Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

ΡΗΞΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ

       Η τελευταία  απεργία ανατροφοδότησε  και   βάσιμες ελπίδες για οργανωμένες, αποτελεσματικές κινητοποιήσεις και αβάσιμες ουτοπίες για εξεγέρσεις και επαναστάσεις και γέννησε νέες απορίες και αμηχανίες κι ίσως στο τέλος προκάλεσε και κάποιες νέες απογοητεύσεις. Σε κάθε διαμαρτυρία, σε κάθε απεργία επισωρεύουμε πολλαπλές κι συνολικότερης εμβέλειας προσδοκίες και  ευθύνες.
        Μέχρι τώρα πάντως δίνεται η εντύπωση πως το αστικό κράτος συνεχίζει να μπορεί να διαχειρίζεται αποτελεσματικά και να διευθετεί τις οξυμένες αντιφάσεις που αναδεικνύει η οικονομική κρίση. Αν και φαίνεται  στο μετεκλογικό  πολιτικό σκηνικό  ότι ο απόλυτος ανταγωνισμός  και η σύγκρουση ανάμεσα  στην τρικομματική κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ υπερτερούν σημαντικά, στην πραγματικότητα  η συμφωνία, η συνεννόηση, η τήρηση των κανόνων αντιπαλότητας δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας για τη διαμόρφωση της πολιτικής σκηνής. Μάλλον μόνο  επιφανειακά μοιάζει  να πολώνεται το πολιτικό κλίμα, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν  αναδεικνύει την επικαιρότητα του διλήμματος καπιταλισμός- σοσιαλισμός. Παρά τις οξείες  λεκτικές διενέξεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση οι κομματικοί διαξιφισμοί δεν έχουν προσλάβει τις βίαιες μορφές ενός ιδεολογικού  πολέμου ούτε έχουν προκύψει συγκρούσεις που να προωθούν ή να υποδηλώνουν μια συνολική αμφισβήτηση του συστήματος. Oι πολιτικές συγκρούσεις  μοιάζουν  να ακολουθούν την καθιερωμένη οδό, παρά την ένταση των κομματικών ανταγωνισμών και τους νέους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων με τα νέα ήθη της Χρυσής Αυγής.  
        Η πολιτική βέβαια  δεν είναι αυθύπαρκτη, δεν είναι απλώς έναν παιχνίδι σχέσεων και ισορροπιών στην κορυφή, αλλά γύρω από αυτές τις θέσεις και προτάσεις υπάρχει ένας κοινωνικός χώρος με τις δικές του επιλογές και μια διεθνής συγκυρία με τις δικές της ισορροπίες. Παρόλη  όμως τη διευρυμένη λαϊκή αποδοκιμασία  των πολιτικών επιλογών των κυβερνώντων, τρεις μήνες μετά τις εκλογές δεν φαίνεται να προωθείται καμιά αξιόλογη δυσαρμονία ανάμεσα  στις κομματικές προτιμήσεις του εκλογικού σώματος  από τη μια μεριά και τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς από την άλλη, η οποία να εκφράζεται μέσα από το μέγεθος και το εύρος των κινητοποιήσεων. Η πολλαπλότητα,  η πολυπλοκότητα και η πολυφωνικότητα της ταξικής πάλης και των κοινωνικών ανταγωνισμών  όχι μόνο δεν άντεξαν ενώπιον της κάλπης πριν τρεις μήνες, αλλά φαίνεται να απορροφώνται πολιτικά  και να περιορίζονται να εκφράζονται στον παραμορφωμένο και παραμορφωτικό   κοινοβουλευτικό  ανταγωνισμό ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, ποικιλότροπα διευρυμένες.
            Το πρόβλημα της διογκούμενης οικονομικής κρίσης τείνει να  περιοριστεί στην επιλογή του κατάλληλου διαχειριστή της πολιτικής εξουσίας, που θα  προσπαθεί να συντηρεί τη λαϊκή υποστήριξη με διαβεβαιώσεις ότι οι μεταρρυθμίσεις και  τα επώδυνα μέτρα θα κάνουν   εφικτή τη διαχείριση της ανεξέλεγκτης κρίσης του καπιταλισμού. Εξάλλου, κανένας πολιτικός σχηματισμός δεν αμφισβητεί  τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, εκτός από το ΚΚΕ, από το οποίο η δημοκρατική πολιτική  διέξοδος περιγράφεται, και είναι,  ως έργο του λαού, του οποίου τα συμφέροντα έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την άρχουσα τάξη. Την ίδια στιγμή όμως το κομμουνιστικό κόμμα μοιάζει να είναι δύσκολο  να αντιδράσει δυναμικά στην ασκούμενη πολιτική, χωρίς να λάβει υπόψη το επίπεδο ταξικής συνειδητοποίησης της  κοινωνικής του βάση, την απροθυμία μεγάλων λαϊκών στρωμάτων να συγκρουστούν με την υπάρχουσα κατάσταση και το ασφυκτικό διεθνές περιβάλλον.
