Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Δεκαετίες τώρα η εξάπλωση της τεχνολογίας των πληροφοριών, του βιομηχανικού αυτοματισμού και άλλων καινοτομιών έχει εμπνεύσει ουτοπίες για μια ερχόμενη μεταβιομηχανική κοινωνία υπηρεσιών, στην οποία το προλεταριάτο, όπως υπήρχε σε προηγούμενες εποχές, θα εξαφανιζόταν. Ωστόσο, ακόμη και η πιο σύντομη έρευνα για την πραγματικότητα των σύγχρονων παγκόσμιων αγορών εργασίας αρνείται αυτόν τον μύθο. 
         Γιατί αν ο κυρίαρχος λόγος μπορεί να εστιάζει στην εμφάνιση μιας νέας κατηγορίας μορφωμένων μισθωτών εργαζομένων σε τομείς υψηλής τεχνολογίας για να πείσει για την εξαφάνιση του προλεταριάτου, αυτό βασίζεται στο ότι οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε τομείς που εκτείνονται από τηλεφωνικά κέντρα και ηλεκτρονικό εμπόριο έως ξενοδοχεία και εταιρείες καθαρισμού και υπηρεσίες λιανικής πώλησης, γρήγορου φαγητού, φροντίδας κλπ. είναι αόρατοι, τουλάχιστον μέχρι η μακρά καραντίνα λόγω της πανδημίας να τους φέρει στο προσκήνιο. Και αν η πλειονότητα αυτών των θέσεων που είναι επισφαλείς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλ. με εργασία εποχιακή, μερικής απασχόλησης, προσωρινή, με ελάχιστη ή καθόλου ασφάλεια, είναι ενδεικτική των δυσμενών εργασιακών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, με την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας, ο διαχωρισμός αυτών που εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών από εκείνους που εργάζονται στον τομέα της πνευματικής εργασίας κολακεύει τους τελευταίους ως μέλη της μεσαίας τάξης, για να αποκρύπτει την σταθερά και εμφανή διαδικασία προλεταροποίησής τους σε μεγάλα τμήματα από αυτούς. Έτσι όμως συνεχίζεται η αποδοχή και ο καθορισμός τους από την ιδεολογία, τις πολιτιστικές αξίες, τις επιλογές κατανάλωσης της κυρίαρχης τάξης και σιωπηρά ο ευθυγραμμισμός τους με την τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής. Επιπλέον, το γεγονός ότι όλο και περισσότερη εργασία γίνεται μέσω διαδικτύου έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατο να διαχωριστεί η εργασία από τον ελεύθερο χρόνο, με τους εργαζόμενους να αναμένεται όλο και περισσότερο να είναι διαθέσιμοι για εργασία ανά πάσα στιγμή. Και έτσι, μέσω αυτών των μορφών επισφαλούς εργασίας, που έχουν επεκταθεί σε παγκόσμια κλίμακα, εξασφαλίζεται η δημιουργία περισσότερου κέρδους και η αύξηση της αξίας του κεφαλαίου, που στη χώρα μας η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το νομοσχέδιο του υπουργού Εργασίας Κ. Χατζηδάκη φροντίζει να νομιμοποιήσει, συμπληρώνοντας το έργο, σ’ αυτόν τον τομέα, των προηγούμενων κυβερνήσεων. 
          Καθώς λοιπόν η σημερινή εργατική τάξη είναι πολύ λιγότερο ορατή και πολύ περισσότερο διασπασμένη και διαχωρισμένοι σε ατομικές περιπτώσεις, που δεν έρχονται πια σε επαφή μεταξύ τους όσο οι παραδοσιακοί εργάτες στο εργοστάσιο έχει μειωθεί σημαντικά η ικανότητα οργάνωσής της. Εξάλλου η ίδια η εργατική τάξη δεν είναι ομοιογενής. Τα διαφορετικά της τμήματα φθάνουν στην ταξική συνείδηση με διαφορετικά μονοπάτια και σε διαφορετικούς χρόνους. Η αστική τάξη συμμετέχει ενεργά σε αυτή τη διαδικασία, προς όφελός της. Μέσα στην εργατική τάξη δημιουργεί τα δικά της θεσμικά όργανα ή χρησιμοποιεί αυτά που ήδη υπάρχουν, (εμφανές παράδειγμα η ΓΣΕΕ) προκειμένου να αντιπαραθέσει ορισμένα στρώματα εργαζομένων σε άλλα. Γιατί το κεφάλαιο και το κράτος που εξυπηρετεί τα συμφέροντά του θέλουν την εργατική τάξη με ασταθή εργασία και ζωή, αδύναμη να οργανωθεί, για να μην αποκτήσει δύναμη και διεκδικήσει τη ζωή της. 
