Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΜΥΘΕΥΜΑΤΩΝ

     Ολοι μιλούν για ανάπτυξη, την οποία έχουν φετιχοποιήσει, θεωρώντας τη ότι λύνει όλα  τα κοινωνικά προβλήματα. Ιδαίτερα μετά τον πόλεμο η ανάπτυξη ιδεολογικοποιήθηκε απολύτως, έγινε το βασικό ζήτημα σε διεθνείς οργανισμούς  και κυβερνήσεις, ο κυρίαρχος στόχος που πάση θυσία πρέπει να επιδιώκεται. Υποκατάστησε στην ουσία πολλές άλλες  έννοιες που αποτελούσαν και πεδίο κοινωνικών αγώνων, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, η  κοινωνική δικαιοσύνη κλπ. Διεθνώς, η νέα τάξη πραγμάτων που έχει κυριαρχήσει στοχεύει στην  ανάπτυξη ως λύση όλων των προβλημάτων, καθορίζοντας  το είδος και την κατεύθυνσή της, που εξυπηρετεί τις κυρίαρχες τάξεις. 
      Μιλούν τώρα για κρίση της ανάπτυξης και θέλουν να την ξεπεράσουν με μια νέου τύπου ανάπτυξη, που δεν αφορά πια ούτε τους  πολίτες αλλά ούτε καν την πραγματική οικονομία. Αν και γενικότερα η ανάπτυξη σημαίνει την εξέλιξη ενός πράγματος, τη μετάβαση μιας κατάστασης σε μια νέα θέση ισορροπίας, η έννοια της ανάπτυξης συρρικνώθηκε πια στην καθαρά οικονομική της διάσταση, αδιαφορώντας και ανεξαρτοποιώντας την από τις κοινωνικές μεταβολές. Κι ενώ γνωρίζουμε  ότι η οικονομική βάση επικαθορίζει το εποικοδόμημα και πρωτίστως την κυριαρχούσα  ιδεολογία και είναι η κυριότερη ανεξάρτητη μεταβλητή που καθορίζει  το είδος και τη μορφή της κοινωνίας, το κυρίαρχο σχήμα της οικονομικής εξέλιξης παγκοσμίως στις μέρες μας δεν αμφισβητείται όχι βέβαια από την κυρίαρχη τάξη αλλά ούτε από τα πλήθη που υφίστανται τις ολέθριες επιπτώσεις της. 
       Η ιδεολογικοποίηση της ανάπτυξης και μάλιστα προς μια μόνο κατεύθυνση, την οποία ενστερνίστηκε το σύνολο του δυτικού κόσμου εσωτερικεύτηκε και έγινε αποδεκτή από όλες τις κοινωνικές τάξεις που τη θεωρούν ως τη μόνη λύση για όλα τα προβλήματα  του καπιταλιστικού συστήματος. Η κυρίαρχη τάξη του αναπτυγμένου κόσμου δεν αξιοποιεί μόνο μια διαδικασία άνισης ανταλλαγής με τις λεγόμενες υπανάπτυκτες χώρες και μέσω αυτής της διαδικασίας, που βασίζεται όχι μόνο στη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους αλλά πρωτίστως στην άνιση αμοιβή της εργασίας, καταφέρνει να αντλήσει από τον υπανάπτυκτο κόσμο αυτά που απαιτούνται για να φτάσει σε ένα στάδιο ευημερίας, αλλά επεκτείνει τώρα αυτό το μοντέλο και στις θεωρούμενες αναπτυγμένες χώρες. Οδηγώντας τεράστιους πληθυσμούς των δυτικών κοινωνιών στην προλεταροποίηση, προσπαθεί η κυρίαρχη τάξη να μην απολέσει την οικονομική της κυριαρχία. Το πρόβλημα είναι ότι σε ένα μεγάλο βαθμό όλη αυτή η διαδικασία γίνεται με τη συναίνεση του μεγαλύτερου τμήματος των λαών.
       Στη χώρα μας η ανάπτυξη  θεωρείται   η μαγική λύση για όλα τα προβλήματα της κοινωνίας. Ο υπουργός Οικονομικών Βενιζέλος κάνει έκκληση σε επιχειρηματίες, κεφαλαιούχους, εφοπλιστές  για "να κινητοποιήσουν όλους τους διαθέσιμους πόρους για  επενδύσεις και ανάπτυξη", ενώ σε μισθωτούς, συνταξιούχους και γενικά σε εργαζόμενους επιβάλλονται τα μέτρα λιτότητας εν ονόματι πάλι της ανάπτυξης. Από τη μια η έκκληση από την άλλη η αναγκαστική επιβολή με μοναδικό στόχο την ανάπτυξη, χωρίς μάλιστα οι λαϊκές μάζες να αμφισβητιούν  τη συγκεκριμένη οδό που οφείλεται να ακολουθηθεί, αλλά αναρωτιούνται μόνο για το αν τα κυβερνητικά μέτρα είναι αποτελεσματικά. Ακόμα και οι πιο απλοί κοινωνικοί προβληματισμοί έχουν εξοβελιστεί από τους δημόσιους διαλόγους, όπως π.χ. για την αναγκαιότητα προγραμμάτων παραγωγικής ανάπτυξης που δεν θα στηρίζονται στον τουρισμό η στις εισροές ξένων κεφαλαίων η σε ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων αγαθών ή "εκσυγχρονισμούς" και θα παίρνουν υπόψη και την κοινωνική προβληματική που αφορά στα δικαιώματα των εργαζομένων, την ευημερία τους  η το είδος των αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις.
        Το πρόβλημα είναι ότι όλες οι κοινωνικές τάξεις προσπαθούμε να προσαρμοστούμε με τον ίδιο τρόπο στις οικονομικές συνιστώσες και δεν προσπαθούμε να δώσουμε διαφορετικές λύσεις στα προβλήματα που προέκυψαν από τον τρόπο που η κυρίαρχη τάξη θέλει να συνεχίσει να  επιβάλλει την εξουσία της, ελέγχοντας πρωτίστως την οικονομική σφαίρα. Αδιαφορώντας όταν το μοντέλο αυτό εφαρμοζόταν στις λεγόμενες  υπανάπτυκτες χώρες, αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ένα μεγάλο πλήθος ενεργού πληθυσμού  θα αποτελέσει τον υπανάπτυκτο κόσμο μέσα στον αναπτυγμένο. 
      Στις όποιες αντιδράσεις  μας συνεχίζουμε να αναζητούμε αγωνιωδώς την αναγνώριση από την εξουσία, με αποτέλεσμα την υποβάθμισή τους και περιθωριοποίησή τους. Αφού χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα  χειραγώγησης του συνδικαλιστικού κινήματος και επιτεύχθηκε ο βασικός στόχος - δηλ. η μείωση της μαζικότητας και του ρόλου του στην κοινωνία - οι εργαζόμενοι ακολουθούν τις  απελπισμένες μοναχικές τους πορείες. Οι εξασφαλισμένοι εργαζόμενοι από φόβο συντηρητικοποιούνται όλο και περισσότερο και αυξάνεται η αδυναμία κοινής δράσης με εκείνα τα τμήματα της εργατικής τάξης  που θίγονται περισσότερο η βρίσκονται στην ανεργία. Παπαγαλίζουν κι αυτοί τα σχετικά με το μύθο  της ανάπτυξης και θεωρούν ότι θα αποφύγουν την προλεταριοποίησή τους. 
       Ο ρόλος των δημοσίων υπαλλήλων  στους κοινωνικούς αγώνες θα μπορούσε να  ήταν καθοριστικός αν δεν είχε, το μεγαλύτερο τμήμα τους, αποκτήσει ψευδή ταξική συνείδηση έχοντας τη ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει στην πίτα της εξουσίας. Οι πνευματικοί ταγοί, που οι περισσότεροι βρήκαν λιμάνι ν'  αράξουν στο πανεπιστήμιο, αν δεν είχαν αποκτήσει νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου, θα μπορούσαν να δώσουν κατευθύνσεις, να βοηθήσουν στην ταξική συνειδητοποίηση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, να κρίνουν και να κάνουν κατανοητή  την οικονομικοπολιτική πραγματικότητα. Οι περισσότεροι όμως σιωπούν και βγάζουν  μόνο κάποιες άναρθρες κραυγές όταν θίγεται ο στενός  μικρόκοσμός τους, πιστεύοντας πως είναι αποκομμένοι από  ευρύτερα κοινωνικά στρώματα,  έως ότου να διαπραγματευθούν μπακαλίστικα και να έρθουν σε κάποια ισορροπία μέχρι το επόμενο χτύπημα. 
    "Τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός"  ... μέχρι να κλείσουν όλοι οι δρόμοι και δεν θα είναι από τους αυτοκινητιστές.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ ΣΤΗ ΝΟΡΒΗΓΙΑ