            Παρόλ’ αυτά,  σε ένα τέτοιο περιβάλλον διαπιστώνεται  ότι  πια η εποχή των συμμαχιών και των ανοιγμάτων  έχει παρέλθει και ότι έχει σημάνει  η ώρα της ρήξης  με το διαμορφωμένο πολιτικό κλίμα και της συνειδητής στράτευσης για μετασχηματισμό της κοινωνίας. Τις τελευταίες όμως  δυο δεκαετίες σε μεγάλο τμήμα  της ελληνικής κοινωνίας, στο χώρο της μισθωτής εργασίας και στους αντίστοιχους της μικροϊδιοκτησίας και των μικροαστικών η μεσοαστικών δραστηριοτήτων  η ιδεολογική ακτινοβολία του κομμουνιστικού ιδεώδους έχει θολώσει. Αν κάτι έχει μείνει είναι ένας Μαρξ, που το πολύ πολύ να έχει μετατραπεί  σε ακίνδυνο εικόνισμα, σύμβολο μιας καθώς πρέπει διαμαρτυρίας, που κατέχει  δικαιωματικά  μια  περίοπτη θέση στους προβληματισμούς διανοούμενων και πανεπιστημιακών περιβαλλόντων. Η συνέπεια  όλων αυτών  είναι ότι  στη σκέψη πολλών ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν θεωρείται υπαρκτή πρόταση εναλλακτικής πορείας. Ετσι ένα μεγάλο τμήμα των υποτελών τάξεων δεν νιώθει κοντά στην κομμουνιστική προοπτική. Χωρίς όμως την ιδεολογική και πολιτική ακτινοβολία  της δύσκολα θα κινητοποιηθούν οι άνθρωποι προς την κατεύθυνση της ευθείας σύγκρουσης κι ακόμα δυσκολότερο θα στρατευθούν εθελοντικά σε μια σύγκρουση και θα οπλιστούν με την αποφασιστικότητα που χρειάζεται για να αναμετρηθούν με το συγκροτημένο κράτος. Ισως γι΄ αυτό η απόφαση για ρήξη  δεν μπορεί να αποτελεί μια κενή περιεχομένου, πολιτικού και τεχνικού ταυτόχρονα, διακήρυξη. Πρόκειται  δηλ. για πράγματα που ζητούν άμεσα την πρακτική τους επιβεβαίωση. Το βασικό ερώτημα  επομένως που πρέπει να απαντηθεί στη συνέχεια είναι πού  και πώς ακριβώς θα υλοποιηθεί αυτή η ρήξη, και στο πλαίσιό της, πώς θα απαντηθούν τα πιεστικά ερωτήματα της τρέχουσας συγκυρίας. Και εδώ η αδυναμία της κομμουνιστικής αριστεράς είναι έκδηλη. Δύσκολο λοιπόν το έργο της.
          Εξάλλου, ακόμα  δεν έχουν διαλυθεί οι ψευδαισθήσεις για τη δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος. Το οικονομικό πλαίσιο που  αρθρώνεται γύρω από την πολιτική και τα μέτρα λιτότητας  μπορεί  βέβαια να γεννά το αίσθημα της αδικίας εξαιτίας της άδικης κατανομής του, συγχρόνως όμως αποτελεί ακόμα  για μεγάλα στρώματα πληθυσμού   και μια πειστική διέξοδο επιβίωσης και συμμετοχής στην οικονομική διαδικασία, που φοβούνται μη στερηθούν.
        Κι έτσι η αίσθηση ασφυξίας που οδηγεί στην ανατρεπτική στράτευση δεν αφορά  ακόμα παρά περιορισμένους κοινωνικά χώρους.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Η 24ωρη ΑΠΕΡΓΙΑ

       Αύριο, έχει προκηρυχτεί  άλλη μια απεργία 24ωρη για τα νέα μέτρα, που σε λίγο θα γίνουν παλιά, αφού στους κυβερνώντες δίνονται συνεχώς οι ευκαιρίες ανανέωσής τους. Οι κριτικές για την προκήρυξη αυτής της απεργίας έχουν βάση, αλλά δε προσφέρουν επαρκή δικαιολογία για τη μη συμμετοχή σ’  αυτή.
          Η συγκεκριμένη πολιτική που επιβάλλεται  δημιουργεί  τους καλύτερους δυνατούς όρους για την κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά συγχρόνως συσσωρεύει και ένα τεράστιο  εκρηκτικό δυναμικό  στα θεμέλια της κοινωνίας, που αποτελεί μια  διαρκή απειλή  για το σύστημα. Αναγκαία λοιπόν είναι η διαχείριση αυτού του δυναμικού πριν γίνει επικίνδυνο. Και βέβαια αυτή τη διαδικασία δεν άρχισε χθες ούτε θα σταματήσει αύριο. Ξεκίνησε με τον ιδεολογικό και πολιτικό  αφοπλισμό του εργατικού κινήματος, που  σε συνδυασμό με το χτύπημα για τη διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος αποτελεί την   αναγκαία προϋπόθεση για το προχώρημα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, αφού οδηγεί   και στην οργανωτική του αδυναμία να αντιμετωπίσει την επίθεση του κεφαλαίου. Και τελικά αποδεικνύεται ότι και οι διάφοροι  γραφειοκράτες συνδικαλιστές, αριστεροί, ανανεωτές, σοσιαλδημοκράτες κλπ. βοηθούν  και συμπράττουν σ’  αυτό, ακόμα και σ’ αυτά τα χρόνια του μνημονίου. Συνεργάζονται  με τους διαχειριστές της κρίσης σπεύδοντας εξ ονόματος των εργαζόμενων να δεχτούν θυσίες για να βγει η εθνική οικονομία από την κρίση, αποδεχόμενοι  το λιγότερο κακό για  να προληφθεί το μεγαλύτερο, που μετά από λίγο γίνεται αποδεκτό. Προβάλλεται μαζί με τους κυβερνώντες η ανάγκη   αύξηση της παραγωγικότητας και συμπαρασύρουν   μεγάλα τμήματα  των εργαζόμενων  στη μάχη της ανταγωνιστικότητας που διασπά και κατακερματίζει την εργατική τάξη σε κομμάτια διαφοροποιημένα και σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.
