Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΙΚΗ


Υποσημειώσεις  στο περιθώριο της δίκης των νεαρών που κατηγορούνται για συμμετοχή στην οργάνωση «Πυρήνες της Φωτιάς»  
      " Η δίκη έχει ως αποστολή  να ρυθμίζει τις αντιφάσεις μεταξύ ατόμων και κοινωνιών με τη συμφωνία (η τουλάχιστον τη συγκατάθεση) των ίδιων την κατηγορουμένων. Πίσω από τα μεγάλα λόγια, άμυνα της κοινωνίας, σωφρονισμός, επανένταξη, συγχώρηση, ανάγκη δοκιμασίας, η κοινωνία στοχεύει στην ανάκτηση των άσωτων τέκνων της. Και το πιο σοβαρό λάθος  που ένας δικαστής μπορεί να διαπράξει είναι να μπερδέψει έναν γιο καλής οικογενείας με έναν εχθρό των νόμων.  Προδίδει τότε το ρόλο του, που είναι να επιτρέψει στον κατηγορούμενο  να παραδοθεί αποκαλύπτοντας του τι είναι ο εαυτός του…….. 
         Όμως συμβαίνει επίσης να αναπτύσσονται απειλητικές δυνάμεις στους κόλπους του Κράτους ως ξένα σώματα. Επιδιώκουν, αντί να το τροποποιήσουν, να καταστρέψουν την καθεστηκυία τάξη και να την υποκαταστήσουν με μια νέα τάξη. Πρόκειται για αντιφάσεις που αποκλείουν κάθε συμβιβασμό. Οσο δεν καταλήγουν στον εμφύλιο πόλεμο και στα μέτρα συλλογικής καταστολής, το λειτούργημα της Δικαιοσύνης συνίσταται στο να προσπαθεί να τις επιλύσει με τα μέσα που διαθέτει, όχι χωρίς επιτυχία, διότι ο κατηγορούμενος δεν έχει πάντα συνειδητοποιήσει τον καινούργιο κόσμο που προαναγγέλλει. Αποδέχεται συχνά να συναντηθεί με τους δικαστές του στο πεδίο των παλαιών νόμων, κυρίως όταν, ειρωνεία της Ιστορίας, φαίνονται ότι οι νόμοι του είναι, προσωρινά, ευνοϊκοί…………….
     Η βασική διάκριση που προσδιορίζει τη μορφή της ποινικής δίκης είναι η στάση του κατηγορουμένου έναντι της δημόσιας τάξης. Αν την αποδέχεται,  η δίκη είναι δυνατή, συνιστά ένα διάλογο ανάμεσα στον κατηγορούμενο που δίνει εξηγήσεις στο δικαστή, του οποίου οι αξίες είναι σεβαστές. Αν την αρνηθεί, ο δικαστικός μηχανισμός αποσυντίθεται, είναι τότε μια δίκη ρήξης…………..
   Οι σημερινοί πολιτικοί μας θα έπρεπε να στοχασθούν με βάση τις παλιές  δίκες. Θα μάθαιναν με ποιο τρόπο ένας κατηγορούμενος μπορεί να οδηγηθεί σε μια δύσκολη νίκη, φθάνει να έχει μια ξεκάθαρη ιδέα το στόχου που επιδιώκει να επιτύχει….
      Ποιος είσθε; Τι εκπροσωπείτε; Ποιος είναι  ο ιστορικός  λόγος ύπαρξής σας; Ρωτούσε το 1925 ο κομουνιστής κατηγορούμενος Ρακόζι τους δικαστές του αντιβασιλέα Χόρθυ. Αυτές είναι ερωτήσεις τις οποίες δικαστές, εισαγγελείς και κατηγορούμενοι θα έπρεπε να θέτουν στους εαυτούς τους πριν από κάθε δίκη…..
    Οι διαμαρτυρίες κατά της αναπόφευκτης  βίας που ασκούν τα Κράτη σε όσους επιβουλεύονται τη δημόσια τάξη τους είναι υποκριτικές όσο και μάταιες. Δεν υπάρχει αθώος στον πολιτικό αγώνα. Η υπεράσπιση της  δημόσιας τάξης ή η επίθεση εναντίον της προϋποθέτει πάντα ανθρώπινες θυσίες. Από τη στιγμή που, είτε από τη θέση του υπουργού είτε από τη θέση του αγωνιστή, δεχόμαστε  να θέσουμε σε κίνδυνο τη ζωή του άλλου, πως μπορούμε να αγανακτούμε επειδή κάποιος άλλος μπορεί να έχει στα χέρια του τη δική μας ζωή;….
    Το παράδοξο που χαρακτηρίζει τις δίκες ρήξης είναι ότι, ενώ το άτομο κάνει το παν για να εξαφανιστεί , ταυτόχρονα, για τη σημασία του εγχειρήματος  του, πρέπει να μην το κατορθώσει  τελείως. Μέσω του ατόμου η ιδεολογία της οποίας είναι  εκπρόσωπος, η πράξη της οποίας είναι φορέας, αποκτούν ανθρώπινο περίγραμμα και παραδειγματική αξία, και η δίκη είναι σε θέση να εκφράσει τη διαλεκτική των σχέσεων ατόμων-κοινωνίας, που συνιστά τον ίδιο της τον προορισμό."
                 Jacques Verges , H στρατηγική της δίκης, εκδ.  Πλέθρον, Αθήνα 2003


Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΖΕΙΝ

      Ξεκινώντας από την Αμερική καθιερώθηκε και στην Ευρώπη η απαγόρευση του καπνίσματος. Στην προσπάθειά της και η Ελλάδα να προσαρμόζεται   σ’ όλες τις εκφάνσεις των ευρωπαϊκών αποφάσεων απαγόρευσε ολοσχερώς το κάπνισμα.  
       Ο προβληματισμός  δεν εγείρεται από τις αποφάσεις της Ελλάδας, που ο μιμητισμός της και η υποταγή σ’ ό  τι θεωρείται ευρωπαϊκό  είναι διαφανείς, αλλά από τις αποφάσεις  του εν γένει δυτικού κόσμου, ευρωπαϊκού και υπερατλαντικού και τα παρακλάδια τους.
       Προτάσσεται,  για τη δικαιολόγηση του απόλυτου αυτού μέτρου απαγόρευσης, το κρατικό ενδιαφέρον για την υγεία του λαού και ενισχύεται   η αναγκαιότητά του  με το κύρος της επιστήμης που υπογραμμίζει  τις ολέθριες συνέπειες του καπνίσματος.
       Ζώντας σε κοινωνίες που τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο απαξιώνεται η ζωή  και καταστρατηγούνται δικαιώματα που λίγα χρόνια πριν θεωρούνταν σχεδόν αυτονόητα (το δικαίωμα στην περίθαλψη, στην αξιοπρεπή διαβίωση που εξασφαλίζει μια εργασία όπου ελέγχονται οι συνθήκες  της  κλπ) είναι απολύτως λογικό να αναρωτηθεί κανείς,  γιατί όλες τις κυβερνήσεις  τις ενδιαφέρει τόσο  πολύ η απαγόρευση του καπνίσματος.  Η καχυποψία για τις αγαθές προθέσεις των κυβερνώντων  δεν είναι στην εποχή μας αναιτιολόγητη  υπερβολή.
     Οι πιο καχύποπτοι  δικαιολογούν το ενδιαφέρον για την απαγόρευση με τα οικονομικά  ωφέλη που προκύπτουν  από τον περιορισμό  ασθενειών που προκαλούνται από το κάπνισμα και επιβαρύνουν  τα ασφαλιστικά ταμεία,  τα νοσοκομεία κλπ. Ίσως εν μέρει, μ'αυτή  την οπτική να μπορούν να δικαιολογηθούν τα μέτρα εναντίον του καπνίσματος, δεν αιτιολογείται όμως, τουλάχιστον πειστικά, αυτή η  υστερία εναντίον του. Για τα ναρκωτικά, και μάλιστα αυτά που αποδομούν την προσωπικότητα, πριν την αφανίσουν, και μόνο με τη χρήση τους, ο κυρίαρχος λόγος εμφανίζεται πολύ λιγότερο τρομοκρατικός.
       Στους δικούς μας καιρούς που η Ευρώπη ήθελε , μετά το τραύμα του απόλυτου κακού, του φασισμού, να δείχνει ότι προσπαθούσε  να το ξεριζώσει  και  να επαίρεται  για τη δημοκρατία της και τα ανθρώπινα δικαιώματα, κανένας εξουσιαστικός της μηχανισμός δεν θα μπορούσε να επιβάλλει εντολές  με τη βία. Η ελευθερία έκφρασης, κριτικής, διεκδίκησης δικαιωμάτων  θεωρούνται  ότι  είναι  απαράγραπτα δικαιώματα που κατακτήθηκαν από την αντίσταση των λαών στο β παγκόσμιο πόλεμο. Η επιβολή όμως μηχανισμών  εξουσίας που  είναι τόσο απέραντοι  και τόσο λίγο κατανοητοί , (όπως κατέληξαν  τα διάφορα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης), ώστε σχεδόν όλοι να νιώθουμε πως δεν παίρνουμε ενεργό μέρος  μέσα στις δυνάμεις που καθορίζουν την πολιτική και αρχίζουμε να νιώθουμε τουλάχιστον αδιαφορία προς αυτές, έκαναν απαραίτητη την εκπαίδευσή μας στην υπακοή. Στα πλαίσια αυτής της εκπαίδευσης εντάσσεται και η απαγόρευση του καπνίσματος.
       Μέσα από το φόβο για το μέλλον που ενσπείρουν τα ΜΜΕ και οι επιστήμες αιτιολογούν πειστικά,  η τυραννία των απέραντων μηχανοποιημένων  οργανισμών οι οποίοι διοικούνται αφ’ υψηλού από ανθρώπους που λίγο ξέρουν και λίγο νοιάζονται για τη ζωή αυτών που ελέγχουν, σκοτώνει την ελευθερία του νου και την αγωνιστικότητα κι υποβάλλει  στους ανθρώπους να συμμορφωθούν  όσο γίνεται πιο πολύ, μ’ ένα   πρότυπο ομοιομορφίας.     Εμμέσως δοξάζεται η  συμβατικότητα και ο    παθητικός  μηρυκασμός των  σκέψεων  και απόψεων αυτών που προβάλλονται με το κύρος του ειδικού.
       Ο φόβος  δεν είναι  το  κίνητρο   για την  ανάπτυξη  μιας ελεύθερης δημιουργικής  ζωής που λαθεύει, κρίνει, αντιστέκεται  για ν΄ αλλάξει τον κόσμο. Διαμορφώνει  όμως ένα  καλό περιβάλλον  για να αναδείξει  η απρόσωπη εξουσία ένα  πρότυπο ή καλούπι που σύμφωνα μ’ αυτά θα πρέπει να πλαστούν όλοι οι άνθρωποι. Η επικράτηση μια άποψης, παραδεκτής από όλους, που ακόμα κι όσοι δεν τη συλλογίζονται ιδιαίτερα, τη δέχονται σαν κάτι απόλυτα φυσικό, διευκολύνει  μακροπρόθεσμα την επιβολή αποφάσεων, που ακόμα κι  όταν  στρέφονται εναντίον  μεγάλου τμήματος της κοινωνίας  αυτή έχει ήδη εκπαιδευτεί να υπακούει.  Όμως η  έμπνευση και η έκφραση   κάθε ανθρωπιστικής  κίνησης δεν μπορεί παρά  να είναι η ελευθερία και το γενναίο πνεύμα, κι όχι άσκοποι περιορισμοί και  κανονισμοί.
         Ο ρόλος της εκστρατείας αυτής για την απαγόρευση του καπνίσματος,   εκτός όλων των άλλων σκοτεινών και φανερών κινήτρων που πολλοί θα ανιχνεύαμε, εξηγείται αν την  εντάξουμε και στη μεγάλη προσπάθεια χειραγώγησης της κοινωνίας  μέσα από την εκπαίδευσή  της  στην υπακοή. Τελικά,  «η  εξουσία μας στερεί την υγεία μας με χίλιους τρόπους  και  ισχυρίζεται ότι μας την επιστρέφει  με τον μοναδικό που ξέρει – φοβίζοντας μας για να μην την ταράξουμε»

