Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ


Καθώς η παγκόσμια αντίδραση στην πανδημία του κορωνοϊού επιταχύνεται, η ρητορική της πολεμικής κινητοποίησης είναι παντού. Και κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις  για τη χάραξη πολιτικής συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν την πολεμική γλώσσα για να περιγράψουν τις προσπάθειές σταθεροποίησης της οικονομίας. Μόνο που τώρα οι κυβερνήσεις των καπιταλιστικών κρατών, και η δική μας, πρέπει να διαχειρίζονται  μια έκτακτη κατάσταση δημόσιας υγείας ταυτόχρονα με τις πράξεις των κεντρικών τραπεζών για να ηρεμήσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά και να φροντίζουν οι κοινωνικές αντιδράσεις να  περιορίζονται από την κοινωνική αποστασιοποίηση.  
Η ιδέα του πολέμου είναι ένας χρήσιμος τρόπος για να φαίνεται πως συγκεκριμενοποιείται η πάλη εναντίον της πανδημίας, ενώ συνεχίζει να παραμένει γενική και αόριστη, αφού μπορεί  να περιλαμβάνει μια ποικιλία πραγμάτων, όπως παραγωγικότητα, μεταρρυθμίσεις, αλληλεγγύη, θυσία  κλπ. Η ρητορική εκστρατεία ενάντια στον κορωνοϊό   θυμίζει με μεγαλύτερη σαφήνεια τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης κατά τη διάρκεια του πολέμου λόγω της επείγουσας ανάγκης επέκτασης της παραγωγής και της ιατρικής φροντίδας. Μόνο που η εκτεταμένη ανάγκη επείγουσας φροντίδας ασθενών προσβεβλημένων από COVID-19 αντιμετωπίζει σημεία συμφόρησης από την αρχή της επιδημίας, ενώ έχει σχεδόν απενεργοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό η παραγωγή. Μοιάζει λοιπόν όλη αυτή η ρητορική να μην έχει άλλη σκοπιμότητα από δικαιολόγηση, που προσβλέπει στην παραδοχή, των πολιτικών επιλογών που συνεχίζονται με το ίδιο κριτήριο, την καπιταλιστική κερδοφορία. Παράδειγμα εφαρμογής μια τέτοιας πολιτικής στα καθ’ ημάς είναι ο διπλασιασμός από την κυβέρνηση της προβλεπόμενης αποζημίωσης των ιδιωτικών κλινικών ΜΕΘ από 800 στα 1600 ευρώ.
Αν η συνεχιζόμενη κρίση  δημόσιας υγείας αποτελεί σοβαρή κατάσταση έκτακτης ανάγκης,  δεν καθορίζεται όμως  μόνο από τον ιό. Την καθορίζει κυρίως η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, που  περιορίζει το βασικό ερώτημα στο εξής. Κάτω από καπιταλιστικές συνθήκες η κυρίαρχη εξουσία, πόσους πόρους για να προστατέψει την κοινωνία  είναι διατεθειμένη να απομακρύνει από τις επιχειρήσεις που αναζητούν πάντα το κέρδος; Και επειδή  οι περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης παρουσιάζουν συχνά οικονομίες με πραγματικούς περιορισμούς των πόρων, το ζητούμενο είναι ποιοι τομείς θα τους στερηθούν.
Η μέχρι τώρα πολιτική έχει αποδείξει πως  η  διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες, για να πληρώνεται το χρέος προς τις τράπεζες, να χρηματοδοτούνται μεγάλες εταιρείες και να μειώνονται οι φόροι επί των κερδών των καπιταλιστών.  Και τώρα η  επιδημία μας αναγκάζει να σκεφτούμε με ποιο τρόπο τα μέτρα δημόσιας υγείας μπορούν να συνδυαστούν με την οικονομική παραγωγή. Οι απαιτήσεις πρόληψης της επιδημίας   (μέτρα καραντίνας) και περίθαλψης (νοσηλείας) θέτουν σε κίνδυνο τον τρόπο ζωής των ατόμων που εξαρτώνται από άλλες μορφές καπιταλιστικής παραγωγής. Επομένως καθίσταται απαραίτητη η μαζική κυβερνητική παρέμβαση για την προστασία μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που δεν απειλούνται μόνο από την επιδημία, αλλά και από την ανέχεια, αφού η συρρίκνωση της οικονομίας έχεις στις υποτελείς τάξεις οδυνηρές επιπτώσεις.
Η αναπόφευκτη λοιπόν ανάγκη για παρέμβαση της κεντρικής εξουσίας για  να εξασφαλίσει τα κανάλια οικονομικής κυκλοφορίας  χωρίς να θυσιαστεί η δημόσια υγεία, αποκαλύπτει το ρόλο του ταξικού κράτους.  Οι κρίσεις μπορεί να παρέχουν πολιτικές εξουσίες που να παρακάμπτουν το νομοθετικό πλαίσιο για  να ενισχύουν ή να υπερβαίνουν τα εδραιωμένα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αυτό εξαρτάται από τη δυναμική των λαϊκών αγώνων ή και απλώς από το φόβο για πυροδότησή τους. Η κρίση του κορωναϊού επιτρέπει να δούμε πόσο γρήγορα μπορεί να εφαρμοστούν πολιτικές που θεωρούνταν ρηξικέλευθες πριν από μερικούς μήνες,  όπως η επικύρωση των 27 υπουργών Οικονομικών της ΕΕ της  απόφασης για  αναστολή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας από τη μια, αλλά και πώς τα αντικρουόμενα καπιταλιστικά  συμφέροντα που οδηγούν σε ναυάγιο τη Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της ΕΕ για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, είναι  αυτά που ρυθμίζουν τη λειτουργία της.
