Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ

Και αφού δεσμεύτηκαν στην τρόικα οι κυβερνώντες  για αποχωρήσεις 15.000 δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το τέλος του 2014, ο μεν πρωθυπουργός, με το κύρος που αντλεί από τη θέση του, αποφάνθηκε για τη μονιμότητα αυτής της ενέργειας, γιατί «το Σύνταγμα δεν απαγορεύει να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι που η οργανική τους θέση καταργείται», ενώ συγχρόνως και ό ίδιος και ο υπουργός του Α. Μανιτάκης υπόσχονται πρόσληψη ισάριθμων άλλων. Ο υπουργός μάλιστα Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της κυβέρνησης Σαμαρά Α. Μανιτάκης δείχνει περήφανος στους  προ δεκαπενθημέου Νέους Φακέλους του Α. Παπαχελά, γιατί έπεισαν την τρόικα τους ποσοτικούς στόχους ότι πρέπει να τους συνδυάζουν με ποιοτικούς. Κι έτσι με νέες διαδικασίες, κατά δήλωσή του, θα πάρουν νέο προσωπικό για την ανανέωση της διοίκησης, φυσικά με αξιοκρατικά κριτήρια. 
           Σίγουρα αυτές οι δηλώσεις, και γι’ αυτό γίνονται, χαϊδεύουν τα αυτιά, αποπροσανατολίζουν τη σκέψη της πλειοψηφίας των απολυμένων του ιδιωτικού τομέα, των νέων ανέργων, των επισφαλών εργαζομένων κλπ. Και βέβαια σε καμιά περίπτωση ο αριστερών καταβολών κος Μανιτάκης δεν μπορεί να κατηγορηθεί για φασισμό, ούτε καν για αυθαιρεσία. Γιατί όταν μιλά η κυρίαρχη ιδεολογία για φασισμό παρουσιάζει τα πράγματα απλά, με ενέργειες και σύμβολα ευδιάκριτα και οι φασίστες τηςΧρυσής Αυγής τη βοηθούν σ’ αυτό όσο μπορούν καλύτερα. Ο λόγος τους και οι πράξεις τους, που φτάνουν σε βαθμό απίστευτης χυδαιότητας, χωρίζουν τα στρατόπεδα ξεκάθαρα σε δύο, κι έτσι τα επιχειρήματα κι εκείνων από το «συνταγματικό τόξο» που αν και εδράζονται σε αφετηρίες αυταρχικές ή και φασίζουσες χρησιμοποιούν λογικοφανή πειστικότητα, εγγράφονται σαν μέρος του δημοκρατικού διαλόγου. 
       Σαν κι αυτόν που ανέπτυξαν οι «αριστεροί» υπουργοί της κυβέρνησης, Μανιτάκης και Ρουπακιώτης, που αφορούσε τους συμβασιούχους οι οποίοι δικαιώνονται από ασφαλιστικά μέτρα. Η ρύθμιση, που για τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης Μανιτάκη αφορά μόνο χρονικούς περιορισμούς από τα ασφαλιστικά μέτρα και την προσωρινή διαταγή μέχρι την κύρια αγωγή, ενώ για τον υπουργού Δικαιοσύνης Ρουπακιώτη μ’ αυτήν «επιχειρείται να καταργηθούν όσα στοιχεία έχουν απομείνει στο Κράτος Δικαίου», τελικά θα επανακατατεθεί μετά το Πάσχα με νέα διατύπωση, που θα εξασφαλίζει τη συναίνεση όλων των μερών. ¨Ολο το πρόβλημα δεν ήταν λοιπόν παρά θέμα διατύπωσης.
        Εδώ και καιρό εκείνο που πια προκαλεί σχεδόν τρόμο δεν είναι τα ίδια τα μέτρα της εκτελεστικής εξουσίας όσο η μεθόδευσή τους, οι αναλύσεις και τα επιχειρήματα που επιστρατεύονται για να τα δικαιολογήσουν. Επίσημα χείλη βάλθηκαν να κάνουν μια διαφορετική, εν κενώ, ανάγνωση της οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητα και δεν ήταν δύσκολο με μερικές συνεντεύξεις και εξαγγελίες να πείσουν για θέματα με τα οποία χρόνια τώρα μας σφυροκοπούσαν.
            Οι μηχανισμοί κυκλοφορίας ιδεών  και επιχειρημάτων λειτουργούσαν και λειτουργούν πολύ καλά. Διακήρυτταν και διακηρύττουν την  αντικειμενικότητα και την αξιοκρατία, πως  είναι από τις μεγάλες και ουσιαστικές κατακτήσεις του δημοκρατικού κράτους, εφόσον δημοκρατία είναι το αντίθετο της αυθαιρεσίας, την ίδια στιγμή που οι ενέργειές των κυβερνώντων το διαψεύδουν. Σαν να μην είναι το κράτος ουσιαστικά η οικονομικοπολιτική οργάνωση της κυρίαρχης τάξης, παράγοντας ελέγχου και διεύθυνσης μιας ολόκληρης κοινωνίας, που στις λειτουργίες του περιλαμβάνει  και την υποταγή των υποτελών τάξεων με τις διάφορες μορφές του, ανάλογα με τον ταξικό συσχετισμό. Γι’αυτό κι όταν επαναλαμβάνεται ότι στη δημοκρατία θα πρέπει να πραγματώνεται το δίπτυχο αντικειμενικότητα – αξιοκρατία, ώστε ουδείς να αδικείται, ουδείς να ευνοείται, και η αντικειμενικότητα επιστρατεύεται κάθε φορά για να νομιμοποιήσει  τις κυβερνητικές αποφάσεις  θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος και πώς ορίζει την αντικειμενικότητα. Όσες οι αντικειμενικότητες τόσες και οι δημοκρατίες. Σε μια δημοκρατία με ουσιαστική λαϊκή κυριαρχία η επάνδρωση των δημόσιων θέσεων  θα γίνεται με κριτήριο το βαθμό  πτυχίου, τις συνεδριακές και βιβλιοπαραγωγικές  επιδόσεις ή με ανθρώπους που απολαμβάνουν την λαϊκή εμπιστοσύνη; Ποια η σκοπιμότητα αυτών των κριτηρίων  με τα οποία πρέπει η δημοκρατία να  συμβαδίζει; Κάποιες φορές  μπορεί πράγματι η δημοκρατία  να εκλέγει τους δικούς της. Όλα τα πάντα εξαρτώνται από τι είδους είναι αυτή η δημοκρατία.