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

ΕΝΑΣ … ΔΥΟ…. ΧΙΛΙΟΙ … ΦΡΑΧΤΕΣ


Στην Ευρώπη, πριν είκοσι χρόνια γκρεμίστηκε ένα τείχος  κι από τότε,  με συνέπεια και μεθοδικότητα,  βαλθήκαμε να το αντικαταστήσουμε   με δεκάδες  άλλα, έστω και με διαφορετικές  μορφές. Άνοιξαν τα  σύνορα για τους κατοίκους των χωρών  που συμμετέχουν στην  οικονομική ένωση της Ευρώπης και γίνεται  προσπάθεια να κλείσουν για όλους τους άλλους  που ερήμην τους  και εις βάρος τους  μπόρεσε να υπάρξει ετούτη η οικονομική ένωση.
       Στην Ελλάδα,  δεν αισθανόμαστε υπεύθυνοι για την αθλιότητα του «αναπτυσσόμενου» κόσμου η για τη φτώχεια των μεγαλουπόλεών μας.  ¨Όσο  μάλιστα μας υπόσχονταν  μια εσαεί οικονομική ανάπτυξη   δεν μας κακοφαινόταν να εκμεταλλευόμαστε όλους αυτούς  «της γης τους κολασμένους»  είτε σ’ ένα προσωπικό επίπεδο (φροντίδα γερόντων, καθάρισμα σπιτιών κλπ.) είτε σε επίπεδα επαγγελματικά  ( φτηνοί εργάτες σε οικοδομές,  σε χωράφια κλπ). Ανεχτήκαμε κι αποδεχτήκαμε τη συνεχή ροή μεταναστών προς και δια της χώρας μας  όσο αυτό μας εξασφάλιζε οικονομικό όφελος. Αδιαφορούσαμε ουσιαστικά και για τους «δουλεμπόρους» και για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών.
       Δεν εντάξαμε τα γεγονότα αυτά (μετανάστευση, συνοικίες γκέτο κλπ ) σ’ ένα συνολικό πλαίσιο που θα τόνιζε  την αλληλεξάρτηση όλων των φαινομένων.    Όλοι ετούτοι οι μετανάστες   θεωρούσαμε  πως προέρχονται από χώρες που δεν είναι δημοκρατικές, δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα κι αυτό είναι μια από τις αιτίες της δυστυχίας τους. Κι όταν  αναφερόμαστε σε κάποιες από τις άλλες  αιτίες  του φαινομένου,    τα οικονομικά αδιέξοδα, τους πόλεμους  που ενορχηστρώθηκαν από χώρες που αποκαλούνται Δύση,  οι περισσότεροι περιοριζόμαστε να κατηγορούμε και να αγανακτούμε.  
         Ο καθένας μας, στην καλύτερη περίπτωση,  επικοινωνούσε, σε προσωπικό  επίπεδο, με τη δυστυχία που συγκινούσε την ευαισθησία του και συμμετείχε στην άμβλυνσή της  στο μέτρο των δυνατοτήτων του. Πολλοί βοηθούσαν  πρόσφυγες και πεινασμένους με συγκεκριμένες ενέργειες, των οποίων επιδιώκαμε να βλέπουμε τα χειροπιαστά αποτελέσματα.
      Ελλείψει συστήματος ερμηνείας του κόσμου, ούτε λόγος βέβαια για μετατροπή του  σε κάτι άλλο, ελλείψει γενικά θεωριών  αποκτήσαμε αρχές, ηθική. Περίσσευαν  τα καλά αισθήματα, και η φιλοδοξία  των περισσότερων περιοριζόταν  ν’ αναγνωρίζουν το πρόβλημα ως σοβαρό και κυρίως να παρεμποδίζουν  την εμφάνιση ιδεών που ταυτίζονταν με ολοκληρωτισμούς (για πολλούς  συλλήβδην όλες οι ιδεολογίες) και να επαγρυπνούν  ώστε ν’ αποφευχθεί η ανάπτυξη επικίνδυνων φαινομένων και  η επαναδημιουργία συγκρούσεων.  Η ηθικολογία διέπνεε όλες τις  δημόσιες συζητήσεις. Όσο καταλάγιαζαν οι  ιδεολογίες επανέρχονταν στο προσκήνιο οι αγαθοεργίες.
