Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗ ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ

 Ο κρατούμενος Δημ. Κουφοντίνας, ηγετικό στέλεχος της «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη», από τις 8 Ιανουαρίου  πραγματοποιεί απεργία πείνας, που έγινε και δίψας από τις 22 Φεβρουαρίου, με αίτημα τη μεταφορά του στις φυλακές Κορυδαλλού. Πριν από τη μεταγωγή τους στις φυλακές Δομοκού, από τις αγροτικές φυλακές Βόλου,  σύμφωνα με το νόμο, που χαρακτηρίζεται φωτογραφικός για την περίπτωσή του, θα έπρεπε να υπάρξει αιτιολογημένη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών για τη μη μεταγωγή του στις φυλακές Κορυδαλλού. Αυτή η απόφαση, παρά τα αιτήματα του κρατουμένου να λάβει αντίγραφό της με δικαιολογίες δεν του χορηγείται. Όλη αυτή λοιπόν η μεθόδευση που ακολουθήθηκε  έχει ξεσηκώσει πλήθος αντιδράσεων και κινητοποιήσεων όχι μόνο από αλληλέγγυους αλλά και από τμήματα του νομικού κόσμου της χώρας.
       Νομικοί, όπως το μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Δ.Σ.Α  Θεμ. Σοφός, κάνουν λόγο περί της  «ορθής εφαρμογής των αρχών της σωφρονιστικής, που δεν εκδικείται τον κρατούμενο», κείμενο με υπογραφές 1.000 δικηγόρων και νομικών τονίζουν  ότι «το κράτος δικαίου ισχύει για όλους, δεν είναι a la carte» και σημειώνουν την πρωτοφανή έλλειψη διαφάνειας στην περίπτωσή του, ενώ στην έκκληση για αναθεώρηση της στάσης της Πολιτείας η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων επισημαίνουν ότι «Η Δικαιοσύνη είναι έννοια σύμφυτη με την επιείκεια και τον ουμανισμό».
       Και γίνεται συνεχώς επίκληση σε  έννοιες όπως κράτος δικαίου, νόμος, φιλελεύθερη δημοκρατία από νομικούς και πολιτικούς που υποστηρίζουν τον Κουφοντίνα στο αίτημά του, ανεξαρτήτως  των πράξεών του για τις οποίες καταδικάστηκε.
      Σήμερα,  όταν οι ακαδημαϊκοί, οι δικηγόροι και οι πολιτικοί μιλούν για νόμο,  σύνταγμα ή συνταγματικά δικαιώματα τείνουν να αναφέρονται σε ευρέως καθορισμένες φιλελεύθερες ιδέες και έννοιες, όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα, η ελευθερία, που λένε ότι υπερασπίζονται με τους νομικούς μηχανισμούς. Αυτή η γενική αρχή που περιλαμβάνει φιλελεύθερες συνταγματικές ιδέες χαρακτηρίζεται συχνά ως κράτος δικαίου. Το οποίο πραγματοποιείται στις δυτικές αστικές δημοκρατίες με τη θεσμοθέτηση του περιορισμού της εξουσίας μέσω του νόμου και μπορεί να αποτελεί προστασία για τις ασθενέστερες τάξεις από τις αυθαίρετες καταχρήσεις των ισχυρών. 
         Κι έρχεται  η κριτική του Μαρξ για την ιδεολογική υπερδομή που κρύβει την ταξική δύναμη και την εκμετάλλευση στην οικονομική βάση των παραγωγικών δυνάμεων και αποκαλύπτει τη σχέση μεταξύ νόμου, κράτους και ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η νομική μορφή είναι κεντρικό συστατικό  και έκφραση του τρόπου παραγωγής, και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής εκφράζονται μέσω των νομικών μορφών της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Και κάθε νομική μορφή εκφράζει μια συγκεκριμένη σχέση ιδιοκτησίας που καθορίζει μια εποχή. Βέβαια, ακόμα και  αν ο νόμος είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την επίτευξη των σκοπών της άρχουσας τάξης, το γεγονός και μόνο ότι αυτοί οι στόχοι πρέπει να επιτευχθούν μέσω αναγνωρίσιμων νομικών μορφών και διαδικασιών μπορεί να αποτελεί από μόνο του περιορισμό της ταξικής εξουσίας. Γι’ αυτό  για τους αγωνιζόμενους εργαζομένους θεωρούνται σημαντικές κατακτήσεις οι νέες ελευθερίες που αποκτήθηκαν με την άνοδο των αστικών, φιλελεύθερων καθεστώτων, τα οποία βέβαια επιδιώκονται να ξεπεραστούν.  
