Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ

Το επιχείρημα για τους ικανούς και  άξιους  εργαζόμενους, που θα πρέπει να αμείβονται περισσότερο η να τους προσφέρεται εργασία,  γιατί είναι απαίτηση στοιχειώδους ηθικής,  επικαλούνται ολοένα και συχνότερα οι διαχειριστές της κρατικής εξουσίας, για να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους που αφορούν σε περικοπές μισθών αλλά και θέσεων εργασίας. Παρηγορούν μάλιστα τους εργαζόμενους συμβουλεύοντάς τους να  επιδείξουν εργατικότητα, αποδοτικότητα, επινοητικότητα και τότε όχι μόνο θα επιβιώσουν αλλά και θα αναδειχθούν. Διακηρύττουν ότι με  την «κρίση» δίνεται μια ευκαιρία να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι, οι ικανοί από τους ανίκανους – μικρή λεπτομέρεια για τα κριτήρια και τον κριτή που θα κάνει την διαλογή. 
       Αποδεχόμενοι άκριτα αυτές τις διακηρύξεις δεν αναρωτιόμαστε,  γιατί σε μια εποχή που η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα απρόσκοπτης και πλεονασματικής παραγωγής προϊόντων χωρίς ιδιαίτερο κόπο, θα πρέπει ακόμα η αναγκαστική εργασία για επιβίωση  να είναι το κύριο γνώρισμα των ανθρώπων.
       Είναι δυνατό εκατό και πλέον χρόνια οι διαπιστώσεις του Τζακ Λόντον που αναφέρονταν στην Αγγλία των πρώτων χρόνων του 20ου  να συνεχίζουν να είναι επίκαιρες;
       “Θα πρέπει να καταλάβετε καλά ότι την αποδοτικότητα δεν την ορίζουν οι ίδιοι οι εργάτες, αλλά η ζήτηση για τα εργατικά χέρια. Αν για μια δουλειά εμφανίζονται τρεις, θα την πάρει ο πιο αποδοτικός. Οι άλλοι δυο, όσο ικανοί κι αν είναι, κρίνονται στην προκειμένη περίπτωση ανίκανοι. Αν η Γερμανία, η Ιαπωνία και η ΗΠΑ κάλυπταν τελείως την παγ­κόσμια αγορά με το σίδηρο, το κάρβουνο και τα υφάσματά τους, εκατοντάδες χιλιάδες άγγλοι εργάτες θα γίνονταν αυτο­στιγμεί περιττοί. Αποτέλεσμα θα ήταν ένα βούλιαγμα των ερ­γατών από την κορφή στον πάτο. Κι όταν θα ερχόταν η απο­κατάσταση της ισορροπίας, οι ανίκανοι στον πάτο της Αβύσ­σου θα είχαν αυξηθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Από την άλλη μεριά, αν οι συνθήκες δε μεταβάλλονταν κι αν όλοι οι εργάτες διπλασίαζαν την παραγωγικότητά τους, θα μετατρέ­πονταν σε μη αποδοτικούς οι μισοί, γιατί ο καθένας απ' αυ­τούς που θα έμεναν θα έκανε τη δουλειά που έκαναν πρωτύτε­ρα  και οι άλλο οι μισοί. Όταν υπάρχουν άνθρωποι για να δουλέψουν περισσότεροι από τις δουλειές, όσοι άνθρωποι περισσεύουν θα χαρακτηρίζονται μη αποδοτικοί, και όντας μη αποδοτικοί, θα καταδικάζονται σε μιαν επώδυνη και αργή καταστροφή.”


(Τζακ Λόντον, «Οι άνθρωποι της αβύσσου» σελ. 145-146, Ελληνικές εκδόσεις, 1987)


  

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ

   Τις τελευταίες δεκαετίες συνεχώς γίνονται αναφορές για  πολιτική, πολιτιστική ακόμα και ηθική ανανέωση, όπου σημαντικό είναι πια ο καθένας να είναι ο εαυτός του, να μπορεί να εκφράζεται, ν’ αναγνωρίζεται κοινωνικά και να μην επιτρέπεται τίποτε να εμποδίζει την κατοχύρωση των ατομικών του δικαιωμάτων. Ο ατομικισμός έφτασε μέσα από περίπλοκες ίσως ατραπούς να γίνει μαζική ιδεολογία που αποτρέπει τους ανθρώπους από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και φυσικά αγωνιστικές δράσεις