         Γι’αυτό και η βασική αιχμή της δικαιολόγησης όλων των αποφάσεων των κυβερνώντων, σχετικά με την κρατική μηχανή, που  αφορά τον διορισμό των λιγότερο ικανών, το ρουσφετολογικό όργιο, τον εναγκαλισμό του κράτους από τα κόμματα εξουσίας, είναι πια μια κριτική που είναι παντελώς αναξιόπιστη. Κι όχι μόνο   γιατί προέρχεται από αυτούς  στους οποίους όλα αυτά  δικαίως καταμαρτυρούνται, αλλά γιατί κυρίως  πρόκειται  για κριτική στερεότυπη και περίπου αναγκαστική, για να δικαιολογούνται μειώσεις μισθών, συντάξεων, απολύσεις κλπ. παρουσιάζοντας ένα ιδεολογικό δίλημμα της μορφής, αξιοκρατικός κρατικός μηχανισμός κι επομένως  πειθαρχικός έλεγχος κι απολύσεις ή κρατικός μηχανισμός αντιπαραγωγικός και  σπάταλος κι επομένως έλλειμμα και χρέος.
          Επί σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ μιλούσαν για κοινωνικά κριτήρια στις προσλήψεις στο δημόσιο όταν οι καιροί, λόγω κοινωνικών συσχετισμών,  επίτασσαν  κοινωνικοποίηση και λαϊκότητα, επί εκσυγχρονισμού του Σημίτη για αξιοκρατικά κριτήρια, όταν οργανωμένα συρρίκνωναν τα εργατικά δικαιώματα.  Επί των ημερών του μνημονίου συμπληρώθηκαν αυτά, και μάλιστα μετ’ επιτάσεως,  με τα κριτήρια του ελέγχου  και αντικειμενικότητας, αποδιοργανώνοντας τις μάζες και προωθώντας την εξατομίκευση,  για να εξοστρακιστεί η πολιτική και ο καθένας μας να εμφανίζεται μονίμως ανάξιος, οιωνεί κατηγορούμενος, απολογούμενος και οφειλέτης.
           Στη φάση αποδυνάμωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ανόδου του αυταρχικού κρατισμού, με έναν διοικητικό μηχανισμό που  θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες δικαιοδοσίες για οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων μακριά από   κοινωνικούς ελέγχους, περισσότερο από ποτέ ο μύθος της αντικειμενικότητας, αξιοκρατίας  και  αποτελεσματικότητας  στη δημόσια διοίκηση δεν εξυπηρετεί   παρά να  παγιώσει την αντίληψη για  ένα… υπερβατικό   κράτος και να συγκαλύψει τα ταξικά συμφέροντα που εξυπηρετεί και στα οποία θεμελιώνεται.
           Η κυβερνώσα αριστερά κάνει ό,τι μπορεί για να πειστούμε για την ουδετερότητα  του κράτους και άρα για τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί  για τα συμφέροντα των λαϊκών δυνάμεων, αν είμαστε… άξιοι. Η μαζική μας κατήχηση με την ευγενική χορηγία της ΔΗΜ.ΑΡ και την προσωπική προσφορά των κυρίων Μανιτάκη και Ρουπακιώτη συνεχίζεται…

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

«ΠΟΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ»



         Τα αποτελέσματα των, ξεχασμένων πια,  φοιτητικών εκλογών την προηγούμενη βδομάδα  που  ανέδειξαν για πολλοστή φορά πρώτη δύναμη τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ εν μέσω οικονομικής εξαθλίωσης και  ανεργίας δεν έδειξαν να διαφοροποιούν τον χαρακτήρα των φοιτητικών εκλογών σε σχέση μ’  αυτόν που έχουν αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια. Και δεν είναι οι εκλογές και τα αποτελέσματά τους που αντιστέκονται σθεναρά χρόνια τώρα σε χαρακτηρισμούς η διαπιστώσεις περί κινήματος στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά η   μαζική απουσία της νεολαίας από κοινωνικούς αγώνες και διεκδικήσεις.
        Κι αναρωτιέται κανείς μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό   πολιτικοοικονομικό περιβάλλον ποιο μέλλον μπορεί να επιφυλάσσεται σε νέους που μοιάζει, προς το παρόν,  να μη το διεκδικούν δυναμικά.
      Ο Δ.. Γληνός, πριν από περίπου ογδόντα χρόνια (1932), προσπαθούσε να απαντήσει στο ερώτημα «ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους νέους». 
       «Μ ερωτάτε να  σας πως  κι εγώ, ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά σας και φυσικά,  ποιον απ’ όλους θα σας συμβούλευα ν’ ακολουθήσετε. Ίσως αρμοδιότεροι απ’  όλους εμάς της ώριμης γενιάς, είσαστε εσείς οι  ίδιοι, για ν’ απαντήσετε σ’  αυτό το ερώτημα. Γιατί το αντίκρισμα  της ζωής, που  ζείτε  τώρα σείς  στα είκοσι χρόνια σας και στη σημερινή κρίσιμη θέση του κόσμου, εμείς δεν το  ζήσαμε και ούτε μπορούσαμε να το ζήσουμε, όταν είμαστε στη δική σας θέση στα πανεπιστημιακά θρανία. … Ν’  ακολουθήσετε τη φωνή της συνείδησής σας, γιατί μέσα σ’ αυτή θα μιλάει και κάτι πλατύτερο από το άτομό σας, η κοινωνική  και ταξική συνείδηση, που ζει χωρίς άλλο μέσα σας.
          Οι δρόμοι που ανοίγονται σήμερα μπροστά σας, δεν είναι πολλοί, είναι δυο. Είτε θελήσετε να τους αναγνωρίσετε είτε όχι, είτε προσπαθήσουν να σας τους κρύψουν μέσα στην ομίχλη ιδεαλιστικών σοφισμάτων, οι δρόμοι που ανοίγουνε μπροστά σας είναι και μένουνε δυο: ή θα πάτε με το μέρος της συντήρησης και της αντίδρασης ή θα πάτε με το μέρος της επανάστασης. Tertium non datur.
