Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Η ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ


Η αντιπαράθεση, προ ημερών,  του υπουργού Π. Πολάκη με τον υποψήφιο ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Στ. Κυμπουρόπουλο, σχετικά με την πρόσληψή του σε νοσοκομείο, όπως δικαιούνταν μέσα από διαδικασίες που προβλέπονται ως ΑΜΕΑ, πυροδότησε αντιδράσεις. Αυτές εστιάζονταν στο ήθος και ύφος του υπουργού, ανοίγοντας πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης ενόψει και των επικείμενων ευρωεκλογών. Αφορμή για την αντιπαράθεση στάθηκε ανάρτηση του Στ. Κυμπουρόπουλου πως διεκδικεί ίσες ευκαιρίες, ούτε μόρια ούτε επιδόματα και χάρες. Ο υπουργός θεωρώντας πως βρήκε λαμπρό πεδίο αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ,  που στην ουσία αμφισβητεί την κοινωνική πρόνοια, με το «τσαμπουκαλίδικο» ύφος του επιτέθηκε προσωπικά στον υποψήφιο ευρωβουλευτή. Κι έτσι βρέθηκε ευκαιρία ν’ αρχίσει από τα δυο κόμματα ένας πλειστηριασμός  επίδειξης ευαισθησίας προς τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.  
Και κάπως έτσι, μ’ έναν τρόπο ενδεικτικό του επιπέδου και του είδους της πολιτικής αντιπαράθεσης,  μπήκε στο προεκλογικό παιχνίδι η κοινωνική πολιτική των δυο πρώτων σε ψήφους κομμάτων. Ακόμα κι αν  επικεντρώνονται σε διαφορετικές πτυχές της πολιτικής, αυτές οι εμφανιζόμενες αντίθετες κομματικές θέσεις ακολουθούν την κυρίαρχη προσέγγιση της σημερινής πολιτικής της κυρίαρχης εξουσίας. Με λεκτικούς λοιπόν ακροβατισμούς, προσωπικές επιθέσεις, μεγαλοστομίες αυτοαναιρούμενες, αμφότερα τα κόμματα θέλουν να αποκρύψουν την υποβάθμιση της κοινωνικής πρόνοιας με τις περικοπές δαπανών αλλά και τις τροποποιήσεις, προς το δυσμενέστερο,  στον τρόπο σχεδιασμού και υλοποίησης των κοινωνικών πολιτικών. Οι συνέπειες όμως  της κυρίαρχης πολιτικής στις συνθήκες και την κοινωνική θέση των ατόμων με ειδικές ανάγκες, όσον αφορά  στην κοινωνική πρόνοια, την εισοδηματική βοήθεια, την υγειονομική περίθαλψη και άλλα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης φυσικά και δεν ισοσταθμίζονται με  υποκριτικούς λόγους και κενές υποσχέσεις.
 Η θεμελιώδης πηγή των προβλημάτων που αντιμετωπίζονται από άτομα με αναπηρία δεν περιορίζεται σε προκατειλημμένες συμπεριφορές εξαιτίας απλώς λανθασμένων αντιλήψεων που αν διαγραφούν θα γίνει αποδεκτή η διαφορά και η δικαιοσύνη και ισότητα θ’ ανθίσει. Αυτή η μονομερής προσέγγιση απομακρύνει την προσοχή από τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής που επηρεάζει την κοινωνική ερμηνεία και τις έννοιες της αναπηρίας και δείχνει επίσης πως στις καπιταλιστικές κοινωνίες η αποκατάσταση, όπως όλα τα άλλα αγαθά και υπηρεσίες, μετατρέπονται σε εμπόρευμα.
Η εμφάνιση της αναπηρίας ως "ανθρώπινης κατηγορίας" έχει την ρίζα της στην άνοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού και τη μετατροπή των συνθηκών εργασίας, οικογένειας και κοινωνίας και  παράγεται ως οικονομικό πρόβλημα λόγω αλλαγών στη φύση της εργασίας και των αναγκών της αγοράς εργασίας μέσα στον καπιταλισμό. Η αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις –από τις πιο αργές μεθόδους εργασίας, κατά την αγροτική παραγωγική διαδικασία,  στις οποίες μπορούσαν παρά τη θρησκευτική δεισιδαιμονία και τη δίωξή τους  πολλοί ανάπηροι να ενσωματωθούν, στην ταχύτητα του εργοστασιακού έργου, στην επιβολή της πειθαρχίας, στην τήρηση χρόνου στην εργασία- διογκώνει ως οικονομικό πρόβλημα την αναπηρία. Στη βιομηχανοποιημένη  παραγωγή τα σώματα των ανθρώπων ήταν όλο και περισσότερο εκτιμημένα για την ικανότητά τους να λειτουργούν σαν μηχανές.