          Η εργατική τάξη είναι οι ιδιοκτήτες της εργατικής δύναμης, χωρίς άλλους πόρους εκτός από την ικανότητα να εργάζονται με τα χέρια, το σώμα και το μυαλό τους. Αυτοί εργάζονται για έναν καπιταλιστή-εργοδότη σε μια εκμεταλλευτική κοινωνική σχέση, δηλαδή, ο εργαζόμενος εργάζεται επιπλέον χρόνο για έναν καπιταλιστή. Αυτή η εκμεταλλευτική σχέση εργασίας αναδημιουργείται και αναπαράγεται συνεχώς. Ο ανταγωνιστικός και αντιφατικός χαρακτήρας αυτού του συστήματος είναι εμφανής καθώς οι καπιταλιστές προσπαθούν να μειώσουν τους μισθούς και να κάνουν τους εργαζόμενους να εργάζονται πιο εντατικά, ενώ οι εργαζόμενοι έχουν ακριβώς το αντίθετο σύνολο συμφερόντων. Όλα αυτά λοιπόν για ρεπό και διευθέτηση του χρόνου εργασίας που θρασύτατα υποστηρίζει ο υπουργός Κ. Χατζηδάκης πως είναι προς όφελος των εργαζομένων μόνο τους εργοδότες ωφελούν, γι’ αυτό ο αγώνας ενάντια στο νομοσχέδιο είναι μονόδρομος για τους εργαζόμενους. Η επισφάλεια των εργαζομένων προκύπτει από αυτόν τον αγώνα μεταξύ των τάξεων, ο οποίος αγώνας με τη σειρά του μπορεί να επεκταθεί ή να μειωθεί, ανάλογα με τη σχετική δύναμη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κυρίως της ικανότητας της εργατικής τάξης για αγώνα και εξέγερση. 
          Κι ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα το προλεταριάτο ήταν στην πρώτη γραμμή των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, η επικράτηση ενός ατομικισμού με έμφαση σε προβλήματα ταυτότητας και δικαιωμάτων επιχείρησε να μειώσει τη δύναμη ή την προοδευτική προοπτική του για να εκπληρώσει αυτό το ρόλο από τη δεκαετία του 1980. 
      Το καθοριστικό χαρακτηριστικό μάλιστα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής αριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας που απέρριψε τον κομμουνισμό, ήταν ο αγώνας για τα δικαιώματα των εργαζομένων με τους κανόνες και τα μέσα της αστικής δημοκρατίας και μέχρις εκεί. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της χρυσής εποχής της μεταπολεμικής ανάπτυξης, η σοσιαλδημοκρατία συμμετείχε στην οικοδόμηση ευρωπαϊκών αστικών κρατών πρόνοιας. Σε αυτήν την οικοδόμηση, η αριστερά βασίζονταν κυρίως σε μια σημαντική και σχετικά ομοιογενή ομάδα ψηφοφόρων της εργατικής τάξης. Μαζί με τα συνδικάτα των εργαζομένων που οργανώνουν το έργο σε εργοστάσια και αργότερα στα γραφεία, οικοδομήθηκε μια εργασιακή αντίληψη για τους όρους και τις συνθήκες εργασίας που διαπέρασε τόσο την κοινωνική όσο και την πολιτική, και που εξασφάλισε την εκλογική σταθερότητα της ευρωπαϊκής αριστεράς.
          Επιπλέον όλο και περισσότερο συνδέονταν ομοιόμορφα και συνεχώς με πολιτικές που δεν είχαν σύνδεση πια με ταξικές διεκδικήσεις όσο με διαπραγματεύσεις στον οικονομικό τομέα, ενώ κέρδιζαν έδαφος μετά τις εξεγέρσεις του ’68 ζητήματα όπως το περιβάλλον, ο καθορισμός ταυτοτήτων, τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων κλπ. Ιδιαίτερα μετά την ήττα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τη διάλυσή της, η επικράτηση του δικαιωματισμού στις διεκδικήσεις της αριστεράς τη διέλυσε κι αυτή με …διαλεκτικό τρόπο. Η επιμονή της αριστεράς στην απόρριψη των ταξικών αγώνων και στην αναζήτηση δικαιωμάτων ώθησε τις νεότερες γενιές εργαζομένων να αναζητήσουν προσωπική απελευθέρωση από τις παραδοσιακές ιεραρχίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της αριστεράς, η οποία ξεκάθαρα συμμαχώντας με την κυρίαρχη τάξη στις καπιταλιστικές κρίσεις συναινούσε στη δημιουργία του νέου δυσμενούς εργασιακού περιβάλλοντος. Και η εργατική τάξη γινόταν ολοένα και λιγότερο ορατή σαν τάξη με τους εργαζόμενους να εξατομικεύουν τα εργασιακά προβλήματα. Κι έτσι φάνηκε το πολιτικό και κυρίως το ταξικό κενό που η σοσιαλδημοκρατία έσυρε τους εργαζόμενους.
         Στα καθ’ ημάς, μετά το ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ της οικονομικής κρίσης με την επαναστατική ρητορική θέλησε να σφετεριστεί το αγωνιστικό κομμουνιστικό παρελθόν και παρόν με τη ΝΔ να συμμετέχει ασμένως χρεώνοντάς το σ’ αυτόν και ανακηρύσσοντάς τον ψευδώς τον κύριο αντίπαλο, για να είναι εύκολη η αντιπαράθεση. Μόνο που υπάρχει το ΚΚΕ η μόνη αντίπαλη δύναμη στην καπιταλιστική λαίλαπα των αστικών κομμάτων. Και είναι αυτό το κόμμα της εργατικής τάξης που βρίσκεται τώρα στην πρωτοπορία για την οργάνωση των αγώνων ενάντια στο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη, το οποίο αποτυπώνει την ταξική σύγκρουση, που όλο και κορυφώνεται.

