Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΛΟΓΟΣ

 

Καθώς πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών, το κυρίαρχο σύστημα επιτακτικά επιστρατεύει όλα τα θεσμικά μέσα που του παρέχει το κοινοβουλευτικό καθεστώς, και κυρίως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Γιατί η με τέτοιον τρόπο διαμορφωμένη  κοινή γνώμη δεν αντανακλά  παρά την πολιτική βούληση που προληπτικά υποβάλλει και επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη, όταν είναι υποχρεωμένη να υπαχθεί στον εκλογικό έλεγχο. Επομένως  η ιδεολογική χειραγώγηση της κοινής γνώμης υπονομεύει τη σημασία των εκλογικών μαχών και το σύστημα των εκλογών γίνεται  ένα εργαλείο ιδεολογικής και πολιτικής διεύθυνσης, το οποίο χρησιμοποιείται για να ενισχυθεί και να νομιμοποιηθεί η ηγεμονία της άρχουσας τάξης. Παρόλο όμως που οι εκλογές μπορεί να επικυρώνουν έναν συσχετισμό δυνάμεων που έχει ήδη επικρατήσει, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσφέρονται, σε ένα βαθμό, ως πεδίο πάλης για τις υποτελείς τάξεις και ότι δεν μπορούν επομένως να παίξουν το διπλό ρόλο, της πολιτικής αγωγής και διαπαιδαγώγησης αφενός και της πάλης κατά της παθητικότητας των μαζών αφετέρου.    
             Και σ’ αυτές τις εκλογές ο λόγος των κομμάτων και κυρίως τα επιχειρήματα που επικαλούνται για να δικαιολογήσουν επιλογές και δράσεις τους είναι αποκαλυπτικός για το ρόλο τους στο πολιτικό κατεστημένο.  Και μπορεί να  εντάσσεται στις κοινοτυπίες των εκλογών η κολακεία προς τα λαϊκά στρώματα και οι υποσχέσεις βελτίωσης της ζωής τους, όμως γι’ αυτό δεν είναι λιγότερο σημαντικές αυτές οι συμπεριφορές, που δείχνουν την έγνοια της κυρίαρχης εξουσίας να αποσπάσει τη συναίνεσή τους. Η Ν.Δ, δια του αρχηγού της Κ. Μητσοτάκη υποκρινόμενου σωφροσύνη και μιλώντας περισπούδαστα περί δημοσιονομικού χώρου, μοιράζει υποσχέσεις για αυξήσεις μισθών, μειώσεις φορολογίας και άλλα μικροδωράκια της …γαλαντόμας εξουσίας του. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάλι και σ’ αυτές τις εκλογές αναπαράγει όλες τις αυταπάτες με τις οποίες παραπλάνησε  το εκλογικό σώμα πριν οκτώ χρόνια. Συνεχίζει να μιλά για συμμαχία προοδευτικών δυνάμεων, δεν φαίνεται να τολμά να επαναλάβει το σύνθημα για να φύγει η Δεξιά, αρκούμενος στην καταψήφιση του Κ. Μητσοτάκη, αναπαράγοντας τη μεταφυσική αντίληψη της αστικής δημοκρατίας σαν μιας αφηρημένης αιώνιας αρχής, που θα πρέπει οι δημοκρατικές δυνάμεις να βοηθήσουν να διατηρήσει την καθαρότητά της. Κεντρικό σημείο του πολιτικού του λόγου είναι από τη μια η ανεπάρκεια του Κ. Μητσοτάκη και από την άλλη, και κυρίως, η απαξίωση του ΚΚΕ που αρνείται την προτεινόμενη συμμαχία, η οποία υποτίθεται ότι  έχει σκοπό να εμποδίσει να πάρουν τα πολιτικά πράγματα αντιδραστική κατεύθυνση. Μόνο που επειδή σαν κυβέρνηση, με το τρίτο μνημόνιο που αποδέχτηκε και τη  νομοθέτηση των αντιλαϊκών πολιτικών που επέβαλε η ΕΕ, αλλά και σαν αντιπολίτευση που συνέπραξε με τη Ν.Δ ψηφίζοντας τα μισά από τα νομοσχέδια που έφερε στη Βουλή, η αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται το λιγότερο προβληματική.
