Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο δύσκολος και όλα τα περιθώρια  ελπίδας στενεύουν, με υπεκφυγές, ωραιοποιήσεις κα ψεύτικες αλήθειες χτίζεται τα τελευταία χρόνια  ο δρόμος που μας οδηγεί στον όλεθρο. Μέσα στη βαριά κρίση που περνάμε μοιάζει το φαινόμενο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής να διαμορφώνεται από ανθρώπους που ανέχτηκαν, υποτάχτηκαν, στήριξαν κάθε επιλογή του κεφαλαίου εις βάρος των εργαζομένων. Βουλευτές, υπουργοί,  δημόσιοι λειτουργοί ή επίδοξοι μνηστήρες  ακόμα και μικρών εξουσιών με τη μέθοδο της θωπείας καταπιεσμένων φιλοδοξιών για διακρίσεις και προβολές δέχονται με τις ενέργειές τους από τη μια να εφαρμόζουν τις επιλογές των κυρίαρχων κέντρων, από την άλλη με το λόγο τους να υποστηρίζουν τις επιλογές αυτές. Κι έτσι εμείς να εξοικειωνόμαστε με την αθλιότητα της ζωής μας, να εξοντωνόμαστε ηθικά και να εξουδετερωνόμαστε πολιτικά. Για τη  γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας να περιοριζόμαστε σε παραδείγματα ή μεμονωμένα οικονομικά στοιχεία και να  απεμπολούμε εκείνα τα εργαλεία κοινωνικής ανάλυσης που θα επέτρεπαν την ερμηνεία της πραγματικότητας. Κι αν ανεκδιήγητοι τύποι σαν τον Θ. Τζήμερο εκχυδαΐζοντας τελείως τον πολιτικό λόγο εμφανίζονται ασυστόλως να  απορρίπτουν τον Μαρξ ως … «τεμπελχανά», ακόμα κι αν μοιάζει για αφέλεια στην τελική δεν είναι.
Εδώ και χρόνια, και τώρα αυτό έχει ενταθεί, η βασική προσπάθεια της κυρίαρχης εξουσίας, με τη βοήθεια μάλιστα των ΜΜΕ και τη διακριτική αρωγή του πανεπιστημιακού λόγου, είναι να παραπλανήσουν τις υποτελείς τάξεις για να μην μπορούν να κατανοήσουν την κοινωνική πραγματικότητα που βιώνουν. Γιατί η ανάπτυξη αντίστασης από τις υποτελείς τάξεις  ενάντια στις επιλογές του κεφαλαίου εξαρτάται από αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες που έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη ταξικής συνείδησης και ερμηνεία της πραγματικότητας. Απαραίτητη λοιπόν γι’ αυτό είναι η  υιοθέτηση μιας επιστημονικής μεθόδου ανάλυσης για την κατανόηση της πραγματικότητας, γιατί αν αυτή δεν γίνει κατανοητή δεν μπορεί και να αλλάξει. Κι αν  ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός, σαν επιστημονική βάση θεώρησης του κόσμου και οδηγός για επαναστατική δράση ατέλειωτα χρόνια διωκόταν κι άλλα τόσα παραποιούνταν με διάφορους τρόπους ήταν γιατί μπορούσε να οδηγήσει στο μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η γνώση του μηχανισμού  του καπιταλιστικού  τρόπου παραγωγής,  της πηγής και της ουσίας της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την κυρίαρχη τάξη ανοίγει τους δρόμους για την ταξική πάλη  της εργατικής τάξης και τις μορφές που κάθε φορά θα παίρνει.
Χρόνια όμως τώρα έχοντας πνιγεί κάτω από τόνους ενημερωτικής λάσπης και  επιστημονικών φλυαριών είμαστε ανίκανοι να κατανοήσουμε την κοινωνική πραγματικότητα που βιώνουμε. Ακόμα και η ιστορική μνήμη μας έχει παροπλιστεί, εφόσον τόσα χρόνια επιστρατεύονται μέθοδοι  νόθευσης και παραποίησης της ιστορίας.  Χρησιμοποιούνται κουρέλια από παλιές σημαίες –όλοι στα χρόνια του μνημονίου θυμούνται το ΕΑΜ- για περιστασιακή εκτόνωση, συσκοτίζοντας την γνώση για την εποχή που σήκωσε αυτές τις σημαίες αλλά και για τα χέρια που τις κράτησαν, με αποτέλεσμα ούτε εκείνη την κοινωνική πραγματικότητα να κατανοούμε ούτε την τωρινή. Και καταλήγουμε στην μοιρολατρική αποδοχή  της υπάρχουσας κατάστασης ανίκανοι, χωρίς εργαλεία, ν’ αναλύσουμε την αντικειμενική πραγματικότητα, να συνειδητοποιήσουμε  τη σημασία των λαϊκών μαζών για τη μετατροπή της δυνατότητας μετασχηματισμού της κοινωνίας σε πραγματικότητα.