Ο βιομηχανικός καπιταλισμός δημιούργησε έτσι όχι μόνο μια τάξη προλετάριων αλλά και μια νέα κατηγορία, των  ατόμων με αναπηρία που δεν συμμορφώνονται με το σύνηθες σώμα των εργαζομένων και των οποίων η εργατική δύναμη ουσιαστικά διαγράφηκε και αποκλείστηκε από την αμειβόμενη εργασία. Κι έτσι τα άτομα με αναπηρίες θεωρήθηκαν ως κοινωνικό πρόβλημα, διαχωρίστηκαν και αποκλείστηκαν από την κοινωνική ζωή, περιορίστηκαν σε άσυλα, φυλακές, αποικίες κλπ. Και όπως όλες  οι κοινωνικές αλλαγές απαιτούν μια ιδεολογία για να στηρίξουν τον οικονομικό ορθολογισμό τους και ο αποκλεισμός αυτός εξορθολογίστηκε από τους κοινωνικούς δαρβινιστές που χρησιμοποίησαν τη βιολογία για να ταυτίσουν φύση και κοινωνία, όπου οι κατώτεροι δεν επιβιώνουν. Η θεωρία της ευγονικής υποστηρίζει την επιβολή της έννοιας της   "κανονικότητας", μέσω της εξάλειψης των "ελαττωμάτων".
Η οικονομία λοιπόν,  μέσω της λειτουργίας της αγοράς εργασίας και της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, διαδραματίζει βασικό ρόλο στην παραγωγή της κατηγορίας αναπηρίας και στον προσδιορισμό των κοινωνικών απαντήσεων σχετικά με  τα προβλήματα που προκύπτουν. Η κοινωνική θέση ενός ατόμου επηρεάζει το είδος και μέγεθος των προβλημάτων από την αναπηρία που είναι πιθανό να αντιμετωπίσει, αλλά και την πιθανότητα χορήγησης υπηρεσιών αποκατάστασης.
Μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, με την αντίσταση των λαών, την ήττα του φασισμού και την αίγλη της ΕΣΣΔ, η επέκταση του κράτους πρόνοιας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οδήγησε σε μια αυξημένη κρατική παροχή κοινωνικών υπηρεσιών για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Στις μέρες μας η καπιταλιστική επίθεση διαλύει το κράτος πρόνοιας και οι κυβερνήσεις επιχειρούν να περιορίσουν τον ορισμό της αναπηρίας και να μειώσουν τα επίπεδα των δικαιωμάτων. Το σύστημα παροχών αναπηρίας χρησιμοποιείται  ως κοινωνικά νομιμοποιημένο μέσο με το  οποίο η καπιταλιστική τάξη μπορεί να αποφύγει την πρόσληψη ή τη διατήρηση μη τυποποιημένων εργαζομένων προσφέροντας προγράμματα φτώχειας που τη διαιωνίζουν. Οργανισμοί, εταιρείες, ΜΚΟ κλπ. μετατρέπουν τις παροχές αναπηρίας σε εμπόρευμα γύρω από το οποίο δημιουργούνται ή απορρίπτονται κοινωνικές πολιτικές σύμφωνα με την αγοραία αξία τους.  
Σε γενικές γραμμές, η άνοδος του καπιταλισμού είχε σαφώς αντιφατικά αποτελέσματα για τα άτομα με αναπηρίες. Από τη μία πλευρά, υπήρξαν θετικά αποτελέσματα όσον αφορά την καλύτερη ιατρική τεχνολογία, η οποία επέτεινε τη διάρκεια ζωής και αύξησε την ποιότητα ζωής για όσους όμως  μπορούσαν να την αντέξουν οικονομικά. Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν αρνητικές επιπτώσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η κατηγοριοποίηση σε άκαμπτες και εν πολλοίς αυθαίρετες διαγνωστικές κατηγορίες με έμφαση στα ιατρικά ζητήματα, αντιμετωπίζοντας την αναπηρία ως προσωπική τραγωδία ή ατομική ιατρική κατάσταση, και λιγότερο στα εμπόδια που επιβάλλονται από το φυσικό περιβάλλον και το ταξικό σύστημα.
