Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

 Μετά την αποτυχημένη διαχείριση της κακοκαιρίας «Ελπίδα», με αποκορύφωμα τον πολύωρο εγκλωβισμό αυτοκινήτων με τους επιβάτες τους στην Αττική Οδό,  ο πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο απέδωσε «σαφέστατες ευθύνες στον παραχωρησιούχο για τον τρόπο που αντιμετώπισε τη χιονοθύελλα», δηλ. στην εταιρεία διαχείρισης της Αττικής Οδού. Ο Κ. Μητσοτάκης μάλιστα διαβεβαίωσε πως θα διερευνηθούν πλήρως οι ευθύνες με βάση τη νομοθεσία και τους όρους των συμβάσεων. Κυβέρνηση και παρατρεχάμενοι δημοσιογράφοι σε αγαστή συμφωνία εστιάζουν στις ευθύνες της εταιρείας, παραβλέποντας την αντίφαση που περιέχει η στάση τους. Υπέρμαχοι της ιδιωτικοποίησης, που επαναλαμβάνουν μονότονα χρόνια τώρα ότι η  μετατόπιση της διαχείρισης των  δημόσιων αγαθών από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα θα επιφέρει πληθώρα σημαντικών βελτιώσεων,  αναδεικνύοντας την ανεπάρκεια της εταιρείας σε μια έκτακτη ανάγκη  ως μοναδική αιτία για την ταλαιπωρία χιλιάδων πολιτών διαψεύδουν εαυτούς. Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν ή να μεταστρέψουν την οργή, ώστε  να μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν απρόσκοπτα την πολιτική της κυρίαρχης τάξης, αδιαφορούν για την αξιοπιστία και εγκυρότητα του λόγου τους.  Γι’ αυτό και συνεχίζουν χωρίς  κανένα δισταγμό  την υιοθέτηση κερδοσκοπικών στρατηγικών ή εταιρικών πρακτικών που καθιστούν τις βασικές υπηρεσίες αγαθών μη προσιτές ή μη διαθέσιμες σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. 
        Η Αττική Οδός, όπως και άλλα περιουσιακά στοιχεία της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015, έχει μεταβιβαστεί στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), με έτος ίδρυσης το 2011, για αξιοποίηση σύμφωνα με τις συνθήκες αγοράς, με το προϊόν της αξιοποίησης να χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους της χώρας.Πριν μερικές μέρες μάλιστα, στις 20 Ιανουαρίου, το ΤΑΙΠΕΔ είχε προκηρύξει διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό για την παραχώρηση υπηρεσιών σχετικά με τη χρηματοδότηση, λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση της Αττικής Οδού για 25 έτη, καθώς η υφιστάμενη σύμβαση λήγει τον Οκτώβριο του 2024. 
     Κι αυτή η ιδιωτικοποίηση είναι μόνο μια από τις περιπτώσεις. Αυτή επαναλαμβάνεται και θα επεκτείνεται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, της υγείας, της εκπαίδευσης και πολλών άλλων. Μάλιστα, εν μέσω μιας πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης η κυβέρνηση αρνείται την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και με πρόσχημα την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας, του  εξορθολογισμού  προωθούνται συγχωνεύσεις νοσοκομείων, Σύμπραξη Ιδιωτικού και Δημοσίου Τομέα, χωρίς κανείς από τους κυβερνώντες να πτοείται για τις επιπτώσεις στο μεγάλο σύνολο του πληθυσμού, όπως αποτυπώνεται τους τελευταίους μήνες με την αύξηση των νεκρών.  Τη φροντίδα των ανθρώπων στις πιο ευάλωτες στιγμές τους μεθοδεύεται να αναλάβουν  υπηρεσίες που συμπεριφέρονται σαν επιχειρήσεις και επιδιώκουν το κέρδος, χωρίς να επικεντρώνονται στην εκτέλεση καθηκόντων που στηρίζονται βασικά στην αλληλεγγύη και προσφορά. 