Γι’ αυτό και είναι μεγάλος ο κίνδυνος να γίνουμε ευνοϊκό ακροατήριο,  τσακισμένοι και ηττημένοι όπως είμαστε νιώθοντας  θύματα ακατανόητων  δυνάμεων, για τους φασίστες. Που υπόσχονται να ενισχύσουν την ενότητα των ελλήνων που δεινοπαθούν, να υπερασπιστούν την καθαρότητα των ελλήνων που απειλούνται από την μετανάστευση και την ταπείνωση των μνημονίων,  που διαφημίζουν πως είναι αφοσιωμένοι στην επιτυχία ενός αγώνα όπου ισχύουν οι νόμοι του Δαρβίνου. Κι έτσι να ξεστρατίσουν οι  όποιες αγωνιστικές κινητοποιήσεις, να συσκοτιστεί η συνειδητοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας και της δικής μας θέσης σ’ αυτήν. Μη αναγνωρίζοντας την κοινωνική πραγματικότητα ψάχνουμε μαζί με τον κυρίαρχο λόγο  κοινά χαρακτηριστικά με τα προπολεμικά φασιστικά κινήματα και δεν δίνουμε προσοχή  στις λειτουργίες που πληρούν,  στις συνθήκες που τους ανοίγουν χώρο, την κατάσταση των κυρίαρχων ομάδων εξουσίας  που τις βάζει στον πειρασμό να ζητήσουν βοήθεια από τη σκληρή εφεδρεία τους. Και παραβλέπουμε ή δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο ο κυρίαρχος λόγος  είναι ρατσιστικός και μπορεί να εφάπτεται με των φασιστών όταν ακούμε, σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ, τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Ν. Δένδια να χαρακτηρίζει σαν τραγική  την ποιότητα και τη διαφορά κουλτούρας των μεταναστών που υποδεχόμαστε, συμπληρώνοντας ότι βέβαια δεν υποτιμά κανένα. Γιατί βέβαια η αστική ιδεολογία διακηρύσσοντας  την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους δεν είναι ασυνεπής προς τον εαυτό της. Η ισότητα που διακηρύττει απλώς  απαιτεί από  τους …υπανθρώπους  να εξανθρωπιστούν προς τον τύπο ανθρώπου της Δύσης που ενσαρκώνει η ίδια.
Όσο η εξαθλίωση προλεταριοποιεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τόσο πιο  συμπαγής και συνεπής στο στόχο  θα γίνεται ο κυρίαρχος λόγος σε όλες τις εκφάνσεις του (μέχρι και το φασισμό),  σε όλες τις παραλλαγές των εκπροσώπων του (μέχρι και τύπων σαν το Θ. Τζήμερο). Και όλο και σκληρότερες κι απαξιωτικές οι επιθέσεις στο μαρξισμό, ευθέως ή εμμέσως.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΚΥΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΑ



Σε δηλώσεις του  ο Β. Σόιμπλε από το παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ  του Νταβός  παραδέχεται ότι οι κοινωνικές επιπτώσεις  από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων  στη χώρα μας «δεν ήταν ασήμαντες» συμπληρώνοντας κυνικά ότι δεν θα ήθελε να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα στη Γερμανία, αφού «Αυτό που πρέπει να υπομείνουν οι Έλληνες είναι απίστευτο»
               Στην εγχώρια πολιτική σκηνή ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη  Ν. Δένδιας σχετικά με την επικινδυνότητα της  17Ν που έγινε ξανά πρώτη είδηση  με την απόδραση Ξηρού δηλώνει πως  «όλα εξετάζονται και όλα αξιολογούνται» συμφωνώντας με τον ίδιο κυνισμό με τον  πρωθυπουργό Σαμαρά που χαρακτήρισε σαθρό το σωφρονιστικό σύστημα, την ίδια στιγμή που οι ίδιοι ασκούν την εκτελεστική εξουσία και η λειτουργία του είναι στη δική τους ευθύνη.