            Ο ΣΥΡΙΖΑ , παραπλανώντας με στομφώδεις υποσχέσεις, εκτίναξε το εκλογικό του αποτέλεσμα το 2012, στην αρχή της κρίσης, για να φτάσει να κυβερνήσει το 2015, οδηγώντας ουσιαστικά τους εργαζόμενους στην αποδοχή του status quo με την επιχειρηματολογία της ανυπαρξίας εναλλακτικής λύσης. Προσπάθησε να περιορίσει το εργατικό κίνημα σε μικροπρεπή κοινοβουλευτισμό, να ικετεύει ψίχουλα ενώ λιμοκτονεί, αποδυναμώνοντάς το και αποπροσανατολίζοντάς το. Κι αν στρέφεται, άλλοτε υπογείως και πλαγίως κι άλλοτε, ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ευθύβολα εναντίον του ΚΚΕ είναι γιατί πραγματικά θεωρεί το ΚΚΕ αντίπαλό του, αφού εμπνέει και οργανώνει την εργατική τάξη.  Ο ΣΥΡΙΖΑ κάτω από μια υποτιθέμενη ριζοσπαστική μεταμφίεση αντιφρονούντα, με την πολιτική του που απαξίωσε την έννοια της αριστεράς και ευτέλισε κάθε αντισυστημικό λόγο, αποδείχτηκε φερέφωνο της άρχουσας τάξης.
Ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας, δεκαετίες τώρα, έχει αποκαλυφτεί ότι, με πολιτική και λόγο που μεταμφιέζονται σε φιλεργατικούς, δεν είναι άλλος παρά να φέρει τη μάζα των εργαζομένων σε μια κατάσταση απάθειας και ανικανότητας να αντιδράσουν. Κι αυτό είναι απόλυτα εμφανές με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου κάθε κοινωνική και δημοκρατική του υπόσχεση και ευσεβής πόθος έγινε ανοιχτή προδοσία στα χρόνια διακυβέρνησής του. Κι αποδείχτηκε ανίκανος και τελείως απρόθυμος για την επίτευξη των συμφερόντων της εργατικής τάξης.  Όχι μόνο δεν οδηγεί, αλλά  εκτρέπει και παρεμποδίζει εργατικούς αγώνες και κινητοποιήσεις  για λογαριασμό του κεφαλαίου. Κι αν υπήρξε ένα θετικό από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν η ψευδεπίγραφη έξοδος από τα μνημόνια για την οποία επαίρεται, είναι το γεγονός ότι ανοιχτά πια διακηρύσσοντας την οπορτουνιστική του γραμμή, δεν μπορεί πλέον να τοποθετείται ως συνεχιστής του κομμουνιστικού κινήματος.   Γι’ αυτό τώρα  υπάρχει διάχυτη η αντίληψη ότι  είναι μόνο οι κομμουνιστές που με συνέπεια, αν και λοιδορούμενοι και συκοφαντημένοι, δεν σταμάτησαν να αγωνίζονται για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση οι μετασχηματισμοί του πολιτικού και επικοινωνιακού λόγου συμπίπτουν με τις εσωτερικές ανακατατάξεις και αποφάσεις της κυρίαρχης τάξης που δεν εκφράζονται μόνο από ένα κόμμα, όπως είναι η Ν.Δ, αλλά και από όλα τα άλλα που είναι παραλλαγές της ίδιας ιδεολογίας και πολιτικής. Από τη σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ που με το φιλεργατικό τους προσωπείο εγκλώβισαν το εργατικό κίνημα στην αστική ιδεολογία της ηττοπάθειας, μέχρι τα νεοπαγή κόμματα όπως το ΜΕΡΑ25 που τις σοσιαλδημοκρατικές αερολογίες καρυκεύει με ολίγον από οικονομία και τεχνολογίες με ψηφιακά ευρώ και τα ακροδεξιά, όπως η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ που μέλη της μαλλιοτραβιούνται για λόγους που αυτοί ξέρουν, που συνεχίζουν τη δοκιμασμένη συνταγή της  πατριδοκαπηλείας, ΄στο εκλογικό σώμα  δίνεται η ψευδαίσθηση της επιλογής. Στην πραγματικότητα όμως υπάρχει μια επιλογή για να είναι «μόνοι τους και όλοι μας» στην υποστήριξη των εργατικών συμφερόντων. Για να υποστηριχτούν τα συμφέροντα των εργαζομένων, θα πρέπει να υπερψηφιστεί το ΚΚΕ, το κόμμα των εργαζομένων, η οργανωτική και καθοδηγητική δύναμη τους.

Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΚΑΝΔΑΛΩΝ

 

Καθώς οι εκλογές της 21ης Μαΐου έχουν προκηρυχθεί και τυπικώς μέσα από τις καθιερωμένες θεσμικές διαδικασίες, τα  σκάνδαλα, η απαξίωση των θεσμών εκπροσώπησης, η πολιτική αντιπαράθεση επιπέδου κουτσομπολιού κατευθύνουν την προσοχή και το ενδιαφέρον του κόσμου στο ατομικό, το αποσπασματικό και στην περιπτωσιολογία.
Κι ενώ το προδιαγεγραμμένο έγκλημα στα Τέμπη συγκλόνισε την Ελλάδα, και είναι αυτό που αντικατοπτρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κατεστημένο της  χώρας, όλα τα αστικά κόμματα κατέβαλλαν τις δέουσες προσπάθειες για να χαθεί από το προσκήνιο το ίδιο το γεγονός και οι αιτίες του, επιμένοντας σε συναισθηματικούς βερμπαλισμούς, που ακίνδυνα για τις πολιτικές τους αναδεικνύουν έναν ανέξοδο ανθρωπισμό.
Και μετά, συμπολίτευση και αντιπολίτευση των δυο συγκοινωνούντων κομμάτων, ανακουφισμένοι σχεδόν, ξαναγύρισαν χωρίς κινδύνους στους ρόλους τους με το σκάνδαλο Γεωργούλη. Άρχισαν οι συμψηφισμοί, οι φεμινιστικές κορώνες, οι φλυαρίες περί δικαιωμάτων, καρυκευμένες με πιπεράτες λεπτομέρειες σε μια προσπάθεια να επινοηθούν διαχωριστικές γραμμές και να ξανακερδηθεί το απολεσθέν ηθικό πλεονέκτημα.
Τα σκάνδαλα, οικονομικά, πολιτικά  ή σεξουαλικά, αν αποκτούν μια σημασία είναι γιατί έχουν τη δυνατότητα να αποκαλύπτουν τις ισορροπίες δυνάμεων, δομών ή θέσεων και κανόνων που επικρατούν, φανερώνοντας θεαματικά τις γραμμές διάσπασης και τις σχέσεις κυριαρχίας που με πιο αδιαφανή τρόπο διατρέχουν την κοινωνία και ιδιαίτερα τμήματα της άρχουσας τάξης. Τα σκάνδαλα σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθούν ως  προνομιούχοι τρόποι πρόσβασης για  κατανόηση της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, εστιάζοντας στους εμπλεκόμενους φορείς και εξηγώντας τις στάσεις που υιοθετούν και τις  συμπεριφορές που ενεργοποιούν, μετατοπίζοντας το βλέμμα από το ίδιο το σκάνδαλο ως επιφαινόμενο προς τις πιο βαθιές κοινωνικές και πολιτικές δομές που αποκαλύπτει. Συγχρόνως και  το ίδιο το σκάνδαλο από μόνο του μπορεί να αναγνωριστεί και ως μια στιγμή μετατροπής ενός κοινωνικού τομέα, εφόσον τα  σκάνδαλα μπορεί να  επηρεάζουν τα κοινωνικά πράγματα.  Πολλές φορές τα επανατοποθετούν ή αμφισβητούν εδραιωμένες σχέσεις, οδηγούν σε οργανωτικές αναθεωρήσεις, στην παραγωγή νέων μηχανισμών, στη συλλογική επικύρωση νέων πρακτικών.
Ένα τέτοιου είδους σκάνδαλο όπως του Γεωργούλη είναι μια δοκιμασία για τις παραβιασμένες αξίες που το κίνημα του metoo ανέδειξε, γιατί δίνει την ευκαιρία να προσδιοριστεί εάν αυτές έχουν γίνει πια αδιάφορες.  Καθώς προϋπόθεση για την εμφάνιση σκανδάλου  είναι η ύπαρξη κοινών κανόνων και  αξιών που ενστερνίζεται μια κοινωνική ομάδα, είναι στο ιδεολογικό εποικοδόμημα που κατευθύνεται η προσοχή μας και όχι στις υλικές βάσεις που το στηρίζουν. Κι έτσι το καπιταλιστικό σύστημα οργάνωσης της παραγωγής  παραμένει αθέατο και ποτέ στοχοποιημένο.  Γι’ αυτό και πολλές φορές η κυρίαρχη εξουσία, όταν θεωρεί ότι είναι προς όφελός της, χειρίζεται ένα σκάνδαλο μεγεθύνοντάς ή συρρικνώνοντάς το κι αυτό σημαίνει να μεγαλώνει στο χώρο το αγανακτισμένο κοινό που  ανανεώνεται με την πάροδο του χρόνου, αφού το μέγεθος ενός σκανδάλου εξαρτάται αποκλειστικά από το μέγεθος του κοινού του. Οι σύγχρονες μορφές σκανδάλου εξαρτώνται από την ύπαρξη ισχυρών μηχανισμών δημόσιας προβολής, πρώτον και κυρίως των μέσων μαζικής ενημέρωσης,  που δίνουν ορατότητα σε σφαίρες πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας που κρατούνταν στη σκιά και προκαλώντας μια πλημμύρα πληροφοριών για τα πιο ασήμαντα.