     Εδώ και χρόνια, και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία της οικονομικής λιτότητας, όλες οι κυβερνήσεις έχουν μεθοδεύσει για να παραδοθεί σε ιδιώτες διαχειριστές ο έλεγχος των πάντων, από την ενέργεια έως τα την υγεία, από τις μεταφορές έως την εκπαίδευση. Η αντιπαράθεση της συζήτησης για τις ιδιωτικοποιήσεις μάλλον περιορίζεται σε μια  διαφωνία σχετικά με τον σωστό ρόλο της κυβέρνησης σε μια καπιταλιστική οικονομία. Οι υποστηρικτές θεωρούν την κυβέρνηση ως κάτι περιττό και δαπανηρό σε ένα κατά τα άλλα αποτελεσματικό σύστημα, ενώ  οι επικριτές δεν θεωρούν ότι η μείωση του ρόλου της κυβέρνησης με την ιδιωτικοποίηση είναι απαραίτητα επωφελής, εφόσον μειώνει τη δημόσια σφαίρα της πληροφόρησης, του ελέγχου  και της λογοδοσίας. 
       Εξάλλου δεν είναι αληθής ο ισχυρισμός ότι η ιδιωτικοποίηση οδηγεί σε λιγότερη κυβέρνηση. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που εξυπηρετούν το δημόσιο και επιδιώκουν το κέρδος θα βρουν προς το συμφέρον τους να ασκήσουν πιέσεις για την επέκταση των δημοσίων δαπανών με όχι λιγότερο σθένος από ό,τι οι προκάτοχοί τους στον δημόσιο τομέα. Με άλλα λόγια, η ιδιωτικοποίηση εισάγει ένα αποτέλεσμα ανατροφοδότησης στο οποίο η επιρροή στην κυβέρνηση προέρχεται από τη διευρυμένη τάξη ιδιωτών εργολάβων και άλλων παρόχων που εξαρτώνται από το δημόσιο χρήμα. Αυτή όμως η επιρροή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη εάν οι ιδιωτικές εταιρείες ενδιαφέρονται μόνο για τις πιο προσοδοφόρες υπηρεσίες, αφήνοντας τους δημόσιους φορείς ως παρόχους υπηρεσιών έσχατης ανάγκης για τον πληθυσμό ή τις λειτουργίες υψηλότερου κόστους. 
       Οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη μετατροπή τους σε πηγή κερδών για μια μικρή χούφτα πλουσίων, αλλά ακόμα και με τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας. Κι ενώ με τους αγώνες κέρδισαν οι εργαζόμενοι το δικαίωμα να οργανώνουν εργατικά συνδικάτα, να διαμαρτύρονται για αθέμιτες πρακτικές, να ψηφίζουν στις εκλογές, η πλουτοκρατία και οι πολιτικοί της περιόρισαν τον ορισμό της ελευθερίας στην προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας πάνω απ’ όλα, που θεωρείται σε μια καπιταλιστική κοινωνία πως είναι το μόνο που χρειάζονται. Η εργασιακή σχέση γίνεται μια ιδιωτική σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και το δημόσιο περιορίζει το δικαίωμα παρέμβασης του. Κι ενώ αγώνες δεκαετιών ανάγκασαν την αστική δημοκρατία να ασπαστεί αξίες όπως διαφάνεια, δημόσια πολιτική για το δημόσιο καλό, προστασία εργασίας κλπ., αυτές όμως πρέπει να ανταγωνίζονται τα ιδιωτικά συμφέροντα που είναι προς όλα αυτά εχθρικά. Τα συνδικάτα και το κοινωνικό κράτος αντιμετωπίζονται σαν καταπιεστές και όχι οι μονοπωλιακές εταιρείες.