Οι πολιτικές πολέμου και στην οικονομία και στην κοινωνική ζωή μπορεί να γίνουν θερμοκοιτίδες πολιτικής αλλαγής. Αυτό πάντα εξαρτάται από τις αντιδράσεις των εκμεταλλευομένων τάξεων σ’ αυτές τις πολιτικές.  Οι οικονομίες του πολέμου δεν αναστέλλουν την πολιτική. Αυξάνουν το διακύβευμα. Καθώς οι ευκαιρίες για ενδυνάμωση της κυρίαρχης εξουσίας και πλουτισμό αφθονούν, δημιουργούνται νέες κατανομές οφελών και επιβαρύνσεων, στις οποίες ορισμένες ομάδες ή τμήματα της κυρίαρχης τάξης  αποκτούν δύναμη και πόρους όχι μόνο υπερβολικά αλλά και εις βάρος άλλων. Εξάλλου οι βραχυπρόθεσμες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης μπορούν να προβάλλονται σαν πρόσχημα για να παραγκωνίζουν τις ερωτήσεις κατανομής από πολιτικές συζητήσεις, για παράδειγμα σχετικά με τους μισθούς. Αλλά όσο διαρκούν οι πολεμικές εξαιρέσεις, είναι η εργατική τάξη που για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της δεν θα πρέπει να δεχτεί καμιά εξαίρεση στα δικαιώματα και στα συμφέροντα της, γιατί είναι αυτή που συνεχίζει να παράγει τον πλούτο.
Γι’ αυτό και η οργάνωση στα συνδικάτα και η στοίχιση με το ΚΚΕ στους αγώνες για υπεράσπιση της ζωής και εργασίας μας είναι πια μονόδρομος.

Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ


Κι από   τον πρωθυπουργό σε ρόλο μιμητικό της πατρικής φιγούρας, που στα διαγγέλματά του έδινε  συμβουλές για cocooning  και πρότεινε διάβασμα για τις μέρες περιορισμού στα σπίτια μας, χρεώνοντας στο κάθε άτομο αποκλειστικά την προστασία του, καταλήξαμε στην έντονα συναισθηματικά φορτισμένη ενημέρωση, αρκετά γενική, πέρα από αριθμούς προσβληθέντων,  και με συγκεχυμένα δεδομένα, αλλά  με λυρισμό και ποίηση από τον εκπρόσωπο του υπουργείου Υγείας Σ. Τσιόδρα. Ενώ μόλις την προηγούμενη μέρα στην καθιερωμένη ενημέρωση του υπουργείου Υγείας ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων Ν. Χαρδαλιάς, επιθετικός, με περισσή αυστηρότητα δήλωνε εν είδει απειλής πως «Η ελληνική πολιτεία και γνώριζε και γνωρίζει ποια αυτοκίνητα περνούν τα διόδια» εξαρτώντας αποκλειστικά από την ατομική ευθύνη την έκβαση των συνεπειών της επιδημίας.
Όλες αυτές τις τελευταίες ημέρες η κυβέρνηση μάλλον προσπαθούσε να διαχειριστεί επικοινωνιακά την κρίση παρά εφάρμοζε κάποια στρατηγική για αντιμετώπισή της, εκτός από τον περιορισμό στα σπίτια. Έτσι στο πρώτο διάγγελμα του Κ. Μητσοτάκη η αβεβαιότητα και ανησυχία άφηναν τα ίχνη τους στη «γλώσσα του σώματος» και στον τόνο που απήγγειλε το διάγγελμα, στα επόμενα δύο όμως έμοιαζε η όποια ανασφάλεια ή να είχε ελεγχθεί ή υποχωρήσει. Ίσως η ελπίδα πως τα μέτρα περιορισμού κυκλοφορίας του πληθυσμού  που θα βοηθούσαν στον έλεγχο της διασποράς της  επιδημίας, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της ΕΕ για την οικονομική διαχείριση της κρίσης που προκύπτει, στήριξε μια αυτοπεποίθηση για έλεγχο από την κυβέρνηση της κατάστασης. Η τελευταία όμως συγκινησιακά φορτισμένη ενημέρωση, χωρίς κάποια εμφανή δραματική εξέλιξη, σύμφωνα με τις δηλώσεις,  που να την δικαιολογεί, πιθανόν να είναι ενδεικτική του φόβου για την προσεχή κατάρρευση του συστήματος υγείας και εκτροχιασμό της κατάστασης εκτός ελέγχου.
