Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαφορετικότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαφορετικότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

ΨΕΥΔΩΝΥΜΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

Το τραγούδι της Netta Barzilai, με το οποίο το Ισραήλ κέρδισε την πρώτη θέση στο διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, έβαλε ο υπουργός εξωτερικών του Ισραήλ στη σελίδα του στο facebook γράφοντας "για να δείξουμε ένα διαφορετικό πρόσωπο του Ισραήλ». Και μετά από λίγες μέρες το Ισραήλ έδειξε το ίδιο πρόσωπο που εβδομήντα χρόνια τώρα έχει, από τότε που ιδρύθηκε το νεότευκτο κράτος. Δεκάδες νεκροί παλαιστίνιοι στη Λωρίδα της Γάζας από Ισραηλινούς στρατιώτες που πυροβολούν ενάντια σε  δεκάδες χιλιάδες παλαιστίνιους οι οποίοι διαδηλώνουν και  την ημέρα της  μεταφοράς  της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβιβ στην Ιερουσαλήμ.
         Και σκέφτεται κανείς πως στην νίκη του Ισραήλ στη Γιουροβίζιον και στην εγκληματική συμπεριφορά των στρατιωτών του εναντίον των διαδηλωτών αναγνωρίζει κανείς την ιδεολογία και πρακτική του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού στη σύγχρονη εκδοχή του. Στο λόγο της  ισραηλινής τραγουδίστριας  που, εκφράζοντας τη χαρά της για την πρωτιά, ευχαρίστησε όσους την ψήφισαν  γιατί διάλεξαν την διαφορετικότητα, χωρίς να παραλείψει να ευχηθεί «την επόμενη φορά στην Ιερουσαλήμ», συμπυκνώνεται η ίδια η  αστική ιδεολογία που από τη μια υποστηρίζει την κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων και από την άλλη αποτρέπει κάθε αμφισβήτηση του υπάρχοντος συστήματος και των ιμπεριαλιστικών επιλογών του.   
             Το να γίνεται αποδεκτή η διαφορετικότητα προϋποθέτει την ύπαρξη ενός προτύπου, το οποίο βέβαια πρότυπο επιτρέπει την παρέκκλιση απ’ αυτό, κι έτσι και η παρέκκλιση εξαρτάται από το πρότυπο το οποίο γίνεται δεκτό.  Και ποιο άλλο είναι αυτό το πρότυπο από τον αστό με όλα τα τυπικά γνωρίσματα του ατομικού υποκειμένου των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής;  Επομένως, η αποδοχή της διαφορετικότητας , ενώ φαίνεται πως καταφάσκει στη διαφορά, έμμεσα προβάλλει τη «νομιμότητα» της ύπαρξης αυτού του προτύπου. Ο,τι λοιπόν δεν συγκρούεται με τα ουσιώδη γνωρίσματα του προτύπου, συνιστώντας επουσιώδη στοιχεία του, μπορούν να συνυπάρχουν και να περιλαμβάνονται στη διαφορετικότητα. Είτε λοιπόν η γυναίκα είναι υπέρβαρη είτε με διαστάσεις μοντέλου, είτε τεκνοποιεί είτε διευθύνει δεν ξεφεύγει από το βασικό πρότυπο της εμπορευματοποίησης κάθε δραστηριότητας, της κερδοφορίας από κάθε ταλέντο.  
Την ίδια στιγμή η παραδοχή και προβολή της διαφορετικότητας διαφημίζεται πως είναι το σημείο εκκίνησης για να γίνει πράξη από το άτομο η απελευθέρωσή του, ώστε ν’  αποτινάξει περιττά νοητικά σχήματα που το κάνουν να θεωρεί φυσική κι αυτονόητη  την όποια συμπεριφορά του που προκαθορίζεται από μηχανισμούς οι οποίοι το καθυποτάσσουν. Και μοιάζει σαν συνέπεια τέτοιων αντιλήψεων να  είναι η άρνηση κάθε μηχανισμού που ισοπεδώνει τα άτομα, άρα κάθε είδους εξουσίας που διαμορφώνει  την ατομικότητα σύμφωνα με προκαθορισμένα σχήματα. Και η κατάληξη είναι ν’ αντικατοπτρίζονται στο είδος της διαφορετικότητας οι αντιθέσεις της κοινωνικής πραγματικότητας ανάμεσα στο σύνολο και το άτομο που οδηγεί να προκρίνεται το άτομο σε ένα όμως  οικονομικοπολιτικό κενό,  με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.