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

ΓΙΑ ΤΑ …ΞΕΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ


Ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης όπου βρεθεί και όπου σταθεί δεν σταματά τις διαβεβαιώσεις για διασφάλιση του οκτάωρου με το νομοσχέδιο που φέρνει προς ψήφιση στη βουλή, με το ευφάνταστο τίτλο, Νομοσχέδιο για την προστασία της Εργασίας,  και  τις υποσχέσεις για τις νέες δυνατότητες προς όφελος του εργαζομένου που εξασφαλίζει το νομοσχέδιο. Σε συνέντευξη στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων Ισχυρίζεται πως δημιουργεί νέες καλύτερες αμειβόμενες θέσεις εργασίας, πως με την εισαγωγή της ψηφιακής κάρτας εργασίας ελέγχεται η μαύρη εργασία, πως αναβαθμίζεται η επιθεώρηση εργασίας σε ανεξάρτητη αρχή, ότι θεσπίζονται κανόνες για την τελεργασία, ότι εισάγονται μέτρα για την παρενόχληση, γενικά το νομοσχέδιο δίνει δύναμη στον εργαζόμενο. Και βέβαια παρουσιάζονται διαστρεβλωμένα ή εξωραϊσμένα  τα μέτρα που προβλέπονται σ’ αυτό όπως η θέσπιση του 10ωρου, η σύνδεση του ωραρίου και της σχέσης εργασίας με την παραγωγικότητα κάθε επιχείρησης ή κλάδου, η πλήρη απελευθέρωση των ατομικών συμβάσεων εργασίας, η αύξηση των υπερωριών έως και 150 ώρες, η παρέμβαση της κυβέρνησης και της εργοδοσίας στη λειτουργία των συνδικάτων, η καθιέρωση ηλεκτρονικών ψηφοφοριών κλπ.   

     Χρόνια τώρα σε όλους τους τόνους ο κυρίαρχος λόγος απαξιώνει τα εργασιακά δικαιώματα καλλιεργώντας την αντίληψη πως είναι λείψανα μιας άλλης εποχής, ανασταλτικοί παράγοντες ανάπτυξης. Η οκτάωρη εργάσιμη ημέρα θεωρείται μια ξεπερασμένη και αναποτελεσματική προσέγγιση στην εργασία που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, που αν και αναγνωρίζεται ως μια σημαντική κατάκτηση για την δουλειά στο εργοστάσιο, τώρα θα πρέπει να θεωρείται άνευ σημασίας. Και επιδιώκεται να ξεχαστούν οι αγώνες που έκαναν για αιώνες οι εργαζόμενοι ενάντια σε συνθήκες που απειλούσαν τη ζωή τους, από τη μάχη ενάντια στην παιδική εργασία έως την θέσπιση νόμων για την υγεία και την ασφάλεια, με τον πιο σημαντικό τον αγώνα για μικρότερο χρόνο εργασίας. Για πολλά χρόνια, οι επιχειρήσεις και η κυβέρνηση προσπαθούν να απομακρυνθούν από την οκτάωρη ημέρα εφαρμόζοντας δέκα ώρες, τετραήμερη εβδομάδα εργασίας ή άλλα εναλλακτικά προγράμματα εργασίας, χωρίς καμία αμοιβή υπερωριών  ή με θολές τις προϋποθέσεις αμοιβής μετά από τις  οκτώ ώρες. Κι ενώ συνεχώς επαναλαμβάνεται πως οι ισχύοντες κανόνες που διέπουν την εργασία είναι ξεπερασμένοι και άκαμπτοι, δεν υπάρχει καμιά εγγύηση, πως αν ξαναγραφεί ο εργασιακός κώδικας, οι εργαζόμενοι δεν  θα χάσουν ζωτικής σημασίας δικαιώματα.