     Το μνημόνιο  αποτέλεσε το ορόσημα της μεταβολής που  ήδη είχε αρχίσει να εμφανίζεται με αργότερους ρυθμούς. Η εθνική μας οικονομική δυσπραγία ανέδειξε σε όλο το μεγαλείο το πρόβλημα της  μετανάστευσης που κοντά είκοσι χρόνια το  άφηναν να σέρνεται (από τον Α. Σαμαρά που ήθελε να «βοηθήσει» στην κατάρρευση του καθεστώτος του Ραμίζ Αλία μέχρι τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αγγελοπούλου και Σημίτη με τα μεροκάματα Κίνας).
      Η απόφαση του Χ. Παπουτσή για τον φράχτη στον Εβρο, που τυγχάνει γενικής σχεδόν επιδοκιμασίας, προβάλλεται σαν η πιο    αποτελεσματική και πρακτική ενέργεια, που προσπαθεί να  συνδυάσει  την ανεκτική και συντροφική ιδεολογία της  αριστεράς με  την παραδοχή  των κανόνων της δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας, με επωδό συνεχή, όπως και σε όλα τα προβλήματα, «προτείνετε όσοι διαφωνείτε  μια άλλη εναλλακτική λύση». Ετσι  εμπλέκονται όλοι σε ψευτοδιλήμματα που μεταθέτουν το πρόβλημα και δίνουν χρόνο στη    «βαθιά»    εξουσία να βρει τη «λύση» προς όφελός της.  Από τη στιγμή που το ζητούμενο,  για τους λαούς τουλάχιστο του δυτικού κόσμου, δεν είναι η κατάληψη της εξουσίας ή αλλαγή της κοινωνίας  αλλά η εναρμόνιση μ’ αυτήν, είναι φυσικό να  εφαρμόζεται  παντού η ταυτολογική μέθοδος: «έτσι είναι ,δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς» 
     Αντικαταστήσαμε την ιδεολογία με τη διαχείριση κι ενώ αποδεχόμαστε υποτίθεται την πολιτιστική πολυφωνία  είμαστε σκεπτικοί για κάθε μορφή αυτοέκφρασης που εκδηλώνεται έξω από το πρότυπο της Δύσης. Αγνοώντας κάθε ιστορική προοπτική καταδικάζουμε όλες μας τις ενέργειες στον στενό ορίζοντα του άμεσου,  προσδοκώντας άμεσα αποτελέσματα. Ετσι θεωρούμε την όποια αντίδραση σε ενέργειες κυβερνώντων χωρίς  νόημα  αφού είναι ατελέσφορες.
         Ίσως είναι καιρός,  τουλάχιστον για όσους υφίστανται τις ακρότητες της εξουσίας,  να  αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε  πως  στην πραγματικότητα  με τη μετανάστευση  αυτό που  θα αλλάξει   εντελώς  θα είναι η εξωτερική  μορφή μιας εσωτερικής παρακμής που προϋπήρχε ήδη από καιρό,  ότι θα  σαρωθεί   βίαια και ολοκληρωτικά  ένα σύστημα κοινωνίας, το οποίο παρά την τάξη, τον πολιτισμό και την ευνομία που εξασφάλιζε εν μέρει, έχει  φθαρεί και έχει  χάσει την δύναμη της ανανέωσης και  ανάπτυξης.
    Πιθανόν, όλα αυτά τα κύματα μεταναστών να είναι η μελλοντική μας εικόνα και οι εκπρόσωποί μας στις βίαιες συγκρούσεις που όλοι επικαλούνται αλλά κανείς δεν επιδιώκει.