           Στη χώρα μας, η ιδιομορφία του συνδικαλιστικού κινήματος αφορά στη στενή σχέση του εργατικού με το κομμουνιστικό κίνημα. Μια σχέση που οφείλεται στην πολιτική και τους αγώνες των κομμουνιστών και που σημάδεψε την εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Στα μετεμφυλιακά χρόνια η μόνη πολιτική απέναντι στην εργατική τάξη γινόταν μέσα από την απροκάλυπτη κρατική παρέμβαση, με τον ελεγχόμενο από το κράτος συνδικαλισμό και  την τρομοκρατία. Το ίδιο το μετεμφυλιακό κράτος  ταύτιζε  συνδικαλιστές και κομμουνιστές και τους επεφύλασσε  την ίδια μεταχείριση. Συγχρόνως όμως  οι στενοί δεσμοί εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος σήμαιναν και στενό δέσιμο του εργατικού και συνδικαλιστικού  κινήματος με πολιτικές κινήσεις, υψηλό βαθμό  πολιτικοποίησης του και αποφασιστική  συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Το ότι το εργατικό κίνημα βρισκόταν στην πρωτοπορία των αγώνων για δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνικές αλλαγές, το ότι αποτελούσε τον σημαντικότερο παράγοντα ανατροπής του συστήματος εκμετάλλευσης, εγγράφεται στην ιστορία των αγώνων της  ελληνικής εργατικής  τάξης που καμιά υπεύθυνη και συνετή συνδιαχειριστική λογική  δεν μπορεί να αφαιρέσει. 
         Βεβαίως, με την άνοδο του  ΠΑΣΟΚ  στην εξουσία, που  σφετεριζόμενο  τον αριστερό λόγο επικρατεί και ελέγχει το συνδικαλιστικό κίνημα, η κομματικοποίηση, τουλάχιστον της συνδικαλιστικής ηγεσίας,  γίνεται βασικό χαρακτηριστικό του συνδικαλισμού που διαμορφώνει το στρώμα των κρατικοδίαιτων συνδικαλιστικών στελεχών. Η κυριαρχία του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ με την αριστερή φρασεολογία στα συνδικάτα, η αντίστοιχα  δραστική μείωση  της επιρροής του ΚΚΕ, η αυξανόμενη επιρροή της Ν.Δ,  το άνοιγμα των συνδικάτων  σε οικονομικές δραστηριότητες, η ενσωμάτωση του στρώματος επαγγελματιών συνδικαλιστών, το θεσμικό πλαίσιο που καθιστά ανενεργές πολλές κινητοποιήσεις οδηγούν στην πλήρη χειραγώγηση  του συνδικαλιστικού κινήματος.
          Και φτάνουμε στις μέρες του μνημονίου με απαξιωμένο το συνδικαλιστικό κίνημα, που αφήνει έτσι εντελώς εκτεθειμένο το εργατικό κίνημα στις κυρίαρχες πολιτικές. Πολλοί αποδίδουν, ανοιχτά η καλυμμένα, την αγκύλωσή του στην αδράνεια και το βόλεμα των εργαζομένων, άλλοι κατηγορούν την κομματικοποίηση που είναι υπεύθυνη για την αποτυχία των συνδικάτων να προσεγγίσουν τους εργαζόμενους. Εν ολίγοις, ο στόχος της κυρίαρχης πολιτικής έχει επιτύχει, αφού για την επικράτησή της η καθυπόταξη του συνδικαλιστικού κινήματος είναι αναγκαία προϋπόθεση.  Με τον έλεγχο  της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, η κυρίαρχη πολιτική καθορίζει  την πολιτική και ταχτική των κινητοποιήσεων μετατρέποντας το συνδικαλισμό σε προθάλαμο της εκτελεστικής εξουσίας.
          Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αντιστρέψουν αυτήν την πορεία του συνδικαλισμού. Η αλλαγή προσανατολισμού των συνδικάτων θα γίνει μόνο με τη μαζική συμμετοχή σ΄ αυτά των εργαζομένων, για να εκφράσουν τις πραγματικές τους διαθέσεις και να δημιουργηθούν συλλογικότητες εργαζομένων μέσα από αυτά που θα στηρίζουν τους εργαζόμενους απέναντι στις επιθέσεις  της κυρίαρχης πολιτικής. Η προσπάθεια της κυρίαρχης πολιτικής για συρρίκνωση του κομμουνιστικού κινήματος  αποβλέπει ακριβώς στο κτύπημα και ακύρωση  οποιασδήποτε οργάνωσης  που ξεκινά από τα κάτω στους χώρους δουλειάς  και  δεν μπορεί να ελεγχθεί πολιτικά.