       Η σκοτεινή πλευρά της ελεύθερης οικονομίας συνδέεται με τις επιβλαβείς επιπτώσεις στα εργασιακά δικαιώματα. Το άνοιγμα στο παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις έχουν αρνητικές επιπτώσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων, αφού διαπιστώνεται πως η αύξηση συμμετοχής στην παγκόσμια οικονομία συνοδεύεται από μειωμένη προστασία των εργαζομένων, ευρύτερες πολιτικές μεταρρυθμίσεις για τη δημιουργία ενός «φιλικού προς τις επιχειρήσεις» ρυθμιστικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης ευελιξίας της εργασίας ευνοϊκής για την κερδοφόρα λειτουργία των επιχειρήσεων. Τέτοια μέτρα υπήρξαν από καιρό ένα βασικό μέρος των πολιτικών που αποσκοπούν στην αύξηση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας με την υπόθεση ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι αντίθετος με την οικονομική ανάπτυξη, με το επιχείρημα ότι οι επιχειρηματικοί και εργατικοί κανονισμοί παραβιάζουν την οικονομική ελευθερία των εργαζομένων και των εργοδοτών. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις ξεκίνησαν  στην παγκόσμια οικονομία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και ιδίως  του 1990, καθώς ηττάται ο σοσιαλισμός στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης και ανορθώνεται ο καπιταλισμός με τις δομές ελεύθερης αγοράς και  πολλά άλλα κράτη μεταρρυθμίζουν δραστικά τις οικονομίες τους σύμφωνα με το ΔΝΤ και προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η χώρα μας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής πολιτικών του ΔΝΤ σε ευρωπαϊκή χώρα.

         Μια άλλη βασική πτυχή των φιλικών προς την αγορά θεσμών είναι το μικρό κράτος που παίζει λιγότερο εμφανή ρόλο στην οικονομία, γιατί  σύμφωνα με το επιχείρημα, είναι λιγότερο ικανό να συσσωρεύσει ιδιωτικές επενδύσεις και να παρεμβαίνει θετικά στην οικονομία της αγοράς. Είναι απαραίτητο όμως επειδή  παρέχει συγκεκριμένη προστασία σε επενδυτές και επιχειρηματίες για την περιουσία τους, ενώ όλο και περισσότερο περιορίζεται η  δικαιοδοσία του για την  προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Κι αυτό γιατί η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων μπορεί να απαιτεί  κόστος, καθώς υποδηλώνει την παροχή κρατικών πόρων για την παρακολούθηση του σεβασμού αυτών των δικαιωμάτων και τη δίωξη των παραβατών, εάν είναι απαραίτητο. Δεκαετίες τώρα υποστηρίζεται   ότι η ανθρώπινη ευημερία μπορεί καλύτερα να προωθηθεί μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από ελεύθερες αγορές, ελάχιστο κράτος, ελεύθερο εμπόριο, απουσία οικονομικής ρύθμισης και ισχυρά ατομικά δικαιώματα ιδιοκτησίας. Στόχος είναι η μείωση των δημόσιων δαπανών για κοινωνικές υπηρεσίες όπως η υγεία, που είδαμε τις συνέπειες με την πανδημία, και η εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των προγραμμάτων πρόνοιας και του δικτύου ασφαλείας για τους εργαζόμενους, ενώ επιβάλλονται  μειώσεις φόρων προς όφελος των πλούσιων.

Η κυρίαρχη εξουσία είδε  στην πανδημία την  χρυσή ευκαιρία για να ισοπεδώσει εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα, χρησιμοποιώντας  ένα λόγο που δεν αισχύνεται να τον επενδύει με  δημοκρατικές και εργατικές ευαισθησίες. Κι όλες αυτές οι αλλαγές εις βάρος των εργαζομένων δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς την ενίσχυση του κρατικού αυταρχισμού και τη συμμαχία του με τον νεοφασισμό που με διάφορα προσωπεία διαχέεται στην κοινωνία και τα θεσμικά όργανα.

        Υπάρχει μια τραγική ειρωνεία για όλο αυτό το πρόβλημα: αναπτύξαμε τεχνολογίες, μια  τεράστια παγκόσμια οικονομία μας για να αυξήσουμε την παραγωγικότητα. Αλλά ποιος πραγματικά επωφελήθηκε από αυτές τις αλλαγές, εκτός από λίγους; Οι περισσότεροι εργαζόμενοι εργάζονται περισσότερο από ποτέ, παρά το ρεκόρ παραγωγικότητας και κερδοφορίας. Και τι άλλο μένει στους εργαζόμενους από αγώνες για να αποτρέψουν την ανεργία, την εξαθλίωση και τη φτώχεια να είναι το μοναδικό μας μέλλον;

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

ΠΑΝΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ

 

