Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

ΜΝΗΜΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

Για τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει η εκδοχή, αντίθετη στην ιστορική αλήθεια,  η οποία υιοθετείται στην ταινία «Καλάβρυτα 1943» για τον καλό Αυστριακό ναζί που  σώζει γυναικόπαιδα από το σχολείο του χωριού την ώρα της μεγάλης σφαγής, ο σκηνοθέτης της Ν. Δημόπουλος ισχυρίστηκε « ότι είναι μυθοπλασία η ταινία και σκοπός ήταν να δείξει τα φρικαλέα πράγματα που έχουν κάνει οι Ναζί στα Καλάβρυτα και στην Ελλάδα και το πόσο κακό έχει κάνει ο φασισμός γενικότερα».  Τοπικοί φορείς και απόγονοι θυμάτων του Ολοκαυτώματος, έχουν καταγγείλει τους υπευθύνους της ταινίας, για παραχάραξη των ιστορικών γεγονότων και αναβίωση μύθων που εξυπηρετούν «αλλότριους σκοπούς». Ενώ η ίδια η ταινία  από τους τίτλους της αρχής δεν παραλείπει να αναφέρει πως είναι “εμπνευσμένη” από αληθινά γεγονότα, όχι “βασισμένη” σ’ αυτά.
        Δεν είναι πρώτη φορά που επιστρέφει η ιστορία ως ταινία αλλά και ο προβληματισμός για τη σχέση και την απεικόνιση του παρελθόντος στον κινηματογράφο και τον ρόλο που παίζει ο τελευταίος στην παραγωγή και αναπαραγωγή αυτού που θεωρείται  ιστορική μνήμη. Γιατί η σχέση μεταξύ κινηματογράφου και ιστορίας, δηλ. ο τρόπος με τον οποίο ο κινηματογράφος διαμεσολαβεί την ιστορία και το αντίστροφο,  είναι πολύπλοκη.   
       Μεγάλο μέρος της συλλογικής ή πολιτιστικής μας μνήμης του εικοστού αιώνα αποτελείται από κινηματογραφικό και φωτογραφικό υλικό που έχει διατηρηθεί από το παρελθόν, και έχει  ρόλο ως αποδεικτικό στοιχείο και ως οπτική μορφή μαρτυρίας, ή έχει αναπαραστήσει το παρελθόν. Μάλιστα  η γενική διάκριση μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, μεταξύ της «αλήθειας» και της «σκηνοθεσίας», μεταξύ του «καταγραφής» και της «προπαγάνδας» φαίνεται να γίνεται όλο και πιο ασαφής. Τα όρια της αναπαράστασης από τη μία πλευρά και από την άλλη η κατασκευασμένη ή σκηνοθετημένη φύση αυτού που τώρα καταλαβαίνουμε ως παρελθόν  μοιάζουν αλληλένδετα. Υπάρχουν λοιπόν τόσες πολλές διαστάσεις σε οποιαδήποτε θεώρηση της σύνδεσης μεταξύ Κινηματογράφου και Ιστορίας που η προσπάθεια ανάλυσης αυτής της ταραχώδους σχέσης είναι, τελικά, η συζήτηση πολλών διαφορετικών και όχι πάντα επικαλυπτόμενων ζητημάτων. Όπως π.χ πώς έχουν επηρεαστεί οι αντιλήψεις μας για το παρελθόν και την αναπαράστασή του από την κινηματογραφική παραγωγή τα τελευταία εκατό χρόνια; Πώς έχουν διαμορφωθεί η ιστορική μέθοδος και πρακτική από τα φιλμ; Κι ενώ  θεωρείται πια κοινή υπόθεση ότι τα πολιτικοοικονομικά γεγονότα και το πολιτικό κλίμα διαμορφώνουν τις μεθόδους, τα ερωτήματα και τα προβλήματα του ιστορικού και παράγουν μια ορισμένη οπτική στο παρελθόν, μοιάζει να παραγνωρίζεται η  επιρροή της μαζικής κουλτούρας και των μέσων της, όπως ο κινηματογράφος, για το κοινό αλλά και για τους ιστορικούς,  για την ιστορικότητα και την ανάπτυξη της ιστορικής αναπαράστασης κατά τη διάρκεια του κινηματογραφικού αιώνα. Και το κυριότερο, όλες οι ιστορικές ταινίες μπορούν να μας πουν πολλά για τη στιγμή που δημιουργήθηκαν, γιατί οι ταινίες με αφηγήσεις της ιστορίας είναι σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά ντοκουμέντα, καθώς στην πραγματικότητα μιλούν για ό,τι κρύβεται σε μια κοινωνία για την ιστορία της. Κι είναι ενδιαφέρουσες επειδή ανοίγουν ένα παράθυρο στο παρελθόν και  είναι συχνά  σαφείς ως ερμηνείες του παρελθόντος όπως αντιμετωπίζεται από το παρόν, με τρόπους πολλές φορές που οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί σπάνια αναγνωρίζουν.