               Κι από κοντά ο λόγος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που αν ακόμα δεν έχει φτάσει τα όρια του κυνισμού του κυβερνητικού λόγου τον συναγωνίζεται μ’ επιτυχία. Η χθεσινή ατάκα του εκπρόσωπου τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Π. Σκουρλέτη  στην εκπομπή enikos, ότι η χώρα έχει πλεονεκτήματα στον αγροτικό τομέα και μπορεί να κατορθώσει να   είναι  ο «καθαρός λαχανόκηπος» της Ευρώπης, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
                 Ευρωπαϊκά και εγχώρια ο ίδιος κυνισμός διακρίνει τα μέλη του πολιτικού συστήματος. Ο κυνισμός στη συμπεριφορά και τα λόγια  τον τελευταίο καιρό τείνει να ταυτιστεί με την ειλικρίνεια, ενώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά χλευασμός της εξουσίας απέναντι  στις πεποιθήσεις και συμπεριφορές ενός πολιτικού σώματος που διαπαιδαγωγήθηκε μάλιστα με τις κυρίαρχες ιδέες που οι πολιτικοί αυτοί επικαλούνται για δικαιολόγηση των επιλογών τους. Αυτός ο κυνισμός της δύναμης εκφράζεται πια απροκάλυπτα από τις κυρίαρχες ομάδες που ασκούν εξουσία και μοιάζει να είναι πολύ σίγουροι για την εξουσία τους όταν προκαλούν με τέτοιο τρόπο ακόμα και τη λογική μας, ενώ μιλούν για εξορθολογισμό της πολιτικής. Και  η αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση όσο περνά ο καιρός αποκαλύπτει τα πραγματικά βασικά χαρακτηριστικά της  φυσιογνωμίας της, ενώ φαίνεται ότι εγκαταλείπει  όχι βέβαια  την ανύπαρκτη έτσι κι αλλιώς  ανατρεπτική προοπτική της, αλλά κι εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι συνεχίζουν  να συντηρούν  τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε καθεστωτικές και  αριστερές δυνάμεις. Αγωνίζεται να πείσει ότι  εγγυάται την αποδοχή  από τη μεριά των εργαζομένων των  νέων σχέσεων με το κεφάλαιο κι ακόμα και  την ακινησία τους κερδίζοντας την αναγνώριση σαν υπεύθυνη πολιτική δύναμη και την ισότιμη ένταξή της  στο πολιτικό παιχνίδι.
               Τελικά αναρωτιέται κανείς αν αυτός ο κυνισμός στον πολιτικό λόγο δεν αποβλέπει στο να ασκηθούμε στο ανορθόλογο επιχείρημα για να αποδεχτούμε τελικά άκριτα όλες τις επιλογές του κυρίαρχου συστήματος. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές επιλογές μας εξαθλιώνουν κι ενώ μας συγχαίρουν γιατί δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα την εξαθλίωσή μας συγχρόνως μας ταπεινώνουν συγκρίνοντάς μας με άλλους λαούς που δεν θα το αποδέχονταν. Ο εγχώριος κυβερνητικός λόγος  βρήκε ή δημιούργησε την ευκαιρία με την απόδραση Ξηρού για να μεγεθύνει  το πρόβλημα της τρομοκρατίας αναγνωρίζοντας όμως την ανικανότητά του να …εξυγιάνει το σωφρονιστικό σύστημα. Η αριστερή αντιπολίτευση με τον θωπευτικό της λόγο προσπαθεί να δείξει  ότι βρίσκεται στην αντίπερα όχθη και δεν είναι η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος.  Κι έτσι κάπου εκεί ανάμεσα στα εύγε στους υπουργούς και στο λαό, στις κατηγόριες στο λαό και τις προσδοκίες για το μέλλον χάνεται ο πολιτικός λόγος, μετατρέπεται σε ηθική καταγγελία που στρέφεται ενάντια στις υποτελείς τάξεις και για να γίνει και πιο πειστικός και ενάντια σε διεφθαρμένους πολιτικούς. Συνηθίζουμε στον κυνισμό του κυρίαρχου συστήματος γιατί αποδεχτήκαμε την ενοχή μας για την κρίση του.