Αποδεχόμενοι λοιπόν  σιωπηρά τα  θεμέλια της ιδεολογίας της ανταγωνιστικής κοινωνίας διαμορφώνεται μια αντίληψη για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία αντίστοιχη των καταναλωτών να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης από την αγορά. Αυτό όμως είναι κενό γράμμα  για το τεράστιο ποσοστό ατόμων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και θα πρέπει να ανακαλύψουν ταλέντα και ικανότητες, ώστε να  ενταχτούν με κάποιο τρόπο στην  αγορά εργασίας παρόλη την αναπηρία τους, εφόσον είναι πιο πιθανό να γίνουν αποδεκτά ως εργαζόμενοι παρά ως κοινωνικά ή οικονομικά βάρη.  Γιατί η αναπηρία πέρα από μια προσωπική τραγωδία προκαλεί προβλήματα τα οποία δεν πλήττουν εξίσου όλα τα άτομα ανεξαρτήτως της κοινωνικής τους τάξης. Αντίθετα οι πλούσιοι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες μπορούν να πληρώσουν για αγαθά και υπηρεσίες για να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις της καταπίεσης και του αποκλεισμού. 
Στην τελική,  επειδή ο καπιταλισμός βλέπει τα πάντα με την προοπτική του κέρδους, είναι ο αποκλεισμός από την εκμετάλλευση στο σύστημα μισθωτής εργασίας που βρίσκεται στον πυρήνα της καταπίεσης των ατόμων με αναπηρία σε κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ


Ο μισός και παραπάνω αιώνας που μας χωρίζει από την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών δεν φαίνεται να ήταν αρκετός για μια οπτική στις αιτίες της, που δεν θα περιορίζεται να την αντιμετωπίζει μόνο ως μελέτη περίπτωσης επέμβασης ξένου παράγοντα, των ΗΠΑ στην προκειμένη περίπτωση, αλλά και ως συνέπεια μακροπρόθεσμων οικονομικών και κυρίως ταξικών εξελίξεων.
         Η δικτατορία των συνταγματαρχών επιβλήθηκε κάτι λιγότερο από 20 έτη μετά την στρατιωτική ήττα του λαϊκού κινήματος. Μετά την νίκη της η άρχουσα τάξη επέβαλε ένα ομοίωμα κοινοβουλευτικού καθεστώτος που αν εξασφάλιζε το δικαίωμα ψήφου, όμως πέρα από τον συστηματικό ταξικό αποκλεισμό, με ένα σύνολο νόμιμων και παράνομων μηχανισμών καταστολής που θεσμοθέτησε, απέκλεισε, εκτός από το Κομμουνιστικό Κόμμα που ήταν εκτός νόμου, μεγάλο τμήμα των λαϊκών δυνάμεων από την πολιτική δραστηριότητα.  Κι αν η αστική τάξη είχε επιβάλλει την κυριαρχία της και δεν υπήρχε καμιά πραγματική απειλή ανατροπής της ούτε και του  καπιταλιστικού  τρόπου παραγωγής, όμως συνέχιζε να είναι υπαρκτή, αν και  τις περισσότερες φορές παθητική, η  γιγαντιαία πίεση  από τον ηττημένο και βασανισμένο λαό. Γι’ αυτό,  αν περνούσε κάποια κρίση η άρχουσα τάξη αυτή μάλλον είχε να κάνει με την πολιτική, για τον τρόπο ελέγχου των μαζών που υφίσταντο τις συνέπειες της καπιταλιστικής πορείας. Η επιλογή που εμφανιζόταν ήταν είτε η ενσωμάτωση τους μέσω της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είτε με τον έλεγχο τους άμεσα από τον στρατό. Κι αν μοιάζει η δικτατορία των συνταγματαρχών σαν αποτέλεσμα συγκρούσεων μεταξύ των πολιτικών εκπροσώπων της άρχουσας τάξης για το είδος του καθεστώτος που απαιτείται για την πραγματοποίηση της πολιτικής της, αυτό δε σημαίνει πως οι επιπτώσεις της δεν ήταν ολέθριες για τις λαϊκές μάζες.
