Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ



Εξήντα δυο χρόνια πέρασαν  από την  εκτέλεση των Νίκου Μπελογιάννη, Δημήτρη Μπάτση, Νίκου Καλούμενου και Ηλία Αργυριάδη. Η  κυρίαρχη αφήγηση, κυρίως μετά την μεταπολίτευση, καταδεικνύει   τα ανάκτορα και τους αμερικάνους  ως αποφασιστικούς παράγοντες για την εκτέλεσή τους.  Φυσικά αποδίδεται  καθοριστική ευθύνη στο ΚΚΕ  που επέμενε στην στρατηγική της  παράνομης δραστηριότητας, αφού ήταν εκτός νόμου,  πράγμα που δεν βοηθούσε βέβαια στην εφαρμογή από την κυβέρνηση Πλαστήρα –Βενιζέλου μιας πιο μετριοπαθούς πολιτικής όπως θεωρείται πως ήταν στις προθέσεις της.
Η ένταξη, από τον …προοδευτικό κυρίαρχο λόγο, των πρωταγωνιστών εκείνης της δίκης στους εθνικούς μας μύθους  συνδυάστηκε με την προσπάθεια αποκήρυξης της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος και  περιγραφής του σαν μια ατέλειωτη διαδοχή παραλείψεων και λαθών το λιγότερο, αν όχι εγκλημάτων του, και αποβλέπει, αν δεν ταυτίζεται, στην επιδίωξη για εγκατάλειψη της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Φτάσαμε λοιπόν στην μεταπολίτευση στο παράδοξο, ο κυρίαρχος λόγος να υπερασπίζεται  τους αγώνες των κομμουνιστών και να θαυμάζει το ήθος τους, αλλά αποσυνδεδεμένους από το κομμουνιστικό κόμμα που ήταν μέρος τους,  αποκομμένους από την ταξική σύγκρουση που τους πυροδότησε κι ανεξάρτητους από την οικονομική δομή του καπιταλισμού που ήθελαν να ανατρέψουν
Αφού τσακίστηκε το κίνημα με τους διωγμούς,  την  καταστολή, την αστυνόμευση, τον εκφοβισμό μέχρι και τη  δικτατορία, στη μεταπολίτευση   οργανώθηκε η συναίνεση,  στην οποία το ΠΑΣΟΚ υπήρξε πρωτομάστορας, καταφέρνοντας να συμπεριλάβει στο σύστημα υπερδομών του καπιταλισμού όλη την ιστορία των κομμουνιστικών αγώνων χωρίς τον κομμουνισμό. Που πάει να πει αφήνεται άθικτη η οικονομική δομή του συστήματος και προπαγανδίζονται οι προσπάθειες για μια πολιτική μερικής αναδιανομής του εισοδήματος και γενικότερα μιας κοινωνικής πολιτικής  μέσω του κράτους. Κάθε αντίπαλος λόγος που βαφτίζεται  αριστερός στην ουσία  θα πρέπει να αναλώνεται  σε κάποιας  μορφής κοινωνικό συνδικαλισμό χωρίς στη βάση να αμφισβητεί το ρόλο του κεφαλαίου –αυτό βέβαια γινόταν όσο ήταν δυνατή η άσκηση αυτής της πολιτικής, με αναπτυγμένες  τις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών και την αυτοπεποίθηση τους ότι δεν απειλούνται από πουθενά.
               Μόλις όμως οι απαιτήσεις του καπιταλισμού με την κρίση εντάθηκαν, διαλύθηκε και η σύμβαση της συναίνεσης από τη μεριά της εξουσίας κι άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια τα αποτελέσματα στις υποτελείς τάξεις  της χρόνιας πολιτικής που ασκούνταν από τη σοσιαλδημοκρατία προς όφελος του κεφαλαίου. Ανακαλύπτουμε τώρα τις πραγματικές διαστάσεις της εξέγερσης του  ’68 που άλλαξαν το πολιτικό τοπίο φέρνοντας στο προσκήνιο κοινωνικά  κινήματα όπως της νεολαίας, γυναικών, οικολογίας κλπ. που νομίζαμε πως έφερναν σε αμηχανία την πολιτική της αστικής κυριαρχίας, όταν βλέπουμε πια πως ουσιαστικά στρέφονταν  ενάντια στα παραδοσιακά  κομμουνιστικά κόμματα, με την περιθωριοποίηση στους αγώνες της εργατικής τάξης,  ξαναθέτοντας με διαφορετικό τρόπο  κι έξω από ταξικές συγκρούσεις το πρόβλημα του σοσιαλισμού, μιλώντας για  πολιτιστική επανάσταση, αυτοδιαχείριση, αυτονομία κι άλλα συναφή. Συγχρόνως  εξέπιπταν στις συνειδήσεις πολλών αριστερών, και κομμουνιστών, κομμουνιστικά οχυρώματα καθώς ο σοβιετικός κόσμος έπαυε να έχει την αίγλη με την οποία παλιότερα  ήταν περιβεβλημένος, μέχρι που κατέρρευσε. Κι όσο φαινόταν πως απέδιδε η προσπάθεια να εξισορροπηθούν ορισμένες αρνητικές  για την κοινωνία συνέπειες της καπιταλιστικής οικονομίας, τόσο κέρδιζε και η αντίληψη για κατάκτηση της εξουσίας  βασισμένης στο σεβασμό του κοινοβουλευτισμού  και της δημοκρατικής εναλλαγής σε μια προσπάθεια  εφαρμογής  μιας κάποιας κομμουνιστικής προοπτικής μέσα στο υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα –ευρωκομμουνισμός βαφτίστηκε για κάποια χρόνια. Τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους  δεν αμφισβητούνται και καλείται το κομμουνιστικό κόμμα στην πραγματικότητα στη διαχείριση του και τη διάσωσή του από την απειλή της εργατικής τάξης και της επανάστασης, για να μην καταλήξουμε στις περιπέτειες των πρώην σοσιαλιστικών χωρών.
