Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

ΠΑΛΙ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ;

     Εξαφανισμένοι, εδώ και χρόνια   από το προσκήνιο, οι πολιτικοί με τις μεγάλες ιδέες    έχουν αντικατασταθεί από πολιτικούς μικροδιαχειριστές έτοιμων ιδεών, οι οποίοι ασχολούνται με ζητήματα μεθόδου, χωρίς να προβάλλουν ιδιαίτερα θέματα ιδεολογίας.  Έχουν προχωρήσει σιωπηλά, με τη βοήθεια διανοούμενων και μέσων επικοινωνίας, σε μια επί της ουσίας αντικατάσταση των παλιών κατηγοριών αριστερά - δεξιά με  τις  νεφελώδεις κατηγορίες του νέου και του παλιού, της ιδεολογίας με τις αξίες, των προγραμμάτων με τη διαχείριση των προβλημάτων.
       Εδώ και μια εικοσαετία προωθείται η επικράτηση της αυτονομίας της κοινωνίας των πολιτών, οι νέες αντιλήψεις περί επιχειρηματικότητας και εργασίας, η  αποκέντρωση, η κατάργηση του κρατικού ελέγχου της οικονομικής δραστηριότητας, γενικά  η προσπάθεια για συμβιβασμό του καπιταλισμού με έναν απόλυτο ανθρωπισμό
      Εν καιρώ μνημονίου αυτή η  ιδεολογική σύγχυση και πολιτική επιλογή εκφράζεται αρκετά ξεκάθαρα από προσωπικότητες όπως οι δήμαρχοι Αθήνας και Θεσσαλονίκης, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, ο αρχηγός της Δημοκρατικής Αριστεράς κλπ.
      Στις τελευταίες δημοτικές εκλογές υποψήφιοι όπως ο Μπουτάρης και Καμίνης προβλήθηκαν ως άνθρωποι πετυχημένοι, που δικαιώνουν την ατομική πρωτοβουλία και προσωπική επιτυχία, ο καθένας στον τομέα του. Στις τηλεοπτικές εμφανίσεις τους όλοι, από τον Παπανδρέου μέχρι τον Κουβέλη, με το χαλαρό η σοβαρό αλλά πάντα  φιλικό στυλ, το χιούμορ, το καθησυχαστικό ύφος αντικατέστησαν τον εμφατικό τόνο, την πολεμική, τις λέξεις που ξεσηκώνουν. Και οι τέσσερις συντελούν με το  συναινετικό τους λόγο, την εξωτερική τους συμπεριφορά στην αποϊδεολογικοποίηση του πολιτικού χώρου και της αποστείρωσής του  από ανατρεπτικές τάσεις. Ευνοούν  ετερόκλητες συσπειρώσεις που εμφανίζονται δύσπιστες σε κάθε πολιτικό καπέλωμα. Οι ίδιοι εκφράζουν με την  επικράτηση του φυσικού συγκινησιακού παράγοντα και την προβολή της  χωρίς επιθετικότητα συμπεριφοράς  τους μια βαθειά απολιτικοποίηση και εστιάζουν στην υπεράσπιση κάποιου δικαιώματος, στην  ηθική αγανάκτηση, στον πραγματισμό. Στο λόγο τους οι  όροι Δεξιά και Αριστερά χάνουν το νόημα τους στο πεδίο της κοινωνίας και της πολιτικής δράσης και ακούγονται  περισσότερο σαν διαφημιστικά σλόγκαν.
      Προβάλλοντας οι νυν δήμαρχοι Αθηνών και Θεσσαλονίκης τη σύγκλιση  πολιτικών ρευμάτων γύρω από ένα minimum πρόγραμμα μοντερνισμού και την προάσπιση των ατομικών αρχών και  δικαιωμάτων  ανέτρεψαν τους συσχετισμούς  δεκαετιών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Τρεις μήνες μετά την νίκη επιμένουν να επικαλούνται  κάποιες αόριστες αξίες για δικαιώματα, ανοίγματα στο καινούργιο κλπ. αλλά στην πράξη να προσπαθούν με τη διαχείριση  των καθημερινών γεγονότων να αποδεικνύουν ότι καμιά ενέργειά τους  δεν μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με  το βασικό    πολιτικό πλαίσιο. Παράδειγμα, οι «εκτιμήσεις» του Μπουτάρη για τον αριθμό των δημοτικών υπαλλήλων που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία του Δήμου. Βεβαίως, ο ίδιος ο δήμαρχος δεν θα συμφωνούσε με όποιον  προσπαθούσε   αυτή την  «προσωπική» του εκτίμηση (κάπου 2.500 υπάλληλοι περισσεύουν) να τη συσχετίσει  με τις πολιτικές επιλογές της κεντρικής κυβέρνησης για μείωση των υπαλλήλων. Το ίδιο και ο   Παπανδρέου ισχυρίζεται ότι η  υπογραφή μνημονίου με ΔΝΤ και ΕΕ υπαγορεύθηκε, από την αδήριτη ανάγκη και δεν έχει καμιά σχέση με ιδεολογίες και εφαρμογή συγκεκριμένης πολιτικής! Στα πλαίσια αυτά  γίνεται κατανοητή  και η στάση του Καμίνη στο θέμα των μεταναστών ακόμα και των συμβασιούχων
        Το πρόβλημα δεν είναι ο ουσιαστικά τυποποιημένος λόγος όλων αυτών, που μπορεί να κρύβει την νεφελώδη ιδεολογία τους, αλλά  οι ενέργειές τους που δήθεν αναδεικνύουν ότι η διαχείριση των προβλημάτων και  το βάρος των καθημερινών γεγονότων  δεν έχει καμιά σχέση με σύγκρουση των ιδεών που εκφράζονται από συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ΕΝΑΥΣΜΑ