 Χωρίς λοιπόν ν’ αποσαφηνίζεται η σχέση του ατόμου με την κοινωνική πραγματικότητα, το αποτέλεσμα είναι να  απορρίπτεται ως στόχος  η οργάνωση των ανθρώπων για αμφισβήτηση και σύγκρουση με το  σύστημα, αφού η οργάνωση μπορεί να οδηγήσει στη στέρηση της ελευθερίας της ατομικότητας. Αυτό λοιπόν που μπορεί ν’ αλλάξει είναι ό,τι αναφέρεται στη σφαίρα του ιδιωτικού. Τι αυτό συνεπάγεται γενικότερα δεν ενδιαφέρει. Κι έτσι πολύ βολικά μπορεί να γίνουν αποδεκτά  άτομα η κινήματα με βάση τη μοναδικότητά τους να  κατευθύνουν το γενικό πολιτικό προσανατολισμό. Όπως με τη νικήτρια της Γιουροβίζιον που δεν παρέλειψε να ευχηθεί «την επόμενη φορά στην Ιερουσαλήμ». Η διαφορετικότητα, η ανεκτικότητα και κάθε είδους μύθος για τις δυνατότητες του ατόμου τίθενται στην υπηρεσία  νομιμοποίησης  ιμπεριαλιστικών επιλογών. Η υπέρβαρη τραγουδίστρια –θρίαμβος της διαφορετικότητας- που τραγουδά για την κακοποίηση γυναικών –που γίνεται ιδιωτική υπόθεση- στην τελική δικαιώνει την πολιτική του στρατοκρατούμενου Ισραήλ.
               Του Ισραήλ που οικοδομεί την ύπαρξή του σε εχθρική βάση και θεωρεί τον εαυτό του ότι βρίσκεται μόνιμα  σε εμπόλεμη κατάσταση, είτε πρόκειται για κλασικό πόλεμο είτε για αγώνα που διεξάγουν οι λαϊκές μάζες κατά της κατοχής για την ύπαρξή τους. Ο ρόλος του Ισραήλ σαν προκεχωρημένη βάση συνεργασίας με τον ιμπεριαλισμό δεν επιτρέπει ούτε ΗΠΑ ούτε ΕΕ να καταδικάσουν ξεκάθαρα καμιά από τις ενέργειές του των μαζικών δολοφονιών παλαιστινίων που πολεμάνε με πέτρες, παρά το περισσότερο που επιτρέπεται είναι να συστήνουν αυτοσυγκράτηση και στις δυο πλευρές. Το Ισραήλ ξέρει πως μπορεί να υπολογίζει σ’ αυτούς, αφού πάντα και χωρίς κανέναν όρο τάσσονται υπέρ του, ενώ όσο περνούν τα χρόνια διευρύνεται το χάσμα που χωρίζει το κράτος του Ισραήλ και την κοινωνία του από τον αραβικό πληθυσμό.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΧΟΚΙΝΓΚ


Ο θάνατος του  βρετανού θεωρητικού φυσικού Στήβεν Χόκινγκ που εξαιτίας ανίατης νευρολογικής νόσου από τη νεαρή του ηλικία στερήθηκε τη δυνατότητα κίνησης και ομιλίας δεν συμπεριλήφθηκε μόνο στα σημαντικά θέματα της ειδησεογραφίας, αλλά απασχόλησε και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό που τον έκανε γνωστό και σε ανθρώπους που δεν τους απασχολούσαν ζητήματα του επιστημονικού του αντικειμένου δεν ήταν μόνο η εκλαΐκευση που είχε καταφέρει με τα βιβλία του, όσο η αναπηρία του που δεν στάθηκε εμπόδιο στην επιστημονική του εξέλιξη. Στο πρόσωπό του αναγνώριζαν όλοι το θρίαμβο της θέλησης, τη νίκη του πνεύματος πάνω στην ταλαίπωρη σάρκα, το φωτεινό παράδειγμα για τους ανθρώπους με «ειδικές ανάγκες» πως η ζωή τους όχι μόνο μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα αλλά αξιόλογη και ξεχωριστή. Μπορούσε δηλ. να λειτουργήσει ως το πιο πετυχημένο παράδειγμα εφαρμογής της αριστείας στο συγκεκριμένο πεδίο.  
