Σάββατο 30 Απριλίου 2022

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Τα κόμματα της ονομαζόμενης άκρας δεξιάς στην Ευρώπη, με τα ποικίλα ονόματα, Κόμμα των Ελευθέρων στην Αυστρία, Εναλλακτική για τη Γερμανία, Λέγκα του βορρά στην Ιταλία, Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία δεν χάνουν τη δύναμή τους σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Παρά τις ποικίλες πολιτικές διαδρομές και ονομασίες διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί που χαρακτηρίζονται, με μια ρευστή έννοια, ακροδεξιοί μοιάζει να υποστηρίζουν κάποια κεντρική και επαναλαμβανόμενη επιχειρηματολογία. Στην οποία περιλαμβάνεται μια έντονη ξενοφοβική ευαισθησία, που έχει ως αποτέλεσμα τη συχνή προσφυγή σε αντιμεταναστευτικά θέματα, μια ισχυρή συνιστώσα που αναφέρεται στον τομέα του νόμου, της ασφάλειας και της τάξης, ένα σύνθετο οικονομικό πρόγραμμα που φιλοδοξεί να συνδυάσει τον νεοφιλελευθερισμό με τον προστατευτισμό. Αυτοί οι ακροδεξιοί σχηματισμοί έχουν αρκετή πολιτική ευελιξία για να μην υποστηρίζουν μια έξοδο από το καθεστώς της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και  δεν αποδέχονται ότι είναι πολιτικοί κληρονόμοι των κομμάτων  φασιστικού τύπου του μεσοπολέμου. Προς το παρόν, εκμεταλλεύονται, με την υπόσχεση της ασφάλειας του εθνικισμού,  τους φόβους που γεννούν  η παγκοσμιοποίηση των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών ανταλλαγών, η οικοδόμηση υπερεθνικών μορφωμάτων, η κινητικότητα των πληθυσμών.
       Η έκρηξη της οικονομίας των υπηρεσιών, η διάσπαση της αγοράς εργασίας, οι θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης δημιούργησε μια στρατιά εργαζομένων που ζουν στην ανασφάλεια και τη φτώχεια. Σ’ αυτόν τον τύπο καπιταλισμού, πιο ατομικιστικό και παγκοσμιοποιημένο, οι ακροδεξιοί σχηματισμοί υπόσχονται ένα προστατευτικό κράτος με μείωση των ανισοτήτων, επιφυλάσσοντας κάποιους μηχανισμούς του κοινωνικού κράτους μόνο στους υπηκόους, κατηγορώντας τους μετανάστες για την αποσταθεροποίηση της αγοράς εργασίας και τη μείωση των πόρων του κράτους πρόνοιας. Έχει ξεπεραστεί εκείνος ο βιομηχανικός καπιταλισμός με την άμεσα ισχυρή κρατική ρύθμιση που  είχε γεννήσει μια κοινωνία με ομοιογενείς τάξεις, την εργατική και αγροτική από τη μια και την αστική από την άλλη. Συγχρόνως είχε διαμορφώσει δυο πολιτικούς  κόσμους της αριστεράς και δεξιάς, ο πρώτος αρθρωμένος γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα και τη σοσιαλδημοκρατία και ο άλλος γύρω από την εκκλησία και τους αστούς, τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, που αναπαρήγαγαν ισχυρές διακριτές πεποιθήσεις.
       Οι εκλογές στη Γαλλία ήταν ενδεικτικές για τις τάσεις στο πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης. Στις εκλογές αυτές τα παραδοσιακά κόμματα της δεξιάς και αριστεράς καταγκρεμίστηκαν, αφού είχαν εξαφανιστεί εδώ και χρόνια οι διαχωριστικές τους γραμμές, αφήνοντας χώρο για να εμφανιστούν πάνω στις αγωνίες και νοσταλγίες των λαϊκών μαζών κόμματα ακροδεξιά με την υπόσχεση της ασφάλειας και κόμματα υποτίθεται τεχνοκρατικά με την υπόσχεση της τεχνοκρατικής διαχείρισης των προβλημάτων.   Η αριστερά και η δεξιά δίνοντας την εντύπωση  ότι συμφωνούν στα ουσιαστικά, με τους κύριους πολιτικούς σχηματισμούς τους να  μοιράζονται σε μια οιονεί θεσμική συναίνεση τα λάφυρα της εξουσίας έχασαν την αξιοπιστία τους. Κι έτσι η  απογοήτευση του κόσμου από τα συστήματα αντιπροσώπευσης, που αποκαλύφτηκαν πως μόνο την κυρίαρχη τάξη αντιπροσωπεύουν,  οδηγεί σε απώλεια πολιτικών προσανατολισμών. Στη Γαλλία, μια υποβαθμισμένη εκδοχή της συναινετικής δημοκρατίας, το ίδιο το σύστημα παγίδευσε για πολλοστή φορά τους ψηφοφόρους στο δίλημμα εκλογής ανάμεσα σε ένα δημοκρατικό κόμμα με ακροδεξιά πολιτική και ένα ακροδεξιό κόμμα που διακηρύττει τη δημοκρατικότητά του. Και στην πραγματικότητα οι εκλογές της Γαλλίας έδειξαν ότι το σύστημα ως μόνη εναλλακτική έχει το φασισμό. Και κάθε φορά ενεργοποιείται αυτός ο φόβος για να υπάρχει συναίνεση στην εφαρμογή της κυρίαρχης πολιτικής.