        Καθώς όμως ο κινηματογράφος αποκτά κεντρική θέση  στη διαμεσολάβηση της μνήμης στη σύγχρονη πολιτιστική ζωή αποκτά και δύναμη πολιτική, γιατί ελέγχοντας σε ένα βαθμό τη μνήμη μπορεί να την επαναπρογραμματίζει, καθώς το κινηματογραφικό υλικό ενσωματώνεται στην συλλογική μνήμη. Ο κινηματογράφος μεταδίδει μνήμες του παρελθόντος στους σύγχρονους και τις μελλοντικές γενιές, διαιωνίζει και επανεφευρίσκει τον κόσμο σε εικόνες, πραγματικές ή πλασματικές, λειτουργώντας ως ιστορική μνήμη μιας κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη στιγμή, επιτρέποντας την επιβεβαίωση μιας συλλογικής ταυτότητας. Η μνήμη είναι ο μηχανισμός που επιτρέπει στα άτομα να συσχετιστούν με το παρελθόν μέσω της ικανότητας αναπαραγωγής ιδεών και εντυπώσεων του παρελθόντος στη συνείδησή τους. Όταν αυτές οι ιδέες ή εντυπώσεις μοιράζονται μια ομάδα ατόμων που τους δίνουν παρόμοια σημασία, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για την παρουσία μιας συλλογικής μνήμης. Ο κινηματογράφος λοιπόν θεωρείται ως ένας άλλος χώρος μνήμης που έχει να κάνει τόσο με την ιστορική μνήμη όσο και με την ατομική μνήμη.
       Με τις αφηγηματικές και εκφραστικές του διαδικασίες έχει γίνει μια άλλη μορφή μνήμης που επιτρέπει την επιβίωση γεγονότων που θα είχαν χαθεί στη μνήμη. Όχι μόνο σώζει από τη λήθη γεγονότα του παρελθόντος ή μόλις ορατά, αλλά μπορεί επίσης να δημιουργήσει μια πραγματικότητα, τη δική του πραγματικότητα. Δημιουργώντας  όμως μύθους και σύμβολα αυτά γίνονται με τον καιρό μια άλλη πραγματικότητα μιας κοινωνίας σε μια δεδομένη στιγμή.
