Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

ΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΚΕ

Τη χρονιά που τελείωσε, το ΚΚΕ, τιμώντας με πολλές εκδηλώσεις τη συμπλήρωση ενός αιώνα αγώνων και δράσης του, έδωσε ευκαιρία, πέρα από προβληματισμούς κι αναστοχασμούς για το παρελθόν και το μέλλον, σε άσπονδους φίλους και εχθρούς ν’ αναπτύξουν κάθε είδους επιχειρηματολογία η οποία οδηγεί στην απώλεια εμπιστοσύνης για το κομμουνιστικό κόμμα ως συλλογικού  καθοδηγητή που συνδέει τις ταξικές συγκρούσεις με στόχο την  κατάργηση των συνθηκών καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
           Βεβαίως η επιχειρηματολογία που απαξιώνει το κομμουνιστικό κόμμα, είτε ως προδότη του ρόλου του και ως ενσωματωμένο στο αστικό πολιτικό σύστημα από …ρομαντικούς της κομμουνιστικής επανάστασης είτε ως αναχρονιστικό, ανίκανο για ταξική ανάλυση της σύγχρονης κοινωνίας από  αριστερούς που καταδικάζουν τον αυταρχισμό και λατρεύουν τους αυτοπροσδιορισμούς, στην τελική οδηγεί  στο ίδιο συμπέρασμα, ή και ευχή, στην κατάργηση του κόμματος.
           Κι είτε έτσι είτε αλλιώς αιωρούνται ερωτήματα, όχι προβληματισμού, αλλά  υπονομευτικά του κομμουνιστικού κόμματος: Το ΚΚΕ μήπως δεν είναι αρκούντως επαναστατικό; Μήπως η ύπαρξή του περισσότερο υπονομεύει παρά ενισχύει τους  παντός είδους αγώνες; Τα κόμματα που καθοδηγούνται από τον μαρξισμό μήπως ξεπέρασαν το σκοπό τους; Η  δομή της οργάνωσής τους εξακολουθεί να είναι απαραίτητη στον σύγχρονο κόσμο; Μήπως οι όροι του αγώνα άλλαξαν, έτσι ώστε νέες μορφές ν’ αντικαταστήσουν τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης;
            Κι αφού από  τις δεκαετίες του ’70 και ’80 μεγάλα τμήματα της αριστεράς, ρεφορμιστές και οι συν αυτοίς, είχαν πείσει ότι η μορφή και λειτουργία των κομμουνιστικών κομμάτων δεν ήταν πλέον επαρκείς για τις αριστερές φιλοδοξίες διαλύοντάς τα, η αριστερή πολιτική  περιελάμβανε πια μια διαρκώς διευρυνόμενη σειρά θεμάτων και ταυτοτήτων στο έδαφος του κοινωνικού, πολιτιστικού και όλο και περισσότερο του προσωπικού. Και όλα αυτά ξεδιπλώνονταν στο πλαίσιο ενός καπιταλισμού στον οποίο δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Πιο συγκεκριμένα, οποιαδήποτε εναλλακτική λύση για τον τερματισμό  της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης δεν θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα οργανωμένου αγώνα ή αριστερής στρατηγικής, αλλά εμμέσως, οργανικά, ως αποτέλεσμα της ίδιας της εξέλιξης του καπιταλισμού.
       Η έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης έθεσε τέλος στις ψευδαισθήσεις για προοδευτική τροποποίηση του καπιταλισμού, για έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο μέσα από μακροχρόνιες μεταρρυθμιστικές βελτιώσεις του. Ως εκ τούτου, παρά τη συκοφάντηση, μοιάζει πια πως άλλη δυνατότητα για  να διασφαλιστεί η μονιμότητα του κοινωνικού μετασχηματισμού δεν υπάρχει από την προσπάθεια υλοποίησης του σοσιαλισμού ή το τέλος της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία.  
Αλλά αν αυτός ο στόχος πρόκειται να επιτευχθεί χρειάζεται ένα κομμουνιστικό κόμμα. Μόνο αυτό το είδος κόμματος είναι αφιερωμένο στην πραγματοποίηση των δράσεων που είναι απαραίτητες για να τερματιστεί η αλλοτριωτική επιρροή του κεφαλαίου. Αυτό το κόμμα επιδιώκει να αναπτύξει μια επαναστατική συνείδηση μέσα στην εργατική τάξη και  ενεργεί για να οργανώσει λαϊκούς αγώνες για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.  Το κόμμα δεν είναι ο πολιτικός εγγυητής των αυθόρμητων διεκδικήσεων της εργατικής τάξης,  είναι η συλλογική θέληση που διαχειρίζεται ιδεολογικά και πολιτικά την ιστορική προοπτική  της εργατικής τάξης, την οποία όμως μόνο αυτή η ίδια  μπορεί να πραγματώσει. Γιατί αν η σοσιαλιστική προοπτική αφεθεί να προκύψει  αυθόρμητα από τις ταξικές συγκρούσεις, τότε θα χάνεται και θα επανέρχεται τυχαία και περιστασιακά. 