 Στις μέρες μας οι μελλοντικοί παράδεισοι, η ακατάσχετη επίκληση οικονομικών και μαθηματικών όρων σαν μέσο ερμηνείας κοινωνικών καταστάσεων συνοδεύονται από ηθικού περιεχομένου επιχειρήματα που αποδεικνύονται αποτελεσματικά στην κοινωνική χειραγώγηση.  Η  υπόσχεση για έξοδο από τα μνημόνια και  βελτίωση των οικονομικών δεικτών συμβαδίζει με μια κυνική  γλώσσα που δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις για  τις ευθύνες της κρίσης και την ορθότητα της μονομέρειας των αριθμών, που αναφέρονται σε   ελλείμματα, χρέος κλπ. χωρίς ν’ απαιτείται όμως και η απόδειξη που  να  στηρίζεται στην πραγματικότητα.  Πολιτικοί και οικονομολόγοι αναμασούν τα περί ιδιωτικοποιήσεων, σταθεροποίησης χρέους, ενοχής των υποτελών τάξεων. Δεν πάνε παραπέρα όμως  για να αποδείξουν τις βαθύτερες σκέψεις των μέτρων  της οικονομικής πολιτικής για την οποία δηλώνουν την συγκατάθεσή τους ή προτείνουν κιόλας ανεπιφύλακτα. Κι ενώ ομολογείται ο σκληρός χαρακτήρας των μέτρων, περισσότερο όμως  ακούγονται  ή γράφονται  σύμβολα πίστης  στους νόμους της αγοράς, τον εξυγιαντικό αυτορρυθμιστικό χαρακτήρα της  παρά ποια στρατηγική εξυπηρετείται. Κι έτσι πολύ εύκολα καταλογίζονται αυθαίρετα οι ευθύνες και οι έπαινοι εκεί όπου ο κυρίαρχος λόγος βολεύεται, για να νομιμοποιήσει τη μονοκρατορία του.
Στη χώρα μας, και όχι μόνο, ο καπιταλισμός όταν αντιμετώπισε δυσχέρειες επιστράτευσε όλα  τα μέσα για να μετατρέψει τη δυσκολία του σε πλεονέκτημα, αποστερώντας δικαιώματα από τους εργαζόμενους και υποβιβάζοντας το επίπεδο διαβίωσης. Η δοκιμασία μιας μακροχρόνιας εξαθλίωσης, με τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο να πλειοδοτεί σε  κυνισμό, ωραιοποιήσεις και κενές υποσχέσεις αμβλύνει προοδευτικά τις συνειδήσεις, ευτελίζει ακόμα και καθιερωμένα ιδανικά ασκώντας καταλυτική επίδραση, σαν θανατηφόρα αρρώστια,  στην κοινωνία. Καταλήγουμε σε μια εξοικείωση με την υπάρχουσα κατάσταση αναζητώντας έναν αμοιβαίο συμβιβασμό  μαζί της, πράγμα που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Και μένει αντιπολιτευτική στο σύστημα δύναμη μόνο ο πολιτικός λόγος του Κομμουνιστικού Κόμματος το οποίο μπορεί να οργανώσει εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλουν να αγωνιστούν για την ανατροπή διαμορφώνοντας την απαραίτητη ιδεολογική και πολιτική τους βάση.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ



   Νέα τραγωδία με μετανάστες, αφγανούς και σύρους, αυτή την φορά  στο Αιγαίο.  Η κυρίαρχη τάξη χύνει κροκοδείλια δάκρυα κι εκφράζει την αποδοκιμασία της, γιατί  έχοντας εξαρτημένο τον κόσμο  από τη δύναμή της, της είναι ακόμα εύκολο να εκφράζει τις ανθρωπιστικές  ιδέες της  με γενικοποιητικές τάσεις μεταμφιέζοντας τους ρατσισμούς της, για να φανεί ότι μένει ανέγγιχτη η πίστη της για τα ανθρώπινα δικαιώματα και αξιοπρέπεια. Μόνο που ο υπουργός ναυτιλίας Μ. Βαρβιτσιώτης είτε από μικροπολιτικές σκοπιμότητες για να εξευμενίσει και το φασιστικό του ακροατήριο είτε από  ανικανότητα να κρύψει την ιδεολογική του ένδεια είτε από κυνισμό εξαιτίας της σιγουριάς του για την εξουσία του,  με τη δήλωσή του αποκάλυψε την πραγματική πολιτική της κυρίαρχης τάξης, όπως εκφράζεται στη χώρα μας. Αναφερόμενος στο συγκεκριμένο περιστατικό στο Φαρμακονήσι και τις δηλώσεις του επιτρόπου του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που κατηγορεί την κυβέρνηση για τη συμπεριφορά της στους μετανάστες ανάμεσα στ’ άλλα επισήμανε: «Δεν μπορούν όλα αυτά να αποτελούν αντικείμενο χαζής εκμετάλλευσης, δεν πιστεύω ότι κανείς θέλει να ανοίξουμε τις πύλες και όλοι οι μετανάστες να απολαμβάνουν άσυλου στη χώρα».  Είναι ακριβώς πάνω σ΄ αυτή τη λογική, που εδράζεται στο φόβο της αύξησης των μεταναστών, που ο φασισμός απόκτησε λόγο και αύξησε τη δύναμή του τα τελευταία χρόνια.