      Περιγραφή και ανάλυση μιας τέτοιας ατραπού

   Τo σύνθημα «δικαίωμα στη διαφορά» ακούστηκε επιτακτικά κι επίμονα σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες τον Ιανουάριο του 1987. Στο σύνθημα αυτό συνοψιζόταν η αιτιολόγηση του αιτήματος για αποφυλάκιση του Χ. Ρούσου, ομοφυλόφιλου, που είχε καταδικαστεί για το φόνο του εραστή του. Το σύνθημα στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση αναφερόταν ιδιαίτερα στις προσωπικές ερωτικές επιλογές του συγκεκριμένου ατόμου.
    Το ίδιο σύνθημα σε αιτιολογική  διατύπωση «επειδή η διαφορά είναι δικαίωμα» υπήρξε  τίτλος περιοδικού για «σπαστικά παιδιά». Στην περίπτωση αυτή λειτουργεί καθαρά ως αιτιολόγηση μιας δεδομένης κατάστασης Με το σύνθημα αυτό εκδηλώνεται η απαίτηση για .δικαίωμα στη διαφοροποίηση των ατόμων σε επίπεδο νοητικό και σωματικό, που προϋποθέτει κάποια  ανομοιότητα ανάμεσα στους ανθρώπους  και μας  παραπέμπει στη μοναδικότητα του ανθρώπου ως ατόμου.
    Επομένως, το σύνθημα αυτό βρίσκεται σ’  άμεση σχέση με τη διαπίστωση και παραδοχή της μοναδικότητας του κάθε ατόμου.
   Από το λεξικό Δημητράκου η ερμηνεία των λέξεων του συνθήματος:
Δικαίωμα:  πράξις δικαία, το αποτέλεσμα ενεργείας γενομένης συμφώνως προς το δίκαιο – νεωτ. η εκ του νόμου ή  εκ του αγράφου δικαίου απορρέουσα αξίωσις, απαίτησις
Διαφορά: ανομοιότης
    Το σύνθημα δηλ. καταφάσκει στην απαίτηση ή αξίωση, που απορρέει από κάποιο νόμο ή άγραφο δίκαιο, της ύπαρξης της ανομοιότητας και βέβαια αφού εκφράζεται από κοινωνικές ομάδες, αυτή η απαίτηση αφορά στον κοινωνικό  χώρο. Το σημαντικό είναι πως αυτή η απαίτηση στηρίζεται κάπου η σε κάτι (κάποιο νόμο ή άγραφο δίκαιο) που φυσικά πρέπει να γίνεται αποδεκτό και μπορεί  να επιβάλλεται σ’  όλους.
     Επομένως ο άνθρωπος ως προς αυτό, είτε δίκαιο είναι είτε έθιμο  ή κάτι άλλο, τείνει ν’  αντιμετωπιστεί  ως μέρος ενός συνόλου με κοινά γνωρίσματα και από την άλλη, αφού διαφέρει, ως άτομο που ξεχωρίζει και διακρίνεται  για τη μοναδικότητά του. Άρα, το ίδιο το σύνθημα έτσι που είναι διατυπωμένο αυτοαναιρείται, εξ αιτίας της αντίθεσης που υπάρχει  ανάμεσα στο νόημα των λέξεων δικαίωμα –διαφορά  κι ακριβώς καθρεφτίζει τις αντιθέσεις  στις οποίες οδηγεί η ύπαρξη της διαφοράς κι ακόμα περισσότερο η παραδοχή της.
    Ο κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με το σύνθημα, έχει το δικαίωμα να δεχτεί και να προβάλλει ό τι τον διαφοροποιεί από τον άλλον και κατά συνέπεια ν’  αφήνεται  ελεύθερος να εκδηλώνεται και να εκφράζεται με το δικό του τρόπο. Η λέξη δικαίωμα πάλι υπονοεί την ύπαρξη κάποιου κανόνα ή κοινού μέτρου που επιτρέπει τη «διαφορά»| και συνακόλουθα  μια διαδικασία εσωτερίκευσης της αποδοχής  του αυτού του κανόνα.  Η επίκληση στο «δικαίωμα στη διαφορά» προϋποθέτει γνώση της διαφοράς, της ανομοιότητας, σε σχέση με το  κοινό μέτρο που λειτουργεί ως κανόνας αφού και η ίδια η λέξη διαφορά προϋποθέτει σύγκριση, δεν νοείται απόλυτα.
     Αυτοί λοιπόν που πραγματικά διαφοροποιούνται από το κοινό μέτρο το διαπιστώνουν εξ αιτίας αυτών που έχουν καθιερώσει ή ακολουθούν το μέτρο κι όχι γιατί οι ίδιοι θεωρούν τον εαυτό τους «διαφορετικό». Η  εικόνα των άλλων για τον εαυτό τους που  είναι «διαφορετικός» γίνεται και δική τους εικόνα.   Έτσι, ουσιαστικά, αυτοί που ακολουθούν  τον κανόνα είναι που βάζουν ως επιδίωξη  την πραγμάτωση του συνθήματος για χάρη αυτών  που δεν τον ακολουθούν. Κάνουν λοιπόν  μια παραχώρηση, και γιατί όχι; ένα είδος φιλανθρωπίας, σ’ αυτούς που δεν είναι όμοιοί τους.  Κι ίσως γίνεται αυτό, όχι γιατί ενδιαφέρονται για τους «διαφορετικούς», αλλά γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν το κοινό μέτρο. Αφού πρώτα επιβλήθηκε ένα κοινό μέτρο, μετά εξοβελίστηκαν ως διαφορετικοί αυτοί που είχαν άλλο κριτήριο, χωρίς όμως να είναι δυνατή η εξαφάνισή τους, αφού ακριβώς  η ανομοιότητά τους επιβεβαιώνει και κάνει συνειδητή την ενστέρνιση του κοινού μέτρου. Ο αφέντης πως θα επιβεβαίωνε την εξουσία του χωρίς  την ύπαρξη του δούλου; Και μάλιστα τότε τον έχει περισσότερο ανάγκη, όταν αρχίζει κι ό ίδιος ν’ αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα της εξουσίας του.
    Η παραχώρηση λοιπόν που γίνεται στο «διαφορετικό» μπορεί να προέρχεται είτε γιατί σε κάποια δεδομένη στιγμή υπάρχει ανάγκη απ’ αυτό το «διαφορετικό» είτε γιατί ακόμα το «διαφορετικό» ασκεί πίεση και ζητά να καθοριστεί ένα νέο μέτρο ή τουλάχιστον να υπάρχει  ένα παράλληλο, με το καθιερωμένο, μέτρο. Μη ξεχνάμε ότι με τις κάποιες παραχωρήσεις αποδυναμώνεται η όποια διεκδίκηση.
    Από τη στιγμή πάντως που τέτοιου είδους συνθήματα προβάλλονται και απ’ αυτούς που ακολουθούν το κοινό μέτρο και απλώς αυτοί που είναι «διαφορετικοί» ενθαρρύνονται να το ενστερνιστούν, το αίτημα τότε, σε όποιο βαθμό προχωρήσει η πραγματοποίηση του, παραμένει μια παραχώρηση των «ομοίων» και μια κατάφαση της «ομοιότητας» που συνεχίζει να θεωρείται το «σωστό»
    Το σύνθημα επομένως, όπως είναι διατυπωμένο, επιβεβαιώνει τη διάκριση ανάμεσα στους «κανονικούς» από τη μια και τους «διαφορετικούς» από την άλλη.
    Το συμπέρασμα είναι πως όταν οι «διαφορετικοί» κραυγάζουν αυτό το σύνθημα, παίζουν με τους όρους των «κανονικών», αφού δέχονται την ύπαρξη ενός κριτηρίου διάκρισης. Στην καλύτερη περίπτωση δε δέχονται το συγκεκριμένο κριτήριο κι όχι αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη οποιουδήποτε κριτηρίου η κοινού μέτρου.
     Το να έχει όμως κανείς «δικαίωμα στη διαφορά» προϋποθέτει ένα πρότυπο, το οποίο πρότυπο επιτρέπει την παρέκκλιση απ’ αυτό, κι έτσι και η παρέκκλιση εξαρτάται από το πρότυπο το οποίο γίνεται δεκτό    Επομένως, το  σύνθημα  ενώ φαίνεται πως καταφάσκει στη διαφορά, έμμεσα προβάλλει τη «νομιμότητα» της ύπαρξης ενός προτύπου κι επομένως, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο, μάλλον τείνει να οδηγήσει ή εύχεται να οδηγήσει στην εξάλειψη της διαφοράς.
     Από την άλλη, η παραδοχή και προβολή  αυτής της ιδιαιτερότητας είναι το σημείο εκκίνησης, για να γίνει πράξη από το άτομο, η απελευθέρωσή του Εγώ, ώστε ν’  αποτινάξει περιττά νοητικά σχήματα που το κάνουν να θεωρεί φυσική κι αυτονόητη  την όποια συμπεριφορά του που προκαθορίζεται από μηχανισμούς οι οποίοι το καθυποτάσσουν.
    Έσχατη  βέβαια συνέπεια τέτοιων αντιλήψεων κι ενεργειών θα είναι η άρνηση κάθε μηχανισμού που ισοπεδώνει τα άτομα, άρα κάθε είδους εξουσίας. Η οποία εξουσία υπερβαίνει τα άτομα και επιδιώκει τη δημιουργία προτύπων,  ώστε με την υπέρβαση το άτομο να μη μπορεί ν’ αναγνωρίσει την πηγή της όποιας κατάστασής του, ενώ με την κατασκευή προτύπων να δημιουργούνται συλλογικά ασυνείδητα, που να διαμορφώνουν την ατομικότητα σύμφωνα με προκαθορισμένα σχήματα.
      Καταλήγοντας, η αντίθεση που ενυπάρχει στις έννοιες δικαίωμα – διαφορά αντικατοπτρίζει τις αντιθέσεις της κοινωνικής πραγματικότητας  ανάμεσα στο σύνολο και το άτομο και τον αγώνα να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός – η κι αλλιώς, ισορροπία – ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο.
     Το αίτημα λοιπόν της ατομικής απελευθέρωσης, που υπονοείται στο σύνθημα, μας οδηγεί σε συλλογισμούς, όπου το προβάδισμα έχει το άτομο, μ’  όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, θετικές βέβαια όταν τις αναλύουμε από την πλευρά του μεμονωμένου ατόμου. Μέσα όμως απ’ αυτούς τους συλλογισμούς δεν αποσαφηνίζεται η σχέση του με την κοινωνική πραγματικότητα, απ’ όπου προέρχεται και το σύνθημα, κι από την άλλη δείχνει και την κατεύθυνση που ακολουθεί η κριτική του για το κοινωνικό σύστημα και την προσπάθεια για το ξεπέρασμα ή κατάργηση του κοινωνικού συστήματος
    Στόχος παύει πια  να είναι η οργάνωση των ανθρώπων για τη συντριβή του συστήματος στη βάση, γιατί ακριβώς υπάρχει κίνδυνος  να οδηγήσει στη στέρηση της ελευθερίας της ατομικότητας, στην αντιμετώπιση του ατόμου ως εξάρτημα της κοινωνικής μηχανής, έστω και με σκοπό την ανατροπή της παρούσας οργάνωσής της, με έσχατο κίνδυνο την ολική κυριαρχία της, ανεξάρτητα από το είδος  της κοινωνικής οργάνωσης.
    Έχοντας λοιπόν το άτομο την εμπειρία των συνεπειών  από την εξουδετέρωσή του, ανεξάρτητα  για ποιον σκοπό  γίνεται, ανακαλύπτει πάλι την ιδιαιτερότητα, το ανόμοιο που αντιστέκεται, κι όταν ακόμα δεν το συνειδητοποιεί, σε κάθε εξουσία που δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετικά παρά ισοπεδώνοντας, εξουδετερώνοντας, επιβάλλοντας ομοιομορφία.
    Δηλ. στο τέλος τέλος, το σύνθημα   αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διακήρυξη της άρνησης της εξουσίας, δυστυχώς όμως με τους κανόνες του παιχνιδιού της – που αλλού παραπέμπει αυτή  η λέξη δικαίωμα;
    Η λέξη όμως διαφορά μας ανοίγει πεδία ανεξερεύνητα, προκλητικά, μ’ έναν ορίζοντα που συνεχώς μετακινείται, και γι’  αυτό  και επικίνδυνο.
    Μ’ αυτήν την ερμηνεία του συνθήματος, το άτομο έχει το προβάδισμα. Φορέας  κι υποκείμενο κάθε επαναστατικής ανατροπής ή απλώς μιας μετατροπής των κοινωνικών πραγμάτων, γίνεται ακριβώς αυτό το συγκεκριμένο άτομο ή ακόμα σύνολα ή ομάδες συγκεκριμένων  ατόμων (βασικός προβληματισμός πόσο ουτοπικό είναι αυτό) κι όχι κάποιες αόριστες γενικές εκπροσωπήσεις ομάδων που αντιπροσωπεύουν πια τα κόμματα ή κοινωνικές κατηγορίες ή τάξεις. Αυτά καταλήγουν να καταπνίγουν όποια διαφορά εν ονόματι μιας ενότητας ή ενός στόχου, πολλές φορές αμφίβολου, που εξουθενώνουν το άτομο, καταπνίγοντας όποια πρωτοβουλία και δημιουργική του ενέργεια κι αναπαράγοντας έτσι την εξουσία.
    Κι όμως στο τέλος δεν υπάρχει φόβος να καταλήξουμε σε λατρεία ενός Εγώ που δεν ορίζεται, δεν αναγνωρίζεται και σε ενέργειες πολλών υποκειμένων που κατακερματίζονται και διαχέονται χωρίς να επικεντρώνονται σ’ έναν στόχο, για να μπορούν να τον επιτύχουν;

Και φτάνουμε στα χρόνια του μνημονίου. Ζώντας σε ιδεολογικό περιβάλλον που εκθειάζεται το άτομο, απομυθοποιούνται οι ιδεολογίες και αποϊδεολογικοποιούνται τα προβλήματά μας χωρίς να εντάσσονται σε ένα σύστημα ερμηνείας, οδηγούμαστε σε κοινωνική μοιρολατρεία όπου όμως μας κάνουν να πιστεύουμε ότι  διασώζεται το άτομό μας έστω κι αποστερημένο από τα δικαιώματά του  αλλά περιμένοντας κάποια ευκαιρία για την αποκατάσταση της ισορροπίας και πάλι  ….

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ΨΕΥΤΟΔΙΛΗΜΜΑ

      Όσοι εδώ και καιρό, ιδιαίτερα στα κάθε  είδους μέσα ενημέρωσης,  έχουν ξεκινήσει και μιλούν για την αναγκαιότητα  αναβάθμισης της πνευματικής  ζωής του τόπου, όχι μόνο  βοηθούν στην μετατόπιση του προβλήματος,  που είναι καίρια πολιτικό  και  οικονομικό,  αλλά δίνουν  και άλλοθι  σε κάθε μορφής εξουσία  ότι ασκείται κριτική και μάλιστα σκληρή στις επιλογές της.  Βέβαια, χωρίς να το καταλάβουν, με το να λειτουργούν σαν μεταπράτες έτοιμων ιδεών, αποδεικνύουν  ότι στο δημόσιο λόγο έχουν εξαφανιστεί οι μεγάλοι παραγωγοί ιδεών που θ’ ανέλυαν, θα καινοτομούσαν, θα τολμούσαν να προτείνουν ρηξικέλευθες οδούς για την κατεύθυνση του λαού.
        Ο επικοινωνιακός λόγος της κυβέρνησης Παπανδρέου  φαίνεται  άξιος συνεχιστής της σχολής του Γκαίμπελς σε σημείο που ακόμη και μετά δεκατρείς μήνες η κυριαρχούσα αντίληψη για την αναγκαιότητα των επιλογών της να γίνεται πιστευτή και να αδρανοποιεί  κάθε ενέργεια της πλειονότητας του λαού.
       Έτσι,  μετά τη συνέντευξη (23Νοεμβρίου 2010) της επιτροπής επιτήρησης, που καλείται τρόικα, ανέλαβαν δημοσιογράφοι να μεταθέσουν το  πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα, που εκδηλώνεται καθαρά ταξικά, σε πρόβλημα γενεών.
       Αποδεχόμενοι όλοι,  χωρίς αντίπαλο λόγο,   τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, καταναλώνονται τόνοι επιχειρημάτων  για να πειστούμε τόσο για την αχρηστία μιας μεγάλης ομάδας λαού, αυτή του δημοσίου τομέα,  και την αντιπαλότητά της με μια άλλη, μ’ αυτή του ιδιωτικού τομέα, ενώ  αποσιωπώνται τα κοινά ταξικά συμφέροντά τους.  Αυτός ο αλληλοσκοτωμός ξεκίνησε αρκετά οργανωμένα αν και  σε πιο «light» εκδοχή από την εποχή  των κυβερνήσεων Σημίτη. Στις ημέρες του Γ. Παπανδρέου έγινε το κατεξοχήν εργαλείο για  επιβολή των επιλογών της.
     Το έσχατο σημείο, μέχρι τώρα βέβαια, είναι η μετατροπή της σε αλληλοσκοτωμό γενεών. Αφού στις ΔΕΚΟ οι μετατάξεις θα θεωρούνται προσλήψεις τίθεται το πρόβλημα: Θα είναι σωστό   άνθρωποι μεγάλης ηλικίας χωρίς μάλιστα προσόντα να μετατάσσονται και να στερούν έτσι θέσεις εργασίας από νέους ανθρώπους με προσόντα που ξεκινούν τώρα τη ζωή τους;
     Και βεβαίως, επειδή οι μετατασσόμενοι και δυνάμει απολυόμενοι θα είναι μερικές χιλιάδες ενώ αυτοί που θα ελπίζουν ότι μπορούν να  περιμένουν μια θέση στον ήλιο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες,  οι απολύσεις στις ΔΕΚΟ θα γίνουν σε λίγο καιρό με τη σύμφωνη γνώμη  της πλειονότητας ενός λαού φοβισμένου και  ανίκανου να αρνηθεί να μπει σε τέτοια ψευτοδιλήμματα.
    Ας μη μας διαφεύγει  ότι  κατά μία ειρωνική συγκυρία, ο άμεσος, ορατός και μεγάλος κίνδυνος τις περισσότερες φορές μπορεί να  δρα ευεργετικά, να ενεργοποιεί  και να πολλαπλασιάζει την ισχύ  μας. Τις περισσότερες φορές όμως   κινδυνεύουμε  να αλωθούμε και  να υποταχτούμε όχι  με μετωπική επίθεση αλλά με αργή, σιωπηλή, ύπουλη χρονοβόρα αλλά διαβρωτική διείσδυση που παραλύει τ’ ανακλαστικά μας, γιατί αποκρύπτει την αμεσότητα του κινδύνου.
    Ο εκφασισμός της κοινωνίας  και η επιβολή αυταρχικής εξουσίας δεν  γίνεται πια με τις παραδοσιακές μεθόδους αλλά κυρίως μέσα από το φόβο … το φόβο… το φόβο…. παντού διάχυτο πουθενά συγκεκριμένο και απτό…
    Σε μια ταινία της δεκαετίας του ’60  «Με τη λάμψη στα μάτια» οι γερμανοί κατακτητές υποχρέωσαν τον ήρωα που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Λαυρέντης Διανέλλος  να διαλέξει ποιο από τα δυο παιδιά του  θα σώζονταν από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο ήρωας μας  υπερέβη το δίλημμα αυτό με το θάνατό του.
   Εμείς θα αποδεχτούμε  τέτοιου είδους διλήμματα;

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ πάλι

Από το περιοδικό ΑΝΤΙ, τεύχος 8, 14 Δεκεμβρίου 1974 (πβ. σημερινές συζητήσεις επί το επιστημονικότερον βέβαια περι πλεονασμάτων της Γερμανίας και ελλειμμάτων Ελλάδας και λοιπων χωρών)

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ .....

       Χρονογράφημα του Π. Παλαιολόγου  στο ΒΗΜΑ με ημερομηνία  5 Απριλίου 1967, ενάμιση μήνα πρίν από τις εκλογές που δεν έγιναν ποτέ.
      Μετά από χρόνια η  δική  μας  τωρινή  συμπεριφορά και στάση πως θα κρίνεται και τίνων γεγονότων θα προηγείται, τα οποία ίσως μόνο ψυχανεμιζόμαστε... η μήπως όχι;

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

ΜΟΙΡΑΙΟΙ

     Μετά το μνημόνιο  εντάθηκαν οι φωνές που μιλούν για πνευματική  κρίση και εστιάζουν σ’  αυτή αφήνοντας  εσκεμμένα την πολιτική και οικονομική κρίση στην ασφαλή ομίχλη  του ανεξήγητου η δυσερμήνευτου.  Έτσι προτρέπουν  τους ανθρώπους να αναζητούν μικροχαρές που μπορούν να αποκτούν τονίζοντας ότι είναι καιρός πια να ενδιαφερόμαστε για το ποιοτικό, για τη  βελτίωση της  καθημερινότητάς μας  με τους άλλους, για το πνευματικό τοπίο της κοινωνίας.
      Η μακροοικονομία και η παγκόσμια αγορά, παρόλο που έφτασαν ξεκάθαρα , άμεσα και συγκεκριμένα να επηρεάζουν την κοινωνία μας (είτε αναφέρονται ως κερδοσκόποι ή ως ισχυρές χώρες που επιβάλλουν για καλό μας συγκεκριμένους δημοσιονομικούς κανόνες)  εξακολουθούν, μέσα κυρίως από τα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, να προβάλλονται σαν χώροι του απροσδιόριστου, μιας καθαρής επικράτησης της μοίρας που δεν μπορούμε να της αντισταθούμε ούτε να την αλλάξουμε, απλώς να υπακούμε στις επιταγές της.  
      Η εθνική οικονομική πολιτική θεωρείται πως  δεν έχει καμιά θέση πια η δε ανεργία και η αποβιομηχάνιση  δεν μπορούν να δαμαστούν και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συναινούμε σε αποφάσεις που λαμβάνονται από αδιαφανή κέντρα αποφάσεων, που η μόνη επίδρασή μας σ’ αυτά είναι με τις  αντιδραστικές ενέργειές μας  να τα θυμώσουμε, με αποτέλεσμα να μας τιμωρήσουν.
     Οι  σοσιαλιστές του Γ. Παπανδρέου που μας κυβερνούν συνεχίζουν να περισώζουν κάποια  απομεινάρια φρασεολογίας σοσιαλιστικής διακυβέρνησης (μεταθέτοντας σ’ ένα ομιχλώδες μέλλον μια σοσιαλίζουσα κοινωνία που μάλιστα θα προκύψει από τούτη εδώ που βάλθηκαν με διατάγματα να αποδομήσουν),  ενώ στην πράξη συμφωνούν απολύτως με την πιο σκληρή φιλελεύθερη πολιτική θεωρώντας το κράτος πηγή κάθε δεινού. Κυριαρχεί πλήρως  ο οικονομισμός και το συναλλακτικό πνεύμα  ενώ οι περισσότεροι διανοούμενοι προβάλλουν τα πολιτικά ιδεώδη και τις κοινωνικές υποσχέσεις   του παρελθόντος, από τα οποία πρέπει και να απαλλαγούμε, το λιγότερο ως  αφελή.
     Ακόμα κι όταν κάποιος από τους οργανικούς διανοούμενους (και είναι οι μόνοι των οποίων η φωνή πολλαπλασιαστικά ηχεί) μιλά για  λαϊκή αντίδραση ποτέ δε θέτει σε αμφισβήτηση τα θεμέλια της κοινωνικοοικονομικής τάξη. Αντιθέτως μας επισείει συνεχώς είτε τον κίνδυνο της χρεωκοπίας είτε την αδυναμία οποιουδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού φορέα να προτείνει εναλλακτική λύση, πάντα βέβαια μέσα στα πλαίσια του συστήματος. Τα φόβητρα αυτά τα έχει απόλυτη ανάγκη η πολιτικοοικονομική πραγματικότητα για να μας συσπειρώσει γύρω από τις αποφάσεις της,  να μας αδρανοποιήσει.
      Δεν επιτρέπεται, ως παρωχημένο κι εκτός πραγματικότητας, να γίνεται λόγος για αγώνα ή ένταξη, ούτε τα θύματα αυτής της πολιτικής να θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη  κοινωνική τάξη.  Όλα τα θύματα του μνημονίου, που ακόμα δεν ολοκλήρωσε την καταστροφική του ενέργεια, δεν αντιμετωπίζονται ως ενδεικτικά μια γενικότερης κατάστασης, αλλά περισσότερο  ως θύματα μιας  μοιραίας κατάστασης που  μάλιστα προκλήθηκε από τους  ίδιους (« μαζί τα φάγαμε»)
      Υποστηρίζεται από τους κυβερνώντες και τους υποτακτικούς τους,  σ’ όλους τους τόνους, ότι   καμιά ενέργεια του λαού  δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα της εθνικής και παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμα και σ’ αυτήν την έσχατη ώρα οι όποιες αντιδράσεις οδηγούνται στον κατακερματισμό και στην ανάπτυξη μικροπραγματικοτήτων. Την ίδια στιγμή που υπάρχει απόλυτη ανάγκη για παγκόσμιες κινήσεις ο λαός συνεχίζει  να είναι δύσπιστος σ’  αυτές απεμπολώντας σχεδόν  το πολιτικό στοιχείο στις αντιδράσεις του, που είναι από τη φύση του συνδεδεμένο με μια διεθνή πρακτική.
      Πολλοί στρεφόμαστε στους τεχνοκράτες που ανήκουν στον κόσμο της δράσης και της  εξουσίας, που δέχονται τον κόσμο όπως  είναι και συμβιβάζονται μαζί του όχι όμως για να τον αλλάξουν αλλά για να κυριαρχήσουν  περισσότερο πάνω στην κοινωνία και να διευρύνουν τις αρμοδιότητές τους. Ολόκληρη η κυβέρνηση, που μέσα στα πλαίσια του πολιτικού συστήματος έχει την νομιμοποίηση της εξουσίας της, υπακούει τυφλά  στην περίφημη τρόικα των τεχνοκρατών, ανεξάρτητα αν εκπροσωπούν πολιτικές κρατών η στους δικούς της  αδιευκρίνιστων αρμοδιοτήτων συμβούλους
     Η κυρίαρχη αντίληψη μας στερεί ακόμα και τα εργαλεία εκείνα της σκέψης που θα μας επέτρεπαν να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κατά τρόπο διαφορετικό. Ακόμα και την οικονομία την ανακήρυξε ουδέτερο τομέα, σχεδόν μη πολιτικοποιημένο, χωρίς διασύνδεση με τον τρόπο παραγωγής και τις ταξικές σχέσεις που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την πορεία της. Το αποτέλεσμα είναι ότι η όποια προσπάθεια για πολιτική ερμηνεία της οικονομικής κρίσης απαξιώνεται η και χλευάζεται. Καταδικάζεται κάθε απόπειρα αλλαγής του κόσμου σύμφωνα με ένα αφηρημένο ίσως και  γενικό  πρόγραμμα που μπορεί όμως   να ανοίγει ένα παράθυρο σε κάποιο όραμα.
      Ο έλληνας της εποχής του μνημονίου δεν προσδοκά τίποτε παρά μόνο τη διασφάλιση σ’ ένα μίνιμουμ ποσοστό, που όλο και συρρικνώνεται,  δικαιωμάτων  και ποιότητας  ζωής που κέρδισαν οι προηγούμενες γενιές. Δεν επιδιώκει να αντιταχθεί στους ισχυρούς πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες, ντόπιους και ξένους, απλώς έχει περάσει στη σφαίρα της καθαρής αγανάκτησης και καταγγελίας  σε ατομικό  επίπεδο, που μάλλον  καταλήγει σε μια παθητική συμφωνία,  χωρίς ουσιαστικά κοινή δράση  .
    Και κοντά έναν αιώνα μετά οι «Μοιραίοι» του Βάρναλη μέσα από διαδικασίες χειραγώγησης που κράτησαν κάποιες δεκαετίες ξαναγίνονται επίκαιροι.  Το θαύμα που προσμένουμε είναι ότι κάποιοι άλλοι, χωρίς να  «ξοδευτούμε» οι ίδιοι θα  αντιδράσουν.
   Εκείνοι οι ΜΟΙΡΑΙΟΙ όμως  είχαν άγνοια.  Εμείς;

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Και βέβαια το ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ

    
     Τελικά, έχει γίνει αποδεκτό από την οργανωμένη κοινωνία και όλα τα όργανα με τα οποία εκφράζεται, θεσμοθετημένα η μη, πως  η εξουσία των ονομαζόμενων αγορών έχει ντετερμινιστική, φυσική προέλευση κι αυτό έχει “φυσική” συνέπεια όχι μόνο να θεωρείται  φυσικώς αδύνατη η όποια μεταβολή αλλά και να απαγορεύεται στους ανθρώπους  ακόμα και απλώς να την  περιορίζουν. Όποιες αποφάσεις  λοιπόν λαμβάνονται θεωρούν δεδομένη  την εξουσία τους  κι επομένως το πολιτικό σύστημα που τις στηρίζει.  Λες και βρισκόμαστε αιώνες πίσω  όταν επικρατούσαν θεωρίες και πολιτικά συστήματα  που παραδέχονταν πως κάθε εξουσία  έχει θεϊκή προέλευση  κι άρα απαγορεύει στους ανθρώπους να την περιορίσουν.
      Το πρόβλημα είναι ότι  την αντίληψη αυτή έχει εσωτερικεύσει η πλειονότητα των  πολιτών στις δυτικές κοινωνίες , με αποτέλεσμα η όποια πολιτική δραστηριότητα τους να λαμβάνει ως δεδομένο και αμετάβλητο το υπάρχον πολιτικό και κοινωνικό  σύστημα. Οι διεργασίες  εσωτερίκευσης, μακροχρόνιες κι ανεπαίσθητες,  των επικρατουσών ιδεολογιών κι αποδοχής, δεδομένης κι αναμφισβήτητης,  των επιβαλλομένων πολιτικών ρόλων  προσδιορίζουν  τη συμπεριφορά των πολιτών.
     Η ανυπαρξία ενός  πόλου, πολιτικού ή κοινωνικού  με ένα νέο όραμα για το μέλλον δυσχεραίνει την μορφοποίηση των προθέσεων των πολιτών. Η συνεχής αποσπασματική  αναδρομή, με επιδοκιμασία μάλιστα  κι έπαινο,  σε ρηξικέλευθες κι επαναστατικές δράσεις κι ενέργειες προηγούμενων εποχών, που αφορούσαν συγκρούσεις άλλης ποιότητας και βαθμού χωρίς όμως να τις αναδεικνύουν, εντάσσεται σ’ αυτήν την προσπάθεια συγκάλυψης του καθορισμού των ιστορικών συντεταγμένων του κοινωνικοοικονομικού συστήματος  με σκοπό την  αποφυγή  της ερμηνείας των σύγχρονων  κοινωνικοοικονομικών συμφραζομένων.
     Σε κάθε εορατσμό της επετείου  του Πολυτεχνείου, η επίσημη ρητορική στην προσπάθειά της να απορροφήσει τους  ιδεολογικούς κραδασμούς εκείνης της εξέγερσης  αναφέρεται αναλυτικά  σε ατομικά περιστατικά και οριοθετημένες κοινωνικές αναλύσεις που δεν θέλουν να αγγίζουν τη σημερινή πραγματικότητα παρά μόνο σε ένα επίπεδο αοριστολογικής ρητορικής που αφορά όπως λέει κι ο Μ.  Αναγνωστάκης «ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα χρόνια/…τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου»
    Κι όμως  τους ξέφυγε κάτι.  Ο τρόπος εορτασμού της επετείου. Μη θέλοντας ήδη από την έναρξη  του εορτασμού της να την ενσωματώσουν πλήρως στο επίσημο εθνικό εορτολόγιο ( η επικρατούσα ,μετά τη μεταπολίτευση, δεξιά πολιτική  με την μεταμόρφωσή της σε νόμιμη κυβέρνηση υπό Κ. Καραμανλή) την άφησαν να εορτάζεται (μη μπορώντας  η ηττημένη ιδεολογία της δεξιάς να την αποκηρύξει κι έτσι να διαλαλήσει την πολιτική της επικράτηση) ελπίζοντας στην  ουσιαστική αφομοίωσή της σε μια ανώδυνη εορταστική εκδήλωση με υψηλή ρητορική.
    Υποτίμησαν το βασικό όχημα έκφρασης του εορτασμού. Τη διαδήλωση. Και μια διαδήλωση από τη φύση της είναι δυναμική, απροσδιόριστη κι ανεξέλεγκτη.
   Ναι, μπορούμε ν’ αντιδράσουμε. Εκμεταλλευόμενοι τις αντιφάσεις  που υπάρχουν στο ίδιο το σύστημα και που τις έχει ανάγκη για να εξελιχθεί, όταν βέβαια τις ελέγχει. Μπορούμε να συνεισφέρουμε όλοι για να πάψουν να ελέγχονται από το σύστημα.
           Ένα ατέλειωτος χείμαρρος από ανθρώπους στην πορεία για το Πολυτεχνείο δεν είναι μια αρχή;