Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

 

Η απόφαση της Ρωσίας στις 24 Φεβρουαρίου να ξεκινήσει στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία προκάλεσε αντιδράσεις ανά τον κόσμο, με πολλά κράτη να καταδικάζουν έντονα τις ενέργειες της και άλλα να περιορίζονται σε γενικότερες εκκλήσεις για αποκλιμάκωση από όλες τις πλευρές και επιστροφή στον διπλωματικό διάλογο. Με τη δική μας κυβέρνηση να δηλώνει βιαστικά  παρών  στην μεριά αυτού που θεωρεί πιο δυνατού,  μήπως και μαζέψει κάποια ψίχουλα από το φαγοπότι του πολέμου, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στον λαό,  στο όνομα του οποίου κυβερνά.   Η απειλή όμως να εξελιχτεί αυτή η επίθεση  στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή σύγκρουση που να πυροδοτήσει εκτός ελέγχου αλυσιδωτές αντιδράσεις μοιάζει πραγματική και ήδη έχουν διαμορφωθεί τα δυο στρατόπεδα. Των ΗΠΑ με αιχμή του δόρατος το ΝΑΤΟ που πίσω του στοιχίζεται όλη η ΕΕ, και της Ρωσίας, το καθένα με τα δικά του συμφέροντα. Κι ανάμεσα οι λαοί που όταν δεν σφαγιάζονται υποχρεώνονται σε τόσους συμβιβασμούς για να δέχονται την κατάσταση όπως είναι, ελπίζοντας να επιβιώσουν με κυρτωμένη τη ράχη  κάτω από το βάρος της  κυρίαρχης τάξης.    
          Κι ενώ στην Ουκρανία το σκηνικό πολέμου όπως σκηνοθετείται από τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι αρκούντως διαφωτιστικό, καθώς η ενημέρωση στον πόλεμο τείνει να ταυτιστεί με την προπαγάνδα, το μόνο βέβαιο είναι πως η ουκρανική κρίση θα επηρεάσει, και μακροπρόθεσμα, κάθε σφαίρα της ζωής σε όλον τον κόσμο. Ήδη μια τεράστια αύξηση στρατιωτικών δαπανών ανακοίνωσε ο καγκελάριος Σόλτς, κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης κοινοβουλευτικής συνόδου για την Ουκρανία. Μοιάζει να γενικεύεται και να επεκτείνεται η κούρσα των στρατιωτικών εξοπλισμών. Είναι που οι  πόλεμοι και οι απειλές, η αμυντική βιομηχανία και η ισχύς των ιμπεριαλιστών αλληλοεξαρτώνται. Η αποδυνάμωση της αμυντικής βιομηχανίας σημαίνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό  αποδυνάμωση της ραχοκοκαλιάς της καπιταλιστικής οικονομίας και υπονόμευση της δύναμης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Γι’ αυτές, σημείο εκκίνησης για την παγκόσμια στρατηγική τους είναι είτε να αναζητήσουν ευκαιρίες είτε να βάλουν εχθρικούς στόχους για να δημιουργήσουν εντάσεις ή να επέμβουν άμεσα με όπλα. 
         Σε αντίθεση με τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν  ότι το τέλος του ψυχρού πολέμου θα αποφέρει ειρήνη, εδώ μιλούσαν και για το τέλος της ιστορίας,  η στρατηγική των ΗΠΑ συνέχισε να αποτελεί μια νέα απειλή για τον κόσμο.  Μετά μάλιστα τη διάλυση του Σύμφώνου της Βαρσοβίας δεν ετέθη ποτέ το βασικό μάλιστα ερώτημα που θα έπρεπε, δηλ.  γιατί υπήρχε το ΝΑΤΟ μετά το 1990. Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου ως στρατιωτική συμμαχία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, με ηγέτη τις ΗΠΑ, για να περιορίσει τον κομμουνισμό και να αντιμετωπίσει επιθετικά τη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Το ΝΑΤΟ δεν διαλύθηκε όταν διαλύθηκε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες   πίεσαν να συμπεριλάβουν τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Το νέο δόγμα του  επεκτείνει τη στρατιωτική του ισχύ στην Ανατολική Ασία, την Αφρική ή οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου όπου οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ αισθάνονται ότι απειλούνται τα συμφέροντά τους.   Απόδειξη της δύναμης των  ΗΠΑ είναι πως  δεν περιορίζουν τη στρατιωτική δράση στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και στην εντολή που δίδεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας σχετικά.  Παράδειγμα, η   στρατιωτική δράση κατά της Γιουγκοσλαβίας που παρέκαμψε εντελώς τα Ηνωμένα Έθνη. Η νέα στρατηγική αντίληψη που ήδη σκιαγραφήθηκε από την 50η επέτειό του έχει υποβαθμίσει περαιτέρω τα Ηνωμένα Έθνη ως ένα απλό βοηθητικό όργανο που μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο μόνο εάν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αποφασίσουν να το αφήσουν να το κάνει.