     Η τραγωδία στη Νορβηγία, μια χώρα που εκθειάζεται ποικιλοτρόπως για το πολιτικό της  σύστημα και τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, είναι μια ισχυρή ένδειξη ότι κάτι  απατηλό υπάρχει στη χώρα αυτή - ή μήπως σ' ολόκληρη την Ευρώπη;
   Σύμφωνα με την ομολογία του κατηγορουμένου τα κίνητρά του ήταν  πολιτικά και  η στοχευσή  του ήταν πολιτική στις  αιματηρές πράξεις του.
     Συνήθως όταν αναφερόμαστε στην έννοια της βίας την έχουμε συνδεδεμένη με την  έννοια της άσκησης  της βίας, κι ετσι αυτή δεν είναι εύκολο να νοηθεί χωριστά από την εικόνα ενός ορατού υποκειμένου που θα είναι η άμεση πηγή των βίαιων ενεργειών. Κατά κανόνα κάνουμε διάκριση μεταξύ άμεσης εξατομικευμένης βίας και έμμεσης βίας των δομών της εξουσίας.Σ΄ ένα πολιτικό σύστημα, στο οποίο η εξουσία δεν είναι τόσο προσωποκεντρική και  μπορεί  να μην ασκείται άμεσα και ανεξέλεγκτα, αλλά να συνδέεται  με τις θέσεις των προσώπων και όχι τα ίδια τα πρόσωπα, το αναγκαίο στοιχείο του είναι η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση σύγκρουσης για συγκεκριμένες αποφάσεις, και δεν αποκλείεται τότε, αν και νομιμοποιημένα, η χρήση βίας. Μ'  αυτόν το τρόπο παραβλέπουμε πολλές φορές την πλευρά εκείνων που υφίστανται τη βία, όταν μ' αυτή δεν εξοντώνεται άμεσα ή ίδια η ύπαρξη ανθρώπων. Κι έτσι ενώ η εξουσία έχει αναγκη από τη βία, είτε  ασκώντας τη είτε προκαλώντας τη, ως κεντρικό χαρακτηριστικό της πολιτικής  μένει στο ημίφως και θεωρείται σαν φαινόμενο διαφορετικό από την εξουσία  και την  άσκησή της.
     Σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη καθαργιάζεται η συναίνεση, η άμβλυνση των διαχωριστικών   γραμμών, που εξασφαλίζουν τη "συμφιλίωση" και αποτρέπουν τη σύγκρουση κι επομένως την άσκηση βιας και απορρίπτεται κάθε προσπάθεια για συγκρότηση μιας άλλης πρότασης ενάντια στην ισχύουσα ηγεμονικη τάξη. Και ενώ η ίδια η αστικη δημοκρατία διακηρύττει  την αναγκαιότητα της αντιπαράθεσης στην κοινωνική ζωή, στην πραγματικότητα είτε την καταπνίγει στο όνομα της δημοκρατίας, όταν ουσιαστικά της αντιτίθεται η την ενσωματώνει και την αποδέχεται όταν την εξυπηρετεί. Επειδή όμως  το επιθυμεί η κυρίαρχη τάξη αυτό δεν σημαίνει ότι οι ανταγωνισμοί παύουν να υπάρχουν  μέσα στην κοινωνία. Απαξιώνοντας την πολιτική αντιπαράθεση, ακόμα και μέσα στα όρια της αστικής δημοκρατίας,  τη διοχετεύει να εκδηλωθεί μέσα από άλλες ατραπούς. Αρνείται τις παλιές αντιπαραθέσεις (Δεξιά/ Αριστερά, ταξικές αντιθέσεις) κι αναχαιτίζει  τη δυναμική της πολιτικής, αποδεχόμενη όμως την εκδήλωση των ανταγωνισμών με μορφές που θεωρεί ότι δεν υπονομεύουν την εξουσία της και γι' αυτό ανέχεται, αν δεν καλλιεργεί,  την ανάπτυξη άλλων τύπων συλλογικής ταυτότητας, γύρω από θρησκευτικές ή εθνικιστικές μορφές.
    Ηθικοποιώντας όλα τα πολιτικοκοινωνικά προβλήματα η κυρίαρχη τάξη μας εφιστά την προσοχή  εναντια σε κινδύνους, όπως τον εκφασισμό του κράτους η το ρατσισμο, που τοποθετεί στη σφαίρα της ηθικης  και όχι της πολιτικής, χρησιμοποιώντας τα ως φόβητρα σε κάθε προσπάθειά μας να αντιδράσουμε στην υπάρχουσα πολιτικοκοινωνική κατάσταση. Διακηρύττει ότι η πολιτική ηθική μάχεται το διεφθαρμένο, την κατάχρηση εξουσίας κλπ, αλλά ποτέ δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση των θεμελίων της κοινωνικής τάξης. Κι ενώ μπορεί να αναλύει, να απεικονίζει την ιδιωτική, απολίτικη βία, δεν έχει καμια ανεκτικότητα  στη βία που έχει οποιαδήποτε  πολιτική απόχρωση.
     Ολόκληρη η Ευρώπη σοκαρισμένη από την τραγωδία στη Νορβηγία καταβάλλει προσπάθειες να εξατομικεύσει αυτό το έγκλημα, να το δεί σαν μια υπόθεση ενός παρόφρονα, προσπαθώντας να μη το εντάξει  σε μια σφαιρική προοπτική, που θα μπορούσε να εγείρει υποψίες για χρεωκοπία του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Συγχρόνως, επειδή κανείς δεν θα τολμούσε ποτέ να υποστηρίξει ανοικτά τέτοιες φρικαλεότητες, αυτό το ίδιο το κακό της βίας, το καθολικά αποδοκιμαζόμενο μας καλεί στο καθήκον της επαγρύπνησης. Ετσι κυριαρχεί ο φόβος που συσπειρώνει στη  νομιμότητα της υπάρχουσας τάξης. 
     Η ιδιωτική, εξατομικευμένη βία μπορεί να γίνει αποδεκτή σαν ένα αναπόφευκτο φαινόμενο, ακόμα και σαν το τίμημα να ζούμε σε μια κοινωνία ελεύθερη. Είναι πιο βολικό να αιτιολογούνται τέτοιες αιματηρές πράξεις με την παραφροσύνη του δράστη ή να χαρακτηρίζονται ακραίες εξαιρέσεις παρά να ομολογείται ότι έχουμε να κάνουμε  με πολιτικά πάθη, με κοινωνικές επιλογές, που είναι ακραια εφαρμογή της κυρίαρχης πολιτικής ρητορικής (ισλαμισμός,μεταναστευτικό κλπ)
    Η συντριβή  και ο οίκτος, που εκφράζεται για τα θύματα της βίας από την κυρίαρχη τάξη, δημιουργεί  την απορία  αν πραγματικά υποδηλώνουν έναν ειλικρινή οίκτο για τα θύματα ή μήπως πρόκειται περισσότερο για φόβο μπροστά στα ανεξέλεγκτα πάθη που μπορεί  να γίνουν συλλογικά, να κατευθυνθούν ακόμα και εναντίον της και να  δοθεί η ευκαιρία να αρχίσει  η κοινωνία να σκέφτεται πολιτικά.
  