                              Όλα αυτά τα χρόνια το πολιτικοοικονομικό σύστημα έγινε  πολύ πιο σοφό από τους πολίτες που εξέθρεψε, όσον αφορά στην υπεράσπιση των συμφερόντων του.  Αφού στα χρόνια της άγριας καταστολής υποχρέωσε και την κομμουνιστική αριστερά να  επεξεργάζεται επιμέρους αιτήματα, ν’  αντιστέκεται η να διαμαρτύρεται για τη βία και το σκοταδισμό είχε όλο τον καιρό να εξοπλιστεί και ιδεολογικά για την υπεράσπισή του καπιταλισμού.  Στα πλαίσια της συναίνεσης κατάφερε να κερδίσει και σε ιδεολογικό επίπεδο τις υποτελείς τάξεις εγκολπώνοντας τους δικούς του ήρωες και διαχωρίζοντας την κυρίαρχη τάξη σε κακιά, συντηρητική  δεξιά με την εκδικητικότητά της και το σκοταδισμό και την δημοκρατική παράταξη με τη δημοκρατική ομαλότητα και τον εκσυγχρονισμό. Μέχρι που κι αυτές οι διακρίσεις κατάφωρα  ξεπεράστηκαν, συγχωνεύθηκαν οι διαφορές για τη διάσωση του συστήματος με την κρίση.
               Στα χρόνια των διώξεων και της αστυνόμευσης οι διαχωριστικές γραμμές ήταν ξεκάθαρες και μετρούνταν οι αντοχές και το ήθος των ανθρώπων που αγωνίζονταν. Στην εποχή μας όπου κυριαρχούν μόνο οι πολύχρωμες αποχρώσεις χανόμαστε σε αναλύσεις ασήμαντων λεπτομερειών, υποκειμενισμούς, ιδεαλιστικές προσεγγίσεις κλπ.  χωρίς τα μαρξιστικά εργαλεία  για να ερευνούμε την πραγματικότητα, ώστε συνδυάζοντας θεωρία με την  πράξη να ανακαλύπτουμε τον τρόπο όχι μόνο να γνωρίσουμε τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξουμε.  Κι έτσι ο αντικομμουνισμός που τα τελευταία χρόνια αποκτά όνομα, θεσμούς κλπ. (όπως η αντικομμουνιστική διακήρυξη του  γενικού  γραμματέα της κυβέρνησης Π. Μπαλτάκος, ή η εξίσωση φασισμού-κομμουνισμού από την Ευρωπαϊκή Ενωση κλπ. ) βρίσκει πρόσφορο έδαφος να αναπτυχτεί με την συναίνεση ή αδιαφορία ευρέων κοινωνικών στρωμάτων. Κι έτσι αδύναμοι να συσπειρωθούμε περιμένουμε, ζητιάνοι, την εύνοια και την ευσπλαχνία των κυρίαρχων κέντρων εξουσίας παγιδευμένοι στα λόγια περί ελευθερίας, ανθρωπισμού κλπ και στις υποσχέσεις τους για ένα καλύτερο αύριο στο χώρο του …πνεύματος –γιατί βεβαίως και κυρίως μας λένε η κρίση είναι πνευματική.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ...

Στο μέτωπο της κυβέρνησης και πάλι ένα κρίσιμο πολυνομοσχέδιο έρχεται στη Βουλή  με τα προαπαιτούμενα  της τρόικας για τη δόση, και πάλι κάποιοι βουλευτές  αντιδρούν απειλώντας πως δεν θα το ψηφίσουν, και πάλι καταλήγουν σε συμβιβαστική λύση, αυτή την φορά επίκεντρο διαφωνιών είναι το  γάλα, με τον πρωθυπουργό  να αναδεικνύει το διακύβευμα της ψηφοφορίας που έχει να κάνει με την έξοδο της Ελλάδας από το μνημόνιο, διαβεβαιώνοντας άπαντας ότι οι στόχοι έχουν επιτευχθεί, αποτράπηκαν νέα μέτρα λιτότητας και δρομολογείται η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές. Το success story συνεχίζεται
   Στο μέτωπο του  ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται η προσπάθειά του να αποδείξει ότι αποτελεί για το σύστημα αξιόπιστη πολιτική δύναμη,  βεβαιώνοντας δια στόματος υπευθύνου προγράμματος Γ. Δραγασάκη ότι θα επιδιώξουν λύσεις εντός της ευρωζώνης κι αναγνωρίζοντας ότι ««για το πρόβλημα της Ελλάδας δεν μας φταίνε οι ξένοι».
            Ο λόγος του Α. Σαμαρά προσπαθεί να χτίσει ένα success story, ο λόγος του Δ. Δραγασάκη αποδέχεται το ίδιο success story με κάποιες αλλαγές στηδιατύπωσή του. Ο λόγος των πολιτικών στη διατύπωσή του αποβλέπει τόσο στη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης πολιτικής δράσης και απόφασης όσο και στην αποδοχή της από τους αποδέκτες του, τους πολίτες. Γι’  αυτό και πρέπει να πείσει. Στην πειστικότητα του λόγου συντελεί το πρόσφορο λεκτικό, η διάταξή του, και βέβαια  η ικανότητα τεκμηρίωσής του  με την κατάλληλη επίκληση  των δεδομένων, πραγματικών η υποθετικών, ακόμα και η υποκριτική του ομιλούντος.  Έτσι στο λόγο του Α. Σαμαρά εικασίες ή αυθαίρετα συμπεράσματα  καταλήγουν αυταπόδεικτες αλήθειες με τη μέθοδο της αστήρικτης επανάληψης. Η συνεχής επανάληψη περί εξόδου από την κρίση παρόλο που η πραγματικότητα δεν συνηγορεί σ’  αυτό πείθει πολλούς ευνοϊκούς ακροατές.