         Μα θα μου πείτε: τι δουλειά έχουμε μεις με την αντίδραση ή την επανάσταση; Πολιτικάντηδες ήρθαμε να γίνουμε; Ήρθαμε να σπουδάσουμε μιαν επιστήμη και να ζήσουμε έπειτα στην κοινωνία με την άσκηση της επιστήμης αυτής. Τι δουλειά έχει η επιστήμη μας με την πολιτική;
       Αλήθεια υπάρχουν άνθρωποι που θα σας μιλήσουν με φρίκη και αηδία και με έσχατη περιφρόνηση για την «πολιτική» και θα σας ξορκίσουν να μην έχετε καμιά σχέση μ’ αυτή την κατάρα του καιρού μας, την πολιτική, που χώνει σαν το Μεφιστοφελή την ουρά της  στην καθαρή φιλοσοφία, στην καθαρή επιστήμη, στην καθαρή τέχνη και τα μολύνει όλα….
         Εγώ πάλι πιστεύω πως είναι των αδυνάτων  αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς οποιοδήποτε  κλάδο της ανθρώπινης πνευματικής ενέργειας από την πολιτική. Γιατί ο άνθρωπος, ούτε σαν άτομο(που ουσιαστικά δεν υπάρχει) ούτε σαν σύνολο, μπορεί να μεταβληθεί ποτέ σ’ ένα απλό και μόνο θεωρητικό  πλάσμα. Ζωή σημαίνει ενέργεια και τρόπος ενέργειας. Τρόπος ενέργειας σημαίνει πολιτική, είτε συνειδητή είτε όχι. Γιατί δεν υπάρχει  ενέργεια του ανθρώπου που δεν είναι κοινωνικά καθορισμένη. Ο τρόπος  λοιπόν που πραγματώνεται η ομαδική βούληση, είτε μέσα στις ομαδικές είτε μέσα στις ατομικές ενέργειες, είναι πολιτική, αφού στον έναν τρόπο μπορεί να αντιταχθεί άλλος τρόπος. …
… Για θέσετε παρακαλώ  το ερώτημα, ποια είναι η σχέση που κάθε φορά, σε κάθε ιστορική  στιγμή της ανθρωπότητας  υπάρχει  ανάμεσα στο «είναι», στο «νοείν» και στο «πράττειν»; Η μόνη απάντηση που μπορείτε να έχετε σε μια  αντικειμενική έρευνα του προβλήματος αυτού είναι πως σε κάθε στιγμή της ιστορικής διαδρομής, σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία, το «είναι», το «νοείν» και το «πράττειν» είναι αλληλένδετα αλληλοεξαρτημένα. Το «είναι», δηλ. οι αντικειμενικοί όροι της ανθρώπινης ζωής καθορίζουνε τη γνώση και αυτή οδηγεί στην πράξη, που από την άλλη μεριά κι αυτή είναι  κάθε φορά το κίνητρο και το κριτήριο της γνώσης. Και η πράξη πάλι με τη γνώση μαζί επιδρούνε απάνω  στην πραγματικότητα και τηνε μεταβάλλουν.
        Γι’  αυτό και όταν  αλλάζουν οι αντικειμενικοί όροι και δημιουργιέται μια νέα γνώση και βγαίνει ένα καινούριο πρέπει, ξεσπάει η αντίθεση με το παλιό και δημιουργιέται η ανάγκη μιας καινούριας σύνθεσης. Γι’ αυτό και η τάξη που άρχει κάθε φορά θέλει από τη μια μεριά να μονοπωλεί και να κοντρολάρει τη γνώση, δηλαδή την επιστήμη, και από την άλλη μεριά να χωρίζει απ’ αυτή το «πρέπει» (το «πρέπει» που της συμφέρει) και να το ανάγει  σε θεία καταγωγή…
      Αν αυτό είναι έτσι, τότες η αντίληψη που περιορίζει την έννοια της επιστήμης στην κατάχτηση μιας περιορισμένης περιοχής του επιστητού, ξεχωρισμένης με σινικά τείχη  από κάθε γενική επισκόπηση του επιστητού και από την άλλη μεριά χωρίζει με στεγανά και αδιαπέραστα χωρίσματα την επιστήμη από τη ρύθμιση  της ζωής, η αντίληψη λοιπόν αυτής  της «καθαρής επιστήμης» είναι και αυτή μια πολιτική αντίληψη της επιστήμης. Οπερ έδει δείξαι.
        Δικαιούμαστε λοιπόν σ’  αυτή την αντίληψη της επιστήμης ν’ αντιτάξουμε τη δική μας, που δεν χωρίζει την επιστήμη από τη ρύθμιση της ζωής…
         Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή η σπουδή της επιστήμης είναι αναπόσπαστα ενωμένη με γενική θεώρηση της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Και η γενική αυτή θεώρηση είναι μια επιστημονική φιλοσοφία.
        Επιστήμονας χωρίς τέτια γενική επιστημονική κοσμοθεωρία είναι ένας απλός δεξιοτέχνης, ένας επαγγελματίας, πολύ κατώτερος από έναν εργάτη, γιατί ο τελευταίος, όταν είνε συνειδητός έχει, έστω και στις γενικές γραμμές, την επιστημονική θεώρηση του κόσμου…
            Αλήθεια! Σκεφτείτε λιγάκι. Από πού έρχεστε σεις; Από ποια κοινωνικά στρώματα; Που ανήκετε; Το μεγαλύτερο πλήθος από σας είναι φτωχά παιδιά. Η αστική τάξη βέβαια υψώνει μπροστά στα μάτια όλων σας το τίμημα της προδοσίας: θέσεις κρατικές, πελατεία, αξιώματα, τίτλους, για να γίνετε οι πνευματικοί στυλοβάτες της. Ένα τραγικό παιδομάζωμα! Έτσι και οι γιανίτσαροι γίνονταν οι πιο φανατικοί διώχτες των χριστιανών, όπως τα παιδιά των φτωχών, που σπουδάζουν  στα πανεπιστήμια και αλλάζουν κοινωνική κατάσταση, γίνονται οι πιο φανατικοί αντιδραστικοί.
       Αν όμως ακούσετε τι σας λέει κατάβαθα το αίμα σας, δε θ’  αλλαξοπιστήσετε, δε θα προδώσετε την τάξη σας. Θα πάτε με το μέρος των φτωχών και θα αγωνιστείτε και σεις για να θεμελιώσετε τη νέα ζωή.
