Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

      Τις τελευταίες μέρες  μετέωρο, χωρίς διάψευση ή επιβεβαίωση από την κυβέρνηση μένει το ζήτημα  του κλεισίματος ή συρρίκνωσης της ΕΡΤ που ανέδειξαν  διάφορα δημοσιεύματα.
              Είκοσι και παραπάνω χρόνια από την εκχώρηση της πρωτοβουλίας για ίδρυση ιδιωτικών καναλιών κατ’ ουσίαν σε εκδότες εφημερίδων, επιμερίζοντας  αυτό το δικαίωμα σε μια συγκεκριμένη ομάδα, χωρίς αυτό να αναγνωριστεί  ότι συνιστά πολιτικό σκάνδαλο, οι κυβερνώντες είτε συρρικνώνοντας είτε καταργώντας την ΕΡΤ  συνεχίζουν το έργο που ξεκίνησαν τότε. Τότε χαιρετίστηκε διθυραμβικά η … απελευθέρωση της ενημέρωσης από την κρατική χειραγώγηση, που στο πέρασμα του χρόνου αποκάλυψε την ποιότητα του πολιτικοϊδεολογικού εποικοδομήματος, που απροκάλυπτα εκδηλώνει την απόφασή του να ελέγχει τα πάντα άμεσα. Κι ενώ η χωρίς αρχές διαπλοκή των κυρίαρχων πολιτικοοικονομικών συμφερόντων επιβάλλει παρεκκλίσεις από το καθεστώς του διαβόητου κράτους δικαίου με τις διακριτές εξουσίες, επιτάσσοντας φανερά την αλληλεξάρτηση των εξουσιών, γίνονται αποδεκτές ενέργειες ή παραλείψεις που προβαίνουν στην ιδεολογική νομιμοποίηση της όλα αυτά τα χρόνια.
             Αυτό που διαφημιζόταν ήταν πως η ιδιωτική τηλεόραση χρειάζεται γιατί δίνει θέαμα και ψυχαγωγία, δεν επιβαρύνει οικονομικά τους θεατές και  συνεισφέρει  στην εδραίωση και  εμβάθυνση της δημοκρατίας στη χώρα. Βέβαια ελάχιστα  άντεξαν όλες αυτές οι εκπεφρασμένες προθέσεις για δημιουργία ραδιοσταθμών ή τηλεοπτικών καναλιών έξω από τον κύκλο του εμπορεύματος που θα προάγουν το σπάσιμο του διαχωρισμού παραγωγής και κατανάλωσης και θα πληροφορούν άμεσα, ζωντανά, αντικειμενικά και άλλες φανφάρες που διακόσμησαν την απόφαση για απελευθέρωση της ενημέρωσης. Στην πραγματικότητα με τη στροφή στον  νεοφιλελευθερισμό και  τη μείωση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους, αποδεσμεύεται  ένα τμήμα  της πληροφόρησης που αποδίδεται  κατευθείαν στην κυρίαρχη  αστική τάξη, ενώ ένα  άλλο τμήμα  το διατηρεί στο πλαίσιο του κράτους και στα όρια  της κυβερνητικής ευθύνης.
          Η εμπειρία από την αποκλειστική χρήση των ΜΜΕ από η χούντα κι αργότερα από  τα κόμματα εξουσίας απέδειξε ότι δεν αρκεί να τα έχει κανείς  υπό τον έλεγχο για να διαιωνίσει τη εξουσία του,  εφόσον η αποκλειστική χρήση επισύρει  την κριτική  και την πολεμική των  άλλων πολιτικών δυνάμεων κατά του ίδιου μέσου, γεγονός που αναιρεί  σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητά του. Έτσι  διανέμεται  ο έλεγχος της πληροφόρησης σε όλες τις δυνάμεις του συστήματος, και διευρύνεται η χρήση της για να ενεργοποιηθούν οι κυρίαρχες δυνάμεις του καθεστώτος να δουλέψουν για την υπεράσπισή του, ενώ ταυτόχρονα  αποδεσμεύονται εν μέρει οι πολιτικοί  εκφραστές του από τις άμεσες πολιτικές ευθύνες, διαχέοντας την κριτική  προς διάφορες  κατευθύνσεις. Κι έτσι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας καθίστανται πιο αποτελεσματικά στη διαιώνιση και αναπαραγωγή του συστήματος.
                 Αλλωστε,    αυτό που είμαστε τώρα μέχρις ενός μεγάλου βαθμού είναι δημιούργημα των μέσων επικοινωνίας, τα οποία  πρωτοστάτησαν στη διάδοση και εμπέδωση του καταναλωτικού παθητικού μοντέλου, την αποχαύνωση των αισθήσεών μας και  τελικά διαμόρφωσαν μάζες απολιτικές σε μια ταξική κοινωνία. Χάσαμε  τη συνείδηση ότι η κοινωνία είναι ταξική που είναι και  η αφετηρία για την πολιτική αυτογνωσία. Και σ’ αυτό το σημείο εντοπίζεται η στενή σχέση  μέσων ενημέρωσης και εξουσίας, που οδηγεί στη χειραγώγηση των λαϊκών μαζών κι επομένως στη βιώσιμη άσκηση της εξουσίας. Το πρόβλημα λοιπόν  δεν είναι η εύνοια των  μέσων ενημέρωσης προς την εξουσία, που δεν θα είχε και τόσο νόημα  αφού μια απροκάλυπτη προπαγάνδα μάλλον θα απωθούσε. Η χειραγώγησή μας όλα αυτά τα χρόνια στηριζόταν σε κάτι πιο μόνιμο και λιγότερο εμφανές,  στη δυνατότητα  ζωντανής αναπαράστασης του κόσμου κατά το δοκούν. Αποδεχτήκαμε την κατασκευή ενός φανταστικού κόσμου αποσπασματικού, συγκροτημένου επιλεκτικά από κομμάτια  της πραγματικότητας με βάση τις αξίες, τα μέσα τους σκοπούς  και τις ιδεολογίες εκείνων που ήλεγχαν τα μέσα επικοινωνίας. Κι εμείς υιοθετώντας το σύστημα ιδεών αυτών που ήλεγχαν τα μέσα επικοινωνίας  βιώναμε την πραγματικότητά μας μέσα  από τη δική τους οπτική, έτσι που ούτε το συμφέρον μας να μην αναγνωρίζουμε, ενώ η σύγχυση και η έλλειψη ευαισθησίας  μας  μπροστά στην προκλητική μας χειραγώγηση μας  εμπόδιζε να αντιδράσουμε.