         Κι είναι μέσα από τον πολιτικό λόγο, ακόμα κι όταν  δεν μοιάζει για τέτοιος, όπως του Άδωνη Γεωργιάδη,  που  αγγίζουμε το σύνολο σχεδόν των πολιτικών  φαινομένων και κατανοούμε πώς ασκείται και πώς λειτουργεί η πολιτική υπό τις εκάστοτε δεδομένες σε χρόνο και τόπο συνθήκες, εφόσον είναι  ο λόγος που αποδίδει και  εν πολλοίς αποκαλύπτει τον επιδιωκόμενο  τελικό στόχο. Ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος καταλήγει ένα μείγμα   αληθειών, μισοαληθειών και αποσιωπήσεων, συγκαλυπτικών νεολογισμών όπως αναδιάρθρωση του δημοσίου, εξυγίανση κλπ. Με κύριο όργανο τη γλώσσα πολιτικοί προωθούν διακηρυσσόμενες ιδέες, προτείνουν νέες καταστάσεις ή απλές μεταβολές  της υφισταμένης, ελέγχουν επικριτικά ή υπερασπίζονται τις ασκούμενες πολιτικές. Σ’  αυτή τη λειτουργία το νόημα των λέξεων και προτάσεων πρέπει να αναζητείται όχι μόνο  με όρους του γλωσσικού συστήματος στο οποίο ανήκουν αλλά και σε συσχετισμό με τις ιδεολογικές αφετηρίες, τις διακηρυσσόμενες θέσεις και ιδίως τις επιδιώξεις του πολιτικού φορέα που τις χρησιμοποιεί. Γι’  αυτό αξίζει προσοχής η  ευρεία  και επίμονη χρήση λέξεων που μπορούν να ντύσουν διαφορετικές επιδιώξεις. Το παιχνίδι με τις λέξεις όπως Ευρώπη των λαών,  διαγραφή χρέους, διαπραγμάτευση, διάκριση μνημονίου από δανειακή σύμβαση  του ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται στην προσπάθεια συγκάλυψης της πρόθεσής του για αποδοχή της υφιστάμενης πολιτικής, που αποκαλύπτεται όμως  όταν συσχετιστεί με τις διακηρυσσόμενες θέσεις του για την Ευρώπη και την επιδίωξή του να κυβερνήσει με την αποδοχή και στήριξη  των κυρίαρχων κέντρων εξουσίας.       
'Εξάλλου ένα τέτοιο παιχνίδι με λέξεις, που διαφοροποιούνταν η σημασία τους, τη δεκαετία του ’90 συνέβαλλε κι αυτό  αποτελεσματικά  στην χειραγώγησή μας. Χαρακτηριστική είναι η  περίπτωση επίκλησης του εκσυγχρονισμού, που μπορεί να σημαίνει ένταξη στην παραγωγή νέων τεχνολογιών ή απλούστευση γραφειοκρατικών  διαδικασιών  κλπ. και που τελικά γενική και αόριστη όπως είναι  η σημασία του αποδείχτηκε ότι η χρήση της  συγκεκριμένης λέξης  αποβλέπει στην αποδοχή των προσπαθειών αναδιάρθρωσης  του καπιταλισμού με το περιεχόμενο που της προσδίδει ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων, δηλ. επίθεσης του κεφαλαίου στις υποτελείς τάξεις.
        Άλλωστε στις αστικές δημοκρατίες, όπου αναγνωρίζεται συνταγματικά  η ελευθερία έκφρασης και επικοινωνίας, οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν επιτρέπουν  να εξασφαλίζεται   η συναίνεση ή η παθητική ανοχή για την εφαρμοζόμενη πολιτική με μεθόδους  που απροκάλυπτα προσιδιάζουν σε δικτατορικά καθεστώτα. Επομένως ένα μέρος της δραστηριότητας των πολιτικών εξουσίας ασκείται  με τη γλώσσα και επιδιώκεται η επιβολή της κυβερνητικής πολιτικής με την κατάλληλη χρήση της. Χρησιμοποιείται λοιπόν ο λόγος για να εξασφαλίσει τη συναίνεση ή την ανοχή μη διακηρυγμένων  καταστάσεων. Αυτών των καταστάσεων που προωθούνται με μια πρακτική διολίσθησης, δηλ. σταδιακής αποδοχής. Η είσοδος σε καθεστώς επιτήρησης με τα μνημόνια δεν εξαγγέλθηκε  σαν  απόφαση για άσκηση μιας κοινής πολιτικής για την ανόρθωση της οικονομίας και σωτηρίας της χώρας;  Η εξαγγελία, ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του μνημονίου,  σχεδόν ήταν ευπρόσδεκτη, πέρασε σχετικά εύκολα,   ενώ η εξουσία κράτησε  την ευχέρεια  να υπαγάγει την οικονομική εξυγίανση σε μια πολιτική λιτότητας, κατάργησης εργασιακών δικαιωμάτων κλπ. Εξαγγέλλεται  λοιπόν η οικονομική εξυγίανση κι αυτό που έχει αποφασιστεί είναι η πολιτική της οικονομικής εξαθλίωσης των υποτελών τάξεων και ο λόγος  χρησιμοποιείται για να  το συγκαλύψει.
        Ακούοντας τον κυβερνητικό λόγο, μιας κυβέρνησης από τους πάλαι ποτέ αντιπάλους, κι εκείνον της αντιπολίτευσης, που προβάλλεται και για επαναστατικός,   εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι συγκαλύπτουν την αρκετά ευρεία  σύμπτωση των ασκούμενων πολιτικών τους,  επικαλούμενοι αμφότεροι διαφωνίες ίσως πραγματικές που πολλές ανασύρονται από το παρελθόν, θέμα εκκλησίας, γάμοι ομοφυλοφίλων κλπ.  κι άλλοτε χρησιμοποιώντας λεκτικές κατασκευές.  Γίνεται χρήση της γλώσσας για να παρουσιαστούν  τα πράγματα όχι όπως είναι αλλά όπως δεν είναι.