                  Για χρόνια στους λαούς και πολιτικούς της Ευρώπης είχε επικρατήσει  μια ευρωπαϊκή στάση όπου η ευημερία αποτελεί το ύψιστο πολιτικό αγαθό, ενώ η ειρήνη  θεωρούνταν  αυτονόητη, θεωρώντας εξαίρεση και  το βομβαρδισμό της πάλαι ποτέ ενιαίας  Γιουγκοσλαβίας χρεώνοντάς το σχεδόν ολοκληρωτικά σε  ηγέτες τύπου Μιλόσεβιτς, απομεινάρια παλιών καθεστώτων. Σε αναζήτηση αξιών που να ευνοούν την  ιδεολογική ενοποίηση και να πείθουν τους πολίτες των ευρωπαϊκών κρατών να παραβλέψουν αξίες των εθνικών κρατών προωθείται το φαινομενικά  απολιτικό τρίπτυχο ειρήνη, ασφάλεια, ευημερία, που δεν προσφέρεται για ενεργό συμμετοχή των πολιτών, οι οποίοι αποκομμένοι κι αδιάφοροι για τη συγκρότηση της  πολιτικής των χωρών τους την αναθέτουν σε επαγγελματίες και ειδικούς. Η αστική δημοκρατία φτάνει να θεωρείται  ότι αποτελεί  τη διαδικασία  πολιτικής οργάνωσης μεμονωμένων ανθρώπων, εκείνο που προέχει  είναι ο άνθρωπος, ως τέτοιος. Ύψιστο αγαθό της ενοποιημένης Ευρώπης προβάλλεται μια δημοκρατία χωρίς εθνικισμό (ούτε λόγος βέβαια για την ταξική διάστασή της)  και κηρύσσεται η   αρχή της ανθρωπιάς  ως αρχή της πολιτικής. Γίνεται σχεδόν πιστευτό ότι η δημοκρατία της ενοποιημένης Ευρώπης έχει φορέα της όχι ένα συγκεκριμένο λαό αλλά την ανθρωπότητα.  Μόνο που συνεχίζει το σύνταγμα ενός κράτος να  ισχύει κατ’ αρχήν για τους πολίτες του, για το λαό του και   όχι για όλους  τους ανθρώπους πάνω στη Γη. Αυτοί που φιλοξενούνται στην επικράτειά του, οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, δεν είναι πολίτες του κράτους, γιατί δεν είναι μέλη του συγκεκριμένου λαού και έθνους. Μπορεί να έχουν  ανθρώπινα δικαιώματα, και άντε να τα διεκδικήσουν με τις δαιδαλώδεις δικαστικές διαδρομές, αλλά δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα. Η Ευρώπη πάντως διαθέτει επιτρόπους και ύπατους διαφόρων οργανισμών υπεράσπισης δικαιωμάτων που δεν παραλείπουν να υπερασπίζονται λεκτικά τον ανθρωπισμό.  Κάνει λοιπόν  κηρύγματα ανθρωπισμού, ενώ συγχρόνως κλείνει τα σύνορά της απέναντι σ’ αυτούς τους διάφορους  εισβολείς που προσπαθούν να διεισδύσουν σ’ αυτήν. Θέλει να αντικαταστήσει τον εθνικιστή με τον ευρωπαίο και καταλήγει η  ενωμένη Ευρώπη να είναι για τους Ευρωπαίους πολίτες και όχι βέβαια για όλους  τους ανθρώπους  πάνω στη γη. Διακηρύττει ότι υποστηρίζει καθολικές αξίες όπως οικουμένη, ανθρωπότητα που δίνουν την ιδεολογική επικάλυψη στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, ενώ συγχρόνως ζητά να συγκροτήσει έναν ενιαίο χώρο που  να υποστηρίζει τα σύνορά του.