       Υπάρχουν πολλά αξιομνημόνευτα γεγονότα στην ιστορία του κινηματογράφου που δεν συνέβησαν έτσι στην πραγματικότητα και που είναι αποτέλεσμα  της δημιουργικής φαντασίας των κινηματογραφιστών. Όπως είναι η άφιξη του Λένιν στο σταθμό της Πετρούπολης στην ταινία «Οκτώβριος» ή η αξέχαστη σεκάνς της Σκάλας της Οδησσού στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν», που επινοήθηκαν και τα δύο από τον λαμπρό Σεργκέι Αϊζενστάιν. Αυτά είναι δύο γνωστά παραδείγματα που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε την ικανότητα του κινηματογράφου να δημιουργεί μνήμη. Ο κινηματογράφος, άρα και ο ιστορικός κινηματογράφος, συνθέτει, συμπυκνώνει τα γεγονότα, παρουσιάζοντας ένα μέρος για το σύνολο, εξυψώνει και προσθέτει άλλα πράγματα που δεν αναδείχθηκαν στην πραγματική ιστορία. Η αναζήτηση της αναπαράστασης του τι πραγματικά συνέβη εδώ είναι μια σύνθετη άσκηση, που έχει σχέση όχι μόνο με τις δυνατότητες μεταγραφής της πραγματικότητας με τα κινηματογραφικά μέσα, αλλά και του σκοπού που επιδιώκεται. 
       Ο κινηματογράφος μπορεί να ανακτήσει το παρελθόν, μερικές φορές με νοσταλγικό, ή εφησυχαστικό τρόπο ή ακόμα και με μια κριτική προοπτική που δίνει αφορμή για μια νέα ανάγνωση, μια άλλη προσέγγιση, μια διαφορετική άποψη για αυτό το παρελθόν. Η ταινία για τα Καλάβρυτα μάλλον σε μια  εφησυχαστική αντίληψη για το παρελθόν εντάσσεται, όπου το ιστορικό πλαίσιο της ναζιστικής πραγματικότητας μοιάζει να ξεθωριάζει προς όφελος της ανάδειξης ενός αόριστου ανθρωπισμού. Στη συγκεκριμένη ταινία για τα Καλάβρυτα αντιμετωπίζεται το ολοκαύτωμά τους με συναισθηματικούς όρους, όλα ανάγονται στο να είσαι καλός άνθρωπος,  ενώ η μνήμη γι’ αυτό διακυβεύεται από την ιδιαίτερη ανάμιξη φανταστικών και πραγματικών στοιχείων, που βρίσκονται σε διάλογο με την αναθεώρηση της ιστορίας τα τελευταία χρόνια, για άμβλυνση της ναζιστικής θηριωδίας.  Η ταινία παίζει με βιώματα της προσωπικής και συλλογικής μνήμης, αναπτύσσοντας πτυχές μιας μνήμης όπως βιώνεται υπό την αιγίδα των συστημικών μέσων ενημέρωσης, όπου προωθείται ο ναζισμός ως εξαίρεση και οι θηριώδεις πράξεις ως ατομικές προτιμήσεις.
         Ο κινηματογράφος επιτρέπει, ίσως καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη μορφή επικοινωνίας μεγάλης κλίμακας, μια αντιπαράθεση μεταξύ της προσωπικής μνήμης και μιας υπό διαμόρφωση μνήμης στην οποία η ταινία θέλει να δώσει σχήμα, όπως γίνεται στη συγκεκριμένη ταινία για τα Καλάβρυτα. Αυτές οι δυο μνήμες όταν είναι αντίθετες, και  τις αντιλαμβάνεται ο θεατής, προκαλούν ένα αίσθημα έκπληξης, απογοήτευσης ή και σκανδάλου. Αυτή η αντιπαράθεση μπορεί να διαλύσει  κάποια δεδομένα, να προσπαθήσει να δημιουργήσει νέα, μπορεί να προκαλέσει αναμνήσεις ή να τις διαστρεβλώσει. Ο τρόπος που η συγκεκριμένη ταινία συναντάται με γεγονότα και χαρακτήρες του παρελθόντος καθοδηγεί σε ένα προβληματισμό για το παρόν, για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της χώρας και για την κατασκευή της ιστορικής της εικόνας που φαίνεται πως  συνάδει με την κυρίαρχη ιδεολογία. Σε κάθε περίπτωση βέβαια συμμετέχει στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, που βρίσκεται σε συνεχή σχέση με τον ιστορικό λόγο.  