         Γι’  αυτό η ενίσχυση του κομμουνιστικού κόμματος είναι καθοριστική, εφόσον  φαίνεται να είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να ορίσει και να υπερασπιστεί μια γενική γραμμή στρατηγικού στόχου και  να δώσει αυτοπεποίθηση στους εργαζόμενους  ότι με τη δράση τους μπορεί να ανατρέψουν καταστάσεις
        Και γι’  αυτό η συμμετοχή στην αυριανή 24ωρη απεργία ΓΣΣΕ και ΑΔΕΔΥ πρέπει να είναι μαζική, να υπερκεράσει και να ακυρώσει με αυτόν τον τρόπο τις καιροσκοπικές βλέψεις των εργατοπατέρων που την προκήρυξαν, για να γίνει αφετηρία ταξικών αγώνων.

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

ΕΝΩΤΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ

Πριν μερικές μέρες, στο κανάλι της Βουλής, σε επανάληψη της παλιάς εκπομπής «Φώτα Πορείας» της Ε. Ακρίτα καλεσμένη ήταν η Μαρία Ρεζάν, που ανάμεσα στ΄ άλλα αναφέρθηκε στην αυτοεξορία της στο Παρίσι στα χρόνια της χούντας, τις δυσκολίες της  τον πρώτο καιρό, την εργασία της στο « L'express»  κλπ. Μια  αστική φιλελεύθερη ματιά στη χούντα και τις συνέπειές της μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά, ενδεικτικά εκείνης της εποχής, που κοίταζε με  μεγεθυντικό φακό ακόμα και ασήμαντα περιστατικά εκδήλωσης αντιδικτατορικού φρονήματος.  
       Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τη χούντα και την πτώση της  μπορεί κανείς ν’  αναγνωρίσει, με την εμπειρία της μετέπειτα γνώσης, ακριβώς σ’  εκείνη την εποχή τη μήτρα που μας διαμόρφωσε. Όσο κι αν επιθυμούμε να δούμε τα πράγματα με καλή προαίρεση, είμαστε  σχεδόν υποχρεωμένοι  να δυσπιστούμε πια  απέναντι στον  μύθο που  τότε δημιουργήθηκε και τώρα μοιάζει να απογυμνώνεται τόσο γρήγορα και απροσχημάτιστα. Ο μύθος της  αντιστασιακής ενότητας που έφερε πλάι πλάι τον κομμουνιστή  με τον αστό  στον αγώνα εναντίον της χούντας, υπήρξε καθοριστικός για να μπουν τα θεμέλια της συναίνεσης στο πολιτικό σύστημα και της απόρριψης της ταξικής πάλης.  Όλοι, αντιστασιακοί και καιροσκόποι,  στεγάστηκαν κάτω από το μύθο  αυτής της ενότητας, αδιαφοροποίητης ταξικά, επειδή ακριβώς τους άνοιγε πιο εύκολα το δρόμο, ενώ  επιδίωξη πια γίνεται η ωραιοποίηση της ζωής  μέσα στα πλαίσια  του αστικού καθεστώτος. 
       Την άλλη αντίσταση, τη ματωμένη και ηττημένη, ανέλαβε να τη φέρει στα μέτρα της μικροαστικής μας νοοτροπίας και των αστικών συμφερόντων το ΠΑΣΟΚ με τον Α. Παπανδρέου. O Α. Παπανδρέου είχε ξεμπερδέψει αριστοτεχνικά με όλα αυτά, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη   εθνικής αντίστασης εναντίον των δυνάμεων κατοχής, αλλά  θεωρώντας λάθος τον εμφύλιο. Πολλοί από κείνους που μάτωσαν στα βουνά στα δυο αντάρτικα πίστεψαν στην αλλαγή του Παπανδρέου και θεώρησαν ότι ο αγώνας τους δικαιώθηκε. Γι’  αυτό θα έπρεπε όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις να ενωθούν υπό τη σκέπη του ΠΑΣΟΚ  για να πολεμήσουν τη δεξιά των στρατοδικείων, του Αι Στράτη και της Γιούρας. 
       Μόνο που τριάντα χρόνια μετά από κείνη την αναγνώριση καταλαβαίνουμε τώρα πως ο μόνος αγώνας που δικαιώθηκε τότε ήταν ενάντια στη σκληρότητα ενός αντικομμουνιστικού κράτους, ο αγώνας απέναντι στην εξορία, ο αγώνας για την  κατάκτηση της νομιμότητας και για ισοπολιτεία, ο αγώνας τελικά για την επιβίωση, όχι εκείνος του ΕΑΜ. Εξάλλου οι όροι του παιχνιδιού ήταν δεδομένοι. Όλοι όσοι αγωνίστηκαν στο ΕΑΜ και στο Δημοκρατικό Στρατό στα χρόνια της μεταπολίτευσης θεωρήθηκαν πια αποχρωματισμένοι και ακίνδυνοι, λόγω ιστορικών εξελίξεων, ενώ τους περισσότερους από τους αγωνιστές  το ΠΑΣΟΚ τους  χρησιμοποίησε για να τονίσει σε ένα συμβολικό επίπεδο ότι γίνεται πράξη το μήνυμα της συμφιλίωσης. Η επίκληση  επομένως στο παρελθόν δυσχέραινε αυτό το έργο. Κι έτσι δρομολογήθηκε η απογύμνωση της ζωής μας από την ιστορία  και η καταφυγή μας σε ενωτικούς μύθους, που κανείς τους δεν υπερασπιζόταν τους αγωνιστές ως αυτό που υπήρξαν, επαναστάτες. Κι όμως, αν αυτοί   είχαν επιβιώσει αυτό έγινε όχι χάρη στη μεγαθυμία των νικητών  παρά κόντρα στη θέλησή τους. Ενώ ο κόσμος των νικητών που τότε κινδύνεψε, διασώθηκε και  επιβίωσε με την τρομοκρατία, εξακολουθούσε  να μας πνίγει με το λόγο του που εσωτερικεύσαμε και αποδεχτήκαμε.         
