του.
Με  όλες αυτές λοιπόν τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν τον τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων και γενικότερα την εκπαίδευση,  η άρχουσα τάξη, έχοντας τον έλεγχο των πολιτιστικών μέσων κυριαρχίας πέραν των νομοθετικών της οργάνων, αναδιαρθρώνει το εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε αφομοιωμένο από αυτήν  και με αδύναμο ένα λαϊκό κίνημα να προωθεί μόνο τα  συμφέροντά της. Η αστική τάξη μέσα από επιλογές ταξικές και στην εκπαίδευση, με την ενίσχυση της μεγαλοαστικής τάξης στα ιδιωτικά σχολεία, την υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης, την αύξηση του κόστους σπουδών με δίδακτρα, επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο σε κάθε πνευματική παραγωγή προς όφελός της. 
Και καταλήγουμε,  ενώ διαφημίζεται πως η ακαδημαϊκή ελευθερία αποτελεί βασική ευρωπαϊκή αξία, την ίδια στιγμή τείνει να θεωρείται αυτονόητη η έρευνα και η διδασκαλία στα πανεπιστήμια να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις εταιρειών που προσφέρονται να τα χρηματοδοτήσουν.  Θεωρείται λοιπόν το πανεπιστημιακό  άσυλο τροχοπέδη, αφού είχε κυρίως το ρόλο της θεσμικής προστασίας τόσο της ακαδημαϊκής δραστηριότητας όσο και των φορέων της, φοιτητών και καθηγητών από εξωτερικές παρεμβάσεις και ξένα προς την επιστημονική πρόοδο συμφέροντα και σκοπιμότητες.
Τα πανεπιστήμια σήμερα γίνεται προσπάθεια να μιμηθούν τον ιδιωτικό τομέα και η επίδραση των ιδιωτικών επιχειρήσεων σ’ αυτά είναι καταλυτική. Η επιρροή ιδιωτικών εταιρειών γίνεται καθοριστική  για τον έλεγχο του προγράμματος σπουδών, τους στόχους της έρευνας, τόσο στις θετικές όσο και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ακόμα και η ένταξη  των πανεπιστημίων σε συστήματα παγκόσμιας κατάταξης αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το είδος των κριτηρίων που προωθούνται, αλλά και  γιατί η θέση τους στην ιεραρχία είναι σημαντική για το κύρος τους  και κατά συνέπεια για τη χρηματοδότησή τους από ιδιωτικά κεφάλαια.
Κι αν στην περίφημη δεκαετία της πολλά υποσχόμενης  φοιτητικής εξέγερσης η  αμφισβήτηση της οργάνωσης της πανεπιστημιακής εξουσίας θεωρήθηκε σαν συνολική αμφισβήτηση  του συστήματος, τελικά αποδείχτηκε πως η αμφισβήτηση των υπερδομών που δεν καταλήγει στην αμφισβήτηση του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την άρχουσα τάξη για την  χειραγώγηση και αφομοίωση των εργαζομένων από το καπιταλιστικό σύστημα.   

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΕΞΩΛΟΓΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ



Μέρα δεκαπενταύγουστου, μεγάλη γιορτή για την χριστιανική ορθοδοξία και η κυβερνητική ηγεσία έσπευσε με δηλώσεις της να την εντάξει στον πολιτικό της σχεδιασμό για να δικαιωθούν οι πολιτικές της αποφάσεις.
       Οι ευχές λοιπόν περίσσεψαν, από τον κυβερνητικό  εκπρόσωπο Σ. Πέτσα που εύχεται το «παράδειγμα της Παναγίας Θεοτόκου να γεμίζει πίστη και ελπίδα τις καρδιές όλων των Ελληνίδων και όλων των Ελλήνων», τον υπουργό Εργασίας Γ. Βρούτση που δεσμεύεται να «πορευθούμε πάντα με την δύναμη και την πίστη μας προς την Παναγία, για το καλό του Ελληνισμού»,  μέχρι τον πρωθυπουργό. Ο Κ. Μητσοτάκης από την Τήνο εύχεται η Μεγαλόχαρη να δίνει δύναμη στους πυροσβέστες που δίνουν μάχες με τις φλόγες χωρίς να παραλείψει να συνδέσει τον εορτασμό με την διακυβέρνησή του, τονίζοντας πως παίρνουμε δύναμη αυτές τις μέρες και βρίσκουμε καταφύγιο στην πίστη μας για να ατενίσουμε το μέλλον με σιγουριά και αισιοδοξία για μια Ελλάδα που επιτέλους γυρίζει σελίδα.