          Μόνο που δεν μπορεί συνέχεια  να αποσιωπώνται οι αντιθέσεις συμφερόντων ούτε να αγνοηθούν ολότελα οι ταξικές αντιπαραθέσεις, εφόσον ακόμα το σύστημα λειτουργεί με δημοκρατικούς θεσμούς. Γι’  αυτό γίνεται προσπάθεια  αυτή η αντιπαράθεση όταν εμφανίζεται  να ελέγχεται είτε απαξιώνοντας  εκ των προτέρων αυτόν το άλλο λόγο, την άλλη πρόταση είτε φροντίζοντας η δημόσια έκθεσή του να είναι μικρής εμβέλειας. Κι έτσι αυτός ο άλλος λόγος, ο κομμουνιστικός, που οι κυρίαρχοι μηχανισμοί καθιστούν άνισους τους όρους αντιπαράθεσής του,  που σέβεται το νόημα των λέξεων και τη νοημοσύνη των πολιτών  απαξιώνεται χαρακτηριζόμενος σαν ξύλινος, δογματικός, απαρχαιωμένος κλπ. Για να μη διαμορφώσει πολιτικές συνειδήσεις  η κομμουνιστική ιδεολογία και θεωρία που εκφράζει την δυναμική της ανατροπής του καπιταλισμού για την εγκαθίδρυση  μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις και χωρίς ατομική ιδιοκτησία. Γιατί αξίες και ιδανικά  και με το λόγο έγιναν κτήμα συνειδήσεων  και όταν χρειάστηκε και  σε αντιπαλότητα με τις εξουσίες.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Τα ΜΜΕ από την έναρξη  της λειτουργίας τους  αναδείχτηκαν  σε κύριους ιδεολογικούς μηχανισμούς  της κυρίαρχης τάξης είτε ελέγχονταν παλιότερα από το κράτος είτε από το ιδιωτικό κεφάλαιο στις μέρες μας που ταυτίζεται μ' αυτό. Παρέχοντας έμμεση εμπειρία, στοχεύοντας να διαμορφώσουν συνειδήσεις υποβάλλοντας την συναισθηματικότητα μεταφέρουν ολόκληρους τομείς δραστηριοτήτων, θεσμών και ιδεολογιών στον κόσμο των εικόνων που εμφανίζονται δραματοποιημένοι, κατανοητοί, καταναλωτικοί και καταναλώσιμοι που φέρουν κοινά χαρακτηριστικά με όλους τους δέκτες. Τους οποίους δέκτες ενοποιούν σε μια ορισμένη αξιακή συμπεριφορά, ενώ παράλληλα  τους αφήνουν την ψευδαίσθηση της επιλογής  και της αυτονομίας.
            Tα ΜΜΕ λοιπόν επιστρατεύτηκαν και πάλι, μέσω της προβολής βίντεο στην τηλεόραση για να προωθηθούν από το Υπουργείο Παιδείας οι μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, που περιβάλλονται με όρους ιδεολογικούς περί ελευθερίας επιλογής και δημιουργικότητας, τα οποία είναι αποκαλυπτικά για τον χειραγωγικό ρόλο των μη άμεσων πολιτικών. Στα δυο βίντεο με πρωταγωνιστές ένα αγόρι κι ένα κορίτσι  που αν και σύγχρονα είναι σαν να απευθύνονται αντίστοιχα στα παλιά σχολεία αρρένων και θηλέων αποτυπώνεται η αντίληψη για την εκπαίδευση που προωθεί η κυρίαρχη τάξη. Εν ολίγοις όσα η εργατική τάξη και ευρύτερα οι εργαζόμενοι με αποφασιστική πάλη στις δεκαετίες του ’60 και αρχές ’70  κατέκτησαν στο εκπαιδευτικό επίπεδο βαθμιαία και μεθοδικά ανατρέπονται. Οι κατακτήσεις εκείνα τα χρόνια  εξασφάλισαν μια καλύτερη πρόσβαση και των παιδιών της εργατικής τάξης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, βελτιώνοντας έτσι στα πλαίσια  του καπιταλιστικού  συστήματος τις συνθήκες μόρφωσης  και εκπαίδευσής τους. Σημειώθηκαν λοιπόν κοινωνικές  αλλαγές στο σύγχρονο καπιταλισμό όσον αφορά τα αιτήματα της εργατικής τάξης  για την εκπαίδευση. Αυτές οι αλλαγές μπορούμε να πούμε ήταν αποτέλεσμα των νέων κοινωνικοοικονομικών επιλογών που επέβαλαν στην αστική τάξη οι νέες απαιτήσεις της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης με τον ανταγωνισμό με την Σοβιετική Ένωση αλλά κυρίως η άνοδος του εργατικού κινήματος.