«Δεν υπάρχει περίπτωση να υποκύψουμε σε τέτοιους εκβιασμούς και σε τέτοιες -ουσιαστικά- τρομοκρατικές ενέργειες, εμείς δεν φοβόμαστε τις αντίξοες συνθήκες στις οποίες εργαζόμαστε, άρα όσοι προσπαθούν να επηρεάσουν και τους υπόλοιπους πολίτες ότι αυτός είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να διαμαρτυρηθούν, εκτός τού ότι είμαι μία πολύ μικρή μειοψηφία, θα πρέπει να αναλαμβάνουν και την ευθύνη για ό,τι γίνεται και θα γίνεται», είπε ο κ. Πεταλωτής.
«Ολες οι πολιτικές δυνάμεις να καταδικάσουν αυτά τα φαινόμενα και να περιφρουρήσουν την ομαλότητα στον πολιτικό βίο και την παρουσία πολιτικών σε οποιεσδήποτε συγκεντρώσεις κρίνουν ότι πρέπει να παρίστανται». «Οποιαδήποτε άλλη προοπτική και οποιαδήποτε άλλη επιδίωξη προσπαθούν να δημιουργήσουν μειοψηφίες που δεν μας αφορούν, θα πέσουν στο κενό», είπε ο κ. Πεταλωτής.
     Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος καταδικάζει αντιδράσεις του κόσμου  εναντίον  πολιτικών σε προσωπικό επίπεδο πια, που εκδηλώνονται  με αποδοκιμασίες λεκτικές και όχι μόνο. Θεωρεί αυτές τις ενέργειες τρομοκρατικές και από τη μια  διακηρύττει με …γενναιότητα ότι η μεν κυβέρνηση δεν θα υποκύψει και από την άλλη απαιτεί ρητή καταδίκη αυτών των ενεργειών από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
    Το ΠΑΣΟΚ προσπαθώντας  με τη φρασεολογία  που χρησιμοποιεί περί σοσιαλισμού,  προόδου, μεταρρυθμίσεων να μη χάσει τη σύνδεσή του με το παρελθόν της δεκαετίας του ΄80, που σφυρηλάτησε τις στενές του σχέσεις με την κοινωνία,  συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι τις  λαϊκές διεκδικήσεις του παρελθόντος ούτε τις έχει λησμονήσει ούτε τις έχει απορρίψει. Συγχρόνως  υιοθετεί  μια σειρά θεμάτων και πρακτικών που προηγουμένως αποτελούσαν το ιδεολογικό εμπόρευμα της  Δεξιάς και τα μεταμφιέζει κάτω από μια προοδευτική ετικέτα. Η κυβέρνηση εμφανίζεται  υπέρμαχος  του δικαιώματος για ελεύθερη έκφραση των πολιτών, αρκεί αυτό  να περιορίζεται στην έκφραση απλώς της αποδοκιμασίας με παραδοχή των κανόνων της κρατικής εξουσίας και των θεσμών της. Εν ονόματι της δημοκρατίας, και όταν δυσκολεύουν λίγο τα πράγματα και του έθνους,  διακηρύττεται ότι αυτό που πάντα προέχει είναι η υπεράσπιση της κεντρικής τάξης πραγμάτων. Σ’ αντίθετη περίπτωση,  προειδοποιεί ότι  η ενίσχυση συμπεριφορών και αντιδράσεων  που στρέφονται εναντίον της μπορεί να οδηγήσει σε κινδύνους όπως εκτροπή πολιτεύματος, έξαρση ρατσισμού κλπ. Γιατί η κυβέρνηση Παπαντρέου, περισσότερο από άλλες, έχει ανάγκη από φόβητρα, αφού ο  φόβος συσπειρώνει.
       Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, με περισσό ζήλο ανέλαβε να εκφράσει τον  νέο πραγματισμό χωρίς αναστολές.  Δηλώνει ρητά ότι δεν φοβούνται οι υπουργοί  να δουλέψουν σε αντίξοες συνθήκες αφήνοντας να αιωρείται  μια νεφελώδης απειλή για    «ό τι  γίνεται και θα γίνεται»
       Έχοντας στερέψει η κυβέρνηση από εμπνεύσεις,  αποδίδει τις αντιδράσεις αυτές σε μειοψηφίες υποκινούμενες, κι άρα με μειωμένη υπευθυνότητα, ενώ η απαίτησή της για καταδίκη των αντιδράσεων προσπαθεί να οριοθετήσει τον  χώρο πολιτικής νομιμότητας, φοβίζοντας τα κόμματα με πολιτική απονομιμοποίηση.
       Αδιαφορώντας, ιδιαίτερα η κυβέρνηση,  και όχι μόνο,  για την ουσιαστική  διάσταση κοινωνίας – πολιτικών θέλει να δώσει την εντύπωση ότι μάχεται τον διεφθαρμένο, το μικροαφεντικό, την κατάχρηση εξουσίας, το σκάνδαλο, χωρίς όμως να αμφισβητεί ούτε στιγμή τα θεμέλια της πολιτικής τάξης, στα πλαίσια  της οποίας τέτοια ατυχήματα είναι πιθανά. Μάλιστα υπάρχει και το παράδοξο οι κρατικές αρχές  να καταδικάζονται με μεγαλύτερη έμφαση όσο περισσότερο δημιουργούν υπόνοιες ότι δεν σέβονται τους  κανόνες απ’ αυτούς μάλιστα που τις εκφράζουν.
      Η κυβέρνηση δεν φοβάται αυτές τις εκδηλώσεις τώρα. Όσο η αγανάκτηση και ο θυμός εκδηλώνονται σταδιακά και σποραδικά δεν είναι δύσκολο να βάλει όρια σ’  αυτήν την ενοχλητική δράση. Η πλήρης  αποστροφή  της και η προσπάθεια απαξίωσης τους οφείλεται στο δικό της φόβο για  αφύπνιση της πλειοψηφίας κι έκφραση ενός συλλογικού πάθους.
     Από την άλλη μεριά οι πολίτες μ’ αυτή την συμπεριφορά εκδηλώνουν την οργή και το θυμό τους αλλά  πέραν τούτου… τι; Οι περισσότεροι νιώθουν πως δεν έχουν και πολλές επιλογές για να επέμβουν στα πολιτικά πράγματα. Συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις σαν αυτές, γιουχάισμα, γιαούρτωμα, έχουν την ικανοποίηση ότι κερδίζουν  λίγη από την αίσθηση της προσωπικής ευκαιρίας για δράση κι απόδοση δικαιοσύνης. Αν όμως όλες αυτές οι εκδηλώσεις δεν είναι έναυσμα για κινητοποίηση και συσπείρωση για οργανωμένες δράσεις θα καταλήξουν … άλλοθι των πολιτών για να μη δράσουν μαζικά κι οργανωμένα και των πολιτικών για να δράσουν  συκοφαντώντας και απειλώντας.
     Ακόμα κι αν αποδειχτούν ψευδαισθήσεις, χρειαζόμαστε τις ιδέες που θα κινητοποιήσουν μεγάλα πλήθη, που θα επενδύσουμε συναισθηματικά σ’  αυτές για να μην υποκύψουμε στις επιταγές της πάση θυσία κοινωνικής ειρήνης και αναδιπλωθούμε πάλι και πάλι στην προσωπική μας σφαίρα ο καθένας.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

