Εξήντα δυο χρόνια πέρασαν από την εκτέλεση των Νίκου Μπελογιάννη, Δημήτρη
Μπάτση, Νίκου Καλούμενου και Ηλία Αργυριάδη. Η κυρίαρχη αφήγηση, κυρίως μετά την
μεταπολίτευση, καταδεικνύει τα ανάκτορα
και τους αμερικάνους ως αποφασιστικούς
παράγοντες για την εκτέλεσή τους. Φυσικά
αποδίδεται καθοριστική ευθύνη στο
ΚΚΕ που επέμενε στην στρατηγική της παράνομης δραστηριότητας, αφού ήταν εκτός
νόμου, πράγμα που δεν βοηθούσε βέβαια
στην εφαρμογή από την κυβέρνηση Πλαστήρα –Βενιζέλου μιας πιο μετριοπαθούς
πολιτικής όπως θεωρείται πως ήταν στις προθέσεις της.
Η ένταξη, από τον …προοδευτικό
κυρίαρχο λόγο, των πρωταγωνιστών εκείνης της δίκης στους εθνικούς μας
μύθους συνδυάστηκε με την προσπάθεια
αποκήρυξης της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος και περιγραφής του σαν μια ατέλειωτη διαδοχή
παραλείψεων και λαθών το λιγότερο, αν όχι εγκλημάτων του, και αποβλέπει, αν δεν
ταυτίζεται, στην επιδίωξη για εγκατάλειψη της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Φτάσαμε
λοιπόν στην μεταπολίτευση στο παράδοξο, ο κυρίαρχος λόγος να υπερασπίζεται τους αγώνες των κομμουνιστών και να θαυμάζει
το ήθος τους, αλλά αποσυνδεδεμένους από το κομμουνιστικό κόμμα που ήταν μέρος
τους, αποκομμένους από την ταξική
σύγκρουση που τους πυροδότησε κι ανεξάρτητους από την οικονομική δομή του
καπιταλισμού που ήθελαν να ανατρέψουν
Αφού τσακίστηκε το κίνημα με τους
διωγμούς, την καταστολή, την αστυνόμευση, τον εκφοβισμό μέχρι
και τη δικτατορία, στη μεταπολίτευση οργανώθηκε η συναίνεση, στην οποία το ΠΑΣΟΚ υπήρξε πρωτομάστορας,
καταφέρνοντας να συμπεριλάβει στο σύστημα υπερδομών του καπιταλισμού όλη την
ιστορία των κομμουνιστικών αγώνων χωρίς τον κομμουνισμό. Που πάει να πει
αφήνεται άθικτη η οικονομική δομή του συστήματος και προπαγανδίζονται οι
προσπάθειες για μια πολιτική μερικής αναδιανομής του εισοδήματος και γενικότερα
μιας κοινωνικής πολιτικής μέσω του
κράτους. Κάθε αντίπαλος λόγος που βαφτίζεται αριστερός στην ουσία θα πρέπει να αναλώνεται σε κάποιας μορφής κοινωνικό συνδικαλισμό χωρίς στη βάση
να αμφισβητεί το ρόλο του κεφαλαίου –αυτό βέβαια γινόταν όσο ήταν δυνατή η
άσκηση αυτής της πολιτικής, με αναπτυγμένες τις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών και την
αυτοπεποίθηση τους ότι δεν απειλούνται από πουθενά.