                 Με την ενοποίηση της Ευρώπης διαφημίστηκε ότι η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίων καταλύει τα εθνικά οικονομικά σύνορα και δημιουργείται  ένας ενιαίος χώρος  οικονομικής δραστηριότητας,  αυτός της Ευρώπης,  που εξασφαλίζει την ατομική ελευθερία και στους πολίτες της, ο οποίος όμως  είναι κλειστός για όλους τους άλλους. Στην πράξη έχει οριοθετηθεί ο χώρος, η Ευρώπη,  και καλλιεργείται  χρόνια τώρα η κοινή βούληση των κατοίκων αυτού του χώρου να την υπερασπιστούν  ενάντια σ΄ ένα εχθρό που θέλει να επιβουλευθεί την ασφάλεια του χώρου αυτού, και υποδεικνύεται σαν τέτοιος οι μετανάστες.  Ο ανθρωπιστικός μύθος  της Ευρώπης καταρρέει ολοκληρωτικά στην πράξη, όταν  οι «εισβολείς» πληθαίνουν και η υπόσχεση για ευημερία διαψεύδεται. Και τότε  η απειλή της ανασφάλειας, ο φόβος της ανέχειας εύκολα ταυτίζεται σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού  με τους μετανάστες και πρόσφυγες.
                  Οι δηλώσεις  λοιπόν του Μ. Βαρβιτσιώτη δεν εκφράζουν παρά την κυρίαρχη ιδεολογία της ενωμένης  καπιταλιστικής  Ευρώπης που είναι δημιούργημα των δυνάμεων εκείνων που στηρίζουν το κεφάλαιο. Αν καταγγέλλεται ο κυνισμός του είναι γιατί ακόμα και τώρα οι υποτελείς τάξεις πρέπει να συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι οι ηχηρές διακηρύξεις για δικαιώματα στην  ενωμένη Ευρώπη ήταν πραγματικές επιδιώξεις της.
                Στο τέλος βέβαια πιθανόν να κατηγορηθούν λιμενικοί για συμπεριφορά προς τους μετανάστες που τους κόστισε τη ζωή, ώστε κι αυτό το γεγονός να καταγραφεί ως μεμονωμένο και να χρεωθεί σε μεμονωμένα πρόσωπα, στην προσπάθεια να μην αποκαλυφτεί το ψεύδος της κυρίαρχης ιδεολογίας του δήθεν ανθρωπισμού.  Μόνο που γενικά το είδος συμπεριφοράς που αναπτύσσουμε είναι σε συνάρτηση του χαρακτήρα του κοινωνικού καθεστώτος  και ειδικότερα τα κίνητρα και οι αξιολογικοί προσανατολισμοί της προσωπικότητας μας δεν είναι ανεξάρτητες από τις κοινωνικές ομάδες που ανήκουμε. Σε ένα λοιπόν πλαίσιο ανθρώπινου υποβιβασμού, φόβου για την ασφάλεια, όπου κυριαρχεί η αγωνία για επιβίωση και ο πανικόβλητος ατομισμός  δεν είναι δύσκολο  να εκτελεστούν εντολές οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με κάθε έννοια ανθρωπισμού. Το πιο φοβερό βέβαια είναι ότι τέτοιες εντολές, αφανισμού των εξαθλιωμένων που οι «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις της Δύσης δημιούργησαν, μοιάζει να εφαρμόζονται όλο και περισσότερο σ’ όλη την Ευρώπη, παρά τα κροκοδείλια δάκρυα που χύνονται μόνο όταν αποκαλυφτούν.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ



Κάτι τα σκάνδαλα, κάτι οι επικείμενες εκλογές, κάτι οι μικροπολιτικές αντιθέσεις το μείζον πρόβλημα της καπιταλιστικής επίθεσης συνεχίζει να θεωρείται  πρόβλημα προσώπων και κακής λειτουργίας της διοίκησης ή έστω κάποιου μέρους του πολιτικού σύστημα.    Πώς αυτό λειτουργεί στη συλλογική  συνείδηση, πώς επηρεάζει το  συνολικό πολιτικό σύστημα, πώς χρωματίζει τον εκφερόμενο λόγο, πώς διαμορφώνει  στάσεις σε όλες τις κοινωνικές τάξεις  σιγά σιγά αρχίζει να γίνεται αντιληπτό. Τώρα αρχίζει να φαίνεται και το καταστάλαγμα  που έχουν αφήσει πίσω τους ακόμα και οι πιο στημένες συζητήσεις, ακόμα και ο αυτοαποκαλούμενος πολιτικός  λόγος, πολύ αραιού περιεχομένου, από τα τηλεοπτικά παράθυρα.