          Στην εργατική τάξη και σε άλλες  κοινωνικές δυνάμεις είναι η αντίθεση με το κυρίαρχο  κοινωνικό σύστημα και οι συγκρούσεις σε διάφορα  επίπεδα με την κυρίαρχη τάξη και το κράτος που διαμορφώνουν τόσο την ταξική συνείδηση, όσο και την ανάγκη υπέρβασης  των οικονομικών  και κοινωνικών σχέσεων που επιβάλλει  η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Μέσα από αυτή τη συνειδητοποίηση, που γίνεται με την παρεμβολή του κόμματος ως συλλογικού οργανωτή της ταξικής πάλης, γίνεται ιστορικά εφικτή  η σοσιαλιστική προοπτική. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα μέλη του, οπλισμένα με μια μαρξιστική θεωρία, μπορούν να δουν το μακροπρόθεσμο στόχο της πολιτικής εξουσίας και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
           Κι ενώ μοιάζει να αναλώνεται η κριτική για το ΚΚΕ στην αμφισβήτηση της  οργανωτικής του μορφής και της σχέσης του με την κοινωνική του βάση και γενικότερα με την κοινωνία, στην πραγματικότητα όμως στοχεύει στην ανάδειξη του  ανεδαφικού ή απαρχαιωμένου της  σύνδεσης της σοσιαλιστικής προοπτικής και της αντικαπιταλιστικής πάλης από το ΚΚΕ. Επιπλέον, κατηγορώντας το ΚΚΕ πως παραμορφώνει την πραγματική εικόνα του κόσμου και μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον κόσμο σε κατηγορίες καθαρά λογικές, απαιτεί ένα ιδεατό, ανύπαρκτο κομμουνιστικό κόμμα έξω από τη συγκεκριμένη κοινωνία που σφραγίζει την ύπαρξή του και λειτουργία του, υποπίπτοντας η κριτική στα ίδια σφάλματα για τα οποία κατηγορείται το ΚΚΕ.
Κι αν μέρος της κριτικής  για τις εκδηλώσεις των εκατό χρόνων τόνιζε τον παρελθοντικό χρόνο των δράσεων και αγώνων του, ήταν γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο απαξίωνε το κόμμα στον παρόντα χρόνο, χωρίς ν’ αναγκάζεται, και να δίνεται έτσι η εντύπωση αντιπαλότητας,  να απαξιώνει τους ίδιους τους αγώνες.  Κι επειδή  σ’ όλη  την εκατοντάχρονη ιστορία του το ΚΚΕ αναδεικνύει την κομμουνιστική προοπτική και αποκαθιστά τη φερεγγυότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, η απαξίωσή του συμπαρασύρει τις πιο πολλές φορές και κάθε προσπάθεια για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
             Και φαντάζουν, σε αριστερούς, αστούς και …ρομαντικούς επαναστάτες, οι  διάφοροι επιμέρους αγώνες, που επιμένουν στην αποσπασματικότητά τους και τον αυτοπροσδιορισμό τους, δεόντως επαναστατικοί και μόνο από το γεγονός ότι αντικαθίσταται ο ανταγωνισμός της ταξικής πάλης με την πολυπλοκότητα και την ποικιλία, με πολιτικό αποτέλεσμα την αποτυχία της  οικοδόμησης  μιας συμπαγούς  πολιτικής δύναμης. Αντ’ αυτής,  οι μικρές μάχες, οι επιμέρους πολιτικές επιλογές, οι πολιτιστικές παρεμβάσεις, νίκες που μπορούν να απορροφηθούν και ήττες που μπορούν να ξεχαστούν, εκθειάζονται και επιδιώκονται, με συνέπεια ο πολλαπλασιασμός των ζητημάτων να διασκορπίζει δυνάμεις και να τις αποδυναμώνει. Κι ενώ το κόμμα είναι κατάλληλο για μια τέτοια διαδικασία σύνδεσης των πολλαπλών επιμέρους αγώνων μεταξύ τους και με το στρατηγικό στόχο, απορρίπτεται η απαιτούμενη πειθαρχία και οργάνωση ως εξαναγκασμός και  έλλειψη ελευθερίας. Παρόλο που το Κόμμα προσφέρει μια πολιτική μορφή που καλύπτει πολλά επίπεδα και τομείς και κλιμακώνεται σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Εξάλλου, υποβαθμίζεται, αν δεν ακυρώνεται,  το γεγονός πως το Κόμμα είναι φορέας κι εκείνης της  πολιτικής γνώσης που έρχεται με την εμπειρία. Προσφέροντας μια γνώση που ξεπερνά ό,τι μπορεί να γνωρίζει ένα άτομο, το κόμμα παίρνει θέση σ’ αυτή τη γνώση, διαμορφώνει το όραμα για το οποίο θα αγωνιστεί. 
         Στην τελική, μοιάζει η εξ αριστερών κριτική να τοποθετείται πάνω από κάθε πραγματικότητα, πάνω από αγώνες και από πολιτική, θαυμάζει κάθε εντυπωσιακό, αλλά   παρατηρεί με πνεύμα επικριτικό ο,τι προέρχεται από το ΚΚΕ και  κυρίως αυτούς που δρουν και κινητοποιούνται, για  ν’ αναδεικνύει η ν’ ανακαλύπτει μόνο λάθη και παραλείψεις σε κάθε δράση τους. Για να μένει στην ουσία ο καπιταλισμός στο απυρόβλητο, ένα είδος  φυσικού φαινομένου, αξεπέραστος.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ


Στον καπιταλιστικό κόσμο, τον  σκληρό κι ανταγωνιστικό, όπου όλα πωλούνται κι αγοράζονται και το κέρδος είναι η ύψιστη αξία,  η σχεδόν απόλυτη εμπορευματοποίηση και των θρησκευτικών εορτών και εθίμων είναι η φυσική συνέπεια. Γιατί όπως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν διαμορφώνονται εν κενώ, έτσι και  οι θρησκευτικές εκδηλώσεις και έθιμα άμεσα συνδέονται με  τις πολύ υλικές βάσεις της ζωής μας.
            Κι αν στα χρόνια μας οι άνθρωποι κατά κύριο λόγο υιοθετούν τη θρησκεία του περιβάλλοντός τους, αφού η θρησκεία καθορίζεται συμπτωματικά και όχι από το περιεχόμενό της, και την ασπάζονται για να ανταποκριθούν στο περιβάλλον που ζουν, στην αυγή του χριστιανισμού και πριν αυτός γίνει αναγνωρισμένη κρατική θρησκεία οι οπαδοί του επιλέγουν και υπερασπίζονται την χριστιανική πίστη αν και περιφρονούνται και γίνονται αντικείμενο έκτακτων νόμων.