        Ήταν λοιπόν πιο εύκολο με εργαλείο την ιδιωτικοποίηση, ώστε να περιοριστούν οι αντιδράσεις, να εγκαταλειφτούν όλες αυτές οι κατακτήσεις των εργαζομένων που επιβλήθηκαν  στο αστικό κράτος. Κι ενώ συνεχώς υποστηρίζεται ότι οι ελεύθερες αγορές είναι απόδειξη της σύνδεσης του καπιταλισμού με την ελευθερία και οι ιδιωτικοποιήσεις το αποδεικνύουν, το  μυστικό στις ιδιωτικοποιήσεις είναι στο πώς οι κρατικές δαπάνες εκτρέπονται στον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που  οι πολιτικοί επαίρονται για μείωση των δημόσιων δαπανών. Την ίδια στιγμή οι αποτυχίες των ιδιωτικοποιήσεων, που προβάλλονται ως η φθηνότερη, πιο αποτελεσματική εναλλακτική λύση,  κρύβονται και είναι κι αυτός ένας λόγος για τον οποίο η διαφάνεια είναι συνήθως το πρώτο θύμα της ιδιωτικοποίησης. Η αδιαφάνεια συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο η ιδιωτικοποίηση περιορίζει τον έλεγχο και αποφεύγει τη λογοδοσία, μεθοδεύσεις που υπονομεύουν τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Γιατί  όταν ιδιωτικοποιούμε  ένα δημόσιο αγαθό, συμβαίνουν πολλά πράγματα: Οι συμβάσεις συχνά υπερισχύουν της νομοθεσίας, οι πολιτικοί διορισμένοι της εκτελεστικής εξουσίας αποκτούν την εξουσία να παρακάμπτουν τους δημόσιους υπαλλήλους. Αυτό αποδυναμώνει τη νομοθετική και δικαστική εποπτεία. Οι αποφάσεις και τα χρήματα ρέουν σε μια εταιρική πορεία, μακριά από τη δημόσια ευθύνη.
      Αυτή η ιδιωτικοποίηση της αστικής δημοκρατίας προμηνύει εκτεταμένη απώλεια δικαιωμάτων και ελευθεριών, αφού  πολλές από τις σημαντικότερες ελευθερίες μας δεν υπάρχουν πλέον όταν βρισκόμαστε σε ιδιωτική περιουσία ή εάν έχουμε παραιτηθεί απ’ αυτές με σύμβαση. 
       Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κράτος σήμερα είναι μεγαλύτερο και πιο ισχυρό από ποτέ. Απλώς τυχαίνει να αποκαλύπτεται η ταξική του διάσταση, συνέπεια της ιδιωτικοποίησης, της εμπορευματοποίησης και γενικά της αναδιαμόρφωσής του σε σαφώς επιχειρηματικές γραμμές με κεντρικό πυρήνα του την καταστολή.
        Και όλοι εμείς που έχουμε ήδη ζήσει τόσες  αντιξοότητες βλέπουμε να αποσυναρμολογούνται προσεκτικά, με τις ιδιωτικοποιήσεις ως μυστική τακτική, τα τελευταία κομμάτια κοινωνικών υπηρεσιών που μετατρέπονται σε εμπόρευμα κι εμείς, αποκλεισμένοι,  να κινδυνεύουμε να χάσουμε και την ελάχιστη  αξιοπρέπεια στη ζωή μας.

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ

 Από τη μια ο χιονιάς που πλήττει την Αθήνα, όπως και πέρυσι, αντιμετωπίζεται με την ίδια ολιγωρία και ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού όπως και πέρυσι, με τους αρμόδιους να επαναλαμβάνουν τις ίδιες δικαιολογίες όπως και πέρυσι. Κυβέρνηση και παρατρεχάμενα μέσα επικοινωνίας παρουσιάζουν τα καιρικά φαινόμενα σχεδόν σαν μια φυσική καταστροφή. Όπως και πέρυσι όμως, αυτός ο χιονιάς δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ούτε αιφνίδιος ούτε ανεξέλεγκτος, για να έχει τέτοια αποτελέσματα, αν είχαν ληφθεί προληπτικά μέτρα, υπήρχε η ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού  για την αντιμετώπισή του και οι περιλάλητοι ιδιωτικοί φορείς ανταποκρίνονταν στις υποχρεώσεις τους.  
     Από την άλλη σκάνδαλα και αποκαλύψεις για βιασμούς κι εκβιασμούς δεν φαίνεται να περιορίζονται στην έμφυλη βία, αλλά  αποκαλύπτουν μεροληψία ή ολιγωρία διωκτικών και δικαστικών αρχών. Και βέβαια πάντα παρών εδώ και δυο χρόνια ο φόβος της πανδημίας με το εθνικό σύστημα να έχει καταρρεύσει και το θανατικό να έχει εγκατασταθεί στην καθημερινότητά μας.