           Μετά τον εμφύλιο, στην πραγματικότητα επιβλήθηκε δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα, όπου η διόγκωση των κατασταλτικών μηχανισμών, η βίαιη αστυνόμευση της ιδιωτικής ζωής, η βάναυση επέμβαση για την απαγόρευση και  καταστολή  των εργατικών αγώνων είναι όχι παθογόνα στοιχεία του συνολικού κρατικού συστήματος, αλλά αποτελούν  δομικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος. Το έργο μάλιστα της εγγύησης  αυτού του καθεστώτος είχε αναλάβει ο ίδιος ο στρατός. Κι αν θεωρούνταν πως την πολιτική εξουσία είχε το κοινοβούλιο, και επικεφαλής μάλιστα του κράτους υπήρχε μια …υπερκομματική μοναρχία, στην πραγματικότητα όμως ήταν  ο στρατός, που επιδίωκε να ελέγχει πάντα η  μοναρχία,  που διαδραμάτιζε τον κεντρικό ρόλο στη διατήρηση όλης της κατασταλτικής κατασκευής του κράτους, με πυρήνα πάντα ομάδες αντικομμουνιστών στο στράτευμα. Οι αντιπαλότητες ανάμεσα  στη μορφή της αστικής τάξης που προέκυψε από την ταξική ένοπλη σύγκρουση και των αλλαγών που έπρεπε να υποστεί ο ελληνικός καπιταλισμός, ώστε να μπορέσει να εκσυγχρονιστεί και να παραμείνει ανταγωνιστικός, μοιάζει να κορυφώνονται και να λύνονται με την επιβολή και την πτώση  της δικτατορίας αντίστοιχα. Δεν ήταν λοιπόν ξένο σώμα η δικτατορία των συνταγματαρχών στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά η κατάληξη του μετεμφυλιακού κράτους που οργανώθηκε έτσι για να ολοκληρωθεί η συρρίκνωση έως εξαφανίσεως ενός κομμουνιστικά προσανατολισμένου λαϊκού κινήματος και να συμφωνηθεί συνολικά από την αστική τάξη η γενική στρατηγική για τον καπιταλισμό, που ποτέ κανένα τμήμα της σοβαρά δεν αμφισβήτησε. Κι ύστερα μπορούσε να έρθει ο εκσυγχρονισμός.
            Και κάπως έτσι δικαιολογείται γιατί  στα χρόνια που ακολούθησαν, μέσα από απλοποιήσεις και γενικεύσεις,  στις καθιερωμένες αφηγήσεις σχετικά με τη χούντα, τα επτά χρόνια της θεωρούνται περισσότερο ως ιστορικό  …ατύχημα ή μια παρέκκλιση κατά την οποία η ανάπτυξη της χώρας πάγωσε. Κι αυτή η οπτική, να θεωρείται ξένο σώμα ακόμα και της  αστικής τάξης η δικτατορία, ενισχύεται από την  επιμονή για σχολιασμούς σχετικά μ’ αυτήν που βλέπουν τα πάντα υποκειμενικά και τεκμηριώνουν οτιδήποτε, αντλώντας από καθαρά προσωπικές εμπειρίες, με την τάση μάλιστα να τις ανάγουν σε κανόνες γενικής εφαρμογής. Επιπλέον η ταύτιση μεταπολιτευτικά της δημοκρατικής ομαλότητας με την αστική δημοκρατία, παίρνοντας διαταξική διάσταση πρόσφερε και κύρος σε μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης που αντιστάθηκε στη χούντα, νομιμοποιώντας την εξουσία της, αφού ακριβώς ο εκπεσμός των αστικών αξιών επισημάνθηκε από τους ίδιους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης.    
              Θεωρώντας πως η επτάχρονη δικτατορία ανήκει σε μια κατηγορία καθεστώτων με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται στο γεγονός της καπιταλιστικής της βάσης αλλά επικεντρώνεται στις αυθαιρεσίες και αντισυνταγματικότητα του χουντικού καθεστώτος εξαιτίας της δραστηριότητας επίορκων αξιωματικών κι  ελάχιστα στη σύνδεση του φασισμού με τα ντόπια και διεθνή καπιταλιστικά συμφέροντα.  