            Στην εποχή των μνημονίων  η εξαθλίωσή μας φωτίζει τα ταξικά ρήγματα επικίνδυνα τόσο που οι μηχανισμοί με τους οποίους μέχρι πρότινος μια ολόκληρη κοινωνία πληροφορούνταν, διεγειρόταν,  αναστατώνονταν, προσαρμόζονταν στις ανάγκες που δημιουργούσαν τα μέσα επικοινωνίας να υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσουν. Πριν  συμβεί αυτό και με το φόβο να προλάβει την ανάπτυξη  μιας συνείδησης κριτικής που θ’ αντιστέκεται στις τρέχουσες ιδεολογίες και πρακτικές η κυρίαρχη εξουσία ετοιμάζεται για τον πόλεμο που ελπίζει να τον κερδίσει πριν κηρυχτεί. Προνοητικοί,  ολοένα και περισσότερο οι κυβερνώντες αδιαφορούν για ιδεολογικές επικαλύψεις των επιλογών τους που τους προσφέρουν οι ρητορικές μεγαλοστομίες περί πολιτικού πλουραλισμού, διαφορετικότητας των πολιτισμικών αναφορών, δημοκρατικού διαλόγου και άλλα τέτοια ηχηρά. Τα μέσα επικοινωνίας είναι απαραίτητα  όπλα σ ‘ αυτόν τον πόλεμο.
            Η συρρίκνωση λοιπόν της ΕΡΤ η οποία  θα λειτουργεί υπό καθεστώς ανασφάλειας των εργαζομένων θα ευνοήσει  το ρόλο της σε θεραπαινίδα του συστήματος, ώστε ο σχολιασμός και η ερμηνεία της πραγματικότητας να γίνεται μέσα από την οπτική, χωρίς καμιά ρωγμή,  του κυρίαρχου συστήματος. Σκηνοθετημένη έτσι  η ζωντανή εικόνα της πραγματικότητας θα παρουσιάζεται σαν να είναι η ίδια η πραγματικότητα αναπαράγοντας την κυρίαρχη ιδεολογία  και δημιουργώντας μια εικονική πραγματικότητα. Σ’ αυτήν την εικονική πραγματικότητα μπορεί και ο Γ. Στουρνάρας να δηλώνει ότι το δάνειο είναι το  μεγαλύτερο που έχει δοθεί σε οποιονδήποτε από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας  και ότι αυτό  είναι σχεδόν δώρο ή ότι όπου νάναι έρχεται η πολυαναμενόμενη ανάπτυξη.
             Η παγίδευσή μας στο φανταστικό σύμπαν που τα μέσα ενημέρωσης, δυνάμεις του συστήματος,  κατασκευάζουν είναι ένας από τους λόγους της παθητικότητας με την οποία δεχόμαστε την εξαθλίωσή μας

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΙ



          Το βράδυ της προηγούμενης Δευτέρας οι Πρετεντέρης και Στάη αφιέρωσαν τις εκπομπές τους στην απόφαση της Α. Τζολί να προχωρήσει σε προληπτική μαστεκτομή για αποφυγή καρκίνου. Χαθήκαμε σε πληροφορίες γιατρών, αναλύσεις και παράθεση προσωπικών  εμπειριών αλλά και επαίνους για τη γενναία απόφαση της ηθοποιού. Δεν υπήρχε καμιά διαφοροποίηση στον προβληματισμό ανάμεσα στις δυο εκπομπές, ίσως μόνο μια προσπάθεια της Ε. Στάη να φανεί ότι επιμένει περισσότερο στον επιστημονικό λόγο.
             Όχι μόνο   η δημοσιοποιημένη  ενέργεια της ηθοποιού, αλλά και το  σκεπτικό πάνω στο οποίο  αυτή στηρίχτηκε έτυχε της δέουσας επιδοκιμασίας σχεδόν παγκοσμίως, γιατί όπως τονίστηκε, ενθαρρύνει όλες τις γυναίκες να εξεταστούν.
          Η μαστεκτομή έγινε γιατί η πρόβλεψη για ανάπτυξη καρκίνου ήταν σε  ποσοστό πιθανότητας 87%, όχι 88 ούτε 86. Η πρόβλεψη αναμενόταν να ήταν αληθής, η νομοτέλεια δεν αμφισβητείται, παρακάμπτονται τυχαίοι εξωγενείς παράγοντες που ίσως θα μπορούσαν να την ανατρέψουν. Η νομοτελειακή συμπεριφορά υπακούει σε έναν ακριβή και άρρηκτο νόμο. Όσο η επιστήμη αναπτύσσεται  η ερμηνεία όλων των φαινομένων μαθηματικοποιείται και καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι είναι ζήτημα χρόνου η πλήρης απαλοιφή του χάους από τη ζωή μας. Πιστεύουμε σχεδόν πως λίγα μυστικά έχουν μείνει και γνωρίζοντας τις ενεργούσες δυνάμεις στα φαινόμενα, μπορούμε να τις συνδέουμε μεταξύ τους με σχέσεις αιτιότητας και το πρόβλημα της ακριβούς προγνώσεως να συνίσταται μόνο στην επακριβή καταγραφή όλων  των σχετικών δεδομένων. Όλα υπό έλεγχο λοιπόν.