    Και τότε θα βαδίσετε  με βήμα ακλόνητο στο μόνο δρόμο που αληθινά ανοίγεται μπροστά σας»  
                                        Δημήτρη Γληνού «Εκλεκτές σελίδες», εκδ. Στοχαστής, 1975

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΑ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΜΕΝΗ ΕΚΤΡΟΠΗ

Και φέτος δεν ξεχάσαμε να θυμηθούμε την επάρατη 21η Απριλίου όταν 46 χρόνια πριν οι συνταγματάρχες κάνοντας ένα πραξικόπημα που το χαρακτήρισαν εθνική επανάσταση εγκατέστησαν στην Ελλάδα μια δικτατορία που μάλιστα προσπάθησαν να της δώσουν ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο με κεντρικό σημείο αναφοράς τον αντικομμουνισμό. 
            Με τη δικτατορία πήρε την πιο δυνατή και καθαρή μορφή της η αντίθεση στην οποία μετά τον εμφύλιο ήταν υποταγμένη η Ελλάδα. Η αντίθεση αυτή διαχώριζε τις αντίπαλες δυνάμεις σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Από τη μια μεριά το στρατόπεδο της δεξιάς με το κράτος και το παρακράτος, την ασφάλεια, το παλάτι, τους αμερικάνους, τον αντικομμουνισμό της και από την άλλη η ονομαζόμενη δημοκρατική παράταξη με τις διαιρέσεις της, διαφωνίες και τα διφορούμενα του διμέτωπου αγώνα. Η δικτατορία κατάργησε την κυβερνώσα δεξιά, χώρισε τη κυρίαρχη παράταξη, αφήνοντας βέβαια άθικτη τη ρίζα του πολιτικού ζητήματος. Έτσι όμως το αίτημα για δημοκρατική ομαλότητα έγινε πολύ περισσότερο άμεσο από όσο ήταν πριν από τη δικτατορία και υιοθετήθηκε και από ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού προσωπικού της δεξιάς (μέχρι και ο βασιλιάς προσχώρησε σ’ αυτό), που ένιωσαν να κινδυνεύουν περισσότερο από τους μηχανισμούς που οι ίδιοι για χρόνια στήνανε παρά από τους κομμουνιστές. Κι έτσι μετασχηματίστηκε η προδικτατορική προοδευτική παράταξη διευρυνόμενη επαρκώς σε αντιχουντική. Κι απόμειναν στο αντίπαλο στρατόπεδο οι δοσίλογοι, χαφιέδες, κομμουνιστοφάγοι, θρησκόληπτοι κλπ. που συγκρότησαν τη νέα εξουσία διαθέτοντας όμως βασικό ιδεολογικό εφόδιο τον αντικομμουνισμό, με βάση τον οποίο όμως η δεξιά είχε πολιτευτεί για τριάντα σχεδόν χρόνια μεταπολεμικά. Τον αγώνα εναντίον της χούντας βέβαια κύρια ανέλαβαν να τον οργανώσουν και πάλι οι αριστεροί με στρατηγικό στόχο την πτώση της χούντας. Συγχρόνως όμως με τη χούντα οι αστοί βεβαιώθηκαν ότι ο κίνδυνος ανατροπής τους είχε πια περάσει, αφού και οι αριστεροί δεν πρόβαλλαν πια μια αντίσταση επαναστατικού προσανατολισμού, και έτσι μπορούσαν άφοβα να εκσυγχρονιστούν, νομιμοποιημένοι μέσα από την αντιδικτατορικοί πάλη. Γι’ αυτό και η πτώση της χούντας δεν έγινε με όρους που επέβαλλε η πολιτική της αριστεράς ούτε και οι θυσίες αυτών που αγωνίστηκαν, αλλά με αυτούς που επέβαλλαν στην αντιχουντική συμμαχία, που συμπτύχτηκε χωρίς καθορισμένους όρους παρά μόνο την επάνοδο στη δημοκρατική ομαλότητα, τα συμφέροντα του ισχυρότερου συμμάχου, της αστικής παράταξης. Και μας προέκυψε Καραμανλής τον Ιούλιο του ’74 με άδηλες προθέσεις και άγνωστους όρους που του είχαν επιβάλλει όσοι τον επαναπάτριζαν. Και μέσα σε ελάχιστο χρόνο παρακράτος και επίσημος σκοταδισμός καταργήθηκαν, ενώ φάνηκε ότι βασικοί στόχοι της αριστεράς η δημοκρατική ομαλότητα, η νομιμοποίηση κομμουνιστών πραγματοποιήθηκαν. Ο εκσυγχρονισμός του Καραμανλή σε μια επταετία συμπληρώθηκε από το σοσιαλισμό του Παπανδρέου, που κατέληξε στον εκσυγχρονισμό του Σημίτη μέσα στο πανηγύρι της συναινετικής μας δημοκρατίας. Και στο τέρμα του δρόμου τα μνημόνια. 
           Με τη χούντα, που τη χρεώθηκε ένα παρακράτος που αποκηρύχτηκε αφού εκτέλεσε το έργο που της είχε ανατεθεί, στη χώρα μας επιβεβαιώθηκε η κυριαρχία της αστικής μας τάξης με όλες τις εξαρτήσεις και παθογένειές της. Τώρα, με το μνημόνιο σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον οργανώνεται η επίθεση της κυρίαρχης τάξης σε άμεση και αγαστή συμφωνία με τα κυρίαρχα πολιτικοοικονομικά ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα. Τη φορά αυτή η πολιτική εξουσία που ανέλαβε την εφαρμογή των κυρίαρχων πολιτικών επιλογών είναι ένα πολιτικό καθεστώς που θεμελιώνεται πάνω στην πίστη μας στην νομιμότητά του (εφόσον δια της αρχής της αντιπροσώπευσης πιστεύουμε ότι συμμετέχουμε στη διακυβέρνηση και θεωρούμε ότι οφείλουν ο αποφάσεις της εξουσίας να ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της κοινωνίας). Το ουσιαστικό λοιπόν σ’ αυτήν την νομιμοποίηση είναι η αναγνώριση μιας νομοθεσίας που ισχύει γι όλους τους πολίτες και ενός σεβασμού που της εξασφαλίζεται με τη δικαστική και αστυνομική εκτελεστική εξουσία. Στηριζόμενη η δημοκρατία μας στο Δίκαιο θεωρείται ότι αυτό δεν είναι μόνο ένα μέσο που κάποιες φορές συγκαλύπτει τη βία και εκμετάλλευση αλλά και ένα μέσο διεκδίκησης και πάλης των εξουσιαζομένων. Έτσι πιστεύοντας ότι το Δίκαιο είναι χώρος παρέμβασης και προώθησης διεκδικήσεων και από τους εξουσιαζομένους, θεωρούμε ότι τα όρια προώθησης ευνοϊκών θέσεων μπορεί να μη προσδιορίζονται εκ των προτέρων, αλλά να διευρύνονται ή συρρικνώνονται ανάλογα με τις ικανότητες, τη δύναμη ή και το δίκαιο (σε στιγμές ύψιστου ιδεαλισμού) των αντίπαλων μερίδων. Κι επομένως αυτονόητο είναι οι συγκρούσεις να μεταφέρονται σε δικαστήρια και οι ελπίδες συνεχώς να ανανεώνονται.