Κι ίσως πια βρισκόμαστε στο σημείο που καμιά επικοινωνιακή διαχείριση δεν μπορεί να αποκρύψει την πραγματικότητα και οι συμβολικές κινήσεις και ωραιοποιήσεις μιας απειλητικής κατάστασης θα θρυμματίζονται από την ίδια την πραγματικότητα, όπως αυτές οι επαναληπτικές ασκήσεις χειραγώγησης με τα χειροκροτήματα στους ήρωες γιατρούς. Στους ίδιους γιατρούς που απειλείται η υγεία τους από τις ελλείψεις εξοπλισμού ατομικής προστασίας, όπως αποδεικνύεται από τις οδηγίες του Εθνικού Οργανισμού Υγείας  για τον τρόπο διαχείρισης αυτών των ελλείψεων.
Τα δυτικά καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης επιβάλλουν καραντίνα μεγάλης κλίμακας και απαγορεύσεις κυκλοφορίας, αλλά δεν μπορούν να παράσχουν υγειονομική και κοινωνική μέριμνα σε μια έκτακτη κατάσταση, αφού αδιαφόρησαν γι’  αυτό όλα τα προηγούμενα χρόνια. Οι περικοπές στο τομέα υγείας που εφαρμόστηκαν σε όλη την ΕΕ για να επιτευχθούν οι  δημοσιονομικοί στόχοι τη περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης προκαλούν την αύξηση των θανάτων από την επιδημία.  Συνεχίζει όμως  να είναι το κύριο κριτήριο για τις κυβερνητικές αποφάσεις η κερδοφορία και γι’ αυτό και  πολλοί  χώροι εργασίας και επιχειρήσεις δεν κλείνουν, κι ας μην αφορούν κλάδους από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωσή μας, αλλά εξαρτάται η απόφαση από τους μεμονωμένους εργοδότες και την κερδοφορία τους. Παράδειγμα οι εργαζόμενοι σε τηλεφωνικά κέντρα στην Cosmote e -Value ή στην Teleperformance. Βέβαια η κυρίαρχη αφήγηση είναι πως ο ιός εξαπλώνεται επειδή οι άνθρωποι απειθαρχούν στις οδηγίες, ενώ τα ΜΜΕ μας κατακεραυνώνουν με αναφορές σε υπερβολικό συνωστισμό σε πάρκα, θάλασσες ή δρόμους ακόμα κι αν η εικόνα τους διαψεύδει. Σχολιαστές παντός τύπου ζητούν ακόμα περισσότερα μέτρα απαιτώντας ακόμα και στρατό να περιπολεί στους δρόμους. Και  ο ίδιος ο υφυπουργός Ν.  Χαρδαλιάς συνεχώς αναφέρεται σε πιο σκληρά μέτρα αν δεν υπάρξει συμμόρφωση στα ισχύοντα.
Κι αν από το πρώτο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός, σε κοινή ίσως γραμμή με την ΕΕ, αναφέρθηκε σε κατάσταση πολέμου, περισσότερο μάλλον το έκανε για χειραγώγηση παρά για παρέμβαση, υπέρ των πληττόμενων εργαζομένων, στην παραγωγή και  διανομή αγαθών ή για επίταξη μονάδων απαραίτητων για την περίθαλψη, εφαρμόζοντας και οικονομία πολέμου. Γι’ αυτό και η  άρνηση της αεροπορικής εταιρείας Aegean να μεταφέρει δείγματα υπόπτων κρουσμάτων για κορονοϊό για έλεγχο στην Αθήνα δεν θα είναι το μοναδικό παράδειγμα επιχειρηματικής αναλγησίας. Σύμφωνα όμως με μαρτυρίες γιατρών από την Ιταλία εφαρμόζεται ιατρική πολέμου εξαιτίας της κατάστασης των συστημάτων υγείας, όπου αναγκάζονται να επιλέξουν ασθενείς νεώτερους με τις καλύτερες πιθανότητες να σωθούν για νοσηλεία.
Η Ε.Ε μοιάζει να έχει διαλυθεί και κάθε κράτος αφήνεται στην τύχη του να διαχειριστεί την κατάσταση. Ενώ όλες οι κυβερνήσεις, και η δική μας, επιδεικνύοντας εγκληματική ολιγωρία φαίνονται ανίκανες ν’ ανταποκριθούν σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης για αντιμετώπιση επειγόντων κοινωνικών αναγκών. Το ενδιαφέρον τους περισσότερο επικεντρώνεται στην εισφορά οικονομικών πόρων σε επιχειρήσεις ή  σε ενεργοποίηση νομοθεσίας που περιορίζει εργατικά δικαιώματα σε μια προσπάθεια να είναι έτοιμοι  να αντιμετωπίσουν την επόμενη μέρα, όταν θ’ αναζητηθούν από τους εργαζόμενους οι  αιτίες του πόνου τους, παρά ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις για την εξασφάλιση της υγείας. Τα παραδείγματα δεν λείπουν. Στη Γαλλία με νομοσχέδιο για αντιμετώπιση της επιδημίας του κορωνοϊού εγκαθιδρύεται κράτος έκτακτης ανάγκης με την κυβέρνηση να νομοθετεί μέσω διαταγμάτων, ή σ’ εμάς με νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης αναστέλλεται η απαγόρευση πολιτικής επιστράτευσης και επίταξης απεργών.