 Ο Φρ. Ενγκελς στο «Σχετικα με την ιστορία του πρώτου χριστιανισμού» σημειώνει:
«Η ιστορία του πρώτου Χριστιανισμού έχει σημαντικά σημεία ομοιότητας με το σύγχρονο εργατικό κίνημα. Όπως το τελευταίο, ο χριστιανισμός ήταν αρχικά ένα κίνημα  των καταπιεζομένων: πρωτοεμφανίσθηκε σαν θρησκεία των δούλων και των χειραφετημένων δούλων, του φτωχού λαού που είχε στερηθεί  κάθε δικαιώματος, των λαών που είχαν υποταχθεί ή διασκορπιστεί  από τη Ρώμη. Τόσο ο χριστιανισμός όσο και ο εργατικός σοσιαλισμός κηρύσσουν την προσεχή σωτηρία από τη δουλεία και την αθλιότητα ̇ ο Χριστιανισμός τοποθετεί αυτή τη σωτηρία σε μια ζωή στο υπερπέραν, μετά το θάνατο, στον ουρανό̇̇͘͘  ο σοσιαλισμός την τοποθετεί σε τούτο τον κόσμο, σε μια μεταβολή της κοινωνίας.(…)
           Τι είδους άνθρωποι ήσαν οι πρώτοι στρατολογημένοι Χριστιανοί; Κύρια είχαν στρατολογηθεί από τους «εργαζόμενους και επιβαρυμένους», μέλη των κατώτερων στρωμάτων του λαού, που είχαν γίνει επαναστατικό στοιχείο. Και τι αποτελούσαν; Στις πόλεις φτωχευμένους ελεύθερους ανθρώπους, ανθρώπους κάθε είδους, σαν τους «άθλιους λευκούς» στις νότιες πολιτείες που διατηρούσαν τη δουλεία και τους Ευρωπαίους αλήτες των λιμανιών και τυχοδιώκτες στα αποικιακά και Κινέζικα λιμάνια, ύστερα χειραφετημένους δούλους και, πάνω απ’ όλα, πραγματικούς δούλους  ̇ στα μεγάλα κτήματα στην Ιταλία, Σικελία και Αφρική δούλους, καις στις αγροτικές περιοχές των επαρχιών μικρούς χωρικούς που είχαν πέσει όλο και περισσότερο στη δουλεία από χρέη. Δεν υπήρχε απόλυτα κοινός δρόμος χειραφέτησης για όλ’ αυτά τα στοιχεία. Για όλους αυτούς ο παράδεισος είχε χαθεί πίσω τους ̇ για τους καταστρεμμένους  ελεύθερους ανθρώπους ήταν η πρώην π ό λ ι ς, η πόλη και το κράτος εκείνου του καιρού, όπου οι προπάτορες τους ήσαν ελεύθεροι πολίτες  ̇ για τους δούλους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι  στον πόλεμο, ο χρόνος της ελευθερίας προ της υποταγής και αιχμαλωσίας τους ̇ για τους μικροχωρικούς το κοινωνικό σύστημα  του γένους και η κοινοτική  γαιοκτησία, που είχαν καταργηθεί. Όλα αυτά τσακίστηκαν  από την ισοπεδωτική σιδερένια γροθιά της καταχτήτριας Ρώμης. Η φυλή και η ένωση  συγγενικών φυλών ήταν η πιο πλατειά κοινωνική ομάδα όπου έφτασε η αρχαιότητα ̇ ανάμεσα στους βαρβάρους, η συγκέντρωση  σε ομάδες βασιζόταν σε συμμαχίες  ανάμεσα σε οικογένειες και ανάμεσα στους πολεοϊδρυτές Έλληνες και Ιταλούς στην π ό λ ι ν που την αποτελούσαν  μια ή περισσότερες συγγενικές φυλές. Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δόσανε στην Ελληνική χερσόνησο πολιτική ενότητα, αλλά δεν οδήγησε  στο σχηματισμό Ελληνικού ένθους. Τα έθνη έγιναν δυνατά  μονάχα από την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτή η κυριαρχία τερμάτισε  μια για πάντα  τις μικρότερες ενώσεις·  η στρατιωτική δύναμη, η Ρωμαϊκή δικαιοδοσία και ο μηχανισμός είσπραξης φόρων διάλυσαν ολότελα την παραδοσιακή εσωτερική οργάνωση. Στην απώλεια της ανεξαρτησίας της χωριστής οργάνωσης προστέθηκαν η βίαιη λεηλασία από στρατιωτικές και πολιτικές αρχές που άρπαζαν τους θησαυρούς των υποδουλωμένων κι ύστερα τους δάνειζαν τους ίδιους τους θησαυρούς τους με τοκογλυφικό τόκο για να τους αποσπάσουν  ακόμα πιο πολλά.  Η φορολογική πίεση και η ανάγκη για χρήματα που προκαλούσε  σε περιοχές όπου κυριαρχούσε μονάχα ή κυρίως η φυσική οικονομία, βύθιζε τους χωρικούς σ’ ακόμα βαθύτερη δουλεία στους τοκογλύφους, δημιουργούσε μεγάλες περιουσιακές διαφορές, που έκαναν τον πλούσιο πλουσιώτερο και απογύμνωνε τέλεια το φτωχό. Κάθε απόπειρα αντίστασης απομονωμένων μικρών φυλών ή πόλεων, στη γιγαντιαία Ρωμαϊκή παγκόσμια δύναμη ήταν χωρίς ελπίδα. Πού υπήρχε η διέξοδος, η σωτηρία, για τους υπόδουλους, τους καταπιεζόμενους και εξαθλιωμένους, μια διέξοδος κοινή για όλες αυτές τις ανθρώπινες ομάδες που   τα συμφέροντά τους ήσαν αμοιβαία ξένα ή κι ακόμα αντιτιθέμενα; Κι όμως έπρεπε να βρεθεί ένα μεγάλο επαναστατικό κίνημα που να τους αγκαλιάσει όλους αυτούς.