        Γιατί το κράτος είναι ένα όπλο της άρχουσας τάξης που χρησιμοποιείται στην ταξική πάλη, ακόμα κι αν οι νόμοι και τα συντάγματα φαίνεται να ρυθμίζουν και να περιορίζουν την εξουσία του. Μπορεί αυτό να είναι μια κατάκτηση των αστικών επαναστάσεων ενάντια στην παλιά φεουδαρχική τάξη, οι νόμοι όμως αντλούν περιεχόμενο και μορφή απευθείας από ένα σύστημα βασισμένο στην ιδιοκτησία, στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, γενικά στον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Αποτελεί μέρος των θεμελίων της καπιταλιστικής κοινωνίας η έννοια της ατομικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας ως νομικού δικαιώματος. Όλοι οι νόμοι, συμπεριλαμβανομένου του συνταγματικού δικαίου, αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές ταξικές σχέσεις που παίζουν ρόλο στην κοινωνία, πράγμα που ο αστικός νόμος προσπαθεί να συγκαλύψει. 
     Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να απομυθοποιηθούν εκείνα τα μέρη και λειτουργίες του αστικού κράτους που κρύβονται πίσω από τη νομικίστικη φρασεολογία και τις φιλελεύθερες ιδεολογίες. Για να μην υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι μόνο οι συνταγματικές διασφαλίσεις μπορούν να βοηθήσουν την εργατική τάξη  να κερδίσει τον αγώνα ενάντια στην κυρίαρχη αστική τάξη. Για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε και την αντιμετώπιση  της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα από την εκτελεστική εξουσία, την κυβέρνηση. Οι αστοί νομικοί ή ακαδημαϊκοί που στο όνομα του φιλελευθερισμού υπερασπίζονται το αίτημα του Κουφοντίνα, στην πραγματικότητα περισσότερο από την ίδια την κυβέρνηση εξασφαλίζουν την πίστη στο αστικό κράτος, γιατί του προσδίδουν κύρος ότι οι κανόνες που το  διέπουν βασίζονται σε αμεροληψία και ότι η ισότητα ενώπιον του νόμου ισχύει για όλους.  Εξάλλου η προσφυγή σε νομικές στρατηγικές συνηθέστατα οδηγεί σε μια μορφή αποπολιτικοποίησης των ζητημάτων που επιβεβαιώνουν τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Κι έτσι κερδίζεται η συναίνεση.
       Ο νόμος και το σύνταγμα θεωρούνται ως εγγυητές της ανεξαρτησίας και της ουδετερότητας του αστικού κράτους γι’ αυτό και ο εγκλωβισμός σε νομικές διαδικασίες μπορεί να είναι καταστροφικός για τους κοινωνικούς αγώνες. Γιατί η αστική δημοκρατία χτίζει τον καπιταλισμό στα θεμέλια του κράτους, στους ίδιους τους κανόνες εντός των οποίων λειτουργεί, γι’ αυτό  το κράτος δικαίου σωπαίνει στη συρρίκνωση των εργατικών κατακτήσεων, στην αστυνομική αυθαιρεσία κλπ. 
      Η προσπάθεια να ερμηνευτεί η αδιάλλακτη στάση της κυβέρνησης απέναντι στο αίτημα Κουφοντίνα ως πράξη ρεβανσισμού του ίδιου του πρωθυπουργού φαίνεται αρκετά απλή που αναζητά την αιτία πολιτικής επιλογής μόνο στο θυμικό. Αυτή όμως η επιλογή είναι συμπληρωματική όλων εκείνων των πολιτικών αποφάσεων που επιτρέπουν την αστυνομική αυθαιρεσία και ολιγωρούν για τις κοινωνικές ανάγκες, όπως αυτή της ιατρικής περίθαλψης. Με την επίδειξη πυγμής ελπίζει η κυβέρνηση πως  ενισχύεται η δύναμή της  και κυρίως οριοθετείται  απ’ αυτήν η χρήση του νόμου, εκφοβίζοντας με την αναλγησία της, για να μην υπάρχει ο ελάχιστος χώρος για οποιαδήποτε διαμαρτυρία.  