Το υπουργείο Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με την ανακοίνωσή του για το αιματοκύλισμα των Παλαιστινίων από το κράτος του Ισραήλ στην οποία δηλώνει πως αναγνωρίζει «το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα», γίνεται ξεκάθαρα υποστηρικτής της δολοφονικής πολιτικής του Ισραήλ. Η αστική μας τάξη, που ονειρεύεται την αναβάθμισή της προσφέροντας εκδουλεύσεις σε ΗΠΑ και Ε.Ε, φαντασιώνεται για τον εαυτό της έναν αποικιακό και ιμπεριαλιστικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Στα πλαίσια αυτά ξεκίνησε εδώ και πάνω από μια δεκαετία, με τις κυβερνήσεις των Γ. Παπανδρέου, Λ. Παπαδήμου, Α. Σαμαρά, Α. Τσίπρα, η αναβάθμιση των σχέσεων με το Ισραήλ που έφτασε στις μέρες της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη σε αμυντική συμφωνία για δημιουργία Διεθνούς Εκπαιδευτικού Κέντρου Πτήσεων στην Καλαμάτα.        
        Το Ισραήλ και όλη η πολιτική του αντιπροσωπεύει το αποικιοκρατικό σύστημα και γι’ αυτό οι μέθοδοί του,  άδικοι και εγκληματικοί, δεν αποδοκιμάζονται εφόσον οι ίδιες χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ και ΕΕ ακόμα κι αν είναι σε μικρότερη κλίμακα.  Οι ιμπεριαλιστικές και αποικιοκρατικές δυνάμεις έναν τέτοιο κόσμο θέλουν, χρησιμοποιώντας εργαλεία και μεθόδους που δοκιμάζονται απροκάλυπτα και μαζικά στους Παλαιστίνιους, να καταπιέζουν τους λαούς και να ελέγχουν τις μάζες.. Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε παραμένουν σιωπηλές για την κατεχόμενη Παλαιστίνη και οι εκκλήσεις  τους για  αποκλιμάκωση και στις δυο πλευρές τις κάνουν συνένοχες για το αίμα που χύνεται στην Παλαιστίνη. Το κράτος του Ισραήλ γίνεται το προκεχωρημένο φυλάκιο της δυτικής ηγεμονίας στον γεωγραφικό χώρο της Μ. Ανατολής. Και η Δύση μοιάζει να έχει επιτύχει να μετατρέψει το Εβραϊκό ζήτημα, το οποίο διαδραματιζόταν για αιώνες στο γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης ως σύγκρουση Εβραίων και Χριστιανών, σε σύγκρουση Μουσουλμάνων και Εβραίων εξάγοντάς το στη Μέση Ανατολή. Δεν θα μπορούσαμε όμως να πούμε πως η αντίδραση των Αράβων στον σιωνισμό βασίζεται στον αντισημιτισμό, αλλά σε έναν απόλυτο εύλογο φόβο εκδίωξής τους από τις εστίες τους, ενώ δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο η Ευρώπη.
           Εξάλλου και η διακήρυξη Μπάλφουρ, του βρετανού υπουργού εξωτερικών στα 1917, με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο τασσόταν υπέρ της ίδρυσης εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, φαίνεται πως ξεκινούσε από έναν αντισημιτισμό. Ο ίδιος ο Μπάλφουρ το 1905 είχε προσπαθήσει να εμποδίσει την μετανάστευση στη Βρετανία των εβραίων προσφύγων  που είχαν ξεφύγει από τα προγκρόμ του Τσάρου της Ρωσίας, θεωρώντας το ως κακό.   
             Και είναι οι συνέπειες της βρετανικής πολιτικής στην περιοχή που σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν τις εξελίξεις σ’ αυτήν. Είναι η Βρετανία που υποστήριξε την αραβική εξέγερση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα 1916 για ανεξάρτητο αραβικό κράτος και με τη συμφωνία Σάικς-Πικό η Μ. Ανατολή διαιρέθηκε από Βρετανούς και Γάλλους. Κι έτσι  το κενό κυριαρχίας που δημιουργήθηκε στη Μέση Ανατολή μετά τη διάλυση του Οθωμανικού κράτους, ως αποτέλεσμα του Α' Παγκοσμιου πολέμου, επιχειρήθηκε να καλυφθεί με εντολές σύστασης προτεκτοράτων προς την Αγγλία και τη Γαλλία, με την   Παλαιστίνη να εκχωρείται στη Μεγάλη Βρετανία. Σ’ αυτήν την περιοχή από το 1890 είχε προωθηθεί από σιωνιστές η μετανάστευση εβραίων που εντάθηκε στη δεκαετία του ’30. Η εντατική μετανάστευση συντελεί στην δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού υπέρ των Εβραίων και στις συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Εβραίων με βρετανική ανοχή. Για να αντιμετωπίσουν οι Βρετανοί στα 1936 τον  αντιαποικιακό αγώνα των Παλαιστινίων εναντίον τους, που ξεκινά   με τη μεγάλη απεργία και  καταλήγει σε ανταρτοπόλεμο, όχι μόνο στέλνουν στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και εξοπλίζουν τους εβραίους εποίκους.  Μετά τον πόλεμο οργανώνεται μαζική μετανάστευση ευρωπαίων εβραίων που φθάνουν να αποτελούν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Η ένταση στη περιοχή οξύνεται  και ο ΟΗΕ προτείνει το διαμοιρασμό της περιοχής. Οι αποφάσεις του ΟΗΕ όμως  για διχοτόμηση της Παλαιστίνης στα 1947 εφαρμόστηκαν μόνο όσον αφορά στο ένα σκέλος, στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, που έγινε αποδεκτό ως συναισθηματική απάντηση στη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Και τελικά κατέληξε να εφαρμοστεί στην Παλαιστίνη η κλασική δυτική συνταγή της αποικιοκρατίας που συνεχίζει να διατηρείται μόνο λόγω των ανώτερων στρατιωτικών ή οικονομικών πόρων και της καταναγκαστικής κατοχής.