         Είναι  λοιπόν φυσικό, ανεξαρτήτως ταξικών διαχωρισμών, μια ολόκληρη γενιά, η πιο παραγωγική ηλικία της  τωρινής εποχής της κρίσης, να γαλουχηθεί με τον ενωτικό  μύθο της αντίστασης ενός γενναίου λαού, μιας αντίστασης που οι αγέννητοι στη δικτατορία ταύτισαν με γιορτή, περιπέτεια, εμπειρία, επιτυχία κλπ.  και να κάνει  κτήμα της νέες έννοιες της λέξης  «επανάσταση»  διοχετεύοντάς τη σε κάθε τομέα και χρησιμοποιώντας τη σαν σφραγίδα για κάθε εμπειρία. «Επαναστάσεις» και αμφισβητήσεις, χωρίς κόστος για κανένα, έγιναν μόδα. Όπως τη Ρεζάν,  που έφτασε στο Παρίσι κι έγινε αρχισυντάκτρια στο «L'express», εκατοντάδες άλλους διαφωνούντες απλώς ή  αντιστασιακούς της αλλοδαπής και ημεδαπής γνωρίσαμε σαν  πετυχημένους σε κόμματα, επιχειρήσεις κλπ. Γέμισε το πολιτικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό, διανοούμενο προσκήνιο από αντιστασιακούς που σχημάτισαν  τις νέες ηγετικές ομάδες. Η αντίσταση δέχτηκε τέτοια διασταλτική  ερμηνεία τότε, που περιλάμβανε απλώς και την ακρόαση του BBC, ώστε παρόλο που η πλειοψηφία του ελληνικού λαού  δεν έζησε  τη μάχιμη αντιστασιακή πραγματικότητα, να πιστέψει ότι ήταν  η αντίστασή του  ο ενεργητικός παράγοντας που έριξε τη δικτατορία και οι πραγματικές αντιστασιακές πράξεις λειτούργησαν … συμπληρωματικά. Εκτός λοιπόν  απ’ αυτούς που οργανώθηκαν, κυρίως  από τις γραμμές της αριστεράς, για τις σημαντικότερες αντιστασιακές πράξεις, λίγοι βίωσαν τον πόνο και την καταστροφή στη ζωή τους. Οι περισσότεροι απόντες στην αντίσταση δηλώσαμε παρόντες στο μεταδικτατορικό προσκλητήριο, που κάποιοι άλλοι κάλεσαν.  
     Εκπαιδευτήκαμε λοιπόν τόσα χρόνια να ταυτίζουμε την πραγματικότητα  με τα ομοιώματά της, να πειθόμαστε ότι οι  συμβολικές πράξεις αρκούν για να εκφράσουν τη θέλησή μας,  ότι κοινά είναι τα συμφέροντα εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων,   εφόσον  ζούμε πια σε μια ώριμη συμφιλιωμένη κοινωνία χωρίς ταξικές διαιρέσεις και ανεξέλεγκτες συγκρούσεις, αρνούμενοι να αποδεχτούμε τη βιαιότητα του ταξικού πολέμου.      
     Και καταλήξαμε στην καταδίκη  της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης, ενώ πιστέψαμε ότι  επαφίεται η πραγματοποίηση του σοσιαλισμού στην καλή θέληση όλων των ανθρώπων,  εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων.        
      Κι ίσως γι’  αυτό τώρα πιστεύουμε, μια μεγάλη πλειοψηφία,  πως δεν χρειάζεται να πολεμήσουμε συγκεκριμένα και πρακτικά την πολιτική που μας επιβάλλει την εξαθλίωσή μας και περιμένουμε από κάποιους άλλους να αντισταθούν εναντίον των κακών καπιταλιστών, όχι του καπιταλισμού,  έτοιμοι όμως  πάντα να συμμετάσχουμε στη νίκη… αν έρθει.  