Τελικά, για τη δικτατορία  των συνταγματαρχών, πόσο οι αναφορές μας σ’ εκείνα τα χρόνια συμβάλλουν στην ουσιαστική γνώση των αιτιών και της φύσης της δικτατορίας; Είναι η αναγκαιότητα αποδοχής της αστικής δημοκρατίας που  μας κάνει να παραβλέπουμε το φασισμό που εκείνη η επταετία διαπότισε τον πολιτικό βίο της χώρας; Σε ποια νομιμότητα αναφερόμαστε όταν αγνοούμε την κυρίαρχη εξουσία που με τον κρατικό της μηχανισμό είναι σε θέση να αναπαράγει με διάφορες μορφές τις οποιεσδήποτε επταετίες αν ξαναχρειαστεί;

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ


 Η φωτιά στην Παναγία των Παρισίων έδωσε αφορμή για κρίσεις κι επικρίσεις σχετικά με την προστασία μνημείων, για προβληματισμούς στον τρόπο που χρησιμοποιείται η πολιτιστική κληρονομία στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης,   για αμφισβητήσεις της σπουδαιότητας των μνημείων που περιλαμβάνονται στην λίστα των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
          Με τη Σύμβαση του 1972 για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, η UNESCO δημιούργησε τον κατάλογο των τόπων που θεωρούνταν εξαιρετικής αξίας, για να υπογραμμίσει ότι οι ιδιότυπες πολιτιστικές εκφράσεις μπορούν να έχουν μια παγκόσμια αξία. Κι αν φαίνεται πως τέτοιες πρωτοβουλίες ενώνουν τους ανθρώπους σε μια κοινή προσπάθεια για την προστασία μιας  κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς, στην πραγματικότητα όμως μπορεί συχνά να προκαλούν αγώνες εξουσίας ή ακόμα και ανοιχτές συγκρούσεις, αποδεικνύοντας ότι ακόμα και η έννοια  της πολιτιστικής  κληρονομιάς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οικονομικούς, πολιτικούς ή γεωπολιτικούς σκοπούς. Έτσι,  μπορεί η έννοια της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς να εκτραπεί από τον επίσημο σκοπό της και να χρησιμοποιείται για την προώθηση του τουρισμού ή ακόμα και δικαιολόγηση πολιτικών δράσεων με ιμπεριαλιστικούς στόχους. Από την άλλη,  δεδομένου του δυσανάλογου ρόλου των αξιωματούχων και εμπειρογνωμόνων από τις δυτικές χώρες στο έργο της πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, ο οργανισμός θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι επιβάλλει ένα δυτικό όραμα της κληρονομιάς σ’ όλες τις χώρες του κόσμου.
           Κι επειδή ο κατάλογος βέβαια αυτός δεν οδηγεί αυτόματα στη χρηματοδότηση για την προστασία αυτών των τοποθεσιών περισσότερο δίνει κύρος, εφόσον οι χώρες που επιθυμούν να προωθήσουν τα ιστορικά και φυσικά τους πλεονεκτήματα εξασφαλίζουν μια θέση στην παγκόσμια σκηνή.
Η εμφάνιση νέων μορφών εμπορευμάτων και εμπορικών σχέσεων περιλαμβάνει και την πολιτιστική κληρονομιά που εμπλέκεται σε πολλούς τομείς  της οικονομίας, όπως στον τουρισμό. Η τουριστική έκρηξη των τελευταίων δεκαετιών έδωσε νέες αξίες και νέα ζωή σε στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς, που καταλήγει να  χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την προσθήκη νέων αξιών σε αντικείμενα. Ο καπιταλισμός αποδεικνύει πως μπορεί να  ανακυκλώνει όλα τα απομεινάρια άλλων εποχών  και τα ερείπια της βιομηχανικής κοινωνίας μέσω της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς και μετατροπής της  σε εμπόρευμα. Κι ενώ στα χρόνια μας αναπτύσσονται καλύτερες μέθοδοι για την αποκατάσταση και διατήρηση ιστορικών χώρων, πολιτιστικών μνημείων, δεν εξασφαλίζονται όμως οι πόροι για την κατάλληλη φροντίδα τους. Κι αν στα χρόνια της ακμής της η αστική τάξη υποστήριζε την αποκατάσταση των αρχαίων χώρων, διακρίνοντάς τα από τα «σκοτεινά» χρόνια της  φεουδαρχικής αποσύνθεσης, για σκοπούς εκπαίδευσης και απόλαυσης, κατά την περίοδο των τελευταίων δεκαετιών τείνουν να  θεωρούνται απλές πηγές κερδοσκοπίας.
Επιπλέον, ενδεικτικό του πόσο στενά συνδέονται τα θέματα της πολιτιστικής κληρονομιάς με οικονομικά ζητήματα είναι οι προβληματισμοί για εκτροπή των πόρων από την προστασία και συντήρηση πολιτιστικών και ιστορικών κτηρίων, μνημείων αντικειμένων σε άλλους στόχους, όπως π.χ για αύξηση εξοπλιστικών δαπανών. Καθώς λοιπόν  μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες για συντήρηση των μνημείων, τα επιχειρησιακά και ιδιωτικά συμφέροντα συμμετέχουν όλο και περισσότερο στις προσπάθειες συντήρησης τους, καθιστώντας μεγαλύτερες τις απαιτήσεις τους σε αντάλλαγμα για τα χρήματα που προσφέρουν. Οι προσφορές εκατομμυρίων για την αποκατάσταση της Παναγίας των Παρισίων από πάμπλουτους επιχειρηματίες, κατά τους δημοσιογράφους, συνοδεύονται και από γενναιόδωρες φοροελαφρύνσεις.