      Η προσφυγή σε  εξωλογικές μορφές στοχασμού, όπως εκφράζεται από τους πολιτικούς ηγέτες που συνδέουν με την πίστη και τη βοήθεια της Παναγίας πολιτικές τους επιλογές και δράσεις, εκφράζει στην πραγματικότητα όχι μόνο  έναν από τους πιο πρόσφορους τρόπους που συντηρούν οι κυρίαρχες  κοινωνικές τάξεις για να παραπλανούν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, αλλά κυρίως την αποστροφή τους για τις ιστορικές εξελίξεις που μπορεί να τερματίσουν την επιβολή τους. Επικαλούμενοι την πίστη, την υποταγή σε κάποιο ανώτερο μεταφυσικό σκοπό θέλουν συγκινησιακά να προσεταιριστούν μεγάλες μάζες που ακόμα ερμηνεύουν τις ιστορικές εξελίξεις με μεταφυσικό τρόπο. Γι’ αυτό και  τελετουργίες και σύμβολα της θρησκείας δεν είναι παρόντα μόνο στους λατρευτικούς χώρους, αλλά  διαποτίζουν πλήθος εξωλατρευτικών περιστάσεων και πτυχών της καθημερινής ζωής, για υπόμνηση της θέσης της στη ζωή μας.
     Η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε από την άρχουσα τάξη για να επιβάλλει την εξουσία της  χωρίς αντίσταση από αυτούς που γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης της. Όταν λοιπόν συνδέονται τα ιστορικά γεγονότα, οι πολιτικές αποφάσεις, οι ενέργειες των κυβερνώντων με τη θέληση του Θεού ή την υπηρέτηση εξωλογικών στόχων η πολιτική και η ιστορία παύει να έχει μια έλλογη μορφή, εμφανίζεται σαν ένα χάος ασύνδετων γεγονότων που μοιάζουν φαινομενικά να διαδέχονται τυχαία το ένα το άλλο, που εξυπηρετούν όμως έναν θεϊκό σκοπό τον οποίο απλώς είμαστε ανίκανοι να αναγνωρίσουμε. Κι έτσι σ’ αυτή τη στρεβλή απεικόνιση της πραγματικότητας μπορεί να βρούν εύκολα χώρο για να ανθίσουν προφητείες και τσαρλατανισμοί, εν ονόματι μιας θείας βούλησης  που εκκλησιαστικοί ηγέτες ανακηρύσσονται διερμηνευτές της και η κυρίαρχη τάξη σπεύδει σαν αρωγός της.  Κι αυτός ο εξωλογικός στοχασμός χρησιμοποιείται, με επιτυχία ακόμα, για  να μορφοποιήσει και να δώσει ένα υποτυπώδες ιδεολογικό σχήμα στις σπασμωδικές, σκληρές, άνομες  μορφές συμπεριφοράς της κυρίαρχης τάξης, κρύβοντας πως στόχος της είναι η εξασφάλιση της κυριαρχίας της.
      Και στην καθημερινότητα των υποτελών τάξεων η αγωνία και ο φόβος πάντα παρόντες, είτε στην ανασφάλεια της εργασίας είτε στην αβεβαιότητα της επιβίωσης πέρα από την απελπισία της απώλειας που καμιά ανθρώπινη δράση δεν αποτρέπει,   βρίσκουν καταφύγιο αγκιστρωμένοι στην πίστη για την ύπαρξη θεϊκού σχεδίου όπου και η δική τους ύπαρξη βρίσκει νόημα και σκοπό. Είναι που ο καθένας μας για να δράσει, να αντέξει αντιξοότητες πρέπει να θεωρεί πως η ζωή του και η δράση του μπορεί να είναι  σημαντική ακόμα και ωφέλιμη. Κι επειδή η πίστη σε μια μεταφυσική δικαίωση ποτέ δεν μπορεί να διαψευστεί,  είναι ανακούφιση για πολλούς ανθρώπους η ευχέρεια που δίνει η θρησκεία στον άνθρωπο να σχηματίσει για την κοινωνική ζωή μιαν αντίληψη που να τον βολεύει να νομίζει τη δική του δραστηριότητα μέσα στην κοινωνία χρήσιμη και σπουδαία, ακόμα κι αν νιώθει σε κάθε έκφανση της ζωής του την αδικία και την σκληρότητα ενός κοινωνικού συστήματος που τον συνθλίβει.
      Με αναπαραστάσεις και ομοιώματα στην πολιτικοκοινωνική μας ζωή που η σύνδεσή τους με εξωλογικά στοιχεία, όπως η θρησκεία, τους προσδίδουν κύρος γίνεται προσπάθεια να αποκρυφτεί η οικονομική πραγματικότητα που την καθορίζει, αποκτώντας έτσι η πραγματικότητα του καπιταλισμού αντιϊστορικό χαρακτήρα, δίνοντάς της αναλλοίωτη και εξωχρονική μορφή.
               

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ


Οι  καταγγελίες 19 χρονου σπουδαστή σχολής τουριστικών επαγγελμάτων για βάναυση συμπεριφορά σε εστιατόριο του Έκτορα Μποτρίνι, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Σωματείου Ξενοδοχοϋπαλλήλων Κέρκυρας είναι το πρώτο γεγονός που καταγγέλλεται επισήμως, παρά το γεγονός ότι παρόμοια περιστατικά σημειώνονται καθημερινά, επειδή πάντα επικρέμεται ο φόβος της απόλυσης. Ο ίδιος ο Μποτρίνι τις χαρακτηρίζει γελοιότητες και ψέματα με τον αρχιμάγειρά του,  με ανάρτηση επίδειξης εξυπνάδας, να υπερασπίζεται επί της ουσίας  τις συνθήκες που διαμορφώνονται στο χώρο εργασίας τους. Συνάδελφοί τους συμπαραστέκονται. Οι μικρομεσαίοι και προβληματικοί εργοδότες έχοντας αποκτήσει την απαιτούμενη έπαρση από την αναγνωρισιμότητα  που δίνει η τηλεόραση,  που όμως φοβούνται από τον ανταγωνισμό ακόμα μεγαλύτερων καπιταλιστών μήπως εξαφανιστούν, γίνονται όλο και πιο πρόθυμοι να εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο τους εργαζόμενους
Η δημοσιοποίηση των  συνθηκών εργασίας που τόλμησε ο νεαρός μαθητευόμενος να καταγγείλει δείχνει μια πτυχή των συνεπειών της επισφαλούς εργασίας που έχει γίνει κανονικότητα για την πλειοψηφία των εργαζομένων.
Κι αναρωτιέται κανείς αν η επισφαλής εργασία των χρόνων μας είναι ο πραγματικός κανόνας του καπιταλισμού, ενώ αυτό που θεωρούσαμε μεταπολεμικά μοντέλο εργασίας, με τη σταθερότητα, διάρκεια, αλλά και την ασφάλεια και τις  απολαβές,  ήταν στην πραγματικότητα η ιστορική εξαίρεση, που είχε να κάνει όχι μόνο με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά με το εργατικό κίνημα και το αντίπαλος δέος, τη Σοβιετική Ένωση. Για να θεωρείται ότι είναι κανονική η εργασία έπρεπε να είναι σταθερή και με πλήρη απασχόληση, ακόμα κι αν έτσι αποκλείονταν ολόκληρες κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι γυναίκες, από τη σφαίρα της κανονικής εργασίας.  Το συγκεκριμένο  κανονιστικό μοντέλο εργασίας έγινε διαδεδομένο κατά τη διάρκεια του φορντισμού, λόγω της κεντρικής σημασίας της βιομηχανικής μαζικής παραγωγής, με τα δικαιώματα να αποκτούνται με μακροχρόνιους αγώνες.
Με τους εργατικούς αγώνες η εργασιακή σχέση διαμορφώθηκε υπό την αιγίδα της νομοθεσίας και της συλλογικής σύμβασης, ενσωμάτωνε ένα βαθμό κανονικότητας και διάρκειας, προστάτευε τους εργαζόμενους από κοινωνικά απαράδεκτες πρακτικές και συνθήκες εργασίας, καθιέρωνε δικαιώματα και υποχρεώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, παρείχε εν ολίγοις έναν πυρήνα κοινωνικής σταθερότητας για την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης. Η θέσπιση διατάξεων κοινωνικής ασφάλισης (δηλαδή αμειβόμενη άδεια ασθενείας και μητρότητας, ιατρική ασφάλιση, συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ανεργία κλπ), καθώς και η αύξηση των μισθών, εργασιακά δικαιώματα και σταθερότητα θέσεων απασχόλησης, ήταν καθοριστικής σημασίας για τη μείωση των ανισοτήτων αυξάνοντας το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού σε επίπεδο που δεν είχε φανεί ποτέ πριν.
Αυτή η εργασιακή σχέση, παρά την δυτική της προέλευση που περιόριζε και την εφαρμογή της,  θεωρήθηκε ως καθολική και οι επισφαλείς εργασίες θεωρούνταν κυρίως ως εξαίρεση, γιατί ταυτόχρονα υπήρχαν οι  διαφορετικές συνθήκες εργασίας για μετανάστες και γυναίκες που χαρακτηρίζονταν από αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Επιπλέον,  από τη δεκαετία του 1980 κι ίσως και πιο πριν, οι συζητήσεις για την αναπαραγωγική και οικιακή εργασία, ενώ έμοιαζε να επεκτείνουν το μοντέλο εργασίας αποδείχτηκε πως τελικά μάλλον χρησιμοποιήθηκαν για  αμφισβήτηση του τυπικού μοντέλου εργασίας, με τα δικαιώματα που οι εργαζόμενοι θεωρούσαν αδιαπραγμάτευτα.
               Από τη νέα λοιπόν χιλιετία και με την καπιταλιστική κρίση, όλο και πιο ξεκάθαρα η επισφαλής εργασία άρχισε να θεωρείται ο πραγματικός κανόνας εργασίας στον καπιταλισμό, αμφισβητώντας την καθολικότητα  της σταθερότητας στην εργασία όσο και την εξαιρετικότητα της επισφάλειας της. Η εργασιακή αβεβαιότητα και επισφάλεια θεωρήθηκε στην πραγματικότητα ως ένα νέο φαινόμενο, παραβλέποντας τις συνθήκες εργασίας του 19ου και του μεγαλύτερου μέρους του 20ου αιώνα, που εμφανίζεται ως συνέπεια της απελευθέρωσης του εργατικού δικαίου και των ευέλικτων εργασιακών ρυθμίσεων που εισήχθησαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η ευελιξία της αγοράς εργασίας θεωρήθηκε αναγκαιότητα που συνδέεται με την καλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα, επειδή οι μη τυποποιημένες εργασιακές σχέσεις απελευθερώνουν την αγορά εργασίας, που θα πεί επιτρέπουν την απεριόριστη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Και στην τελική, η σταθερή εργασιακή σχέση καταλήγει να είναι πραγματική εξαίρεση στην ιστορία του καπιταλισμού, ένα επεισόδιό του, ίσως πιο σύντομο από ό,τι νομίζουμε, κάπου κοντά ένα τέταρτο του αιώνα.
               Η επισφαλής εργασία λοιπόν είναι καθοριστικό στοιχείο της ύπαρξης της εργατικής τάξης και των αγώνων στο μακρύ διάστημα της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας και συνδέεται στενά με την έννοια του εφεδρικού στρατού εργασίας. Ο  σύγχρονος παγκόσμιος εφεδρικός  στρατός εργασίας αποτελείται από μετανάστες από φτωχές χώρες, εργαζόμενους από πρώην σοσιαλιστικές χώρες, από πρόσφυγες κλπ. ενώ οι   καπιταλιστές στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ψηλά τα κέρδη τους επανέρχονται στην απλή μείωση των μισθών και στο να κάνουν τους εργαζόμενους να εργάζονται περισσότερο και πιο ευέλικτα.
               Κι αν στο πλαίσιο του καπιταλισμού συνολικά το ενδιαφέρον για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης με επαρκή προσόντα συνέπεσε στον δυτικό κόσμο με το πολιτικό σχέδιο της μεταρρυθμιστικής αστικής τάξης  να δημιουργήσει μια εργατική τάξη που θα απείχε από αναταραχές και επαναστάσεις και θα υπέκυπτε στις κολακείες του κεφαλαίου, αυτό σχετιζόταν τόσο με τους εργατικούς αγώνες όσο και με την ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών. Πιστεύοντας λοιπόν πως ο καπιταλισμός μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο, όπως υποσχόταν τα τριάντα μεταπολεμικά χρόνια, η εργατική τάξη εγκλωβίστηκε ανάμεσα στις υποσχέσεις του για ένα ουτοπικό πρόγραμμα οικουμενικής προόδου που υποτίθεται θα είναι επωφελές για όλους  και τις καχυποψίες που της καλλιέργησαν για τους ταξικούς αγώνες, ανίσχυρη ν’ αντιμετωπίσει την καπιταλιστική επίθεση.  
               Γι’ αυτό και οι εργαζόμενοι, εντελώς ανίσχυροι ως ιδιώτες απέναντι στους εργοδότες τους που επιδιώκουν να τους εκμεταλλευτούν όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν έχουν άλλο δρόμο από τα να συνενωθούν σε ταξικά συνδικάτα για να υπερασπιστούν την τιμή της εργατικής τους δύναμης. Η ύπαρξή τους είναι μια αναγκαιότητα όχι μόνο λόγω της μονιμότητας της καπιταλιστικής πίεσης αλλά και λόγω της ανάγκης μόνιμης προετοιμασίας για αντιπαραθέσεις με τους καπιταλιστές.

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

GAME OF THRONES

Κι επειδή ταυτίζεται η εμβάθυνση της πολιτικής με την εμβάθυνση της επικοινωνίας κι επειδή τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναδεικνύονται σε κύριους ιδεολογικούς μηχανισμούς κι επειδή μαζικές πολιτιστικές παραγωγές παιδαγωγούν και παράγουν ιδεολογία, το αιματοβαμμένο παιχνίδι εξουσίας  και πολιτικής, στη σειρά Game of Thrones, που η παρακολούθησή της συνένωσε σε μια online κοινότητα εκατομμύρια ανθρώπους διαφορετικούς,  έχει σημαντικό ενδιαφέρον γιατί αφορά στην ουσία το εδώ και τώρα, ενισχύοντας κι αντανακλώντας τα κοινωνικά και πολιτικά πρότυπα και αξίες του καπιταλισμού της δύσης.
               Ποιες παραδοχές σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά  και την πολιτική μεταδίδονται από το Game of Thrones; 


"Tο Μέγα Σφαγείο και τα Ουτοπικά Διλήμματα του Game of Thrones"

      Προλεγόμενα. Κυρίως Θέμα και Φούγκες
 Πριν από 8 χρόνια, όταν μόλις είχε ολοκληρωθεί ο πρώτος κύκλος του, είχαμε χαιρετήσει το Game of Thrones ως μια συγκλονιστικά ρεαλιστική – σε βαθμό που ο ρεαλισμός του να γίνεται υπέρ-πραγματικός, προκαλώντας την αμηχανία του ανοίκειου στο θεατή – αναπαράσταση αυτού του «μεγάλου σφαγείου της εξουσίας» που κάποτε εντόπισε ο κριτικός Jan Kott στις τραγωδίες του Σαίξπηρ. 
         Το Μέγα Σφαγείο της Εξουσίας ή αλλιώς, η διαλεκτική σχέση της ενθρόνισης και της καρατόμησης. Η πορεία προς το θρόνο ως μια ανάβαση πάνω στα λείψανα των δικαίων και των αδίκων. Και ύστερα, όταν ο διεκδικητής κάθεται επιτέλους στην κρύα επιφάνεια του αντικείμενου του πόθου του, δεν μπορεί παρά να δει, πίσω από την πλάτη του θρόνου, ένα δεύτερο σωρό από κόκκαλα. Όσων πριν από αυτόν βρέθηκαν στην ίδια θέση. 
           Αυτή η ad infinitum επανάληψη του δράματος της εξουσίας έμοιαζε ήδη από τότε να αποτελεί το κυρίως θέμα του GoT και εν πολλοίς αποδείχθηκε πως όντως ήταν. Το σφαγείο τροφοδοτήθηκε καλά με τα σώματα των Robert, Stannis και Renly Baratheon, του Joffrey Lannister, του Rob Stark κ.ο.κ. Ταυτόχρονα ωστόσο, μια άλλη σειρά στοιχείων και γραμμών φυγής της κύριας ιστορίας δημιουργούσε την εντύπωση πως στην κατάληξή του ίσως το GoT να αποδεικνυόταν κάτι ακόμα περισσότερο.Μια προσπάθεια να χαρτογραφηθεί με τη μορφή του μύθου η δυνατότητα διαφυγής από το φαύλο κύκλο της σφαγής. 
          Ως τέτοια στοιχεία είχαμε εντοπίσει: 
α. το «χειμώνα που ερχόταν» (“winter is coming”) – όχι βέβαια ως μετεωρολογική ιδιοτροπία, αλλά ενδεχομένως ως σύμβολο των σαρωτικών αλλαγών που ανά περιόδους επέρχονται στο κοσμο-σύστημα, σύμφωνα με τον Immanuel Wallerstein, αναστατώνοντας τη γεωπολιτική και τα θεμέλια των κοινωνιών μας. 
β. τις έννοιες της υβριδικότητας και της οριακότητας (liminality) που το GoT έμοιαζε να λαμβάνει σοβαρά υπόψη. Την υβριδικότητα μέσω της κατηγορίας του «μπάσταρδου», αυτού που είναι-και-δεν-είναι, κατηγορία που δεν αναφερόταν αυστηρά στους νόθους, αλλά εν γένει σε όσους εξόκειλαν της κανονικότητας. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά το είχε θέσει ο Tyrion, «κάθε νάνος είναι μπάσταρδος στα μάτια του πατέρα του». Ενώ την οριακότητα, μέσω του ευρήματος της Νυχτερινής Φρουράς, που καθήκον είχε τη φρούρηση, δηλαδή την τήρηση και επιτέλεση, των συνόρων. Γιατί όπως στην εποχή μας ξέρουμε (;) καλά, και μας το υπενθύμισαν και πάλι ο John Snow και η Ingrid, ο Sam και η Gilly, μάλλον το σύνορο είναι αυτό που καθορίζει την ετερότητα και όχι η ετερότητα που προκαλεί το σύνορο. Η άρση των συνόρων κατέστησε τους απειλητικούς Wildlings πολύτιμους συμμάχους.
γ. η απειλή των White Walkers που μόλις διαφαινόταν τότε. Είχαμε εικάσει πως οι νεκροί που αναίτια και έπειτα από χιλιάδες χρόνια ξυπνούσαν, ίσως να αποτελούσαν το ασυνείδητο του Westeros, τώρα που οι αριστοκρατικοί του οίκοι συγκρούονταν και η σύμβαση του πολιτισμού, που συγκρατεί τα ένστικτα του θανάτου, ξέφτιζε. 
δ. τέλος, και κυριότερα, είχαμε εικάσει – με αφορμή τον πρώτο, τότε, φόνο ιδανικού ήρωα και πρωταγωνιστή, του Ned Stark – πως ίσως το GoT θα είχε την πιο απροσδόκητη κατάληξη και επίλυση. Αν και φαινομενικά δομημένο στη φόρμουλα του ηρωικού έπους φαντασίας, το GoT από την αρχή φρόντιζε να αποστασιοποιείται από τις ειδολογικές συμβάσεις του, σκοτώνοντας τακτικά τους κύριους ήρωες, τιμωρώντας τους δίκαιους με ακόμα περισσότερα παθήματα ή συσκοτίζοντας τις αδρές γραμμές του ηθικού μανιχαϊσμού, οδηγώντας για παράδειγμα το βλέμμα του θεατή να ξαναδεί με ευμένεια τον αιμομίκτη και κατά συρροή δολοφόνο Jaime Lannister. Έτσι, είχαμε εικάσει πως ίσως εν τέλει το GoT θα ανέτρεπε το ίδιο το είδος της ηρωικής φαντασίας, επιλύοντας το δράμα με έναν κατεξοχήν μη ηρωικό τρόπο – ο πόλεμος των 7 βασιλείων θα οδηγούσε στην άνοδο των απλών ανθρώπων, των commoners, είτε ως συντεταγμένου λαού είτε ως πλήθους που παράγει νέες πολιτικές επινοήσεις.
      Οκτώ χρόνια μετά το GoT ολοκληρώθηκε, αποτελώντας πλέον πολιτισμικό φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας. Και ακριβώς για αυτό το λόγο έχει σημασία η μελέτη της λύσης και της κάθαρσης που πρόσφερε. Γιατί τα σημαντικά πολιτισμικά γεγονότα εντυπώνονται στη συλλογική φαντασία, είναι μέγα-αφηγήσεις που γεννούν και επιδρούν στις άλλες, μικρότερες αφηγήσεις που ακολουθούν. Τι συνέβη λοιπόν με τις προβλέψεις μας;

II. Ένας Λαός Δίχως Πολιτικό Σώμα
          Ο απλός λαός πράγματι εμφανίστηκε – όχι όμως με το σαρωτικό τρόπο της εικασίας μας.
        Κατ’ αρχάς εμφανίστηκε ενσαρκωμένος στους μπάσταρδους (την οικονομία των ροών του γαλάζιου αίματος και σπέρματος στις αριστοκρατικές κοινωνίες) ή σε κάποιους δεύτερης τάξης πρωταγωνιστές, όπως ο Bronn ο τυχοδιώκτης, o Podrick ο ιπποκόμος και ο Gendry ο σιδεράς.
        Ωστόσο η εμφάνιση αυτή ήταν υπολειμματική. Ο John Snow και o Gendry αποδεικνύονται γνήσιοι απόγονοι βασιλέων, ενώ ο Bronn και ο Podrick εν τέλει ανέρχονται κοινωνικά, με τον Bronn να γίνεται άρχοντας και σύμβουλος του νέου βασιλιά και τον Podrick ιππότης της βασιλικής φρουράς. Δεν πρόκειται όμως για την εγκαθίδρυση κάποια γενικευμένης ταξικής κινητικότητας, αλλά για τις κατ’ εξαίρεση αίσιες περιπέτειες του ατομικού βίου.
               Ο λαός εμφανίζεται επίσης αυτοπρόσωπα και πολυάριθμος στο King’s Landing, αρχικά σε κάποια τυφλή εξέγερση για το ψωμί και έπειτα ως ακόλουθοι του Υψηλού Σπουργιτιού, αυτής της θρησκευτικής, πρωτοχριστιανικής σέκτας. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις ο λαός αναπαρίσταται ως όχλος, αναπαρίσταται δηλαδή μέσα και υπό το βλέμμα των αριστοκρατών.
Στην πληρότητά του θα εμφανιστεί μόλις στο προτελευταίο επεισόδιο.
 Η μάχη για το King’s Landing υπήρξε μια από τις ρεαλιστικότερες κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του πολέμου από την πλευρά του άμαχου πληθυσμού που έχουν ποτέ γυριστεί. Τα πλάνα από ψηλά είναι πανοραμικά. Μας δίνουν την οπτική της Daenerys και του δράκου της, Drogon. Είναι η οπτική του στρατηγικού σχεδιασμού που βλέπει τον κόσμο ως μια γεωμετρία της στόχευσης: οι ζώνες των κτιρίων, τα δίκτυα των δρόμων.
Αντίθετα, τα πλάνα από χαμηλά είναι τυφλά, κάμερα γίνονται τα μάτια του ανώνυμου υποκείμενου που δεν βλέπει, μα βιώνει: το κτίριο που ως σπίτι στέγασε και τώρα καταρρέει ως τάφος, το δρόμο που σήμαινε την κίνηση και τη δυνατότητα και τώρα γίνεται αδιέξοδο από τα συντρίμμια.
Τα δεύτερα αυτά πλάνα, που εναλλάσσονται κατ’ εξακολούθηση με τα πρώτα, εξανθρωπίζουν το στρατηγικό στόχο, τον παρασταίνουν ιμπρεσιονιστικά καταγράφοντας τις ύστατες πράξεις των ατομικών ζωών που φονεύονται. Όμως δεν πρόκειται για κάποια γνήσια εξατομίκευση – αφορά τον καθένα και άρα τον κανένα. Ο λαός είτε ως ζωντανή ασπίδα προστασίας της Cersei είτε ως γυμνή ζωή που γίνεται παρανάλωμα του δράκου της Daenerys καθίσταται ύλη προς φόνευση, παραμένει ως τέλους μαζικός και ανώνυμος, όπως και ο θάνατός του.
Στο τέλος της μάχης δεν είναι το λευκό χιόνι αυτό που πέφτει και όλα τα ησυχάζει. Είναι οι στάχτες αυτές που πέφτουν από τον ουρανό, είναι μια αρχέγονη και αιώνια Χιροσίμα, που όπως και το αιώνιο Ολοκαύτωμα, εκτείνεται στο χώρο και το χρόνο, μπορεί να συμβαίνει επ’ άπειρον, τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον, στους χρονικούς ορίζοντες δηλαδή που ταυτόχρονα οριοθετούν τη ψευδο-μεσαιωνική χρονικότητα του Game of Thrones. (…)”
                          
Απόσπασμα από