               Ο Χόκινγκ σε άρθρο του στην εφ. Γκάρντιαν σχετικά με το Brexit, στο οποίο θεωρεί πως πρέπει να επανεξεταστεί ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ο πλούτος –και μ’  αυτό βέβαια δεν εννοεί τη μαρξιστική οπτική, αλλά μάλλον την φιλάνθρωπη διαχείριση της φτώχειας από τους προνομιούχους- παραδέχεται πως θα ήταν πολύ ανόητο να αγνοηθεί ο ρόλος που ο πλούτος παίζει στη ζωή, γιατί τα χρήματα είναι σημαντικά, επειδή είναι απελευθερωτικά για τα άτομα κα ομολογεί πως «στην περίπτωσή μου, τα χρήματα  βοήθησαν όχι μόνο να καταστήσω τη σταδιοδρομία μου δυνατή αλλά και κυριολεκτικά με κράτησαν ζωντανό».
               Κι είναι ακριβώς μέσα από τα λόγια του που αναδεικνύεται η αναπηρία ως οικονομικό πρόβλημα στην καπιταλιστική μορφή παραγωγικής οργάνωσης,  που ενώ έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις  για ικανοποίηση των  βασικών αναγκών ολόκληρου του πλανήτη αυτό εμποδίζεται από τους όρους διαιώνισης του συστήματος εκμετάλλευσης. Η τοποθέτηση των αναπήρων μέσα στις επικρατούσες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, ο αποκλεισμός τους από την εργατική δύναμη συμβάλλει στην περιθωριοποίηση και καταπίεσή τους στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας, γιατί  ο τρόπος με τον οποίο στον καπιταλισμό οι άνθρωποι επικοινωνούν και παράγουν  την κοινωνική ταυτότητά τους, τις ανάγκες τους   είναι κυρίως και πρωτίστως μέσα από τη διαδικασία παραγωγής. Είναι που  μέσω αυτής ενσωματώνονται  στις νέες ανάγκες που παράγει ο καπιταλισμός και στις διαρκείς μετατροπές τους μέσα στην αγορά τις οποίες δεν μπορούν να παρακολουθήσουν  ομάδες που βρίσκονται  έξω από τους χώρους όπου συντελείται η καπιταλιστική ανάπτυξη και οι ανασυνθέσεις της συνείδησης. Από τη στιγμή λοιπόν που κατά τη βιομηχανική επανάσταση  το εργατικό δυναμικό ταξινομήθηκε με κριτήριο την ικανότητα για εργασία, με την επιβολή του πρότυπου του αρτιμελούς και αποδοτικού εργάτη,  κι εστιάστηκε το ενδιαφέρον στην κανονικοποίηση των ατόμων, για να διευκολυνθεί η αποκατάσταση μικρών βλαβών και να αφομοιωθούν στο εργατικό δυναμικό, και η αναπηρία δεν μπορεί παρά να βιώνεται σαν μορφή κοινωνικής καταπίεσης. Κι αυτή η καταπίεση γίνεται ακόμα περισσότερο έντονη όταν κρύβεται πίσω από μια κοινωνική πρόνοια που ακολουθεί πρακτικές φιλανθρωπίες και  δεν αποτρέπει την εγκατάλειψη και περιθωριοποίηση εκείνων που δεν μπορούν να αποδώσουν  τόσο όσο απαιτεί το σύστημα.