          Μια τέτοια απόφαση όπως αυτή της ηθοποιού  στηρίζεται στη σιγουριά, ακόμα κι αν αναφερόμαστε σε πιθανότητες,   ότι και τα πιο πολύπλοκα φαινόμενα είναι ελεγχόμενα και προβλέψιμα από την επιστήμη και δεν κινδυνεύει έστω και η παραμικρή απόκλιση στη συμπεριφορά κάποιου παράγοντα να ανατρέψει την τελική πρόβλεψη. Η  απόφαση της ηθοποιού στηρίχτηκε σε τέστ ανίχνευσης ελαττωματικών γονιδίων, χωρίς να ληφθεί  υπόψη ότι κάτι που προκαλείται  από μια αιτία δεν είναι απαραίτητο να συμβεί  αναπότρεπτα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ενώ ελαχιστοποιήθηκε η πιθανότητα της αλλαγής των συνθηκών που μπορεί να αλλάξει τα αποτελέσματα της δοσμένης αιτίας  Η αποδοχή της ορθότητας της πρόβλεψης, ενώ οδηγεί στον προληπτικό ακρωτηριασμό που θεωρείται μέσον ρύθμισης της λειτουργίας του οργανισμού που έχει διαταραχτεί, χαιρετίζεται σαν νίκη και δεν αμφισβητείται η ορθότητά της, ακόμα κι αν εμπλέκονται φήμη και χρήμα.  
       Στην ευρύτατη δημοσιότητα αυτού του γεγονότος βρίσκουμε κοινωνικές οπτικές που χειραγωγούν προς ορισμένη κατεύθυνση τη σκέψη μας.   
             Όπως ο οργανισμός μας έτσι και η κοινωνία, αναπαριστάνοντάς τη με το μοντέλο ρυθμιζόμενου συστήματος, υποταγμένη  σε δεδομένους οικονομικούς και πολιτικούς νόμους επαϊόντων  εάν τους ακολουθεί  μπορεί να εξασφαλίσει την καλή λειτουργία της.   Σαν ο άνθρωπος να ιδιοποιείται τον κόσμο παθητικά όχι ενεργητικά μέσα από την πράξη, σαν η κοινωνική πραγματικότητα να μην είναι η αλληλεπίδραση  αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων. Οι νόμοι όμως της κοινωνικής ανάπτυξης  είναι νόμοι της δράσης των ανθρώπων και στην κοινωνική ζωή  διαμορφώνονται διαρκώς διάφορες δυνατότητες, η πραγματοποίηση των οποίων εξαρτάται  από τη συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων.
        Από τη μια λοιπόν  γίνεται προσπάθεια να εδραιωθεί η  βεβαιότητα ότι όπως η πορεία οργανισμών με ελαττωματικά γονίδια είναι προδιαγεγραμμένη το ίδιο και η εξέλιξη μιας κοινωνίας που δεν ακολουθεί τους δεδομένους κανόνες είναι εκ των προτέρων καθορισμένη και πραγματοποιείται με μοιρολατρική αναγκαιότητα κι από την άλλη ετούτος ο μοιρολατρικός ντετερμινισμός  συμπληρώνεται με …αισιόδοξες αντιλήψεις ότι ο φόβος μας  για το μέλλον, που μετράται με ποσοστά, σχεδιάζει τις ενέργειές μας στο παρόν το οποίο  βλέπουμε ήδη βυθισμένο στο μέλλον που δήθεν ελέγχουμε. Η σημασία της ανθρώπινης πράξης  ελαχιστοποιείται και δρούμε υποταγμένοι σε μια αναπότρεπτη μοίρα. Σαν τα ζώα που ζουν σε ελεγχόμενο χώρο και  κινούνται με περιορισμένο τρόπο, δεν τολμούν να απομακρυνθούν, περιφέρονται στο ίδιο μέρος εκτελώντας διάφορες επαναλαμβανόμενες κινήσεις.     
           Καταλήγουμε να υποστηρίζουμε ότι ο κόσμος πρέπει να βρίσκεται σε τάξη ταυτίζοντας την τάξη με τη συγκεκριμένη κοινωνική οργάνωση που είναι σαν τον υγιή οργανισμό –πόσες φορές δεν ακούσαμε τέτοιους παραλληλισμούς. Οι κυβερνώντες με τη βοήθεια οικονομολόγων, κοινωνιολόγων και άλλων  ειδικών μεριμνούν, ή τουλάχιστον έχουν αυτό το χρέος, για τη σωστή λειτουργία του κάνοντας προγνώσεις για την εξέλιξή του ως ειδικοί κι επιδεικνύοντας σαν τρόπαιο έναν κόσμο που τελεί υπό έλεγχο. ¨Οσο λιγότερες δυνατότητες επέμβασης και ελέγχου στα γεγονότα θέλουν απο μας να υπάρχει  τόσο περισσότερο προσπαθούν να  αποκρύψουν την ερμηνεία τους πίσω από αναλύσεις τεχνοκρατικού χαρακτήρα με λεπτομέρειες που μας πείθουν ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι μια αχανής συλλογή  από χαοτικά δυναμικά συστήματα τα οποία κατανοούν και διαχειρίζονται μόνο οι ειδικοί με πολύ υψηλά μάλιστα ποσοστά  αποτελεσματικότητας.
         Σ’ έναν τέτοιο κόσμο όταν οι προγνώσεις των ειδικών δεν είναι καλές γι’ αυτόν φυσικά και δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε. Οι ειδικοί θα αναλάβουν τον περιορισμό της καταστροφής και  μπορεί να απαιτηθεί όποιο τμήμα δεν λειτουργεί καλά  να πρέπει να ακρωτηριαστεί για να σωθεί το σύνολο.