          Οι ΗΠΑ αναμφισβήτητα θέλουν να επιβάλλουν την κυριαρχία της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος τους σε συνδυασμό με το αυξανόμενο μονοπώλιο στη χρήση της υψηλής τεχνολογίας για στρατιωτικούς σκοπούς. Συνεχίζουν λοιπόν να διατηρούν και αναπτύσσουν την τρομερή στρατιωτική τους ισχύ για έναν παγκόσμιο ρόλο που περιλαμβάνει την προστασία και διατήρηση της ιμπεριαλιστικής τάξης. Επιπλέον χρησιμοποιούν τη συντριπτική τους δύναμη για  να ασκούν την ηγεμονία τους, ενώ οι επιθέσεις σε πολύ αδύναμες τρίτες χώρες πέρα από εξασφάλιση συγκεκριμένων υλικών συμφερόντων, εδραιώνει την αξιοπιστία και τη φήμη της ως παγκόσμιας υπερδύναμης. Σε σχέση μάλιστα με τη Ρωσία,  παρά τις υποσχέσεις και τις συμφωνίες μ’ αυτήν να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά μέχρι τα σύνορα της, συνέχιζαν να πιέζουν, ενώ γνώριζαν ποια θα ήταν η απάντηση. Και δεν είναι αυτή μια  πρωτοφανής συμπεριφορά. Όταν πριν εξήντα περίπου χρόνια οι ΗΠΑ περικύκλωσαν ολόκληρη την ΕΣΣΔ με στρατιωτικές τους βάσεις, και αυτή προσπάθησε  το ίδιο με μία μόνο βάση στην Κούβα, οι ΗΠΑ απείλησαν να εξαφανίσουν την ανθρωπότητα. Άλλωστε η ιμπεριαλιστική Δύση  το ίδιο κάνει και  με την Κίνα διακηρύσσοντας ότι η Κίνα δεν μπορεί να εμποδίσει την πρόσβασή της σε μέρη της θάλασσας της Νότιας Κίνας. Την ίδια στιγμή που ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυρίζεται ότι το δυτικό ημισφαίριο είναι η αυλή της και οποιαδήποτε χώρα σε αυτό μπορεί να παραβιαστεί εδαφικά μόνο και μόνο επειδή το θέλει. 
          Καθώς λοιπόν υπάρχουν δύο χώρες που διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους και τη στρατιωτική δύναμη για να αμφισβητήσουν την ηγεμονία των ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα, η παγκόσμια στρατιωτική στρατηγική των ΗΠΑ τις θεωρεί απειλή. Η επέκταση λοιπόν του ΝΑΤΟ προς ανατολάς πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της ανάγκης να περιοριστεί και να τιθασευτεί η Ρωσία και στα πλαίσια αυτά πρέπει να ενταχθεί η αντίδραση της Ρωσίας. Κι αν η Ρωσία δεν έχει τόση οικονομική δύναμη για να αντιπαρατεθεί με τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας τα συμφέροντά της,  έχει όμως τη στρατιωτική της δύναμη, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών όπλων όπως ο Β. Πούτιν υπενθύμισε, που μπορεί να υποστηρίξει τη σκληρή της στάση. 
         Κι αν η σημερινή Ρωσία  με τις δικές της ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες δεν έχει καμιά σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, κληρονόμησε όμως απ’ αυτή την όποια δύναμη έχει τώρα και ο Πούτιν καταχράται το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης για τη δική του επίδειξη δύναμης που τον φέρνουν σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ που τις ακολουθούν.    