               Και περιπτώσεις όπως του αστροφυσικού Χόκινγκ είναι επιβεβαίωση του τρόπου που ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει την αναπηρία. Η ιδιοφυία του Χόκινγκ σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα της  αναπηρίας του ενσωματώθηκε στους νόμους της αγοράς από τη στιγμή που έγινε πηγή κερδοφορίας. Η αναπηρία του λοιπόν αποδείχτηκε το κατάλληλο πεδίο για να εισβάλλουν άνθρωποι από πολλούς τομείς και από επιχειρήσεις,  για να επενδύσουν με στόχο επιπλέον  μια υψηλή απόδοση σε καλή φήμη και δημοσιότητα, πέρα από το άμεσο κέρδος.
               Κι αν ο καπιταλισμός επαίρεται για τις ευκαιρίες ανέλιξης που δίνει στα άτομα, με την ευθύνη για την εκμετάλλευσή τους να χρεώνεται στα ίδια τα άτομα, οι ανάπηροι δεν αποτελούν εξαίρεση. Γίνονται αποδεκτοί μόνο όσοι ξεχωρίζουν σε κάποιο τομέα, όσοι έχουν  πετύχει οικονομική αυτάρκεια -και οι παραολυμπιακοί αγώνες το επιβεβαιώνουν- οι υπόλοιποι είναι άξιοι μόνο για να διαφημίζει  η γενναιόδωρη αστική τάξη τη φιλανθρωπία της. Εξωραϊσμένος κοινωνικός δαρβινισμός.
               Όσοι λοιπόν από λαϊκά στρώματα που ανήκουν στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες αποδέχονται  αυτό το ιδεολόγημα της προόδου και αριστείας, σύμφωνα με το οποίο η σκληρή δουλειά και  η επιμονή  οδηγεί αναπόδραστα στην επιτυχία, όταν δεν τα καταφέρνουν, αποδεχόμενοι τις θεσμοθετημένες ανισότητες της κοινωνίας, ενοχοποιούν τον εαυτό τους και σύρονται, από αδυναμία, να γίνουν …βορά της αναλγησίας ή της φιλανθρωπίας της άρχουσας τάξης –αναλόγως. Ο καπιταλιστικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας δεν αφήνει περιθώρια για συμπόνια του αδύνατου παρά μόνο αν  είναι να γίνει πηγή κερδοφορίας και απαιτεί από τον αδύναμο, στο σώμα ή στο πνεύμα, να παλέψει μέχρις εσχάτων για μια αξιοπρεπή ζωή .
 Πριν από κάποιες  μέρες σε εκπομπή της ΕΡΤ «Το μαγικό των ανθρώπων» αυτοβιογραφείται μια νεαρή κοπέλα που γεννήθηκε με κινητικά προβλήματα. Η  παραδοχή της, πως ήθελε να είναι άριστη στις σπουδές της γιατί έμοιαζε γι’ αυτήν να είναι το «μοναδικό διαβατήριο για να διεκδικήσει κάτι»  κι έτρεμε  μη χάσει το δέκα, αφού ήταν « Ο μοναδικός τρόπος ν’ αναγνωρίσει κάποιος ότι κάτι αξίζει κι αυτή»,  δείχνει τον αγώνα της με την  αναγκαστική  προσαρμογή στους όρους του καπιταλισμού. Αυτός ο αγώνας για διάκριση είναι  που στο καπιταλιστικό σύστημα  θα εξασφαλίσει για τους ανθρώπους με αναπηρία  την αξιοπρεπή διαβίωση, απαιτώντας  την αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων τους –κι όταν αυτές όμως είναι περιορισμένες ή ανύπαρκτες;
Η ταξική διαίρεση στο καπιταλιστικό σύστημα με την καταπίεση των υποτελών τάξεων περιλαμβάνει, μεγεθυμένη μάλιστα,  και τους ανάπηρους. Κι αν επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον σε απαράδεκτες νοοτροπίες και συμπεριφορές προς αυτούς η αιτία δεν βρίσκεται στην απόρριψη του διαφορετικού που είναι το επιφαινόμενο,  όσο στην αποδοχή της αξίας κάθε ανθρώπου αναλόγως με την ανταπόκρισή του στην απόδοση που απαιτεί απ’ αυτόν το καπιταλιστικό σύστημα.