Δεν μένει παρά να «μένουμε δυνατοί» για να μπορέσουμε να αγωνιστούμε την επόμενη μέρα. Η οδυνηρή οργή θα αυξάνεται καθώς οι εργαζόμενοι αν δεν εξακολουθήσουν να εργάζονται κάτω από επικίνδυνες συνθήκες θα χάνουν τις δουλειές τους εξασφαλίζοντας επιδόματα ελεημοσύνης για να επιβιώσουν.
Και απομένει μόνο το ΚΚΕ με το ΠΑΜΕ και τα σωματεία να  είναι παρόν σ’ αυτές τις τραγικές ώρες, κοντά στον εργαζόμενο, τώρα και στους επόμενους μήνες, για να στηρίξει και να  οργανώσει  τους αγώνες μας για τη ζωή μας και τα  δικαιώματά μας.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

ΘΑΥΜΑ, ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ


Κι ενώ, λόγω της εξάπλωσης της επιδημίας του κορωνοϊού, η πλειοψηφία των κυβερνήσεων, και η δική μας, επιβάλλουν καραντίνα  κατά περίσταση και περιορίζουν τον συγχρωτισμό με κλείσιμο των καταστημάτων, στην εκκλησία της Ελλάδας επιτρεπόταν από την πολιτική μας ηγεσία να εξαιρείται και να ακολουθεί τους δικούς της κανόνες, σε ένα παράλληλο σύμπαν που θέλει να πείσει πως οι πιστοί της δεν απειλούνται από τους  ίδιους κινδύνους.
Τελικά φαίνεται πως η  διογκούμενη κατακραυγή για την περιφρόνηση της επιστημονικής γνώσης, σε συνδυασμό με το φόβο για τις συνέπειες της μοιάζει περισσότερο να πίεσαν την εκκλησία  από τις  διακριτικές συστάσεις της πολιτικής  μας ηγεσίας προς αυτήν, όπως «πως ό,τι ισχύει για τις δημόσιες συνανθροίσεις ισχύει για την εκκλησία» του Κ. Μητσοτάκη, ενδεικτικές για τις σχέσεις εξάρτησης της με την εκκλησιαστική εξουσία.  Η Διαρκής  Ιερά Σύνοδος λοιπόν αποφάσισε αναστολή των λατρευτικών συνάξεων εκτός της λιτής τέλεσης της θείας λειτουργίας και σύστησε στους πιστούς της να ακολουθούν τις οδηγίες των επιστημόνων, αποδεχόμενη στην ουσία  πως κανένας δεν μπορεί  δίχως κίνδυνο να περιφρονήσει τα δικαιώματα της επιστήμης και της λογικής.  Κι έτσι τελικά με την απόφασή της αναγκάστηκε σιωπηλά  να παραδεχτεί πως οι θεωρίες μας για τη γνώση καθιστούν άχρηστη κάθε αποκάλυψη. Ενώ η απόφαση του πρωθυπουργού για αναστολή των λειτουργιών σε «όλους τους χώρους θρησκευτικής λατρείας κάθε δόγματος και θρησκείας», και όχι κλείσιμό τους, σε μια εξισορρόπηση ρόλων ισχύος και διαχείρισης της κοινής γνώμης, βοήθησε την εκκλησία να βγει από τη δύσκολη θέση να αμφισβητήσει τις ίδιες τις βάσεις της ύπαρξής της, σύμφωνα με τη λογική της.
Και οι πιστοί, οι οποίο εκκλησιάζονται και κοινωνούν αμφισβητώντας οδηγίες ειδικών με το φανατισμό μιας πίστης που πάντα το εξωλογικό της στοιχείο την δικαιώνει, μη συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτούς όσους η πίστη τους είναι ένα ακόμα προσόν στο βιογραφικό, απομένουν μόνοι χωρίς την απατηλή αυταπάτη της στήριξης ενάντια στην πραγματική οδύνη. Και για μια ακόμα φορά με τη συμπεριφορά τους δικαιώνουν  τη μαρξιστική ρήση «Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή άψυχων συνθηκών»             
               Στη σιγουριά των πιστών πως δεν κινδυνεύει η υγεία τους με το τελετουργικό της μετάληψης  συμπυκνώνονται όλες οι αυταπάτες των ανθρώπων που απογοητευμένοι, φοβισμένοι ή  και δειλοί ζητούν τη λύτρωση και την παρηγοριά σε εξωλογικά στοιχεία. Στην έπαρση όμως και την επιθετικότητα των ιερέων και αρχιερέων που λιγότερο ή περισσότερο απλοϊκά υποστήριζαν μέχρι προ ολίγου τη συγκέντρωση των πιστών στις εκκλησίες και πολύ περισσότερο τη  μετάληψη της θείας κοινωνίας, κατά το εκκλησιαστικό τελετουργικό, εκφράζονται έστω και σε μορφή καρικατούρας, αυτές οι τρεις δυνάμεις,  το θαύμα, το μυστήριο και η εξουσία «που μπορεί κανείς μ’ αυτές  να κατανικήσει και να αιχμαλωτίσει για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδύνατων ταραχοποιών, για τη δική τους ευτυχία». Είναι η  ιστορία του Μεγάλου Ιεροξεταστή στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Οι αδελφοί Καραμαζώφ» που βοηθά να κατανοηθεί, πέρα από τις προφανείς κατηγορίες προς την εκκλησία για σκοταδισμό και οπισθοδρόμηση, η απροθυμία της εκκλησίας να αποδεχτεί τις επιταγές της επιστήμης.