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

AΓΙΑ ΤΥΡΑΝΝΙΑ


« Φροντίστε, λοιπόν, πολίτες, να θωρακίσετε το Σύνταγμα ενάντια στις εξουσίες του και ενάντια στη διαφθορά των αρχών του. Κάθε αδύνατο σημείο του δεν θα ωφελούσε καθόλου  το λαό. Θα στρεφόταν ενάντιά του, προς όφελος του σφετεριστή.
   Βγάλατε την απόφασή πως μια γενιά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δεσμεύσει την άλλη. Αλλά οι γενιές παρουσιάζουν διακυμάνσεις μεταξύ τους. Όλες τους βρίσκονται σε μειοψηφία και είναι πολύ αδύναμες για να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους. Δεν αρκεί λοιπόν η διακήρυξη των δικαιωμάτων των ανθρώπων. Ένας τύραννος μπορεί να ορθωθεί και να οπλιστεί ακόμα και μ’  αυτά τα δικαιώματα, ενάντια στο λαό. Και ο πιο καταπιεσμένος ανάμεσα στους λαούς θα είναι αυτός που, μέσα σε μια τυραννία όλο πραότητα, θα καταδυναστεύεται στο όνομα των ίδιων των δικαιωμάτων του. Κάτω από μια τόσο άγια τυραννία, ο λαός αυτός δεν θα τολμούσε πλέον να κάνει τίποτα χωρίς να διαπράξει κάποιο έγκλημα για τη λευτεριά του. Το επιδέξιο έγκλημα θα αναδεικνυόταν σαν ένα είδος θρησκείας και οι απατεώνες θα κατοικούσαν μέσα στην ιερή κιβωτό»
 Από το λόγο του Σεν – Ζιστ στη Συμβατική, 24 Απριλίου 1793
 Μάριος Βερέττας, (επιλογή-μετάφραση – προλογικά) ΜΑΡΑ, ΣΕΝ-ΖΙΣΤ, ΡΟΒΙΕΣΠΕΡΟΣ, ΚΕΙΜΕΝΑ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1989

Σκληρό μήνυμα Ρέππα για τις απεργίες στα μέσα μεταφοράς (28/12/2010)
Ο κ. Ρέππας προειδοποίησε ότι οι νόμοι της Πολιτείας «πρέπει να γίνονται σεβαστοί και η κοινωνία έχει συμφέροντα τα οποία είναι πολύ ευρύτερα από τα συμφέροντα μιας ομάδας εργαζομένων, ενός κλάδου».  Σε άλλο σημείο των δηλώσεών του ανέφερε ότι «οι κινητοποιήσεις με αυτόν τον τρόπο, ταλαιπωρούν ιδίως τους λιγότερο εύπορους πολίτες, εκείνους δηλαδή που κατεξοχήν εξαρτώνται από τις υπηρεσίες των μεταφορικών μέσων στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας».

       Στην πραγματικότητα οι μηχανισμοί επιβολής  των αποφάσεων των όποιων εξουσιών παραμένουν ίδιοι. Προσαρμόζονται κάθε φορά στις συνθήκες και  μέσα που διαθέτουν. Και ο καλύτερος  και διαχρονικότερος  τρόπος επιβολής είναι η μετάλλαξή   τους   σε δόγμα και εσωτερίκευσή τους  σε πίστη

ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ FYROM

    «Αίμα, γλώσσα, πίστη, κράτος, γεωγραφική περιοχή – τι από όλα αυτά είναι καθοριστικά για τον σχηματισμό  ενός λαού; Συνήθως η συγγένεια γλώσσας και αίματος διαπιστώνεται μόνο με επιστημονικές μεθόδους. «Ινδοευρωπαίοι» είναι απλώς μια επιστημονική, ειδικότερα φιλολογική έννοια …… «Λαός»  όμως σημαίνει ένα πλαίσιο του οποίου έχει κανείς συνείδηση… Λαός είναι ένας σύνδεσμος αντρών που αισθάνεται ως ένα όλον.  Αν σβήσει αυτή ή αίσθηση, το όνομα και  κάθε μεμονωμένη οικογένεια  εξακολουθούν  ίσως να υφίστανται – αλλά   ο λαός έπαψε να υπάρχει. ….  Όσο   διαρκεί  το πνεύμα κοινότητας, ο λαός υπάρχει ως τέτοιος.
Από το πεπρωμένο των λαών πρέπει να ξεχωρίσουμε την τύχη των ονομασιών τους, οι οποίες είναι η  μόνη είδηση που έχουμε· μπορούμε όμως από ένα όνομα να βγάλουμε οποιαδήποτε συμπεράσματα για την ιστορία, την καταγωγή, τη γλώσσα ή έστω την ταυτότητα των φορέων του;  Είναι πάλι ένα λάθος των ερευνητών ότι δεν συνέλαβαν τη σχέση  ανάμεσα στο όνομα και αυτά τα συμπεράσματα θεωρητικά, αλλά στην πραγματικότητα τόσο απλά όπως λόγου χάρη στα σημερινά ονόματα προσώπων. Μπορεί κανείς να φαντασθεί γενικά πόσες δυνατότητες υπάρχουν σε αυτήν την περίπτωση;…
 … Οι ιστορικοί έγραψαν  την ιστορία των ονομάτων και όχι των λαών, αλλά τα ονόματα έχουν τη δική τους τύχη και, όπως αυτά, έτσι και οι γλώσσες, οι μετακινήσεις τους, οι αλλαγές, οι νίκες και οι ήττες, δεν αποδεικνύουν ούτε καν την ύπαρξη των αντιστοίχων λαών.
 ….. Τους λαούς που αντιπροσωπεύουν έναν πολιτισμό του αποκαλώ έθνη ξεχωρίζοντάς τους ήδη με αυτή τη λέξη από τα μορφώματα πριν και μετά τον πολιτισμό….. Στην βάση του έθνους βρίσκεται μια ίδέα…»
(Οσβαλντ Σπένγκλερ, Η παρακμή της Δύσης, β τόμος, σελ.  195-199,210, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, ΤΥΠΩΘΗΤΩ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΔΑΝΟΣ, 2004)
     Αναρωτιέται κανείς  διαβάζοντας αυτές  τις σκέψεις του Οσβαλντ Σπένγκλερ, του πρώτου τέταρτου του  προηγούμενου αιώνα, μετά και όσα κοσμογονικά ιστορικά γεγονότα που μεσολάβησαν από τότε, πως είναι  δυνατόν να συνεχίζουμε ακόμα να προβληματιζόμαστε για έννοιες όπως έθνος, λαός κλπ. με όρους και σκοπιμότητες  που κυριαρχούσαν στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα.
        Οι αφορμές για προβληματισμό πάνω στις έννοια του έθνους ή λαού δίνονται  στο περιθώριο πολιτικών ενεργειών ή αποφάσεων που μπορεί μακροπρόθεσμα να είναι καθοριστικοί για τη ζωή μας, ως συγκεκριμένου λαού.