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ

   Τις τελευταίες δεκαετίες συνεχώς γίνονται αναφορές για  πολιτική, πολιτιστική ακόμα και ηθική ανανέωση, όπου σημαντικό είναι πια ο καθένας να είναι ο εαυτός του, να μπορεί να εκφράζεται, ν’ αναγνωρίζεται κοινωνικά και να μην επιτρέπεται τίποτε να εμποδίζει την κατοχύρωση των ατομικών του δικαιωμάτων. Ο ατομικισμός έφτασε μέσα από περίπλοκες ίσως ατραπούς να γίνει μαζική ιδεολογία που αποτρέπει τους ανθρώπους από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και φυσικά αγωνιστικές δράσεις

      Περιγραφή και ανάλυση μιας τέτοιας ατραπού

   Τo σύνθημα «δικαίωμα στη διαφορά» ακούστηκε επιτακτικά κι επίμονα σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες τον Ιανουάριο του 1987. Στο σύνθημα αυτό συνοψιζόταν η αιτιολόγηση του αιτήματος για αποφυλάκιση του Χ. Ρούσου, ομοφυλόφιλου, που είχε καταδικαστεί για το φόνο του εραστή του. Το σύνθημα στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση αναφερόταν ιδιαίτερα στις προσωπικές ερωτικές επιλογές του συγκεκριμένου ατόμου.
    Το ίδιο σύνθημα σε αιτιολογική  διατύπωση «επειδή η διαφορά είναι δικαίωμα» υπήρξε  τίτλος περιοδικού για «σπαστικά παιδιά». Στην περίπτωση αυτή λειτουργεί καθαρά ως αιτιολόγηση μιας δεδομένης κατάστασης Με το σύνθημα αυτό εκδηλώνεται η απαίτηση για .δικαίωμα στη διαφοροποίηση των ατόμων σε επίπεδο νοητικό και σωματικό, που προϋποθέτει κάποια  ανομοιότητα ανάμεσα στους ανθρώπους  και μας  παραπέμπει στη μοναδικότητα του ανθρώπου ως ατόμου.
    Επομένως, το σύνθημα αυτό βρίσκεται σ’  άμεση σχέση με τη διαπίστωση και παραδοχή της μοναδικότητας του κάθε ατόμου.
   Από το λεξικό Δημητράκου η ερμηνεία των λέξεων του συνθήματος:
Δικαίωμα:  πράξις δικαία, το αποτέλεσμα ενεργείας γενομένης συμφώνως προς το δίκαιο – νεωτ. η εκ του νόμου ή  εκ του αγράφου δικαίου απορρέουσα αξίωσις, απαίτησις
Διαφορά: ανομοιότης
    Το σύνθημα δηλ. καταφάσκει στην απαίτηση ή αξίωση, που απορρέει από κάποιο νόμο ή άγραφο δίκαιο, της ύπαρξης της ανομοιότητας και βέβαια αφού εκφράζεται από κοινωνικές ομάδες, αυτή η απαίτηση αφορά στον κοινωνικό  χώρο. Το σημαντικό είναι πως αυτή η απαίτηση στηρίζεται κάπου η σε κάτι (κάποιο νόμο ή άγραφο δίκαιο) που φυσικά πρέπει να γίνεται αποδεκτό και μπορεί  να επιβάλλεται σ’  όλους.