ΓΙΑ ΤΟ 1821

«Οι Έλληνες ενωμένοι αποδείξαμε ότι μπορούμε να κάνουμε θαύματα, που αφήνουν τον κόσμο άφωνο. Αυτό αποτυπώνεται στο 1821, που καταφέραμε να ρίξουμε μια άτρωτη αυτοκρατορία. Σήμερα έχουμε να υπερβούμε μια κρίση που φαίνεται ανυπέρβλητη. Θα τα καταφέρουμε, όπως πάντα. Είναι στο χέρι μας».   Αννα Διαμαντοπούλου, Υπουργός  

«1821» μια σειρά ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση του ΣΚΑΪ, που  επιδιώκει « να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης αντίληψης για την εποχή του ’21… Η σειρά δίνει στο θεατή την ευκαιρία να βιώσει τα συναρπαστικά γεγονότα που δημιούργησαν την Ελλάδα του σήμερα, να επανεξετάσει τους μύθους του αγώνα για την ελευθερία, αλλά και να εμβαθύνει στη σημασία που έχει η επανάσταση του 1821 μέχρι τις μέρες μας» (Από την ιστοσελίδα του ΣΚΑΙ)
    
 Δεν  τολμά κανείς από τους κυβερνώντες ν’ αμφισβητήσει, ακόμα τουλάχιστον, τη σημασία της επανάστασης του 1821, αλλά πάντως γίνονται πολλές φιλότιμες προσπάθειες για να συνάδουν  οι ερμηνείες για το τότε με τις επιλογές του σήμερα. Η Διαμαντοπούλου ταυτίζει  απροκάλυπτα   τον ξεσηκωμό του 21 με τις επιλογές της κυβέρνησης για «υπέρβαση» της κρίσης. Το τηλεοπτικό  ΣΚΑΙ   όταν ισχυρίζεται ότι επανεξετάζει  τους μύθους του αγώνα του 21 στην πραγματικότητα υπονοεί  την ίδια την  επανάσταση που  «ενσαρκώθηκε» το 1821.  Και είναι γενικά η αναγκαιότητα της  επαναστατικής δράσης που υποδορίως αμφισβητείται ως μορφή αγώνα.
      Οι νέες ερμηνείες των ιστορικών γεγονότων που δίνονται , αρκετά  ίσως πρόχειρα,  και μάλιστα αδήλως εκπεφρασμένες, είναι  κατά κάποιο τρόπο, απόρροια  των καταστάσεων που προκύπτουν από πολιτικές επιλογές και  πρέπει να μεταμφιεστούν για να πείσουν.
        Στην προμεταπολιτευτική Ελλάδα υπερτονιζόταν ο εθνικός και μόνο  χαρακτήρας της επανάστασης,  στα πλαίσια της κυριαρχίας μιας εθνικιστικής ιδεολογίας που δικαιολογούσε τις πολιτικές ενέργειες μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
      Στις μέρες μας, οι κυβερνώντες και οι ιδεολογικοί εκφραστές τους, βρισκόμενοι σε ιδεολογική αδυναμία να υποστηρίξουν με σαφήνεια τις θέσεις τους, επικαλούνται την αντικειμενικότητα της ιστορικής επιστήμης για την νέα ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων που προκρίνουν. Δείχνοντας υπερβολική ευπείθεια στους κυρίαρχους του παιχνιδιού, προσπαθώντας να δικαιολογηθούν αλλά και να αποτρέψουν κάθε λαϊκή αντίδραση, απαξιώνουν μορφές πραγματικής αντίστασης είτε στο όνομα της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών  και αλληλεγγύης των  κοινωνικών ομάδων είτε στο όνομα της αντικειμενικότητας. Ευελπιστούν ότι, εάν σε κάθε πράξη αντίστασης  τονιστεί ο πόνος που αυτή  προκαλεί από τη μια και η αγριότητα  που τη  συνοδεύει από την άλλη,  θα είναι δυνατό να αποτραπεί στο παρόν και στο μέλλον οποιαδήποτε εξέγερση.
      Η «επανεξέταση των μύθων» γίνεται για τη δημιουργία νέων μύθων, η αποδοχή των οποίων από μεγάλο μέρος του λαού θα το αποδυναμώσει,  καθιστώντας το αδύναμο για αναζήτηση άλλων κοινωνικών λύσεων.
    Με όλα τα ιδεολογικά μέσα  που ελέγχουν, αυτό που επιδιώκεται από τους κυβερνώντες είναι η άμβλυνση των αντιθέσεων και η κατάληξη σε συμβιβασμό προς όφελός τους  των όποιων κοινωνικών αγώνων. H συρρίκνωση της σφαίρας επιρροής του επαναστατικού πνεύματος θα επιτρέψει τον απόλυτο θρίαμβό τους.
   

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