Είκοσι χρόνια τώρα η ελληνική κοινωνία απασχολείται με το όνομα της  FYPOM  και η πολιτική ηγεσία, εγκλωβισμένη σε επιλογές που  η ίδια ποτέ δεν πίστεψε παρά για ψηφοθηρικούς λόγους, (από τον Μητσοτάκη που δήλωνε με βεβαιότητα ότι κανέναν δεν θα απασχολεί το θέμα σε 20 χρόνια, μέχρι την Γιώργο Παπανδρέου που έχει αναλάβει με πολλαπλούς γύρους του κόσμου να λύσει όλα μας τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα) προσπαθεί με κάθε μέσο να αποδεχτεί, χωρίς να γίνει  ξεκάθαρα αντιληπτό σ’ αυτούς που θα υποστούν τις συνέπειες, ό τι επιβάλλεται από αυτό που παλιότερα θα ονομάζαμε ξεκάθαρα Μεγάλες Δυνάμεις.
 Έχουμε επιδοθεί σ’ ένα αγώνα δρόμου ποιος θα αποδείξει, ένθεν κι ένθεν, ότι κατάγεται από τον μεγάλο Αλέξανδρο με αναλύσεις γλωσσολογικές, ιστορικές ερμηνείες – ακόμα δεν καταφύγαμε σε εξετάσεις DNA. Και όλα αυτά, όχι  γιατί ενδιαφέρεται σοβαρά  κανείς από την πολιτική ηγεσία , αλλά χρησιμοποιώντας τα ως μέσα για να παγιωθεί η  πολιτική της αναδιανομής εξουσίας και πλούτου στη περιοχή των  Βαλκανίων (τώρα βέβαια μιλούμε για Νοτιοανατολική Ευρώπη). Το πρόβλημα είναι ότι όλοι μας αποδεχόμενοι το βασικό μοντέλο ερμηνείας των  γεγονότων που εκπορεύεται άνωθεν, δεν τολμάμε να σκεφτούμε μ’ έναν διαφορετικό τρόπο διαρρηγνύοντας συμπαγείς συμπεριφορές και ιδεολογίες      και πολύ περισσότερο να ενεργήσουμε διαφορετικά για να ακυρώσουμε τέτοια ψευτοδιλήμματα που μας εγκλωβίζουν.
Ζώντας μέσα στη φτώχια, με πολιτική ηγεσία που πλειοδοτεί σε εθνικιστικές διακηρύξεις οι κάτοικοι της FYROM προσπαθούν να γίνουν «λαός», να αποκτήσουν την συνείδηση ότι ανήκουν σε ένα όλον για να συνεχίσει, ή τουλάχιστον να υπάρχει λόγος να συνεχίσει να υπάρχει ετούτο το κρατίδιο προς εξυπηρέτηση συμφερόντων αλλότριων και «υψηλοτέρων». Από την άλλη μεριά, εμείς, με την έπαρση που μέχρι πρότινος εκπορεύονταν από την οικονομική μας ανωτερότητα ως λαός τους αντιμετωπίζαμε αρκετά περιφρονητικά για να προσπαθούμε να τους εκμεταλλευτούμε (όρα επενδύσεις οκονομικές) και πολύ ανταγωνιστικά βρίσκοντας πολλοί από μας πεδίο λαμπρό για να διαφοροποιηθούμε   ιδεολογικά και να καταξιωθούμε.
Οι μέν ονομαζόμενοι  αριστεροί  για ν’ αποδείξουν στην πράξη το ξεπέρασμα διαχωρισμών που θεωρούν  τροχοπέδη στη συνένωση των λαών (άλλο τώρα αν τελικά τους προέκυψε συνένωση αγορών), υποτιμούν και μεταθέτουν τις αιτίες του προβλήματος, οι δε ακραιφνείς εθνικιστές για ν’ αποδείξουν την αιωνιότητα των δικών τους ιδεολογιών επιδιώκουν την ενίσχυση  των διαχωρισμών  προβάλλοντάς τες ως αιτίες όλων των προβλημάτων. Βεβαίως, αυτοί οι διαχωρισμοί αφορούν περισσότερο στον πολύ κόσμο και καθόλου στην άρχουσα τάξη που ασκεί παντοιοτρόπως πολιτική κι απλώς υποδαυλίζει ή όχι τη μια ή άλλη άποψη αναλόγως συμφερόντων που εξυπηρετεί.
 Κι οι περισσότεροι από μας αδυνατούμε να αναρωτηθούμε γιατί σε έναν κόσμο που επιδιώκονται οι όλο και ευρύτερες οικονομικές ενώσεις σε κάποιες περιοχές όπως στα Βαλκάνια κόπτονται οι «μεγάλοι» για αυτοδιάθεση, ανεξαρτησία, αυτοπροσδιορισμό και από πίσω τρέχουν  ηγετίσκοι  να τα εφαρμόσουν, παρασύροντας λαούς που είναι έτοιμοι ν΄ αγωνιστούν για  «ένα πουκάμισο αδειανό».