         Το θέμα της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι τεράστιο, αφού συμβάλλει τα μέγιστα  στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης, της συλλογικής μνήμης και ταυτότητας. Με τη μετατροπή της σε τουριστικό προϊόν τοπικές κι εθνικές κοινωνίες  έχουν εκθέσει τις παραδόσεις τους, έχουν μετατρέψει τις λαϊκές τους αναμνήσεις σε τουριστικές εκδηλώσεις, έχουν εφεύρει νέα ιστορία αναμειγνύοντας ιστορία, θρύλους και τις πιο διάσημες τοπικές τους προσωπικότητες, ανανεώνουν και  προωθούν τουριστικά τοποθεσίες ιστορικές, δίνοντάς τους νέο νόημα,  εντάσσουν σε τουριστικές περιηγήσεις τις παλιές περιοχές τους. Εν ολίγοις, μετατοπίζουν  την κοινωνική αξία της κληρονομιάς σε οικονομική αξία. Για την  αποτίμηση  των υλικών ή άυλων στοιχείων του πολιτισμού  ως μέρους της κληρονομιάς προστίθεται τώρα η αξία της κατανάλωσής τους ως εμπόρευμα.
      Και η μετατροπή της  πολιτιστικής κληρονομιάς  σε οικονομικό αγαθό ρίχνει φως στο παράδοξο που είναι εγγενές στο σύγχρονο καπιταλισμό. Η πολιτιστική κληρονομιά γίνεται μεν βιώσιμη, αλλά  χρησιμοποιείται ως εμπόρευμα και όλο και περισσότερο μ’ αυτή τη μορφή εντάσσεται στην πραγματική ζωή των ανθρώπων,  με κίνδυνο, αν τελικά δεν καταστραφεί, να αλλοιωθεί πλήρως, υποβιβαζόμενη σε μια κατασκευή που φέρνει χρήματα χρησιμοποιώντας ψεύτικες παραδόσεις, μύθους και σύμβολα.                    

Κυριακή 14 Απριλίου 2019

ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ


Η σύλληψη στην πρεσβεία του Εκουαδόρ, κατόπιν άδειας της κυβέρνησης του, από τη βρετανική αστυνομία του Τζούλιαν Ασάνζ, έφεραν πάλι στο προσκήνιο ζητήματα που αναφέρονται στο δημοσιογραφικό καθήκον, στην ελευθερία της πληροφόρησης και  των μέσων ενημέρωσης, στην ασφάλεια του διαδικτύου, αλλά και στις συνέπειες από τη  διαρροή εμπιστευτικών κυβερνητικών εγγράφων.  
           Το WikiLeaks βασίζεται στην ιδέα σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται  η έκθεση της διαφθοράς ανθρώπων της εξουσίας, διασφαλίζοντας ότι οι πηγές του θα διατηρούν απόλυτη ανωνυμία. Ο Ασάνζ είναι ο εκδότης του ανώνυμης προέλευσης υλικού που κυκλοφορεί στον ιστότοπό του και γι’ αυτό  είναι ευάλωτος σε κατηγορίες πως  το υλικό έχει δοθεί από ρώσους πράκτορες και χάκερ ή και κινέζους, που εργάζονται για λογαριασμό αντίστοιχων  συμφερόντων.
               Κι ενώ η περίπτωση των WikiLeaks δίνει την εντύπωση πως η  χρησιμοποίηση της νέας τεχνολογίας μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη της αλήθειας για την κυρίαρχη πολιτική, την ίδια στιγμή δεν λείπουν οι προβληματισμοί για σκοπιμότητες στις αποκαλύψεις και  για τον τρόπο εκμετάλλευσης τους από την ίδια την κυρίαρχη εξουσία. Για παράδειγμα, πριν επτά χρόνια η ίδια η Διεθνής Αμνηστία καλωσόριζε και τα WikiLeaks, μαζί με τον Guardian,  ως καταλύτες της αραβικής άνοιξης, που η κατάληξή της είναι εμφανής σ’ αρνητικά αποτελέσματα σε χώρες όπως η Αίγυπτος και κυρίως βέβαια η Λιβύη. Κι εκείνο  το απόρρητο  στρατιωτικό βίντεο των ΗΠΑ το οποίο έδειχνε μια επίθεση με ελικόπτερα Απάτσι που προκάλεσε τον θάνατο δώδεκα ανθρώπων στη Βαγδάτη, παίρνοντας μορφή θεάματος έμοιαζε μάλλον με εκτροπή κι όχι ενταγμένο στην «κανονικότητα» των πολεμικών επιχειρήσεων,  έτσι που   μετριάζεται η πραγματική έκταση τους.