       Και εμείς να αισθανόμαστε ανασφαλείς κι εγκαταλελειμμένοι στη μοίρα της φτώχειας μας και  να ζητάμε σωτηρία από πλειοδότες υποσχέσεων σ’ ένα αέναο εκλογικό πέρα δώσε ανάμεσα σε παλιά κόμματα και τις μεταλλαγές τους.
      Κι αν προσπαθούσαμε να βρούμε τις διαφορές που χωρίζουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα στη χώρα μας θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα;
      Με το ΚΚΕ είναι ξεκάθαρα τα πράγματα. Στο καταστατικό του ψηφισμένο στο 19ο Συνέδριο του, που πραγματοποιήθηκε από τις 11 έως τις 14 Απρίλη του 2013, διαβάζουμε: Το ΚΚΕ είναι το Κόμμα της εργατικής τάξης, η συνειδητή οργανωμένη ιδεολογική, πολιτική πρωτοπορία της, η ανώτατη μορφή οργάνωσής της. Είναι επαναστατική οργάνωση εθελοντών ομοϊδεατών και αγωνίζεται για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας, στην οποία θα καταργηθεί κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κάθε μορφή ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και θα διασφαλιστεί ένα ανώτερο επίπεδο ζωής και δικαιωμάτων για το λαό, ισότητα δυνατοτήτων και δικαιωμάτων, ολόπλευρη κοινωνική πρόοδος στην Ελλάδα. 
      Στην ιδρυτική διακήρυξη της ΝΔ, στο μακρινό 4/10/74, διαβάζουμε: Η παράταξις της Νέας Δημοκρατίας συγκροτείται από έμπειρες και υγιείς, αλλά και από νέες προοδευτικές και ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις συντονισμένες στον ίδιο σκοπό: Να κάμουν στην Ελλάδα πράξη την επωνυμία της παρατάξεως - να δώσουν στη χώρα μια νέα δημοκρατία.
        Στην ιδρυτική διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ, Ιούλιο 2013, διαβάζουμε πως «Αγωνίζεται με όλες τις δυνάμεις του για τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία, την κοινωνική προκοπή και απελευθέρωση, για το σοσιαλισμό», προσδιορίζοντας πώς εννοεί τον σοσιαλισμό «Για εμάς ο σοσιαλισμός είναι μορφή οργάνωσης της κοινωνίας που βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία και διαχείριση των παραγωγικών μέσων. Απαιτεί τη δημοκρατία σε όλα τα κύτταρα της δημόσιας ζωής, όπου η συλλογικότητα αναδεικνύει έμπρακτα την υπεροχή της έναντι της ατομικότητας και η αλληλεγγύη την ισχύ της έναντι του ανταγωνισμό
       Στο προοίμιο του καταστατικού του ΚΙΝΑΛ διαβάζουμε: Για το Κίνημα Αλλαγής η δημοκρατία, με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική έννοια, και η ελευθερία είναι αδιαπραγμάτευτες αξίες στην κοινωνική, την πολιτική και την ατομική ζωή των ανθρώπων και συγκροτούν τον πυρήνα των αξιών του.
       Στο καταστατικό του ΜέΡΑ 25 διαβάζουμε για την αυτοαξιολόγηση του κόμματος. Το Καταστατικό του ΜέΡΑ25 αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία των κομμάτων που δημιουργήθηκαν για να συγκρουστούν με την ολιγαρχία-δίχως-σύνορα και να υπηρετήσουν την επιστροφή του Δήμου στο επίκεντρο της Δημοκρατίας. 