          Δεν χρειάζονται λοιπόν τανκς ή στρατιωτικά πραξικοπήματα στις συναινετικές μας δημοκρατίες για να επιβληθούν οι αποφάσεις της, παρά έξυπνοι νόμοι που εδράζονται σε λογικοφανείς συλλογισμούς με αρκετή ηθικολογία περί δικαιοσύνης και αξιοκρατίας.
             Οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων τον παλιό καιρό γίνονταν για να αποτραπεί η «δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος», ενώ τώρα επικαλούνται και πάλι νόμιμες διαδικασίες για ανανέωση της διοίκησης με αξιοκρατικά κριτήρια απολύοντας τους ανάξιους, επιόρκους, παρανομούντες.
            Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, που από την πλειοψηφία δεν αμφισβητείται, το έγγραφο του διευθυντή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του Ν. Πέλλας για να υποβάλλουν οι εκπαιδευτικοί των σχολείων στο Διευθυντή ή Προϊστάμενό τους Υπεύθυνη Δήλωση του Ν. 1599/86 εάν διώκονται ή δεν διώκονται ποινικά (από 1-1-2007 μέχρι σήμερα), που με άλλο έγγραφο ανακλήθηκε, ακόμα κι αν οφείλεται στον υπερβάλλοντα ζήλο του προϊσταμένου, αποδεικνύει τη μεθόδευση που ακολουθείται.   
            Μέσα από τις πειθαρχικές διώξεις που στηρίζονται σε κατηγορίες για τις οποίες το τεκμήριο της αθωότητας δεν λαμβάνεται υπόψη, ασκείται η πιο αποφασιστική και αποτελεσματική μορφή ελέγχου στην αρχή στο σώμα των δημοσίων υπαλλήλων, όπου έχοντας επί χρόνια συκοφαντηθεί δεν θα γίνει αντιληπτή ως μια αρνητική διαδικασία από τους υπόλοιπους, και μετά στο σύνολο του κοινωνικού σώματος. Κι έτσι όλοι θα υφιστάμεθα αθόρυβα και σιωπηρά τον ανεξέλεγκτο έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, με αποτέλεσμα να ενεργούμε υπό το φόβο των ενδεχόμενων κυρώσεων.    
              Αφού ολόκληρη η κοινωνία τρία χρόνια τώρα μέσα από την προπαγάνδα του κυρίαρχου λόγου παραδόθηκε στο φόβο, τώρα και θεσμοθετημένα θα εγκατασταθεί αυτός στις σχέσεις μας με την εξουσία. Ο συνεχής έλεγχος είναι πια προληπτικός, κατασταλτικός, ιδεολογικός, πολιτικός, πειθαρχικός, πάντα με νόμους που θα ψηφίζει το ελληνικό κοινοβούλιο, δηλ. οι αντιπρόσωποι της λαϊκής βούλησης και με τη δική μας συναίνεση.
               Αν την εποχή της χούντας, που το ιδιο το καθεστώς ήταν παράνομο και που θεωρούνταν και από τους αστούς πολιτική εκτροπή, τα όρια ήταν ευδιάκριτα ανάμεσα στο νόμιμο και παράνομο, τώρα και με την υπογραφή της «υπεύθυνης αριστεράς» οι περισσότερες ενέργειες που αντίκεινται στις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας ανακηρύσσοντται παράνομες, περιορίζοντας εως εξαφανίσεως τα όρια νόμιμης αντίδρασης. 
            Και είναι τόσο σίγουροι για τη δύναμή τους οι κυβερνώντες, ώστε να εξουδετερώνουν και να απαξιώνουν κάθε αντίσταση αστικού προσανατολισμού επιμένοντας στις δικές τους και μόνο επιλογές και των κυρίαρχων ευρωπαϊκών κέντρων; Δεν σκέφτονται ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ανοίγει, ίσως όχι βραχυπρόθεσμα, αλλά σχεδόν νομοτελειακά ως μόνη αντίσταση για την δική μας επιβίωση μια αντίσταση επαναστατικού προσανατολισμού πια;
           Μήπως τώρα πια γίνεται ξεκάθαρος και ο ρόλος της Χρυσής Αυγής που ετοιμάζεται να εκτρέψει την όποια αντίσταση σε ... φιλικά μονοπάτια για το πολιτικοκοινωνικό σύστημα; 
          Κι είναι τώρα που αναδεικνύεται πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΕΡΓΑΤΕΣ



        Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης  η  επίθεση κατά αλλοδαπών καλλιεργητών στη Μανωλάδα Ηλείας προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις της κυβέρνησης και των κοινοβουλευτικών κομμάτων μηδέ της Χρυσής Αυγής εξαιρουμένης, η οποία με   ανακοίνωσή της φραστικά καταδικάζει το επεισόδιο επιρρίπτοντας ευθύνες στην πρόσληψη αλλοδαπών. Η λεκτική καταδίκη και ο αποτροπιασμός των διαφόρων υπουργών, μέσα από γενικεύσεις για την ανθρώπινη εκμετάλλευση ή την ελληνικη δημοκρατία, μάλλον συσκοτίζουν την πραγματικότητα και λειτουργούν ως άλλοθι απόκρυψης, μη τολμώντας να ονοματίσουν τα πράγματα όπως συμβαίνουν. Η διάσταση διακηρύξεων και πραγματικότητας αποκαλύπτει τις συνεχείς παραβιάσεις θεσμών και κανόνων συμπεριφοράς που τυπικά ως κοινωνία έχουμε αποδειχτεί. Η ανακοίνωση μάλιστα της κυβέρνησης αντιμετωπίζει το γεγονός ως μεμονωμένο και θεωρεί πως  «η πρωτοφανής και επονείδιστη αυτή ενέργεια είναι ξένη προς τα ήθη των Ελλήνων», μη συνειδητοποιώντας (ή ακριβώς σ’ αυτό στοχεύοντας;)  ότι η ίδια η ανακοίνωσή της –ήθη ελλήνων- υπονομεύει το αντιρατσιστικό της προφίλ.