     Επομένως ο άνθρωπος ως προς αυτό, είτε δίκαιο είναι είτε έθιμο  ή κάτι άλλο, τείνει ν’  αντιμετωπιστεί  ως μέρος ενός συνόλου με κοινά γνωρίσματα και από την άλλη, αφού διαφέρει, ως άτομο που ξεχωρίζει και διακρίνεται  για τη μοναδικότητά του. Άρα, το ίδιο το σύνθημα έτσι που είναι διατυπωμένο αυτοαναιρείται, εξ αιτίας της αντίθεσης που υπάρχει  ανάμεσα στο νόημα των λέξεων δικαίωμα –διαφορά  κι ακριβώς καθρεφτίζει τις αντιθέσεις  στις οποίες οδηγεί η ύπαρξη της διαφοράς κι ακόμα περισσότερο η παραδοχή της.
    Ο κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με το σύνθημα, έχει το δικαίωμα να δεχτεί και να προβάλλει ό τι τον διαφοροποιεί από τον άλλον και κατά συνέπεια ν’  αφήνεται  ελεύθερος να εκδηλώνεται και να εκφράζεται με το δικό του τρόπο. Η λέξη δικαίωμα πάλι υπονοεί την ύπαρξη κάποιου κανόνα ή κοινού μέτρου που επιτρέπει τη «διαφορά»| και συνακόλουθα  μια διαδικασία εσωτερίκευσης της αποδοχής  του αυτού του κανόνα.  Η επίκληση στο «δικαίωμα στη διαφορά» προϋποθέτει γνώση της διαφοράς, της ανομοιότητας, σε σχέση με το  κοινό μέτρο που λειτουργεί ως κανόνας αφού και η ίδια η λέξη διαφορά προϋποθέτει σύγκριση, δεν νοείται απόλυτα.
     Αυτοί λοιπόν που πραγματικά διαφοροποιούνται από το κοινό μέτρο το διαπιστώνουν εξ αιτίας αυτών που έχουν καθιερώσει ή ακολουθούν το μέτρο κι όχι γιατί οι ίδιοι θεωρούν τον εαυτό τους «διαφορετικό». Η  εικόνα των άλλων για τον εαυτό τους που  είναι «διαφορετικός» γίνεται και δική τους εικόνα.   Έτσι, ουσιαστικά, αυτοί που ακολουθούν  τον κανόνα είναι που βάζουν ως επιδίωξη  την πραγμάτωση του συνθήματος για χάρη αυτών  που δεν τον ακολουθούν. Κάνουν λοιπόν  μια παραχώρηση, και γιατί όχι; ένα είδος φιλανθρωπίας, σ’ αυτούς που δεν είναι όμοιοί τους.  Κι ίσως γίνεται αυτό, όχι γιατί ενδιαφέρονται για τους «διαφορετικούς», αλλά γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν το κοινό μέτρο. Αφού πρώτα επιβλήθηκε ένα κοινό μέτρο, μετά εξοβελίστηκαν ως διαφορετικοί αυτοί που είχαν άλλο κριτήριο, χωρίς όμως να είναι δυνατή η εξαφάνισή τους, αφού ακριβώς  η ανομοιότητά τους επιβεβαιώνει και κάνει συνειδητή την ενστέρνιση του κοινού μέτρου. Ο αφέντης πως θα επιβεβαίωνε την εξουσία του χωρίς  την ύπαρξη του δούλου; Και μάλιστα τότε τον έχει περισσότερο ανάγκη, όταν αρχίζει κι ό ίδιος ν’ αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα της εξουσίας του.
    Η παραχώρηση λοιπόν που γίνεται στο «διαφορετικό» μπορεί να προέρχεται είτε γιατί σε κάποια δεδομένη στιγμή υπάρχει ανάγκη απ’ αυτό το «διαφορετικό» είτε γιατί ακόμα το «διαφορετικό» ασκεί πίεση και ζητά να καθοριστεί ένα νέο μέτρο ή τουλάχιστον να υπάρχει  ένα παράλληλο, με το καθιερωμένο, μέτρο. Μη ξεχνάμε ότι με τις κάποιες παραχωρήσεις αποδυναμώνεται η όποια διεκδίκηση.