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Ανάμεσα στις  διάφορες αποκαλύψεις, σχετικά με περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Δ. Λιγνάδη, που αυτές τις ημέρες διαδέχονται η μία την άλλη είναι κι εκείνη που εμπλέκει δομές ανηλίκων προσφύγων τριών μη κυβερνητικών οργανώσεων, οι οποίες είχαν συμφωνήσει μαθήματα στο θέατρο του Δ. Λιγνάδη για τα παιδιά, τα οποία όμως αρνούνταν πεισματικά μετά τις αρχικές επισκέψεις να ξαναπάνε. Αυτή η αποκάλυψη, σε συνδυασμό με  τις καταγγελίες για τη σεξουαλική κακοποίηση σε εφήβους από τον ηθοποιό σχεδόν συμπυκνώνει την εποχή μας. Δηλ.  ένα επίπλαστο ενδιαφέρον για τον κατατρεγμένο, το οποίο κρύβει τη στυγνή εκμετάλλευσή του, σε συνδυασμό με μια επίδειξη πνευματικής ανωτερότητας που αποδέχεται τον παρία με καθορισμένους όρους στο κοινωνικό περιθώριο που εξυπηρετεί την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Η ανάθεση από ΜΚΟ σ’ έναν σκηνοθέτη, χωρίς να εξεταστούν οι πραγματικές προθέσεις του,  να προσφέρει σε  ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες, από χώρες εμπόλεμες, διαφορετικού πολιτισμού,  γνώσεις θεατρικές είναι μια αντιπροσωπευτική εικόνα αυτής της αντίληψης. Σ’ αυτή την εικόνα  μοιάζει να εξαφανίζεται η διάκριση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, και όπου τα άτομα,  από τη μια ανήλικα παιδιά, πρόσφυγες,  χωρίς οικογένεια, χωρίς πατρίδα, χωρίς πόρους και  από την άλλη προικισμένος καλλιτέχνης, μεγαλοαστός, μέρος της κυρίαρχης τάξης της χώρας,  εμφανίζονται ως οι τέλειες αλληγορίες της κοινωνίας. Η εκμετάλλευση της απόγνωσης με το πρόσχημα της τέχνης. Η εκλεπτυσμένη Δύση πάντα εκμεταλλεύεται με …στυλ. Κι αυτό φαίνεται και στις κοινωνικές κατηγορίες που επιλέγονται για να περιγράψουν ή να καθορίσουν ένα κοινωνικό πρόβλημα που συνδέονται στενά με τις πολιτικές στρατηγικές οι οποίες χρησιμοποιούνται για την καταπολέμησή του αφού  ακόμα  και οι λέξεις δεν είναι ουδέτερες.  Έτσι π.χ η λέξη παιδεραστία μοιάζει ίσως και να ωραιοποιεί την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών ή τη σεξουαλική εκμετάλλευσή τους που σε μεγάλο βαθμό είναι πρόβλημα που σχετίζεται και με τις κοινωνικές ανισότητες.  
          Τα σεξουαλικά αδικήματα εναντίον των παιδιών βιώνονται ως η πιο δραματική μορφή σεξουαλικής βίας και έχουν να κάνουν με την αντίληψη της παιδικής ηλικίας ως φάση ειδική της ζωής που  συνδέεται με τις έννοιες της ευθραυστότητας και ανορθολογικότητας. Αυτό το  ιδανικό της αγνότητας και της αθωότητας της παιδικής ηλικίας προέκυψε κατά τη το τέλος του 17ου  αιώνα και στις αρχές του 18ου  αιώνα. Η εμφάνιση μάλιστα της έννοιας της παιδικής ηλικίας σίγουρα αποτελεί προϋπόθεση για την ηθική καταδίκη της βίας κατά των παιδιών, στο τέλος του 19ου  αιώνα, και αργότερα, για το κίνημα κατά της οικιακής παιδικής κακοποίησης στη δεκαετία του 1960, με επικεφαλής τους Αμερικανούς παιδίατρους. Η σεξουαλική διάσταση της παιδικής κακοποίησης κέρδισε εξέχουσα θέση στις ΗΠΑ με τη συνδρομή και του φεμινιστικού κινήματος κατά της σεξουαλικής βίας στο σπίτι. Στη δεκαετία του 1990 το θέμα της σεξουαλικής  βίας κατά των παιδιών σχετίζεται με την εμφάνιση ενός νέου ιδεώδους της παιδικής ηλικίας, που είναι το παιδί ως αντικείμενο ειδικών δικαιωμάτων. Η κακοποίηση λοιπόν παιδιών ορίζεται ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μαζί με τις άλλες μορφές βίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης τους. Σε αυτό το πλαίσιο, τα σεξουαλικά αδικήματα εναντίον των παιδιών αποκτούν μια νέα διάσταση και δεν έχει να κάνει με την κλοπή της αθωότητας ή της αγνότητας, αλλά με βία και παραβίαση των δικαιωμάτων.