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

ΑΝΑΜΕΝΟΥΜΕ

     Στη χώρα μας,  η ίδια η κυρίαρχη πολιτική  τάξη, που δημιούργησε  ένα διογκωμένο κρατικοποιημένο τομέα και ανέπτυξε με την βοήθειά του το  ιδιωτικό κεφάλαιο, το οποίο σήμερα έχοντας ήδη ξεχάσει σε ποιον οφείλει την κερδοφορία  και σχεδόν την ύπαρξή του το κατασυκοφαντεί, ανέλαβε, αφού όλο τον προηγούμενο χρόνο εξευτέλισε τη χώρα (διεφθαρμένους, αντιπαραγωγικούς, κλπ. χαρακτήριζαν τους κατοίκους της) να θεσμοθετήσει τη λαφυραγωγία της.
   Η κυβέρνηση Παπανδρέου δίνει την εντύπωση ότι θα θεωρήσει πως έχει εκπληρώσει το καθήκον της όταν θα έχει καταρρακώσει το κύρος της χώρας για κάποια χρόνια, ενώ στο εσωτερικό της θα έχουν παρθεί οι σημαντικότερες αποφάσεις για την ιδιωτικοποίηση και την πολιτική και οικονομική της κατάρρευση. Από κοντά, η αξιωματική αντιπολίτευση παρά τις δήθεν αντιπολιτευτικές κορώνες δεν αποδεικνύει παρά ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει άλλη ταξική αλληλεγγύη τόσο δεμένη, όσο αυτή  ανάμεσα σε μέλη της κυρίαρχης τάξης: ακόμα κι αν ρίξουν ποτέ κάποιον δικό τους αυτό θα γίνει μόνο για τακτικούς λόγους (πορίσματα για Βατοπέδι, εξοπλιστικά προγράμματα κλπ)
   Για χρόνια εκπαιδευόμαστε στο δούναι και λαβείν. Μαθαίναμε  ότι ύψιστη  αρχή δεν είναι οι διεκδικήσεις  και η περιφρούρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που βρίσκονται στο στόχαστρο, αλλά η   "συναίνεση και η υπευθυνότητα". Στην πολιτική περίοδο των μεγάλων συναινετικών διαδικασιών εθιστήκαμε στην ουσιαστική  ανυπαρξία αντιπολίτευσης ακόμα και στα πλαίσια του αστικού  κοινοβουλίου. Αποδεχτήκαμε τη δυσφήμιση των αριστερών ιδεών και τώρα αναμένουμε τη ... λύτρωση από τις Βρυξέλλες, ικετεύοντας και ευνγνωμονώντας τους γραφειοκράτες της, θεωρώντας δεδομένη και αναπόφευκτη τη μεγάλη συναίνεση που υπάρχει στις στρατηγικές επιλογές του αστισμού, πράγμα που αποτελεί και απαραίτητα όρο για την προώθηση τους.
  Εξάλλου, η κρίση των οραμάτων και η ευρύτατη δυσπιστία, που καλλιεργήθηκε, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, σε σχέση με το ρεαλιστικό τους χαρακτήρα, αφαιρούν ένα από τα στηρίγματα της δραστηριότητας ενός κόμματος σαν το ΚΚΕ. Το ζητούμενο δεν είναι απλώς η τελετουργική επανάληψη φράσεων για τη  βαθύτατη  κρίση του καπιταλισμού, αλλά η διαμόρφωση μιας πολιτικής που θα αντιδρά στη συγκεκριμένη διαχείριση που εξελίσσεται προ όφελος της άρχουσας  τάξης  εκ μέρους των κυβερνώντων. Και βέβαια το πρόβλημα δεν είναι απλώς αν κακώς έχει φτάσει ως εδώ η εξέλιξη του καπιταλισμού, αλλά πώς θα αντικατασταθεί αυτός ο τρόπος παραγωγής με αφετηρία το σημερινό του σημείο.
   Φαίνεται πως πίσω από την ταξική φρασεολογία του ΚΚΕ κρύβεται μια αβεβαιότητα σχετικά με τους άμεσους στόχους που έχει η σημερινή διαχείριση των ταξικών  συσχετισμών. Ισως αυτό να οφείλεται στην αδυναμία διαμόρφωσης πολιτικών υποκειμένων που δεν θα επιδιώκουν  τίποτε παραπάνω από μια μεταβολή της κατανομής  των πόρων  προς όφελος των εργαζομένων, μέσω μιας διαφορετικής κρατικής πολιτικής, που μεταξύ άλλων απλώς θα περιορίζει την ασυδοσία των αγορών. Γιατί αυτό που εναγωνίως φαίνεται να αναζητείται και από την πλειοψηφία των εργαζομένων είναι μόνο η επεξεργασία εναλλακτικών προτάσεων, στην κρίση που βιώνουμε, αδιαφορώντας  για τα ουσιαστικά προβλήματα που συνδέονται με την απουσία μιας ουσιαστικής ρήξης με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Γι΄ αυτό και η πλειοψηφία των αντιδράσεων και διαμαρτυριών συνεχίζουν  να περιορίζονται σε καθαρά συντεχνιακά όρια (πριν λίγο καιρό διαμαρτυρίες για την απελευθέρωση της ενέργειας, τώρα διαμαρτυρίες από τους ιδιοκτήτες ταξί για το άνοιγμα του επαγγέλματο κλπ), χωρίς προσπάθεια για διεύρυνση των αγώνων μαζί με ευρύτερες  κοινωνικές ομάδες που επιδιώκουν τη ρήξη με την καπιταλιστική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και μη ξεχνάμε πως η διαδικασία επεξεργασίας μιας εναλλακτικής πολιτικής επιδιώκει να  αποτελέσει και τη σταδιακή διαδιακασία ενεργού προσχώρησης όλων των πολιτικών υποκειμένων στο ρεαλισμό της διαχειριστικής λογικής και τον εγκλωβισμό κάθε δράσης και σκέψης στα όρια της υπάρχουσας οικονομικοπολιτικής κατάστασης.
    Πιθανόν δεν  υπάρχει άλλος τρόπος αντίδρασης παρά αυτός που προϋποθέτει την αναγνώριση του ρόλου της ταξικής πάλης και έχει αφετηρία το μαρξισμό ως βάση ιδεολογικής αναφοράς.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

ΚΡΑΤΟΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ

Όλους αυτούς του μήνες της   διακυβέρνησης της  χώρας από  το ΠΑΣΟΚ  οι ενέργειες της κυβέρνησης  φαίνεται  πως διακρίνονται για  κάποια σταθερά γνωρίσματα: θεωρητική αδυναμία υποστήριξης των αποφάσεών της,  κραυγαλέα ιδεολογική  ασυνέπεια  της δράσης της, τεράστια σπατάλη δυνάμεων – του λαού βέβαια,  κατάστρωση επιμέρους προγραμμάτων πάνω σε βάσεις των «αναγκών» που φαίνονται πως προκύπτουν  κάθε φορά, δηλ. προγραμματικό χάος, και το κυριότερο, διάλυση κάθε οράματος και αντικατάστασή του με ένα  σύνολο  επιμέρους ζητημάτων και μάλιστα, πιο συχνά, ασύνδετων.  Μοιάζει ασταθής και ριψοκίνδυνη η πολιτική της  με θεωρητική και οργανωτική αδυναμία που φαίνεται  πως την εμποδίζει να έχει καθαρή αντίληψη της πραγματικότητας. 
        Όλα  αυτά όμως είναι  μόνο τα επιφαινόμενα. Η κυβέρνηση είχε και έχει σταθερή και απαρέγκλιτη πολιτική που σιγά σιγά αποκαλύπτεται. Διαμορφώνει με την πολιτική της  ένα κράτος εύχρηστο όργανο στα χέρια μιας δράκας ανθρώπων – ντόπιων και διεθνών- στο δρόμο για έναν προοδευτικό εκφυλισμό του, σε ρόλο προστάτη των αγορών και μια κοινωνία ατροφική, προσαρμοσμένη στις επιταγές της αγοράς
            Η κυβέρνηση  δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να εφαρμόζει, με τα μέσα που διαθέτει , αυτό που τα τελευταία χρόνια γίνεται σ’  όλη την Ευρώπη: επιβολή των επιταγών  της χρηματιστηριακής ολιγαρχίας μέσω του κράτους.
          Δυο βασικοί πόλοι διαχείρισης του καπιταλιστικού κράτους , η διαχείριση του νομίσματος και της εργατικής δύναμης,  έχει ανατεθεί η μεν πρώτη  στην υπερεθνική Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ συνεχίζεται να χρησιμοποιείται το εθνικό κράτος για τη διαχείριση της εργασίας. Η ικανότητα κινητοποίησης των μονοπωλιακών κεφαλαίων, η χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων της κρίσης, για να δυναμώσει η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, η διάλυση της μικρής επιχείρησης δεν γίνονται με αποτελεσματικότητα παρά μόνο μέσω κρατικών κυριαρχικών επεμβάσεων.  Η οικονομική ολιγαρχία ξεκάθαρα ασκεί ένα  άμεσο πολιτικό έλεγχο  πάνω στο κρατικό σύστημα και  η διατήρηση της κυρίαρχης εξουσίας της  περνά πια άμεσα από τα πολιτικά όργανα και τους κρατικούς μηχανισμούς. Αυτό ξεκάθαρα τα βλέπουμε από τον τρόπο λειτουργίας όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και όλου σχεδόν του πολιτικού συστήματος. Χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς του κράτους για να «εξασφαλίσουν στο κεφάλαιο την «κοινωνικοποίηση» του κόστους παραγωγής και τη μείωση του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης». Συγχρόνως,  θέλοντας  η ηγεμονική τάξη να περιορίσει, έως εξαφανίσεως, το κράτος πρόνοιας, έπρεπε να το απαξιώσει  με τη συμβολή μάλιστα των εργαζομένων. Ο γραφειοκρατισμός και ο συντεχνιασμός ήρθαν  σε βοήθεια.
           Το κράτος πρόνοιας, το παρεμβατικό κράτος, πραγματώθηκε, ιδιαίτερα στη χώρα μας,  μέσα από ένα γραφειοκρατικό τρόπο που προκάλεσε μια σειρά από αντικρατικές αντιφάσεις, μέσα από τις οποίες οι λαϊκές μάζες αισθάνονται καταπιεσμένες από αυτό το κράτος που θεωρήθηκε ότι  έχει ταχθεί να  τις  βοηθήσει. Συγχρόνως, μαζί μ’  αυτό εδραιώθηκαν και άλλες  μορφές αντιπροσώπευσης, πέρα από τις  παραδοσιακές κοινοβουλευτικές μορφές, όπως   είναι  τα συνδικάτα, των οποίων κατά κανόνα η στάση τους υπήρξε εξαιρετικά συντεχνιακή. Ο   συντεχνιασμός δημιούργησε μια κατάσταση μέσα στην οποία μια σειρά νέα αιτήματα ή νέα υποκείμενα  βρέθηκαν αποκλεισμένα από αυτό το σύστημα αντιπροσώπευσης, έφτασαν μάλιστα να καλλιεργήσουν έναν ανταγωνισμό προς την συντεχνιακή  πολιτική  των συνδικάτων.
           Ο γραφειοκρατισμός και ο συντεχνιασμός των συνδικάτων εξηγούν ως ένα σημείο την ανάπτυξη των πλατιών αντικρατικών και αντισυνδικαλιστικών αισθημάτων του λαού,  πάνω στα οποία  οι κυβερνήσεις της  τελευταίας δεκαετίας, με αποκορύφωμα την κυβέρνηση Παπανδρέου, κατά τα θατσερικά πρότυπα, έδρασαν με μεγάλη δεξιοτεχνία για να τα κατευθύνουν  προς νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εμφανίζοντάς τες μάλιστα σαν φιλικές στον καταπιεζόμενο λαό, αναγορεύοντας σε κοινό εχθρό  το γραφειοκρατικό κράτος και τα συνδικάτα. Στρεφόμενα εναντίον του κράτους μεγάλα τμήματα της κοινωνίας στρέφονται, με τη βοήθεια βέβαια και του κυρίαρχου λόγου, κι εναντίον  των δημοσίων υπαλλήλων, και απαξιώνοντας τον συνδικαλισμό αρνούνται την οργανωμένη αντίδραση και διεκδίκηση.
          Διαφοροποιούμενη η ταξική σύνθεση της κοινωνίας με το νέο  κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, αναπτύσσει  νέα υποκείμενα που αναζητούν νέες μορφές πολιτικές δράσης.  Η αύξηση του αριθμού των μη μόνιμα εργαζόμενων,  σε μερική απασχόληση, σε αναζήτηση εργασίας, εκ περιτροπής απασχολούμενων, εργαζόμενων που δεν είναι οργανωμένοι, προστατευμένοι κι εξασφαλισμένοι ,  των περιθωριακών, ενισχύει και τις τάσεις για άρνηση γενικά της νομιμότητας του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος.
       Προς το παρόν το πολιτικό σύστημα  διατηρεί τον ηγεμονικό του ρόλο.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

« ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ»;

      Στην τελευταία  συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο  έλληνας πρωθυπουργός επεσήμανε:
«Ο δικός μας λόγος έχει αξία, συνδιαμορφώνουμε τις εξελίξεις  και αυτή είναι μια δικαίωση της  στρατηγικής που έχουμε ακολουθήσει. Βασισμένοι πάντα, βεβαίως, στις προσπάθειες  και τις θυσίες των Ελλήνων  πολιτών. Θυσίες, τη σημασία των οποίων, ορισμένες φορές, μπορεί να μην κατάλαβαν οι πολίτες και αυτός είναι και λόγος που πολλοί θέλησαν να τις απαξιώσουν. Σήμερα, όμως, γι’ αυτό το λόγο ακριβώς, μπορούμε και παλεύουμε για μια βιώσιμη λύση για τη χώρα μας και ειδικότερα για μια βιώσιμη λύση για το χρέος.»
      Στο λόγο του Παπανδρέου λείπει εντελώς κάθε προσπάθεια ανάλυσης της  κυβερνητικής εμπειρίας και των λαθών της, έστω .. αστοχιών, παρουσιάζονται οι επιλογές της  ως πετυχημένες με μια δήθεν αντικειμενική θεώρηση  και γι’  αυτό ο  λόγος της κυβέρνησης είναι έγκυρος, με αποτέλεσμα να έχει το δικαίωμα, ως ανταμοιβή  περισσότερο παρά ως δικαίωση, της συνδιαμόρφωσης των εξελίξεων,  οι οποίες δεν οδηγούν παρά στην χρεωκοπία – αυτό αποσιωπάται. Ο Παπανδρέου εμφανίζεται να ενεργεί προς όφελος των  πολιτών, αν και τους εμφανίζει ανίκανους  να το καταλάβουν. Μιλάει στο όνομα των πολιτών, κάνει ό,τι  θα είχαν θελήσει να κάνουν αυτοί αν ήξεραν το πραγματικό τους συμφέρον.   Επικίνδυνο  θεωρεί ότι είναι  όχι η οικονομική και πολιτική κατάσταση που κυριαρχεί στη χώρα, αλλά  η χρήση της … ορολογίας (Να μην  επιτρέψουμε σε κανέναν να παίζει με τις λέξεις, συγχέοντας σκόπιμα, για παράδειγμα, την ορολογία που χρησιμοποιούν οι οίκοι αξιολόγησης…)   Η σκοπιμότητα που εκφράζεται μέσα από τα λόγια του  πρωθυπουργού προϋποθέτει  μια αλλαγή προοπτικής για την κοινωνία μας. Δεν ενδιαφέρουν καθόλου, και δηλώνεται, τα μακρόπνοα κοινωνικά σχέδια, οι ιδεολογίες,   αλλά οι επιδόσεις  σε δράσεις  που επιβάλλονται και αναγνωρίζονται από ευρωπαϊκά και άλλα κέντρα – η διαχείριση του χρέους είναι η κυρίαρχη. Οι πολιτικές ιδεολογίες για την αντιμετώπισή του είναι ξεπερασμένες και η  συνισταμένη των απαιτούμενων ενεργειών δεν χρειάζεται να προκύπτει  κάθε φορά από την κοινωνία. Προβάλλεται μια σχεδόν μηχανιστική αντίληψη για την κοινωνία και το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ένας κόσμος σχέσεων ισχύος και αντιτιθέμενων συμφερόντων, στον οποίο ο ίδιος εμφανίζεται να παίζει το ρόλο μιας πεφωτισμένης δεσποτείας, ενός σωτήρα, που δεν έχει ούτε καν προσωπική φιλοδοξία, και θέλει να εξασφαλίσει την κοινωνική  ειρήνευση μέσα από τη σωτηρία και το μετασχηματισμό  της κοινωνίας.
      Η επικοινωνιακή πολιτική  της κυβέρνησης προλειαίνει το έδαφος για τα όσα θα  ακολουθήσουν  και θα επιβληθούν, εν είδει φυσικών φαινομένων, στην ελληνική κοινωνία.
    Στην Κύπρο, ένας  λαός αναρωτιέται και διαμαρτύρεται για την ολιγωρία της  πολιτικής εξουσίας.   Ο   πρόεδρος της κυπριακής δημοκρατίας στο διάγγελμά του τονίζει:
« Συμμεριζόμαστε και κατανοούμε την απογοήτευση, την πίκρα ακόμα και το θυμό των πολιτών. Οφείλουμε όμως να είμαστε ψύχραιμοι και νηφάλιοι, να σεβαστούμε τις διαδικασίες και να κοιτάξουμε μπροστά. Με ενότητα και συλλογική προσπάθεια. Μπροστά μας έχουμε τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό, οι οποίες μετά από τη συνάντηση στη Γενεύη με το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, εντατικοποιούνται.»
     Κατανοεί και αυτός την οργή του λαού για τα τραγικά συμβάντα στο Μαρί, που φαίνονται να είναι αποτέλεσμα της εγκληματικής αδιαφορίας  της πολιτικής εξουσίας  και συνδέει τις αντιδράσεις  με την ψυχραιμία που είναι αναγκαία  για  τις  μελλοντικές συνομιλίες για το μέλλον της Κύπρου.
      Η αναφορά στις διαπραγματεύσεις για λύση του Κυπριακού, ενώ  φαίνεται πως γίνεται  για μετατόπιση του θέματος και για να τονιστεί ο ιστορικός στόχος που αυτοκαθορίζει  ίσως, ως ένα σημείο, την κυπριακή κοινωνία, στην ουσία περιγράφει μια πραγματικότητα. Από τη  φονική έκρηξη στη ναυτική βάση, πέρα από τα τραγικά χαρακτηριστικά, δεν ξέρουμε ακόμα  το πραγματικό μέγεθος των επιπτώσεων και τη σημασία τους. Αν το δούμε μέσα στο σύνολο των καταστάσεων που ορίζουν το κυπριακό πρόβλημα, το σίγουρο είναι ότι παίρνει μια πολύ σημαντική θέση.  Πολλές φορές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν τυχαία ή τουλάχιστον ανεξάρτητα από τη θέληση των ανθρώπων, όπως φυσικά φαινόμενα, μπορεί να προκαλέσουν την κίνηση και αλλαγή σε άλλες κατευθύνσεις σε μια ήδη διαμορφωμένη  πραγματικότητα.
     Έχει κανείς την εντύπωση μιας αντιστοιχίας ανάμεσα  στις εξελισσόμενες καταστάσεις στην Ελλάδα και Κύπρο.
        Η πίεση των ευρωπαϊκών κέντρων,  για  εφαρμογή των αποφάσεών τους στην ελληνική κοινωνία, βρίσκει αρωγό το σύνολο του πολιτικού συστήματος που εναλλάσσεται στην εξουσία, με πρόσχημα την κρίση χρέους που το ίδιο προκάλεσε. Η  συνειδητά απρόσκοπτη εκ μέρους τους αποδοχή οικονομικών μέτρων εξαθλίωσης του λαού διευκολύνει την οικονομική ολιγαρχία.
        Στην Κύπρο, το γεγονός της έκρηξης μπορεί να δώσει άλλοθι  στο κυπριακό πολιτικό σύστημα, όπως το χρέος στην Ελλάδα,  να αντιμετωπίσει με ευνοϊκό τρόπο  ένα δεύτερο σχέδιο Ανάν, η άλλο επί τα χείρω, και μπορεί να αναγκάσει  έναν λαό να το αποδεχτεί στριμωγμένο στη γωνία.
      Τελικά,  η τραγωδία στην Κύπρο, πέρα από τις προσωπικές διαστάσεις, μπορεί να έχει και ευρύτερες;

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΥΓΧΥΣΗ … ΠΑΛΙ

       Ζώντας σε μια σύγχυση προσπαθούμε να βρούμε τα μέσα για να ανταποκριθούμε στις διαδικασίες αλλαγής που μας επιβάλλονται. Οι περισσότεροι καταπίνουμε να ψέματα των ηγετών  από φόβο και περιφρονούμε τον  εαυτό μας γι’  αυτό, στρεφόμαστε  ο ένας εναντίον του άλλο ψάχνοντας  τον εχθρό, για να μπορέσουμε να εκτονώσουμε πάνω του την οργή μας.  (άνεργοι με μετανάστες, ιδιωτικοί με δημόσιους υπαλλήλους, χαμηλόμισθοι με υψηλόμισθους κλπ.) Δεν έχουμε αίσθηση κοινού συμφέροντος, κοινής πίστης. Δεν έχουμε κέντρο.
         Ο μοναδικός σκοπός της μεσαίας τάξης ήταν η οικονομική βελτίωσή της αδιαφορώντας για τα  ανταλλάγματα. Με την οικονομική κρίση μειώνονται οι θέσεις εργασίες, προκαλείται ανεργία, προλεταροποίηση, ακόμα και το  πανεπιστήμιο, θεσμοθετημένα πιά, υποδουλώνεται στο μεγάλο κεφάλαιο, κάθε εργασία εμφανίζεται  συνδεδεμένη με τις πιο αφύσικες και παράλογες πλευρές του   δυτικού πολιτισμού. Και η μεσαία τάξη, μισθωτοί, μικροεπιχειρηματίες,  συνεχίζει  να πιστεύει  στην παροδικότητα της κατάστασης και στην δυνατότητά ατομικά ο καθένας να γλυτώσει από την οικονομική καταιγίδα.
        Η  πιο ψεύτικη λογοκοπία  συγχωνεύεται με την πιο υποκριτική διαστρέβλωση των γεγονότων σε μια διαδικασία πραγματικού υπνωτισμού όλης σχεδόν της κοινωνίας. Καταργείται σχεδόν ολοκληρωτικά η διαφημιζόμενη δημοκρατική ελευθερία της πληροφόρησης με τους πιο απλούς τρόπους ˙ φτάνει να αποσιωπηθούν  κάποια γεγονότα , να  παραποιηθούν ελαφρά οι  πληροφορίες, να ανακοινωθούν με καθυστέρηση, να τις περάσουν σιγά σιγά  τα μαζικά  μέσα ενημέρωσης η να μας βομβαρδίσουν με απίθανες λεπτομέρειες  χάνοντας το ουσιαστικό γεγονός, με λεπτομερή ανάλυση επίσημων απόψεων, τρομακτικών σεναρίων, με μεγιστοποίηση των ατομικών ευθυνών μας και τελικά περνώντας μέσα στο μυαλό μας την επίσημη ερμηνεία γι’  αυτά. Ακόμα και οι πληροφορίες που διαχέονται μέσα από τα διαδικτυακά μέσα, οι περισσότερες, είναι καμουφλαρισμένη αναπαραγωγή των κυρίαρχων απόψεων, ενώ οι ελάχιστες άλλες φωνές δεν έχουν τελικά, προς το παρόν, την ίδια αποτελεσματική και πλατιά διάδοση
        Εξάλλου η  διάχυση του τρόμου  αναπτύσσει στο άτομο την ανάγκη για μια ομάδα που θα το προστατέψει, όπου θα μπορέσει να καταφύγει αν νιώσει να απειλείται και αυτή η ανάγκη,  όσο η απειλή μεγαλώνει, είναι εξαιρετικά μεγάλη. Κι εδώ σιγά σιγά ετοιμάζονται για να έρθουν σε  αρωγή οργανώσεις και ιδεολογίες που υπόσχονται έναν κόσμο σταθερό και αμετακίνητο στις παραδόσεις και είναι καταφύγιο σε στιγμές κρίσεις (εθνικιστικές οργανώσεις σ΄ ένα μπέρδεμα με εκκλησιαστικές που αφήνουν πολύ χώρο για κυριαρχία των φασιστικών στοιχείων, ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό μανδύα που θα τα καλύπτει)
       Κι ενώ  όλοι  έχουμε την αίσθηση μιας σύγκρουσης, αρκετά επιδέξια όμως από τον κυρίαρχο λόγο   εντοπίζεται ως     σύγκρουση γενεών ή το πολύ ως σύγκρουση ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες. Από τη μια  επαναλαμβάνεται για τη  γενιά που βρίσκεται στην εξουσία, η οποία  τονίζεται ότι είναι η  γενιά του πολυτεχνείου,(αναφορά σε εποχές αντίστασης οι οποίες έτσι απαξιώνονται) ότι  διαχειρίστηκε  την εξουσία της λανθασμένα, με τις σπατάλες της, την κομματοκρατία κλπ. κι έται  αποστερεί το μέλλον από τις νεώτερες γενιές, από την άλλη μπαίνουν  στο στόχαστρο οι  υψηλόμισθοι υπάλληλοι και συλλήβδην όλοι οι δημόσιο υπάλληλοι  σαν κύριοι υπεύθυνοι για την οικονομική κατάσταση της χώρας. Ετσι στερείται η  όποια δράση από μια πραγματική ταξική βάση και ωθείται σε μια στρατηγική συνισταμένη στην πραγματικότητα από προσωρινές και στιγμιαίες τακτικές.
      Συγχρόνως προωθείται με την κυρίαρχη προπαγάνδα  η δήθεν δημιουργία ενός νέου ανθρώπου μέσα στο παλιό σύστημα, το οποίο  επιδιώκεται να ανανεωθεί, με την αλλαγή  των δομών, που τελείως αυθαίρετα παρομοιάζονται με τις κύριες υποδομές του, όπως η κουλτούρα του, η εκπαίδευσή του, η ηθική του. Επαναλαμβάνεται συνεχώς η ανάγκη να σταματήσει η φοροδιαφυγή, να επικρατήσει η «διαύγεια» στις  πολιτικές αποφάσεις, να είμαστε νομοταγείς σε όλες τις εκδηλώσεις μας κλπ. που θεωρούνται και οι αιτίες της κρίσης.
        Κι όμως  είναι καιρός να αντιληφθούμε την ανεπάρκεια μιας τέτοιας δράσης, που στοχεύει στο εποικοδόμημα, και επομένως να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα της δράσης στο επίπεδο της βάσης. Το έχουμε ζήσει όλη αυτή  την τριακονταετία ότι η επίθεση και μόνο στο εποικοδόμημα  μπορεί να αφομοιωθεί κι ακόμα να γίνει εμπόρευμα  και θέαμα. Το σύστημα πρόσφερε χώρο πάντα για αντι -τέχνη, για νησίδες εφαρμογής αρχών ηθικής διαφορετικές από τις ισχύουσες κλπ.  που καταλήγουν όλα να αποτελούν μέρος του συστήματος προς πώληση και εκμετάλλευση. Το σύστημα πρέπει να αδειάζει από  το περιεχόμενό του. Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ατέρμονοι κοινωνικοοικονομικοί πόλεμοι είναι συνυφασμένοι με το ίδιο το σύστημα  που κέντρο του είναι το κέρδος. Γη, αέρας, νερό, μυαλό όλα μολύνονται στην προοπτική του κέρδους. 
       Ακόμα και   το να περιορίζεται  η αντίδρασή μας μόνο στη δημιουργία άλλων δομών για βοήθεια και αλληλεγγύη, όπως η προστασία ακτιβιστών από τις διώξεις, η  βοήθεια σε άνεργους , η απαίτηση για δικαίωση διεκδικήσεων μόνο  ορισμένων κοινωνικών ομάδων που υποφέρουν κλπ.  μπορεί να πιστεύουμε  ότι  οδηγεί σε μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία, η οποία να είναι οργανωμένη αυτόνομα, με δικά της κανάλια και δομές, σαν καταφύγιο, όπου μπορεί να καταφεύγει κανείς και να ζει λύνοντας τα ατομικά του προβλήματα, είναι όμως ένας κίνδυνος που  απειλεί, αν επικρατήσει, την αντίδρασή μας στις κυρίαρχες επιλογές.
       Η τάση να βλέπουμε τον όποιο αγώνα  σαν αποκλειστική δημιουργία οάσεων ελευθερίας και ατομικής  δραστηριότητας ενάντια στο κέρδος και την εκμετάλλευση υποτιμά τον κίνδυνο περιορισμού της όποιας ριζοσπαστικής δραστηριότητας σ’  αυτό μόνο το χώρο και καταλήγει στην εκτόνωση της αντίδρασής μας διασκορπίζοντάς το σε σημαντικούς ίσως αλλά δευτερεύοντες τομείς σε σχέση με το πραγματικό πεδίο του αγώνα.
      Ξαναρχίζουν προοδευτικά οι ταξικοί αγώνες. Ο κόσμος των εργαζομένων που βρισκόταν, όπως  πίστευε μέχρι σήμερα,  σε συνεχή μεταμόρφωση και κινητικότητα οφείλει να συνειδητοποιήσει τη θέση του για να βρει το στόχο του.
     Ο φόβος μας, η αδυναμία μας για δράση, η «ψευδής ταξική μας συνείδηση»,  μπορεί να μας οδηγήσει σε ενέργειες, οι οποίες, ακολουθώντας το ωφελιμιστικό πνεύμα που απαιτεί άμεσα αποτελέσματα,  μπορεί να φαίνονται απαραίτητες στην άμεση πάλη με το σύστημα, κινδυνεύουν όμως να εξωραΐσουν παροδικά μια δύσκολη κατάσταση   για να συνηθίσουμε και να αποδεχτούμε την επιβίωσή μας  μέσα στο ίδιο το σύστημα  με τους νέους  του όρους.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ


      Αυτό που πριν μερικά χρόνια πολλοί   απλώς διαισθάνονταν, τον ερχομό δηλ.  μεγάλων αλλαγών και της καθολικής αναμόρφωσης της κοινωνικής και πολιτικής δομής της χώρας, τώρα πια γίνεται πραγματικότητα με ταχύτατους ρυθμούς.  Η άρχουσα τάξη, που χρησιμοποιώντας ρετάλια από ξεφτισμένες ιδεολογίες  δικαιολογεί τον τρόπο άσκησης  της εξουσίας  της, καταπιέζει  και διοικεί με διαδικασίες στις παρυφές της νομιμότητας, προσπαθώντας  να ποδηγετήσει την ανέλιξη της  πολιτικής ζωής και μάλιστα να τη γυρίσει προς τα  πίσω ή να την καθηλώσει με τη βία και τον καταναγκασμό (φυσικό και ιδιαίτερα ψυχολογικό, με τη βοήθεια των ΜΜΕ)
        Το ίδιο το αστικό καθεστώς, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να  αυτοϋπονομεύεται η και να αποκαλύπτεται  χρόνο με το χρόνο,  από τη συγκέντρωση, παγκοσμίως, του πλούτου και των παραγωγικών μέσων στα χέρια μερικών εκατοντάδων ανθρώπων. Την  ίδια του  την  ιδεολογία, που μιλά για ευτυχία βασισμένη στην απεριόριστη πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος και της επιστημονικής γνώσης,  την οποία  στην ανοδική της πορεία η αστική τάξη διαμόρφωσε για να ανταποκρίνεται στην προέλευση, στο ρόλο και τα συμφέροντά της  φαίνεται πως πια δεν ενδιαφέρεται να την υποστηρίξει.  Η περισσότερη γνώση της φύσης,  που θα επιτρέψει  την κατάκτησή της, οδηγεί σε καταστροφή της,  η περισσότερη πολιτική και οικονομική ελευθερία, που θα επιτρέψει   τον εύκολο και γρήγορο πλουτισμό στους κεφαλαιούχους και την προάσπιση και διασφάλιση της περιουσίας τους,  δημιουργεί στρατιές ανέργων και φτωχών στις μητροπόλεις μάλιστα του καπιταλισμού.
       Και παραδόξως οι λαοί αδυνατούν οργανωμένα και συντονισμένα να αντιδράσουν, ακόμα και σε περιοχές όπως η Ελλάδα, όπου το επίπεδο ζωής ταχύτατα επιδεινώνεται. Οι όποιες αντιδράσεις αμφισβήτησης εστιάζονται περισσότερο  στην  διαμαρτυρία για την αθέτηση των υποσχέσεων από την πλευρά των κυβερνώντων για βελτίωση της ζωής μας και λιγότερο είναι  έκφραση αντίστασης,  έστω και ατομικιστικού- ανθρωπιστικού  τύπου, από μέρους μας, στο να γίνουμε απλά γρανάζια, όργανα ενός μηχανισμού προς όφελος των απανταχού κεφαλαιούχων.
       Το σύστημα  είχε υποσχεθεί  σ’  όλους μας ευημερία και απεριόριστες δυνατότητες απόλαυσης. Τώρα, επειδή  όχι μόνο  δεν μας προσφέρονται οι δυνατότητες γι΄ αυτό , αλλά τελικά περιορίζονται όλο και περισσότερο οι ίδιες οι πιθανότητες να δούμε την πραγματοποίηση εκείνων των υποσχέσεων, αρχίζουμε να αντιδρούμε. Έτσι παρατηρείται,  στο επίπεδο της λαϊκής αντίδρασης,  από τη μια μεριά μια άνοδος του εμπειρισμού-πραγματισμού(προπηλακισμοί, ιδιαίτερες δράσεις  πάνω σε συγκεκριμένα προβλήματα π.χ διόδια) κι από την άλλη ένας ατομικισμός κρυμμένος πίσω από ψευτο-επαναστατικές μορφές (π.χ. οι ανοργάνωτες βίαιες εκδηλώσεις,  όταν δεν είναι προβοκατόρικες), κι ένας  ίσως ακούσιος ρεφορμισμός κρυμμένος πίσω από το αίτημα «να βρούμε εδώ και τώρα την εναλλακτική λύση».
      Η ουσιαστική κι επικίνδυνη για το σύστημα αντίδραση θα ξεκινήσει με τα πρώτα ανασκιρτήματα κι εκρήξεις στις τάξεις των εργαζόμενων κι ιδιαίτερα αυτών που θεωρούνται ενσωματωμένοι.  Ο ρόλος των δημοσίων υπαλλήλων μπορεί να είναι καθοριστικός στον τρόπο οργάνωσης της αντίδρασης, ίσως γι’ αυτό συκοφαντούνται με τόσο πάθος από τους κυβερνώντες. Μη ξεχνάμε ότι επειδή ακριβώς είναι μόνιμοι μπορούν  να αντιδράσουν χωρίς το φόβο της απώλειας της θέσης εργασίας τους. Όσο πιο πολύ οι κυβερνώντες με τα αριθμημένα μνημόνια θα πιέζουν οικονομικά τις μεσαίες τάξεις, των υπαλλήλων και μικροεπιχειρηματιών, τόσο περισσότερο αυτές θα αρχίσουν να αισθάνονται προδομένες κι εχθρικές στο σύστημα και όλο και  θα περιορίζεται η ανοχή τους.
     Ο χαρακτήρας της αντίδρασής μας μέχρι σήμερα, σε γενικές γραμμές, αφορούσε ενέργειες χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική, με στόχο  την κινητοποίηση εργαζομένων γύρω από  κλαδικά   προβλήματα (απελευθέρωση των ταδε επαγγελμάτων, περικοπή μισθών των δείνα κλπ), παραλείποντας  όμως το πολιτικό άλμα από το ειδικό  στο γενικό. Τα μεμονωμένα προβλήματα κινδυνεύουν να παραμείνουν νησίδες περιορισμένης πολιτικοποίησης και αντίδρασης, παρόλη την προσπάθεια του ΚΚΕ  να τα εντάξει, τουλάχιστον σε ιδεολογικό επίπεδο,   σε μια πλατιά προοπτική αποφασιστικής επίθεσης στο σύστημα.  Η αγωνία πολλών κοινωνικών ομάδων  μπρος στο άγνωστο μέλλον και η αντιπαλότητα μεταξύ τους,  που καλλιεργείται σκόπιμα,  μαζί με το φόβο  για την επικείμενη χρεωκοπία της χώρας  έχουν σαν αποτέλεσμα το γεγονός  πολλοί να συνεχίζουν ν’  αρπάζονται απ ό τις ψεύτικες ελπίδες που σκορπίζουν  οι σοσιαλίζοντες κυβερνητικοί ή φιλελεύθεροι αντιπολιτευόμενοι  και πολλοί  συνδικαλιστές.
     Πρέπει οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις να εμφανιστούν με κατανοητά προγράμματα που να εξυπηρετούν  τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων και ταυτόχρονα να συγκεντρώνουν την προσοχή στην αναγκαιότητα του αγώνα ενάντια στην άρχουσα τάξη.
     Το ΚΚΕ έχει καταλάβει τη θεμελιώδη σημασία της πολιτικής δουλειάς στο χώρο παραγωγής. Η δυσπιστία όμως προς τις θέσεις του και προτάσεις υπάρχει ακόμα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, όπως και η απαξίωση των κλασικών τρόπων αντίστασης στην επίθεση της οικονομικής ολιγαρχίας.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