        Δεν είναι λοιπόν χωρίς σημασία ο τρόπος αναπαράστασης του παρελθόντος στον κινηματογράφο. Γι’ αυτό και στη συγκεκριμένη ταινία ο καλός αυστριακός, ακόμα κι αν «ποιητική αδεία» μπορεί να δικαιολογηθεί,  δεν παύει να είναι μια συγκεκριμένη προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας, που αν μάλιστα η ποιότητα του έργου τέχνης δεν δικαιώνει, απομένει τότε μόνο μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Καθώς μάλιστα  η ταινία δεν είναι ένα ουδέτερο στοιχείο άσχετο με τις χρηματοδοτήσεις παραγωγής της, είναι, αντιθέτως, μεσολαβητής ανάμεσα σε αυτή την πραγματικότητα και τις ερμηνείες ή τις αναπαραστάσεις της, και στις ιστορικές ταινίες η ταύτιση με τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της κυρίαρχης εξουσίας μπορεί να μην είναι απλώς σύμπτωση.  

 

 

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

 

Σαρανταοκτώ χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όσο η περίοδος της χούντας με το πέρασμα του χρόνου γίνεται όλο και λιγότερο πρόσφατη ιστορία, η αστική πολιτική μας ηγεσία δεν διστάζει να αναφέρεται σ’ αυτήν δοξολογώντας την, να τιμά  την επέτειο με μηνύματα για δημοκρατία και ενότητα, αποκόβοντας την δικτατορία από την εποχή μας,  από τις αιτίες που την προκάλεσαν, σαν ένα ιστορικό γεγονός, μια παρένθεση που έκλεισε. Στο μήνυμα του για το Πολυτεχνείο ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε γερασμένα συνθήματα και για την ανανέωση του νοήματος των λέξεων Ψωμί -Παιδεία- Ελευθερία, η πρόεδρος της Δημοκρατίας στο δικό της κάνει λόγο για θυσίες για ελευθερία και δημοκρατία, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προτρέπει να μείνουν στο παρελθόν οι διχασμοί και τα ψευτοδιλήμματα, με τους Έλληνες ενωμένους, ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει τη δικαίωση των αγώνων της νεολαίας στην δημοκρατία που πρέπει να υπερασπιστούμε και οι νεκροί του Πολυτεχνείου αποτελούν τη ρίζα της. 
       Εν μέσω μιας υγειονομικής κρίσης πρωτόγνωρης που αλλάζει τους όρους διαβίωσής μας σ’  αυτά του τύπου τα μηνύματα,  κενολόγα και στομφώδη, μοιάζει να εξαϋλώνεται η ιστορία και το παρόν μας να παραμορφώνεται. Μη τολμώντας   η κυρίαρχη εξουσία να αντιπαρατεθεί  σε ένα λαϊκό κίνημα, αφού υπάρχει η δυνατότητα άλωσής του, ροκανίζει την ανατρεπτικότητά του εστιάζοντας στην εκπλήρωση του βασικού αιτήματος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου που ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας, διαφορετικής από εκείνης του μετεμφυλιακού κράτους, βασισμένης σε όρους και κανόνες με τους οποίους λειτουργούσε η Δυτική Ευρώπη. Κάθε φορά λοιπόν με τα μηνύματα για ενότητα ή δικαίωση των αγώνων του Πολυτεχνείου η πολιτική μας ηγεσία προσπαθεί να σφετεριστεί όλους τους λαϊκούς αγώνες, ενώ ωραιοποιεί το παρελθόν αποκόπτοντάς το από τις ιστορικές καταβολές του, επιμένοντας σε αναμνήσεις που κολακεύουν το σύνολο των ανθρώπων της εξουσίας, χωρίς να φείδεται όμως θαυμασμού και για ατομικές πράξεις περισσότερο προσωπικής απελευθέρωσης και πολιτικής χειραφέτησης, αποκομμένες από συλλογικούς αγώνες, ανθρώπων που περιλαμβάνονται στο λαό.