        Μετά την μεταπολίτευση, οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της άρχουσας τάξης προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους  λιγότερο ως προς τα κοινωνικά τους προγράμματα και περισσότερο ως προς τον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας, με το βλέμμα  πάντα στραμμένο και προς  την Ευρώπη - που μετά τον πόλεμο είχε  την πρόνοια, και με το αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ να παίζει καθοριστικό ρόλο, να δείξει μέριμνα για τα κοινωνικά προβλήματα. Το ΠΑΣΟΚ κατάφερε, βοηθούντος και του μονολιθικού ΚΚΕ, να κυριαρχήσει  για τρεις δεκαετίες στο χώρο της μη κομμουνιστικής αριστεράς και να θεωρηθεί ότι η  πολιτική  του δικαιώνει τους ταξικούς και ιδεολογικούς αγώνες που δόθηκαν  μετά τον πόλεμο. Αυτή η πολιτική, μακροπρόθεσμα, βοήθησε στην αποδυνάμωση και αποϊδεολογικοποίηση των κοινωνικών διεκδικήσεων. Κατασκευάστηκε σχεδόν μια νέα ιδεολογία με τα απομεινάρια παλιών ιδεών και αξιών που αποστεώθηκαν από το νόημά τους και τη δυναμική τους. Στο τέρμα αυτής της πορείας, διασφαλίστηκε η σχεδόν απαθής συναίνεση σε θεμελιώδη ζητήματα και η αγωνιώδης ατομική προσπάθεια για πραγματοποίηση του αμερικανικού ονείρου… στην Ελλάδα λησμονώντας τη δική μας  πραγματικότητα.
         Στην Ελλάδα ποτέ η μεγαλοαστική τάξη της δεν ενδιαφέρθηκε για μακροπρόθεσμη οικονομική και δημοσιονομική πολιτική,  αποβλέποντας πάντα στο εύκολο και γρήγορο κέρδος.  Το ξεκίνημα όλης της ελληνικής οικονομίας μετά τον πόλεμο και η πρόοδός της οφειλόταν στην ξένη βοήθεια και στα μαζικά δάνεια από το εξωτερικό.
           Από τη μια,  η άρχουσα τάξη  ελέγχοντας την κρατική εξουσία και στηριζόμενη στα οφέλη που απέρρεαν απ’ αυτή οδήγησε στην όλο και πιο φανερή εξάρτηση των διαφόρων κυβερνήσεων από τους έλληνες και ξένους δανειστές.   Από την άλλη, ο μεταπρατικός της ρόλος  στο εμπόριο  παλιότερα της Εγγύς Ανατολής και της  Ανατολικής Μεσογείου και στη συνέχεια στην  ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά, ιδίως στη περιοχή των Βαλκανίων,   λόγω της σημαντικής θέσης και του ελληνικού εμπορικού ναυτικού,  και η συνεχής  εξάρτηση της από τις ξένες δυνάμεις, την οδήγησαν να θεωρήσει την είσοδο στην ΟΝΕ ως μια πρώτης τάξης ευκαιρία για διεύρυνση των πεδίων κέρδους. Βάζοντας μάλιστα στο παιχνίδι με τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, έστω και σε δευτερεύοντες ρόλους στους τομείς παροχής υπηρεσιών,  και κάποια  στρώματα της μικροαστικής τάξης και δίνοντας υποσχέσεις για επέκταση των προνομίων σχεδόν σ’ όλη την κοινωνία πέτυχε την αποδοχή των επιλογών της από το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας. Δεν υπήρχε πια ανάγκη βίαιων μέσων  για επιβολή  της  όποιας πολιτικής, αφού τώρα αυτή μπορούσε να εξασκηθεί με τη συγκατάθεση και συνεργασία ακόμα και των λαϊκών στρωμάτων, στα οποία αφέθηκε μάλιστα και μεγαλύτερο περιθώριο πρωτοβουλιών.
        Στην ώρα όμως της μοιρασιάς όλοι αυτοί που στήριξαν αυτές τις επιλογές, χωρίς  όμως να τις ελέγχουν, συνειδητοποίησαν ότι τους έβγαλαν  από το παιχνίδι. Ίσως  θα πρέπει να χρωστάται κι ευγνωμοσύνη στον Γ. Παπανδρέου, ο οποίος, με το μνημόνιο  που υιοθέτησε,  συνετέλεσε  μέρα με τη μέρα να αποκαλύπτονται οι  πραγματικοί  στόχοι  της πολιτικής που ακολουθήθηκε, και με ιδιαίτερο ζήλο  μάλιστα,   τα τελευταία είκοσι χρόνια.
        Ο «πάντα ευκολόπιστος  και πάντα προδομένος λαός»  τώρα εγκαλείται, γιατί συναίνεσε και συμμετείχε σε μια «στρεβλή ανάπτυξη» και αποσιωπώνται οι κύριοι συντελεστές της όσο και αυτοί που συνεχίζουν να επωφελούνται από την κατάρρευσή της.
      Αμήχανο το μεγαλύτερο τμήμα του λαού εκφράζει την οργή του με αποσπασματικές ενέργειες, πεπεισμένο ότι οι σχέσεις ανάμεσα σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους εξαρτώνται από τις ποσοτικές αναλογίες περισσότερο  παρά  από τη δυναμική  που θα αναπτυχθεί όταν οργανωμένα και συνειδητοποιημένα αντιδράσουν αυτοί που συνθλίβονται. Και  στην μπλογκόσφαιρα, οι αναλύσεις και ερμηνείες, καλή ώρα σαν και τούτη, από τις πιο κοινότοπες μέχρι τις πιο ενδιαφέρουσες παραμένουν στον σχολιασμό της πραγματικότητας και ερμηνείας του κόσμου … μέχρι πότε;
    Θυμόμαστε πότε κάποιος αποφάνθηκε ότι σημασία έχει να τον  αλλάξουμε;