       Η Ελληνική Λύση στο  δικό της καταστατικό διακηρύττει πως πιστεύει διαχρονικές αξίες του Ελληνισμού που δίδαξαν τον υπόλοιπο κόσμο τον πολιτισμό, στις ικανότητες του Έλληνα στις επιστήμες και στην δημιουργία, στις αρχές της φιλοπατρίας, της αξιοκρατίας, της ορθοδοξίας, του φιλότιμου, του σεβασμού, της εμπιστοσύνης, του δυναμισμού, της πρωτοπορίας, της πειθαρχίας, της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας, της οικογένειας, όπως και στη Λαϊκή κυριαρχία και στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
       Εκτός λοιπόν από το ΚΚΕ που δηλώνει ξεκάθαρα τους στόχους του ότι αγωνίζεται για την ανατροπή του καπιταλισμού, όλα τα κόμματα της βουλής περιορίζονται στο να ομνύουν στο όνομα της Δημοκρατίας, αρκετά γενικής και αόριστης ώστε να τους επιτρέπει ακόμα και να  αλλοιθωρίζουν προς αυταρχικές πολιτικές λύσεις. Καμία βέβαια παράταξη, εξαιρείται το ΚΚΕ, δεν υπάρχει που να διαλαλεί ότι είναι ξεκάθαρα καπιταλιστική ή σαφώς εναντίον του κεφαλαίου.
       Και καθώς η πιο βασική ρύθμιση είναι  πρώτα της υλικής ζωής, δηλ. της παραγωγής και κατανομής των υλικών αγαθών, όσοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής μπορούν να  ρυθμίζουν την οικονομία, να διακυβερνούν, να εξασφαλίζουν για τον εαυτό τους τα υλικά αγαθά, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάζονται να τα παράγουν και εξαρτάται ακόμα και η επιβίωσή τους από τους κατόχους των μέσων παραγωγής.  
        Αστικά όλα τα κόμματα που κονταροχτυπιούνται για τα πιο ασήμαντα ζητήματα για να μένει  ακλόνητο το κεφάλαιο στα χρυσά του κάστρα,  ξέροντας καλά ότι όποιο απ’ αυτά τα κόμματα κι αν έρθει στην εξουσία δεν πρόκειται να του ενοχλήσει την ευτυχία. Όλα τα αστικά κόμματα αυτό υπηρετούν, ακόμα κι αν δεν το ομολογούν επαναλαμβάνοντας τσιτάτα για την ευημερία και ελευθερία του λαού, γι’ αυτό και το ίδιο ξέρει να προστατεύει όσους το προστατεύουν. Το σιωπηρό σύνθημα που κυριαρχεί είναι κάτω τα χέρια από το κεφάλαιο.
     Το φαινόμενο λοιπόν πολιτικών παρατάξεων που ιδεολογικά μοιάζουν μεταξύ τους σαν δυο σταγόνες νερό και εν τούτοις συγκρούονται με μανία για να καλύψουν ότι δεν υπάρχουν σαφείς και πραγματικές αντιθέσεις μεταξύ τους αναδεικνύεται σε περιόδους κρίσης όπως αυτήν την δεκαετία. Γι’ αυτό όλα αυτά τα χρόνια τόσα νέα κόμματα παλιάς κοπής εμφανίζονταν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, σε μια πολλαπλή προσπάθεια να καλυφτεί η πραγματική αντίθεση που ολοένα μεγαλώνει. Και είναι αυτή ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον καπιταλιστή, ανάμεσα στον πολίτη της εργατικής τάξης και την πολιτική εξουσία της αστικής τάξης.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΗΨΗ

 Πριν λίγο καιρό, πολύ κουβέντα γίνονταν για την ταινία του Netflix  «Don't Look Up», γιατί φάνηκε σαν μεταφορά για την κρίση που περνάμε με την επιδημία, με τις  αντιδράσεις που εμφανίζονται στην ταινία να  μοιάζουν τόσο οικείες με την πραγματικότητα που βιώνουμε, ώστε να προκαλούν ανησυχία. Μ’ ένα εύπεπτο τρόπο η σάτιρα της ταινίας  δείχνει την κοινωνία της εικόνας και του εντυπωσιακού στιγμιότυπου που καταναλώνεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα τηλεοπτικά προγράμματα, με τα μέσα ενημέρωσης να περιορίζονται στο να βομβαρδίζουν θεατές, ακροατές και αναγνώστες με μηνύματα χωρίς περιεχόμενο, τα οποία αμβλύνουν την πραγματικότητα ή την αγνοούν εντελώς. Η τηλεθέαση και τα κλικ έχουν σημασία και δημιουργούν την πραγματικότητα. Η ταινία, μ’ ένα κραυγαλέο ίσως τρόπο, δείχνει τη διαστρέβλωση της άποψης της πραγματικότητας που προέρχεται από τη χειραγώγηση της πληροφορίας, την επιπολαιότητα, την ψευδαίσθηση του απόλυτου ελέγχου ακόμη και πάνω σε ανεξέλεγκτα φαινόμενα.  