        Κι αν ένα μεγάλο μέρος του κόσμου των χρόνων εκείνων ήταν απών από κάθε πράξη αντίστασης, ήταν όμως παρών στα μεταδικτατορικά παλαϊκά ξεσπάσματα ενάντια στη χούντα, δημιουργώντας τους μύθους της καθολικής αντίστασης σ’ αυτήν. Ψάχνοντας στα επόμενα χρόνια δικαιωτικούς μύθους  εξαντλήθηκαν οι κριτικές για την ανύπαρκτη γενιά του Πολυτεχνείου και την εξαργύρωση στο δημόσιο βίο εκείνων των αγώνων από πρωταγωνιστές της εξέγερσης, φτάνοντας ακόμα και, εμμέσως και πλαγίως, στην απαξίωση της ίδιας της εξέγερσης και χρεώνοντας τους χωρίς δισταγμό ακόμα και τα δεινά της οικονομικής κρίσης. Και μοιάζει παράλογο να τολμούν ακόμα κι όσοι υποστήριζαν και υποστηρίζουν χούντες και φασιστικές πρακτικές να κρίνουν απαξιωτικά  εξεγερσιακά κινήματα, επειδή οι πρωταγωνιστές τους δεν ήταν αρκούντως επαναστατικοί ή ενσωματώθηκαν στο σύστημα, ακριβώς για να ισοπεδώνονται και μηδενίζονται όλοι οι αγώνες.  
       Μόνο που και η δυσαρέσκεια που πολλοί αριστεροί, αναθεωρητές μαρξιστές ή σοσιαλιστές αστοί,   εκφράζουν, γιατί δεν έχει υπάρξει μια πετυχημένη επανάσταση, γιατί δεν έχουν αποτέλεσμα όλοι οι αγώνες, καλλιεργεί την ηττοπάθεια αλλά και τη ματαιότητα για κάθε αγωνιστική δράση. Αντιμετωπίζοντας κάθε φορά την επαναστατική πραγματικότητα με ένα μείγμα αφόρητου ρομαντισμού και επιπόλαιης απαξίωσής της, πιστεύεται ότι η τέλεια επανάσταση δεν έχει ακόμη έρθει, ότι θα συμβεί σε μια ] ουτοπική στιγμή στο μέλλον. Τα κριτήρια για το τι συνιστά μια τέτοια ρομαντική στιγμή συνεχώς μετατοπίζονται, ανάλογα με τη θέση θεώρησης, αλλά όλα παραμένουν στο μέλλον, δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί, αναζητείται από το πουθενά μια αδιανόητη ποιοτική αλλαγή. Περιττό να ειπωθεί  ότι οι επιτυχημένες επαναστάσεις που συνέβησαν στον 20ο αιώνα, ακόμα και η ρωσική επανάσταση,  θεωρείται ότι αποτυγχάνουν στη δοκιμασία, γιατί αναπόφευκτα προκάλεσαν θλίψη, προδόθηκαν, έχασαν την αίγλη τους, απομακρύνθηκαν από τα ρομαντικά επαναστατικά ιδανικά. Εν ολίγοις, «απέτυχαν». Και η κωδική λέξη για μια τέτοια «αποτυχία» είναι ο Στάλιν. Μόλις μια επανάσταση γίνει «σταλινική» - όπως έγιναν όλες σύμφωνα με τους δυτικούς μαρξιστές - τότε δεν είναι μια αληθινή επανάσταση. Οι σπόροι αυτής της αποτυχίας έχουν ήδη ενσωματωθεί στη στιγμή της ίδιας της επανάστασης. Για τη ρωσική επανάσταση, όπως και για κάθε επανάσταση, είναι πολύ δημοφιλής η διαπίστωση ότι η επανάσταση τρώει τα παιδιά της, όπου η άνοδος του Στάλιν αποτελεί την τελική «τραγωδία» της επανάστασης. Για να διαγραφεί μονοκοντυλιά η εκπληκτική επιβίωση και επιτυχία εκείνου του τιτάνιου αγώνα ενάντια σε όλες τις καπιταλιστικές δυνάμεις.