           Όταν λοιπόν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ και Ρωσίας  με τη δύναμη που έχουν για τα συμφέροντα τους, επιδιώκοντας  να διευρύνουν τη σφαίρα επιρροής τους οδηγούνται σε πόλεμο, είναι οι λαοί που θα πληρώσουν το τίμημα. Γιατί οι λαοί που θεωρούν πως αυτές οι συγκρούσεις  δεν είναι δική τους υπόθεση,  όταν εκείνοι στους οποίους έχουν αναθέσει  να σκέφτονται για λογαριασμό τους,  δηλ. η κυρίαρχη τάξη με την κυβέρνηση της, τους  πηγαίνουν στο πόλεμο τότε θεωρούν πως πρέπει να πάνε. Και μετά δεν έχουν το περιθώριο ούτε ιμπεριαλιστή να διαλέξουν.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ

 Ανάμεσα στα άλλα ηχηρά  νέα περί Ουκρανίας, ενεργειακής ακρίβειας, τούρκικων απειλών, στριμώχτηκε και η είδηση για την ηλικιωμένη που λόγω οικονομικών δυσκολιών έκλεψε τρόφιμα από σούπερ μαρκετ LIDL στο Ίλιον. Το οποίο σούπερ μάρκετ,  μετά την αρχική του άρνηση να σταματήσει τις νομικές διαδικασίες σε βάρος της,  αναγκάστηκε εξαιτίας των αντιδράσεων που ξεσηκώθηκαν στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης να βγάλει μια διφορούμενη ανακοίνωση περί λήξης του θέματος που δημιουργήθηκε, με κάποια  μέσα ενημέρωσης να κάνουν λόγο και για  παρέμβαση από το υπουργείο Ανάπτυξης.   
        Αυτό το περιστατικό θέτει προβληματισμούς της κοινωνικής πολυπλοκότητας μιας καπιταλιστικής κοινωνίας κι ας μοιάζει ασήμαντο και καθημερινό, γιατί βέβαια δεν είναι το μοναδικό. Κουβαλά τα διαφανή σημάδια βασικών της ιδεών, των οποίων είναι η ενσάρκωση, της εργοδοτικής αναλγησίας, της φιλανθρωπίας των πελατών, της επιδεικνυόμενης κυβερνητικής ευαισθησίας. Στις σχετικές  με το περιστατικό πληροφορίες υπογραμμίζεται από τη μια η άρνηση του υπεύθυνου του καταστήματος να μη κινήσει τις νομικές διαδικασίες εναντίον της, παρόλο που πελάτες προσφέρθηκαν να πληρώσουν το αντίτιμο των κλοπιμαίων, από την άλλη τονίζεται η εκδήλωση φιλάνθρωπων αισθημάτων από αστυνομικούς και πελάτες με το αίτημά τους για επιείκεια του καταστήματος, στις οποίες  προστέθηκε και ο κυβερνητικός αξιωματούχος μ’ έναν τρόπο που να μη αντιπαρατίθεται με το σούπερ μάρκετ. 
       Διαβάζοντας και σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαπιστώνει κανείς ότι κι αυτό το περιστατικό αντιμετωπίζεται ως μια ευκαιρία για μαθήματα ηθικής και αρετής και όχι για αναθεώρηση της σημασίας της φιλανθρωπίας. Γενικά στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, παρόλο που ξεκάθαρα δεν αμφισβητείται ο ορθολογισμός ή η ιστορική προοπτική  των κοινωνικών αντιλήψεων, τα διακυβεύματα σχετικά με το καλό δεν φαίνεται να εκτρέπονται από τον παραδοσιακό άξονα τους, τον χριστιανικό, προς ένα ανοιχτά κοσμικό, ιστορικό και πολιτικό ορίζοντα αξιών. Το ίδιο και η φτώχεια, πέρα από στατιστικές, αντιμετωπίζεται  ως μια δεδομένη κι ανεξέλεγκτη οικονομική και κοινωνική κατάσταση, υπονοώντας ότι και η δυστυχία των εκμεταλλευομένων τάξεων πέρα από άδικη κάποιες φορές, μπορεί τις περισσότερες φορές να είναι και επάξιά τους. Κι αν δεν δηλώνεται ρητά, σιωπηλά όμως γίνεται αποδεκτό ο άξονας της προοπτικής του προβλήματος αντιμετώπισης της φτώχειας να μην μετατοπίζεται από το θεολογικό, ή, πιο …ορθολογικά, το ηθικό  επίπεδο στο πρακτικά οικονομικό και κοινωνικό. Στην προκειμένη λοιπόν  περίπτωση διαπιστώνουμε ότι οι προβληματισμοί περιστρέφονται γύρω από το παράνομο της πράξης, την αισιοδοξία για την καλοσύνη του καταστήματος που πιθανόν να μην αρνιόταν αν είχαν ζητηθεί τα  τρόφιμα σε μορφή ελεημοσύνης. Τελικά δηλ. για να επιβιώσει κανείς  καλύτερα είναι να περιμένει, κάνοντας υπομονή, τον οίκτο των εχόντων, αναζητώντας ή δουλειά ή την ευσπλαχνία τους. Εξάλλου το οξύμωρο φτωχός αλλά τίμιος στοιχειώνει ακόμα τα μυαλά των ανθρώπων, με τον δεύτερο όρο να  διορθώνει τον πρώτο  και μ’ αυτήν την μετατόπιση του προβλήματος από την οικονομία στην ηθική, να εξομαλύνεται  αυτή η αντίφαση κάνοντάς την αποδεκτή.