       Εξάλλου, έχοντας εξουδετερωθεί η κομμουνιστική ιδεολογία ως εναλλακτική στον καπιταλισμό και εκφοβίζοντας με την προώθηση ως μοναδικής εναλλακτικής  στην ανασφάλεια του καπιταλισμού μορφές φασισμού με μεταμφίεση ακροδεξιών κομμάτων, οι λαϊκές μάζες αναζητούν τον ταξικό βηματισμό τους.
        Και στη χώρα μας που η κομμουνιστική κληρονομιά των αγώνων συνεχίζει να είναι ζωντανή σε κάθε εργατική κινητοποίηση,  διαδήλωση και απεργία, το αντιφασιστικό κίνημα κατάφερε να εξαφανίσει από την κοινοβουλευτική ζωή το φασιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, παρά τις προσπάθειες της κυρίαρχης εξουσίας να της εξασφαλίσει νομιμότητα. Φωνές συστημικές από το κοινοβούλιο ή τα ΜΜΕ, από την αρχή της οικονομικής κρίσης, όπως  δήλωση Α. Λοβέρδου που τη χαρακτήριζε αυθεντικό ακτιβιστικό κίνημα ή  προώθησή της από ΜΜΕ σε εκπομπές όπως του Σ. Θεοδωράκη, προσπάθησαν να την εντάξουν απενοχοποιημένα στο πολιτικό σύστημα. Και μπορεί η απόφαση του εφετείου να την κατατάσσει στις εγκληματικές οργανώσεις, όμως οι φασιστικές ιδέες και πρακτικές μοιάζει να διαχέονται σε μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου. Εξάλλου η Ν. Δημοκρατία φαίνεται να μην έχει πρόβλημα, παρά τις διακηρύξεις της περί του αντιθέτου, να ενσωματώσει ακροδεξιές αντιλήψεις, αν όχι και φασιστικές, όπως αποδεικνύει και η προώθηση σε θέσεις υπουργικές τριών μελών Ν.  του Μ. Βορίδη, Α. Γεωργιάδη, Θ. Πλεύρη, με παρελθόν έως και φασιστικό.
         Και σ’ όλη την Ευρώπη, και στη χώρα μας, η καταστολή εντείνεται και γενικεύεται, τα εργασιακά δικαιώματα συρρικνώνονται, η εξαθλίωση διευρύνεται και οι φασιστικές πρακτικές εδραιώνονται. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η απεργία των λιμενεργατών της COSCO, με απεργοσπάστες και αμέτρητες δυνάμεις καταστολής, δεν αφήνει αμφιβολία ότι όσο αυξάνονται οι αντιδράσεις η πολιτική ηγεσία δεν θα περιορίζεται στα πολιτικά μέσα να επιβάλλει την υπεροχή της. Η οργάνωση και ενότητα είναι λοιπόν μονόδρομος για να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι τις επιθέσεις της κυρίαρχης τάξης.