Το σκάνδαλο προϋποθέτει βέβαια μια ορατή αποδοκιμασία από την πλευρά του κοινού, αλλά για να είναι σκάνδαλο δεν αρκεί η αποδοκιμασία, πρέπει να εκφραστεί και δημόσια. Στην αντιπαράθεση λοιπόν των αστικών κομμάτων, ελλείψει ουσιωδών διαφορών στις πολιτικές τους, ο ευκολότερος τρόπος αντιπαράθεσης είναι η χρησιμοποίηση σκανδάλων, όταν σπάει η σιωπηρή συμφωνία που διατηρεί φήμες ή κουτσομπολιά σε επίπεδο ιδιωτικής επικοινωνίας και οι αποκαλύψεις διατυπωθούν δημόσια. Τα σκάνδαλα δηλ. υπάρχουν χάρη σε μια διαδικασία προβολής και δημοσίευσης. Γι’ αυτό και όταν οι πολιτικές διαφοροποιήσεις των κομμάτων της πολιτικής ηγεσίας μοιάζει να έχουν ατονήσει και να μην πείθουν οι αριθμοί που …ευημερούν και τα ποσοστά που …θριαμβεύουν, σκάνδαλα που περιορίζονται σε άτομα επιτρέπουν στους διάφορους παίκτες να υπερασπίζονται  θέσεις που δεν απειλούν την κυρίαρχη πολιτική. Και πολλές φορές η στρατηγική που αναπτύσσει κάποιος από τους παίκτες, κόμματα ή πολιτικούς οργανισμούς ή μέσα ενημέρωσης, μπορεί να επιδιώκει την ανάδειξη ιδιαίτερων ζητημάτων που τους ενδιαφέρουν, μέσα από πρωτοφανή προβολή που μπορεί να δοθεί σε ατομικές συμπεριφορές και δράσεις και  μπορεί να πάρουν τη μορφή σκανδάλου.
        Κι αυτό το σκάνδαλο με τον ευρωβουλευτή και άλλα που πιθανόν προκύψουν εμφανίζονται ως διευθετημένη σύγκρουση, με συγκεκριμένους κανόνες, που συνίσταται, όπως ένας αθλητικός αγώνας, στην αναμέτρηση δυο αντιπάλων, δηλ. των κομμάτων,  κάτω από το βλέμμα του κοινού. Μια  ρύθμιση του σκανδάλου με την τιμωρία του ενόχου, όπως έγινε με τη διαγραφή του Α. Γεωργούλη, μπορεί να δώσει μια υπεροχή στον ένα αντίπαλο, ενώ τις περισσότερες φορές κανείς απ’ αυτούς δεν ενδιαφέρεται για αποκατάσταση θεσμικών δυσλειτουργιών ούτε θίγει βαθύτερες δομές που έχουν διευκολύνει την αδικοπραγία. Η επικέντρωση μάλιστα στην παράβαση των κανόνων εκτρέπει την προσοχή από πολιτικούς αγώνες που πολλές φορές συνοδεύουν την αποκάλυψη σκανδάλων, όταν συνδέονται και εντάσσονται στην ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα και δεν αντιμετωπίζονται αποσπασματικά.
          Κι αυτές τις ημέρες, πλησιάζοντας οι εκλογές,  όλα τα αστικά κόμματα ορκίζονται τα πάντα και θέλουν να πιστέψουμε στις υποσχέσεις τους, ενώ κάνουν παιχνίδι ακόμα και με  τα σκάνδαλα καλύπτοντας τη βαθύτερη κοινωνικοπολιτική υφή τους. Σ’ αυτές τις εκλογές οδεύουμε με συνειδητοποίηση του αδιαφοροποίητου στις πολιτικές των κομμάτων που διαφημίζονται ως αντίπαλα, από Ν.Δ  και ΣΥΡΙΖΑ, έως ΠΑΣΟΚ και ΜΕΡΑ25. Το σύνθημα του ΚΚΕ «μόνοι τους και όλοι μας» εκφράζει συμπυκνωμένα  τη διάσταση των εργαζομένων  από την κυρίαρχη πολιτική των αστικών κομμάτων και τις πολιτικές τους. Μένει αυτή η διάσταση να επικυρωθεί και με την ψήφο των εκλογών, εκτός από τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις.