         Κι ενώ ζούμε σ’ έναν αιώνα αφθονίας, που όλο ακούγονται υποσχέσεις για εξάλειψη της φτώχειας, αυτή τείνει να πάρει διαστάσεις, ακόμα και στον αναπτυγμένο κόσμο, μαζικού φαινομένου. Ακόμα κι αν  γίνεται η αντιμετώπιση του προβλήματος της φτώχειας με νέους τρόπους, σε συνδυασμό με παλιούς,  όπως επιδόματα και προγράμματα βοήθειας ή προσωπική φιλανθρωπία ή δεν απορρίπτεται η  επανερμηνεία της προέλευσης  της από αντικειμενικά αίτια επί  των οποίων θα ήταν δυνατό να δράσουμε,  συνεχίζει όμως το κοινωνικό ζήτημα της φτώχειας και εξαθλίωσης άλυτο να στοιχειώνει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Ούτε λοιπόν και η  αλλαγή της εστίασης στη φύση της φτώχειας, από μια φυσική κατάσταση που παρέχεται από τα σχέδια μιας θεϊκής πρόνοιας στην αναγνώριση ενός ιστορικού και κοινωνικού προβλήματος, δεν φαίνεται να  έλυσε το πρόβλημα, αφού θεωρήθηκε στον καπιταλισμό το άτομο σχεδόν αποκλειστικά υπεύθυνο για την φτώχεια του.
        Είναι γιατί όσο υπάρχει μια κοινωνική κατάσταση που, με βάση τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, υποστηρίζεται από νόμους που   δημιουργούν τεχνητά κολάσεις για τους ανθρώπους, καμιά επίκληση στο όνομα των αρχών της ισότητας και δικαιοσύνης που υποτίθεται πως βρίσκονται στην πηγή του σύγχρονου δημοκρατικού ιδεώδους δεν θα ενεργοποιήσει κάποιο αόριστο αγαθό μιας υπερβατικής ανθρώπινης φύσης υπέρ εκείνων που υποφέρουν, αν δεν σταματήσει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
        Δεν αρκεί λοιπόν για την εξάλειψη της φτώχειας ούτε η προσωπική φιλανθρωπία ούτε η κοινωνική ευαισθησία της κυβέρνησης, αφού τα όρια τους περιορίζονται στην πρόσκαιρη ανακούφιση της φτώχειας, όσο να μην εξεγείρονται οι φτωχοί,  χωρίς να αντιμετωπίζονται οι αιτίες.  Άλλωστε κάθε φορά που αυτοεπαινείται η κυβέρνηση πως δείχνει το κοινωνικό της πρόσωπο, αυτό δεν σημαίνει άλλο παρά μια υποχώρηση, από το πάλαι ποτε κεκτημένο του κοινωνικού κράτους, σε μια προγενέστερη λογική φιλανθρωπίας.  Όταν επομένως γίνεται αναφορά  και μιλάμε για ευαισθησία των κυβερνώντων διολισθαίνουμε σε λογικές καλής προαίρεσης και ούτε καν σε πολιτικές δεσμεύσεις στη βάση αρχών και αξιών, σαν τα  ανακουφιστικά μέτρα που παίρνονται να είναι μια δωρεά και όχι υποχρέωση και οφειλή.