Η εκκλησία θέλει να παρουσιάζεται ταυτόσημη μ’ εκείνη τη λογική που δεν παραδέχεται καμιά  εξουσία εξόν τη δική της και που απαιτεί να την λατρεύουν. Κι αν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, όμως φοβάται πιο πολύ απ’ όλα την ελευθερία του. Το θαύμα, το μυστήριο και η εξουσία εμποδίζουν τους ανθρώπους να είναι ελεύθεροι. Ζητούν τον άρτο όχι μόνο σαν τροφή, αλλά σαν θαύμα, γυρεύουν το μυστήριο και την αίσθηση του υπερφυσικού κι αναζητούν κάποιον να τον προσκυνούν. Γι’ αυτό, όπως ισχυρίζεται ο Μέγας Ιεροεξεταστής, για να ζήσει ευτυχισμένα η ανθρωπότητα πρέπει να πάρουν την ευθύνη του άρτου στα χέρια τους οι εκλεκτοί, την περιουσία και τον πλούτο και να τα ξαναδίνουν στον κόσμο σαν να ήταν δώρο. «Δεν αγαπούσαμε λοιπόν την ανθρωπότητα εμείς όταν εγνωρίσαμε την απογοήτευση της αδυναμίας της, της αλαφρώσαμε με αγάπη το ζυγό της και στην αδύναμη  φύση της εσυγχωρήσαμε ακόμη τα αμαρτήματα, φθάνει μόνον να γίνωνται με τη συγκατάθεσή μας;»
Ο μονόλογος ενώπιον ενός αμίλητου θεού  του Μεγάλου Ιεροξεταστή, ο οποίος αντιμετωπίζει το πλήθος των ανθρώπων σαν τρομαγμένους, ανίκανους να μοιράσουν το ψωμί που έχουν στη διάθεσή τους και παραδέχεται την εξαπάτηση των εκατομμυρίων αδύναμων υπάρξεων που του παραχώρησαν την ελευθερία τους, εκφράζει τη λογική της εκκλησίας. Πώς λοιπόν μπορεί να δείξει η εκκλησία αδυναμία, να υποταχτεί σε άλλη εξουσία όταν  ακριβώς είναι η αναμφισβήτητη αξία της και δύναμη που προκαλεί το σεβασμό σε χιλιάδες πιστούς  της τόσους αιώνες για να υποκύψουν μπροστά της;
Η εκκλησία υπερασπίζεται με δόγματα και τελετουργίες το προνόμιό της να ελέγχει τη ζωή των πιστών της, όπως η κοσμική εξουσία της κυρίαρχης τάξης με νόμους και καταστολή επιβάλλει τις αποφάσεις της. Και το πλήθος θεωρείται αυτονόητο να υπακούει και να αποδέχεται. «Γιατί ποιος θα κυριαρχούσε απάνω από τους ανθρώπους, αν μη εκείνοι που κυριαρχούν στη συνείδησή τους και κρατούν στο χέρι τα ψωμιά τους»
Κι αν ο ισχυρισμός πως ο άνθρωπος πια στις μέρες μας είναι κύριος του υπερφυσικού, γεύεται την αίσθηση του θαύματος με την επιστήμη και τις μηχανές και το μυστήριο με την ιατρική και τη βιολογία όλο και περιορίζεται, η εξουσία όμως, είτε εκκλησιαστική είτε κοσμική συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν αδύναμους και ανίκανους. Όπως λοιπόν η θρησκεία και, ανάλογα των συνθηκών, η μορφή  της γεννιέται από τον ίδιο τον άνθρωπο που η ανέχεια αυτού του κόσμου τον κάνει να δραπετεύει σ’ έναν υπερφυσικό  κόσμο που οι επιθυμίες ικανοποιούνται, έτσι και ο τρόπος διακυβέρνησης  είναι ιστορικό προϊόν, εξαρτάται από τον  τρόπο οργάνωσης της παραγωγής.
Κι είναι  ο Μαρξ που δίνει τη φωνή και τα μέσα σ’ αυτόν τον, σύμφωνα με την εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία,  αδύναμο κι ανίκανο άνθρωπο να διαχειριστεί την ελευθερία του  όχι απλώς για  να ερμηνεύσει τον κόσμο αλλά με τον αγώνα του να τον αλλάξει αλλάζοντας και ο ίδιος.

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

ΣΥΜΠΑΙΓΝΙΑ ΜΜΕ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Και όλοι ετούτοι οι φασίστες, που δηλώνουν πατριώτες και  με το δίκαννο στο χέρι παίζουν πόλεμο κυνηγώντας εξαθλιωμένους, δεν κάνουν άλλο από το να ενεργούν ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές της κυβέρνησης, που άπτονται, αν δεν ταυτίζονται πλήρως, εθνικιστικών και ρατσιστικών επιλογών. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, στην περιοδεία του στον Εβρο χρησιμοποίησε λεξιλόγιο πολεμικό όταν καμάρωνε πως Ο Έβρος είναι πάντα όρθιος, το ηθικό είναι ακμαιότατο», ενώ ο εθνικισμός υπονοούνταν στις δηλώσεις του για εισβολή και στην άρνησή του πως πρόκειται για μεταναστευτικό και προσφυγικό πρόβλημα. Κι από κοντά, σχεδόν το σύνολο των Μέσων Ενημέρωσης, με τα πολεμικά τους ανακοινωθέντα, τις αποσιωπήσεις ή διαστρεβλώσεις, στην ίδια γραμμή με την κυβέρνηση, δεν κάνουν άλλο από το να διαχέουν τις αντιλήψεις ρατσισμού κι εθνικισμού εδραιώνοντάς τες. Αν κάθε δημοσιογράφος ή μέσο ενημέρωσης ασκεί μεμονωμένα μόνο μια μικρή επίδραση στο δημόσιο λόγο, η συνδυασμένη επιρροή τους όμως  μόλις συντονίσουν το λόγο τους στο ίδιο μήκος κύματος γίνεται κυρίαρχη.