Όλα λοιπόν τα αδικήματα σ’ αυτό το μέρος του κόσμου προκύπτουν από την πρώτη αδικία, όταν η πατρίδα των παλαιστινίων για πάνω από χίλια χρόνια, αφού η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της Παλαιστίνης ήταν αραβική από τον 7ο μ.Χ αι., καταλήφθηκε με τη βία για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Όπως όλες οι αποικιακές επιχειρήσεις κι αυτή βασίστηκε στην πλήρη παραβίαση των δικαιωμάτων των αυτόχθονων κατοίκων. Και έκτοτε η κυρίαρχη άποψη είναι πως ακόμα και αν και οι δυο πλευρές είναι υπαίτιες για το αιματοκύλισμα, όμως είναι οι Παλαιστίνιοι οι παράλογοι τρομοκράτες που δεν αξίζει να ακουστεί το αίτημά τους. Ενώ είναι η  τρομοκρατία του κράτους του Ισραήλ που έχει στόχο να εμποδίσει τους Παλαιστίνιους Άραβες να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην  αυτοδιάθεση.  Και όταν ένας επιτιθέμενος συναντά αντίσταση, δύσκολα μπορεί να χρησιμοποιήσει την αυτοάμυνα ως δικαιολογία για τις δικές του πράξεις βίας. 
Οι καταδιωκόμενοι στην Ευρώπη για αιώνες εβραίοι μετατράπηκαν στην περιοχή  που τους ίδρυσε ο ΟΗΕ το κράτος τους σε διώκτες των ντόπιων και επικαλούμενοι κάθε φορά το ολοκαύτωμα απαγορεύουν κάθε κριτική στα εγκλήματά τους, χαρακτηρίζοντάς τη αντισημιτική. Ο ντόπιος πληθυσμός της Παλαιστίνης και οι ηγέτες τους προσπάθησαν να προβάλλουν κάποια αντίσταση, με τα πρωτόγονα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους, αλλά νικήθηκαν από την ανώτερη οικονομική και στρατιωτική οργάνωση των μεταναστών εβραίων που τους βοηθούσε η Δύση, χωρίς γι’ αυτό το λόγο όμως η κυριαρχία τους, η κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών και ο εκτοπισμός των κατοίκων τους να αποκτά   νομιμότητα.
  Έκτοτε,  το κράτος του Ισραήλ όλο και πιο απροκάλυπτα εφαρμόζει το απαρτχάιντ ως εσωτερική πολιτική. Αδιαφορεί  για συνθήκες, ακόμα κι αυτές τις  Συμφωνίες του Όσλο, για νομιμότητα όταν πραγματοποιεί εκκαθαρίσεις περιοχών από άραβες με δολοφονίες και εκτοπισμούς. Και η δημοκρατική δύση μόνο που δεν το χειροκροτεί, όταν δεν  αναγκάζεται να συστήνει αυτοσυγκράτηση. Και όλος ο φασίζων οχετός των αστικών δημοκρατιών στέκεται τώρα στο πλευρό του, ανακηρύσσοντας αποδιοπομπαίο τράγο τον μουσουλμάνο όπως παλιότερα τον εβραίο.   
  Και οι  τελευταίες εικόνες από τις συγκρούσεις στην περιοχή με ένα μαινόμενο πλήθος, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τόσα νεαρά άτομα,  που λυντσάρει ανθρώπους ή που καταστρέφει με μανία μαγαζιά αράβων είναι ενδεικτικά για το είδος της κοινωνίας που έχει δημιουργηθεί σ’ αυτό το κράτος των πρώην κατατρεγμένων. Ο μιλιταρισμός του Ισραήλ που  καταπιέζει και εκμεταλλεύεται έναν ολόκληρο λαό, τον παλαιστινιακό, διαθέτει στο εσωτερικό του ισχυρή ιδεολογική κάλυψη όπου ο εθνικισμός διαπλέκεται με οικονομικά συμφέροντα. Ο μιλιταρισμός, παιδί του καπιταλισμού, δεν αντιμετωπίζεται ως αυτόνομος κίνδυνος, έξω από τις κοινωνικές σχέσεις που τον δημιουργούν. Η διαπλοκή του μιλιταρισμού με τον καπιταλισμό μέσω της συνεχούς ανανέωσης στρατιωτικού εξοπλισμού  εκδηλώνεται και με τη στρατιωτική οργάνωση, την πολεμική τεχνολογία και τους εξοπλισμούς. Το Ισραήλ, κατέληξε μια χώρα που ζει σε περιβάλλον τακτικού στρατού κι επομένως ακολουθεί την ιδεολογία και πρακτική της απόλυτης ιεράρχησης και υπακοής. Η  επικράτηση του εθνικού εξουδετερώνει κάθε ταξικό στοιχείο και αντί να καταρρεύσει ο μιλιταρισμός  μοιάζει να εδραιώνεται Γι’ αυτό και η αναγνώριση ταξικών ανταγωνισμών  και η προσπάθεια μεταβολής του συσχετισμού δυνάμεων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση μοιάζει τόσο δύσκολη και καταπνίγεται κάθε αντίθετη φωνή. 
 Μεγάλο μέρος του κόσμου στον πλανήτη είναι «Παλαιστίνη», με την έννοια πως είναι καταπιεσμένος και απαξιωμένος κι αυτό που συμβαίνει σ’ αυτή τη γωνία της γης από τους ιμπεριαλιστές δεν σημαίνει πως δεν συμβαίνει και αλλού ή δεν μπορεί να συμβεί. Η Παλαιστίνη είναι ένα από τα μέτωπα όπου αντιμετωπίζεται ο  καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός και η αποικιοκρατία. Γι’ αυτό και όλοι οι λαοί δεν μπορεί παρά είναι αλληλέγγυοι στους Παλαιστίνιους.  