          Οι κυβερνώντες με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η Χ.Α με το κυνήγι των ξένων αναγορεύουν τους ξένους εργάτες σε ρίζες κακού. Αφού εκκολάφτηκε, καλλιεργήθηκε και καθοδηγήθηκε η ανάπτυξη της ρατσιστικής αντίληψης από την κυρίαρχη τάξη, οι ανακοινώσεις για έκφραση αποτροπιασμού για τα συμβάντα, σαν τώρα να ανακάλυψαν τι συμβαίνει,  καταλήγει να είναι απλό μέρος του επικοινωνιακού παιχνιδιού, που ακόμα όμως χρειάζεται να παίζεται. Μέχρι πότε;
         Ο ρατσισμός εδώ και χρόνια πια δεν είναι ένα φαινόμενο εξόριστο στο παρελθόν, αλλά έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην ελληνική κοινωνία (να θυμηθούμε τις δολοφονικές επιθέσεις πριν σχεδόν 15 χρόνια του Καζάκου). Τώρα μάλιστα με την κρίση δεν κάνει τον κόπο να κρύβεται, αποδεικνύοντας ότι και οι δυτικές κοινωνίες παρά τη διαφημιζόμενη  ανθρωπιστική τους παράδοση υποδαυλίζουν το ρατσισμό των λαϊκών στρωμάτων, όταν ο κυρίαρχος λόγος αναζητά  εύκολα θύματα για  να τους επιρρίψει μέρος της  ευθύνης για την οικονομική δυσπραγία. Γιατί ο ρατσισμός μπορεί να μην είναι πάντα συνδεδεμένος με την οικονομική κρίση, αλλά είναι αυτή κυρίως που διαμορφώνει τις συνθήκες για την κυριαρχία του.
         Όταν πριν είκοσι και παραπάνω χρόνια η Ελλάδα έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών αυτό θεωρήθηκε θετικό για την οικονομία, ακόμα κι αν δεν ομολογούνταν. Ο «μικρομεσαίος» μας καπιταλισμός  ευνοήθηκε από τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, που έριχναν προς τα κάτω τα μεροκάματα και δεν απαιτούσαν καμιά ασφάλιση.  ¨Οσο όμως η ανεργία άρχισε να διογκώνεται για τις φτωχότερες ελληνικές τάξεις και στρώματα οι ξένοι άρχισαν να εμφανίζονται σαν η αιτία της δυστυχίας τους και της εξαθλίωσής τους, εφόσον αυτοί που επιβάλλουν τους όρους επιβίωσής μας είναι πια πολύ απόμακροι και  διαπαιδαγωγηθήκαμε να τους θεωρούμε άτρωτους ενώ ποτέ δεν ξέρουμε ποιοι ακριβώς είναι –η κυβέρνηση, οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, μήπως η λέσχη Μπίλντερμπεργκ;
         Στις λαϊκές και υποβαθμισμένες συνοικίες με τη μεγάλη συγκέντρωση μεταναστών πυροδοτήθηκε  εναντίον τους μια μόνιμη εχθρότητα, μια ιδεολογική καταφρόνηση που αυξάνει όσο η κρίση μας εξαθλιώνει. Ο σημερινός ρατσισμός  συγκεντρώνεται κατ’ εξοχήν  στα λαϊκά  και μικροαστικά στρώματα, γιατί αυτά  πιστεύουν πως θίγονται άμεσα από τη μετανάστευση και συν τω χρόνω, όσο διαλύονται οι δομές που ελέγχουν το  κράτος,  αγγίζει και ένα μέρος  των μεσαίων στρωμάτων μέσω του φόβου  της εγκληματικότητας. Ήταν λοιπόν θέμα χρόνου  να αναδειχθεί κι ένας ρατσιστικός πολιτικός φορέας, στην περίπτωσή μας η Χρυσή Αυγή. Με την κρίση, σε μια περίοδο αυξανόμενης ανεργίας, όπου οι εργαζόμενοι συνεχώς συρρικνώνονται, η μαύρη αγορά εργασίας συνεχώς διευρύνεται με υποαπασχολούμενους με μεροκάματα πείνας και ανασφάλιστους, στους οποίους ενώ πριν από την κρίση βρίσκονταν κατά πλειοψηφία οι ξένοι εργάτες, τώρα συνεχώς προστίθενται και στρατιές ελλήνων, ο καλυμμένος ρατσιστικός λόγος βρίσκει πολλούς οπαδούς. Γιατί, για  να περάσει η οικονομική λιτότητα της εξαθλίωσής μας πρέπει να υποδειχτούν οι υπαίτιοι. Και ανάμεσα σ’ αυτούς είναι  και οι ξένοι, τα πιο καταπιεσμένα κομμάτια της εργατικής τάξης,  που μας παίρνουν τις δουλειές. Αυτοί που δεν έχουν κανένα δικαίωμα,  θύματα καθημερινού εκβιασμού από αστυνομία, εργοδότες, ιδιοκτήτες κλπ.    Κι έτσι βρισκόμαστε αντιμέτωποι όλοι με όλους χάνοντας το στόχο που είναι οι εργοδότες και το κεφάλαιο.
           Οι περιγραφές για  τη δολοφονική  επίθεση στους ξένους εργάτες  στη Μανωλάδα εστιάζουν στους …επιστάτες που τους επιτέθηκαν αναδεικνύοντας και πάλι τις διαφοροποιήσεις μέσα στις τάξεις των εργαζομένων, που αφορούν στο εισόδημα, το είδος εργασίας κλπ. και διαμορφώνουν και την ταξική τους συνείδηση. Το γεγονός ότι απέναντί τους είχαν μετανάστες για τους οποίους είναι πεπεισμένοι ότι  δεν έχουν κανένα δικαίωμα, δεν ανήκουν στην κοινωνία τους (η ίδια η επίσημη πολιτεία τους μαντρώνει σε στρατόπεδα), εξηγεί την συμπεριφορά των συγκεκριμένων επιστατών (σαν να βρισκόμαστε στις φυτείες, όπως σχολιάστηκε, του 19ου  αιώνα).