               Τρία χρόνια τώρα οι ακρωτηριασμοί κοινωνικών ομάδων σε δικαιώματα και υλικούς όρους ύπαρξης  συνεχώς αυξάνονται. Και μεις περιμένουμε  ακόμα ότι στα νέα τεστ που υποβαλλόμαστε μονίμως όλο αυτό τον καιρό με τη θεραπεία που ακολουθούμε η πρόγνωση της εξαθλίωσής μας θα κινείται σε μικρότερα ποσοστά.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ



           Τρια χρόνια τώρα  το κύριο χαρακτηριστικό και το σημαντικότερο πρόβλημα των προσπαθειών αντίστασης των εργαζομένων  είναι η αναποτελεσματικότητα των αγώνων. Μια αναποτελεσματικότητα που δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της  κατάστασης που επικρατεί  στους εργαζόμενους, αλλά αποτελεί  και επιδίωξη της κυρίαρχης εξουσίας για  πολιτική χειραγώγηση των εργαζομένων επιστρατεύοντας εναντίον τους όλο το πολιτικό φάσμα, αδιαφορώντας για τον  κίνδυνο  να κοπούν ολότελα οι γέφυρες μαζί τους. Το θεσμικό πλαίσιο εξασφαλίζει στην εξουσία τα μέσα για περιορισμό των αποτελεσμάτων  των απεργιών και ακόμα και την ακύρωση των ίδιων των απεργιών, ενώ ο κατακερματισμός  των εργαζομένων, ο ασφυκτικός έλεγχος των συνδικάτων εμποδίζει  την ανάπτυξη κινήματος συμπαράστασης στις κινητοποιήσεις.
         Γι’ αυτό, μόνο μέσα από τον ενωμένο και συντονισμένο αγώνα των εργαζομένων κι όχι κάθε κλάδου μονάχου του, ξεπερνώντας συνδιαλλαγές, ταξικές συνεργασίες και ρεφορμιστικούς χειρισμούς είναι δυνατό να  αντιμετωπιστεί  η επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι.
       Και προς επίρρωση της προηγηθείσας συνθηματολογίας κάποια αποσπάσματα από τη «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» του Κ. Μαρξ
      «Στην Αγγλία οι εργάτες δεν περιορίστηκαν σε μερικές ενώσεις που δεν είχαν άλλο σκοπό από μια προσωρινή απεργία και που διαλύονταν μαζί μ’  αυτή. Σχημάτισαν μόνιμες εργατικές ενώσεις. Trades union (συνδικάτα) που χρησιμεύουν σαν προπύργιο στους εργάτες στην πάλη τους με τους εργοδότες. … Η διαμόρφωση  αυτών των απεργιών, των εργατικών ενώσεων, των συνδικάτων βάδισε ταυτόχρονα με τους πολιτικούς αγώνες των εργατών, που τώρα αποτελούν ένα μεγάλο πολιτικό κόμμα, με το όνομα Χαρτιστές. Οι πρώτες προσπάθειες των εργαζομένων να συνδεθούν μεταξύ τους, έγιναν με τη μορφή των εργατικών ενώσεων.
   Η μεγάλη βιομηχανία συγκεντρώνει σ’ ένα μονάχα μέρος  πλήθος ανθρώπους, που είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Ο συναγωνισμός χωρίζει τα συμφέροντά τους.  Ωστόσο η διατήρηση του μισθού, αυτό το κοινό συμφέρον που έχουν αντίκρυ στον εργοδότη τους, τους ενώνει με μια μοναδική σκέψη αντίστασης- την εργατική ένωση. Ετσι η εργατική ένωση έχει πάντα  διπλό σκοπό: να σταματήσει το συναγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες για να μπορέσουν να κάνουν γενικό ανταγωνισμό στον κεφαλαιοκράτη. Αν ο πρώτος  σκοπός αντίστασης στάθηκε η διατήρηση των μισθών, στο μέτρο που οι κεφαλαιοκράτες ενώνονται, με τη σειρά τους, με σκοπό να καταπιέσουν οι εργατικές ενώσεις  απομονωμένες στην αρχή, συγκροτιούνται σε ομάδες κι αντίκρυ στο πάντα ενωμένο κεφάλαιο, η διατήρηση του συνδέσμου τους  γίνεται περισσότερο αναγκαία γι’ αυτούς από τη διατήρηση του μισθού. Αυτό είναι τόσο αληθινό, που οι Άγγλοι οικονομολόγοι παραξενεύονται πολύ να θυσιάζουν σοβαρό μέρος απ’ το μισθό  για να διατηρούνε συνδέσμους που στα μάτια των οικονομολόγων αυτών, γίνονταν μονάχα για χάρη του μισθού. Σε τούτη την πάλη- αληθινό εμφύλιο πόλεμο- συγκεντρώνονται κι αναπτύσσονται όλα τ’ αναγκαία στοιχεία για μια μελλοντική μάχη. Όταν ο σύνδεσμος φτάσει σε τούτο το σημείο, παίρνει πολιτικό χαρακτήρα.
             Οι οικονομικές συνθήκες είχαν αρχικά μετατρέψει τη μάζα της χώρας σ’ εργάτες. Η κυριαρχία του κεφαλαίου δημιούργησε για τούτη τη μάζα κοινή θέση, κοινά συμφέροντα. Έτσι, η μάζα αυτή είναι πια μια τάξη αντίκρυ στο κεφάλαιο. Μα δεν έχει γίνει  ακόμα τάξη για τον εαυτό της. Μέσα στην πάλη, που μονάχα μερικές της φάσεις έχουμε σημειώσει, τούτη η μάζα συνενώνεται, συγκροτείται σε τάξη για τον εαυτό της. Τα συμφέροντα που υπερασπίζει  γίνονται ταξικά συμφέροντα. Μα η τάξη είναι πάλη πολιτική…
            Ωστόσο, όταν πρόκειται να εξεταστούν με ακρίβεια ο απεργίες, οι εργατικές ενώσεις και οι άλλες μορφές, που μ’ αυτές οι προλετάριοι οργανώνονται, μπροστά στα μάτια μας, σε τάξη, άλλους τους πιάνει πραγματικός φόβος, κι άλλοι δείχνουν αλαζονικά μια έσχατη  περιφρόνηση.  
