Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ


Και εν μέσω νέας έξαρσης της επιδημίας και ανομολόγητης απογοήτευσης για την πορεία του τουρισμού, με την κυβέρνηση της Ν.Δ στον δοκιμασμένο ρόλο της να χειραγωγεί, απειλεί και κολακεύει τα λαϊκά στρώματα, ενώ εξοπλίζεται παντοιοτρόπως, η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ ανακοινώνει για την νεολαία της τον Αύγουστο εναλλακτικό κάμπινγκ στο Γράμμο, σε μια κορύφωση εκμετάλλευσης συμβολισμών και σύγχυσης πολιτικών επιλογών και  ρόλου του.
    Αν γίνεται αναφορά σ’ αυτήν την απόφαση δεν είναι γιατί ενδιαφέρει η γελοιοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο γιατί καθρεφτίζεται η σύγχυση της αστικής ιδεολογίας και τα όρια πολιτικού θράσους και καιροσκοπισμού. Το επαναστατικό παρελθόν ακόμα κι αν απέχει πάνω από 70 χρόνια μοιάζει να ρίχνει ακόμα βαριά τη σκιά στην αστική πολιτική ζωή, αφού δεν σταματά να το ξορκίζει παντοιοτρόπως. Από τις απλοϊκές, κατασκευασμένες και ανιστόρητες κατηγορίες για κομμουνισμό των ακροδεξιών βουλευτών της Ν.Δ εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ,  μέχρι τους λεκτικούς ακροβατισμούς με άρωμα αριστεράς του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, η προσπάθεια να απαξιωθεί η κομμουνιστική ιδεολογία δεν εγκαταλείπεται. Και συγχρόνως αποδεικνύεται η γύμνια της αστικής ή και φιλελεύθερης, επί το ακαδημαϊκότερον, ιδεολογίας που δεν σταματά να αντιπαρατίθεται  με την κομμουνιστική παραμορφώνοντάς τη για να τη σφετεριστεί. Αντιστασιακοί αγώνες, συλλογικά καθήκοντα, αλληλεγγύη κλπ. επιστρατεύονται από τον κυρίαρχο λόγο εάν είναι να πετύχει τη χειραγώγηση και την υποταγή.
            Κι αν όλα τα χρόνια της μεταπολίτευσης η φιλελεύθερη αστική τάξη μας μιλούσε υποκριτικά για ελευθερία και δικαιώματα, τώρα που ανέλαβε το καθήκον να σώσει εαυτήν και τον εγχώριο καπιταλισμό από τις αντιδράσεις των εργαζομένων, προσπαθεί να τα αποσυνδέσει από τους αγώνες τους και καταφεύγει και συνωμοτεί μαζί με τα πιο αντιδραστικά στοιχεία και δυνάμεις, με το φόβο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και της συνείδησής του, για να εξαλείψει την ελευθερία και να αποτρέψει τις διεκδικήσεις.
        Η αναρρίχηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, εκμεταλλευόμενος αριστερές ψευδαισθήσεις, ήταν μια προσπάθεια αναβίωσης του δικομματισμού της μεταπολίτευσης  και αφοπλισμού, ιδεολογικού και πολιτικού, της εργατικής τάξης. Κι αν η προσπάθεια δεν ευδοκίμησε πλήρως, πώς θα μπορούσε εξάλλου να αναμετρηθεί με το ΚΚΕ, ήταν όμως αρκετή για να διαχυθούν ιδέες και πρακτικές που προωθούν τη μοιρολατρία και δεν αμφισβητούν τον πυρήνα του κατεστημένου. Κι έτσι και σαν αντιπολίτευση κάνει μαζί με τη Ν.Δ τον ανταγωνισμό των διαφορετικών στρωμάτων της αστικής τάξης πρόβλημα για τους εργαζόμενους, που θα πρέπει να μαντεύουν πίσω από καταγγελίες και κατηγορίες, όπως στο σκάνδαλο της NOVARTIS, τα αντιφατικά συμφέροντα μεγαλόσχημων, ώστε παρασυρόμενοι να αντιμετωπίζουν τον καπιταλισμό με την οπτική της κυρίαρχης τάξης.