        Η διέξοδος είχε βρεθεί πράγματι. Αλλά όχι σ’ αυτόν  τον κόσμο. Στην κατάσταση που βρισκόντουσαν τα πράγματα μπορούσε να υπάρξει μονάχα μια θρησκευτική διέξοδος. Τότε αποκαλύφθηκε ένας καινούργιος κόσμος. Η συνέχεια της ζωής της ψυχής ύστερ’ από τον θάνατο του σώματος, αναγνωρίστηκε σιγά-σιγά, άρθρο πίστης σ’ ολάκερο τον Ρωμαϊκό κόσμο. Ένα είδος ανταμοιβής ή τιμωρίας των πεθαμένων ψυχών για τις πράξεις τους όσο ήταν στη γη έπαιρνε επίσης ολοένα και μεγαλύτερη αναγνώριση. Όσον αφορά την ανταμοιβή, οι προοπτικές δεν ήταν τόσο καλές: η αρχαιότητα ήταν πάρα πολύ  αυτόματα υλιστική  για να μην αποδίδει απεριόριστα πολύ μεγαλύτερη αξία στη ζωή πάνω στη γη από όσο στη ζωή στο βασίλειο των σκιών·  τη ζωή ύστερ’ από το θάνατο οι Έλληνες τη θεωρούσαν, πιο πολύ, σαν δυστύχημα. Ύστερα ήρθε ο Χριστιανισμός, που πήρε την ανταμοιβή και τη  τιμωρία στον άλλο κόσμο στα σοβαρά και δημιούργησε τον ουρανό και τον άδη, και βρέθηκε μια διέξοδος που θα οδηγούσε τους εργαζόμενους και ταλαιπωρημένους από το λιβάδι του οδυρμού  στον αιώνιο παράδεισο. Και στην πραγματικότητα μονάχα με τη προοπτική  μιας ανταμοιβής στον άλλο κόσμο μπορούσε  η στωϊκοφιλονική απάρνηση του κόσμου και ο ασκητισμός να υψωθεί  στη βασική ηθική αρχή μιας καινούργιας παγκόσμιας θρησκείας που θα μπορούσε να εμπνεύσει τον ενθουσιασμό στις καταπιεζόμενες μάζες(…)»
         Φρ. Ενγκελς   « Σχετικά με την ιστορία του πρώτου Χριστιανισμού» μετ. Γ. Βιστάκη, εκδ. Αναγνωστίδη

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΚΡΗΞΗ ΒΟΜΒΑΣ


Και πριν εξαντληθούν οι εκδηλώσεις και οι δηλώσεις εθνικοφροσύνης με την ευκαιρία της συμφωνίας των Πρεσπών, έσκασε και η βόμβα στην έδρα του ραδιοτηλεοπτικού ομίλου του ΣΚΑΪ, ανανεώνοντας τις ευκαιρίες αντιπαράθεσης κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης και τροφοδοτώντας τους παροικούντες στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας ή Κοινωνικής Δικτύωσης με υλικό που τους επιτρέπει ν’ αναδείξουν τον ηρωισμό τους, είτε ως παθόντες στο ΣΚΑΪ είτε ως αγωνιζόμενοι με τα πληκτρολόγια. Οι δράστες της βομβιστικής επίθεσης μένουν στο σκοτάδι και στόχοι τους και κίνητρά τους δεν κρίνονται παρά από το αποτέλεσμα. Δεν είναι δα και η πρώτη βομβιστική ενέργεια για να ξαφνιάσει!
           Και μεις οι αδαείς περί την τρομοκρατία θα πρέπει, παραβλέποντας τα πραγματικά και μεγάλα προβλήματα, να επιστρατεύουμε ό,τι  λογική μας έχει διασωθεί για να ξεδιαλύνουμε κάθε φορά τα αινίγματα των επιθέσεων, γιατί  σ’ αυτόν τον στόχο ή τον άλλο, γιατί τώρα κλπ.;
             Και επειδή τις περισσότερες φορές, με κάθε δράση τρομοκρατική συνειρμικά ανακαλείται ο άγονος προβληματισμός σχετικά με την  27 χρονη δράση της Ε.Ο17Ν,  αναρωτιέται κανείς για τους στόχους που έχει η επιμονή σε τέτοιου είδους δράσεις  και ακόμα περισσότερο για τα κριτήρια με τα οποία επιλέγονται οι στόχοι. Όταν πριν 26 χρόνια η Ε.Ο Ν17, ως εκδικητής-τιμωρός, για την «πολιτική αυτή ξεπουλήματος των οικονομικών μονάδων και καταστροφής του 40%του παραγωγικού δυναμικού» της χώρας από τη ΝΔ, αποφάσιζε να χτυπήσει στα πόδια έναν από τους βουλευτές που ψήφιζαν στη Βουλή υπέρ αυτής της πολιτικής και επέλεξε τον παντελώς ασήμαντο Λευτέρη Παπαδημητρίου, δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί κανείς εάν το βασικό κριτήριο γι’ αυτό ήταν η ευκολία πρόσβασης στο στόχο. Γι’ αυτό ήταν αναγκασμένη να μεγεθύνει το ρόλο του, τον αποκαλεί στην προκήρυξη «λοχαγό» της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ, για να μεγεθύνει τη δική της δράση ως τιμωρού, και μ’ αυτόν τον τρόπο  να πολλαπλασιάσει τις δικές της αυθαιρεσίες. Και έμεινε βέβαια αναπάντητο το ερώτημα, και μετά τη σύλληψη των μελών της, για τις αυταπάτες ή σκοπιμότητες των μελών της γύρω από τις δυνατότητες μιας αποτελεσματικής στρατηγικής επίθεσης εναντίον του συστήματος που διακήρυτταν πως πολεμούσαν, επιλέγοντας ως στόχους ανθρώπους που και για το ίδιο το σύστημα ήταν αναλώσιμοι.