        Αυτές τις μέρες όλα τα συστημικά μέσα συμμετείχαν στην παρουσίαση εκείνης της πραγματικότητας που δικαίωνε τις πολιτικές επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας. Από το ραδιόφωνο  ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ που συντονισμένα με το πολεμικό κλίμα που καλλιεργεί ο κυρίαρχος λόγος  εκπέμπουν ζωντανά από τις Φέρες του Έβρου και την Τ. Στεφανίδου που ποζάρει κομψή στον Εβρο πριν ξεκινήσει το ρεπορταζ της,  μέχρι την ΕΡΤ η οποία με αδύναμα ρεπορταζ για μεταμφιέσεις των εξαθλιωμένων καθ’  υπόδειξη τω Τούρκων, προσπαθεί να αποδείξει την αναξιοπιστία των ειδήσεων που διακινούν οι Τούρκοι.
               Κι αν η δημοσιογραφία παρουσιάζεται ως ο θεματοφύλακας της δημοκρατίας, η τέταρτη εξουσία που αποτελεί μέρος μιας διαδικασίας υπεράσπισης του δημόσιου συμφέροντος, αυτή η εξιδανικευμένη εικόνα μοιάζει στις μέρες μας να μην έχει πολύ σχέση με την πραγματικότητα, από τη στιγμή μάλιστα που τα μέσα ενημέρωσης ανήκουν σε συγκροτήματα κεφαλαιούχων.  Μπροστά σε μια όλο και πιο σύνθετη κοινωνία, μπροστά σε έναν αυξανόμενο κατακερματισμό των απόψεων, μπροστά στα ολοένα και πιο εξευγενισμένα μέσα που έχει η εξουσία της πολιτικής και του χρήματος για να καταστήσει τη θέση της γνωστή, τα μέσα ενημέρωσης αποφεύγουν να δώσουν δίκαιο μερίδιο στις διαφορετικές απόψεις που προσπαθούν να εκφραστούν δημοσίως και αποδέχονται το φιλτράρισμα των πληροφοριών να γίνεται προς όφελος της κυρίαρχης εξουσίας ή των μεγάλων ιδιοκτητών. Συνεπώς, αυτή η επιλογή ευνοεί ορισμένες προσεγγίσεις και πλαισιώσεις που έχουν ως επακόλουθο την εξάλειψη μεγάλου μέρους της πραγματικότητας  από τη δημόσια σφαίρα. Ως εκ τούτου, η δομή ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης διευκολύνει τη ροή ορισμένων πληροφοριών και αποκλείει άλλες ή τις διαστρεβλώνει.
               Ο τρόπος κάλυψης των γεγονότων τις τελευταίες μέρες στον Έβρο από την πλειοψηφία των δημοσιογραφικών οργάνων επιβεβαιώνει πως η δυσπιστία απέναντί τους δεν είναι αυθαίρετη. Για άλλη μια φορά το σύνολο των τηλεοπτικών, ραδιοφωνικών και έντυπων  μέσων ενημέρωσης που ανήκουν σε συγκροτήματα επιχειρηματικά έδειξαν πόσο διαπερατά είναι από το δέλεαρ του χρήματος και της πολιτικής εξουσίας, και πόσο η ελευθερία της έκφρασης  παραμένει περισσότερο από ποτέ η φωνή  και η αποκλειστική ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Για άλλη μια φορά οι δημοσιογράφοι σε ένα μεγάλο βαθμό συμπεριφέρθηκαν σαν τη φωνή του κυρίου. Ασχολήθηκαν, ή και επινόησαν, με τα ίδια γεγονότα ταυτόχρονα όλοι τους και ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο, ενισχύοντας την καχυποψία για τη σχέση της δημοσιογραφίας με κάθε εξουσία.