    Από τη στιγμή πάντως που τέτοιου είδους συνθήματα προβάλλονται και απ’ αυτούς που ακολουθούν το κοινό μέτρο και απλώς αυτοί που είναι «διαφορετικοί» ενθαρρύνονται να το ενστερνιστούν, το αίτημα τότε, σε όποιο βαθμό προχωρήσει η πραγματοποίηση του, παραμένει μια παραχώρηση των «ομοίων» και μια κατάφαση της «ομοιότητας» που συνεχίζει να θεωρείται το «σωστό»
    Το σύνθημα επομένως, όπως είναι διατυπωμένο, επιβεβαιώνει τη διάκριση ανάμεσα στους «κανονικούς» από τη μια και τους «διαφορετικούς» από την άλλη.
    Το συμπέρασμα είναι πως όταν οι «διαφορετικοί» κραυγάζουν αυτό το σύνθημα, παίζουν με τους όρους των «κανονικών», αφού δέχονται την ύπαρξη ενός κριτηρίου διάκρισης. Στην καλύτερη περίπτωση δε δέχονται το συγκεκριμένο κριτήριο κι όχι αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη οποιουδήποτε κριτηρίου η κοινού μέτρου.
     Το να έχει όμως κανείς «δικαίωμα στη διαφορά» προϋποθέτει ένα πρότυπο, το οποίο πρότυπο επιτρέπει την παρέκκλιση απ’ αυτό, κι έτσι και η παρέκκλιση εξαρτάται από το πρότυπο το οποίο γίνεται δεκτό    Επομένως, το  σύνθημα  ενώ φαίνεται πως καταφάσκει στη διαφορά, έμμεσα προβάλλει τη «νομιμότητα» της ύπαρξης ενός προτύπου κι επομένως, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο, μάλλον τείνει να οδηγήσει ή εύχεται να οδηγήσει στην εξάλειψη της διαφοράς.
     Από την άλλη, η παραδοχή και προβολή  αυτής της ιδιαιτερότητας είναι το σημείο εκκίνησης, για να γίνει πράξη από το άτομο, η απελευθέρωσή του Εγώ, ώστε ν’  αποτινάξει περιττά νοητικά σχήματα που το κάνουν να θεωρεί φυσική κι αυτονόητη  την όποια συμπεριφορά του που προκαθορίζεται από μηχανισμούς οι οποίοι το καθυποτάσσουν.
    Έσχατη  βέβαια συνέπεια τέτοιων αντιλήψεων κι ενεργειών θα είναι η άρνηση κάθε μηχανισμού που ισοπεδώνει τα άτομα, άρα κάθε είδους εξουσίας. Η οποία εξουσία υπερβαίνει τα άτομα και επιδιώκει τη δημιουργία προτύπων,  ώστε με την υπέρβαση το άτομο να μη μπορεί ν’ αναγνωρίσει την πηγή της όποιας κατάστασής του, ενώ με την κατασκευή προτύπων να δημιουργούνται συλλογικά ασυνείδητα, που να διαμορφώνουν την ατομικότητα σύμφωνα με προκαθορισμένα σχήματα.
      Καταλήγοντας, η αντίθεση που ενυπάρχει στις έννοιες δικαίωμα – διαφορά αντικατοπτρίζει τις αντιθέσεις της κοινωνικής πραγματικότητας  ανάμεσα στο σύνολο και το άτομο και τον αγώνα να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός – η κι αλλιώς, ισορροπία – ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο.