         Φασιστοειδείς πολιτικοί, φασίστες, δημοσιογράφοι της απάτης,  ξεπεσμένοι επαναστάτες  της καθημερινότητας αναλύουν στα τηλεπαράθυρα, προσβάλλοντας την  αξιοπρέπειά μας και τη νοημοσύνη μας πράγματα που ούτε γνωρίζουν ούτε ενδιαφέρονται να κατανοήσουν. Χρησιμοποιούν άγνωστες λέξεις για να περιγράψουν  άγνωστες γι’ αυτούς έννοιες.  Αποτίνουν δήθεν φόρο τιμής σε επαναστάτες και επαναστατικές ιδεολογίες. Όλα αυτά τα ρετάλια της πολιτικής και δημοσιογραφίας είναι οι χειρώνακτες, που κάνουν τη βρώμικη δουλειά κυρίαρχων κέντρων εξουσίας. Η βρώμικη δουλειά είναι να νεκρωθούν τα αντιστασιακά αντισώματα της κοινωνίας, ν’ αποκοπεί η ιστορική συνέχεια με το αγωνιστικό παρελθόν των λαϊκών τάξεων.   
            Ιδεολογική σύγχυση, με  διαφωνίες για αντιθέσεις ξεπερασμένες και για την ίδια την κυρίαρχη τάξη («Ο Ελληνικός λαός, πρέπει να γνωρίζει σε τι πιστεύει ο κ. Τσίπρας» ανακοινώνει η Ν.Δ με αφορμή δηλώσεις  για την αθεϊα του Α. Τσίπρα από τον υπεύθυνο Θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ) ανασφάλεια  (κανείς δεν είναι σίγουρος για την εργασία του) και τρόμος (πότε η δράση της Χρυσής Αυγής πότε η τρομοκρατία δικαιολογούν μέτρα για περιστολή της δημοκρατίας εν ονόματι της υπεράσπισής της) τα εμπορεύματα που πουλιούνται. Εμπορεύματα που ακολουθούν τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς και λόγω του ανταγωνισμού  οι εκπτώσεις συνείδησης είναι τεράστιες.
               Και όλοι όσοι φλερτάρουν με την εξουσία  δηλώνουν ανοιχτοί και στην αριστερά και όλοι   μιλούν για αριστερό ανανεωτικό, εκσυγχρονιστικό  λόγο.  Μόνο που επειδή έχει ηττηθεί αυτός πολιτικά γι’ αυτό και οι φορείς του είναι πρόθυμοι να  τους υπηρετήσουν όλους. Γιατί ό,τι πια χαρακτηρίζεται σαν αριστερά  έρχεται από παλιά κι αναφέρεται σε αντιλήψεις που στρέφονταν τότε ενάντια στις καθυστερημένες και αναχρονιστικές φόρμες του καπιταλισμού, όχι στον ίδιο τον καπιταλισμό. Είναι αυτή η αριστερά που   έψαχνε τον κόσμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της κοινωνίας της  κατανάλωσης και μόνο αυτό.  Και τελικά κατέληξαν όλοι μικροαστοί, ζούσαν  σαν μικροαστοί, οι ρεφορμιστές και οι εκσυγχρονιστές, και φοβούνται, φοβόμαστε, μήπως πάψουν να ζουν όπως έμαθαν. Κουραστήκαμε ακόμα και να σκεφτόμαστε. Οι πολιτικές αναλύσεις, κοινές σε ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς, όταν φτάνουν στο «δια ταύτα» δείχνουν το αδιέξοδό τους, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ταραχτούν τα πολιτικώς ορθά όνειρα και πολύ περισσότερο οι πολιτικώς ορθές ενέργειες, που βέβαια δεν οδηγούν σε πτώση ή βαθειά κρίση το κυρίαρχο σύστημα. 