       Και κάπως έτσι μαθαίνουμε να υποτιμούμε τους λαϊκούς αγώνες, να μην ελπίζουμε στην ανατροπή μιας κατεστημένης πραγματικότητας που μας συνθλίβει.
        Όλα θεωρούνται αντικείμενο συνδιαλλαγής και διαπραγμάτευσης,  οι ταξικές διαιρέσεις χάνονται και δεν υπάρχουν ταξικά συμφέροντα. Είναι οι πολίτες εργάτες και οι πολίτες κεφαλαιοκράτες που με καλή θέληση μπορούν να συνεννοηθούν, αφού το κεφάλαιο δίνει ό,τι μπορεί και γίνεται ό,τι θέλει η εργατική τάξη, αφού όλοι είμαστε πολίτες του ίδιου κράτους, ενωμένοι με κοινά συμφέροντα. Ο ταξικός αγώνας υποκαθίσταται από τη διαπραγμάτευση και μόνο απ’ αυτή. Αυτό που θα πρέπει να επιζητείται είναι να διευρυνθεί η εκλογική πελατεία. 
      Γι’ αυτό η απαξίωση των λαϊκών κινητοποιήσεων γίνεται  αναγκαίος όρος για την προσέλκυση μετριοπαθών ψηφοφόρων, ο πολυσυλλεκτισμός γίνεται  καθήκον του ανταγωνισμού που επιβάλλει η πολιτική αγορά.   Γι’ αυτό για όλα τα αστικά κόμματα στόχος γίνεται ο έλεγχος και το μπλοκάρισμα του μαζικού κινήματος, ο προσανατολισμός του σε πρακτικές που εντάσσονται αρμονικά στο στόχο της κατάκτησης της μεγάλης εκλογικής πλειοψηφίας και φυσικά δεν απειλεί τα συμφέροντας της κυρίαρχης τάξης. Γι’ αυτό και απευθύνει μηνύματα για το πολυτεχνείο όλο το φάσμα των αστικών κομμάτων, κολακεύοντας, οριοθετώντας και διαστρεβλώνοντας. Χωρίς όμως να γίνεται λόγος για την επικαιρότητα των μηνυμάτων του Πολυτεχνείου στον «αγώνα ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της φτώχειας, της ανεργίας, της υποβάθμισης της παιδείας, ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των Αμερικανών, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ στην περιοχή, ενάντια στην τρομοκρατία, την αστυνομική βία, τον κρατικό αυταρχισμό και την καταστολή».

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

ΑΡΝΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

Καθώς η επιδημία βρίσκεται σε έξαρση, με το ποσοστό θανάτων απ’ αυτή  σε υψηλά επίπεδα, η κυβέρνηση επιμένει να αναφέρεται σε επιδημία ανεμβολίαστων, επιρρίπτοντας σ’ αυτούς την ευθύνη για την αναποτελεσματική αντιμετώπιση της, ώστε η διχαστική πολιτική της να ενεργοποιήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό που διαιρεί και αποπροσανατολίζει.  Η  κατάρρευση όμως του συστήματος υγείας, που υποχρηματοδοτούμενο και με περιορισμένο  προσωπικό παλεύει ν’ ανταποκριθεί στη λαίλαπα της covid-19, η αποτυχημένη προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, η μετατροπή  του ζητήματος υγείας σε ζήτημα καταστολής, η αύξηση των τιμών ενέργειας με περαιτέρω φτωχοποίηση του πληθυσμού δημιουργεί ένα μείγμα εκρηκτικό, που είναι πολύ αμφίβολο αν στη διαχείρισή του επαρκούν πια τα επικοινωνιακά παιχνίδια.   