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

ΠΕΡΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ο λόγος


             Σε άρθρο του στο ΒΗΜΑ,  ο  Αντώνης  Καρακούσης, με σημείο εκκίνησης του συλλογισμού του   την επισήμανση του Μ.  ΧρυσοχοΪδη  για την πολιτική διάσταση και διεύρυνση του φαινομένου της  «τρομοκρατίας»,  καταλήγει να προτείνει τη «συγκρότηση  ενός πολιτικού δημοκρατικού μετώπου κατά της ένοπλης πολιτικής βίας, που θα ξεπερνά τα κόμματα και θα ζητεί από την κοινωνία να απομονώσει το φαινόμενο, που διχάζει και κλονίζει». Και ο  Μ. Χρυσοχοίδης και ο Καρακούσης συμφωνούν στον χαρακτήρα του φαινομένου, «βαθύτατα πολιτικό, δύσκολα διαχειρίσιμο και η αντιμετώπισή του πάνω από όλα πρέπει να είναι πολιτική», αλλά δεν τολμούν να προχωρήσουν σε μια αναζήτηση των αιτιών δημιουργίας του. Παραδέχεται ο Α. Καρακούσης ότι «έχει απλωθεί, τείνει να μαζικοποιηθεί και κερδίζει συνεχώς υποστηρικτές σε τμήματα της νεολαίας» και αντί να προβληματιστεί  γι΄ αυτήν την εξάπλωση  μεταθέτει την ανησυχία του για το πώς θα επιτευχθεί η υπεράσπιση της δημοκρατίας που είναι συνταγματικό καθήκον όλων.
       Ο θάνατος του Λάμπρου Φούντα άνοιξε μια ρωγμή για να αποκαλυφτούν χαρακτηριστικά «της νέας γενιάς τρομοκρατών». Ένας νέος άνθρωπος, από αστική οικογένεια, με αξιόλογη μόρφωση και  επάγγελμα επιλέγει να δράσει πολιτικά μέσα από τις δαιδαλώδεις ατραπούς της ένοπλης βίας. Τίποτε δεν τον υποχρέωνε για μια τέτοια επιλογή. Ούτε η ηλικία του, ούτε η οικονομική και κοινωνική θέση του. Οι περισσότερες αναφορές από τους «έγκριτους» δημοσιογράφους για το πρόσωπό του εστίαζαν  σε αστυνομικού τύπου περιγραφές και ερμηνείες,  χωρίς να προβληματίζονται σοβαρά για τις αιτίες που μπορεί να οδήγησαν σ’  αυτή την επιλογή. Ίσως γιατί ακριβώς και οι ίδιοι φοβούνται και αναγνωρίζουν ότι αυτές οι αιτίες, κοινωνικές, οικονομικές, ιδεολογικές, θα συνεχίζουν να υφίστανται και να ωθούν και άλλους σε τέτοιες επιλογές.
         Η  γενιά που γεννήθηκε στις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, και τότε η δημοκρατία συμπυκνώνονταν στη φράση « να σου χτυπάν το πρωί την πόρτα και να είναι ο γαλατάς», θεωρεί εν πολλοίς ότι   οι όροι του πολιτικού παιχνιδιού συνεχίζουν να είναι ίδιοι, άρα και οι τρόποι αντίδρασης σε αντιλαϊκές  αποφάσεις της κυβέρνησης – απεργίες, διαδηλώσεις, λεκτικές διαμαρτυρίες. Όταν αυτά τα μέσα δεν αποδίδουν οι περισσότερες κοινωνικές ομάδες πέρα του ότι προχωρούν, πολλές φορές, σε μια αυτοσυγκράτηση στη δραστηριότητα τους από το φόβο της πιθανής εκτροπής του πολιτεύματος, αποδέχονται ως αναγκαίες και ίσως μακροπρόθεσμα και ωφέλιμες τις ενέργειες της κυβέρνησης.
          Οι νέοι όμως που γεννήθηκαν μετά την μεταπολίτευση βίωσαν μια πολλά υποσχόμενη δημοκρατία, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, η οποία τα τελευταία χρόνια διολισθαίνει, ανεπαισθήτως στην αρχή, βιαίως τον τελευταίο χρόνο, σε δικτατορικού  τύπου επιλογές και δράσεις χρησιμοποιώντας αξιοθαύμαστα όλα τα επικοινωνιακά μέσα.   Η επίκληση στην ανοχή και κατανόηση της δημοκρατίας αρχίζει να μη γίνεται πια πειστική, κυρίως γιατί αρχίζει να αμφισβητείται  η ίδια η λειτουργία της και η σκοπιμότητά της. Μπορεί  η κατανόηση πολλών υπουργών, και του ίδιου του πρωθυπουργού μάλιστα,   για τις διαμαρτυρίες των πολιτών να εντυπωσιάζει  κάποιους, αλλά φαίνεται σε πολλά κοινωνικά στρώματα και ηλικίες  να εκλαμβάνεται ως εμπαιγμός.
        Όταν το ίδιο το κοινοβουλευτικό σύστημα, που επέτρεψε και θεσμοθέτησε μάλιστα ως δικλείδες ασφαλείας την εκδήλωση αντιδράσεων οριοθετώντας τες μ’ αυτόν τον τρόπο και δείχνοντας ότι μπορεί να επηρεαστεί απ’ αυτές,  έφτασε στις μέρες μας  όχι απλά να τις ενσωματώνει αλλά και να τις αφομοιώνει, εξουδετερώνοντας την αποτελεσματικότητά τους,  ποιοι δρόμοι απομένουν για πολιτικά συνειδητοποιημένους και οργισμένους νέους για ουσιαστική αντίδραση; Αφού δεν μπορεί να επιτευχθεί η μαζικότητα στις εκδηλώσεις αντίδρασης θα επιδιωχθεί η ένταση -  ποιο μέσο γι’ αυτό καλύτερο από τη βία;
         Η  κυβέρνηση, με την ανοχή της  κοινωνίας, δείχνει να αδιαφορεί για τη γενιά των νέων που εμπαίζεται, περιθωριοποιείται, αδρανοποιείται και υπάρχει το ενδεχόμενο  οι περισσότεροι από τους καλύτερούς της  να στελεχώσουν  ομάδες ένοπλης πάλης, μάλλον για τους ιδεολόγους  είναι ένοπλης απελπισίας.
         Η εξουσία πιθανόν να διευκολύνεται, αν δεν τις προκαλεί μάλιστα, μ’  αυτές τις επιλογές. Αν λάβουμε υπόψη  την προπαγάνδα που ταυτίζει την επιλογή της πολιτικής του μνημονίου με εθνικό καθήκον και χαρακτηρίζει σχεδόν  κάθε ουσιαστική αντίδραση σαν περίπου αντεθνική μπορούμε ν’ αντιληφθούμε τον καινούργιο επικοινωνιακό μηχανισμό  που θα στηθεί για να μας πείσει για τον κίνδυνο της πατρίδας μετά και την βομβιστική επίθεση στη Ριανκούρ.
         Ο  Α. Καρακούσης τελειώνει το άρθρο του με την διαπίστωση ότι η δημοκρατία «δεν μπορεί να μείνει ανυπεράσπιστη όταν σηκώνονται όπλα και τοποθετούνται βόμβες τέτοιας ισχύος, ικανές να σκοτώσουν τον καθένα περίοικο ή τυχαίο περαστικό».
         Το πρόβλημα βέβαια είναι όχι μόνο με ποιον τρόπο θεωρείται από την κυβέρνηση ότι θα γίνει η υπεράσπιση της δημοκρατίας αλλά και πώς ακριβώς αυτή ορίζεται στην εποχή του μνημονίου.