               Πολιτικοί, επιχειρηματίες, τραπεζίτες δεν χρειάζεται πια να παρεμβαίνουν άμεσα για να επηρεάσουν την κατεύθυνση των μέσων ενημέρωσης που κατέχουν. Γι’ αυτό και κάθε δημοσιογράφος μπορεί να υποστηρίζει πως πολύ σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που ένιωσε από πρώτο χέρι την εισβολή της πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας στη λειτουργία του δημοσιογραφικού μέσου. Δεν είναι λοιπόν μόνο οι εξωτερικές πιέσεις που εξηγούν το μέγεθος της συμπαιγνίας μεταξύ των μέσων ενημέρωσης και των κυρίαρχων δυνάμεων της πολιτικής και της οικονομίας. Το τραγικό είναι πως πρόκειται για μια συνενοχή που αντικατοπτρίζει ένα όραμα του κόσμου το οποίο μοιράζεται σχεδόν ολόκληρο το σύμπαν των μέσων ενημέρωσης. Ένα όραμα που ταιριάζει αρκετά καλά με αυτό της κυρίαρχης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, τμήμα της οποίας φιλοδοξούν να γίνουν οι …εργάτες της ενημέρωσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εφαρμόζουν συγκεκριμένη επιλογή, δίνοντας συγκεκριμένη κατεύθυνση στις πληροφορίες που κυκλοφορούν και ασκώντας έλεγχο στη ροή των πληροφοριών, έναν έλεγχο που ευνοεί παράγοντες της κυρίαρχης εξουσίας.
               Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τα γεγονότα στον Έβρο, τα μέσα ενημέρωσης  πυροδοτούν έξαρση εθνικισμού, δικαιολογούν φασιστικές πρακτικές, στοχοποιούν τον ξένο, που δεδομένης της σχέσης τους με την κυρίαρχη εξουσία γίνεται φανερό πως αυτή είναι πολιτική επιλογή, για να παρασύρουν οι εθνικιστικοί ανεμοστρόβιλοι  κάθε λαϊκή κινητοποίηση και να υπάρξει εξοικείωση με φασιστικές πρακτικές.
              

Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

ΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ ΟΧΕΤΟΣ

Στο πενηντάλεπτο  βίντεο, στο οποίο  η ηλεκτρονική εφημερίδα «ΣΤΟ ΝΗΣΙ» κατέγραψε αντιδράσεις  κάποιων κατοίκων της Λέσβου προς εξαθλιωμένους ανθρώπους μέσα σε μια φουσκωτή βάρκα στο λιμάνι της Θερμής, μοιάζει να αποτυπώνεται στο λόγο και τη συμπεριφορά αυτής της ομάδας  αφτιασίδωτος ο φασισμός,  που τολμά πια χωρίς προσχήματα να εκδηλώνεται. 
       Κι όσο  η κυρίαρχη εξουσία χρησιμοποιεί φασιστική προπαγάνδα, φασιστικές πρακτικές, τόσο λιγότερο χρησιμοποιείται ο όρος φασισμός για να περιγράψει αυτές ή  ένα κόμμα ή μια κυβέρνηση. Βρίσκεται πάντα ένα καλό πολιτικό επιχείρημα για να θεωρηθεί πως αυτός ο όρος, ο φορτωμένος με τέτοια ανήκουστα εγκλήματα, είναι ακατάλληλος και προτιμώνται όροι όπως ακροδεξιά, εθνικισμός, ριζοσπαστισμός κλπ. ενώ η έννοια του πατριωτισμού δεινοπαθεί και ο όρος ασφάλεια έχει την τιμητική του.
          Και στη χώρα μας  η κυβέρνηση σαν εθνικό καθήκον παρουσιάζει την φασιστικής εμπνεύσεως  πολιτική της, που εφαρμόζει  στους εξαθλιωμένους των πολέμων. Κι από κοντά αποθρασύνθηκαν κάθε είδους φασιστοειδή, όπως οι πρωταγωνιστές στο βίντεο, που αισθάνονται πια αρκετά προστατευμένα από την κεντρική εξουσία για να ξεμυτίσουν τα θρασύδειλα και να σκορπίσουν το δηλητήριό τους.  
         Ο νέος φασισμός διαμορφώνεται μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της εποχής μας. Πριν απροκάλυπτα καταλάβει την εξουσία, ο φασισμός αρχίζει και αναγνωρίζεται σε κείνη τη στάση ζωής η οποία βασίζεται σ’ ένα αποκαλυπτικό και βάρβαρο όραμα του κόσμου που απαιτεί ανελέητο πόλεμο για να εξοντωθεί ένας κακός και πονηρός εχθρός ο οποίος θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση ενός έθνους ή ενός πολιτισμού. Εύκολος στόχος στις μέρες μας, κι ακίνδυνος για την εξουσία της κυρίαρχης τάξης, οι πρόσφυγες και μετανάστες. Η ίδια η κυβέρνηση, εξυπηρετώντας τους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς στόχους, φαίνεται απρόθυμη να ασκήσει πολιτική με τα διπλωματικά μέσα που και το αστικό καθεστώς έχει στη διάθεσή του και  ανοίγει το δρόμο για εξάλειψη δικαιωμάτων και ελευθεριών. Κι αν με εθνικιστικές μεγαλοστομίες στοχοποιεί σαν μέγιστη απειλή τους εξαθλιωμένους των πολέμων είναι γιατί θεωρεί πως δεν τη συμφέρει ούτε να διαμαρτυρηθεί στην ΕΕ για την υποχρέωση που έχει  αναλάβει με  κανονισμό του Δουβλίνου  να σταματά τις μεταναστευτικές ροές  ούτε να αντιδρά στο ΝΑΤΟ που δημιουργεί τις στρατιές προσφύγων με τις επεμβάσεις του, στις οποίες συμμετέχει και η χώρα ποικιλοτρόπως και όχι και τόσο αφανώς πια.