           Και για άλλη μια φορά σε θέση ντεντέκτιβ ψάχνουμε να λύσουμε αστυνομικά μυστήρια, για το  ποιος έβαλε τη βόμβα, γιατί την έβαλε κλπ. Και σ’ ένα τηλεοπτικό κανάλι, που ταυτίζει απροσχημάτιστα την προπαγάνδα, αρκούντως φασίζουσα, με την πληροφόρηση και προβάλλει την επικαιρότητα σύμφωνα με τις επιθυμίες των χρηματοδοτών του, διαμορφώνοντας την εικόνα της πραγματικότητας κατά τα συμφέροντά τους, η έκρηξη της βόμβας στο προαύλιό του, που τα σπασμένα τζάμια εκβιάζουν θέαμα εντυπωσιακό, δίνεται η ευκαιρία να παίξει το ρόλο του θύματος και του διωκομένου.
         Τέτοιες μεμονωμένες τρομοκρατικές ενέργειες, που μοιάζει να έχουν θολά κίνητρα και στόχους, βέβαιο είναι πως μπορούν να αξιοποιηθούν για  αποπροσανατολισμό από φλέγοντα προβλήματα, να βοηθήσουν στην δικαιολόγηση για αποδοχή αυταρχικών  μέτρων και  στην προώθηση και κατασκευή κρίσης στο επίπεδο της κοινωνίας που αλλοιώνει τις πραγματικότητες της υπαρκτής κοινωνικής αντιπαράθεσης. Κι αυτές οι παλαιές πρακτικές τακτικές συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται, άλλοτε αποτελεσματικά άλλοτε όχι,  για το χειρισμό και έλεγχο της κοινής γνώμης με το φόβο, την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση.
            Και παρουσιάζει ενδιαφέρον που διανοούμενοι, καθηγητές πανεπιστημίου, στα πλαίσια μιας μικροπολιτικής που μοιάζει να μην αντέχει σε κριτική, ξιφουλκούν εναντίον της ακροαριστερής τρομοκρατίας με στόχο άμεσο να πλήξουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ως ηθικό αυτουργό της. Κι έτσι, επιδεικνύοντας μια αφέλεια που δεν συνάδει με τα βιογραφικά τους και με το κύρος που αντλούν από τις θέσεις που κατέχουν, δίνουν εγκυρότητα στον πολιτικό λόγο που ταυτίζει ΣΥΡΙΖΑ με αριστερά και τρομοκρατία με στόχο μακροπρόθεσμο να απαξιωθεί συλλήβδην ο αριστερός και βέβαια κομμουνιστικός λόγος.
           Ένας γράφει για την τρομοκρατία που προέρχεται ««από την άκρα αριστερά και στρέφεται κυρίως εναντίον του φιλελεύθερου τμήματος της κοινωνίας», άλλος παραπέμπει στην ελευθερία του τύπου που πλήττεται, ένας τρίτος κατηγορεί πως ευθύνονται για τη στοχοποίηση του ΣΚΑΪ οι  κατηγορίες που έχουν εκτοξευτεί  εναντίον του.
            Και δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί πως και στον τομέα της διανόησης, που παλιότερα περιελάμβανε ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας και η πνευματική  εργασία δεν συμμετείχε άμεσα στη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας, τώρα ο ανταγωνισμός έχει γίνει αδυσώπητος. Ακόμα και η πνευματική παραγωγή διαμεσολαβείται από τον μηχανισμό προσφοράς και ζήτησης στην καπιταλιστική αγορά αγαθών της πνευματικής παραγωγής. Ως εκ τούτου, η υπεροχή του διανοούμενου ως ελεύθερου δημιουργού που μπορεί να  ανυψώνεται πάνω από κόμματα κι είναι ανεξάρτητος από το μεγάλο κεφάλαιο και ασφαλής στην κοινωνική του κατάσταση έχει τρωθεί. Αν παλιότερα ελεγχόταν κυρίως από την κρατική εξουσία τώρα είναι και η αγορά που αγκαλιάζει ή απορρίπτει τα πνευματικά προϊόντα του. Γι’ αυτό, καθώς η αγωνία του για τη  διατήρηση των προνομίων του συνδέεται με τη διατήρηση εκείνων των παραγωγικών σχέσεων που τον ικανοποιούν επιστρατεύει τον πνευματικό του εξοπλισμό για να τις υπερασπιστεί.
       Και στην τελική, σε δράσεις βίας με αμφίβολο στόχο και  ανεξήγητες  προθέσεις, ο διανοούμενος είτε ανακαλύπτει επαναστατικές προθέσεις είτε τις καταγγέλλει υπερασπιζόμενος ένα φαντασιακό status quo αποδεικνύει την αντιφατικότητά του που παραδοσιακά αποδίδεται στη μικροαστική τάξη.