         Γιατί όσο διατηρείται η επείγουσα κατάσταση με την εξάπλωση της επιδημίας αποκαλύπτονται οι ταξικές διαφορές ακόμα και στο θάνατο και την αρρώστια. Το να είσαι άρρωστος και να μην έχεις την αγωνία αν μπορείς ν’ ανταπεξέλθεις στις απαιτήσεις της νοσηλείας ή   να μη σε βασανίζει η σκέψη τι θα γίνουν οι δικοί σου, στην πραγματική ζωή μοιάζει πια να είναι   πολυτέλεια. Η άρχουσα τάξη όμως,  που ζει  μέσα στην πολυτέλεια, δεν το αντιλαμβάνεται και γι’ αυτό περιορίζεται σε κούφια λόγια, παρηγορητικά κι εφησυχαστικά, ίσα για να μη γίνονται επικίνδυνες για τα συμφέροντά της οι υποτελείς τάξεις. Έτσι όμως, με τις  αλλοπρόσαλλες πολιτικές της κυρίαρχης εξουσίας στο υγειονομικό ζήτημα, που το μετέτρεψε σε ζήτημα αστυνομικού ελέγχου, καταλήγει να γίνεται αναξιόπιστος ο λόγος της. Κι αυτή η αναξιοπιστία έρχεται να προστεθεί στη κρίση εμπιστοσύνης  προς τις διαδοχικές κυβερνήσεις  της τελευταίας δεκαετίας, εξαιτίας της λιτότητας και  της μείωσης του βιοτικού επιπέδου που επέβαλλαν.  Και καταλήγει  ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που, μέσα στην ημιμάθεια και την οργή, νιώθουν να απειλείται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές η επιβίωσή τους, ν’ αντιμετωπίζει με απόλυτη καχυποψία αλλά και ανορθολογισμό κάθε λόγο και δράση που προέρχεται από την κυρίαρχη εξουσία.      
        Με καχυποψία λοιπόν αντιμετωπίζει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού συνολικά την   πολιτική αντιμετώπιση της επιδημίας, κι αυτό  εκφράζεται ξεκάθαρα  με την άρνηση εμβολιασμού. Θεωρούν  τους εαυτούς τους ενημερωμένους και προσεκτικούς και  η άρνηση του εμβολίου συνιστά γι’ αυτούς και μια πράξη αντίστασης που αποσκοπεί στη διατήρηση του ελέγχου της ζωής τους, που όμως σε όλα τα επίπεδα έχει ρημάξει. Πιστεύοντας πως πολιτικοί και επιστήμονες έχουν αμφίβολα κίνητρα και χειραγωγούν τα γεγονότα, πολλοί απ’ αυτούς δεν αισθάνονται καν ότι οι απόψεις τους αμφισβητούνται από επιστημονικά στοιχεία και στατιστικές. Επειδή λοιπόν πολλοί άνθρωποι κατανοούν τον εμβολιασμό μέσω της προσωπικής εμπειρίας, καθώς τα επιστημονικά γεγονότα αναφέρονται συχνά μόνο σε στατιστική μορφή, χωρίς να συσχετίζονται με την  άμεση εμπειρία τους, δεν τους πείθουν. Επιπλέον, τα γεγονότα παρουσιάζονται από τη σκοπιά των επιστημόνων που τα παρήγαγαν ή προέρχονται από εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης ή της κυβέρνησης, κάτι όμως που απαιτεί εμπιστοσύνη σε αυτούς τους θεσμούς για να γίνονται πιστευτά. Η μείωση όμως  της εμπιστοσύνης αυξάνει την καχυποψία προς αυτούς και  ενισχύει σε μερικούς ανθρώπους το  φόβο ότι παγιδεύονται για να χάσουν τον έλεγχο  της ζωής τους.