ΔΙΟΛΙΣΘΑΙΝΟΝΤΑΣ

     Για χρόνια η άρχουσα τάξη  της χώρας μας πλούτιζε με κρατικά δάνεια αδιαφορώντας για τον παραγωγικό εξοπλισμό της χώρας και τώρα με πάθος εφαρμόζει ασυζητητί, αφού τις ζητιάνεψε,   τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης  και του Διεθνους  Νομισματικού Ταμείου για την τελειωτική απομύζηση του δημόσιου πλούτου. Πνευματικές ελίτ πολλαπλασιάζοντας  τον εξουσιαστικό λόγο, πολιτικές ηγεσίες   καταλογίζοντας ευθύνες στα ίδια τα θύματα της  οικονομοπολιτικής στρέβλωσης , που ακόμα κι αν δεν είναι ολότελα άμοιρα ευθυνών  δεν είναι δυνατό να αποδέχονται  ότι τους ανήκει, σ’  ό τι αφορά τις ευθύνες, η μερίδα του λέοντος, μετατρέπουν τη δημοκρατία  σε ένα θέατρο σκιών, πίσω από το οποίο  οι πραγματικές αποφάσεις λαμβάνονται μέσα από τη διαπλοκή κυβερνήσεων και μεγάλων συμφερόντων
      Αφού αυξήθηκε στη χώρα μας, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  υπέρμετρα ο τριτογενής τομέας –- αυξάνοντας το ποσοστό συμμετοχής των απασχολουμένων σ’  αυτόν (με στοιχεία του 2009)στο 66,9%, -  με την οικονομική κρίση διαταζόμαστε σε αναγκαστική αναδιοργάνωση των υπηρεσιών, περικόπτοντας, περιορίζοντας, θεωρώντας υπεύθυνους, επειδή  δεν παράγουν, τους εργαζόμενους. Ο πολίτης δεν έχει δικαίωμα να διαταράξει την ισορροπία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Ο πολιτικά δρων είναι πια ένα άτομο που θα πρέπει να κινείται  με βάση τη μεγιστοποίηση του οφέλους κάποιων άδηλων κέντρων, τα οποία έχουν τη δύναμη να τον καταστρέψουν, γιατί δεν είναι … πειθαρχημένος. Δεν ενδιαφέρεται πια  κανένας από τις άρχουσες τάξεις για προώθηση δημοκρατικών στόχων ούτε για δημιουργία συλλογικών μορφών ταύτισης γύρω από δημοκρατικά προτάγματα, όπως ισχυρίζονταν τουλάχιστον πριν από την κρίση.
     Στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ξεκάθαρα αναδύονται στοιχεία του  νέου τύπου δημοκρατίας στον οποίο διολισθαίνουμε «ανεπαισθήτως». 
     Ψηφίζοντας η βουλή τον «εφαρμοστικό νόμο», ισχυρίζεται η κυβέρνηση, εν είδει πια αξιώματος εκφέρονται όλες της οι δηλώσεις, ότι για μια άλλη φορά σώζει την Ελλάδα. Εστιάζοντας   το ενδιαφέρον μας σε δυο άρθρα που αναφέρονται στη διαδικασία εκποίησης της δημόσιας περιουσίας διαπιστώνουμε πώς εννοεί η κυβέρνηση τη σωτηρία της χώρας. Στην παράγραφο 2  του πρώτου άρθρου ρητά διαβεβαιώνεται ότι το «προϊόν της αξιοποίησης χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της χώρας…»  Η πολιτική ηγεσία φαίνεται πως συνειδητά καταδικάζει τη χώρα να ξεπουλάει την ύπαρξή της  στο χρηματιστήριο για να μπορέσουν να επιβιώσουν… οι τράπεζες. Στην παράγραφο 10 του τρίτου άρθρου αποδεικνύεται ο τρόπος που καταλήγει να λειτουργεί η δημοκρατία. Δίνεται η … δυνατότητα στη Βουλή «οι  συμβάσεις αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου (να ) μπορεί να κυρώνονται με νόμο» , επιβάλλεται εχεμύθεια για  τα μέλη του Δ.Σ του Ταμείου (άρθρο 3, παράγραφο 16) « όσον αφορά στα δεδομένα των υπηρεσιών, εργασιών, στατιστικών στοιχείων ή άλλων δεδομένων που αφορούν στη δραστηριότητα του Ταμείου και  (θα πρέπει) να απέχουν από κάθε σκόπιμη ή ακούσια αποκάλυψη τους σε οποιονδήποτε τρίτο» ενώ η «ρήτρα εμπιστευτικότητας»  τους δεσμεύει «για τρία (3) έτη μετά την αποχώρησή τους από το Ταμείο»
      Και μόνο από το περιεχόμενο  αυτών των άρθρων μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι ουσιαστικά οι κρίσιμες αποφάσεις εξοβελίζονται από τη σφαίρα δημόσιας συζήτησης, οι πολίτες παραγκωνίζονται και η πολιτική ηγεσία επιβάλλει τη δική της πολιτική  με εκβιασμούς, υποκριτικούς ηθικισμούς και δαιμονοποιήσεις (ο χαρακτηρισμός του μεσοπρόθεσμου από τον Παπανδρέου ως μοναδικής ευκαιρίας  για να ορθοποδήσει η Ελλάδα, επίκληση στο πατριωτικό καθήκον κλπ.). Θεωρείται μάλιστα αυτονόητος μονόδρομος ότι το κράτος έχει ως κύρια αποστολή την εξυπηρέτηση των αγορών, χωρίς μάλιστα  να επιχειρείται  να βρεθεί ένας υποτυπώδης ιδεολογικός μανδύας.
      Με τις διαδικασίες  που έγινε νόμος του κράτους το  μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα αναδείχτηκαν οι μετασχηματισμοί που έχει υποστεί το πολίτευμά μας. Βασικά του  χαρακτηριστικά πια είναι η αποπολιτικοποίηση και αποδημοκρατικοποίηση. Η  πολιτική ηγεσία ενδιαφέρεται μόνο για  την άνευ όρων προσχώρηση και αποδοχή της εξυπηρέτησης των αγορών κεφαλαίου (δήλωση του Παπανδρέου στην έναρξη των εργασιών της  Σοσιαλιστικής Διεθνούς πως η υπερψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου και του εφαρμοστικού νόμου αποτέλεσε σαφές μήνυμα της βούλησης της κυβέρνησης να προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις, πα να πει εφαρμογή των αποφάσεων των οικονομικών κέντρων ) και για την εμμονή της στην απλή διαχείριση  και επικράτηση  δήθεν ουδέτερων τεχνοκρατικών μηχανισμών (ανακοίνωση Παπανδρέου για εφαρμογή ενός  ειδικού  προγράμματος  τεχνογνωσίας, το οποίο θα περιλαμβάνει βοήθεια έμπειρων επαγγελματιών σε πολλούς τομείς).
      Η ορθολογική, συναινετική κι εκσυγχρονισμένη δημοκρατία μας δεν  δίνει εργαλεία  παρά για  αντιπολιτικές αναλύσεις του παρόντος και αποδέχεται ουσιαστικά ότι καταλήγει να είναι ένα μηχανισμός συντονισμού επιμέρους πολιτικών, για εφαρμογή οικονομικών αποφάσεων  από αφανή κέντρα,  αδιαφορώντας σχεδόν για την επαρκή δημοκρατική νομιμοποίησή τους ( βιαιότητα καταστολής των αντιδράσεων, εκβιασμό βουλευτών, συρρίκνωση χρόνου συζήτησης κλπ)
    Η αχαλίνωτη επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλο και περισσότερες σφαίρες της κοινωνικής ζωής, σε παγκόσμιο επίπεδο, διαταράσσει ανεπανόρθωτα τις πολιτικές και  οικονομικές προϋποθέσεις  της αστικής δημοκρατίας. Αποκλεισμένη η κοινωνία  από τον έλεγχο των ζωτικής σημασίας αποφάσεων  εκβιάζεται συνεχώς να αποδέχεται  τις αποφάσεις και αξίες της αφανούς και φανερής ηγεσίας, που σε καιρό κρίσης αποκαλύπτει  το αληθινό της πρόσωπο.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ … ΤΟΥΣ ΧΑΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ

     Οι επόμενες μέρες από  την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος   βρίσκει την κυβέρνηση Παπανδρέου να συνεχίζει ακάθεκτη την ρητορική για τα  οικονομικά  μέτρα  που έχει πάρει εντολή από τους γραφειοκράτες της Ευρώπης να εφαρμόσει στη χώρα, αφού έχει τρομοκρατήσει (δηλώσεις Πάγκαλου για τα τάνκς), δημαγωγήσει (διαβεβαιώσεις Παπανδρέου για το πατριωτικό καθήκον του), απειλήσει (χωρίς τα δάνεια επίκειται πλήρης εξαθλίωση της Ελλάδας) η υποσχεθεί (επιστροφή της χώρας στις αγορές το 2014, μετά από ανάκαμψη της οικονομίας,  κατά δήλωση Βενιζέλου)
        Η «εμπλοκή» που δημιουργήθηκε εδώ και  τρία χρόνια στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα προξένησε  την εμφάνιση νέων παραγόντων και συνδυασμών, τους  οποίους οι λαϊκές τάξεις, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά  και στην Ευρώπη, φαίνεται πως  ακόμα  δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν, και άρα προκαλείται  μια πτώση στο θερμόμετρο της πολιτικής τους ωριμότητας.  Όσο όμως   περνά ο καιρός μεγαλώνει η ελπίδα ότι, εξαιτίας  των οικονομικών  επιπτώσεων σε μεγάλα στρώματα της κοινωνίας, το μεγάλο άνοιγμα ανάμεσα στην εξαιρετικά περιπλεγμένη οικονομική  δομή και στη δυνατότητα των λαϊκών τάξεων να την κατανοήσουν θα τείνει να κλείσει. Όταν λοιπόν το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης φτάσει να  ταυτίζεται με την αντικειμενική κατάσταση πραγμάτων  υπάρχει η ελπίδα να ακολουθήσει   δυναμικά   η διεκδίκηση  των δικαιωμάτων που συρρικνώνονται ή καταργούνται είτε με ειρηνικά είτε με βίαια μέσα .
     Ο φόβος είναι μήπως  η προσαρμογή των λαϊκών τάξεων, έτσι ώστε να κατανοήσουν και να αντικαταστήσουν την εικόνα του κόσμου που είχανε στο μυαλό τους με την καινούργια κατάσταση,  αποδειχθεί  ότι είναι  πολύ δύσκολη να επιτευχθεί σε ικανό  χρονικό διάστημα, πριν  μας ισοπεδώσει ο οδοστρωτήρας των αποφάσεων της κυρίαρχης ολιγαρχίας. Το μεγάλο πρόβλημα με ποιο τρόπο όλοι εμείς που  έχουμε διαμορφωθεί  από τις παρούσες συνθήκες θα γίνουμε ικανοί να τις αλλάξουμε εξακολουθεί να παραμένει. Ένα πρώτο βήμα είναι να τις κατανοήσουμε, να ανακαλύψουμε τον αιτιώδη δεσμό των κοινωνικών  φαινομένων δρώντας πάνω σ΄ αυτά.
       Μας λείπουν όμως  οι στοχαστές,  και στην Ελλάδα,  που θα συνεισφέρουν  στην ανάλυση του κοινωνικοοικονομικού  συστήματος αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις του, χωρίς να επιζητούν να τις μετακινήσουν με φανταστικές λύσεις που θα  τους αποξενώνουν από το λαϊκό κίνημα, αλλά   θα επιδιώκουν οι ιδέες τους να  αποτελέσουν κινητήριο τροχό της λαϊκής δράσης.  Είναι αναγκαίο  οι λαϊκές τάξεις να  γνωρίσουν αυτό που κάνουν. Σε μια εποχή όπου τεράστια,  φαινομενικά ανεξάρτητα,  συστήματα και μηχανισμοί έχουν τεθεί σε κίνηση από τις ραγδαίες αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις, για να θυμηθούμε τον Μαρξ, η κυρίαρχη τάξη τείνει να μας κάνει να πιστέψουμε  ότι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε, ότι το προϊόν είναι το παν. Η κυρίαρχη αντίληψη είναι  ότι  τα συστήματα, οι δομές,  κλπ. ακολουθούν αμετάτρεπτους νόμους και κάθε προσπάθεια να τους  αντιπολεμήσει κανείς είναι μάταιη.
      Η αλλαγή των συνθηκών δεν είναι μια φυσική διαδικασία, προϋποθέτει ανθρώπους ικανούς να ξεπεράσουν τις δοσμένες συνθήκες. Στη χώρα μας όμως, αλλά και στην Ευρώπη,  ακόμα και στον αντίπαλο πολιτικό λόγο που αρθρώνεται, έχουν κυριαρχήσει ιδέες που δεν πηγαίνουν πέρα από τα όρια της δοσμένης κατάστασης, που δεν βάζουν άλλο σκοπό  από την επιβεβαίωση αυτού που υπάρχει. Αναρωτιόμαστε ποιες συγκεκριμένες ενέργειες θα μπορούσαν να γίνουν για να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση. Ξεχνάμε την εντέκατη θέση του  Μαρξ στις «Θέσεις για τον Φόϋερμπαχ», για το έργο των φιλοσόφων  που δεν  πρέπει να περιορίζεται στην ερμηνεία του κόσμου αλλά να  επεκτείνεται και  στην αλλαγή του.
        Αναζητούμε αυτούς τους στοχαστές σε πανεπιστήμια, ιδρύματα, ανεξάρτητους οργανισμούς κλπ. και δε συναντούμε, τις περισσότερες φορές, παρά υπαλλήλους που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αναπαράγουν το θεσμικό λόγο της εξουσίας. Ακόμα και οι   προνομιούχοι  της εξυπνάδας απομονώνονται από την ιστορικά αναγκαία  σημερινή πάλη  μέσα σε μια αλαζονική ανεξαρτησία του πνεύματος, ενός πνεύματος αφηρημένου, αναιμικού και ξεκομμένου από τη ζωή.
        Το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής ελίτ του τόπου  έχοντας ενσωματωθεί πλήρως στο σύστημα αγωνίζεται  για τη διατήρησή του. Πολλοί απ’ αυτούς, που δέχτηκαν να στεγαστούν κάτω από ιδεολογικά και πολιτικά σχήματα, επειδή ακριβώς τους άνοιγαν πιο εύκολα το δρόμο, σήμερα, αντιλαμβανόμενοι τη χρεωκοπία τους, πρώτοι αυτοί σπεύδουν να τα συκοφαντήσουν. Αντιδρούν σε ιδεολογίες τη στιγμή που η χρησιμοποίησή τους θεμελίωσε  την παρουσία τους στον πνευματικό χώρο.  Αφήνουν  να αιωρείται η αντίληψη ότι ως  θεωρητικοί είναι απαλλαγμένοι από τον τομέα της δράσης μια και καθήκον τους είναι να διαφυλάξουν τη θεωρία αγνή:  Η πράξη είναι πάντοτε λίγο πολύ συμβιβασμός. Και επομένως ως άνθρωποι της θεωρίας είναι φυσικό να έχουν μια άγνοια  της ζωντανής πραγματικότητας.
       Με το νέο νομοσχέδιο της υπουργού Π.Δ.Β.Μ.Θ η πανεπιστημιακή κοινότητα φαίνεται πως  αρχίζει να αντιδρά οργανωμένα. Ακολουθώντας η υπουργός τη σταθερή μέθοδο που έχει εγκαινιάσει το ΠΑΣΟΚ από  την ανάληψη της εξουσίας από τον Οκτώβριο του 2009, διόγκωση και εστιασμός στις παθογένειες  των κοινωνικών κατηγοριών  στις οποίες  θέλει να επιβάλλει αποφάσεις του απαξιώνοντάς τες, επιδιώκει σε ελάχιστο  χρονικό διάστημα αμφισβητούμενες αλλαγές στα πανεπιστήμια. Η όποια αντίδραση των πανεπιστημίων όμως φαίνεται πως παίρνει χαρακτήρα που έχει  ασθενική σύνδεση με το συνολικό αγώνα των λαϊκών τάξεων.
       Έφτασε όμως πια ο καιρός όπου όλοι θα δοκιμαστούμε. Βέβαια, υπάρχουν πολλές αιτίες που εμποδίζουν   τον υπάλληλο μερικής απασχόλησης ή τον κατασυκοφαντημένο δημόσιο υπάλληλο να αντιδράσει, να ξεσηκωθεί αφού ολόκληρη η ζωή του συμπλέει με το φόβο και την αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας, και ίσως η  μόνη  δικαιολογία που  πνευματικές ελίτ τηρούν μια ένοχη σιωπή ή συνταυτίζονται με τις επιλογές της άρχουσας τάξης θα ήταν ότι δεν αντέχουν τους μεγάλους κοινωνικούς οραματισμούς…
      Όταν όμως  μεγάλες  κοινωνικές ομάδες φτάσουν στα όρια της επιβίωσης και  η αντίδραση τους μπορεί να είναι σπασμωδική και βίαιη και να μη ξεσπά πάνω σε συγκεκριμένο στόχο αλλά  να μετατρέπεται σ’ έναν μυωπικό  και, πολλές φορές, απερίσκεπτο πρακτικισμό, τότε ποιος θα καταφέρει να ξεφύγει από την οργή τους;
   Ποια θα είναι δικαιολογία των πνευματικών ανθρώπων που θεώρησαν πως  η κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας  δεν είναι   υπόθεση του ανθρώπου που δρά αλλά  μόνο του  ανθρώπου που διαλογίζεται και   δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά τον παρατηρεί, κάνει σκέψεις, και τον ερμηνεύει;  Πως θα αναβρύσει η σκέψη από την πράξη και θα δοκιμαστεί στην πράξη αν δεν συνεισφέρουν και οι διανοούμενοι… που αναζητούνται;