           Εάν τα συναισθήματα συμπόνιας προς τα κακοποιημένα παιδιά τα κάνουν να θεωρηθούν ως θύματα βίας, το αίσθημα τρόμου και αποτροπιασμού για ό,τι υφίστανται μπορεί συχνά να εμφανιστεί και  να δημιουργήσει μια αναπαράσταση των ίδιων παιδιών ως διεστραμμένων παιδιών, σεξουαλικών επικίνδυνων. Κι αυτό, γιατί έχοντας  αυτά μετατοπιστεί σε ερωτικό έδαφος, το σεξουαλικό παιδί συμμετέχει, παράλληλα με τον παιδόφιλο, στη διαδικασία της ρύπανσης των ενήλικων φαντασιώσεων της παιδικής ηλικίας ως εποχής σεξουαλικής αθωότητας. Και πιθανόν στην πραγματικότητα οι σταυροφορίες κατά της παιδεραστίας αντί να προστατεύει τα κακοποιημένα παιδιά, προστατεύει μόνο το σύγχρονο ιδανικό της παιδικής ηλικίας, βασισμένο στις ιδέες της αγνότητας και της αθωότητας, που απειλούνται. Ίσως γι’ αυτό η αξιοποίηση και η εξιδανίκευση της αθωότητας δεν αντιπροσωπεύουν τον καλύτερο τρόπο για να διασφαλιστούν τα δικαιώματά τους. Γιατί πρόκειται από τη μια  για έναν μηχανισμό που  μπορεί να ενισχύει τη θέση  των παιδιών σχετικά με την ευπάθεια στις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ διαφορετικών γενεών ή σε άλλες ασύμμετρες αλληλεπιδράσεις. Συγχρόνως όμως  μπορεί να αποκλείει όσα έχουν ήδη χάσει την αθωότητα και γι' αυτό το δικαίωμα στην προστασία, είτε μπορεί να αποκρύπτει άλλες μορφές βίας και κατάχρησης εξουσίας εκτός από τη σεξουαλική κακοποίηση, είτε να  ενισχύει την πειθαρχική διάσταση της παιδικής νομοθεσίας που βασίζεται σε τεχνικές επιτήρησης και τιμωρίας. Γι’ αυτό και οι ανήλικες πρόσφυγες, μόνοι και απροστάτευτοι, ανεπιθύμητοι στον τόπο που ζήτησαν καταφύγιο, αποξενωμένοι από την κοινωνία που ανέχεται τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα όχι μόνο είναι πιο ευάλωτοι σε κάθε είδους βία, αλλά και οι συνέπειες από την κακοποίησή τους  τις περισσότερες φορές είναι μηδενικές. 
        Ο σκηνοθέτης με το κύρος της θέσης του, την ικανότητα του ταλέντου του μπορούσε να χειραγωγεί για να υποτάσσει στις επιθυμίες του, που ταύτιζε με  τη μαγεία της τέχνης, ανήλικες προσδοκίες.  Κι αυτό δεν είναι εξαίρεση, ακόμα κι αν δεν παίρνει πάντα κακουργηματικό χαρακτήρα. Στην αστική κοινωνία οι σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής είναι εγγενείς σε κάθε τομέα που ασκούνται και είναι αυτές που καθορίζουν και τη μορφή σεξουαλικότητας των κοινωνιών. Μια σεξουαλικότητα που χαρακτηρίζεται από την εμπορευματοποίηση, την υποδούλωση, που μετατρέπεται σε αντικείμενο και μέσο ανταλλαγής,  είναι επόμενο  να  δημιουργεί περιβάλλοντα όπου  η σεξουαλική κακοποίηση να θεωρείται μια μορφή έκφρασής του ελέγχου και της υπεροχής πάνω σ’ έναν άλλο άνθρωπο και να αγοράζεται. Γι’ αυτό και σε τέτοιες υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης εμπλέκονται άτομα εξουσίας από χώρους πολιτικής, τέχνης, θρησκείας κλπ. τα οποία, κατά τα φαινόμενα, στην περίπτωση του Δ. Λιγνάδη έδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα να καλυφτούν ίχνη, με την καθυστέρηση της δικαιοσύνης να ενεργοποιηθεί.
       Εν ολίγοις, ο σημερινός καπιταλισμός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός αγνοώντας τις συγκεκριμένες επιπτώσεις του στις γυναίκες και τα παιδιά, αγνοώντας τον αντίκτυπο του παγκόσμιου συστήματος πορνείας, αγνοώντας την εμπορευματοποίηση της ζωής οπουδήποτε στον κόσμο. Η ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων, η φτώχεια πολλών πληθυσμών, ιδίως γυναικών και παιδιών, και κατά συνέπεια, η αυξημένη μετανάστευσή τους, είναι παράγοντες που ευνοούν την εμπορία για σκοπούς πορνείας. Τα ανθρώπινα όντα που διακινούνται παγκοσμίως με σκοπό την πορνεία είναι σημαντικά πιο πολυάριθμα από αυτά που διακινούνται για οικιακή εκμετάλλευση ή φθηνή εργασία. Η τάση είναι η πορνεία όλο και νεότερων παιδιών καθώς και η χρήση τους στην πορνογραφία. Η υποβολή στους κανόνες της αγοράς και στους συμβατικούς νόμους ανταλλαγής οδηγεί σε μια ολοένα και πιο διαδεδομένη αποδοχή της πορνείας. Έχει γίνει τώρα και η πορνεία, για έναν σημαντικό αριθμό κρατών και οργανισμών, μια δουλειά όπως οποιαδήποτε άλλη, μια απλή σεξουαλική εργασία και ακόμη και «δικαίωμα» ή «ελευθερία». Στο όνομα της αυτονομίας των ανθρώπων και του δικαιώματος ελέγχου του σώματος κάποιου, γίνεται υπεράσπιση του δικαιώματος στην πορνεία και την εμπορία γυναικών με σκοπό την πορνεία και  αυτή η αντίληψη επιβάλλεται σταδιακά. Η σεξουαλική ελευθερία έχει μετατραπεί πλέον σε  μια αγοραία αξία και ένα στοιχείο κοινωνικής ηθικής. Σε μια διαστρέβλωση των εννοιών και στο όνομα της υπεράσπισης των σεξουαλικών εργαζομένων και του δικαιώματος στην ατομική αυτοδιάθεση όχι μόνο οι σεξουαλικές βιομηχανίες προσαρμόστηκαν στους καπιταλιστικούς κανονισμούς που προάγουν τα οφέλη της αγοράς, αλλά νομιμοποίησαν την εμπορευματοποίηση της σεξουαλικότητας των ανθρώπων.
         Όλα αυτά λοιπόν που αποκαλύπτονται για σεξουαλικές κακοποιήσεις  δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, είναι εκφάνσεις της κυρίαρχης εξουσίας,  εκφράσεις ενός συστήματος που αγοράζει και πουλά τα πάντα και καλύπτονται από τους επάλληλους κύκλους της κυρίαρχης εξουσίας.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ

 
Μετά την πρώτη υπόθεση, στην οποία καταγγέλθηκε παράγοντας του αθλητισμού για βιασμό, ακολούθησαν  και άλλες υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης που αφορούσαν παράγοντες από το χώρο της τέχνης. Ένας μεγάλος αριθμός θυμάτων σεξουαλικής βίας εμφανίστηκε με παρόμοιες ή και πιο τραγικές ιστορίες, που όλες αποκαλύπτουν τον φόβο και την ταπείνωση που βίωσαν όχι μόνο νεαρές γυναίκες, αλλά και άνδρες.
           Το όχι και τόσο εκπληκτικό συμπέρασμα είναι ότι η σεξουαλική κακοποίηση είναι διάχυτη στην πολιτική, τη δημοσιογραφία, τον αθλητισμό, την τέχνη, η εκκλησία, σ’ αντίθεση με άλλες χώρες, μένει στο απυρόβλητο, και παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά στις διάφορες μορφές σεξουαλικής επίθεσης κυρίως ισχυρών ανδρών κατά της θέλησης και της συγκατάθεσης νεαρών γυναικών και ανδρών. Η δημοσιότητα που αποκτούν προσωπικές ιστορίες σεξουαλικής κακοποίησης μοιάζει να θέλει να περιορίσει όλο το ενδιαφέρον  στην καταδίκη, την πλήρη απαξίωση του θύτη και την αμέριστη συμπαράσταση στο θύμα, μετατοπίζοντας την εστίαση από το πώς σεξ και εξουσία τέμνονται και τις συνέπειες απ’ αυτό. Η όλη συζήτηση επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην εμπειρία των νεαρών αντρών και γυναικών, αναγνωρίσιμων των περισσοτέρων, που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ιστοριών τους πυροδοτούν, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αντιδράσεις λεκτικές από χιλιάδες που μοιάζει να παθιάζονται  με το ρόλο του τιμητή. Και φαίνεται πως όλη η κινητοποίηση απ’ αυτόν τον οχετό, που αποκαλύπτεται αποσπασματικά, μένει στα επίπεδα του ηθικού πανικού,  χωρίς να προχωρά στην επισήμανση της διασταύρωσης του σεξ με την εξουσία σε συνδυασμό με τους προβληματισμούς για το έργο της δικαιοσύνης. Κι ενώ οι καταγγελίες πολλαπλασιάζονται στο χώρο της τέχνης, καταγγελίες από το χώρο της δημοσιογραφίας προκαλούν ελάχιστο ενδιαφέρον, στον ακαδημαϊκό χώρο μοιάζουν να έχουν μια  διακριτική δημοσιότητα,  ενώ μοιάζει να ξεθυμαίνουν στο χώρο του αθλητισμού και να μην αγγίζεται ο χώρος της πολιτικής.
Και δεν μπορεί κανείς να μην προβληματιστεί για το δημόσιο βήμα, εκπομπές τηλεοπτικές πρωινής και μεσημεριανής ζώνης, που φιλοξενεί αυτές τις εξομολογήσεις, γιατί είναι ο χαρακτήρας αυτών των εκπομπών που όχι μόνο  καθορίζει την εμβέλειά τους, αλλά και τις προσδιορίζει, βάζοντας αυτόματους περιορισμούς. Αφορά στο ερώτημα αν το ενδιαφέρον και η επιδοκιμασία για τις αποκαλύψεις οφείλονται στο αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης ή στο ιδιαίτερο περιεχόμενο των ιστοριών που έχουν έρθει στο φως και αφορούν ανθρώπους κατά κανόνα διάσημους και επιτυχημένους. Είναι με λίγα λόγια η εστίαση αυτών των εκπομπών στο χρήμα και το σεξ, ακόμα κι όταν φαίνεται να τα αποδοκιμάζουν, που πουλάει; Γιατί πώς αλλιώς να κατανοήσουμε  το ρόλο ενός συστημικού μέσου επικοινωνίας που ξαφνικά φαίνεται να πιστεύει και να αναδεικνύει ιστορίες γυναικών, μετά από δεκαετίες ευτελισμού τους και υπονόμευσής τους  σ’ αυτές τις ίδιες τις εκπομπές; Είναι επειδή όλα τα πάνελ αυτών των εκπομπών χρόνια τώρα αναλώνονται σε ανούσιες ειδήσεις και ματιές στην κλειδαρότρυπα που γεννούν καχυποψίες για τους επιδιωκόμενους στόχους τους. Πράγματι, όλο αυτό αντιπροσωπεύει μια πραγματική αλλαγή σε κοινωνικό επίπεδο ή ο πολλαπλασιασμός και η επανάληψη ιστοριών σεξουαλικής βίας, που μεταφέρονται και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να κάνουν τη διάχυση της όποιας φρίκης πιο οικεία μέσα από την επανάληψη, συνηθισμένη σχεδόν μέσα από τις παραλλαγές της, δημιουργώντας ένα κλίμα που οι φωνές των θυμάτων θα προκαλούν δάκρυα γι’ αυτά και κατάρες για τους θύτες;
Και όλο αυτό το ζήτημα παραμένει οριοθετημένο από την κακία και τη διαστροφή κάποιων  ατόμων, τεράτων που κάνουν φρικτά πράγματα, ανεξάρτητα από κοινωνικές παραμέτρους,  χωρίς να επεκτείνεται στις συνέπειες των εξουσιαστικών σχέσεων σε διάφορους χώρους, σ’ ένα γενικότερο σύστημα ανταγωνισμού και εκμετάλλευσης που έχει παράγει, συντηρήσει και επιβραβεύσει αυτούς τους τερατώδεις επιτυχημένους ανθρώπους εδώ και δεκαετίες. Η αμφισημία στο είδος των θεμάτων και στον τρόπο προβολής των εμπειριών, η εξίσωση καταγγελιών που αφορούν αντιεπαγγελματική συμπεριφορά και σεξουαλική κακοποίηση, στοχεύει στην συναισθηματική πυροδότηση περισσότερο, με την  απαίτηση για ενσυναίσθηση να έχει την τιμητική της, και ελάχιστα σε πολιτικοποιημένες αντιλήψεις που συνδέουν τις σχέσεις εξουσίας και δύναμης με τη σεξουαλική εκμετάλλευση, μια ακόμα μορφή  ανθρώπινης εκμετάλλευσης.