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

ΠΑΛΙΑ ΚΑΛΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

      H κυβέρνηση συνεχίζει να ταυτίζει τις ενέργειές της σε  όλους τους τομείς  με την απόλυτη επιβολή της επικοινωνιακής και μόνο πολιτικής και συνακόλουθα της κυριαρχίας των πληροφοριών που συγκροτούν και πληρούν τον κόσμο των Μέσων Επικοινωνίας.  Αναδεικνύει  την επικοινωνία  σχεδόν  σε αυτόνομη  αξία, ενώ διακηρύττει ότι τη θέτει στην υπηρεσία του σχεδίου της για έναν διάφανο κόσμο, ελέγξιμο από το σύνολο των πολιτών. Έτσι  προβάλλεται  η δημοκρατική χρήση   και δράση των μέσων επικοινωνίας  σε όλες τις μορφές τους  και παρακάμπτεται  η λεπτή χειραγώγηση που επιδιώκεται με την επιβολή μιας ψευδούς θεώρησης της πραγματικότητας.
    Είναι σαν να εφαρμόζεται στην Ελλάδα η νέα διάκριση των εξουσιών: η πραγματική πολιτική που ασκείται από Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον και η εικονική πολιτική που ασκείται σε όλο το εύρος της, και μέχρι στιγμής επιτυχημένα, από την κυβέρνηση Παπανδρέου.
      Δεκαοκτώ μήνες στην εξουσία η κυβέρνηση  προβαίνει σε υποσχέσεις και εξαγγελίες  που μετά από λίγο  διάστημα σιωπηλά ανασκευάζονται ή διαψεύδονται,  χωρίς ποτέ να θεωρήσει  υποχρέωσή της, η τουλάχιστον να αναγκαστεί,  να λογοδοτήσει  γι’ αυτό.
       Ακόμα  όμως και στα πλαίσια αυτά εντυπωσιακή είναι η συρρίκνωση της κριτικής  πάνω στις  αποφάσεις της Ευρωπαϊκής   Ένωσης  της 11ης  Μαρτίου  και η εστίαση κυρίως, αν όχι  μόνο,   στην ευθύνη όλων  των ελλήνων για την υλοποίηση τους. Το  αίτημα της συναίνεσης  πάνω σε ειλημμένες  αποφάσεις, που έρχεται  πάλι στο προσκήνιο και η προβολή των ύποπτων σκοπιμοτήτων του e-mail που κυκλοφόρησε για  επικείμενη πτώχευση της Ελλάδας, προσπάθησαν να μεταθέσουν το ενδιαφέρον σε άλλα πεδία. 
      Ο γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ Καρχιμάκης σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο της ΝΕΤ κατηγόρησε τη ΝΔ για εμπλοκή στην υπόθεση και τόνισε ότι «δε θέλω πραγματικά να πιστέψω ότι προέρχεται από πολιτικούς αντιπολιτευτικούς κύκλους. Γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με εθνική προδοσία εάν αυτό αποδειχθεί».
      Η κυβέρνηση φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα σ’ αυτή τη  φήμη που κυκλοφόρησε, επιλήφθηκε μάλιστα και εισαγγελέας της υποθέσεως, και φτάνοντας στα άκρα τη χαρακτήρισε  εθνική προδοσία. Πέρα από τις αντιφάσεις που αναδεικνύει η συμπεριφορά της  (η περίφημη οικονομική της πολιτική είναι τόσο εύθραυστη ώστε να απειλείται από ένα ανώνυμο  e-mail),  το ανησυχητικό σημείο είναι η ευκολία με την οποία  κάθε εκδήλωση που δείχνει να μη συμπορεύεται με τις επιλογές της  χαρακτηρίζεται αντεθνική.
      Η διολίσθηση σε φρασεολογία λογικής  εποχών πριν τη μεταπολίτευση δεν είναι πια απλώς υποψία. Την ίδια στιγμή που  προσπαθεί η κυβέρνηση  να περιορίσει     σε  διάφορες εκδηλώσεις και   θεσμούς  την διάσταση του εθνικού ( το  υπουργείο Παιδείας δεν χαρακτηρίζεται πια εθνικό) συγχρόνως  το  επικαλείται για να επιβάλλει στους πολίτες την αναγκαιότητα  των επιλογών της. Ακόμα κι  αν φαίνεται υπερβολικό, η σύγκριση με τη λογική, και  όχι βέβαια με την πρακτική,  των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων δεν είναι αυθαίρετη.   Αυτό δείχνει την ένδεια των επιχειρημάτων της κυβέρνησης Παπανδρέου και την ανεπάρκειά της να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της άσκησης εξουσίας. Μια κυβέρνηση που προσπαθεί  να επιβάλλει  με κάθε επικοινωνιακό μέσο  την προοδευτικότητά της  ως αξίωμα  καταφεύγει σε ιδεολογία  περασμένων εποχών μόνο και μόνο για να ακυρώσει ως αντεθνικό  κάθε πολιτικό λόγο που αντιτίθεται  στον  δικό  της. Προς το παρόν η επικράτηση   αυτής  της  λογικής  είναι  απλώς  κι ένας από τους λόγους που δυσχεραίνει  την αποδοχή από μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού της κριτικής στην βασική  οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.  
       Ο φόβος όμως πάντα ελλοχεύει ότι  η διεύρυνση αυτής της λογικής  μπορεί  να   προκαλέσει συνέπειες επικίνδυνες  ακόμα και για τη διατήρηση της λειτουργίας μιας  φορμαλιστικής   δημοκρατίας,   δημιουργώντας ένα άτυπο πλέγμα προστασίας και υποστήριξης των κυβερνητικών αποφάσεων, χωρίς τυπικά να καταστρατηγούνται δημοκρατικοί θεσμοί, με την περιθωριοποίηση, σε πρώτο στάδιο    φωνών που τολμούν να αρθρώσουν λόγο ουσιαστικά διαφορετικό από τον επίσημο.  Ο ρόλος σ’ όλα αυτά των Μέσων Επικοινωνίας  είναι «εκ των ων ουκ άνευ».

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

KI AN EINAI KAKOΣ Ο ... ΒΑΣΙΛΙΑΣ;