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

 

Αυτήν την εποχή  ο αριθμός των τραγικών προβλημάτων, που αντιμετωπίζει σχεδόν το σύνολο του πλανήτη, φαίνεται να πολλαπλασιάζεται κάθε μέρα και μοιάζουν αμυδρές οι προοπτικές για την υιοθέτηση οποιωνδήποτε πραγματικών λύσεων που να ανακουφίζουν τις μεγάλες μάζες των ανθρώπων. Η ανεργία είναι η χειρότερη εδώ και δεκαετίες και  στον ανεπτυγμένο κόσμο, το χρέος είναι ανεξέλεγκτο, οι συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν να αυξάνονται και το φυσικό περιβάλλον μοιάζει να τραβά το ενδιαφέρον μόνο για προώθηση νέων επιχειρηματικών σχεδίων. Οι προσδοκίες για μια ειρηνική και ευημερούσα εποχή στην ανθρώπινη ιστορία που η μεταπολεμική αισιοδοξία υποσχόταν φαίνεται να διαψεύδονται συνεχώς εδώ και δεκαετίες, σ’ έναν κόσμο που γίνεται ολοένα πιο βίαιος, μ’ ένα εργατικό δυναμικό  στο οποίο όλο και λιγότεροι περιλαμβάνονται. Και η κυρίαρχη τάξη με τους πολιτικούς της βασίζει τις οικονομικές πολιτικές της που εφαρμόζει  στην τυφλή πίστη που πρέπει να έχουμε σ’ αυτές.  
           Έτσι η ελεύθερη αγορά, παρόλο που στην πράξη δεν δικαιώνει τις προσδοκίες για προώθηση της κοινής ευημερίας, έχει ανακηρυχτεί σε καλό από μόνη της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες, φτάνοντας στο σημείο ακόμα και να αμφισβητούνται, γιατί μοιάζει  εφικτό στον κυρίαρχο λόγο να μετατρέπει τα γεγονότα σε απλές απόψεις.  Κι αυτό γίνεται γιατί, χρόνια τώρα, ο τρόπος σκέψης που διαμορφώνεται αντιτίθεται στην αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας, αποδομώντας τη διάκριση μεταξύ αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας, παρελθόντος και παρόντος, πραγματικότητας και επιφαινόμενου. Εκθειάζεται η διαφορά, η ετερογένεια, η απροσδιοριστία, ο κατακερματισμός, για να διασωθεί η ίδια η αστική κυριαρχία που δεν δικαίωσε τις ελπίδες για την απελευθέρωση και χειραφέτηση του ανθρώπου με τον εξορθολογισμό της γνώσης, την ανάπτυξη και πρόοδο των επιστημών, όπως υποσχόταν, γιατί  ταύτιζε την εγκυρότητα του ορθολογισμού και της επιστήμης με τις επιλογές της. Και η κατάληξη είναι η ακύρωση της ύπαρξης  θεμελιωδών αρχών και αξιών, ενώ όλες οι λεγόμενες μεγάλες αφηγήσεις για ερμηνεία και κατανόηση του κόσμου  να εξισώνονται, εκτός απ’ αυτό της αστικής κυριαρχίας που ταυτίζεται με φυσικό φαινόμενο. 
          Αυτή η αντίληψη ευνοεί την κυνική προσέγγιση του ιστορικού παρελθόντος, κατακερματισμένου και ασυνεχούς, που η αποσπασματικότητά του δικαιώνει  παροντικές επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας. Τέτοιες  σκόπιμες προσπάθειες για αναθεώρηση της ιστορίας είναι εμφανείς στην ιστορία  του β παγκοσμίου πολέμου, όπου επιβάλλεται η θέση της εξίσωσης της ευθύνης του ναζιστικού καθεστώτος και της Σοβιετικής Ένωσης για τον πόλεμο. Κι έτσι δικαιολογείται  και  το  ψήφισμα που εγκρίθηκε,  στις 19 Σεπτεμβρίου του 2019, από  το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στο οποίο η Σοβιετική Ένωση και η ναζιστική Γερμανία είχαν την ίδια ευθύνη για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εξίσωση ναζισμού και κομμουνισμού καλύπτει τον αντικομμουνισμό και τον φόβο για την αμφισβήτηση της αστικής κυριαρχίας. Η   επέτειος της συντριβής του ναζισμού, 9 Μαίου 1945,  από τον κόκκινο στρατό εξαφανίζεται  πίσω από  την επέτειο της διακήρυξης του Ρ. Σουμάν  για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα  που εορτάζεται ως ημέρα της Ευρώπης, για να ξεχαστεί η σύνδεση του ναζισμού με την αστική κυριαρχία και ο αντιφασιστικός αγώνας μέχρι εσχάτων των κομμουνιστών. Και είναι αυτός ένας από τους τρόπους για  μια  συστηματική πολιτική παραποίησης και παραμόρφωσης της ιστορίας που οδηγεί στην αναθεώρηση των συνεπειών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.  