            Στις μέρες μας στα πλαίσια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, επανακαθορίζεται η βασική λειτουργία του σχολείου στις νέες απαιτήσεις-συμφέροντα  των μονοπωλίων. Κι αν παλιότερα διακήρυσσαν ότι  καθήκον του σχολείου ήταν η αγωγή της νεολαίας προς τη δουλειά και  την πειθαρχία σήμερα απαιτούν από τη μια να υπάρχει ένα σχολείο που να απευθύνεται σε προνομιούχους και να δημιουργεί  τις ελίτ εξουσίας  και από την άλλη να αναπτύσσονται ξεκομμένοι στόχοι που μεταδίδουν περισσότερες δεξιότητες και  λιγότερη μόρφωση, γιατί δεν χρειάζονται για τις αξιώσεις της πλειοψηφίας προς τη ζωή επιστημονικές γνώσεις που να τις στηρίζουν. Εν ολίγοις προάγεται σήμερα η ιδέα της ελιτίστικης  αλλά και της υποβαθμισμένης  για την πλειοψηφία  εκπαίδευσης. Η κυρίαρχη παιδαγωγική σκέψη  προσανατολίζεται στο να σχηματίζεται  μέσω κοινωνικών επιλογών μια ανάλογη ελίτ εξουσίας  για όλους τους τομείς της ζωής σε βάρος της μόρφωσης  των πολλών. Κι αυτή η ελίτ θα αποτελεί την ελίτ των αξιών  και της συνείδησης η οποία  θα δημιουργεί  τους αναγκαίους προσανατολισμούς για τη μάζα. Είμαστε αντιμέτωποι σε μια στροφή για τους πολλούς  προς την καθημερινότητα, το άμεσο χρήσιμο για την παραγωγή. Για να περιοριστεί λοιπόν  συνειδητά η επιστημονική εκπαίδευση χρησιμοποιεί η κυρίαρχη τάξη διάφορους όρους που αποσκοπούν  στο να δυσκολεύουν τον προβληματισμό πάνω σε δεδομένες  αξίες και κηρύσσει με ένα σχετικά γραμμικό τρόπο μια συμπεριφορά προσαρμοσμένη στο σύστημα και τα συμφέροντά του.  Αυτή η στροφή προς τις δεξιότητες,  την καθημερινότητα είναι μια επανεκτίμηση της σχέσης σχολείου και ζωής κι επομένως  της αξίας  των στόχων και του περιεχομένου των μαθημάτων. Οι νέοι στόχοι  προσδιορίζονται  από τις ανάγκες των μονοπωλίων με μαθήματα που είναι προσανατολισμένα  σε συγκεκριμένα παραγωγικά σχέδια.
           Κι αυτό φαίνεται και στο ζήτημα των  ερευνητικών προγραμμάτων  που προωθεί  ο στρατηγικός σχεδιασμός των κέντρων εξουσίας του ιμπεριαλιστικού και καπιταλιστικού συστήματος   στα πλαίσια της  παγκόσμιας αναδιάταξης της κυριαρχίας του κεφαλαίου που γεννά η παγκοσμιοποίησή του. Προωθήθηκαν και προωθούνται μένοντας στο απυρόβλητο προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκπαίδευση των οποίων οι πραγματικές επιδιώξεις και στόχοι αρχίζουν να φαίνονται. Αν στη δεκαετία του ’80 αναρωτιόταν κανένας τι προωθούσαν αυτά τα προγράμματα και αν είναι δυνατό να αποκομισθούν οφέλη ανεξάρτητα από την πολιτική που τα χρηματοδοτεί, στις μέρες μας διαπιστώνουμε τ’ αποτελέσματά τους. Στρατιές  μορφωμένων ανθρώπων που μ’ εύσχημους τρόπους εξυπηρετούν τα μονοπώλια που τους πληρώνουν, τεχνολογική ανάπτυξη με πολλαπλάσιες στρατιές εξαθλιωμένων ανθρώπων και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Την αναβάθμιση της εκπαίδευσης και της ίδιας της ζωής μας τις ανέλαβαν τα  κέντρα εξουσίας του καπιταλιστικού συστήματος.  Σήμερα πια  μπορούμε να δούμε κατά πόσο προσέγγισαν τους τάχα ουδέτερους  και αντικειμενικούς  κοινωνικούς στόχους   και παράλληλα κατά πόσο τελικά έγινε δυνατή μια αξιοποίηση των αποτελεσμάτων τους για  λογαριασμό της κοινωνίας, ταξικά  και έξω από τους σκοπούς του σχεδιασμού και της ιδιωτικής χρηματοδότησης.
           Το πρόβλημα είναι πολιτικό –ενώ το ξέρουμε θέλουμε να το αγνοούμε.   Όπως  η συνδρομή  του Ερυθρού Σταυρού μπορεί να  είναι  πολλές φορές ουσιαστική στον ανθρώπινο αλλά δεν έλυσε τα προβλήματα και ο ανθρώπινος πόνος παραμένει έτσι κι σ΄ αυτά τα προγράμματα, αλλά και γενικότερα στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό το ζήτημα  είναι  που εντάσσονται, σε ποια στρατηγική. Η αντίθεση δεν είναι στο αν θα πρέπει να γίνονται  αλλά στο αν εντάσσονται  και τελικά προωθούν  μια στρατηγική  συμμετοχής και συνδιαχείρισης, συναίνεσης με τις αιτίες που τα δημιουργούν  και τα συμφέροντας που τα προωθούν ή σε μια στρατηγική αποκάλυψης, σύγκρουσης και ανταγωνισμού με αυτά στην προοπτική μιας ριζικής κοινωνικής αλλαγής.
            Ακόμα κι αν ξεφύγουμε από τη λογική του Όχι απέναντι στο Ναι  σε σχέση με τον διαφαινόμενο εκπαιδευτικό σχεδιασμό και αντίστοιχα προγράμματα που προωθούνται πρέπει όμως  να μπούμε σε μια λογική τι είναι, πού  και από ποιους σχεδιάζονται, πώς καθορίζονται οι στόχοι τους, ποιες προτεραιότητες προκρίνονται, με δυο λόγια σε μια ταξική κοινωνία  τίνων συμφέροντα εξυπηρετούν και πως αντιμετωπίζονται.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ



Κοντά δυο μήνες από τις εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο και την αυτοδιοίκηση όλες οι πολιτικές δυνάμεις μπαίνουν στην  τελική ευθεία  αυτής της αναμέτρησης, οι συζητήσεις πυκνώνουν γύρω από  τη σημασία  των εκλογών και το νόημα της ψήφου,  ενώ πολλοί αριστεροί  επιδιώκουν να μας πείσουν ότι μια ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαία. Παρόλο που αυτές οι εκλογές δεν έχουν να κάνουν με την κεντρική πολιτική σκηνή αντιμετωπίζονται όμως σαν πρόκριμα για τις εθνικές εκλογές.