      Διαφορετικά, σερνάμενοι  πλέουμε στη μιζέρια και την εξαθλίωση… περιμένοντας το θαύμα

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

        Τρεις μήνες μετά τις εκλογές ποιος τις θυμάται; 
        Οι θεαματικοί λεκτικοί χειρισμοί, από τα κόμματα   που φλέρταραν  με την εξουσία, των δύσκολων περιστάσεων που βίωνε το εκλογικό σώμα παραχώρησαν τη θέση τους σχεδόν σ’ ένα κυνικό  ή το πολύ πολύ … παρηγορητικό λόγο. ( Ομιλία Σαμαρά στη ΔΕΘ: «Μόλις η οικονομία ανακάμψει, μόλις αρχίσει να παράγει έσοδα και να καλύπτει τα ελλείμματα, όλες οι άδικες περικοπές θα αρχίσουν σιγά-σιγά να αποκαθίστανται»)  Σ΄ αυτές τις εκλογές, περισσότερο από κάθε άλλη φορά,  φάνηκε η ολοκληρωτική αυτονόμησή τους  από την πολιτική, εφόσον μέσα σε τρεις μόλις μήνες αποδείχτηκε ότι η εκλογική πολιτική  των κυβερνητικών κομμάτων δεν συμπύκνωσε την πολιτική της κυβερνητικής θητείας, ούτε καν της προηγούμενης, αφού ΠΑΣΟΚ και   Ν.Δ μαζί  τους τελευταίους έξι προεκλογικούς μήνες  συμμετείχαν στη  διακυβέρνηση.  Αντίθετα, έγινε  προσπάθεια  να αποσυνδεθεί  η πολιτική  από τις εκλογές, να θρυμματιστεί η  ενότητα της ταξικής πολιτικής τους, που χάθηκε  στους λαβύρινθους του καθημερινού και να κρυφτεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώχτηκε να εξασφαλιστεί   ότι όταν κρίνεται η κυβέρνηση εκείνο που κρίνεται  να μην είναι η πολιτική της, αλλά ακριβώς η τεχνική ικανότητά της να διαχειρίζεται επικοινωνιακά τα πιο δύσκολα πολιτικά προβλήματα και μόνο αυτό.  Η επιλογή μάλιστα του χρόνου των εκλογών έγινε όταν θεωρήθηκε ότι ήταν σχετικά  ευνοϊκές οι συνθήκες για  τη μεγαλύτερη συσκότιση της πολιτικής, για την απειλή, το ξεγέλασμα για το μεγαλύτερο δυνατό εκβιασμό. Υπό αυτές  λοιπόν τις συνθήκες και από  τη σκοπιά της εξουσίας, ψήφος θα πει αποδοχή του εκβιασμού, ενώ εκλογές, που θεωρείται η κορυφαία  ημέρα της πολιτικής στην αστική δημοκρατία,  θα πει πρόσκαιρη αναστολή της πολιτικής, ώστε να δημιουργηθούν ακριβώς  οι όροι για την άσκησή της από την επομένη, με τους όρους της κυρίαρχης τάξης. Οι δε αντιπρόσωποι που εκλέγουμε, στην τελική, αντιπροσωπεύουν επάξια τη βούληση της εξουσίας, για να αποδειχτεί ότι ολοένα και περισσότερο οι εκλογές αποτελούν κορυφαία έκφραση της κυβερνητικής κυριαρχίας και όχι της λεγόμενης λαϊκής.
       Και όμως, κυριαρχεί η αντίληψη, ο ευρωκομμουνισμός παλιότερα η ανανεωτική αριστερά κι άλλα κοινωνικά κινήματα αργότερα κλπ.  ότι ακόμα και η κατάκτηση της εξουσίας,   για μετασχηματισμό της κοινωνίας, μπορεί να βασιστεί στο σεβασμό του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατικής εναλλαγής. Αυτό όμως που διαπιστώνεται,  όσο βαθαίνει η κρίση  και  οξύνονται και οι ταξικές συγκρούσεις, ακόμα κι αν βαφτίζονται συγκρούσεις νοοτροπίας, ήθικής κλπ., είναι ότι πια   τις  κυρίαρχες τάξεις φαίνεται  να τις απασχολεί  όλο και λιγότερο τη ζήτημα της δημοκρατίας και της εύρυθμης λειτουργίας της.
            Για χρόνια η  ρεφορμιστική αριστερά,  κι εδώ και στην Ευρώπη, που κατέληξε να μην είναι κομμουνιστική,  διεκδικούσε ως μέλλουσα σοσιαλιστική  οργάνωση την πολιτική πολυφωνία, τον πλουραλισμό των  κομμάτων, τον εκδημοκρατισμό των κρατικών δομών, κλπ. ερμηνεύοντας τη δημοκρατία ως τη στρατηγική  του ειρηνικού κοινοβουλευτικού  δρόμου. Βάση ήταν  το μέγεθος του  εκλογικού σώματος, (πβ. Ομιλία Τσίπρα στη ΔΕΘ: Από αυτό εδώ το βήμα, καλούμε κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα, ανεξάρτητα από την ψήφο τους στις 17 Ιουνίου, να ενώσουν όλες και όλοι τις δυνάμεις τους με τον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για τη σωτηρία αυτού του τόπου) και όχι το δυναμικό των  τάξεων που παραμορφωμένα αντανακλάται στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Γι΄ αυτό φρόντιζε  για την ευρύτητα των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών ακόμα και με ρεύματα αναιρετικά του κομμουνισμού. Ισχυριζόταν ότι έτσι θα εμποδίσει να πάρουν αντιδραστική κατεύθυνση και ότι θα επηρεάσει  τις  εξελίξεις μέσα σ’ αυτά,   ώστε να συμμετάσχουν  κι αυτά  στην πορεία του εκδημοκρατισμού, θεωρώντας άθικτα τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους. Ανάγεται   λοιπόν ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων σε ζήτημα εκλογικών ποσοστών, πιστεύοντας  ότι η δύναμη μιας τάξης ή και ενός κόμματος καθρεφτίζεται με ακρίβεια στην αντανάκλασή της στο εκλογικό σώμα. Η ταξική πάλη αντικαθίσταται από την κοινοβουλευτική δράση.  