 

Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ

 Ο πόλεμος στην Ουκρανία, δυο μήνες τώρα συνεχίζεται, με τις ελεγχόμενες ειδήσεις γι’ αυτόν λιγότερο να πληροφορούν και περισσότερο να θέλουν να πείσουν για τις θέσεις των εμπλεκομένων. Που σημαίνει στις χώρες της Δύσης οι πληροφορίες φιλτράρονται για να δικαιώνουν πολιτικές των ΕΕ και ΗΠΑ και ν’ αποθεώνουν ενέργειες ηγετών της Ουκρανίας. Σ΄ αυτόν τον πόλεμο στις δυτικές δημοκρατίες, ολοένα και γίνονται πιο ευδιάκριτες  οι σκοπιμότητες  της εκμετάλλευσης του πολέμου από την άρχουσα τάξη. Η κυρίαρχη εξουσία απαιτώντας τη συμπόρευση των λαών μαζί της δημιουργεί δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τοποθετώντας τον εχθρό Πούτιν στην περιοχή του κακού, χωρίς να διστάζει με  την επιλεκτική εφαρμογή των λεγόμενων δυτικών αξιών να προσπαθεί να δικαιώσει τις θέσεις της.       Από τις δυτικές αξίες αυτή που μοιάζει να δεινοπαθεί, απροκάλυπτα πια, είναι η περίφημη ελευθερία της έκφρασης για την οποία η αστική μας δημοκρατία επαίρεται πως την  προστατεύει με τον νομικό της οπλοστάσιο. Η ελευθερία της έκφρασης φαίνεται ότι περιορίζεται τόσο  στο επίπεδο των Μέσων Ενημέρωσης όσο και σ’ αυτό της καλλιτεχνικής δημιουργίας.   
       Αποδεικτικό στοιχείο γι’ αυτό είναι στο πολιτιστικό επίπεδο η αντίδραση προς τη Ρωσία της Δύσης, που στοιχίζεται στο ζήτημα της ρωσικής εισβολής πίσω από τις ΗΠΑ. Εκδίωξη της Ρωσίας από τη Eurovision, ακύρωση παραστάσεων μπαλέτου Μπολσόι ή αφαίρεση έργων Ρώσων συνθετών, αποκλεισμοί, χωρίς δήλωση νομιμοφροσύνης στην πολιτική της Δύσης,  Ρώσων καλλιτεχνών από καλλιτεχνικές εκδηλώσεις φαίνεται πως επιδιώκουν τον πλήρη παραγκωνισμό τους. Σε κάποιες περιπτώσεις  ακόμα και κλασικά ρωσικά έργα έχουν αποσυρθεί από τα προγράμματα.
         Η  αναζήτηση όμως των σκοπιμοτήτων αυτών των ενεργειών δεν πρέπει να περιορίζεται στα προφανή. Αντίθετα,   η   ανησυχία  για μια επικίνδυνη λογοκρισία στον πολιτιστικό κόσμο, που ξεφεύγει από τα  πλαίσια της ρωσοουκρανικής  σύγκρουσης, δεν είναι υπερβολή. Γιατί  αν  ο συμβολισμός τέτοιων ακυρώσεων μοιάζει ξεκάθαρος, περισσότερο σαφής όμως γίνεται και ο κίνδυνος για την ίδια την τέχνη.  
       Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η αντιγερμανική παράνοια  που σάρωνε την Αμερική, επέβαλλε να μην παρουσιάζονται  όχι μόνο ο  προφανής Βάγκνερ αλλά  ακόμα και ο Μότσαρτ. Στον επόμενο πόλεμο όμως με τους ναζί, ακολουθήθηκε διαφορετικός τρόπος, δηλ. η  οικειοποίηση του γερμανικού ρεπερτορίου για ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στους ναζί, όπως  η Πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν έγινε σύμβολο  αυτής της νίκης, αντιστρέφοντας τη φρασεολογία της ναζιστικής προπαγάνδας.  
         Επειδή λοιπόν δεν  μπορεί να υπάρξει έλεγχος των απηχήσεων που αποκτούν τα έργα καθώς πορεύονται στο χρόνο, η διαίρεση των καλλιτεχνικών έργων  σε εθνικές ομάδες  μπορεί να είναι βολική για τους μελετητές, αλλά διαιωνίζει εθνικά στερεότυπα και συσκοτίζει την πολυπλοκότητα των σχέσεων των καλλιτεχνών με εγχώριες και ξένες επιρροές. Τα μεγάλα έργα των καλλιτεχνών φαίνεται να ξεπερνούν ιδεολογικές πεποιθήσεις που να ταιριάζουν αποκλειστικά σε μια συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα. Ο ιδιωτικός κόσμος του καλλιτέχνη συγχωνεύεται με τους κόσμους του κοινού του, κι ας είναι άλλης χώρας και άλλη εποχής. Γι’ αυτό και οι απαγορεύσεις είναι τόσο επικίνδυνες. Γιατί έτσι χρησιμοποιείται η τέχνη από την κυρίαρχη εξουσία για να προκαλέσει ευαισθητοποίηση σε ζητήματα που η ίδια η εξουσία επιλέγει, αποδυναμώνοντάς την.
           Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η  πολιτιστική απομόνωση της Ρωσίας,  όπως η οικονομική και πολιτική, χρησιμοποιείται σαν μέσο πίεσης σ’ αυτή, μια μικρή συμβολή για να μη χρηματοδοτείται η ρωσική πολιτιστική βιομηχανία κι επομένως εμμέσως οι πολεμικές της επιχειρήσεις. Συγχρόνως υπάρχει η προσδοκία  για ένα τεράστιο ψυχολογικό αντίκτυπο, που θα στερήσει από τη Ρωσία τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει προς όφελός της τα πνευματικά, καλλιτεχνικά επιτεύγματά της για τα οποία είναι περήφανη εδώ και αιώνες.
         Και έτσι έρχεται  ξανά στο προσκήνιο με τον πιο απειλητικό τρόπο η σχέση τέχνης και πολιτικής, την ίδια στιγμή που η Δύση προπαγάνδιζε την υπεράσπιση της  ανεξαρτησίας της τέχνης. Και τώρα γίνεται σιωπηρά αποδεκτό ότι η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ενισχύσει τον πολιτικό λόγο, υποστηρίζοντας τις τρέχουσες πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις. Το μποϊκοτάρισμα έργων τέχνης μας οδηγεί σε ολισθηρό έδαφος, γιατί όταν αρχίζουμε να απαγορεύουμε συγκεκριμένα έργα με συγκεκριμένες προθέσεις, αυτές οι απαγορεύσεις μπορεί να επεκταθούν και σε άλλα επίπεδα.
       Εξάλλου τέτοιου είδους απαγορεύσεις στην πραγματικότητα δεν κάνουν άλλο από το να αποδεικνύουν εμμέσως την τέχνη ως μια ανατρεπτική δύναμη που  μπορεί να  χρησιμεύει ως εργαλείο για την αλλαγή  της υπάρχουσας πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας,  που μπορεί να αντιμετωπίσει ορισμένα πολιτικά ζητήματα ή να ερμηνεύσει εκ νέου διαφορετικές κοινωνικές δομές, καθιστώντας ορατό αυτό που η επικρατούσα αντίληψη δεν αναγνωρίζει.   
         Οι τέχνες ήταν ανέκαθεν συνυφασμένες με την πολιτική, ακόμη και όταν επικρατούσαν δόγματα όπως η τέχνη για την τέχνη, γιατί η τέχνη πάντα επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις  κοινωνικές συνθήκες. Η καλλιτεχνική παραγωγή δεν αναπαρήγαγε ποτέ αποκλειστικά την πραγματικότητα ούτε τα έργα τέχνης  ήταν ποτέ απλώς μια προσωπική αντανάκλαση ενός καλλιτέχνη που δεν ασχολείται με τον κόσμο. Πάντα αυτά προκύπταν από το διάλογο του καλλιτέχνη με τον κόσμο και είναι  ενσωματωμένα σε έναν ιστό συμφραζομένων νοημάτων.
         Και είναι αντιφατικό που η Δύση, η οποία είχε απορρίψει ως τροχοπέδη της καλλιτεχνικής ελευθερίας την  στράτευση του καλλιτέχνη, με τις ενέργειές της φαίνεται να την απαιτεί, για να εγκρίνει τις αποφάσεις της. Κι αν στα χρόνια που επιχειρούνταν να χτιστεί ο σοσιαλισμός η συμφωνία του καλλιτέχνη με τους σκοπούς της εργατικής τάξης και του γεννώμενου σοσιαλιστικού κόσμου δημιουργούσε έργα ανατρεπτικά που αναζητούσαν το καινούργιο, διευρύνοντας τους ορίζοντες, τώρα η υποταγή των καλλιτεχνών στις επιταγές της κυρίαρχης εξουσίας καθιστά την τέχνη υποχείριο της άρχουσας τάξης. Κι απορρίπτεται απροκάλυπτα ο ρόλος της τέχνης ως διαφωτιστικής για τις μεγάλες μάζες, περιορίζοντας τη στο περιθώριο της ζωής, όταν επιβάλλονται απαγορεύσεις έργων σε εκδηλώσεις που αφορούν μεγάλες μάζες ανθρώπων,  τα οποία η ίδια η κυρίαρχη εξουσία κρίνει πως απειλούν, με διάφορους τρόπους, τα δικά της συμφέροντα.