           Στη φτώχεια των ανθρώπων, στην άτεγκτη συμπεριφορά των εργοδοτών ή υπαλλήλων τους, στις δράσεις φιλανθρωπίας που έχουν έναν συγκυριακό χαρακτήρα  ελεημοσύνης, στις κυβερνητικές  ευαισθησίες των παραπλανητικών επιδομάτων,  αναγνωρίζονται μηχανισμοί του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής, που αυξάνουν τη φτώχεια των εργαζομένων, επιβεβαιώνοντας ότι ο κυρίαρχος νόμος δεν είναι άλλος από την εκμετάλλευση των εργαζομένων, για να παράγουν περισσότερο από ό,τι κοστίζουν για να χρησιμοποιούνται. Και βέβαια ούτε ευαίσθητοι κυβερνώντες ούτε φιλάνθρωποι και ελεήμονες θα λύσουν το πρόβλημα της φτώχειας στις καπιταλιστικές κοινωνίες, όσο οι εργαζόμενοι δεν αμφισβητούν και δεν αγωνίζονται ενάντια στο ίδιο το σύστημα που δημιουργεί εν μέσω τόσου πλούτου τόσους φτωχούς.  

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

 

Κι ενώ η  τελευταία, με απίστευτη σκληρότητα,  αναίτια στυγνή δολοφονία του 19χρονου Αλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη στη μέση του δρόμου από ομάδα νεαρών αποδίδεται στην τυφλή οπαδική βία, επίθεση χούλιγκαν του ΠΑΟΚ σε οπαδούς του ΑΡΗ,  μοιάζει ελάχιστα να ευαισθητοποιεί ουσιαστικά, και όχι επικοινωνιακά,  κεντρική εξουσία και παράγοντες ποδοσφαίρου, που αρκούνται σε μεγαλόστομες υποσχέσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αυστηροποίηση νόμων και εντατικοποίηση αστυνομικών ελέγχων. Μόνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όποιες μεταρρυθμίσεις υπόσχονται, αυτές πάντα λοξοδρομούν όταν αφορούν μεγάλους συλλόγους που ανήκουν σε εκατομμυριούχους ιδιοκτήτες. Ίσως γιατί  το πρόβλημα με την ποδοσφαιρική βία δεν είναι ούτε απλό ούτε συγκυριακό και αγγίζει τις παρυφές των πόλων εξουσίας.   
      Τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται ότι το ποδόσφαιρο από εβδομαδιαίο αντίδοτο στα δεινά του καπιταλισμού έχει γίνει η ίδια η ενσάρκωση αυτού του ανταγωνιστικού συστήματος, έχοντας χαθεί  πια το ελεύθερο και δίκαιο παιχνίδι, η χαρά του να παίζεις για χάρη του παιχνιδιού. Κι αν και οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, σε γενικές γραμμές, προέρχονταν πάντα από το υπόβαθρο της εργατικής τάξης και συνειδητοποίησαν το όνειρο τους να ψυχαγωγούν τις τοπικές τους κοινότητες κάθε Σαββατοκύριακο, στην πλειοψηφία τους έχουν μετατραπεί σε κακομαθημένους παίκτες που πλέον παίζουν περισσότερο για χρήματα παρά για την αγάπη του παιχνιδιού. Και ολοένα γίνεται πιο ξεκάθαρο ότι ο πλούτος και η δύναμη στο παιχνίδι συγκεντρώνονται στα χέρια λίγων επιχειρηματιών που δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το ίδιο το άθλημα. Το παγκόσμιο ποδόσφαιρο θεάματος –με τα κύπελλα του, τα πρωταθλήματά του, τους τηλεοπτικούς του αγώνες, τα χρυσά αστέρια του,  την πανταχού παρούσα διαφημιστική εκστρατεία του– είναι μόνο το ορατό πρόσωπο του αθλήματος. Καθώς όμως γίνονται  ιδιοκτήτες ομάδων μεγάλες εταιρείες, επιχειρηματίες, επενδυτικά κεφάλαια σε συνεργασία με τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες,  και το διαχειρίζονται οι  πράκτορες, οι μάνατζερ, οι εκατομμυριούχοι του παίκτες με τα αστρονομικά ποσά, από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και  το μάρκετινγκ, το ενδιαφέρον όλων αυτών επικεντρώνεται  αποκλειστικά στο συμφέρον του κέρδους και  ο μοναδικός τους σκοπός γίνεται η παραγωγή χρημάτων. Έτσι  το ποδόσφαιρο έχει γίνει το πρότυπο όλων των κακών του καπιταλισμού. Αυτή η αντιαθλητική αντιμετώπιση  δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην αθλητική ιδεολογία που επιδιώκει την νίκη για το κέρδος, που μεταφέρεται από την εξουσία και τους θεσμούς της, και τη λαϊκή ηθική του παιχνιδιού, όπου η κύρια κινητήρια δύναμη είναι η ευχαρίστηση και η επιθυμία να συναγωνίζεσαι τον άλλον. Κι ενώ  η ευχαρίστηση  από το άθλημα θα μπορούσε  να γίνει το πρώτο βήμα προς τη χειραφέτηση, όταν όμως κυρίως οι νέοι απλώς καταναλώνουν θέαμα που επιφέρει μεγαλύτερα κέρδη  σε όσους εμπλέκονται μ’ αυτό, η κατάληξη είναι να χάνεται  η χαρά της συμμετοχής σ’ ένα παιγνίδι, να χάνεται η  συνείδηση του ν’ ανήκει κανείς σε μια συλλογικότητα. 