 Κι αν ο Julian Assange παρουσιάζεται ως ο ατρόμητος δημιουργός ενός πολιτικού μέσου που οι άνθρωποι της ηλεκτρονικής εποχής μπορούν να εκθέσουν την καταπίεση και τη διαφθορά της κρατικής και επιχειρηματικής εξουσίας, είναι συγχρόνως κι αυτός που διαπραγματεύτηκε συμφωνία για έκδοση επιλεκτική των διοχετευομένων εγγράφων με εφημερίδες και περιοδικά  όπως Guardian και  Der Spiegel. Κι έτσι δίνεται η εντύπωση πως μια ριζοσπαστική πράξη, αυτή της έκδοσης  μυστικών κρατικών εγγράφων, από τον ίδιο τον εκδότη των WikiLeaks βρίσκει τους παραδοσιακούς δρόμους για να ενταχθεί στον κυρίαρχο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο.
Κι αν δίνεται η εντύπωση πως μέσα από τα μυστικά έγγραφα οι κακοί είναι οι αμερικανοί πολιτικοί και διπλωμάτες που χειραγωγούν κι εξευτελίζουν επιδιώκοντας τα δικά τους συμφέροντα, συγχρόνως όμως αποστολή των WikiLeaks είναι να εκτεθούν και τα καταπιεστικά καθεστώτα σε Ασία και Αφρική. Κι έτσι στη δαιμονοποίηση  κρατών κυρίως του τρίτου κόσμου,  άμεσου ενδιαφέροντος για τη Δύση, προστίθεται και η κριτική για την αμερικανική υπερδύναμη και το ΝΑΤΟ για «ισορροπία» κι ίσως εξίσωση ιμπεριαλιστικών πολιτικών με καταπιεσμένα έθνη, βοηθώντας τους πρώτους. Εξάλλου, φαίνεται πως δεν αποδεικνύεται κάποιο βαθύ χάσμα μεταξύ του «δημόσιου προσώπου» των ΗΠΑ και των συμπεριφορών και επιδιώξεων αυτών που εφαρμόζουν την πολιτική τους πίσω από τις κλειστές πόρτες.
Κι αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ αισθάνθηκε υποχρεωμένη να δηλώσει δημόσια πως οι αποκαλύψεις έβλαψαν τα αμερικανικά συμφέροντα, ενώ κατά τις δημοσιογραφικές πληροφορίες αμερικανοί αξιωματούχοι δηλώνουν ιδιωτικά πως η ζημιά από τη μαζική διαρροή εμπιστευτικών εγγράφων είναι περιορισμένη, αυτό μάλλον γίνεται προκειμένου να ενισχυθούν οι νομικές προσπάθειες για κλείσιμο του ιστότοπου  του  WikiLeaks, εφόσον οι πληροφορίες που αποκαλύπτει είναι εξαιρετικά χρήσιμες όσον αφορά την παροχή αποδεικτικών στοιχείων για τις νομικές αναζητήσεις και την ευθύνη της κυβέρνησης.