       Ο ζωτικός όρος  για κάθε κοινωνία θεμελιωμένη πάνω στον ταξικό ανταγωνισμό, είναι μια καταπιεζόμενη τάξη. Η απελευθέρωση  της καταπιεζόμενης τάξης επιβάλλει  λοιπόν απαραίτητα τη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας. Για να μπορέσει να απελευθερωθεί  η καταπιεζόμενη τάξη, πρέπει να μην μπορούν πια να σταθούν πλάι-πλάι οι παραγωγικές δυνάμεις που αποχτηθήκανε πια και οι κοινωνικές σχέσεις που υπάρχουν τώρα να μη μπορούν να συνυπάρξουν. Απ’  όλα τα μέσα  παραγωγής, η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη είναι η ίδια η επαναστατική τάξη. Η οργάνωση των επαναστατικών στοιχείων  σε τάξη υποθέτει πως υπάρχουν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορούσαν να γεννηθούνε μέσα στα σπλάχνα της παλιάς κοινωνίας…
     Μέσα στην πορεία της ανάπτυξής της, η εργατική τάξη θ’  αντικαταστήσει την παλιά αστική κοινωνία με μια κοινωνία, που θ’ αποκλείσει τις τάξεις και τον ανταγωνισμό τους και δεν θα υπάρχει πια η καθαυτό λεγόμενη πολιτική εξουσία, αφού η πολιτική εξουσία είναι ίσα-ίσα η επίσημη ανακεφαλαίωση του ανταγωνισμού μέσα στην αστική κοινωνία.
           Στο μεταξύ ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη είναι πάλη τάξης με τάξη, πάλη που σα φτάσει στην ανώτερη έκφρασή της γίνεται ολοκληρωτική επανάσταση. Πρέπει άλλωστε να παραξενευόμαστε που μια κοινωνία, θεμελιωμένη πάνω στην αντίθεση των πραγμάτων καταλήγει σε μια βίαιη αντίφαση, σε μια σύγκρουση σώμα με σώμα σαν τελευταία λύση;
                Μη λέτε πως οι κοινωνικοί αγώνες αποκλείουνε τους πολιτικούς αγώνες. Δεν υπάρχει πολιτικός αγώνας που να μην είναι ταυτόχρονα και κοινωνικός.
        Αυτό γίνεται μονάχα σε μια τάξη  πραγμάτων όπου δε θα υπάρχουν πια τάξεις και ταξικού ανταγωνισμοί, όπου οι κοινωνικές εξελίξεις θα πάψουν νάναι πολιτικές επαναστάσεις. Ισαμε τότε, στις παραμονές κάθε γενικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, η τελευταία λέξη της κοινωνικής επιστήμης θάναι πάντα: Αγώνας ή θάνατος: ματοκύλισμα ή αφανισμός. Ετσι ακαταμάχητα μπαίνει το ζήτημα. Γεωργία Σάνδη»
                             Κ. Μαρξ: «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», εκδ. Αναγνωστίδη

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ

Η εξαγγελθείσα και μηδέποτε πραγματοποιηθείσα απεργία των καθηγητών έδειξε και τα όρια του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, που για δεκαετίες είχε αναλάβει τη χειραγώγηση του κόσμου της εργασίας.
               Η ιδιαιτερότητα του συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας οφείλεται στην πολιτική και τους αγώνες των κομμουνιστών που σημάδεψαν και την εξέλιξη του. Βγαίνοντας από έναν εμφύλιο η αστική τάξη φοβισμένη ταύτιζε συνδικαλιστές και κομμουνιστές κι αυτό πέρα από τις διώξεις φυλακίσεις κλπ. είχε σαν πραχτικό αποτέλεσμα το στενό δέσιμο του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος με την πολιτική κι επομένως υψηλό βαθμό πολιτικοποίησης του συνδικαλισμού κι αποφασιστική συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Ακόμα και η ενιαία συνδικαλιστική εκπροσώπηση είναι ένδειξη της ενιαίας πολιτικής συνείδησης των εργαζομένων που εκφράστηκε και στο οργανωτικό επίπεδο. 
               Μετά τον οδοστρωτήρα της χούντας ένα μαζικό ριζοσπαστικό κίνημα που μαχητικά και αγωνιστικά ανάγκαζε το κεφάλαιο σε παραχωρήσεις έκανε στην μεταπολίτευση την άρχουσα τάξη να οργανώσει τις αντιδράσεις της για να αδρανοποιήσει και να χειραγωγήσει τους εργαζομένους. Η κομματικοποίηση του συνδικαλισμού, ιδιαίτερα ο κυβερνητικός συνδικαλισμός με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, που χρησιμοποιώντας αριστερή φρασεολογία ξεπουλούσε ανοιχτά αγώνες εργαζομένων ή τους απομόνωνε, φτάνοντας και στην ανοιχτή τρομοκρατία και στα χτυπήματα από τον κρατικό μηχανισμό, απομάκρυνε τους εργαζόμενους από τα συνδικάτα και μείωνε την αξιοπιστία τους. Κι έτσι φτάσαμε στα χρόνια του μνημονίου μέ ένα χάσμα να χωρίζει τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τους εργαζόμενους, με τους τελευταίους να μένουν χωρίς συλλογική εκπροσώπηση, έρμαια στις διαθέσεις της κάθε εργοδοσίας και πολύ περισσότερο της άρχουσας τάξης. 
               Ο χώρος των εκπαιδευτικών δεν αποτελεί εξαίρεση στο γενικό τοπίο της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης αλλά και των διαθέσεων και προσδοκιών από τις οποίες απειλούνται να χαθούν σε μια μεγάλη παραίσθηση, της αγωνιστικής ετοιμότητας. Την τελευταία εβδομάδα, με την όψιμη επαναστατικότητα και τις παλινωδίες του διοικητικού συμβουλίου της ΟΛΜΕ, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις που βρίσκονται κοντά στην εξουσία η την φλερτάρουν θέλοντας να απαλλαγούν από το βραχνά της πραγματοποίησης της απεργίας δικαιολογούν την αλλαγή στάση τους επειδή ανακάλυψαν ότι δεν "έχουν διαμορφωθεί οι όροι και οι προϋποθέσεις για να πάμε στην κρίσιμη και αποφασιστική σύγκρουση", ενώ εκείνες με την επαναστατική φρασεολογία καταγγέλλουν ότι "ενώ δεν είχαν κανένα δικαίωμα σύμφωνα με το καταστατικό της ΟΛΜΕ να αναιρέσουν την απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων, φρόντισαν να θάψουν την απεργία και τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις" και συγχρόνως τα πυρά τους στρέφονται εναντίον της συνδικαλιστικής παράταξης του ΠΑΜΕ, γιατί δεν έδειξε επαναστασικότητα αντίστοιχη της δικής τους... στα λόγια. 
                Η απεργία των καθηγητών που δεν έγινε ανέδειξε ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα συγκυρίας, αλλά στρατηγικού χαρακτήρα που επηρεάζει τη φυσιογνωμία και την πολιτική γραμμή παρατάξεων και κομμάτων. Η συγκυρία όμως διέλυσε, μέχρις ένα βαθμό, τις αυταπάτες που πολλοί έχουμε για τους αγώνες που μας περιμένουν. Έχοντας μάλιστα οι εργαζόμενοι επιδείξει μια ανεπάρκεια να ερμηνεύσουμε τα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα που ζούμε, πιστεύουμε ακόμα πως η αλλαγή συσχετισμών στο επίπεδο κομμάτων εξουσίας αρκεί για ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής. Γι’ αυτό ακόμα συνεχίζουμε να ψηφίζουμε συνδικαλιστικές παρατάξεις των κομμάτων εξουσίας, που δέσμιες των κομματικών εξαρτήσεων, με μυωπική οπτική συμμετέχουν στη διαδικασία χειρισμού της κρίσης χειραγωγώντας τις αντιδράσεις. 
                    Κι έτσι προέκυψε συνδικαλιστικές παρατάξεις που εκφράζουν την κυβέρνηση να υπερψηφίζουν απεργία για τις εξετάσεις και να εμφανίζονται οι κομμουνιστές με τη δική τους πρόταση ότι δεν τολμούν τη σύγκρουση, ενώ αριστερές εξωκοινοβουλευτικές παρατάξεις να πλειοδοτούν σε φραστική επαναστατικότητα. Κι ενώ αλλάζουν τα δεδομένα με την επίταξη, το συνδικαλιστικό όργανο των καθηγητών το παραβλέπει και το ίδιο κάνουν και οι γενικές συνελεύσεις των καθηγητών, που μάλλον περιθωριακά παίρνουν υπόψη τα νέα δεδομένα. Απ’ αυτή την οπτική θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε τις πιο απολιτικές γενικές συνελεύσεις, εξίσου μ’ εκείνες τις απόψεις που αναζητώντας την θέση τους στην πολιτική σκηνή καταφεύγουν σε γενικολογίες περί άλλης πολιτικής είτε στον εμπειρισμό χωρίς αναλυτικές και σαφείς απαντήσεις για συγκεκριμένα ζητήματα, στην προκειμένη περίπτωση την απεργία. Πριν λοιπόν ακόμα ακυρωθούν, αφού οι αποφάσεις τους δεν υλοποιήθηκαν, από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο της ΟΛΜΕ οι γενικές συνελεύσεις αυτοακυρώθηκαν, εφόσον αποφάσιζαν εν κενώ, ανεξάρτητα από την καινούργια κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, την επίταξη. Συγχρόνως η απροθυμία για στήριξη εκ μέρους της ΓΣΣΕ και η ρήξη ΟΛΜΕ ΑΔΕΔΥ δεν θα πρέπει να θεωρούνται σαν παράπλευρες απώλειες ενός αγώνα που δεν δόθηκε ποτέ αλλά σαν ανομολόγητη επιδίωξη. 
                 Η συνδικαλιστική πάλη λοιπόν εκφυλίζεται κι εξασθενεί χωρίς να οξύνονται οι αντιθέσεις, παραμένοντας κάτω από τον έλεγχο της εξουσίας. Κι έτσι μια κινητοποίηση, που δεν επιδίωξε να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα εργαζομένων γύρω από κοινά αιτήματα κι αδιαφόρησε για τον τρόπο οργάνωσής της, πριν ακόμα ξεκινήσει γίνεται αφορμή για αποδυνάμωση συνδικαλιστικών διαδικασιών και οργάνων, αλλά και για αναμέτρηση της κυβέρνησης με οργανωμένους κλάδους του δημοσίου που τους εξουδετερώνει, μεθοδεύοντας μάλιστα τις κινήσεις της, ώστε να αποτραπούν απρόοπτα στο μέλλον, όπως θα ήταν οι καταλήψεις σχολείων με τη νέα σχολική χρονιά. Πιθανόν ελπίζει ότι η επίταξη των κτιρίων λύνει κι αυτό το πρόβλημα.
              Για άλλη μια φορά ένας κλάδος εργαζομένων προσπαθεί να δικαιώσει με πράξεις και παραλείψεις τον ιδιόμορφο κοινωνικό και πολιτικό του συμβιβασμό κι αρνείται ν’ αντιμετωπίσει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και γι’ αυτό παγιδεύεται σε πολιτικοσυνδικαλιστικά παιχνίδια που δίνουν αφορμή στην κυρίαρχη τάξη να το χτυπήσει για να το διαλύσει. 
              Το πρόβλημα είναι στρατηγικού χαρακτήρα, που η αντιμετώπισή του προϋποθέτει την ταξική ανάλυση της κοινωνίας, τον προβληματισμό για τα μέσα πάλης, για τις συμμαχίες που μπορούν να συμπορευτούν σε μια πορεία υπέρβασης των καπιταλιστικών δομών, που δεν μπορεί παρά να είναι ο στόχος. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας πολιτικής δύναμης ικανής να ερμηνεύσει τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα, να τα συνθέσει και να συγκρουστεί για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργαζομένων. 
              Το ΚΚΕ μπορεί να είναι αυτή η πολιτική δύναμη, χωρίς ευκαιριακές επαναστατικές σημαίες, όπως αποδείχτηκε αυτήν την εβδομάδα των αγωνιστικών κινητοποιήσεων σε προσομοίωση. Γιατί οι όροι για ανατροπή της εφαρμοζόμενης πολιτικής θα δημιουργηθούν από ένα κίνημα που θα συνενώσει όσους δέχονται την καπιταλιστική επίθεση και θα αμφισβητήσει έμπρακτα τις επιλογές της κυρίαρχης τάξης χωρίς τυχοδιωκτισμούς. Ισως το πρώτο βήμα γι΄ αυτό είναι να διαλυθούν οι αυταπάτες μας για έναν ανοιχτό και εύκολο δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας.

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ



            Το συνδικαλιστικό κίνημα  των καθηγητών αναγκαστικά φέρνει τη σφραγίδα των εξελίξεων που το γέννησαν, τουλάχιστον μεταπολιτευτικά, πράγμα που σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένο να σηκώσει το βάρος της ιστορικής εξέλιξης του. Την τελευταία τριακονταετία  το σημάδεψαν οι τρεις μεγάλες απεργίες (’88, ’90,’97) που ακόμα και με  αισιόδοξη ανάγνωση δεν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε άμεσα νικηφόρες, ιδιαίτερα τις δυο τελευταίες, αλλά  που εκφράζανε τη διάθεση και θέληση για αγώνα των εργαζομένων εκπαιδευτικών (ιδιαίτερα στην απεργία του ’88).
              Δεκαέξι χρόνια μετά την τελευταία απεργία δεν είναι το  φάντασμά της που ξαναγυρνά, αλλά μια εικονική κατασκευή της που προσφέρει την ψευδαίσθηση της δήθεν απεικόνισης του πραγματικού, ενώ έχουμε να κάνουμε με μια κατασκευασμένη απεικόνισή του. Έχει επιλεγεί το πλαίσιο και το σημείο λήψης της εικόνας,  που  μάλλον δεν έχει άλλο σκοπό από το να μας κατευθύνει  προς μια συγκεκριμένη ερμηνεία της πραγματικότητας, ώστε  μπερδεμένοι και απροετοίμαστοι να υφιστάμεθα το κατασκευασμένο μήνυμα που προετοιμάζει η κατασκευασμένη εικόνα. Κι έτσι απαλείφεται η πραγματικότητα, μετακινούνται τα πρόσωπα από τη θέση τους, δημιουργούνται συναισθήματα, δικαιολογούνται σιωπηλές πλειοψηφίες, οργανώνεται η πολιτική ζωή.
           Μια βδομάδα  τώρα, συνδικαλιστικό όργανο καθηγητών, συνελεύσεις τους κλπ κινούνται στην εικονική πραγματικότητα της  φραστικής επαναστατικότητας, της ενωτικής  ιδεολογίας, της αφελούς πίστης. Ένας πρόεδρος σωματείου που εξαγγέλλει απεργία με τη σιγουριά ότι θα γίνει επιστράτευση,  γενικές συνελεύσεις που θεωρούν το κάψιμο των φύλλων επίταξης επαναστατικό, τα περιβραχιόνια ως ένδειξη διαμαρτυρίας μορφές αγώνα αλλά και αναπόφευκτη τη συμμετοχή στις εξετάσεις δεν προδιαθέτουν για πραγματικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις, παρόλο που ακούγονται και φωνές για οργάνωση της απεργίας.
            Για άλλη μια φορά μέσα στα τελευταία τρία χρόνια, ένας ακόμα κλάδος εργαζομένων, μόνος, δεμένος χειροπόδαρα έχει μόνο τη δυνατότητα να κραυγάσει και μέσα από αυτή την κραυγή αναδύεται σαρκαστικά η αιτία της καθήλωσης: η συνεχής επίκληση αγωνιστικών κινητοποιήσεων χωρίς   αντίστοιχες δράσεις  αποκρύπτει την έλλειψη διάθεσης για αγώνα ακόμα και με απώλειες. Η λογική της συμβολικής σύγκρουσης, της φραστικής επαναστατικότητας σηματοδοτεί την αδυναμία του κινήματος να αντιταχθεί στην καπιταλιστική επέλαση. Την ποιότητα και το χαρακτήρα όμως της σύγκρουσης προσδιορίζουν η σωστή ερμηνεία της πραγματικότητας, οι πρακτικές που ακολουθούνταιοι στόχοι που επιδιώκονται.
             Έχοντας βιώσει την εντεινόμενη καταστολή και αυταρχισμό της κυβέρνησης εδώ και 12 μήνες, με τις βίαιες αστυνομικές επιχειρήσεις και τις επιστρατεύσεις, το μεγάλο φετίχ των καθηγητών της δευτεροβάθμιας, οι γενικές εξετάσεις, συνεχίζεται ακόμα να θεωρείται το κυριότερο μέσο πίεσης και εναποθέτουν όλες  τις προσδοκίες τους  σε  μια απεργία τις ημέρες διεξαγωγής τους. Μια απεργία όμως χωρίς προετοιμασία, οργάνωση και αποφασιστικότητα, που ήδη από το ίδιο το συνδικαλιστικό όργανο που την εξαγγέλλει υπονομεύεται (με τις δηλώσεις του προέδρου για το θέμα της επιστράτευσης) είναι λογικό να προκαλεί ερωτηματικά  για τη σκοπιμότητά της.