Η συναισθηματική αντιμετώπιση περιστατικών σεξουαλικής βίας, αποκομμένων από τα κοινωνικοοικονομικά συμφραζόμενα τα μετατρέπουν σε μεμονωμένα περιστατικά, ακόμα κι αν είναι πολλά, που προκαλούν οργή εναντίον του θύτη και δακρυσμένη συμπαράσταση για το θύμα. Μόνο που όλα αυτά γεννιούνται και καθορίζονται από τις συνθήκες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, οργανωμένης σ’ ένα πολύπλοκο σύστημα ισορροπιών μιας ταξικής  εξουσίας που βασίζεται πάνω στην δυναμική της κυριαρχίας, κι επομένως και στη βία, και στοχεύει, με την  εκμετάλλευση και των ανθρώπων, στην επιτυχία, ξεπερνώντας ανταγωνισμούς. Η προσπάθεια μάλιστα  υποβάθμισης συγκεκριμένων καταγγελιών βιασμού από τα τηλεοπτικά κανάλια είναι ακόμα μια ένδειξη πως η έκταση και οι συνέπειες της  άσκηση βίας, και της σεξουαλικής, σχετίζονται με οικονομικά συμφέροντα και  κοινωνική ιεραρχία, ότι είναι και η σεξουαλική κακοποίηση, ιδιαίτερα στο χώρο δουλειάς, σε μεγάλο βαθμό και πολιτικό ζήτημα.  
Η έμφαση στους ψυχολογικούς παράγοντες, και μόνο, περισσότερο εστιάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση και ελάχιστα στις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, όπου η φυσική και ψυχική βία αποτελούν συστατικά τους στοιχεία και γι’ αυτό  επιτρέπουν την εκδήλωση τέτοιων κακοποιητικών συμπεριφορών. Αυτή η οπτική επιμένει στον προσωπικό χαρακτήρα τέτοιων περιστατικών και παραβλέπει το συλλογικό χαρακτήρα τέτοιων συμπεριφορών στους χώρους εργασίας, ενώ  αποδέχεται την παθητικότητα ως μοναδικό τρόπο αντίδρασης εκλιπαρώντας δικαίωση από μια αμφιλεγόμενη ταξική δικαιοσύνη. Είναι ενδεικτικό των συνεπειών αυτής της οπτικής, πως  στις προσωπικές αφηγήσεις ακόμα και σε περιπτώσεις αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς, ορατής σε όλα τα μέλη της ομάδας, κανείς δεν αντιδρούσε, αλλά χρόνια μετά παρουσιάστηκαν απλώς πρόθυμοι να προσθέσουν τη δική τους  μαρτυρία σ’ αυτή του θύματος.
Οι προσωπικές εξομολογήσεις σεξουαλικής κακοποίησης, θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια στιγμή αντίθεσης, ένα βήμα που ξεπερνά την αποδοχή και την παθητικότητα απέναντι στη βία. Ταυτόχρονα όμως μπορεί να λειτουργήσουν και σαν  μια στιγμή μπλοκαρίσματος, ένα εμπόδιο  στην πορεία για τη συλλογική συνειδητοποίηση  των αιτιών αυτών των συγκεκριμένων προβλημάτων, να θεωρηθούν σαν μια προσωπική  παθολογική κατάσταση και να μην διευκολύνουν το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα ούτε τη δράση στο επίπεδο της πρόληψης.  Γιατί και η σεξουαλική κακοποίηση  δεν είναι κάτι ξεχωριστό, ατομικό ή απομονωμένο, αλλά αποτελεί συστατικό μέρος ενός γενικότερου κοινωνικού προβλήματος, που ξεπερνιέται μέσα από τους αγώνες και την πολιτική δράση.