Κατ’  αρχήν είναι σίγουρο πως οι εκλογές δεν έχουν τη δυνατότητα να ανατρέψουν τις επιλογές ως προς το χειρισμό του συστήματος πολύ περισσότερο μάλιστα να ανατρέψουν   αυτό το ίδιο το σύστημα, γιατί τότε απλά, όπως είναι γνωστό, θα ήταν παράνομες. Αυτό που κάνουν  είναι  να καταγράφουν  συγκεκριμένα κοινωνικά μπλοκ τα οποία συσπειρώνονται γύρω από  πολιτικά προγράμματα και υποσχέσεις. Μια συσπείρωση που γίνεται  μέσα από  μια απολυτότητα, ναι ή όχι,  χωρίς ουσιαστικά τη δυνατότητα έστω μικρής  παρέμβασης, εκτός της αγωνιστικής,  στην μετεκλογική πραγματοποίηση αυτών των προγραμμάτων και υποσχέσεων όπως αναπτύσσονται προεκλογικά.  Ένας εξαναγκασμός  τελικά  σε απάντηση πάνω σε  γενικά ερωτήματα που μπαίνουν με διλημματική μορφή λόγω ακριβώς του ότι ο αριθμός  των επιλογών είναι εκ των προτέρων δεδομένος, έτσι η αντίθεση μνημόνιο –αντιμνημόνιο πριν δυο χρόνια μετατοπίζεται τώρα στον τρόπο διευθέτησης του χρέους, που ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει «δεν θα αγνοήσουμε».  
Μέσα σ’ αυτόν τον κανόνα  εντάσσονται  οι αντιφατικές εν πολλοίς εξαγγελίες και οι συνδυασμοί  του ΣΥΡΙΖΑ, (π.χ. υποψηφιότητες Καρυπίδη, Βουδούρη)  που προσπαθούν να καταγράψουν την κοινωνική συσπείρωση γύρω από ένα πρόγραμμα που φιλοδοξεί να διαχειριστεί την κρίση του δεδομένου συστήματος, υποσχόμενο οικονομική ανακούφιση των μικροαστικών στρωμάτων,  χωρίς να αμφισβητεί σε καμιά περίπτωση  ουσιαστικά σημεία στις επιλογές του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα δηλ. θέλουν οι αριστεροί του ΣΥΡΙΖΑ   να πείσουν το κεφαλαίο ότι οι κοινωνικές ισορροπίες που προτείνουν είναι οι ικανότερες να προωθήσουν την καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Ο αντιφατικός και συμβιβαστικός τους λόγος αποβλέπει στην ενίσχυσή τους με την υποστήριξη μιας μετριοπαθούς μερίδας αστικών μεσοστρωμάτων που φοβούνται την πόλωση, η οποία διέλυσε τα αστικά κεντροαριστερά κόμματα  και συσσώρευσε τα υπολείμματά τους στο ΣΥΡΙΖΑ.  Ενώ συγχρόνως  είναι αυτά τα μεσοστρώματα που προσπαθεί να φοβίσει ο λόγος των συγκυβερνώντων κομμάτων που παρουσιάζει τον ΣΥΡΙΖΑ σαν το ακραίο κακό, για να συσπειρωθούν γύρω τους, σε ένα επαναλαμβανόμενο δικομματικό παιχνίδι που μοιάζει να αλλάζει διατηρώντας τους ίδιους κανόνες του πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό καταβάλλεται προσπάθεια και  το μήνυμα των εκλογών να  έχει άμεση σχέση με την κατάδειξη των κοινωνικών μετατοπίσεων μέσα σ’  αυτά τα πλαίσια. Αυτό γίνεται  πιο φανερό αν δούμε  την προσπάθεια που καταβάλλεται  να δημιουργούνται στρεβλές πολιτικές εκπροσωπήσεις που να εγκλωβίζουν τάξεις και κοινωνικές ομάδες με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό τους και την ανάδειξη των αιχμών εκείνων που εξυπηρετούν καλύτερα τις επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης. Από το ΣΥΡΙΖΑ που θα διαπραγματευτεί «την μόνη αξιόπιστη, ρεαλιστική και βιώσιμη λύση για το χρέος: Ευρωπαϊκή διάσκεψη για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του, όπως το 1953 για τη Γερμανία» μέχρι το τηλεοπτικό  πολιτικό  μόρφωμα του Σ. Θεοδωράκη που θέλει ν’  αλλάξει το παλιό πολιτικό σύστημα  μειώνοντας τους βουλευτές σε 200, τις διακοπές της Βουλής και τα μπόνους για τη συμμετοχή στα θερινά τμήματα, περιορίζοντας τη ρύπανση και τη γενικότερη όχληση στις προεκλογικές εκστρατείες.
Πολλοί επικαλούνται την εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ  στο όνομα του ρεαλισμού, για να ανακοπεί έστω η ταχύτητα της καπιταλιστικής επίθεσης, να δείξουμε τη δύναμή  μας στέλνοντας μήνυμα αποδοκιμασίας στους κυβερνώντες. Μόνο που μόνο οι εκλογές δεν είναι σε θέση να ανακόψουν τις επιλογές του κεφαλαίου και βέβαια είναι πολύ αμφίβολο αν η δυναμική του μάλλον αναιμικού  κινήματος θα ενισχυθεί όταν θα εξαργυρωθεί από το ΣΥΡΙΖΑ  το οποιοδήποτε αυξημένο εκλογικό ποσοστό του με νέους συμβιβασμούς. Γιατί οι προθέσεις του γίνονται φανερές από τώρα, τόσο  από τη μορφή των συνδυασμών  που κατεβάζει όσο και από τη συνεχή πτώση του τόνου και είδους  της κριτικής προς τις επιλογές των κυρίαρχων κέντρων.