                Χρόνια που είναι,  όλος ο θίασος της αυτοαποκαλούμενης αριστεράς βγήκε στη σκηνή. Εκσυγχρονιστές, ανανεωτές, σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, κλπ. περιφέρονται από forum  σε forum, από ομίλους προβληματισμών σε πρωτοβουλίες προοδευτικών αναζητήσεων κλπ. Ασύστολα  τολμά ο Ε. Βενιζέλος να μιλά για «μεγάλη προοδευτική δημοκρατική παράταξη» που «περιλαμβάνει από τη συντηρητική παράταξη μέχρι την κομμουνιστική αριστερά». Πρώην και νυν αριστεροί προσπαθούν να κερδίσουν επιδοκιμασίες, πρόθυμοι ακόμα και να αυτοεξευτελιστούν στα κυρίαρχα κέντρα εξουσίας, ευρωπαϊκά και υπερατλαντικά, ακόμα  και τους μεντιακούς εκπροσώπους τους. Όλοι ετούτοι οι 58 ή 108,  αριστεροί διαταξικοί του ΣΥΡΙΖΑ, αριστεροί υπερταξικοί  της ΔΗΜΑΡ, κεντροαριστεροί του ΠΑΣΟΚ κλπ. σε μια κοινωνία εξαθλιωμένη συνεχίζουν να υπόσχονται εκσυγχρονισμό του συστήματος εν είδει ανταμοιβής μετά την τιμωρία μας, και όλες οι ενέργειές τους, του ΣΥΡΙΖΑ μη εξαιρουμένου, εντάσσονται στο γενικό σχέδιο διατήρησης της σταθερότητας του συστήματος.
              Ίσως είναι καιρός να πάψουν οι ψευδαισθήσεις  με ό,τι καλείται αριστερά, που περιλάμβανε και τμήμα της κυρίαρχης τάξης, η οποία επεδίωκε τον εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό του συστήματος, που στην πραγματικότητα δεν ήταν απλά  μια επιλογή αλλά αναγκαιότητα μπρος την απειλή των υποτελών τάξεων για ανατροπή του. Η κρίση έδειξε ότι τέλειωσε και ο εκσυγχρονισμός κι ο εκδημοκρατισμός  που ενίσχυσε για ένα διάστημα τη θέση των υποτελών τάξεων στην κοινωνία. Οι νέες αναγκαιότητες του κεφαλαίου,  ήδη από το 1992, σε μια παγκόσμια αγορά με απαραίτητη την  πειθάρχηση  της εργατικής δύναμης  έθεσαν τέρμα στον εκδημοκρατισμό σαν δυνατότητα του συστήματος. ¨Όλες  αυτές οι συνάξεις, όπως αυτές των 58 ή  όλες αυτές οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ κλπ. στοχεύουν στο να μην πάψει να αποτελεί όραμα και στόχο των υποτελών τάξεων στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ξανά και ξανά επιχειρείται  η αναπαραγωγή ενός ξεπερασμένου πια  αιτήματος που αποδείχτηκε ότι έφτασε στα όρια του. Όλες αυτές οι προσπάθειες γίνονται για να μην περάσουμε από τα δημοκρατικά αιτήματα στις ταξικές διεκδικήσεις. Είναι η τελευταία γραμμή άμυνας για να εμποδιστεί η ανάδυση της ταξικής σύγκρουσης.   Κι αυτό σημαίνει ότι φτάσαμε στο οριακό σημείο όπου αρχίζει να γίνεται η σαφής διάκριση ανάμεσα σε αριστερούς και κομμουνιστές. Γι’ αυτό και ένα ισχυρό ΚΚΕ που υποστηρίζει ότι ο κομμουνισμός δεν είναι ανέφικτος και δουλεύει γι’ αυτό, γίνεται επικίνδυνο για την κυρίαρχη τάξη.