           Ο πρωθυπουργός, για άλλη μια φορά, κατήγαγε νίκην  λαμπράν  επι των Ευρωπαίων εταίρων κομίζοντας εις  την χώραν  υποσχέσεις  για νικηφόρα πορεία,  που θα επιτρέψει  την διάσωσή της  και  τον εφοδιασμό της με τα απαραίτητα μέσα  για ένα άλμα προς τα εμπρός σε ένα απώτατο μέλλον… με κάποιες  βέβαια δεσμεύσεις του ελληνικού λαού, που  αυτήν την φορά έχουν χρονικό ορίζοντα εικοσαετίας. 
       Τα ΜΜΕ μιλούν για ανάσα και ο πολιτικός  και κοινωνικός μας βίος πήρε παράταση μέχρι  τον επόμενο έλεγχο. Ένας ολόκληρος λαός ζει υπό προθεσμία,  με την απειλή της πτώχευσης να επικρέμαται κάθε φορά που τολμά να ψελλίσει κάποια διαμαρτυρία.
      Στα παιδικά παραμύθια,  το παλληκάρι  υποβάλλεται  από το βασιλιά σε δοκιμασίες,  για να δείξει  ότι είναι άξιο να πάρει τη βασιλοπούλα. Σε κάποιες εκδοχές του βασικού  αυτού μοτίβου ο κακός βασιλιάς αθετεί το λόγο του και  κοροϊδεύει το παλληκάρι,  που βέβαια εκδικείται γι΄ αυτή τη συμπεριφορά.
        Ισως  και στο δικό μας παραμύθι ο βασιλιάς των Βρυξελλών να είναι κακός και  να κοροϊδέψει στο τέλος τον κακόμοιρο λαό που περιμένει απ’ αυτόν βοήθεια  μόνο για επιβίωση – ούτε που περνά από το μυαλό του να απαιτήσει  γάμο με   τη βασιλοπούλα.
        Όλες αυτές οι  προθεσμίες για καταβολή των  δανείων, τα συγχαρητήρια των εταίρων για τη  συμμόρφωσή μας με τα μέτρα, θυμίζουν δοκιμασίες ενός λαού στον οποίο δεν αναγνωρίζονται σημάδια γενναιότητας παρά μόνο ενός απέραντου φόβου.  Κι ίσως εξαιτίας αυτού του φόβου,  υποχωρώντας τελικά συνεχώς,  συνθλιφτούμε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά.  Θεωρούμε και μεις τα δεινά μας ως προσωρινό διάλειμμα, σε μια πορεία  ανάπτυξης που ποτέ δεν αμφισβητήσαμε, και γι’ αυτό στοιχιζόμαστε  ουσιαστικά πίσω από την κυβέρνηση,  η οποία αποβλέπει, διευκολύνοντας τους περίφημους ευρωπαίους εταίρους μας,  στην εξεύρεση προσωρινών λύσεων,  που όμως υπονομεύουν, μόνιμα,  όλες τις κοινωνικές κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών.
       Η κυβέρνησή μας είναι  σχεδόν περήφανη  που αναγνωρίζονται οι  προσπάθειές της   και μας δίνουν, εν είδει ελεημοσύνης σχεδόν, επιμηκύνσεις δανείων, εκπτώσεις επιτοκίων σ’ αντιδιαστολή με τον άφρονα πρωθυπουργό της Ιρλανδίας που προς το παρόν «δε συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις».
       Έναν ολόκληρο λαό  η ηγεσία του τον κατασυκοφάντησε ανά την Ευρώπη ως ψεύτη, διεφθαρμένο, τεμπέλη, γέμισε ενοχές  εκείνο το κομμάτι του λαού στο οποίο  η σημερινή αλλά και η προηγούμενη ηγεσία στηρίχτηκε για να κυβερνήσει κι όταν ήλθε η ώρα αυτή η ηγεσία να υπερασπιστεί  τις υποθέσεις της εκλογικής βάσης που εκπροσωπεί χρησιμοποίησε κάθε μέσο προπαγάνδας για να την κάνει  πειθήνια, ώστε να την θέσει στην υπηρεσία των σκοπών της. Σε αγαστή συμφωνία δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, πολιτικοί εργάζονται για να σταθεροποιήσουν το σύστημα, για να υπερασπίσουν την κυριαρχία του με βασικό εργαλείο το φόβο της κατάρρευσής του. Και όλοι μας εγκλωβισμένοι σε πεποιθήσεις και παραδοχές ( μεταρρύθμιση, σοσιαλισμό, ανάπτυξη, δικαιώματα, αλληλεγγύη κλπ) που μεταμόρφωσαν κάποτε την κοινωνία και  πάνω στις οποίες στέριωσε η ζωή μας,  αδυνατούμε να  δούμε την αλλοίωσή  τους και την μετατροπή τους σε ανούσιες φράσεις.  Έχουμε στην πλειονότητα  μετατραπεί σε  μια κοινωνία που αποτελείται από μια ασύνδετη συνάθροιση ατόμων που ενδιαφέρονται μόνο  για  τα προσωπικά  τους προβλήματα αγνοώντας την πολιτική και  κοινωνική τους διάσταση.
          Στην εποχή των βίαιων συγκρούσεων στο β παγκόσμιο πόλεμο μέχρι και ο  Σεφέρης  από το Κάιρο αναφωνούσε «Ψηλά βουνά,  δε μας ακούτε!/Βοήθεια! Βοήθεια!/Ψηλά βουνά θα λιώσουμε, νεκροί με /τους νεκρούς!»
    Μόνο που  τα ψηλά βουνά στις μέρες μας γίνανε χιονοδρομικά κέντρα και πού μπορεί πια να καταφύγει η αξιοπρέπεια;