        Αυτή η χειραγώγηση και διαστρέβλωση της πραγματικότητας έφτασε με την επιδημία να γίνεται κανόνας για τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και τα συστημικά ΜΜΕ. Έτσι τις τελευταίες μέρες επιμένουν στην προβολή μιας αμφισβητούμενης αποκλιμάκωσης κρουσμάτων της επιδημίας, παρόλο που ο  αριθμός των νεκρών από ή με covid-19 αυξάνεται συνεχώς, συνέπεια της καταστροφικής πολιτικής της κυβέρνησης στο θέμα διαχείρισης της πανδημίας, που δεν περιλαμβάνει ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, αλλά αντίθετα απαξίωσή του και  συρρίκνωση του. Και βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν παραλείπεται να προβληθούν οι ευχαριστίες του πρωθυπουργού στο εξουθενωμένο υγειονομικό προσωπικό, το οποίο όμως δεν ενισχύεται με νέες προσλήψεις, οι εξαγγελίες του για επιστράτευση του ιδιωτικού τομέα τονίζοντας τη συμμετοχή του στην αντιμετώπιση της πανδημίας, παραβλέποντας όμως  την οικονομική του ενδυνάμωση με την πολιτική που ακολουθείται, ενώ ο κυνισμός του που αποκαλύπτεται με τη σύγκριση των νεκρών της επιδημίας με τη σωτηρία της οικονομίας βάζει το λιθαράκι για την εξαχρείωση του δημόσιου λόγου. 
        Αυτή τη δεκαετία της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης αποκαλύφτηκε πόσο το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα είναι υποδουλωμένο σε αδίστακτα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία θέτουν σε κίνδυνο τις ίδιες τις ζωές των πολιτών, λόγω του οικονομικού πλεονεκτήματος που απολαμβάνει μόνο ένας μικρός κύκλος ανθρώπων. Η μόνη χρηματοδότηση που η κυρίαρχη πολιτική τάξη εγκρίνει για την μεν παιδεία είναι η αστυνομία και στα ίδια τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, για την δε υγεία η επιδότηση του ιδιωτικού τομέα για αύξηση της κερδοφορίας του και  υπεράνω όλων, χωρίς καμιά σύγκριση, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. 
          Καθώς λοιπόν έχει διαμορφωθεί ένα σύστημα πληροφόρησης που είναι όλο και περισσότερο διατεθειμένο να κρύψει την αλήθεια κάτω από το πρόσχημα της ελαφριάς και αλόγιστης ψυχαγωγίας, που ψάχνει τρόπο για  υποβάθμιση της σοβαρότητας ορισμένων πληροφοριών, επιμένοντας στην κραυγαλέα ευκολία του επιφανειακού και στην ανάλυση του ασήμαντου, βομβαρδίζοντας μας με ανεξάντλητες πληροφορίες  δεν είναι παράδοξο που βυθιζόμαστε σ’ έναν ωκεανό πληροφοριών χάνοντας την πραγματικότητα. Κι έτσι ένα σύνολο ανεξέλεγκτων, αναρίθμητων, κατασκευασμένων ή διαστρεβλωμένων πληροφοριών  δημιουργούν έναν ιστό ψεύτικων ειδήσεων που  φιλτράρεται μέσω των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης  διαποτίζοντας  την κοινωνία σαν ιός. 