Κι αν οι αποκαλύψεις εστιάζουν σε κακούς στην κορυφή της εξουσίας που κρύβουν την αλήθεια και επιδιώκουν τα δικά τους συμφέροντα και όχι  στο είδος  εξουσίας στον καπιταλισμό που διαπερνά και καθορίζει τον τρόπο δράσης, σκέψης και συμπεριφοράς, αυτό δείχνει και τον τρόπο που βλέπουμε ή υποβάλλεται να δούμε τα πράγματα μέσα στον καπιταλισμό. Μ’ αυτήν την οπτική ο εκδότης των WikiLeaks εντάσσεται ως ένδοξο κεφάλαιο στον αγώνα για την ελευθερία των πληροφοριών και το δικαίωμα των πολιτών να γνωρίζουν. Κι όπως το «κακό» περιορίζεται σε εκτροπές συμπεριφορών ατόμων το ίδιο και το «καλό». Το άτομο, ο δημοσιογράφος, ο ερευνητής έχει τη δύναμη να αποκαλύπτει σκάνδαλα, να αποκαθιστά, πρωτεργάτης, τη δικαιοσύνη. Σ’ όλα αυτά τελικά δεν αμφισβητείται η δημοκρατική και φιλελεύθερη διαμόρφωση του αγώνα κατά των υπερβολών της διαφθοράς και της παρεκτροπής. Ο στόχος είναι να εκδημοκρατιστεί ο καπιταλισμός, να επεκταθεί ο δημοκρατικός έλεγχος στην οικονομία μέσω πίεσης των μέσων ενημέρωσης, κοινοβουλευτικών ερευνών, σκληρότερων νόμων, ειλικρινών αστυνομικών ερευνών κ.ο.κ. Αλλά η θεσμική οργάνωση του αστικού δημοκρατικού κράτους με την καπιταλιστικά οργανωμένη παραγωγή δεν αμφισβητείται ποτέ.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στην πραγματικότητα αν υπάρχει κάτι εκπληκτικό  στις αποκαλύψεις του WikiLeaks είναι ότι δεν περιέχουν εκπλήξεις. Στην ουσία μαθαίνουμε με λεπτομέρειες ό,τι περιμέναμε να μάθουμε.
Και φαίνεται εδώ να εντοπίζεται το πρόβλημα. Δεν υπάρχει έλλειψη πληροφόρησης, αντίθετα είμαστε υπερφορτωμένοι με πληροφορίες για τη φρίκη του καπιταλισμού, δημοσιογράφοι κι ερευνητές καταγγέλλουν διεφθαρμένους τραπεζίτες, επιχειρήσεις όπου δουλεύουν παιδιά σαν σκλάβοι κλπ. Αυτό  που κάνουν τα Wikileaks είναι να προσθέτουν λεπτομέρειες σε νέες εκδοχές εγκλημάτων του ιμπεριαλισμού. Δεν ήταν λοιπόν η έλλειψή τους που μας επέτρεπε να προσποιούμαστε πως δεν ξέρουμε ούτε η δημοσιοποίηση αυτών που όλοι υποθέτουν ή κατ’ ιδίαν γνωρίζουν μοιάζει να αλλάζει τα πάντα.
Και βέβαια οι αποκαλύψεις από διαρροές μυστικών εγγράφων δεν σταματούν στα WikiLeaks.  Οι απόρρητες  πληροφορίες από την NSA που  διοχετεύτηκαν  από τον Σνόουντεν, το 2013, σχετικά με τα προγράμματα μαζικής παρακολούθησης τα οποία εφαρμόζουν οι αμερικανικές και βρετανικές κυβερνήσεις, τα περισσότερα από 11 εκατομμύρια αρχεία, τα αποκαλούμενα Panama Papers,   που αποκτήθηκαν από ανώνυμη πηγή της γερμανικής εφημερίδας  Suddeutsche Zeitung που διέρρευσαν το 2016 από τη Διεθνή Κοινοπραξία  Ερευνητικών Δημοσιογράφων, κι αποκαλύπτουν τις μεθόδους με τις οποίες η άρχουσα τάξη του κόσμου χρησιμοποιεί τους υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους για απόκρυψη περιουσιακών τους στοιχείων, θεωρήθηκαν συγκλονιστικά γεγονότα για κάποιο διάστημα κι ύστερα φαίνεται σαν να ξεχάστηκαν.
Εξάλλου, οι αποκαλύψεις από διαρροές εμπιστευτικών εγγράφων με τον υπερβολικά μεγάλο όγκο πληροφοριών φτάνουν και πάλι στις μεγάλες μάζες με τη διαμεσολάβηση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων και αν δεν μοιάζουν περισσότερο με θεαματικές επιθέσεις σε σύμβολα της εξουσίας μάλλον καταλήγουν σε αντιθέσεις εσωτερικές της άρχουσας τάξης.
Αναζητώντας λοιπόν τον σκοπό αυτών των αποκαλύψεων σίγουρα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι μάλλον περιορίζεται στο να  δυσχεράνει όσους βρίσκονται στην εξουσία εκτός κι αν είναι δυνατό να απελευθερώσει μια τόσο περίπλοκη αλυσίδα αποτελεσμάτων που δεν θα έχουν πλέον σημασία οι προθέσεις αυτών που τα διαρρέουν, εφόσον συμβάλλουν στην κινητοποίηση των μαζών  για να επιτύχουν μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας.