Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Αν σ’  αυτές τις εκλογές δεν υπήρχε το Κομμουνιστικό Κόμμα το αποτέλεσμά τους δεν θα κατέγραφε παρά την εμπέδωση του συντηρητισμού των μαζών, της παθητικοποίησής τους και της εξατομίκευσης. Αν δεν υπήρχε το Κομμουνιστικό Κόμμα η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν πραγματικά καθοριστική, γιατί θα επιτύγχανε η προσπάθεια για αποκήρυξη της ιστορίας της ελληνικής αριστεράς και θα επικρατούσε η περιγραφή της σαν μια ατέλειωτη διαδοχή λαθών και προδοσιών, που θα οδηγούσε στην εγκατάλειψη της ίδιας της αριστερής συνείδησης και της πίστης για μετασχηματισμό της κοινωνίας. 
          Η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ εγγράφει όλο αυτό το εγχείρημα της δημιουργίας του και επικράτησής του,  που δεκαετίες τώρα περιφερόταν με διάφορα ονόματα ως φορέας μιας αριστεράς ανανεωτικής, ριζοσπαστικής κλπ. κυρίως όμως αντίπαλου της  κατηγορούμενης, το λιγότερο,  ως αναχρονιστικής και ξεπερασμένης  κομμουνιστικής αριστεράς, στο πεδίο των δεξιόστροφων εκλογικών κομμάτων με  τη σκόπιμα θολή ιδελογικά θέση, που ολοκλήρωσε το ρόλο του στην παραπλάνηση του εκλογικού σώματος.  Το οποίο αποδοκίμασε την άνευ όρων αποδοχή των σταθερών εκείνων που συγκροτούν το ιδεολογικό οπλοστάσιο του καπιταλισμού από εκλογικούς σχηματισμούς που εκμεταλλεύτηκαν  το κύρος  της αριστεράς των αγώνων, για να διαψεύσουν ελπίδες και να εγκλωβίσουν αγώνες, ασκώντας σε κάποιο βαθμό με ένα άλλο ύφος την εξουσία, αλλά υπηρετώντας την ίδια πολιτική.                                       Ένα μέρος μάλιστα από το εκλογικό σώμα φαίνεται ήδη ότι  ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής προς εκείνο το κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, που αναδείχτηκε σε εποχές οικονομικής ευμάρειας δεξιοτέχνης στο σφετερισμό των αγώνων της αριστεράς, και ιδιαίτερα της κομμουνιστικής, πιθανόν  με ανανεωμένη την αυταπάτη σχετικά με την πιο δίκαιη κατανομή των πόρων προς όφελος των εργαζομένων, μέσω μιας κρατικής πολιτικής που θα περιόριζε την ασυδοσία των μονοπωλίων.  Το ΠΑΣΟΚ στον καιρό του και ο ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια του μνημονίου καταβάλλουν με την πολιτική τους …φιλότιμες προσπάθειες για την απονεύρωση της δυναμικής της αριστεράς, ώστε να είναι αποτελεσματική η χειραγώγηση των αντιδράσεων των εργαζομένων.
            Σ’  αυτές τις εκλογές στο πολύ εύστοχο σύνθημα του ΚΚΕ, μόνοι τους και όλοι μας, αντανακλάται το αποτέλεσμά τους. Στο οποίο φαίνεται να αναβιώνει και πάλι το προ μνημονίων δικομματικό σύστημα, με αναγέννηση της Ν.Δ και αναβίωση του ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με χαμένη  όπως φαίνεται ολότελα την αξιοπιστία του, με μια ανεδαφική έπαρση, κουνά το δάχτυλο στο εκλογικό σώμα που δεν τον ψήφισε και γίνεται ακόμα πιο επιθετικός   απέναντι στο ΚΚΕ  που του  χρεώνει την ήττα του. Είναι που απέναντι στα διάφορα σενάρια ή προτάσεις για κυβερνητική σύμπραξη, που με επιμονή διακινούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, η ξεκάθαρη θέση του ΚΚΕ οριοθέτησε κάθετα, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, τον αριστερό χώρο. Πρώτα απ’ όλα δεν υπάρχει άλλη αριστερά από την κομμουνιστική και άλλη  πρότασή για απόκρουση της καπιταλιστικής επίθεσης από τον μετασχηματισμό του τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και τη στήριξη και υπεράσπιση των εργατικών αγώνων. Δεύτερον,  δικαιώθηκε η άρνησή του σε όποια σύμπραξη σε διακυβέρνηση, πολύ περισσότερο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, που όπως απέδειξε η πλούσια ευρωπαϊκή, αλλά και η έως και τραγελαφική ελληνική εμπειρία, οδηγεί την επονομαζόμενη αριστερά στον εκφυλισμό και αφανισμό, επιφυλάσσοντάς την το θλιβερό ρόλο της υποστήριξης στις καπιταλιστικές ανάγκες συναίνεσης, ενσωμάτωσης, πειθάρχησης και καταστολής των λαϊκών τάξεων.
          Επί του πρακτέου πια, μ’ αυτές τις εκλογές, από το εκλογικό σώμα λύθηκε  το απωθημένο πρόβλημα δεκαετιών, με την απόρριψη της παμπάλαιας ρεφορμιστικής αυταπάτης για φιλολαϊκή κρατική διαχείριση, και μάλιστα αριστερής, της οικονομικής κρίσης, που περίτρανα το απέδειξε στην πράξη ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και ως αντιπολίτευση.  Παράλληλα, η  αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ επιτρέπει την ελπίδα ότι ενισχύεται η  πεποίθηση για την κομμουνιστική αριστερά, ως μόνης ανταγωνιστικής αντιπολίτευσης του συστήματος η οποία τροφοδοτείται από τη διαρκή κοινωνική σύγκρουση.   
Η εκλογική ενίσχυση βέβαια της κυβερνητικής πολιτικής, που δεν παρατηρήθηκε ούτε στις εκλογές του 1985, μετά την πρώτη τετραετία διακυβέρνησης, με το τεράστιο ρεύμα που είχε το ΠΑΣΟΚ, αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τη συναίνεση μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος  στις σκληρές καπιταλιστικές επιλογές στην οικονομία, καθώς έχει χειραγωγηθεί να  υποκλίνεται στις δυνατότητες της αγοράς, να θεοποιεί το επιχειρηματικό δαιμόνιο, και να θεωρεί γιατρικό για κάθε υποτιθέμενη στρέβλωση του καπιταλισμού τη διφορούμενη  αξιοκρατία και τεχνοκρατισμό.  
 Δεκαετίες πολιτικών συναλλαγών έχει εκπαιδεύσει  ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος στο δούναι και λαβείν,  του έχει μάθει ότι η ύψιστη αρχή δεν είναι οι διεκδικήσεις και η περιφρούρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που βρίσκονται στο στόχαστρο, αλλά η συναίνεση και η αποδοχή του μικρότερου κακού, κι επομένως, σε μια απέλπιδα προσπάθεια,  για να μην εκπέσει, σε ατομικό επίπεδο, οικονομικά, πείθεται από την κυρίαρχη ιδεολογική προπαγάνδα της Ν.Δ. Μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που περισώθηκαν έχοντας εργάτες με μισθούς πείνας, με επιδόματα και επιχορηγήσεις, μικρομεσαίοι εργολάβοι και ιδιοκτήτες, ανώτεροι υπάλληλοι και ένα σύνολο μικροαστών φοβισμένων, που στη σταθερότητα μιας κυβέρνησης ελπίζουν να περισώσουν ό,τι τους έχει απομείνει από το μικροαστικό τους status, υπερψηφίζουν τη Ν.Δ, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ με τις παλινωδίες του ούτε και  ως αντιπολίτευση δεν τους έπεισε ότι μπορεί να την αντικαταστήσει επιτυχημένα. 
Εξάλλου, στη διάρκεια των εκλογών πολιτικά στελέχη από όλο  το πολιτικό σύστημα των αστικών κομμάτων δεν αμφισβητούσαν τις βασικές ομοιότητές τους (π.χ. δηλώσεις Π. Τσαπανίδου) κι επομένως πολιτικές συμπράξεις με τους άλλους, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται ως προς το λόγο τους, για να έχουν κάποιο νόημα οι εκλογές,   και όχι ως προς την ουσία της πολιτικής τους. Καθώς λοιπόν τα όρια ανάμεσα στα αστικά κόμματα γίνονται δυσδιάκριτα  η συναίνεση που επιδιώκεται στην ουσία  αφορά περισσότερο τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, τις διαδικασίες των εκλογικών αναμετρήσεων παρασέρνοντας σ’ αυτήν και τα  λαϊκά στρώματα του εκλογικού σώματος. Κι αυτό  κόντρα στα δικά τους συμφέροντα,  εφόσον όλα τα αστικά κόμματα συναινούν στην ωμή και απροσχημάτιστη επίθεση του κεφαλαίου στα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων.
Μόνο το ΚΚΕ διατηρεί στην ταξική του φρασεολογία τη βεβαιότητα σχετικά με τους στόχους της αγωνιστικής αντιμετώπισης των ταξικών συγκρούσεων.  Η αύξηση των ποσοστών  του μοιάζει ελπιδοφόρα για το μέλλον, ως  ένδειξη ότι διευρύνεται η επιρροή του. Γιατί το ΚΚΕ πρέπει να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που το πολιτικό σύστημα διαθέτει για να αμφισβητεί τις υπάρχουσες δομές κυριαρχίας, χωρίς  να υποχωρεί από τις επιλογές του, οργανώνοντας και καθοδηγώντας τους ταξικούς αγώνες για το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Και όσο μεγαλύτερη καταγράφεται η απήχησή του στις λαϊκές μάζες τόσο δυσκολότερο θα είναι στο κυρίαρχο σύστημα να το περιθωριοποιήσει χωρίς μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να αντιδράσουν.

 

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

ΠΕΡΙ ΨΗΦΟΥ Ο ΛΟΓΟΣ

 

Δημοσκοπήσεις επί δημοσκοπήσεων προσπαθούν να προβλέψουν τα αποτελέσματα των εκλογών, ενώ μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων δείχνει ευμετάβλητο. Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί αναποφάσιστοι πολίτες ταχυδακτυλουργικά αλλάζουν κομματικές πίστες, ψηφίζουν κάθε νεοεμφανιζόμενο κομματίδιο, ψηφίζουν για τιμωρία ακόμα και τους αντίπαλους  για να επιστρέψουν κάποια στιγμή στους παλιούς τους φίλους. Αυτή τη ρευστότητα  του εκλογικού σώματος δίνεται αφορμή στον κυρίαρχο λόγο να την ερμηνεύει ως ένδειξη ελευθερίας. Για τον κυρίαρχο λόγο η  εκλογική κινητικότητα σηματοδοτεί την έλευση ενός πιο ενημερωμένου και κυρίως ενός αυτόνομου ψηφοφόρου, που δεν δεσμεύεται  εφ’ όρου ζωής από κομματικά προγράμματα ή αρχές. Μόνο που στην πραγματικότητα αυτή  η κινητικότητα μπορεί μάλλον να εξηγηθεί από την ομοιογένεια των αστικών κομμάτων, την άνοδο της εξατομίκευσης, αλλά κυρίως  από την υπονόμευση, μέσω της χειραγώγησης,  της ταξικής ψήφου.
Στα καθ’ ημάς, η αναζήτηση διαφορών στα αστικά κόμματα μοιάζει επίπονη και μάλλον ατελέσφορη. Πριν από κάποια χρόνια σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο οι εξέχουσες αξίες της δεξιάς ήταν η ελεύθερη επιχείρηση, η ατομική επιτυχία μέσω της εργασίας και του προσωπικού εμπλουτισμού, η ασφάλεια και τάξη, η παράδοση, το έθνος, οικογένεια, θρησκεία κλπ. Οι άνθρωποι της αριστεράς πάλι ήταν πιο ευαίσθητοι σε θέματα ανθρωπισμού, ρατσισμού και σεβασμού του ατόμου, περιβάλλοντος,  κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Μόνο που τελευταία πέρα από τις «κοινωνικές αξίες» όπως ασφάλεια, ελευθερία ή δικαιοσύνη που διεκδικούνται και από τις δυο πλευρές, μέσα από την όσμωση  των άλλοτε διακριτών  αξιών  αριστεράς και δεξιάς, στα αστικά κόμματα δύσκολα μπαίνουν διαχωριστικές γραμμές. Κι έτσι, η πολιτική της συντηρητικής Ν.Δ ίσως να είναι η χειρότερη για τους εργαζομένους, με παράδειγμα το νόμο Χατζηδάκη που δυναμώνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων με το ευέλικτο σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας που ουσιαστικά καταργεί το οκτάωρο και επιβάλλει ασφυκτικούς όρους και προϋποθέσεις στον συνδικαλισμό και την απεργία. Αλλά και η πολιτική της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ την συναγωνίζεται και τη συμπληρώνει, όπως με τους νόμους  της  Αχτσιόγλου με το χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα και τις διατάξεις για τον κατώτατο μισθό. Βρίσκονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση δίπλα δίπλα στα αυθαίρετα έσοδα από τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, τη μείωση έως εξαφάνισης φόρου του μεγάλου κεφαλαίου, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις συνταξιοδοτικές αλλαγές και καθώς υπάρχουν οι σιδερένιοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και των μνημονιακών διατάξεων σε μας, αποδέχονται οι δημόσιες δαπάνες να είναι περιορισμένες, εις βάρος βέβαια των λαϊκών τάξεων, κατηγορώντας αλλήλους σχετικά με την κοστολόγηση των προεκλογικών προγραμμάτων τους.
Γι’ αυτό και οι εκλογές, με τις οποίες η αναδιάταξη της τράπουλας τείνει να μην προκαλεί δραστικές ή ακόμα και αισθητές αλλαγές στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων, ολοένα και απαξιώνονται. Κανένα από τα αστικά κόμματα δεν είναι σε θέση να ονομάσει την αιτιώδη βάση, τον καπιταλισμό,  για τις άθλιες συνθήκες που υπόσχονται οι πολιτικές τους να βελτιώσουν ούτε αρνείται το σύστημα κερδοφορίας που αφαιρεί όλο τον πλούτο από τους ανθρώπους που τον δημιουργούν, τους εργαζόμενους. Πώς όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί η ενδημική ανεργία και η έλλειψη στέγης παρά μόνο ως απαραίτητη συνέπεια του καπιταλιστικού συστήματος; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ακόμα και η κλιματική κρίση για την οποία ο κυρίαρχος λόγος θέλει να φαίνεται ιδιαίτερα ευαίσθητος χωρίς να εντοπιστεί ιστορικά, ως κορύφωση του καπιταλισμού;
 Σ’ αυτές τις εκλογές, για πολλούς από το εκλογικό σώμα απογοητευμένους από την ανεξέλεγκτη διαφθορά και το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών οι κομμουνιστές αντιπροσωπεύουν τη μόνη αντικαπιταλιστική και αξιόπιστη δύναμη, σε αντίθεση με όλα τα αστικά  κόμματα που συμβάλλαν στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων. Επειδή λοιπόν η  απόσταση μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος και της επόμενης πολιτικής επιλογής είναι χαώδης, η ψήφος στο ΚΚΕ μοιάζει μονόδρομος για τον εργαζόμενο.  
Γι’ αυτό και κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ χρησιμοποιούν έναν, περισσότερο ή λιγότερο, καλυμμένο αντικομμουνιστικό λόγο ισχυρίζονται όμως πολιτική εγγύτητα με το κομμουνιστικό κόμμα, στην προπαγανδιστική του φαρέτρα έχει σαν όπλο και τη χρήσιμη ψήφο. Η χρήσιμη ψήφος είναι καρπός ενός στρατηγικού υπολογισμού που προωθεί την ψήφιση όχι ενός κόμματος με το οποίο συμφωνεί κάποιος, αλλά εκείνου που θεωρείται ότι είναι σε θέση να κερδίσει το άλλο κόμμα του οποίου τη νίκη φοβάται. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αφού οι κομμουνιστές δεν βοηθούν τον ίδιο να επικρατήσει, εμμέσως ενισχύουν τη Ν.Δ κι επομένως δικαίως χαρακτηρίζουν το ΚΚΕ δεκανίκι της δεξιάς.
Η χρήσιμη ψήφος καθιερώνει τη σημασία των δημοσκοπήσεων στη δόμηση της πολιτικής επιλογής και  μπορεί να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στην  πραγματικότητα ενισχύει αυτό που έχει ήδη αναπτυχθεί και το οποίο δεν χρειάζεται καμιά ενίσχυση δηλ. τα συστημικά κόμματα με τις διάφορες μορφές τους, με απώτερο στόχο περιθωριοποίηση κάθε φωνής πραγματικά αντισυστημικής.  Είναι μια προεπιλεγμένη επιλογή, με βάση την οποία επιλέγεται το μικρότερο κακό, που κάθε φορά αποδεικνύεται μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Κι έτσι γίνεται πραγματικότητα η συναίνεση και ο συμβιβασμός, η αδυναμία αντίδρασης των λαϊκών μαζών ακόμα κι όταν εξαθλιώνονται και η αποδοχή της ελεημοσύνης από το μικρότερο κακό που επιλέγεται.
Σε όλες τις διαφημιστικές εκστρατείες των αστικών κομμάτων στην ουσία ο καθημερινός εργαζόμενος άνθρωπος είναι απών. Στον μικρόκοσμο των πολιτικών εξουσίας οι ψηφοφόροι είναι μόνο μάζες αδιάφορες, στην υπηρεσία των πολιτικών τους φιλοδοξιών, καθώς παλεύουν να κατακτήσουν την εξουσία ή μερικά κομμάτια της. Το μακροπρόθεσμο σχέδιο αυτών των πολιτικών είναι να λυγίσουν ολόκληρη την κοινωνία των εργαζομένων με έναν συνεχή τρόπο στο νόμο του κέρδους και στις αποφάσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Και είναι η ψήφος στο Κομμουνιστικό Κόμμα που δίνει δύναμη στο αίτημα της πλειοψηφίας των εργαζομένων για μια άλλη πολιτική προς όφελός τους. Με την κομμουνιστική ψήφο στις 21 Μαΐου θ’ ακουστεί πιο ισχυρή η φωνή των εργαζομένων και μέσα στο κοινοβούλιο και με την οργάνωση στα ταξικά σωματεία θα γίνουν ισχυροί οι εργαζόμενοι ν’ αγωνίζονται και να διεκδικούν. Ψηφίζοντας το κομμουνιστικό κόμμα πρώτα απ’ όλα αυτή θα  είναι μια ψήφος υπέρ του πνεύματος της αντίστασης, αυτό το πνεύμα που τόσο λείπει και είναι τόσο αναγκαίο  στην εποχή μας. Ο εργαζόμενος ψηφίζοντας ΚΚΕ ψηφίζει το κόμμα που είναι δικό του, το κόμμα των εργατών, που  κουβαλά και ενσαρκώνει τις ελπίδες και την πίστη τους, τη θέλησή τους για έναν καλύτερο, πιο ανθρώπινο κόσμο, με περισσότερη αλληλεγγύη. Το να ψηφίζεις κομμουνιστές είναι να ψηφίζεις όλους αυτούς που παρά τις δυσκολίες και τη δυστυχία έδωσαν στο προλεταριάτο όλου του κόσμου την ελπίδα ενός δικαιότερου κόσμου, με τους αγώνες και τη θυσία τους.
              

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΤΟ ΤΗΛΕΧΕΙΡΙΣΤΗΡΙΟ

Στην τηλεμαχία, μόνο κατ’ όνομα, των αρχηγών των έξι πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη βουλή, ακούστηκαν σε περίληψη οι γνωστές θέσεις των κομμάτων, με τους δημοσιογράφους στην πλειοψηφία τους να διαμορφώνουν ερωτήσεις για γνωστές απαντήσεις στα γενικά ζητήματα που είχαν αποφασιστεί. Κάποιες ελάχιστες ερωτήσεις ήταν στοχευμένες κι απαιτούσαν συγκεκριμένες απαντήσεις, (π.χ. για τις υποκλοπές στον Κ. Μητσοτάκη) ιδιαίτερα στους αρχηγούς των δυο πρώτων κομμάτων, ενώ και κάποιες άγγιζαν τα όρια της γραφικότητας (π.χ. ερώτηση για το ενεργειακό αποτύπωμα του Γ. Βαρουφάκη).
         Κι αυτή η τηλεμαχία δεν αποτελεί παρά ένα μικρό λιθαράκι σε μια δομή εξουσίας που έχει επενδύσει για την κυριαρχία της στη συναίνεση, χειραγωγώντας τις μάζες. Όσο με την ψυχολογική χειραγώγηση ελέγχεται η όποια λαϊκή δυσαρέσκεια, η κυρίαρχη εξουσία θα συνεχίζει να εμφανίζεται ως ήπια δύναμη με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της βέβαια πάντα σε επιφυλακή ή σε επιλεκτικές δράσεις. Οι δε υποψήφιοι των εκλογών που θα προβάλλονται θα είναι όσοι εξαίρουν την ανωτερότητα της αστικής δημοκρατίας, δηλώνουν το σεβασμό τους για τις αγορές, εκφράζουν το θαυμασμό τους για τους επενδυτές, τονίζουν τη σημασία των εργοδοτών για τη δημιουργία του πλούτου. Η αστική τάξη πια δεν χρειάζεται να νοθεύει τις εκλογές, αρκεί να χρηματοδοτεί και να υποστηρίζει τους υποψηφίους της, που δεν βρίσκονται βέβαια μόνο σε ένα κόμμα. Με όλο το μηχανισμό των μέσων ενημέρωσης που ελέγχεται από την κυρίαρχη εξουσία έχει η τελευταία τη δυνατότητα να εμφανίζει σε ωραίες συσκευασίες κατασκευασμένους πολιτικούς, εκτελεστικά όργανα της άρχουσας τάξης. Κι αν όλα σχετικά με την πολιτική μας φαίνονται ψεύτικα, είναι επειδή είναι. Η εξουσία της κυρίαρχης τάξης διαποτίζει τα μέσα ενημέρωσης, τις διαδικτυακές υπηρεσίες μας, την τέχνη μας, κυριολεκτικά όλη την κυρίαρχη κουλτούρα, διαποτίζει τα πάντα σε τέτοιο βαθμό που να πείθει ότι αυτός ο κόσμος της αδικίας είναι ένας φυσικός και αποδεκτός κόσμος. 
            Γι’ αυτό και ο λόγος του ΚΚΕ για έναν άλλο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για έναν άλλο κόσμο που δεν στηρίζεται στον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωση της παραγωγής απαξιώνεται σαν ουτοπικός και ανεφάρμοστος. Γιατί κοιτώντας και οι εκμεταλλευόμενες τάξεις με τα μάτια των εκμεταλλευτών τους θεωρούν απόλυτα φυσικό την επιδίωξη κέρδους ακόμα και από το νερό και το φαγητό των ανθρώπων. Κι έτσι αποδέχονται ως μεγάλη παραχώρηση αν και μόνο συζητείται η μείωσή κερδών από την εκμετάλλευση των βασικών αγαθών, όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα. 
 Στην τηλεμαχία, συγκεντρωμένα και τα τέσσερα αστικά κόμματα που εκπροσωπούνται στη βουλή προσπαθούν να αναδείξουν τις διαφορές τους και καταλήγουν να διαφοροποιούνται από τις προσωπικότητες των αρχηγών τους. Μεγάλη η ποικιλία: Ο αλαζονικός πλούσιος γόνος μικροπολιτικός, ο καιροσκόπος πολιτικάντης, ο άχρωμος διεκπεραιωτής πολιτικών υποθέσεων, ο φασίστας πολιτικός απατεώνας, ο νάρκισσος κενολόγος. Όλοι τους κόπτονται για τα λαϊκά συμφέροντα, μιλούν εξ ονόματος των μεγάλων μαζών, κολακεύουν τους εργαζόμενους. Εκμεταλλεύονται τα οφέλη της τεχνολογίας για να προωθούν απλοϊκές αφηγήσεις που ενισχύουν τη δημοτικότητά τους. Λίγο πολύ μοιράζονται παρόμοια χαρακτηριστικά όσον αφορά τον τρόπο προβολής τους και τις αφηγήσεις που διαδίδουν. Τέτοια είναι η προβολή του αρχηγού ως αποφασιστικού ηγέτη με ισχυρή θέληση ή η παρουσίαση του ως σωτήρα με την αξιοποίηση της απογοήτευσης των πολιτών από τη διαφθορά και την ανικανότητα για αντιμετώπιση της φτώχειας και ανισότητας, η έμφαση σε ένα πρόβλημα, συνήθως η εγκληματικότητα ή το μεταναστευτικό, για να αυξηθεί το αίσθημα ανασφάλειας που συσπειρώνει και δικαιολογεί την κρατική βία, ο ισχυρισμός για τη τεχνοκρατική διέξοδο στην πολιτική. 
          Στις εμφανίσεις των πολιτικών στα μέσα ενημέρωσης περισσότερο σημασία δίνεται στη διαχείριση της πολιτικής και προσωπικής εικόνας των πολιτικών και λιγότερο λαμβάνεται υπόψη η αντιπαράθεση ιδεών και προγραμμάτων. Αν θεωρήθηκε επιτυχημένη η εμφάνιση του Κ. Βελόπουλου είναι γιατί ως γνώστης του τηλεοπτικού μάρκετινγκ, χωρίς αναστολές (δεν δίσταζε να πουλήσει επιστολές του Ιησού) αμύνθηκε με επίθεση, χρησιμοποίησε ένα λόγο απλό με μικρές φράσεις που μοιάζανε διαφανείς και με ανάλογη θεατρικότητα φάνηκε απόλυτα σίγουρος, ενώ εσκεμμένα το περιεχόμενο του λόγου του ήταν συγκεχυμένο. Όσοι θεώρησαν πετυχημένη την εμφάνισή του την είδαν ως θεατές. Μόνο που όταν ο πολίτης μεταμορφώνεται, χωρίς να το συνειδητοποιεί, σε απλό θεατή μιας εξουσίας σε αναπαράσταση, καταλήγει παθητικός και χειραγωγημένος πολίτης. 
          Έχουμε προχωρήσει σε μια εμπορική και υπερμεσολαβημένη εκδοχή της πολιτικής και στις εκλογές αυτό διογκώνεται, με τους πολιτικούς αρχηγούς να προσπαθούν να δαμάσουν την εικόνα τους. Κι αυτές συνεχίζουν, αν και σε μικρότερο ποσοστό από παλιότερα, να θεωρούνται από την πλειονότητα των ανθρώπων σε κάθε χώρα ως μια ευκαιρία για να μιλήσουν και ενδεχομένως να αλλάξουν την πολιτική της χώρας τους, ακόμη και όταν είναι σοκαρισμένοι που οι εκλογές απλά δεν το επιτρέπουν. Μόνο όμως όταν υπάρχει η πίεση από ένα οργανωμένο λαϊκό κίνημα η άρχουσα τάξη με τα κόμματά της μπορεί να διαπραγματευτεί, να υποχωρήσει και πραγματικά να αλλάξουν οι πολιτικές. Γι’ αυτό η ψήφος στο ΚΚΕ δεν είναι χαμένη ψήφος, επειδή αρνείται κυβερνητική σύμπραξη με αστικά κόμματα. Η πραγματική λαϊκή δύναμη δεν εκφράζεται με την ψήφο σε κόμματα με το κριτήριο του λιγότερου κακού, αλλά με την υπερψήφιση του ΚΚΕ που οργανώνει και κατευθύνει το λαϊκό κίνημα. 
          Στην ιδέα ότι οι εκλογές είναι η έκφραση της λαϊκής θέλησης, συμπυκνώνονται οι ευσεβείς πόθοι των λαϊκών μαζών, διαπαιδαγωγημένοι από την αστική προπαγάνδα ότι οι αστικές εκλογές επιτρέπουν στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος του πληθυσμού να εκφραστεί. Μόνο που δίνουν φωνή σε ψεύτικους φίλους, τί ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και αληθινούς εχθρούς, όπως ή κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη. Κι αν δεν αλλάζουν την κοινωνία οι εκλογές, όμως δίνουν την ευκαιρία για συσπείρωση των λαϊκών μαζών μέσα από το κομμουνιστικό κόμμα, για να δοθούν οι αγώνες σε όλα τα πεδία, στο δρόμο και στη βουλή.

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

Με την νομοθετική ρύθμιση που από κοινού Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ ψήφισαν, η οποία συμπληρώθηκε με νέες τροπολογίες, ώστε οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου να είναι νομότυπες και να μην αμφισβητούνται (για «ενίσχυση της δικαστικής κρίσης» μίλησε ο Μ. Βορίδης) αποκλείστηκε από τον Άρειο Πάγο από τις εκλογές το νέο  κόμμα «ΕΛΛΗΝΕΣ», του καταδικασμένου ως μέλους της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής Η. Κασιδιάρη.