      Σ΄ όλη την Ευρώπη  όλο και διευρύνεται η εξοικείωση με φασιστικές πρακτικές, καμουφλαρισμένες σε δράσεις για προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, για υποστήριξη  δικαιωμάτων, για εξασφάλιση ποιότητας ζωής που απειλούνται από τους εξαθλιωμένους, οι οποίοι κατηγορούνται για την απροθυμία τους να αφομοιωθούν πολιτιστικά. Κι έτσι η  επιστροφή στον έλεγχο των συνόρων δικαιολογείται να βρίσκεται στο στόμα όλων των πολιτικών ηγετών απελευθερώνοντας εθνικιστικές φωνές που θρασύτατα κραυγάζουν για  εθνικό καθήκον και φυλετική καθαρότητα.
           Αυτές τις μέρες πάνω στον Έβρο και στα νησιά του Αιγαίου η κυβέρνηση με τις ενέργειές της στήνει παραμάγαζα πατριδοκαπηλίας με εκκλήσεις για εθνική ομοψυχία και  ιαχές πολεμικές εναντίον εξαθλιωμένων, επιτρέποντας τον  φασιστικό οχετό να πλημμυρίσει όλη την χώρα. Με άναρθρες κραυγές και μιμήσεις πολεμικών αλαλαγμών αποκρύπτεται η αντιλαϊκή και κατασταλτική πολιτική που εφαρμόζεται και τα καπιταλιστικά συμφέροντα  που την επιβάλλουν εδώ και χρόνια.  Από κοντά και τα ΜΜΕ που βρήκαν ευκαιρία να παρουσιάσουν σαν προσομοιώσεις πολέμου τις επιθέσεις εναντίον των εξαθλιωμένων. Θεαματικές κινήσεις στήριξης προς τις δυνάμεις ασφαλείας στον Έβρο εκθειάζονται, όπως της  ΠΑΕ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ που θριαμβευτικά ανακοινώνει πως στέλνει τρόφιμα και αναλώσιμα στους φύλακες στα σύνορα, χωρίς ν’ αντιλαμβάνονται πως εξευτελίζεται ένα κράτος που δεν μπορεί να εξασφαλίσει  ούτε τη διατροφή των οργάνων του.   
         Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης με τους επικεφαλής των τριών θεσμών της ΕΕ, που ευθύνεται για τη δημιουργία του προβλήματος, σε ρόλο στρατηγού που θριαμβευτικά επιδεικνύει την νίκη του, δεν εφείσθη κατηγοριών εναντίον της Τουρκίας  στην περιοδεία του στον Έβρο, την ίδια στιγμή που καμιά διπλωματική κίνηση εναντίον της δεν έχει κάνει. 
Προς το παρόν μοιάζει να έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα η πολιτική του. Και όχι δεν είναι η αναχαίτιση του …εχθρού με την μορφή των εξαθλιωμένων.  Όπως ο Ερντογάν τους χρησιμοποιεί για να εκβιάσει την ΕΕ, το ίδιο κάνει και ο Κ. Μητσοτάκης σε μικροπολιτικό όμως επίπεδο. Κτίζει το φασισμό στην κοινωνία πάνω σε κοινωνικά στρώματα που μοιάζουν καταδικασμένα στις στερήσεις και νιώθουν κοινωνική ταπείνωση έχοντας πληγεί από την κρίση υλικά και πολιτικά. Χρησιμοποιώντας λοιπόν τους εξαθλιωμένους σαν εισβολείς που απειλούν την ασφάλεια και …κανονικότητα, εκβιάζει συνειδήσεις και καταρρίπτει αναστολές στους πιο μικρόψυχους κατοίκους αυτής της χώρας, οι οποίοι παίρνουν το σύνθημα από το λόγο και το έργο της κυβέρνησης για να επιδείξουν ακραίες ρατσιστικές συμπεριφορές πασπαλισμένες με ολίγον από πατριωτισμό. Αυταπατώνται ή εξαπατούν πως προπηλακίζοντας και βρίζοντας υπερασπίζονται την ζωούλα τους σε μια πατρίδα που τους έχει ανάγκη, ενώ άλλο ρόλο δεν  τους δίνεται από κείνο των μαντρόσκυλων που υπερασπίζονται συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Η εικόνα της πολιτικής μας ηγεσίας.
       Το θέμα της μετανάστευσης, δείχνει σήμερα ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση μια «μεταναστευτική» κρίση, αλλά μια πολιτική κρίση και  μία από τις συνέπειές της είναι το κλείσιμο των συνόρων για επιλεγμένες ομάδες ανθρώπων, φτωχών και κατατρεγμένων από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Η πολιτική του κλεισίματος, της υπεράσπισης μιας αμφισβητούμενης ασφάλειας μας κάνει να ξεχνάμε ότι το πρόβλημα έγκειται στη λειτουργία ενός συστήματος που βασίζεται στον ταξικό διαχωρισμό, στην εκμετάλλευση και στη μονοπώληση του πλούτου. Η άνοδος των αντιδραστικών πολιτικών και των εθνικισμών που ξαναγεννιούνται στην Ευρώπη με κραυγές προσπαθεί  να καλύψει τη θλιβερή πραγματικότητα ενός βαθιά άνισου κόσμου.