Κυριακή 17 Απριλίου 2022

ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Και φτάσαμε στο σημείο, δεκαετίες τώρα, τα μέσα ενημέρωσης όχι μόνο να κατασκευάζουν τις αναπαραστάσεις μας για τον κόσμο αλλά και  να υπαγορεύουν το όραμά μας γι’ αυτόν. Γι’ αυτό  και σ’ αυτήν την εποχή του πανταχού παρόντος εμπορικού λόγου και της συγκέντρωσης των ΜΜΕ σε μια φούχτα ιδιοκτητών, από τις ελίτ των οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων, οι αναπαραστάσεις μας και τα οράματά μας  συμπίπτουν με τα δικά τους. Και είναι κι αυτός ένας τρόπος να εξουδετερωθεί η όποια δύναμή έχουμε να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας, αφού δεν μπορούμε καν να τα αναγνωρίσουμε. 
      Χωρίς καν πολιτική συνείδηση, ένα μεγάλο μέρος από τους εργαζόμενους,  καταλήγουμε καταναλωτές τηλεοπτικών προγραμμάτων και πολιτικών προσωπικοτήτων, κι αισθανόμαστε αποστερημένοι από το δικαίωμα της εκπροσώπησής μας από κόμματα. Τα κατηγορούμε για τη μετατροπή τους σε πολιτικές επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται περισσότερο για την παραγωγή εκλεγμένων αξιωματούχων ή για κυβερνητική νίκη, μεταξύ άλλων χρησιμοποιώντας τα μέσα ενημέρωσης και τις υπηρεσίες εταιρειών που είναι ειδικοί στην πολιτική επικοινωνία και το μάρκετινγκ. Κι ενώ αποδεχόμαστε μια δημοκρατία ατομικών και καταναλωτικών συμφερόντων, με το δημόσιο χώρο αλλοιωμένο από τη λογική της αγοράς, αναμένουμε, πέραν πάσης λογικής, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, οι επικεφαλής επιχειρηματικών οργανώσεων, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και μεγάλων εταιρειών να υπερασπίζονται τα κοινωνικά μας συμφέροντα ταυτίζοντάς τα, αφελώς, με τα δικά τους. 
        Η εξατομίκευση έχει μετατρέψει τις πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες, τα κοινωνικά ζητήματα σε σύγκρουση αντιτιθέμενων προσώπων, χωρίς αναφορά σε ένα κοινωνιολογικό ή ιστορικό πλαίσιο. Στην πρώτη γραμμή, τα ΜΜΕ προσελκύουν την προσοχή μας με τη δραματοποίηση, την τόνωση των αισθημάτων, τον εντυπωσιασμό, χωρίς όμως να δίνουν τα κλειδιά για την κατανόηση και την ανάλυση των σχέσεων εξουσίας και των μηχανισμών που εξυπηρετούν την άσκηση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. 
       Με την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία να προκαλούν τριγμούς επικίνδυνους στην οικονομία που απειλούν ακόμα και την επιβίωση των ανθρώπων, η αναζήτηση των αιτιών σε πρόσωπα, είτε ονομάζεται Πούτιν ή Μπάϊντεν είτε Ζελένσκι, προσωποποιεί τα πολιτικά γεγονότα αποσυνδέοντάς τα από κάθε ιστορική και ταξική προοπτική. Δεν αναζητείται στον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας, τις ταξικές συγκρούσεις ή τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα  η ερμηνεία  των γεγονότων, παρά στην αήθη ή παράλογη συμπεριφορά ηγετών.  Εκτός από το ΚΚΕ, η υπόλοιπη αντιπολίτευση στην κριτική της για τις κυβερνητικές θέσεις επικεντρώνεται μόνο στην προσωπικότητα του πρωθυπουργού ή στις ατομικές συμπεριφορές υπουργών, θεωρώντας την πολιτική  μόνο ζήτημα ατόμων κι επομένως την αντικατάστασή τους σαν προϋπόθεση αλλαγής της. 