            Ο πρόεδρος της Ν.Δ Κ. Μητσοτάκης βρήκε πάλι μια ευκαιρία για να αισθανθεί υπερήφανος «ως προοδευτικός, δημοκρατικός πολίτης», γιατί πρωτοστάτησε η παράταξή του για τον αποκλεισμό του Η. Κασιδιάρη από τις εκλογές, όταν στο κόμμα του έχουν βρει στέγη   σε υπουργικές μάλιστα θέσεις, η φασιστική τριάδα η προερχόμενη από το ΛΑΟΣ,  ο Μ. Βορίδης, ο Α. Γεωργιάδης, ο θ. Πλεύρη. Τόσο οι αλλεπάλληλές τροπολογίες της κυβέρνησης για απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές του κόμματος Κασιδιάρη όσο και η τροπολογία που κατέθεσε ο  ΣΥΡΙΖΑ και συνέδεε την απαγόρευση κόμματος  με τα άρθρα 187 και 187Α του τρομοκρατικού νόμου, στην ουσία δεν αποβλέπουν παρά στην «εφαρμογή ενός επικίνδυνου νομοθετικού πλαισίου, που δίνει τη δυνατότητα στον ‘Αρειο Πάγο, σε κάθε εκλογική μάχη να προχωράει σε ένα διευρυμένο έλεγχο της λειτουργίας, της δράσης των εσωτερικών των κομμάτων και να μπορεί οι δικαστές να ζητούν την συνδρομή υπηρεσιών ασφαλείας όπως και της ΕΥΠ», όπως επεσήμανε η αγορήτρια στην κοινοβουλευτική επιτροπή Μαρία Κομνηνάκια. Το ΚΚΕ δεν σταματά να τονίζει ότι ο φασισμός δεν αντιμετωπίζεται με νομοθετικές ρυθμίσεις, αμφιβόλων μάλλον σκοπιμοτήτων, αλλά με την  οργανωμένη δράση και πάλη.
Σημαντικό για την καταπολέμησή του φασισμού  είναι να κατανοηθεί ο ίδιος και οι  αιτίες   που πυροδοτούν την άνοδό του.  Ο κυρίαρχος λόγος  για το φασισμό αποκρύπτει τη σχέση του με τον καπιταλισμό, συμβάλλοντας στο να συνηθίσουμε την αποσύνδεσή του από την ταξική του διάσταση. Ο φασισμός είναι ένας τρόπος διαχείρισης της ταξικής σχέσης σε ένα πλαίσιο οικονομικής και πολιτικής κρίσης που απειλεί τις κυρίαρχες τάξεις.  Το να προσεγγίζεται ο φασισμός μόνο μέσα από τις ναζιστικές η μουσολινικές μορφές του αποκρύβει το γεγονός ότι ο φασισμός ως μορφή εξουσίας είναι προικισμένος με μια ιστορική δυναμική, δηλ. προσαρμόζει τις μορφές του στις ανάγκες του πλαισίου, διατηρώντας όμως την ουσία του. Ο φασισμός δεν έχει ποτέ καθαρή μορφή, είναι πάντα ιστορικά και εθνικά τοποθετημένος.
Επομένως, η ιστορική μεταβλητότητα του φασισμού κάνει απαραίτητη τη συστημική ανάλυση του φαινομένου, γιατί δεν είναι ποτέ απλώς η πράξη ενός ανθρώπου και της τρέλας του ή μιας φασιστικής οργάνωσης που παίρνει από μόνη την εξουσία και αψηφά τη «δημοκρατία».  Μια κατακερματισμένη προσέγγιση του φασισμού μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τους δεσμούς μεταξύ των διαφορετικών του διαστάσεων,  δηλαδή αποκρύπτει τη συστημική διάσταση του. Γιατί ο φασισμός  δεν είναι μόνο η βίαιη ή δικτατορική μορφή του, στην αντίθεσή του  στη δημοκρατία που σε πολλές περιπτώσεις είναι κι αυτή εξίσου βίαιη. Ούτε μπορεί να περιοριστεί ένας ορισμός του στη ρατσιστική του διάσταση, γιατί αν ιστορικά ο ρατσισμός είχε πάρει μια βιολογική μορφή, μετά την ήττα του ναζισμού, στις μέρες μας παίρνει μια πολιτισμική μορφή, με μια εκδοχή του την ισλαμοφοβία.
Ο σύγχρονος φασισμός μπορεί να πάρει νέες ιστορικές μορφές, χωρίς να είναι απαραίτητο να  παρελάσει απαραίτητα με μαύρα πουκάμισα. Μπορεί κάλλιστα να προκύψει από την καρδιά του σημερινού κρατικού μηχανισμού και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που υπάρχει σήμερα. Μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας ποιοτικής αλλαγής στα μέλη ή τη λειτουργία της «δημοκρατικής» τάξης. Νόμοι αντιμεταναστευτικοί, αντισυνδικαλιστικοί ή αντεργατικοί μπορεί να ανοίξουν το δρόμο για  εκφασισμό του κρατικού μηχανισμού.  