              

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ «ΚΑΚΟ» ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ


Αν  και όλο και  περισσότερο τα τελευταία χρόνια πολλοί ιστορικοί και σύγχρονοι απολογητές του ναζισμού προσπαθούν, αν όχι  να απαλλάξουν, τουλάχιστον εμφανώς να δικαιολογήσουν τους Γερμανούς για  τις αμέτρητες θηριωδίες και εγκλήματα που διέπραξαν στην Ελλάδα και αλλού κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου, η αλήθεια των γεγονότων τους αντιμάχεται. Γιατί πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η αγριότητα των γερμανών στρατιωτών, που βασανίζουν γέρους, βιάζουν γυναίκες και σκοτώνουν βρέφη,  προς τον άμαχο πληθυσμό;
           Ιστορικοί και πολιτικοί αναθεωρούν την ιστορία, μέσα στα πλαίσια μιας διακηρυγμένης αντικειμενικότητας, που δεν παραλείπει να μεροληπτεί για τους εγκληματίες, προσπαθώντας να ενοχοποιήσουν για τις βαρβαρότητες της αρίας φυλής τις πράξεις αντίστασης εναντίον της. Μόνο που η αγριότητα των ναζί δεν εκδηλώνεται ως εξαίρεση, αλλά ως κανόνας συμπεριφοράς σε κατεχόμενες χώρες και στην Ελλάδα, γιατί  η εγκληματική τους συμπεριφορά στηρίχτηκε, συν τοις άλλοις, στη διάβρωση των καθιερωμένων προτύπων πολέμου όπως αυτών που διαχώριζαν πολεμιστές από αμάχους. Σε εγκλήματα όπως η σφαγή στα Καλάβρυτα πριν από 75 χρόνια στις 13 Δεκεμβρίου η επικέντρωση στη συσχέτισή της με την εκτέλεση γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες υποσκιάζει την αγριότητα και κτηνωδία που επέδειξαν οι γερμανοί.
             Αλλά  αθωώνεται στην πραγματικότητα ο εθνικοσοσιαλισμός και όταν αναζητείται η αιτία για τα εγκλήματά του στην ψυχοπαθολογία, ή στις προσωπικότητες αξιωματούχων. Όταν  δηλ. η αιτία επικεντρώνεται στην ηθική ή ψυχολογία  και αντιμετωπίζεται η εγκληματική συμπεριφορά ως μεμονωμένο περιστατικό και όχι συλλογικό.
            Δεν σημαίνει ότι η ηθική δεν έχει σημασία, αλλά αν στηριζόμαστε μόνο σε ηθικές κατηγορίες  για να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα μάλλον θα τα συσκοτίσουμε. Κι αυτό, γιατί παραβλέπονται οι υλικές βάσεις της ηθικής σκέψης, θεωρώντας ως δεδομένο τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που τις διαμόρφωσαν. Και καταλήγει όλο  και περισσότερο οι ηθικολογικές αφαιρέσεις να χρησιμεύουν ως υποκατάστατο για πολιτικές αναλύσεις.
              Από τη μια λοιπόν οι ιστορικοί αναζητούν σε νομολογίες ελαφρυντικά για τις θηριωδίες των γερμανών στρατιωτών σε χώρες κατοχής και από την άλλη φιλόσοφοι και ψυχολόγοι αναζητούν στην σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης την αιτία της εγκληματικής συμπεριφοράς τους.
             Η προσπάθεια να εξηγηθούν οι θηριωδίες των ναζί, αποκομμένες από το οικονομικοπολιτικό πλέγμα που τις υποστήριζαν, περιορίζει τον προβληματισμό στις προθέσεις, γνώσεις και συναισθήματα των μεμονωμένων ανθρώπων που τις διέπραξαν. Μόνο που κάτω από το ναζιστικό καθεστώς  δεν είναι μεμονωμένοι απλοί άνθρωποι που αναγκάστηκαν να κάνουν  αποτρόπαια πράγματα, αλλά ένα μεγάλος αριθμός ατόμων, αν όχι η πλειοψηφία του πληθυσμού, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και  κοινωνικές σχέσεις υπερέβαλλαν στη διάπραξη βιαιοτήτων.   
          Στη ναζιστική Γερμανία δημιουργήθηκε εκείνο το ιδεολογικό, θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο που ευνοούσε δράσεις που, αν και ήταν αποτρόπαιες, εξυπηρετούσαν τους σκοπούς του καθεστώτος και το οποίο προωθήθηκε να γίνει αποδεκτό σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Εξάλλου αν η εμφάνιση και άνοδος του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία συνδέεται περισσότερο με τις εθνικές προκαταλήψεις ή τη χαρισματική δημαγωγία του Χίτλερ είναι γιατί δεν αναγνωρίζεται πόσο ελκυστική ήταν για τη γερμανική άρχουσα τάξη η πολιτική πλατφόρμα του ναζισμού που υποστηρίχτηκε.
Κι ίσως γι’ αυτό και  κάθε καθεστώς που θέλει να διαπράξει γενοκτονίες σπάνια αποτυγχάνει να βρει δημίους. Στην αποικιοκρατούμενη Αφρική δεν διαπράχτηκαν γενοκτονίες ή στην Αμερική; Μόνο που κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο μεταφέρθηκαν εξορθολογισμένα και επιστημονικά, σε μεγάλη έκταση και σύντομο χρόνο, οι τεχνικές γενοκτονίας από τις αποικιοκρατούμενες χώρες και εφαρμόστηκαν στην  ίδια την Ευρώπη.
          Οι Ευρωπαίοι λοιπόν του διαφωτισμού και της δημοκρατίας δεν μπορούσαν με την αποκάλυψη των ναζιστικών φρικαλεοτήτων να αποκρύψουν πια τις ολοκληρωτικές διαστρεβλώσεις που οδηγεί η  ευρωπαϊκή ηθική της εξορθολογισμένης εκμετάλλευσης και τις παραμορφώσεις της ιδεολογίας για την υπεροχή του λευκού ανθρώπου. Και ανασκουμπώθηκαν να αιτιολογήσουν τα ναζιστικά εγκλήματα ως εξαίρεση στη μακρά ευρωπαϊκή ιστορία των κατακτήσεων και της αποικιοκρατίας.              
Οι θέσεις της Χάνα Αρεντ, τα αποτελέσματα από το αμφιλεγόμενο πείραμα του Milgram συγκλίνουν στην πραγματικότητα στο συμπέρασμα πως η βασική εξήγηση του κακού στο ναζισμό, ακόμα και στην πιο ακραία μορφή του, ήταν μια λανθάνουσα τάση όλων των ανθρώπων, η  τάση να ακολουθούν διαταγές και να συμμορφώνονται. Η κοινοτοπία του κακού κατά την Άρεντ - η ιδέα της συντριπτικής δύναμης της ιεραρχικής εξουσίας ή της πίεσης από ομοτίμους – γίνεται γενικός κανόνας τόσο στα θύματα όσο και στους δράστες. Με τον ίδιο τρόπο που το Ολοκαύτωμα έγινε παγκόσμιο σύμβολο όλων των θυμάτων του ρατσισμού και μίσους, οι δράστες του έγιναν τα παγκόσμια σύμβολα της αδράνειας του ανθρώπου να μην πέσει στη βαρβαρότητα.
           Αλλά αφού γνώρισμα του κακού είναι η κοινοτοπία του, καθένας κρύβει κι ένα ναζιστή εν υπνώσει μέσα του, επομένως γίνεται πιο δύσκολο η βαρβαρότητα να προκαλέσει κλονισμό και όσοι διαιωνίζουν βάρβαρες πράξεις να θεωρηθούν υπεύθυνοι για αυτές, καθώς οι πράξεις αποπλαισιώνονται από συνθήκες και σκοπιμότητες σ’ έναν ανιστορικό χρόνο.
       Και κάπως έτσι ο ναζισμός  φεύγει από το πρώτο πλάνο, στήνονται οι θεωρίες του ολοκληρωτισμού που συγχέουν φασισμό με  κομμουνισμό, ενώ διασώζονται οι δικτατορίες και δοξάζονται οι αστικές δημοκρατίες.
           Μόνο που οι  δημοκρατίες των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι αυτές που  καταστρέφουν χώρες, δολοφονούν τους κατοίκους τους, κλείνουν σε στρατόπεδα τους πρόσφυγες. Κι όπως οι κοσμοθεωρίες των Ναζί δεν έγιναν αποδεκτές σε μια νύκτα από τη μεγάλη πλειοψηφία των γερμανών, το ίδιο και οι βαθμιαίες αποκλίσεις προς φασίζουσες επιλογές στα πολιτικά καθεστώτα της Δύσης δεν θα προκύψουν σε πλήρη άνθιση σε μια νύκτα, αλλά μετά από μια περίοδο κατά την οποία η βία σταδιακά θα κανονικοποιείται, θα θεωρείται δικαιολογημένη, ανεκτή μέχρι να γίνει απαρατήρητη, γιατί θα έχει ενσωματωθεί στη ζωή μας.
Και μετά πόσο απέχει να θεωρηθεί η καταπάτηση της αξιοπρέπειας και ελευθερίας σε ομάδες ανθρώπων ηθικό δικαίωμα και αποστολή από την πλειοψηφία του πληθυσμού  που μπορεί να είναι πρόθυμη ακόμα και για εγκληματικές συμπεριφορές ευνοϊκές για την κυρίαρχη τάξη που τις υποθάλπει;  

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ


Κι αν οι πιθανότητες διάψευσης των προβληματισμών, των  ερμηνειών και κυρίως των προβλέψεων σε καταστάσεις ρευστές, με δράσεις αντίρροπες, μπορεί να είναι μεγάλες, αυτό δεν σημαίνει παραίτηση από την προσπάθεια ανάλυσης αιτιών και συνεπειών  κι ένταξής τους σε μια σφαιρική προοπτική.
         Έτσι, παρόλο που οι πληροφορίες για το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία, οι οποίες αντλούνται από την ειδησεογραφία, μπορεί να είναι περιορισμένες ή και κάποιες διαστρεβλωμένες, δεν ανακόπτεται η προσπάθεια για κατανόηση είτε στόχων του είτε  δράσεών του και συνεπειών τους που προκύπτουν ή κατασκευάζονται.
         Αναφέρεται πως το κοινωνικό προφίλ της πλειοψηφίας των κίτρινων γιλέκων περιλαμβάνει δυσαρεστημένους, χαμηλά αμειβόμενους εργαζομένους στην ευρύτερη περιφέρεια των Παρισίων που μάλιστα δεν έχουν παρελθόν συμμετοχής σε κινήματα και διαμαρτυρίες, αλλά ακόμα ότι περιλαμβάνει και ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, έμπορους, επιχειρηματίες κλπ.  Εστιάζεται το ενδιαφέρον στο γεγονός  πως το κίνημα δεν προκύπτει από τις παραδοσιακές μορφές διαμαρτυρίας,  είναι ένα ακέφαλο, αυθόρμητο μαζικό κίνημα που συνδέεται με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και θέτει τις δικές του ιδέες για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Δίνονται ερμηνείες για τον πολιτικό προσανατολισμό του –αριστερός λαϊκισμός κάποιοι,  επανεμφάνιση του Μάη του ’68 άλλοι, επιρροή φασιστική κάποιοι τρίτοι. Κι είναι αξιοσημείωτο πως, όπως και σε κάθε διαμαρτυρία ή κινητοποίηση τα τελευταία χρόνια,  και σ’ αυτή αναγνωρίζονται στοιχεία από εξεγέρσεις του παρελθόντος, σε μια προσπάθεια ενσωμάτωσής της στην επαναστατική παράδοση, θεωρώντας πως ο ίδιος ο  θυμός είναι επαναστατικός, και υπενθύμισης της βίας ως βασικού τρόπου αντιπαράθεσης.  
Κι αν μοιάζει δύσκολο να προβλέψει κανείς με βεβαιότητα την εξέλιξη που θα έχουν οι διαμαρτυρίες κι αν θ’ αποκτήσουν το βηματισμό ενός εξεγερτικού κινήματος τις προσεχείς εβδομάδες, οι αντιδράσεις όμως της εκτελεστικής εξουσίας είναι ενδεικτικές της τακτικής που φαίνεται πως δεν διστάζει πια να ακολουθήσει το αστικό κράτος. Μοιάζει η βίαιη καταστολή, η ανεξέλεγκτη δραστηριότητα των κατασταλτικών μηχανισμών, η αυταρχική αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων να σημαδεύουν στο εξής  την πολιτική της κυρίαρχης εξουσίας.
Οι σκηνές χάους, στην καρδιά του Παρισιού την προηγούμενη εβδομάδα, που κυριάρχησαν στα ΜΜΕ, απεικόνισαν τη διαμαρτυρία των κίτρινων γιλέκων ως μια διαδοχή εικόνων βίας που εντυπωσιάζουν και  φοβίζουν. Κι ήταν η ένταση των βιαιοτήτων περισσότερο παρά η μαζικότητα των κινητοποιήσεων που επιστρατεύτηκε για δικαιολόγηση  της χρήσης της  τεράστιας αστυνομικής δύναμης την επόμενη φορά της διαμαρτυρίας των κίτρινων γιλέκων.  Γι’ αυτό και η απορία παραμένει. Γιατί η κρατική εξουσία, ενώ για τα δεδομένα της Γαλλίας  έχει να αντιμετωπίσει περιορισμένο αριθμό διαδηλωτών που φαίνεται πως δεν έχουν κοινή πολιτική βάση αλλά κυρίως συναισθήματα θυμού και οργής που τους ενώνουν, κάνει ό,τι μπορεί να τα διατηρήσει ενισχύοντας τα με τις βιαιότητες της καταστολής;
Και αν ο βασικός προβληματισμός έχει να κάνει με την αντίδραση του κράτους και το μέγεθος και ένταση της καταστολής, είναι γιατί φαίνεται πως στην εποχή της καπιταλιστικής κρίσης δεν αποτελεί πια την κύρια επιδίωξη η συναίνεση μέσω ραφιναρισμένων μεθόδων ελέγχου, αλλά μέσω καταστολής και εκφοβισμού. Έχοντας εδώ και χρόνια υποσυνείδητα υπονομεύσει η αστική  δημοκρατία με τον κυρίαρχο λόγο της εκλεπτυσμένης προπαγάνδας τις εμπειρίες, επιθυμίες κι αντιλήψεις μας για να ελέγχονται οι αντιδράσεις μας, όταν ο θυμός και η οργή οδηγούν σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις η καταστολή μπορεί να γίνει καθοριστική για εκφοβισμό και υποταγή.
Οι δυο εικόνες, η μια με τους μαθητές στα γόνατα και τα χέρια πίσω από το σβέρκο σαν αιχμάλωτοι πολέμου και  η άλλη από βίντεο με διαδηλωτή με τα χέρια ανοιχτά να δέχεται πλαστική σφαίρα από τις δυνάμεις καταστολής, είναι χαρακτηριστικές όχι μόνο για την ένταση της καταστολής αλλά για τη σκοπιμότητά της.
Η κρατική εξουσία χρησιμοποίησε για τις δικές της σκοπιμότητες τις εικόνες χάους στο Παρίσι, χάριν των οποίων όμως το κίνημα των κίτρινων γιλέκων αναβαθμίστηκε και θεωρήθηκε ισχυρό.  Επιπλέον, η ένταση της καταστολής μοιάζει να μην είναι απλά επίδειξη δύναμης πια αλλά επιβολή της κρατικής δύναμης για πρόκληση φόβου αδιαφορώντας και για τα προσχήματα. Κι επειδή το μέγεθος των κινητοποιήσεων δεν δικαιολογεί το μέγεθος της έντασης της καταστολής δεν είναι εκτός πραγματικότητας οι υποψίες για μονιμοποίηση αυταρχικών κυβερνητικών επιλογών.
Η ταπεινωτική συμπεριφορά προς εφήβους –με δημοσιοποίηση του βίντεο όπου απεικονίζονται ανήλικοι μάλιστα- δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά με εκφοβισμό των μαθητών ούτε και ο αναίτιος τραυματισμός του διαδηλωτή. Η εκτελεστική εξουσία που συνεχάρη την αστυνομία, και γι’ αυτές φυσικά τις πράξεις της, δημιουργεί τους όρους εκείνους που θα την επιτρέψουν απερίσπαστα να εφαρμόσει την πολιτική της άρχουσας τάξης χωρίς προσκόμματα. Τις μέρες αυτές στο Παρίσι οι πραγματικές σχέσεις  εξουσίας βρέθηκαν εντός ορατού πεδίου και απεικονίζονται θεαματικά στους γονατισμένους εφήβους.
Μοιάζει να ευσταθεί η εκτίμηση πως ο αυταρχισμός θα ενταθεί, τα γεγονότα στη Γαλλία δείχνουν πως η καταστολή δεν έχει πια όρια, και  η αναζήτηση ευθυνών για άλλες χειρότερες καταστάσεις θα αποτελούν πια πολυτέλεια. Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε λιγότερο από εντονότερη χρήση  των μηχανισμών καταστολής, δηλ. επαύξηση του  αυταρχισμού και μονιμοποίησή του. Γι’ αυτό και ο προβληματισμός δεν είναι για τη χρήση της βίας, αφού η βία είναι η βάση κάθε ταξικής κοινωνίας και η άρνησή της είναι άρνηση του βίαιου χαρακτήρα της ταξικής αντιπαράθεσης. Το ζήτημα είναι αν τα βίαια ξεσπάσματα ομάδων, που στηρίζονται στον αυθορμητισμό, μπορούν τα αντιπαρατεθούν με το πάνοπλο κράτος και τις φασιστικές εφεδρείες του χωρίς να καταστραφούν ενισχύοντας την κρατική δύναμη.