        Συγχρόνως όμως αποδείχτηκε για άλλη μια φορά ότι ο ρατσισμός δεν είναι απλά μια επιβίωση του παρελθόντος που εκμεταλλεύεται ο καπιταλισμός. Αντίθετα, πρόκειται για ένα επιστημονικά επεξεργασμένο  σύστημα, που σκοπό έχει  να μετατρέψει την εργατική τάξη σε κατώτερο είδος ανθρώπου, εκμεταλλεύσιμο μέχρις εσχάτων, χρησιμοποιώντας μάλιστα όλες αυτές τις διαιρέσεις των εργαζομένων, επαγγελματικές, εθνικές κλπ.  για να αποτραπεί η ενότητά τους. Αυτή η προσπάθεια επειδή δεν μπορεί  ακόμα να εφαρμοστεί  γενικευμένα στη χώρα μας,  εξαιτίας των πολιτικών και συνδικαλιστικών  κατακτήσεων της εργατικής τάξης, ξεκινά να  εφαρμόζεται στα γκέτα των μεταναστών εργατών. Το  σλόγκαν οι ξένοι παίρνουν τις δουλειές χρησιμοποιείται για προπαγανδιστικούς λόγους, ώστε να στρέφεται  η δυσαρέσκεια των ανέργων  ενάντια στους ξένους ενώ παράλληλα οι εργοδότες  κάνουν τη δουλειά τους με φτηνά και υποταγμένα εργατικά χέρια. Γι’ αυτό και  ο ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος  είναι πολύ δύσκολος, έχει να κάνει και  με τη διαμόρφωση  της ιδεολογικής και πολιτικής συνείδησης των εργαζομένων, που η  αντίδρασή τους πρέπει να στραφεί ενάντια στον πραγματικό στόχο, τον καπιταλισμό και όχι στα πιο αδύναμα, εκμεταλλευόμενα κι ευάλωτα  κομμάτια της εργατικής τάξης. 
         Όλων αυτών των μεταναστών, στις σημερινές συνθήκες,  ο ρόλος τους απέχει πολύ από κείνον που παίζανε οι μετανάστες στους εργατικούς αγώνες στη Δυτ. Ευρώπη, όταν δούλευαν στις μεγάλες παραγωγικές βιομηχανικές μονάδες, που τους επέτρεπαν να μπορούν να πιέζουν αποτελεσματικά και που ο αριθμός τους επειδή ήταν μεγάλος σήμαινε ότι ο αγώνας τους είχε κοινωνικό αντίκτυπο.
          Στη χώρα μας μάλιστα το γεγονός ότι απασχολούνται σε βιοτεχνίες και μικρές επιχειρήσεις (σε όσες ακόμα υπάρχουν) ή γεωργικές δουλειές και ότι είναι εντελώς διασπαρμένοι γεωγραφικά προσδιορίζουν τα όρια του ρόλου που μπορούν να παίξουν στους εργατικούς αγώνες. Οι ξένοι εργάτες  δεν μπορούν να παίξουν  πρωταρχικό ρόλο σ’ αυτούς. Η παρουσία τους όμως και μόνο βάζει μεγάλο κοινωνικό  και πολιτικό πρόβλημα που έχει σχέση με την ενότητα της εργατικής τάξης και το ρατσισμό.    Το πόσο προωθημένο  ταξικά είναι το επίπεδο πάλης στην Ελλάδα δεν κρίνεται μόνο από το μέγεθος, τη δυναμικότητα, τις μεθόδους και τις διεκδικήσεις των κινητοποιήσεων, αλλά και από αν οι εργάτες μπορούν  να αντισταθούν στον κατατεμαχισμό τους σε ξένους κι έλληνες, νέους και ηλικιωμένους, άνδρες και γυναίκες, υπερασπίζοντας σήμερα τα πιο  αδύναμα και κτυπημένα κομμάτια τους. Αυτό που μένει  στο τέλος κάθε αγώνα δεν είναι τόσο τι επιτεύχθηκε υλικά, που εξάλλου μέρα με τη μέρα μπορεί να  ξαναπαίρνεται πίσω, αλλά η όλο και μεγαλύτερη ενότητα που πετυχαίνεται στις τάξεις των εκμεταλλευομένων.

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ



              Μονότονα επαναλαμβάνεται από στελέχη της κυβέρνησης η… απειλή ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί. Αυτή τη φορά χρησιμοποίησε  τη ρήση ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας, μετά τα επεισόδια που σημειώθηκαν στην Ιερισσό Χαλκιδικής, ενώ δικαιολόγησε απολύτως την επιλογή να εκτελεστούν τα εντάλματα σύλληψης  τα ξημερώματα, γιατί αν εκτελούνταν το απόγευμα ή το μεσημέρι θα γινόταν μακελειό κι επομένως  «κρίθηκε ότι το σωστό ήταν να αιφνιδιαστούν οι υπόδικοι».
           Συνεχίζει λοιπόν η κυβέρνηση να επιδεικνύει  τη δύναμη της εξουσίας της  αναπτύσσοντας τεχνικές και μεθόδους  που αποβλέπουν όχι μόνο στην επιβολή της τιμωρίας, αλλά της πειθαρχίας, του ελέγχου και κυρίως του φόβου. Αυτός ο φόβος, τρία χρόνια τώρα με τα μνημόνια, ενσταλάζεται σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, με κίνδυνο να μετατραπεί σε ισόβιο τρόμο που θα μας διαποτίζει σε όλες τις ενέργειές μας, δημιουργώντας την εκφυλιστική συνείδηση της υποταγής, ώστε ποτέ να μην αντιδράσουμε. 
           Οι δηλώσεις του  Ν. Δένδια αποκαλύπτουν την ταξική μεροληπτικότητα των εξουσιαστικών θεσμών και τη φροντίδα για την προστασία  εκείνων των ομάδων που εξασφαλίζουν την κυριαρχία και τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης.   Κι ενώ  σύσσωμη σχεδόν η τοπική  κοινωνία αντιδρά και διαμαρτύρεται για τις αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας η διαφημιζόμενη  πολυφωνική  αστική  μας δημοκρατία, με νομοθετική ή δικαστική κάλυψη στα όρια της νομιμότητας στρέφεται εναντίον της. Κι έτσι επιταχύνεται η υποχώρηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και διευρύνονται οι αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, εξασθενώντας και σχεδόν ακυρώνοντας το ίδιο το δημοκρατικό καθεστώς. Και να σκεφτεί κανείς πως ούτε σαράντα χρόνια δεν έκλεισαν από την εποχή των βίαιων προσαγωγών στην ασφάλεια… Μια εποχή που όλοι καταδικάζουμε.