           Πρόκειται για  μια μηχανιστική αντίληψη της ανάπτυξης των κοινωνικών σχέσεων. Στάση καθαρά μηχανιστική  απέναντι στον κοινοβουλευτισμό, που στα μάτια αυτής της αριστεράς δείχνει το βαθμό προετοιμασίας της κοινωνίας για τον σοσιαλισμό. Η αντίληψη για πλατιά συμμαχία των δημοκρατικών δυνάμεων αναπαράγει όλη τη μεταφυσική αντίληψη της δημοκρατίας σαν μιας αφηρημένης αιώνιας αρχής που σε κάθε εποχή  εκφράζεται με τον ένα ή τον άλλο βαθμό καθαρότητας.  (πβ. Ομιλία Τσίπρα στη ΔΕΘ: Ελάτε μαζί μας. Για να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα. Αποκαθιστώντας την κοινωνική ασφάλεια και τη δικαιοσύνη. Αποκαθιστώντας την εθνική κυριαρχία και την αξιοπρέπεια. Το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία. Αποκαθιστώντας την ισότιμη συμμετοχή της χώρας μας στους θεσμούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης).   Σίγουρα το καθεστώς της αστικής δημοκρατίας δημιουργεί  ευνοϊκές συνθήκες για την οργάνωση του προλεταριάτου και τις διεκδικήσεις του. ¨Όμως η αστική δημοκρατία βάζει κι ένα όριο σ’ αυτήν την οργάνωση και  τις διεκδικήσεις, με τη μορφή της αστικής νομιμότητας, που πάντα εξαρτάται από τις οικονομικοκοινωνικές επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης.  Η δημοκρατία υποτάσσεται στην ανάγκη του καπιταλισμού να τσακίσει τις μάζες και όταν αποδείχνεται ανεπαρκής την αντικαθιστά με τη δικτατορία και το φασισμό.
        Και  τώρα, φτάσαμε σ’  αυτό το μεταίχμιο, όπου ο  ταξικός πόλεμος γίνεται όλο και πιο σκληρός και οι υποτελείς τάξεις πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και να  οργανωθούν για να τον αντιμετωπίσουν. Σ΄ αυτόν τον ταξικό πόλεμο, στην ασυμφιλίωτη σύγκρουση των υποτελών με την κυρίαρχη τάξη  η κάθετη ρήξη μέσα στην κοινωνία είναι αναπότρεπτη, δεν είναι  τεχνητή διαίρεση  όπως επαναλαμβάνεται από τη ρεφορμιστική αριστερά  και   η γραμμή ρήξης  δεν μπορεί παρά να ακολουθεί την ταξική γραμμή. Είναι λοιπόν  ο δυναμισμός της ταξικής πάλης και όχι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τελικά θα  αποφασίσει.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΑ ΑΠΟΦΑΓΙΑ

              Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, στο 23,6% εκτοξεύθηκε η ανεργία στη χώρα μας το β΄ τρίμηνο εφέτος, κατά 7 και πλέον μονάδες υψηλότερα από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2011 (ποσοστό 16,3%) και από 22,6% το α΄ τρίμηνο εφέτος. 

            Βιώνουμε και στη χώρα μας,  σε όλη της την έκταση, την τάση του καπιταλιστικού συστήματος να σπρώχνει όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας εκτός εργασίας. Δημιουργείται λοιπόν μια μη-τάξη, που, ενώ  είναι μια συνέπεια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δεν έχει πια το σημάδι της σφραγίδας τους. Και αυτή η μη τάξη ενώνει στους κόλπους της το σύνολο των ατόμων που τους πέταξαν έξω από την παραγωγή ή που υποαπασχολούνται οι ικανότητές τους με τη μηχανοποίηση της διανοητικής εργασίας και τείνει να γίνει η  πλειοψηφία του πληθυσμού των ανθρώπων  χωρίς δικαιώματα.
                  Το πέρασμα στην ανεργία σηματοδοτεί  για τον άνεργο το πέρασμα στην απελπισμένη θέση του αποτυχημένου, ακόμα και σε κοινωνίες που δεν υπάρχει μεγάλη παράδοση ταξικού διαχωρισμού, ακόμα και μέσα στους εργάτες,  και  είναι αναπτυγμένη η αίσθηση αξιοπρέπειας της εργασίας. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ιδίως νέων, οδηγείται σ’   αυτό το μεταβιομηχανικό   προλεταριάτο, των ανθρώπων  χωρίς κοινωνική υπόσταση και χωρίς τάξη. Ταυτόχρονα, με την ανεργία καταρρέει  και η μοναδική συλλογικότητα που ο καπιταλισμός έχει αφήσει ζωντανή για τους εργάτες και μέσω της οποίας μπορούν να αντιδράσουν.  Η συλλογικότητα στην εργασία, η ζωντανή σχέση με τους συναδέλφους δύσκολα μπορεί να βρει υποκατάστατο στη νεκρή και αποξενωμένη συνοικία. 