         Όλη αυτή τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης που συμπληρώνεται από την υγειονομική, τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία προπαγάνδας αντλήθηκαν από την ιστορία και με τη βοήθεια της ψυχολογίας για να ριζωθούν στη σκέψη μας οι αντιλήψεις της άρχουσας τάξης. Από τη διαστρέβλωση της ιστορίας του ΕΑΜ, την ενοχοποίηση των εργατικών διεκδικήσεων μέχρι την προσωπική ανευθυνότητα του καιρού της πανδημίας,  οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, και ΣΥΡΙΖΑ απέβλεπαν στη συμμόρφωσή μας  στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Στο επίκεντρο πάντα η οικονομία,  που δικαιολογεί τους πιο αντιδραστικούς θεσμούς έρευνας και σχεδιασμού του καπιταλισμού, που καλύπτει τις θανατηφόρες αντιφάσεις του, όπως έγινε με τη  συμφωνία της ΕΕ για το  Ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Η πολιτική εξουσία  θριαμβολογεί  θρασύτατα για τη συμφωνία και την  αλληλεγγύη που επιδεικνύει η ΕΕ, η οποία θα δανειστεί εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για να τα  διανείμει ως δημοσιονομική στήριξη στα κράτη μέλη, με μορφή επιχορηγήσεων και δανείων. Φυσικά, για να ξεκλειδώσει κάθε χώρα το μερίδιο που της διατίθεται θα πρέπει να  προετοιμάσει εθνικά σχέδια ανάκαμψης που δεσμεύονται να μεταρρυθμίσουν την οικονομία της και να πείσουν τους μηχανισμούς εποπτείας. Οι θριαμβολογίες βέβαια δεν αναφέρονται στους όρους, αποσιωπούν τη μείωση των επιχορηγήσεων κατά 110 δισεκατομμύρια σε σχέση με την αρχική πρόταση της Επιτροπής, και προσπερνούν ως ασήμαντο το γεγονός πως ενώ βρισκόμαστε εν μέσω υγειονομικής κρίσης δείχνει να μην ενδιαφέρεται η ΕΕ για την αναβάθμιση της υγειονομικής ικανότητας της αφού κατάργησε το αντίστοιχο πρόγραμμα, το  EU4Health.
         Εξάλλου και στη χώρα μας φειδωλές και συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την παρούσα  εικόνα του συστήματος υγείας και της ετοιμότητάς του για το αναμενόμενο δεύτερο κύμα της πανδημίας, όπως και για την ακριβή επιδημιολογική κατάσταση σε περιοχές της χώρας. Οι πληροφορίες όμως  για πρόστιμα και παραβάσεις υγειονομικών  πρωτοκόλλων συνεχίζουν να είναι πολύ ακριβείς και επαναλαμβανόμενες και η στόχευση του συνωστισμού και της χαλάρωσης σαν αιτίες αύξησης των κρουσμάτων μεταθέτει και πάλι στην ατομική ευθύνη όλο το βάρος. Ενώ οι αντιφάσεις στις εξαγγελίες και τα μέτρα, όπως έγινε τελευταία με τον γόνο  της δυναστείας Καραμανλή που τοποθετήθηκε στη θέση του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, δεν δείχνουν άλλο παρά πως κυρίως αυτό που ενδιαφέρει είναι το επικοινωνιακό σκέλος. Από τη μια λοιπόν αραιωμένα θερινά δρομολόγια με τη δήλωση του Κ. Καραμανλή πως ο συνωστισμός είναι αναπόφευκτος και από την άλλη η απειλή προστίμου για παράβαση της διάταξης που επιτρέπει επιβάτες στα ΜΜΜ μέχρι πλήρωσης του ποσοστού 65%.
           Βραχυπρόθεσμα, φαίνεται  και στη χώρα μας, πως το σύστημα αναθέτει το οικονομικό βάρος της αντιμετώπισης της κρίσης της υγείας στο καπιταλιστικό κράτος. Με τον τρόπο αυτό «κοινωνικοποιείται» το βάρος,  με την έννοια ότι άλλες κοινωνικές τάξεις και κυρίως η εργατική τάξη,  και όχι βέβαια οι καπιταλιστές, το μοιράζονται δυσανάλογα μέσω της φορολογίας. Ως εκ τούτου, το κράτος επιχορηγεί ιδιωτικές επιχειρήσεις που κλείνουν ή εργάζονται υπό εξαιρετικά περιορισμένη παραγωγική ικανότητα ή καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του μισθολογικού κόστους αυτών των επιχειρήσεων μέσω διαφόρων επιδομάτων εργασίας. Συμπληρωματικά σ’ αυτά η καλλιεργούμενη ελπίδα για συμμετοχή του τουρισμού σε μια σχετική οικονομική ανάκαμψη, επιδιώκει να μεταθέσει για αργότερα τις αντιδράσεις εργαζομένων ελπίζοντας στην καλύτερη χειραγώγησή τους. Σ’ αυτό θα βοηθήσουν οι νόμοι καταστολής που ψηφίζονται, τα εργατικά δικαιώματα που συρρικνώνονται
      Επικοινωνιακά παιχνίδια και εικονική πραγματικότητα δεν μπορούν όμως να κρύψουν τα σοβαρά πολιτικά και οικονομικά διακυβεύματα. Τα δύσκολα βρίσκονται μπροστά μας.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ


Μέρες που είναι θα δοθεί για 46η φορά η δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο για την επέτειο αποκατάστασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με την πολιτική ηγεσία των αστικών κομμάτων σε επαναλήψεις δεκάρικων λόγων που επαινούν τη δημοκρατία και ομνύουν σ’ αυτή, προσπαθώντας, με την διατεταγμένη υπηρεσία και των ΜΜΕ, με νύχια και με δόντια να πείσουν για το αμετάβλητο των κοινωνικών και πολιτικών ισορροπιών που εξέφραζε η μεταπολίτευση. Βέβαια, για καλό και για κακό μπροστά στην έστω και όχι άμεση απειλή της δυναμικότητας νέων λαϊκών αγώνων, που η παρατεταμένη και ανανεωμένη κρίση μπορεί να διαμορφώσει, δεν διστάζουν να συμφωνούν στην επιβολή αυταρχικών επιλογών. Και κάπως έτσι ο παντός κυβερνώντος κόμματος  Μ. Χρυσοχοϊδης, από τις ακραίες μορφές πολιτικού κυνισμού,  αποδεικνύεται απαραίτητος σε ΠΑΣΟΚ παλιότερα και Ν.Δ τώρα, για εφαρμογή κάθε νέου νόμου που περιστέλλει ελευθερίες.
 Στην προσπάθειά της η αστική πολιτική ηγεσία να εξασφαλίσει συνοχή και ενότητα όχι μόνο στα κομματικά της ακροατήρια αλλά και να επιβάλλει πειθαρχία …καθ’  άπασαν την επικράτεια δεν αρκείται απλά στην επιβολή του νόμου, αλλά επιδίδεται, με τον ζήλο των σωμάτων ασφαλείας,  σε κάθε μορφή  αυθαιρεσίας  και υπέρβασης και του ίδιου  του νόμου, στην καλλιέργεια κλίματος φόβου κι ανασφάλειας. Η ίδια η πολιτική ηγεσία μοιάζει να μην ορρωδεί μπροστά σε οποιοδήποτε φραγμό πολιτικής και ηθικής δεοντολογίας, που υποκρινόταν πως ακολουθεί,  και δεν διστάζει να επενδύει με επίφαση αλήθειας μύθους που στήνει για να κάνει πιστευτή την ικανότητά της πως αντιμετωπίζει τους κινδύνους, πως ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα των πολλών.  Και τελευταία, με την διακυβέρνηση της Ν.Δ, προστίθεται, αρκετά χοντροκομμένα, και μια σωτηριολογική διάσταση στο χειρισμό πολιτικών υποθέσεων αποκλειστικότητας Κυριάκου Μητσοτάκη.
Με την οικονομική κρίση και την επιβολή των μνημονίων εδώ και δέκα χρόνια ο φόβος της άρχουσας τάξης για ρωγμές στο οικοδόμημα της συναίνεσης που στερεώθηκε με την μεταπολίτευση επιστράτευσε όποιο ιδεολόγημα για να εξοβελιστεί κάθε απόπειρα κριτικής και αμφισβήτησης των πολιτικών της επιλογών. Η αστική πολιτική ηγεσία με απλοποιημένα και μηχανιστικά σχήματα που δεν ενδιαφέρει η επαλήθευσή τους προσπαθεί να υψώσει τείχος που φράζει κάθε κριτική, επιτρέποντας μόνο ένα δίλημμα που παρουσιάζει αμείλικτο. Με την αστική εξουσία που προσπαθεί να περισώσει ό,τι μπορεί ή μια ανίκανη αριστερά, που ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε και την ανεντιμότητά της, και ένα αποτυχημένο κι επικίνδυνο πολιτικό σύστημα. Εν ολίγοις, σε νέο περιτύλιγμα επαναλαμβάνεται το πάλαι ποτέ δίλημμα του μετεμφυλιακού κράτους, δημοκρατία ή ολοκληρωτισμός, υπονοώντας εμφανώς τον κομμουνισμό, που την βολεύει να ταυτίζει με ΣΥΡΙΖΑ.
Σε παραδείγματα κυβερνητικού λόγου, όπου επικοινωνιακά επιδιώκεται να καθρεφτίζεται σ’ αυτά ένα ψευδές είδωλο εξουσίας που υποκρίνεται πως ενσωματώνει  προσδοκίες και υπερασπίζεται αγώνες, δεν υπάρχει κανένας δισταγμός στην υιοθέτηση μιας ολόκληρης σειράς ετερόκλητων θεμάτων. Άλλων που ανήκουν στο ιδεολογικό εμπόρευμα μιας πεφωτισμένης ή τεχνοκρατικής Δεξιάς, άλλων δανεισμένων και από την αριστερά, και όλα μεταμφιεσμένα και ενωμένα κάτω από μια ανθρωπιστική –προοδευτική ετικέτα, με μόνο στόχο την παραπλάνησή μας για συναίνεση στην κυρίαρχη πολιτική.
Τα παραδείγματα άπειρα. Από τα πρώτα χρόνια της κρίσης, πριν δέκα χρόνια,  η δήλωση του Γ.   Παπανδρέου για διεφθαρμένη χώρα μέχρι το περίφημο «μαζί τα φάγαμε» του Θ. Πάγκαλου.
Και από τον τελευταίο χρόνο διακυβέρνησης της Ν.Δ, ένας λόγος που υποκλίνεται με στόμφο στην μικροαστική και αστική ιδεολογία για να υπονομεύσει, όταν δεν καταστέλλεται με βιαιότητα, κάθε κινητοποίηση, με όλες τις παραλλαγές αναγνωρίζεται σε δηλώσεις και ανακοινώσεις πολιτικών. Από την ανάρτηση της υπουργού Παιδείας Ν. Κεραμέως,  πριν κανένα μήνα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για σεβασμό του σεξουαλικού προσανατολισμού, υπερασπιζόμενη την ανοικτή, ελεύθερη, ευνομούμενη Πολιτεία μέχρι την αγόρευση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη,  στη Βουλή, όταν υπερασπιζόταν το νομοσχέδιο που έγινε νόμος για την περιστολή των διαδηλώσεων. Σε μια επίδειξη αυταρέσκειας ο τελευταίος προσπάθησε να εντυπωσιάσει  με ατάκες που ήθελε να δείχνουν την εξυπνάδα του και να δικαιολογούν την αυταρχικότητά του, όπως πως το νομοσχέδιο  «Καταργεί αναχρονισμούς που ονομάστηκαν δικαιώματα» ή «Η Ελλάδα αναστενάζει στα γήπεδα και η δημοκρατία στις συγκεντρώσεις». 
 Δεν λείπουν και χειρονομίες θεαματικές ή  λόγος συναινετικός για να επιτευχθεί ο πολιτικός και ιδεολογικός αφοπλισμός κάθε αγώνα. Όπως η παρουσία του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στην εκδήλωση μνήμης για τους φυλακισμένους της δικτατορίας, στα πλαίσια της επετείου αποκατάστασης των δημοκρατικών διαδικασιών, στις πρώην φυλακές Ωρωπού, με  την παραδοχή του, σε ρόλο μεγάθυμου ηγέτη,  πως η  «Αριστερά πράγματι είχε ισχυρό πρωταγωνιστικό μερίδιο συμμετοχής, όπως αποτυπώνεται στον κατάλογο όσων πέρασαν από εδώ. Δίπλα του όμως και σε άλλους δημοκρατικούς πολίτες και αξιωματικούς από όλο το πολιτικό φάσμα». Κι από κοντά η  ειρωνική εξυπνακίστικη ατάκα της Ντ. Μπαγογιάννη που παράφρασε το γνωστό τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη για τον Ωρωπό, σε ρόλο αυτόκλητου υπερασπιστή των αγωνιστών της δημοκρατίας.
Κυνικότατα πια η αστική πολιτική μας ηγεσία με θεαματικές χειρονομίες είτε καταγγέλλει καταχρήσεις, διαφθορά στελεχών από τη μια είτε αντιδημοκρατικές πρακτικές, παραβιάσεις νομιμότητας από την άλλη μέσα σε μια οχλοβοή προπαγανδιστικών αφορισμών και ιδεολογικών αναμασημάτων. Σκάνδαλα και σκευωρίες, διαφθορά και αυταρχικότητα ομογενοποιημένα προσπαθούν να άρουν τις αντιφάσεις μεταξύ των καλλιεργούμενων προσδοκιών και των εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Και είναι τώρα, καθώς τα αδιέξοδα πληθαίνουν με την υγειονομική και οικονομική κρίση να εξαθλιώνει τη ζωή μας, που ο κομμουνιστικός λόγος με το όραμα μιας διαφορετικής κοινωνίας μπορεί να εμπνεύσει τους αγώνες ενάντια σ’ αυτό το σύστημα που εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενο και την ίδια μας τη ζωή.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

ΘΕΑΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ


Τα τελευταία χρόνια η επικοινωνιακή πολιτική βρίσκεται στα …καλύτερά της, με την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα  δικτυακά και έντυπα μέσα να μεταδίδουν πολιτικά μηνύματα της κυρίαρχης εξουσίας σε μαζικά και  ετερογενή ακροατήρια που σε τακτά χρονικά διαστήματα ενισχύονται με δημοσκοπήσεις, ποσοτικές ή ποιοτικές, για να αποκτούν και μια διάσταση αντικειμενικότητας, ώστε να γίνονται πιο πειστικά. Κι έτσι να δημιουργούν μια αναπαράσταση της πραγματικότητας που ενδιαφέρει να είναι πειστική, ακόμα κι αν ελάχιστα σχετίζεται μ’ αυτήν. Και είναι αυτό που επιδιώκεται από  τους πολιτικούς της κυρίαρχης εξουσίας.           
Ο πρωθυπουργός δεν χάνει ευκαιρία να επαναλαμβάνει σαν άθλο της κυβέρνησης, κολακεύοντας όμως και τον λαό που ανταποκρίθηκε, την αντιμετώπιση της πανδημίας την Άνοιξη για να «είναι η χώρα παράδειγμα προς μίμηση παγκοσμίως». Και  βέβαια, να επιμένει πως «Η υγειονομική περιπέτεια δοκίμασε την εθνική οικονομία, δεν έπληξε όμως τις βάσεις της», ενώ  επαίρεται πως «Ο δείκτης οικονομικού κλίματος λίγο πριν την πανδημία βρέθηκε στο ψηλότερο σημείο εδώ και 19 χρόνια και σήμερα παρά την πτώση είναι δέκα μονάδες πάνω από την υπόλοιπη Ευρώπη» στην ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒ ένα μήνα πριν. Και βέβαια στο επετειακό βίντεο για την ανάληψη της εξουσίας από τη Ν.Δ πριν ένα χρόνο, με εικόνες του πρωθυπουργού σε ρόλο ηγέτη που  τονίζοντας την ενότητα λαού και κυβέρνησης με αυταρέσκεια  μιλά για το χτίσιμο της εθνικής αυτοπεποίθησης μέσα από πρωτοφανείς περιπέτειες, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτές την απώθηση των εξαθλιωμένων που προωθούσε στον Έβρο ο  Ερντογάν ως υπεράσπιση των συνόρων της Ευρώπης και το κλείδωμα της Άνοιξης ως νίκη στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Και τώρα που τα κρούσματα κορωνοϊού αυξάνονται, αποφεύγεται να γίνεται λόγος για  τη σύμπτωση του  ανοίγματος των συνόρων με την αύξηση των κρουσμάτων, που χρεώνεται από τον κυρίαρχο λόγο σχεδόν αποκλειστικά στην έλλειψη ατομικής ευθύνης, στη χαλαρότητα της συμπεριφοράς μας. Και σχεδόν  δεν περνά μέρα που να μην γίνεται αναφορά στην κομψότητα της πρωθυπουργικής συζύγου, κατά τα πρότυπα της πάλαι ποτέ βασιλικής συζύγου, και τις ηγετικές ικανότητες του χαρισματικού ηγέτη της χώρας, Κ. Μητσοτάκη.
       Όλη η πολιτική συμπεριφορά και δράση έχει περισσότερο από ποτέ συρρικνωθεί σε ένα επικοινωνιακό παιχνίδι. Η πολιτική σαν να είναι μόνο ένα παιχνίδι, ένα θέαμα και οι πολίτες οι θεατές της που επιλέγουν το καλύτερο σενάριο, για να απολαμβάνουν προδοσίες, χτυπήματα κάτω από τη μέση, συμμαχίες, λεκτικές κονταρομαχίες. Χάρη στα Μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης  εξετάζουμε κάθε λεπτομέρεια της δράσης σαν να είναι σαπουνόπερα της οποίας τα  επεισόδια ακολουθούν το ένα το άλλο, όπου οι τραγωδίες χτυπούν τυφλά και οι πολιτικοί συγκρούονται βίαια, έτσι που θα μπορούσαμε εξωθώντας αυτή τη σύγκριση στα όριά της να μιλάμε περισσότερο για reality show. Η λογική των μέσων μαζικής ενημέρωσης αντιμετωπίζει την πολιτική  και τον πολιτικό λόγο σαν ένα προϊόν από κάθε άποψη συγκρίσιμο με ένα άλλο, ένα εμπόρευμα που είναι θέμα πώλησης με μεθόδους αποτελεσματικές στον τομέα της διαφήμισης και εμπόριο. Οι στριγγιές του Α. Γεωργιάδη, οι χυδαίες προσβολές του Κ.Μπογδάνου, η συγκαταβατική υπεροχή του Κ. Μητσοτάκη δεν είναι παρά επικοινωνιακές τεχνικές για προώθηση του πολιτικού προϊόντος τους, που συγχρόνως διαμορφώνουν μια πολιτική πραγματικότητα που έχει να κάνει με τη ίδια μας τη ζωή.
Γιατί η πολιτική, ακόμα κι αν την παρουσιάζουν έτσι,  δεν είναι διαφήμιση ή θέαμα, παρά μόνο στο βαθμό που χρησιμοποιείται για να μπορεί να μεταμφιέζεται πετυχημένα και να κρύβονται τα συμφέροντα που την καθορίζουν. Είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από ένα απλό παιχνίδι, γιατί ο στόχος  είναι η εξουσία από την οποία εξαρτάται το μέλλον της κοινωνίας μας. Η εξουσία χρησιμοποιεί το θέαμα για να καλυφθεί, και έτσι να κρύψει την πραγματική άσκηση της πίσω από ορισμένα τεχνάσματα  επικοινωνίας, ενώ τα ΜΜΕ λειτουργούν ως παραμορφωτικός φακός που αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
          Στην αδυσώπητη και διαρκώς επεκτεινόμενη προσπάθειά του προς την ολική εξουσία στον χρόνο και στο χώρο πάνω στους ανθρώπους, αλλά και τους μη ανθρώπινους πόρους ο καπιταλισμός μοιάζει να  έχει χαρτογραφήσει τη συνείδηση ως το τελικό του σύνορο. Αυτό συνεπάγεται μια συνεχή αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και της δημόσιας πειθούς που αποσκοπεί στην καλλιέργεια της παθητικότητας, την προώθηση ελεγχόμενων προσδοκιών και την κατασκευή χειραγωγούμενων ταυτοτήτων. Η νομιμοποίηση του αστικού κράτους εξαρτάται εν μέρει από την ικανότητά του να εκπροσωπεί και να εσωτερικεύει στη συνείδηση των εκμεταλλευομένων τάξεων το λόγο ύπαρξης της πολιτικής του και του τρόπου διοίκησης ως κάτι φυσικό, δίκαιο και κυρίως προς όφελος του λαού.
         Κι αν ο κυρίαρχος λόγος δεν παραδέχεται πως χρησιμοποιεί την  προπαγάνδα για χειραγώγηση της γνώμης και της σκέψης, τι άλλο όμως είναι ο λόγος που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, προκαλεί ψέματα, εξωραΐζει την πραγματικότητα; Μεταμορφώνει ή επιβεβαιώνει απόψεις πατώντας πάνω σε υπαρκτά προβλήματα για να δώσει τη λύση που συμφέρει στην άρχουσα τάξη, ενσταλάζοντας την κυρίαρχη ιδεολογία και τον αντίκτυπό της στην καθημερινή ζωή.  
 Από την αρχή του καλοκαιριού η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων για τον τουρισμό που θα δώσει ανάσα στην οικονομία αποκρύπτει την πραγματικότητα της οικονομικής εξαθλίωσης και ανεργίας επιμένοντας στη διαφήμιση της σωτήριας πολιτικής της κυβέρνησης. Η πραγματικότητα  όμως έτσι κι αλλιώς μακροπρόθεσμα αρνείται να προσαρμοστεί στις προβλέψεις των προφητών της επικοινωνίας Ροκανίζοντας λοιπόν το χρόνο ο κυρίαρχος λόγος με εξωραϊσμούς της πραγματικότητας αναβάλλει όσο μπορεί την αντιμετώπιση της, ενώ  οπλίζεται με νομοθετήματα.
Και μείς, οι υποτελείς τάξεις που εκμεταλλεύονται το μόχθο μας και μας καταδικάζουν στην εξαθλίωση και ανασφάλεια, πως είναι δυνατό να συμβιβαζόμαστε με μια πολιτική  θέαμα και να ενστερνιζόμαστε ακόμα και να διαδίδουμε, έστω χωρίς να το συνειδητοποιούμε την προπαγάνδα τους,  όταν διακυβεύεται η ζωή μας;

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ


Κάποιες επέτειοι αυτές τις μέρες προκαλούν σκέψεις για την ιστορία που γράφεται και ξαναγράφεται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, είτε αναδεικνύοντας καινούργιες πτυχές του παρελθόντος είτε θέτοντας διαφορετικά ερωτήματα  για τα ίδια ιστορικά θέματα είτε ερμηνεύοντάς μέσα από σύγχρονα ιδεολογικά φίλτρα. Κι αν η 14η Ιουλίου εθνική γιορτή των γάλλων, είναι η επέτειος της κατάληψης της Βαστίλης και έναρξης της επανάστασης του 1789, με μια ακτινοβολία και αντίχτυπο που ξεπερνά την χώρα  και τον χρόνο που ξέσπασε και οι δικές μας επέτειοι αυτών των ημερών, 15 Ιουλίου 1965 και 15 Ιουλίου1974 διαμόρφωσαν σ’ αυτή τη μικρή γωνιά καταστάσεις που ο απόηχός τους φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.
          Πολλοί από την πολιτική μας ηγεσία σε αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα όπως η πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο υπουργός εξωτερικών ή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης  τιμούν την επέτειο της γαλλικής επανάστασης και αναφέρονται στις αξίες της που συμπυκνώνονται στο τρίπτυχο της ελευθερίας, ισότητας αδελφοσύνης. Κι αν για μας τα σχετικά με τη γαλλική επανάσταση  έχουν να κάνουν περισσότερο με τους ιστορικούς, είναι η δική μας επανάσταση του ’21 που βρίσκεται με άμεσο ή  έμμεσο τρόπο, διακόσια χρόνια τώρα,  στο πεδίο της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης. Και είναι επειδή  ακόμα η αναφορά σ’ αυτήν, και στην εαμική αντίσταση,  έρχεται να οπλίσει και να δώσει το ιδεολογικό πρότυπο και το ιστορικό  υπόβαθρο του πολιτικού αγώνα στις στιγμές που οι κοινωνικές συγκρούσεις βρίσκουν την οξύτερη έκφρασή τους που έσπευσε η κυβέρνηση να κατασκευάσει επιτροπές για την επέτειο των  διακοσίων χρόνων της, με επικεφαλής την κυρία του βιομήχανου Θεόδωρου Αγγελόπουλου, σε μια ακόμα προσπάθεια να χειραγωγηθεί το παρελθόν.    
          Και όσο για τις επετείους των Ιουλιανών του ’65 και του πραξικοπήματος του ‘74 εναντίον του Μακαρίου μοιάζει να χάνονται στη λήθη. Όσο χρονικά απομακρυνόμαστε από την εποχή τόσο λιγότερο ο κυρίαρχος λόγος αναφέρεται  στα γεγονότα εκείνης της εποχής, ίσως όχι τόσο λόγω της χρονικής απόστασης αλλά μάλλον λόγω της πολιτικής εγγύτητας με σύγχρονες καταστάσεις που η κυρίαρχη εξουσία σε καμιά περίπτωση δεν θέλει να αναγνωρίσει. Επιπλέον,  είναι και το γεγονός πως  καθώς η πολιτική εξουσία μεταβιβάζεται δια των εκλογών σε γόνους πρωταγωνιστών εκείνων των χρόνων νέα μοντέλα ερμηνειών κατασκευάζονται που τους  δικαιώνουν. Και μαζί μ’ αυτήν την προσπάθεια παραποιείται η ιστορία, εξωραΐζονται πορτραίτα πρωταγωνιστών.
 Έτσι, καθώς για τον  Κ. Καραμανλή τον πρεσβύτερο δεν θα πρέπει να δίνεται αφορμή να του αμφισβητηθεί ο τίτλος του εθνάρχη, δεν γίνεται πια καμιά αναφορά στις Συμφωνίες Ζυρίχης –Λονδίνου που ουσιαστικά δέσμευσαν την ανεξαρτησία της Κύπρου. Εξάλλου η απόλυτη συμπόρευσή μας και υποταγή στην αμερικανική πολιτική δεν ευνοούν αναφορές στις ευθύνες του ξένου παράγοντα, ΗΠΑ και Μ. Βρετανία,  όλη τη δεκαετία 1964-74 και την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο.  Το ίδιο και για τον πατέρα Κ. Μητσοτάκη,  όλα όσα  στη σταδιοδρομία του θεωρούνται πως την κηλίδωναν στις αγιογραφίες που του έχουν στήσει προσπερνιούνται περισσότερο σαν συκοφαντικές επιθέσεις προς μια παρεξηγημένη προσωπικότητα, που όμως δεν αφέθηκε να την αμαυρώσει η αδικία. Ενώ ήταν από τους κυριότερους εκφραστές της αποστασίας του ’65  της θεσμικής εκτροπής που μεθόδευσε το Παλάτι, χρόνια αργότερα προσπάθησε να δικαιολογήσει την επιλογή του «Εκείνο το βράδυ βρέθηκα ενώπιον του σκληρότερου διλήμματος της ζωής μου, εάν δεν ορκιζόμουν, ήταν βέβαιο ότι θα πηγαίναμε σε εμφύλιο». Ήταν τότε που προσπαθούσε με την υπόσχεση μεταρρυθμίσεων ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, πρωθυπουργός και στα Δεκεμβριανά του 1944,  να διευρύνει το σύστημα της πολιτικής εξουσίας  στις νέες κοινωνικές συνθήκες σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας και οικονομικής ανάπτυξης μπαίνοντας επικεφαλής ενός λαϊκού κινήματος που αγωνιζόταν για εκδημοκρατισμό, εξοβελίζοντας την αριστερά.
 Κι αν γίνονται  αυτές οι αναφορές σε ιστορικά γεγονότα, είναι γιατί ακόμα και  οι αντικρουόμενες απόψεις που διατυπώνονται γι’ αυτά δείχνουν την αντίληψη του παρελθόντος ως δυναμικού και πολύπλοκου κοινωνικού σχηματισμού να εξαρτάται από τις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τις επιστημολογικές απαιτήσεις, τα πολιτικοοικονομικά συμφέροντα.
Σε μια εποχή λοιπόν κατασυκοφάντησης του κομμουνιστικού οράματος, ισοπέδωσης πολιτικών και ιδεολογικών αντιθέσεων, πρωτόγνωρης τεχνολογικής ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα και  συγχρόνως παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η αμφισβήτηση και συρρίκνωση της κοινωνικής λειτουργίας του παρελθόντος στις συνειδήσεις των ανθρώπων καθορίζει την ερμηνεία του παρόντος. Οδηγεί στην αποσπασματική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα κάθε φαινόμενο, κάθε αντικείμενο να μην μπορεί να εκτιμηθεί και να κατανοηθεί αφού δεν εξετάζεται στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και σχέσεις και η ιστορία δεν είναι πια γνώση-όπλο.