            Γι’ αυτό και    μεταπολιτευτικά καταβλήθηκε προσπάθεια να  εδραιωθεί  η αντίληψη της νομιμότητας της εξουσίας, η οποία  όχι μόνο θεωρείται ότι ασκείται βάσει κανόνων δικαίου που εξασφαλίζουν την πολιτική σταθερότητα και γαλήνη, εφόσον αποδεχόμαστε αυτές τις αρχές και κανόνες  που ρυθμίζουν την πολιτική διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά και γιατί είναι  αντιπροσωπευτική της λαϊκής βούλησης. Η νομιμοποίηση λοιπόν  της εξουσίας   επιτυγχάνεται όχι μόνο γιατί  ασκείται βάσει του νόμου, αλλά και γιατί τελικά οι αποφάσεις και οι ενέργειές της ανταποκρίνονται στις προσδοκίες και ικανοποιούν τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Για να είναι λοιπόν αποτελεσματικό το  πολιτικό σύστημα  ενισχύει την άμβλυνση των κοινωνικών συγκρούσεων,  ενθαρρύνει τη μετριοπάθεια και  διαφυλάσσει την κοινωνική ειρήνη. Αυτά όμως όλα στον  καιρό  της όποιας ευμάρειας, όταν στο δυτικό κόσμο είχαμε εσωτερικεύσει την αντίληψη  ότι ο λαός, έστω γενικώς και αορίστως, κυριαρχεί αυτούς που κυβερνούν σε συνθήκες αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης
           Να όμως που η οικονομική κρίση κλονίζει, ή μάλλον αποκαλύπτει, το πολιτικά σύστημα. Η επέκταση της ανεργίας, η μείωση της αγοραστικής δύναμης, η καταστροφή των μεσαίων τάξεων, αυξάνουν στους κυβερνώντες τους φόβους  για τον κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες να χρησιμοποιηθούν  από τις λαϊκές μάζες για διεκδίκηση νέων δικαιωμάτων. Οι ελευθερίες λοιπόν που απειλούν την κοινωνική ιεραρχία είναι επικίνδυνες και πρέπει να καταργηθούν ή τουλάχιστον σε πρώτη φάση να νεκρωθούν. Γιατί κι όταν  η άρχουσα τάξη απολέσει τη συναίνεση των μαζών εξακολουθεί να είναι κοινωνικά κυρίαρχη λόγω και μέσω της λειτουργίας των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους Η αρχή μπορεί να γίνει με δράσεις του κυρίαρχου συστήματος που τυπικώς είναι νόμιμες ή τουλάχιστον κινούνται στα όρια της νομιμότητας. Η προσαγωγή στην αστυνομία νομότυπα των κατηγορουμένων στην Ιερισσό δεν ήταν παράνομη ενέργεια, αλλά ήταν σαφέστατο το μήνυμα που εξέπεμπε. Η συμπεριφορά των δικαστικών και αστυνομικών αρχών επιτρέπει την ισχυροποίηση του κατασταλτικού ρόλου του κράτους και γι’ αυτό  αποκτά διαστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες στο μέλλον. Κάθε τομέας της ζωής μας πια είναι δυνάμει «πεδίο μάχης» με την κυρίαρχη εξουσία.
          Άλλωστε η κυβερνητική πολιτική χρεώνεται  ασμένως την επίθεση του κεφαλαίου για το ξεπέρασμα της κρίσης από την πλευρά του βέβαια.  Η κυβέρνηση με δικές της ενέργειες απολύει, μειώνει μισθούς, καταργεί ασφαλιστικά δικαιώματα κλπ. ενάντια σε νόμους και συντάγματα, που μπορεί με ταχυδακτυλουργίες να παρακάμπτει… νόμιμα.
         Για όσους  λοιπόν από τους θεσμούς μπορούν να αποβούν επικίνδυνοι για το πολιτικό σύστημα, αν τους εκμεταλλευτούν οι υποτελείς τάξεις για να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους, δεν υπάρχει δισταγμός  για την αναστολή τους. ¨Οσο  μάλιστα θα οξύνονται οι αντιθέσεις,  οι δημοκρατικοί θεσμοί,  όσοι θα εξακολουθούν να επιζούν  μέσα στα πλαίσια  μιας διακυβέρνησης για τη σωτηρία του καπιταλισμού, θα  αμφισβητούνται και οπωσδήποτε  θα εξασθενίζουν  με  την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Μέχρι που η  άρχουσα τάξη θ’ αποφασίσει  ότι δεν θα μπορέσει  να επιζήσει αν δεν τους θυσιάσει.  Η άνοδος του φασισμού δεν προετοιμάζεται ερήμην των αρχών, δικαστικών, αστυνομικών, στρατιωτικών κλπ.
        Και  ο παραγκωνισμός της ιδέας της λαϊκής κυριαρχίας συμβαδίζει με την αντίληψη ότι δεν υπάρχει  εναλλακτική δυνατότητα πέραν της τωρινής τάξης πραγμάτων, ότι  δεν μπορεί να οικοδομηθεί ένα άλλο νέο σύστημα   οργάνωσης της κοινωνίας, με άλλες  αρχές που να έρχονται σε πλήρη αντίθεση  με τις αρχές του καπιταλιστικού  κόσμου  
         Το πρόβλημα είναι να μη συνεχίσουμε να αποδεχόμαστε ότι αυτή η καπιταλιστική τάξη πραγμάτων  είναι αναπόφευκτη και αξεπέραστη. 
          Το κακό όμως  είναι ότι μπορεί να πέθανε η Θάτσερ και να έχει πάψει  να είναι πρωθυπουργός μια εικοσαετία τώρα, το σύνθημα της όμως ότι δεν υπάρχει εναλλακτική έχει γίνει αποδεκτό από την πλειοψηφία των λαών της Ευρώπης και η πολιτική της μηδενικής ανοχής εκ μέρους της κυβέρνησης  που περηφανευόταν γι’  αυτή έχει βρει πολλούς μιμητές.