        Μετατίθεται μάλιστα  η ευθύνη για την ανεργία στους ίδιους τους άνεργους και τους εργαζόμενους, υποψήφιους κι αυτούς άνεργους, κατηγορώντας τους  ότι η άμυνα επί των επάλξεων των δεδομένων δομών εργασίας και η δαιμονοποίηση των δομικών αλλαγών στην εργασία δεν αντιστοιχούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται και είναι ανίκανοι οι  εργαζόμενοι να προσαρμοστούν, άρα η ανεργία είναι συνέπεια της δικής τους ανικανότητας ν’  ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα. Βέβαια, δεν τίθεται το πραγματικό ερώτημα, που δεν είναι  αλλαγές ή όχι στη δομή της εργασίας, αλλά ποιες αλλαγές, με ποιους στόχους, από ποιους και  χάριν  ποιων συμφερόντων. Δεν τίθεται μάλιστα καθόλου, παρά μόνο  επιδερμικά και προσχηματικά, το κατεξοχήν ζήτημα,  ότι το θεμελιώδες δικαίωμα στη ζωή και την εργασία, που αφορά όλους τους ανθρώπους, δεν μπορεί να οριοθετείται από τους όρους εμπορευματοποίησης της εργασίας.
           Η ασκούμενη πολιτική των κυβερνώντων κυριαρχείται από το δόγμα,  ότι  η αύξηση της απασχόλησης θα προκύψει ως αποτέλεσμα τα μείωσης του κόστους εργασίας, της αύξησης της ανταγωνιστικότητας και της ανόδου της κερδοφορίας και των επενδύσεων. Οι μηχανισμοί που οι επιχειρήσεις έχουν θέσει σε εφαρμογή για τη δημιουργία του νέου περιβάλλοντος εργασιακής ζωής, έχουν ένα βασικό στόχο, την εξοικονόμηση πόρων προς όφελος της  κερδοφορίας μέσα από την εντατικοποίηση και τον περιορισμό του εργατικού κόστους.  Ενώ  με τις περίφημες διαρθρωτικές αλλαγές θέλουν να μας πείσουν ότι  θα ξεπεραστεί η κρίση, δεν συμπληρώνεται  ότι αυτή η αναδιάρθρωση είναι η προσπάθεια να βγεί το σύστημα από την κρίση με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, φορτώνοντας τα βάρη  της εξόδου στους εργαζόμενους. Επιχειρείται  η αναζωογόνηση του  καπιταλισμού  μέσω γενικευμένων απορρυθμίσεων, με ένα κράτος προστάτη  της ελευθερίας των αγορών, με νέες ευέλικτες  μορφές  οργάνωσης της  παραγωγής και των υπηρεσιών, μέσω εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων.
          Ακόμα   όμως και οι πιο αισιόδοξες αστικές προβλέψεις οικονομικής ανάκαμψης  θεωρούν ανέφικτο τον περιορισμό  του ποσοστού της ανεργίας, πράγμα που προδίδει τον χαρακτήρα και τον στόχο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο άνεργος είναι αυτός που αν η εξαθλίωση και η πολιτική του κεφαλαίου δεν τον ρίξει μόνιμα σε κάποιο κοινωνικό  γκέτο και περιθώριο,  θα πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση  μόνιμης ανασφάλειας, να μην έχει ούτε τις στοιχειώδεις απαιτήσεις, να βρίσκεται  μέσα στην αγορά εργασίας για να πιέζει μόνιμα τους εργαζόμενους συναδέλφους του, να τροφοδοτεί τον εφεδρικό στρατό εργασίας, να είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή και υπό οποιεσδήποτε  συνθήκες για το κεφάλαιο,  να βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμου ανταγωνισμού με όλους τους εργαζόμενους και  τους άλλους άνεργους, να στηρίζεται μόνο στην προσαρμοστικότητά του, που είναι το μεγαλύτερο προσόν στη σημερινή αγορά εργασίας, στις ανάγκες των επιχειρήσεων. 
          Η κρίση βαθαίνει ολοένα και περισσότερο, αποδεικνύοντας  με τον τραγικότερο τρόπο τη χρεωκοπία ενός συστήματος που δεν μπορεί να επιβιώσει παρά μόνο καταστρέφοντας τεράστιες μάζες ανθρώπων. Το αίτημα της πλήρους  απασχόλησης σε γενικές γραμμές ξεπερνά την οικονομική βάση του καπιταλισμού. Η απαίτηση να μη γίνονται απολύσεις και να βρεθεί δουλειά δεν σχετίζεται μόνο  με την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων αλλά και με την αποκάλυψη του  καπιταλιστικού συστήματος ως ανίκανου να δώσει λύση στα βασικά προβλήματα.
               Άνεργοι  αλλα κι εργαζόμενοι  ακόμα κάνουμε βήματα σημειωτόν, σαν τους τυφλούς που χτυπούν τους τοίχους με το μπαστούνι τους. Πειστήκαμε από σοσιαλδημοκράτες, ρεφορμιστές, κλπ. ότι πια είναι  ξεπερασμένες ακόμα και οι  αντιλήψεις του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους και πρέπει να τις εγκαταλείψουμε. Αφού λοιπόν  το τραπέζι έχει πια ξεστρωθεί, το μόνο που απομένει για όλους τους εργαζόμενους είναι αυτά που βρίσκονται κάτω από το τραπέζι. Να γίνουμε δηλ.  οι σκύλοι που τρώνε τα αποφάγια.
     Θα γίνουμε;