 Όλες οι εξηγήσεις που αποσυνδέουν το φασισμό από την υλική του βάση επικεντρώνουν τον αγώνα  στην εξάλειψη ή την εξουδετέρωση των «διαταράξεων» και προκρίνουν απαγόρευση μιας οργάνωσης ή την καταδίκη ενός ηγέτη, την προώθηση ενός δημοκρατικού μετώπου εναντίον του κλπ. όπως συμβαίνει με τον Κασιδιάρη και το κόμμα του. Αφήνοντας έτσι κατά μέρος  το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που γεννά αυτές τις διαταράξεις, όπως σε μας τη Χρυσή Αυγή, που ενθαρρύνει τους φασίστες σε ορισμένες στιγμές και που τους καλεί στην εξουσία όταν κινδυνεύει σοβαρά.  Ο φασισμός δεν είναι ένα ατύχημα στη δημοκρατική ιστορία. Οι αναλύσεις που συνδέουν τον φασισμό και την ταξική ανάλυση υπογραμμίζουν ότι ο φασισμός αναπτύσσεται όταν η κυρίαρχη τάξη αισθάνεται ότι απειλείται από την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων, ότι γίνεται αναγκαιότητα για αυτήν την τάξη όταν έρχεται αντιμέτωπη με μια κρίση νομιμότητας και μια κρίση κυβερνησιμότητας. Είναι επομένως η άρχουσα τάξη που απευθύνεται στον φασισμό όταν η δύναμή της φαίνεται ποικιλοτρόπως να απειλείται.
Δεν θα αρκεί λοιπόν η εξάλειψη των φασιστών ή η εξουδετέρωση τους, ακόμα και αν είναι φυσικά απαραίτητο, για την οριστική εξάλειψη του φασισμού. Ένας συνεπής αντιφασίστας είναι αυτός που δεν αρκείται να πολεμήσει τους ξεκάθαρους φασίστες αλλά  επεκτείνει τον αγώνα στο κοινωνικό σύστημα που τον γεννά. Ένας συνεπής αντιφασισμός δεν μπορεί παρά να είναι αντικαπιταλισμός.
Βέβαια, οι ίδιες οι φασιστικές ομάδες δεν διστάζουν να παρουσιάζονται ως επαναστάτες ή αντικαπιταλιστές ή ότι είναι κατά της παγκοσμιοποίησης, της Ευρώπης του κεφαλαίου κλπ. Μόνο που ο ψευδο «αντικαπιταλισμός» των φασιστών δεν είναι ποτέ η κριτική του καπιταλισμού ως συστήματος, αλλά  είναι η κριτική στον καπιταλισμό άλλων χωρών. Όπως συνέβη σε μας στο απόγειο της κρίσης που οι φασίστες καταφέρονταν εναντίον της Γερμανίας, οδηγώντας ουσιαστικά στην υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής μας τάξης.
Εξάλλου, ο όρος ολοκληρωτισμός» έχει προωθηθεί ιδεολογικά για να συνδυάσει τις αντικαπιταλιστικές θεωρίες και τον φασισμό. Σ’ όλη την Ευρώπη προωθείται η θεωρία ότι  ο ναζισμός και ο κομμουνισμός ανήκουν στην ίδια κατηγορία καθεστώτων. Με αυτόν τον τρόπο, απονομιμοποιούνται όλοι οι αγώνες κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης, που  θα παρουσιάζονται όλοι ως φασισμοί, ενώ ο καπιταλισμός θα μένει στο απυρόβλητο και καμιά ελπίδα μετασχηματισμού της κοινωνίας δεν θα υπάρχει, εκτός από βελτιώσεις στο υπάρχον σύστημα.   
Μόνο που ο καπιταλισμός είναι πρώτα απ' όλα ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση, δηλαδή στον εκβιασμό της υπεραξίας. Το να είσαι αντικαπιταλιστής σημαίνει να ενεργείς για να καταρρίψεις αυτό το σύστημα και να το αντικαταστήσεις με ένα άλλο απαλλαγμένο από εκμετάλλευση, δηλαδή χωρίς ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δηλ. το κομμουνιστικό.  Αυτός είναι ο λόγος που οι φασίστες δεν μπορούν να είναι αντικαπιταλιστές και γι’ αυτό ο κυρίαρχος λόγος θέλει να τον εξισώσει με τον κομμουνισμό για να σβήσει τις ελπίδες των ανθρώπων για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.  
Και γι’ αυτό σ’ αυτές τις εκλογές θα πρέπει να ενισχυθεί η δύναμη του ΚΚΕ, γιατί « μόνο το ΚΚΕ αποτελεί πραγματική εγγύηση για την ανάπτυξη μαζικών, αποφασιστικών αγώνων για την υπεράσπιση του λαού έξω και μέσα στη Βουλή»