     Το αίτημα λοιπόν της ατομικής απελευθέρωσης, που υπονοείται στο σύνθημα, μας οδηγεί σε συλλογισμούς, όπου το προβάδισμα έχει το άτομο, μ’  όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, θετικές βέβαια όταν τις αναλύουμε από την πλευρά του μεμονωμένου ατόμου. Μέσα όμως απ’ αυτούς τους συλλογισμούς δεν αποσαφηνίζεται η σχέση του με την κοινωνική πραγματικότητα, απ’ όπου προέρχεται και το σύνθημα, κι από την άλλη δείχνει και την κατεύθυνση που ακολουθεί η κριτική του για το κοινωνικό σύστημα και την προσπάθεια για το ξεπέρασμα ή κατάργηση του κοινωνικού συστήματος
    Στόχος παύει πια  να είναι η οργάνωση των ανθρώπων για τη συντριβή του συστήματος στη βάση, γιατί ακριβώς υπάρχει κίνδυνος  να οδηγήσει στη στέρηση της ελευθερίας της ατομικότητας, στην αντιμετώπιση του ατόμου ως εξάρτημα της κοινωνικής μηχανής, έστω και με σκοπό την ανατροπή της παρούσας οργάνωσής της, με έσχατο κίνδυνο την ολική κυριαρχία της, ανεξάρτητα από το είδος  της κοινωνικής οργάνωσης.
    Έχοντας λοιπόν το άτομο την εμπειρία των συνεπειών  από την εξουδετέρωσή του, ανεξάρτητα  για ποιον σκοπό  γίνεται, ανακαλύπτει πάλι την ιδιαιτερότητα, το ανόμοιο που αντιστέκεται, κι όταν ακόμα δεν το συνειδητοποιεί, σε κάθε εξουσία που δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετικά παρά ισοπεδώνοντας, εξουδετερώνοντας, επιβάλλοντας ομοιομορφία.
    Δηλ. στο τέλος τέλος, το σύνθημα   αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διακήρυξη της άρνησης της εξουσίας, δυστυχώς όμως με τους κανόνες του παιχνιδιού της – που αλλού παραπέμπει αυτή  η λέξη δικαίωμα;
    Η λέξη όμως διαφορά μας ανοίγει πεδία ανεξερεύνητα, προκλητικά, μ’ έναν ορίζοντα που συνεχώς μετακινείται, και γι’  αυτό  και επικίνδυνο.
    Μ’ αυτήν την ερμηνεία του συνθήματος, το άτομο έχει το προβάδισμα. Φορέας  κι υποκείμενο κάθε επαναστατικής ανατροπής ή απλώς μιας μετατροπής των κοινωνικών πραγμάτων, γίνεται ακριβώς αυτό το συγκεκριμένο άτομο ή ακόμα σύνολα ή ομάδες συγκεκριμένων  ατόμων (βασικός προβληματισμός πόσο ουτοπικό είναι αυτό) κι όχι κάποιες αόριστες γενικές εκπροσωπήσεις ομάδων που αντιπροσωπεύουν πια τα κόμματα ή κοινωνικές κατηγορίες ή τάξεις. Αυτά καταλήγουν να καταπνίγουν όποια διαφορά εν ονόματι μιας ενότητας ή ενός στόχου, πολλές φορές αμφίβολου, που εξουθενώνουν το άτομο, καταπνίγοντας όποια πρωτοβουλία και δημιουργική του ενέργεια κι αναπαράγοντας έτσι την εξουσία.
    Κι όμως στο τέλος δεν υπάρχει φόβος να καταλήξουμε σε λατρεία ενός Εγώ που δεν ορίζεται, δεν αναγνωρίζεται και σε ενέργειες πολλών υποκειμένων που κατακερματίζονται και διαχέονται χωρίς να επικεντρώνονται σ’ έναν στόχο, για να μπορούν να τον επιτύχουν;

Και φτάνουμε στα χρόνια του μνημονίου. Ζώντας σε ιδεολογικό περιβάλλον που εκθειάζεται το άτομο, απομυθοποιούνται οι ιδεολογίες και αποϊδεολογικοποιούνται τα προβλήματά μας χωρίς να εντάσσονται σε ένα σύστημα ερμηνείας, οδηγούμαστε σε κοινωνική μοιρολατρεία όπου όμως μας κάνουν να πιστεύουμε ότι  διασώζεται το άτομό μας έστω κι αποστερημένο από τα δικαιώματά του  αλλά περιμένοντας κάποια ευκαιρία για την αποκατάσταση της ισορροπίας και πάλι  ….