       Κι έρχονται οι σύνδεσμοι των οπαδών να καλύψουν το κενό. Όλους  αυτούς  τους νέους στους συνδέσμους προσελκύει η  αναζήτηση μιας ισχυρής συλλογικής ταυτότητας, το αίσθημα του ανήκειν, η υπεράσπιση της τιμής τη ομάδας που ακολουθούν, η αλληλεγγύη των υποστηρικτών μέσα στις ομάδες. Κι εκεί μαθαίνουν τη βία σε επαφή με τους πιο έμπειρους και πιο παλιούς και γοητεύει αυτή η μαχητική διάσταση, η δυνατότητα να επιτίθενται ή ν’ αντεπιτίθενται όταν δέχονται επίθεση είτε με την αστυνομία είτε με υποστηρικτές άλλων ομάδων. Η βία θεωρείται ως το αντίστοιχο ή η συνέχεια, εντός και εκτός του γηπέδου, της κοινωνικής και πολιτικής βίας που επεκτείνεται σε όλους τους τομείς. Τα πολιτικά ξεσπάσματα που παρατηρούνται στους δρόμους γίνονται επίσης ορατά στις εξέδρες των γηπέδων ποδοσφαίρου κι άλλες φορές μπορεί και να προαναγγέλλονται. Η λεκτική και σωματική βία λοιπόν γίνεται βασικό μέρος της ταυτότητάς τους. Κι έτσι γίνεται εύκολο για τους χορηγούς αυτών των συνδέσμων οργανωμένα να ετοιμάζουν τους στρατούς υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Και καθώς οι πόλοι εξουσίας από την πολιτική μέχρι το ποδόσφαιρο είναι συγκοινωνούντα δοχεία, η χρησιμοποίησή τους και για στενά πολιτικούς στόχους είναι το πιο εύλογο, γι’ αυτό και πολλοί σύνδεσμοι γίνονται εκκολαπτήρια φασισμού. 
     Το να ξεχωρίζουμε τις διάφορες πτυχές του ποδοσφαίρου ισχυριζόμενοι ότι διαχωρίζονται ο  αθλητισμός και το χρήμα, το ποδόσφαιρο και η πολιτική, οι «πραγματικοί οπαδοί» και οι χούλιγκαν, με άλλα λόγια ότι γίνεται διάκριση μεταξύ «καλής» και «κακής» πλευράς του ποδοσφαίρου είναι μια επιφανειακή αντιμετώπιση του  φαινομένου. Το ποδόσφαιρο μπορεί να γίνει πραγματικά κατανοητό μόνο με το να τοποθετηθεί στο παγκόσμιο του πλαίσιο, δηλ.  στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό του οποίου είναι ο τέλειος καθρέφτης. Η γέννηση, η επέκταση και η ίδρυση του ποδοσφαίρου στην πραγματικότητα καθορίζονται από την ανάπτυξη του καπιταλισμού, ακολουθώντας την  ιμπεριαλιστική επέκταση,  ως κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς. Το σύγχρονο  ποδόσφαιρο είναι η έκφραση του καπιταλιστικού αποικισμού του κόσμου και η εξαγωγή του, ως εμπόρευμα, στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη –από τον τόπο καταγωγής του, την Αγγλία– αντανακλά την επέκταση του ιμπεριαλισμού, τη διείσδυσή του σε ακόμα παρθένες περιοχές, την ακόρεστη όρεξη του για κατακτήσεις και υπερκέρδη.     