Κυριακή 16 Απριλίου 2023

ΑΛΑΖΟΝΙΚΗ ΑΘΕΪΑ

 

Και όλοι αυτοί που  στην καθημερινή μας ζωή, αλλά και στο δημόσιο  βίο, με αλαζονεία και έπαρση περιφέρουν την αθεϊα τους, σαν τρόπαιο μάλιστα  της προοδευτικότητάς τους, την ίδια στιγμή που επιδοκιμάζουν και αποδέχονται ασμένως  τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής με όλα τα παρεπόμενα, δεν κάνουν άλλο από το να επαληθεύουν τη μαρξιστική κριτική της θρησκείας. Όλοι αυτοί οι «προοδευτικοί» που ομνύουν στον καπιταλισμό και κατακεραυνώνουν την πίστη των άλλων, ιδιαίτερα σε γιορτές θρησκευτικές όπως τώρα το Πάσχα,  δεν κάνουν ούτε το μισό δρόμο για να φτάσουν έστω στην κριτική της θρησκείας  που νεογελιανοί όπως ο Φόιερμπαχ έκαναν.
             Η  θρησκεία δεν είναι απλά μια αλλοτρίωση γενικά του ανθρώπου, αλλά  πρώτα και κύρια, ως ένα κοινωνικό προϊόν, είναι έκφραση μιας πιο σημαντικής αλλοτρίωσης, αυτής που είναι πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής. Η  θρησκεία δημιουργείται  από τον άνθρωπο, όπως ήδη ο Φόιερμπαχ αποφαίνεται βάζοντας όμως τον άνθρωπο έξω από την πραγματικότητα, ενώ κατά τη μαρξιστική αντίληψη ο άνθρωπος  πρέπει να αντιμετωπίζεται στην κοινωνική του διάσταση. Είναι λοιπόν η κοινωνία, το κράτος, όλες δηλ. οι υλικές σχέσεις των ατόμων μέσα σε ένα καθορισμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που παράγουν τη θρησκεία, όχι ο άνθρωπος γενικά ως αφαίρεση.  Η θρησκεία δεν είναι παρά μια εσφαλμένη επίγνωση του κόσμου που καθίσταται απόλυτη αλήθεια. Η κριτική της δεν αποτελεί παρά κομμάτι της συνολικής κριτικής για την κοινωνία.
 Όταν λοιπόν η όψιμη αθεϊα της εποχής μας στο δημόσιο χώρο ιδιαίτερα, που υποκρίνεται προοδευτικότητα και ανεκτικότητα για να παραπλανήσει επιβάλλοντας τις πιο αντιδραστικές επιλογές,  αναφέρεται στις θρησκευτικές ψευδαισθήσεις και σταματά εκεί, εκδούλευση στο υπάρχον σύστημα προσφέρει, εγκλωβίζοντας την κάθε κριτική στα όρια της αποδοχής του καπιταλισμού. Η κριτική του ουρανού όμως πρέπει να μετατραπεί σε κριτική της γης.
         Η θρησκεία  είναι ένας από τους κοινωνικούς θεσμούς που εξαρτώνται από την υλική και οικονομική πραγματικότητα σε μια δεδομένη κοινωνία. Δεν έχει ανεξάρτητη ιστορία, αλλά είναι το δημιούργημα των παραγωγικών δυνάμεων,  γιατί κατά τον Μαρξ ο θρησκευτικός κόσμος δεν είναι παρά αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου. Εξαρτάται  απ’ αυτόν, και η κατανόησή της θρησκείας εξαρτάται περισσότερο από τον κοινωνικό σκοπό που υπηρετεί η ίδια παρά από το περιεχόμενο των πεποιθήσεών της. Η θρησκεία παρηγορεί και αιτιολογεί, είναι μια αυταπάτη που αποφεύγει να αναγνωρίσει την υποκείμενη πραγματικότητα που στηρίζεται, είναι μια φανταστική συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ουσίας που οδηγεί στην απολίθωση του  ανθρώπου σε έναν ορισμό, έξω από την υλική πραγματικότητα.