            Στις γενικές συνελεύσεις υπερψηφίζεται η πρόταση της ΟΛΜΕ για απεργίες και δεν λύνεται το πρόβλημα πώς θα προστατευθούν από πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις όσοι, αν και συμμετέχουν στις εξετάσεις, θα απεργήσουν. Εκτός αν οι αποφάσεις για απεργία έχουν συμβολικό χαρακτήρα για να φανεί  απλώς η  αντίθεση του κλάδου.  Αν συμβαίνει αυτό ας το πάρουμε απόφαση ότι η λεκτική επαναστατικότητα, η συμβολική σύγκρουση με αποφάσεις για απεργία που δεν υλοποιούνται  πολύ απέχει από το να είναι κάτι περισσότερο από  εκτόνωση. Η λογική μιας τέτοιας σύγκρουσης μένει τυφλή απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα και δεν στοχεύει σε τίποτε πέραν αυτού, του συμβολικού ξεσπάσματος.
              Η πολιτική όμως κατάσταση έχει ξεπεράσει το στάδιο των συμβιβασμών και το ευχολόγιο για το δέον δεν αρκεί να αναχαιτίσει τον αυταρχισμό των κυβερνώντων. Η κυβέρνηση Σαμαρά επεκτείνει τη σύγκρουση με κάθε κοινωνική ομάδα κι επομένως καμιά μόνη της δεν μπορεί να πετύχει τίποτε. Κι όμως αυτό το μέτρο της προληπτικής επιστράτευσης που στην πράξη καταργεί το δικαίωμα στην απεργία μόνο χλιαρές κινητοποιήσεις προκάλεσε. Δεν γίνεται να συνεχίζουμε με αταξικές απόψεις για συνταγματικά δικαιώματα και νομικές διεκδικήσεις ούτε η ανάλυση των πραγματικών αντιθέσεων και αναγκών των εργαζομένων μπορεί να περιορίζεται σε ένα κλάδο, όταν η τακτική τη κυβέρνησης είναι ή διαδοχική σύγκρουση με κομμάτια των εργαζομένων. Η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει με τις ενέργειές της ότι αδιαφορεί για θεσμούς και δικαιώματα εφόσον αυτά κατά τη γνώμη της νοθεύουν  την ομαλή εξυπηρέτηση της οικονομίας της αγοράς και ούτε  την πτοούν οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων. Κι όμως ο ίδιος ο κλάδος που άμεσα σ’ αυτή τη φάση δέχεται την κυβερνητική επίθεση δεν μπορεί να οργανώσει διαμαρτυρίες που να έχουν παλμό, ένταση, μαζικότητα.  Δαγκώνουμε και ξαναδαγκώνουμε παλιές πληγές μήπως και λειτουργήσει πάλι το φετιχ των παλιών αγώνων, αλλά ούτε καν έντονες συγκρούσεις δεν πυροδοτούνται.
          Ο συνδικαλισμός όπως τον ξέραμε πέθανε και τίποτε δεν μπορεί να τον αναστήσει. Τα παιχνιδάκια ανάμεσα σε συνδικαλιστικά όργανα αποδεικνύουν  περίτρανα πως δράσεις ή λεκτικές κορώνες που υπηρετούν μικροπολιτικές και  βάζουν πλάτη σε επιλογές της κεντρικής πολιτικής σκηνής εξαντλούνται. Μόνο οι συνδικαλιστές που γαλουχήθηκαν μέσα στο προστατευμένο από την πολιτική κεντρική σκηνή   συνδικαλιστικό περιβάλλον νομίζουν πως αν  συνεχίσουν να την υπηρετούν θα μπορούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα και να εξασφαλίσουν και προσωπικά οφέλη. Ο οδοστρωτήρας όμως  της καπιταλιστικής επίθεσης δεν πρόκειται να κάνει διακρίσεις σε κανέναν από τους παλιούς υπηρέτες του.   Σερνόμαστε όλοι.
          Η σύγκρουση είναι ταξική. Και οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν θέλουν να είναι από τη μεριά της εργατικής τάξης που ψάχνει την ταξική της συνείδηση. Κρατούν, κρατούμε, την αναπνοή μας για να ισορροπήσουμε  στην άκρη του γκρεμού προσευχόμενοι να μη γκρεμιστούμε.  Αναθρεμμένοι μάλιστα με τις μεσσιανικές αντιλήψεις μιας χριστιανικής αγωγής επιμένουμε να περιμένουμε τον Μεσσία και να πιστεύουμε το θαύμα. Το νερό όμως   μόνο στην Αγία Γραφή έγινε κρασί. Κανείς αγώνας δεν γίνεται ex nihilo και κανείς δεν θέλει να διακινδυνεύσει όταν έχει μάθει να μη χάνει.
          Όχι, οι εκπαιδευτικοί δεν είναι στην πρωτοπορία, δεν μπορούν  να είναι. Η σύγκρουση είναι ταξική και οι εκπαιδευτικοί  θέλουν να απέχουν πια πολύ από την εργατική και αγροτική τάξη απ’ όπου μετά τη μεταπολίτευση οι περισσότεροι απόφοιτοι των καθηγητικών σχολών προέρχονταν. Αγωνίζονταν και διεκδικούσαν τότε τον εκσυγχρονισμό του καπιταλισμού, πολλοί τον ταύτιζαν, τον ταυτίζαμε μ’ ένα νεφελώδες κομμουνιστικό όραμα, για να αποκτήσουν κι αυτοί θέση στη βιτρίνα του, να μεταπηδήσουν τάξη. Τώρα όμως όλοι μικροαστοί αναπαράγουν λεκτικά  προοδευτικές ιδεολογίες αλλά ελάχιστοι μπορούν να διανοηθούν να διακινδυνέψουν έστω και ένα μεροκάματο. Η μήπως όχι;
     Η υπερψήφιση της εισήγησης της ΟΛΜΕ από τις  κατά τόπους ΕΛΜΕ θα ανοίξει ένα νέο κύκλο αγώνων όπως όλες οι παρατάξεις εύχονται;
       Προσμένουμε ίσως κάποιο θαύμα...