Ο ρεαλισμός που επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν το ΣΥΡΙΖΑ και άλλα συναφή αριστερά, κεντροαριστερά, ανανεωτικά,  ρεφορμιστικά σχήματα κλπ.  είναι ο ρεαλισμός που τελικά αναγνωρίζει τη δυνατότητα απόκρουσης  της επίθεσης του κεφαλαίου μόνο  μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες, και  δεν  δέχεται ότι μπορεί  και πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα αγωνιστικό και ταξικό έξω απ’  αυτές. Ενδιαφέρεται για το μέγεθος του εκλογικού σώματος όχι το δυναμικό των τάξεων που παραμορφωμένα αντανακλάται στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ανάγεται έτσι   ο συσχετισμός  των ταξικών δυνάμεων μόνο  σε ζήτημα εκλογικών ποσοστών, ίσως γιατί δεν αναγνωρίζεται καν η ύπαρξη ταξικής πάλης.
Η κρίση όμως  που βιώνουμε αποκαλύπτει πιο ξεκάθαρα από ποτέ  την όξυνση των αντικρουόμενων συμφερόντων και την άρνηση των κυβερνώντων   να ικανοποιηθούν έστω και βασικά αιτήματα ζωής των υποτελών τάξεων. Όσο όμως οι υποτελείς τάξεις, οι οποίες όλο και ανακαλύπτουμε ότι  διευρύνονται,  παγιδεύονται στην αστική ιδεολογία αδυνατούν να δουν την ταξική προέλευση των συγκρούσεων και τις αιτίες της κρίσης.
Οι εκλογές λοιπόν  σίγουρα δεν αλλάζουν το πολιτικό σύστημα. Μπορούν όμως να συμβάλλουν  στην πολιτική ζύμωση και στην πάλη κατά της παθητικότητας. Είναι ένα από τα μέσα  της αστικής δημοκρατίας που μπορεί να εκμεταλλευτεί η εργατική τάξη για να οργανωθεί και ακόμα για να απειλήσει την κυρίαρχη τάξη. Γι’  αυτό και η ύπαρξη του κομμουνιστικού κόμματος σ’  αυτές τις συνθήκες αποδεικνύεται καταλυτική όχι μόνο για την οργάνωση της πάλης αλλά και  για την συνεχή ανασκευή παντού της αστικής ιδεολογίας, έτσι ώστε να μπορεί να αναγνωριστεί ο αντίπαλος για να οργανωθεί ο αγώνας εναντίον του. Το κυρίαρχο βέβαια σύστημα για να περιορίσει την επιρροή του,  κι επειδή η εμπιστοσύνη στο κομμουνιστικό κόμμα έχει άμεση σχέση με την εμβέλεια που διαθέτει το πάλαι ποτε μοντέλο των σοσιαλιστικών κρατών φρόντισε για την πλήρη συκοφάντησή  τους, ενώ καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες για την απαξίωση του κομμουνιστικού κόμματος.
Η μοναδική περίπτωση για μια διαφορετική ψήφο στις εκλογές είναι η περίπτωση  που ενισχύεται εκείνο το κόμμα που συνενώνει και οργανώνει  την εργατική τάξη στην πάλη για τα συμφέροντά της, δηλ. το κομμουνιστικό κόμμα.              

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ



Εγκλωβισμένοι  στα κατεστημένα θεσμικά πλαίσια και ως προς την αστική προπαγάνδα και ως προς τις αξίες που πρεσβεύει δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία. Έχοντας εσωτερικεύσει την κυρίαρχη ιδεολογία δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τις αντιφάσεις της. Η εκπληκτική ικανότητα ενσωμάτωσης που διαθέτει ο καπιταλισμός επιτρέπει την ύπαρξη δομών μέσα σ’  αυτόν που θεωρούνται απαραίτητες στην πάλη εναντίον του και οι οποίες όμως καταλήγουν να μετατραπούν σε δομές με ουσιαστικό στόχο την  αφομοίωση των όποιων αντιδράσεων και την επιβίωση σ’ αυτόν χωρίς την άρνησή του –η κληρονομιά του ’68.  Στην εποχή  λοιπόν που οικοδομούνταν η συναίνεση, με την πίστη των υποτελών τάξεων ότι ο καπιταλισμός  με δημοκρατικές διαδικασίες  μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο, ξαναορίστηκαν έννοιες όπως επανάσταση, εξέγερση, που η χρήση τους επεκτάθηκε, ή μάλλον περιορίστηκε, σε εκδηλώσεις ιδιωτικού χώρου, ενώ  κοινωνικές κατηγορίες αόριστες εν πολλοίς ή οριζόμενες με βιολογικά κριτήρια θεωρήθηκαν επαναστατικά υποκείμενα  όπως π.χ οι γυναίκες, οι νέοι και πιο εξειδικευμένα οι φοιτητές κλπ. Και βέβαια ξανάρθαν στο προσκήνιο και οι συγκρούσεις με εθνοτικά χαρακτηριστικά.  Ο δε εκθειασμός ενός  αυτόνομου, ανεξάρτητου,  ακηδεμόνευτου κινήματος πρόσθετε θετικό πρόσημο σε κάθε διαμαρτυρία ή εξέγερση έστω και με θολά αιτήματα.
               Κι έτσι στην πλατεία της Ανεξαρτησίας του Κιέβου στις  διαμαρτυρίες και τα αιτήματα για φιλοευρωπαϊκή πολιτική είδαμε έναν, γενικά κι αόριστα,  επαναστατημένο λαό κι όταν το αποτέλεσμα της εξέγερσης  ήταν η μεταβατική κυβέρνηση με τους στενούς δεσμούς με τους φασίστες θεωρήθηκε προσφορότερο αυτό  να αποσιωπάται ή να αμφισβητείται. Κι έτσι ενώ υποστηρίζεται ως  πεμπτουσία της δημοκρατικής λειτουργίας η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, στη περίπτωση της Κριμαίας η παρουσία Ρώσων στρατιωτών αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος θεωρείται ότι το απονομιμοποιούν.
               Σχετικά με την  Ουκρανία για μια ακόμα φορά  μας θαμπώνει το ιδεολογικό οπλοστάσιο με το οποίο μας εξόπλισε το κυρίαρχο σύστημα για να ερμηνεύουμε τα γεγονότα προς όφελός του και γι’  αυτό οι θέσεις μας είναι ασταθείς, τα επιχειρήματά μας αντιφατικά.  Γιατί αυτό που επιδιώχτηκε όλα αυτά τα χρόνια ήταν να χάσουμε από τα μάτια μας την ταξική σκοπιά, που μόνη αυτή  μπορεί να  αναζητήσει τις πραγματικές αντιφάσεις στη πηγή τους και να τις οξύνει, όχι να τις αποφύγει ή να τις συγκαλύψει, δημιουργώντας έτσι τους όρους για το ξεπέρασμά τους. Κάθε αντίδραση, ακόμα κι εξέγερση δεν μπορεί να ειδωθεί παρά από ταξική σκοπιά, γιατί  η ταξική τοποθέτηση κάθε δράσης πολιτικής είναι προϋπόθεση για τους στόχους της. Κινήματα χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική, που ξεκινούν με στόχο την κινητοποίηση μαζών γύρω από επιμέρους προβλήματα     με θεωρητική και οργανωτική αδυναμία, χωρίς ξεκάθαρη αντίληψη της πραγματικότητας πολύ εύκολα μπορούν να εκφυλιστούν και να καταλήξουν, ακόμα κι εν αγνοία τους, στην εξυπηρέτηση συμφερόντων ακόμα κι αντίθετων από τα δικά τους. Η αντίθεση όχι μόνο με το ίδιο το πολιτικό σύστημα αλλά και  με κάποια έκφανσή του μπορεί να καταλήξει να εκδηλωθεί με εξέγερση ή διαμαρτυρία αποκομμένη από το πολιτικό περιβάλλον και τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες που την  τροφοδοτούν, με  υπερτονισμό των εθνικών χαρακτηριστικών τόσο πιο έντονα όσο πιο  ανύπαρκτη  είναι η ταξική συνειδητοποίηση.
               Σχετικά με την  Ουκρανία πελαγοδρομούμε ψάχνοντας να διακρίνουμε, για να διαλέξουμε, τον καλό από τον κακό ιμπεριαλιστή, χωρίς να αναρωτιόμαστε αν μπορεί να υπάρξει, ενώ η νομιμότητα για άλλη μια φορά αποδείχνεται ότι είναι προϊόν του συσχετισμού των δυνάμεων που αντιπαρατίθενται. Το πεδίο της αστικής νομιμότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς όφελος εκείνης της δύναμης που έχει την ισχύ να την επιβάλλει, όπως η Ρωσία που χρησιμοποιεί το δημοψήφισμα για νομιμοποίηση των επιλογών της. Σε όλες βέβαια τις περιπτώσεις που από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις  χρησιμοποιούνται θεσμοί της αστικής νομιμότητας πέρα από την απειλή της στρατιωτικής ισχύος χρειάζονται και οι λαϊκές δυνάμεις που θα πρέπει να πειστούν για την ταύτιση των συμφερόντων τους  με την αντίστοιχη ιμπεριαλιστική δύναμη και να την υποστηρίξουν. Κι αν η Ουκρανία  μάς είναι πολύ μακριά και οι γνώσεις μας ελλιπείς  για το παρελθόν της και περιορισμένες οι πληροφορίες για την τωρινή κατάσταση όπως διαμορφώνεται, σε γενικές γραμμές μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, τις αυταπάτες των λαϊκών μαζών και τις συνέπειες της αδυναμίας τους να οργανωθούν και να δράσουν με ταξικά κριτήρια.
               Σκέφτεται κανείς βλέποντας εικόνες από διαδηλώσεις στην Κριμαία σε πλατεία που ακόμα το άγαλμα του Λένιν στέκεται ορθό, όπου ανεμίζουν κάποιες ελάχιστες σημαίες με το σφυροδρέπανο μαζί με τις πολλές ρώσικες σημαίες και όπου κάποιοι διαδηλωτές μιλούν για τον αντιφασιστικό αγώνα του β παγκοσμίου πολέμου φορώντας στολές του κόκκινου στρατού, ότι ίσως η ανάμνηση της Σοβιετικής Ένωσης  στη συλλογική μνήμη μπορεί εκτός όλων των άλλων να θεωρεί τη Ρωσική Ομοσπονδία  διάδοχό της με ό, τι θετικό αυτό σημαίνει για τους κατοίκους της Κριμαίας και της ανατολικής Ουκρανίας.
               Μόνο που πια δεν υπάρχει η Σοβιετική Ένωση και οι θριαμβικές κραυγές των υποστηρικτών της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας που συνόδευσαν την διάλυση της  έχουν ξεκάθαρα αποκτήσει  χαρακτηριστικά εθνικιστικά και  φασιστικά, ενώ οι αγώνες των λαών  έχοντας αποστερηθεί  την ηθική και πολιτική στήριξη της μοιάζουν αδύναμοι κι εγκλωβισμένοι σε διλήμματα της κυρίαρχης τάξης.