      Είναι αξιοπερίεργο ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με τα εμβόλια γίνεται ανταλλαγή προσωπικών ιστοριών και είναι για πολλούς  αυτός ο κυρίαρχος τρόπος για να διαμορφώσουν τις απόψεις τους σχετικά με την αξιοπιστία και την ασφάλεια των εμβολίων. Έτσι οι άνθρωποι, σε ομάδες που δημιουργούνται γι’ αυτό τον σκοπό, δίνουν νόημα στα γεγονότα και αμφισβητούν τις ερμηνείες τους συγκρίνοντάς τα με τη δική τους εμπειρία.
      Μόνο που η απόρριψη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας (πολλοί υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει ο ιός), η απαίτηση οι προσωπικές απόψεις να έχουν το ίδιο βάρος με την επιστημονική γνώση, ως μια άποψη κι αυτή, δεν είναι μια τάση που εμφανίστηκε ξαφνικά στον καιρό της επιδημίας, αν και τώρα απέκτησε διακριτά χαρακτηριστικά.
       Χρόνια τώρα θεωρίες συνωμοσίας μπλέκονται δειλά με θεωρίες μεταμοντέρνες περί ταυτοτήτων και εξουσίας και διαμορφώνουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ενισχύει τον ατομικισμό και εκθειάζει το αυθόρμητο.
        Εδώ και κοντά μισό αιώνα, από την κυρίαρχη ιδεολογία  υποστηρίζεται μαζί με τον άκρατο  υποκειμενισμό, που αναδεικνύει, χωρίς κριτήριο, όλες τις απόψεις, και η απόρριψη μιας αντικειμενικής αλήθειας,  αποθεώνεται η διάσπαση της κοινωνίας σε πολυάριθμα κομμάτια με υποκείμενα που περιστασιακά συσπειρώνονται για μεμονωμένα  ζητήματα διευρύνοντας σε μια τυπική διάσταση  τα δικαιώματα, ανακαλύπτεται η εξουσία σε όλες τις σχέσεις που τέμνουν το σύνολο της κοινωνίας, στις ιεραρχίες, το σεξ, στα συστήματα γνώσης κλπ., που δεν κατέχεται από καμιά  τάξη. Καθώς λοιπόν η υλική πραγματικότητα διαλύεται και αντιμετωπίζεται  ως άθροισμα τυχαίων κι ασύνδετων γεγονότων, οι κοινωνικές διεργασίες δεν κατανοούνται, απαξιώνεται κάθε συλλογικότητα και το άτομο αυτονομείται απέναντι των άλλων, θα δημιουργούνται οι  προϋποθέσεις για να εξαπλώνεται ο φόβος και η ανασφάλεια.  Και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια είναι δυνατόν να συναντηθούν οι καχύποπτοι  προς την εξουσία, οι αρνητές του εμβολιασμού με τους αρνητές της απογραφής, και οι φοβισμένοι από την πολυπλοκότητα του κόσμου, οι εθνικιστές που αναζητούν στον εθνικισμό ένα σταθερό σημείο αναφοράς με τους θρησκόληπτους που ο θεός τα λύνει όλα.
         Κι αν τώρα απαξιώνονται οι αντιεμβολιαστές από τον κυρίαρχο λόγο, όμως οι συμπεριφορές τους  σε μεγάλο βαθμό συνάδουν με όλες αυτές τις νέες εκδοχές της αστικής σκέψης που θέλουν να νομιμοποιήσουν τις μορφές της καπιταλιστικής κυριαρχίας, παρακάμπτοντας την ταξική κυριαρχία και εκμετάλλευση, την ίδια την υλική πραγματικότητα.
G
M
T
Y
Η λειτουργία ομιλίας περιορίζεται σε 200 χαρακτήρες