        Κι επειδή έχουμε πιστέψει ότι ο καπιταλισμός εξαλείφει τη φτώχεια και ότι η αστική δημοκρατία εξασφαλίζει ελευθερίες και δικαιώματα, όταν μας διαψεύδει η πραγματικότητα, αυτό το χρεώνουμε στους ιδιοτελείς ηγέτες ή στα ανάξια πλήθη. Λες και ο καπιταλισμός δεν απαιτεί ένα εργατικό δυναμικό που να μην έχει  άλλη επιλογή από το να πουλήσει την εργατική του δύναμη. Λες κι όλους αυτούς του αιώνες καπιταλισμού δεν είδαμε πως το σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς φτώχεια, αφού δεν μπορεί να δημιουργεί τον ακριβή αριθμό των νέων θέσεων εργασίας που απαιτούνται για την απασχόληση όλων. Γιατί είναι ένα σύστημα που απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο ανεργίας, έτσι ώστε η εργατική τάξη να μην έχει δύναμη, εφόσον οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν να απειλήσουν ότι θα διακόψουν την εργασία τους εάν μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν με ανθρώπους ακόμη πιο απελπισμένους. Κι αν η υπόσχεση είναι πως η δυναμική της αγοράς θα ωθεί ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες και προϊόντα η πραγματικότητα όμως δείχνει πως όλα γίνονται λιγότερο προσιτά, κι ας μεγαλώνει ο πλούτος. Όσο περισσότερους δισεκατομμυριούχους έχουμε, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι άστεγοι.
       Η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος, η ανεργία δεν προκύπτουν από ενέργειες κακών ανθρώπων, όσο κι αν οι προσωπικότητες παραγόντων που καθορίζουν τα γεγονότα αφήνουν το στίγμα τους. Η πολιτική που ασκεί ο Κ. Μητσοτάκης, ανεξάρτητα από το ύφος ή τη μορφή διακυβέρνησής του, δεν είναι διαφορετική από αυτή που άσκησαν οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί ή θα ασκήσουν οι επόμενοι, όσο εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα. Γι’ αυτό και μοιάζει με την πολιτική του Ε. Μακρόν, γι’ αυτό και η ακροδεξιά πολιτική της Μαρί Λε Πεν σε πολλά σημεία εφάπτεται μ’ εκείνη του Μακρόν. Τον καπιταλισμό υπηρετούν, τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης προωθούν. 
         Κι εμείς, ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων,  με ριζωμένη μέσα μας τη βασική φιλοσοφία του κυρίαρχου συστήματος, παρά τη ρητορική του για ισότητα και δικαιώματα, ότι οι ισχυροί μπορούν και πρέπει να κυριαρχήσουν στον αδύναμο, εκπαιδευόμαστε ακόμα και το φασισμό να αποδεχτούμε, την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία του κεφαλαίου.  Ο φόβος και το μίσος της αδυναμίας, η λατρεία της βίαιης κυριαρχίας που θεωρείται δύναμη διαβρώνει την κοινωνία που καταδικάζει τον φτωχό γιατί είναι ανάξιος να βρει δουλειά και αποθεώνει τον επιτυχημένο δημιουργώντας προσωπικότητες ανταγωνιστικές κι ανάλγητες. 
        Και ο καθένας μας αρπαγμένος από τις θλίψεις, τους πόνους και την προσπάθειά του να βλέπουμε στον άλλο περισσότερο έναν αντίπαλο, παρά έναν αδελφό στην εξαθλίωση, νομίζοντας πως η μερίδα του ακόμα και στο φαγητό είναι κομμένη από τη δική μας. Δεν βλέπουμε τη μεγαλύτερη εξαθλίωση που ζούμε, τον πόλεμο των εργαζομένων όχι εναντίον της φύσης ή εναντίον των συνθηκών, όχι εναντίον των πλουσίων για  να τους  αρπάξουν το ψωμί,  αλλά τον πόλεμο  των εργαζομένων εναντίον των  εργαζομένων, για ν΄ αρπάξει ό ένας  απ’ τον άλλο τα κομμάτια το ψωμί, τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των πλουσίων. 
        Και δεν βλέπουμε πως στην οργάνωση είναι η δύναμή μας, για να αντισταθούμε στην εξαθλίωση που εν μέσω αφθονίας μας καταδικάζει η άρχουσα τάξη, και παπαγαλίζουμε όλες τις συκοφαντίες της για την κομμουνιστική προοπτική, συνεχίζοντας να αναρωτιόμαστε αν ο κομμουνισμός είναι η κύρια εναλλακτική στον καπιταλισμό.