        Καθώς αυτή  η κριτική της θρησκείας αφορά περισσότερο το χριστιανισμό, την επικρατούσα θρησκεία της καπιταλιστικής Δύσης,  που στο επίκεντρό της  βρίσκεται ένας ισχυρός θεός και μια ευτυχισμένη μετά θάνατο ζωή, γίνεται εμφανής η χρησιμοποίησή της από την οργανωμένη εκκλησία σε συνδυασμό με την κρατική εξουσία για να καθαγιαστεί  η επικρατούσα πολιτική και κοινωνική τάξη. Αν και μπορεί να διακηρύσσει πολύτιμες αρχές, τάσσεται στο πλευρό των καταπιεστών. Ο χριστιανισμός υποστηρίζει τη βοήθεια των φτωχών, αλλά η χριστιανική εκκλησία συγχωνεύτηκε με το καταπιεστικό ρωμαϊκό κράτος, συμμετέχοντας στην υποδούλωση των ανθρώπων για αιώνες. Στο Μεσαίωνα, η καθολική εκκλησία  κήρυττε για τον παράδεισο, αλλά απέκτησε όσο το δυνατόν περισσότερη περιουσία και δύναμη, ενώ και η ορθόδοξη ελληνική εκκλησία πάντα ήταν συνοδοιπόρος με την κυρίαρχη εξουσία είτε οθωμανική είτε σκληρά ταξική.
           Κι αν στην πορεία  της οικοδόμησης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας πρέπει να καταπολεμηθεί η θρησκεία, είναι γιατί αναπόφευκτα, σαν οργανωμένη μάλιστα εκκλησία, θα σταθεί εμπόδιο σ’ αυτόν τον αγώνα. Και αυτή η σύγκρουση με τη θρησκεία δεν έχει να κάνει με την πίστη των καθημερινών ανθρώπων, που έχουν ανάγκη από θρησκευτικές παρηγοριές, αλλά με τις συνθήκες που τροφοδοτούν τις βασικές της λειτουργίες και χρήσεις σ’ έναν κόσμο εκμεταλλευτών.
 Γιατί  η θρησκεία είναι έκφραση πραγματικής δυστυχίας, όπως είπε ο Μαρξ είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος αλλά και διαμαρτυρία στην πραγματική δυστυχία, είναι η ψυχή,  κατά Μαρξ, ενός άκαρδου κόσμου. Και με αυτή την έννοια, η θρησκεία είναι «το όπιο του λαού», νεκρώνει τη διαμαρτυρία σε μια σιωπηλή υπομονή, χαροποιεί  με την ελπίδα στη δικαιοσύνη σε έναν άλλο κόσμο. 
          Γι’ αυτό είναι περισσότερο υποκριτικό να καταγγέλλονται απλώς τα συμπτώματα της θρησκευτικής εκμετάλλευσης από την κυρίαρχη εξουσία, όπως ο συγγραφέας Π. Τατσόπουλος κάνει με τα δήθεν θαύματα και τις λατρείες θρησκευτικών αντικειμένων, όταν δεν αναγνωρίζεται η επιτακτική ανάγκη της απελευθέρωσης από τη χίμαιρα μιας μελλοντικής ευτυχίας με την κατάργηση των ψευδαισθήσεων και την αντιμετώπιση της πραγματικότητας των κοινωνικών σχέσεων και της βίας τους στις ανθρώπινες ζωές.
Η κριτική λοιπόν της θρησκείας που απαιτείται είναι «η κριτική αυτής της κοιλάδας των δακρύων της οποίας η θρησκεία είναι το φωτοστέφανο».  Δεν πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος να ορίσει τον εαυτό του σε σχέση με έναν παντοδύναμο Θεό, αλλά να αποκτήσει την ανεξαρτησία του και να δράσει για να αλλάξει αυτήν την κοινωνική πραγματικότητα. Η μεταφορά των αλυσίδων στις θρησκευτικές επιταγές καθιστά δυνατή την επιμονή στην υποδουλωμένη κατάσταση του ανθρώπου κάτω από τη θρησκεία, που λειτουργεί προς όφελος της υπάρχουσας κατάστασης εκμετάλλευσης. Για να εγκαταλείψουμε λοιπόν την ψευδαίσθηση της θρησκείας χρειάζεται να εγκαταλείψουμε τις συνθήκες εκείνες που χρειάζονται ψευδαισθήσεις.