Δηλ. στην  υποτίμηση, ακόμα και σε  διαστρέβλωση, του ρόλου και της θέσης της ΕΣΣΔ στη νίκη του ναζισμού και του φασισμού κι επομένως στη συκοφάντηση του κομμουνισμού για να πάψει να εμπνέει τους εργαζόμενους.
          Και δεν είναι μόνο το παρελθόν που μ’  αυτόν τον τρόπο,  που διαφημίζεται για  αντιδογματικός και κριτικός,   μπορεί να προσαρμοστεί στα καλούπια των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, αλλά και η ίδια η βιωμένη πραγματικότητα. Η αντιμετώπιση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης άλλο ένα παράδειγμα που το αποδεικνύει. Η απαξίωση κάθε ερμηνείας του φαινομένου του ναζισμού και του ιμπεριαλισμού  που τα συνδέει με τον καπιταλισμό και την αστική τάξη καθιστά ακατανόητη  τη γενικότερη πολιτική του Ισραήλ, γιατί εστιάζοντας μόνο στις διώξεις των Εβραίων μ΄ ένα περίσσευμα συναισθηματικότητας και ενοχής κάθε κριτική του θεωρείται αντισημιτισμός. Το Ολοκαύτωμα αποκομμένο από τα ιστορικά συμφραζόμενα χρησιμοποιείται ως το τελευταίο επιχείρημα υπέρ του σιωνισμού, για να μένει στο απυρόβλητο το κράτος του  Ισραήλ. Ο ιμπεριαλισμός  προσπαθεί να δικαιολογείται διαρκώς μέσω προσαρμοστικών στρατηγικών που αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και δικαιολογούν ακόμη και πολιτικές απαρτχάϊντ όπως αυτές του Ισραήλ.  Κι αυτές τις μέρες, που ξανά το Ισραήλ δολοφονεί Παλαιστίνιους με σταθερό στόχο να τους εκδιώξει από την  Ιερουσαλήμ και άλλες περιοχές, η περίφημη διεθνής κοινότητα,  η δημοκρατική δύση, δεν έχει άλλο λόγο να αρθρώσει από  εκκλήσεις για συγκράτηση και των δυο πλευρών.   
           Και υποστηρίζεται ότι η αποδοχή του εφήμερου, του χαοτικού, του κατακερματισμένου,  που απορρίπτει την αντικειμενικότητα κι ένα σταθερό σημείο ερμηνείας πως ευνοεί την ανοχή, πολλαπλότητα και διαφορετικότητα της κοινωνίας.  Μόνο που  τελικά αποδεικνύεται, με την οικονομική και υγειονομική κρίση, πως η  ανάδειξη της πολλαπλότητας και ετερογένειας εξοικειώνει με τη διάβρωση κοινωνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων, την αβεβαιότητα που βιώνεται από τις ευέλικτες εργασιακές δομές που καταργούν τη μονιμότητα της εργασίας και την αποδοχή της διαφορετικότητας σε εθνικό, πολιτιστικό, ταξικό κλπ. επίπεδο με την προϋπόθεση της ενσωμάτωσης της στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής και στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Κι αν τα μεγάλα αφηγήματα, η αναζήτηση των αιτιών που μπορεί να ερμηνεύσουν τον κόσμο αμφισβητείται με τον ισχυρισμό της έλλειψης αξιοπιστίας τους, καταδικάζοντας τα ερμηνευτικά σχήματα, δηλ. το εξής ένα, τον μαρξισμό, πως οδηγούν στον  ολοκληρωτισμό, είναι γιατί έτσι απομένει μόνο κι ασυναγώνιστο το κυρίαρχο σύστημα του καπιταλισμού. Και η προσπάθεια  για να αποσυνδεθούν αποφάσεις και δράσεις από  μεγάλης κλίμακας περιβάλλοντα, η εμμονή πως αφορούν συγκεκριμένες συγχρονικές καταστάσεις απωθούν στο ημίφως τον καπιταλισμό να μην ευθύνεται για τίποτα, ενώ  είναι το υπόβαθρο σε όλα,  κάτι σαν τη φύση.