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

ΔΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ

        Εκτιμήσεις για πρόκληση ενδοκυβερνητικής κρίσης, προτάσεις  για λύσεις στο ζήτημα των μεταναστών, φόβοι για την αύξηση του αριθμού τους και τις συνέπειες στην κοινωνία,   βγήκαν στον αφρό της επικαιρότητας με αφορμή την απεργία πείνας των τριακοσίων μεταναστών στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
           Και  μέσα σ’ όλα αυτά φαίνεται, κι ανεξάρτητα πώς θα καταλήξει η κατάσταση, σαν να είναι πλέον αδιάφορα  σε   όσους άμεσα εμπλέκονται σ’ όλη  αυτή την  ιστορία, των υπερασπιστών των απεργών  μη εξαιρουμένων,  τα ίδια τα  πρόσωπα του δράματος δηλ. οι απεργοί πείνας
          Σχεδόν σε όλο αυτό το δράμα φαίνεται να αποδεικνύεται πως   ο, τι δεν βιώνει κανείς στον εαυτό του δεν μπορεί να το βιώνει ούτε στους άλλους. Κρίνουμε  σύμφωνα με τον δικό μας  τρόπο ζωής και βασικά ερωτήματα που τίθενται από άλλους εμείς δεν τα αισθανόμαστε ως ερωτήματα.  Τελικά, ούτε μια πρόταση δεν είναι για μας αληθινή αν δεν τη φέρουμε πρώτα στα μέτρα μας.
          Ενώ για να γίνει έστω και μια συμβολική διαμαρτυρία με τους νομιμοποιημένους τρόπους της πολιτείας εξετάζουμε όλες τις δυνατές παραμέτρους και τις τυχόν άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις, στην περίπτωση αυτή, που διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές, επιλέχτηκε, νεφελώδες το υποκείμενο αυτής της επιλογής (οι μετανάστες το επέλεξαν, οι συμπαραστάτες τους;), ο μονόδρομος που μια, όχι αμελητέα, προοπτική του είναι και ο θάνατος.
       Χρόνια  υπήρχε η άγρια εκμετάλλευση των μεταναστών, ελάχιστοι  δημόσια     έπαιρναν θέση πάνω στο ζήτημα και το περισσότερο που συνέβαινε ήταν συμβολικές κινήσεις ενταγμένες στα πολυποίκιλα happening της δημόσιας ζωής. Και ξαφνικά, πριν δυο μήνες σχεδόν, για πρώτη φορά με τέτοιο θεαματικό τρόπο,    παίρνονται μεγάλες αποφάσεις  στις οποίες φιλοδοξείται να συμπτυχθεί το νόημα  ενός αγώνα που δεν δόθηκε ποτέ παρά μόνο στα λόγια.  
             Ζώντας σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία γνωρίζουμε ότι   κάθε ενέργειά μας, και μάλιστα όταν άμεσα έχει επιπτώσεις σε ευρύτερα σύνολα ανθρώπων, περιέχει μια πολιτική, κοινωνική  και οικονομική σκοπιμότητα, η  οποία δεν εξαρτάται μόνο από κείνα που σκεφτόμαστε θεωρητικά, αλλά και από αυτά  που πρακτικά  επιδιώκουμε. Όλοι όμως οι εμπλεκόμενοι στο δράμα των σύγχρονων «κολασμένων», με τη βεβαιότητα των ανθρώπων των σύγχρονων κοινωνιών, όπου τα προβλήματα της πολιτικής  θεωρούνται η  λυμένα ή με δυνατότητα λύσης με ποικίλους τρόπους, από τους οποίους   δεν έχουμε παρά να διαλέξουμε,   δείχνουν να μην  κατανοούν  τα  προβλήματα  στα οποία οφείλονται οι  νέες καταστάσεις που δημιουργούνται. Και ενώ η  αναζήτηση διεξόδου η και λύσης μιας οδυνηρής κατάστασης  πρέπει να αναζητηθεί και μέσα στην ίδια την κατάσταση και όχι μόνο σε μια αφηρημένη θεωρία που μπορεί και να  στέκεται απέναντι στα γεγονότα, συνεχίζεται η επιμονή σε  μια  αιτιοκρατική σύνδεση επιφανειακών γνωρισμάτων που μπορεί περισσότερο να συσκοτίσει τις προθέσεις, να αποδυναμώσει τη συμβολική ή πραγματική   σημασία  των πράξεων, να οδηγήσει σε περιφρόνηση της ζωής … άλλων στο  όνομα κάποιων αρχών.
            Μη ξεχνάμε ότι η  επιτυχία της οργάνωσης  ενός αγώνα βρίσκεται στην εκτίμηση της ισορροπίας των δυνάμεων και  δεν εξαρτάται μόνο από τις περιστάσεις, αλλά και από την ευφυΐα, τη θέληση,  το θάρρος των ανθρώπων που τις εκμεταλλεύονται. Και ενώ οι ίδιοι οι μετανάστες δείχνουν μια γενναιότητα αξιοθαύμαστη, οι διάφορες επιτροπές συμπαράστασης δείχνουν σαν να αγωνίζονται δι’… αντιπροσώπου  για τις δικές τους πεποιθήσεις,  ενώ οι κυβερνητικοί επιμένουν ν’ αποδείξουν, με αρκετή αδιαφορία,  την  σταθερότητα της παγιωμένης εξουσίας τους.
          Ίσως όλη αυτή η κατάσταση αναδείξει από τη μια, τον τρόπο με τον οποίο όλοι όσοι συμπαραστέκονται αντιλαμβάνονται την αγωνιστική συμπαράσταση και διαμαρτυρία  και από την άλλη, τις προθέσεις και «ικανότητες» των κυβερνητικών να διαχειριστούν και να εκμεταλλευτούν  προς όφελος της πολιτικής τους οριακές καταστάσεις. Ανάμεσα τους η ζωή του μετανάστη… μήπως τη θεωρούμε  μια σπίθα για την έκρηξη;
        Βέβαια, το ερώτημα γεννάται αυτονόητο: Μήπως όλες αυτές οι επιτροπές συμπαράστασης θα έπρεπε πρώτα να αναρωτηθούν  για  τις επιπτώσεις και την εμβέλεια του αγώνα αν οι ίδιοι που  τον οργανώνουν, κατευθύνουν  και διαχειρίζονται, συμπαραστεκόμενοι στους απεργούς, έκαναν απεργία πείνας  αντί για τους μετανάστες;
        Κι ένας προβληματισμός: Μήπως είναι καιρός όλοι μας ν’ αρχίσουμε να  αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας σαν μετανάστες και μαζί μ’ αυτούς που τώρα χαρακτηρίζονται έτσι  ν’ αγωνιστούμε όχι για τη διαιώνιση της καθιερωμένης τάξης τροποποιώντας τη αλλά για τη διάψευσή της;