          Η άνοδος μάλιστα των κοινωνικών μέσων δικτύωσης έχει δώσει σε περισσότερους ανθρώπους την ευκαιρία να μπορούν να επηρεάζουν μέσα σε ένα τεράστιο διαδικτυακό κοινό. Αυτοί οι επηρεαστές, influencer, σε ρόλο ηγετών της κοινής γνώμης θέλουν να διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τις αγορές των καταναλωτών, συμβάλλοντας στο μύθο του παντοδύναμου ατόμου που μπορεί να ξεχωρίζει και περιορίζοντας το άτομο σε ρόλο καταναλωτή. Κι αν στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο μάρκετινγκ που χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αυτοί  οι παράγοντες επιρροής επηρεάζουν σημαντικά τους καταναλωτές με τις σκέψεις, τις στάσεις και τις απόψεις τους τις τάσεις της ζήτησης για συγκεκριμένα προϊόντα, αυτή η επιρροή, με άγνωστες τις πηγές που την τροφοδοτούν,  μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα κοινωνικά ζητήματα, επεκτείνοντας και τη χειραγώγηση μ’ έναν πιο ευέλικτο τρόπο.  Κι αυτό αναδεικνύεται, με αρκετό θόρυβο, κι αυτές τις ημέρες με το θέμα της καταγγελίας του βιασμού 24χρονης στη Θεσσαλονίκη. 
       Παρακολουθώντας όσα κυκλοφορούν από influencer, που έρχονται από το πουθενά, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με την υπόθεση, έχει κανείς την εντύπωση πως συμμετέχει σε τσακωμούς και  μαλλιοτραβήγματα γειτονιάς των παλιών χρόνων, μόνο που εδώ τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα μπορεί να έχουν επικίνδυνες συνέπειες.  Και συνειδητοποιεί κανείς πόσο έχει αλλοιωθεί   η δημοσιογραφία, η οποία φαίνεται να απουσιάζει  από την έρευνα και τεκμηρίωση των γεγονότων, έχοντας μετατραπεί σε θεραπαινίδα της εξουσίας, ενώ χρόνια τώρα η αστική δημοκρατία επαίρονταν για την ανεξαρτησία της ενημέρωσης που ελέγχει την εξουσία. Η τεκμηριωμένη, σε βάθος, πλήρης πληροφόρηση, άρα πιο ακριβή και «πιο αργή», εγκαταλείπεται προς όφελος της πληροφορίας-κατανάλωσης, του τηλεθεάματος, γιατί τα ΜΜΕ χρειάζονται χρήματα, πρέπει να είναι κερδοφόρες επιχειρήσεις. Μόνο που αν συνεχίζουν προς αυτή την κατεύθυνση κινδυνεύουν να αυτοκαταστραφούν. Γιατί η πληροφορία-ψυχαγωγία,  η πληροφορία-κατανάλωση, δεν κοστίζει σχεδόν τίποτα για παραγωγή με YouTube, Facebook, Instagram κ.λ.π. Και ίσως τελικά μια επαγγελματική οργάνωση να μην  μπορέσει να ανταγωνιστεί τους αμέτρητους δημιουργούς «ειδήσεων» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και να καταλήξουμε  οι προβολείς να περιορίζονται να εστιάζουν σε χιλιάδες ασήμαντα ή κατασκευασμένα γεγονότα μεταδίδοντας αποκλίνουσες απόψεις για την πραγματικότητα, η οποία συνολικά να μας διαφεύγει.
      Κι αν όλα αυτά τα στοιχεία τροφοδοτούν τις σκέψεις εκείνων που πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης λειτουργούν ενάντια στην δημοκρατία, είναι γιατί πιστεύουν στην ιδεατή εικόνα της που η κυρίαρχη ιδεολογία καλλιεργεί. Μόνο που τα παντός είδους μέσα ενημέρωσης που κυριαρχούν στις αστικές μας δημοκρατίες δεν επιδιώκουν άλλο από την αναπαραγωγή του συστήματος που τα υποστηρίζει. Κι αν η αναλγησία με την οποία αντιμετωπίζονται τα δεινά που προκαλεί η υγειονομική κρίση ή η σήψη που αναδύεται από ιστορίες όπως αυτές που καταγγέλλει η 24χρονη επιδιώκεται από την κυρίαρχη ιδεολογία να θεωρηθούν ως εξαιρέσεις ή μια παροδική δυσλειτουργία του συστήματος, είναι ακριβώς για να μείνει στο απυρόβλητο ο καπιταλισμός που τα πυροδοτεί. Οι δυτικές κοινωνίες δέχονται όλες τις επικρίσεις που μπορούν να βελτιώσουν το καπιταλιστικό παραγωγικό σύστημα, αλλά απορρίπτουν κάθε πρωτοβουλία που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια αυτού του συστήματος.