      Το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να διατηρήσει στον έλεγχο του τους λαούς με το να ενσωματώνει σταδιακά στους νόμους του όλους τους θεσμούς, τις δραστηριότητες και τους τρόπους ζωής που του διέφευγαν ακόμη. Θα ήταν λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι ένα πολιτιστικό φαινόμενο τόσο μαζικό και τόσο διεθνοποιημένο όσο το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να ξεφύγει επ' αόριστον από αυτή τη διαδικασία. Η επαγγελματοποίηση και εμπορευματοποίηση του με τη συγκέντρωση του πλούτου και της δύναμης από το παιχνίδι στα χέρια λίγων επιχειρηματιών που δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το ίδιο το άθλημα το υπέταξε στους νόμους του καπιταλισμού. Και γι’ αυτό δεν αρκεί να κατηγορούνται συγκεκριμένα άτομα ή φορείς για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ποδόσφαιρο και να περιορίζονται οι διαμαρτυρίες ενάντια στις πολιτικές των ιδιοκτητών συλλόγων,  προσποιούμενοι ότι το ποδόσφαιρο πρέπει κατά κάποιο τρόπο να είναι απρόσβλητο από όλα τα παρεπόμενα των καπιταλιστικών νόμων.
     Γιατί το ποδόσφαιρο ήταν ένα  άθλημα που υπήρξε χωνευτήριο αντίστασης ενάντια στο κατεστημένο, και  συνεχίζει να  παραμένει ένα όργανο χειραφέτησης για τις διάφορες καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες σε όλη την ιστορία του, όπως είναι οι εργάτες, οι αποικισμένοι λαοί, οι αποκλεισμένοι, όπως οι Παλαιστίνιοι. Το ποδόσφαιρο μπορεί πάντα να γίνει  όχημα διαμαρτυρίας. Οι κερκίδες μπορούν να είναι ένας εντελώς αυτόνομος χώρος ελευθερίας για τη νεολαία, απελευθερωμένη από κρατικούς δεσμούς με τη δυνατότητα να σφυρηλατήσει μια πραγματική πολιτική ιδεολογία και να διακηρύξει την απέχθειά της για το κατεστημένο. Γιατί το ποδόσφαιρο εκτός από εμπορικό θέαμα είναι πάνω από όλα μια φτωχή πρακτική, που την οικειοποιούνται εύκολα όλοι, αφού μια απλή μπάλα αρκεί για να διασκεδάσει κανείς. Το ποδόσφαιρο λοιπόν μπορούσε να γίνει ένας από τους τόπους αναπαραγωγής για την εργατική κουλτούρα. Η παρακολούθηση του αγώνα κάθε Σαββατοκύριακο, η υποστήριξη του συλλόγου στη γειτονιά ή το εργοστάσιό, ενίσχυε στους εργαζομένους το αίσθημα υπερηφάνειας και ότι ανήκουν στην ίδια εργασιακή κοινότητα. Αυτό το συναίσθημα μπορεί να τροφοδοτεί την ταξική συνείδηση ​​και να  είναι ο καταλύτης για πολλούς κοινωνικούς αγώνες. 
       Στην τελική, κι αν το ποδόσφαιρο μπορεί να μην είναι η αιτία για να γίνουν οι άνθρωποι βίαιοι ούτε να αρκεί για να αποκτήσουν πολιτική συνείδηση, όμως σε χώρες των οποίων οι οικονομίες και οι πολιτικοί θεσμοί καταρρέουν, σε μέρη γεμάτα φτωχούς, άνεργους, θυμωμένους νέους, οι ποδοσφαιρικοί αγώνες μπορούν να γίνουν τόποι στρατολόγησης για επικίνδυνες ομάδες με σκοτεινούς στόχους. Αντιμετωπίζοντας όμως αποκομμένα και αποσπασματικά τη σαπίλα του ποδοσφαίρου, αυτής της γιγαντιαίας επιχείρησης, ούτε οι ενέργειες των φιλάθλων, από διαδηλώσεις μέχρι μποϊκοτάζ μπορούν να τη σταματήσουν. Επειδή λοιπόν όλη η δύναμη που έχουν οι οπαδοί στηρίζεται σε ταξική βάση, γι’ αυτό  και μπορούν πραγματικά να ασκήσουν αυτή τη δύναμή τους μόνο μέσω του εργατικού κινήματος.