Μόλις όμως
οι απαιτήσεις του καπιταλισμού με την κρίση εντάθηκαν, διαλύθηκε και η σύμβαση της
συναίνεσης από τη μεριά της εξουσίας κι άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια τα
αποτελέσματα στις υποτελείς τάξεις της χρόνιας
πολιτικής που ασκούνταν από τη σοσιαλδημοκρατία προς όφελος του κεφαλαίου. Ανακαλύπτουμε
τώρα τις πραγματικές διαστάσεις της εξέγερσης του ’68 που άλλαξαν το πολιτικό τοπίο φέρνοντας
στο προσκήνιο κοινωνικά κινήματα όπως της
νεολαίας, γυναικών, οικολογίας κλπ. που νομίζαμε πως έφερναν σε αμηχανία την
πολιτική της αστικής κυριαρχίας, όταν βλέπουμε πια πως ουσιαστικά στρέφονταν ενάντια στα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα, με την περιθωριοποίηση
στους αγώνες της εργατικής τάξης, ξαναθέτοντας με διαφορετικό τρόπο κι έξω από ταξικές συγκρούσεις το πρόβλημα
του σοσιαλισμού, μιλώντας για πολιτιστική
επανάσταση, αυτοδιαχείριση, αυτονομία κι άλλα συναφή. Συγχρόνως εξέπιπταν στις συνειδήσεις πολλών αριστερών,
και κομμουνιστών, κομμουνιστικά οχυρώματα καθώς ο σοβιετικός κόσμος έπαυε να
έχει την αίγλη με την οποία παλιότερα
ήταν περιβεβλημένος, μέχρι που κατέρρευσε. Κι όσο φαινόταν πως απέδιδε η
προσπάθεια να εξισορροπηθούν ορισμένες αρνητικές για την κοινωνία συνέπειες της καπιταλιστικής
οικονομίας, τόσο κέρδιζε και η αντίληψη για κατάκτηση της εξουσίας βασισμένης στο σεβασμό του
κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατικής
εναλλαγής σε μια προσπάθεια εφαρμογής μιας κάποιας κομμουνιστικής προοπτικής μέσα στο
υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα –ευρωκομμουνισμός βαφτίστηκε για κάποια χρόνια. Τα
θεμέλια του δημοκρατικού κράτους δεν
αμφισβητούνται και καλείται το κομμουνιστικό κόμμα στην πραγματικότητα στη
διαχείριση του και τη διάσωσή του από την απειλή της εργατικής τάξης και της
επανάστασης, για να μην καταλήξουμε στις περιπέτειες των πρώην σοσιαλιστικών
χωρών.
Όλα αυτά τα χρόνια το
πολιτικοοικονομικό σύστημα έγινε πολύ
πιο σοφό από τους πολίτες που εξέθρεψε, όσον αφορά στην υπεράσπιση των
συμφερόντων του. Αφού στα χρόνια της άγριας
καταστολής υποχρέωσε και την κομμουνιστική αριστερά να επεξεργάζεται επιμέρους αιτήματα, ν’ αντιστέκεται η να διαμαρτύρεται για τη βία
και το σκοταδισμό είχε όλο τον καιρό να εξοπλιστεί και ιδεολογικά για την
υπεράσπισή του καπιταλισμού. Στα πλαίσια
της συναίνεσης κατάφερε να κερδίσει και σε ιδεολογικό επίπεδο τις υποτελείς
τάξεις εγκολπώνοντας τους δικούς του ήρωες και διαχωρίζοντας την κυρίαρχη τάξη
σε κακιά, συντηρητική δεξιά με την
εκδικητικότητά της και το σκοταδισμό και την δημοκρατική παράταξη με τη
δημοκρατική ομαλότητα και τον εκσυγχρονισμό. Μέχρι που κι αυτές οι διακρίσεις
κατάφωρα ξεπεράστηκαν, συγχωνεύθηκαν οι
διαφορές για τη διάσωση του συστήματος με την κρίση.
Στα
χρόνια των διώξεων και της αστυνόμευσης οι διαχωριστικές γραμμές ήταν ξεκάθαρες
και μετρούνταν οι αντοχές και το ήθος των ανθρώπων που αγωνίζονταν. Στην εποχή μας
όπου κυριαρχούν μόνο οι πολύχρωμες αποχρώσεις χανόμαστε σε αναλύσεις ασήμαντων
λεπτομερειών, υποκειμενισμούς, ιδεαλιστικές προσεγγίσεις κλπ. χωρίς τα μαρξιστικά εργαλεία για να ερευνούμε την πραγματικότητα, ώστε
συνδυάζοντας θεωρία με την πράξη να
ανακαλύπτουμε τον τρόπο όχι μόνο να γνωρίσουμε τον κόσμο αλλά και να τον
αλλάξουμε. Κι έτσι ο αντικομμουνισμός
που τα τελευταία χρόνια αποκτά όνομα, θεσμούς κλπ. (όπως η αντικομμουνιστική
διακήρυξη του γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Π. Μπαλτάκος, ή η
εξίσωση φασισμού-κομμουνισμού από την Ευρωπαϊκή Ενωση κλπ. ) βρίσκει πρόσφορο
έδαφος να αναπτυχτεί με την συναίνεση ή αδιαφορία ευρέων κοινωνικών στρωμάτων.
Κι έτσι αδύναμοι να συσπειρωθούμε περιμένουμε, ζητιάνοι, την εύνοια και την
ευσπλαχνία των κυρίαρχων κέντρων εξουσίας παγιδευμένοι στα λόγια περί
ελευθερίας, ανθρωπισμού κλπ και στις υποσχέσεις τους για ένα καλύτερο αύριο στο
χώρο του …πνεύματος –γιατί βεβαίως και κυρίως μας λένε η κρίση είναι
πνευματική.