Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

ΡΩΓΜΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΚΡΕΜΙΖΟΥΝ



Θεατρικά δρώμενα στην Ευρωβουλή, με τον Β. Γιουνγκερ να υπογραμμίζει το σεβασμό των Βρυξελλων στο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος και να εκφράζει τη λύπη για την απώλεια, με ηγέτες ευρωπαϊκών κομμάτων να συναγωνίζονται σε μικροπρεπεια  και να μνημονεύουν το ναζισμό κατά το δοκούν, ενώ ο παραιτηθείς βρετανος επιτροπος Τζ. Χιλς να μην μπορεί να κρύψει τη συγκίνηση του. Και έτσι θα πειστούμε όλοι για τις ολέθριες συνέπειες του δημοψηφίσματος και τον παράδεισο, παρά τις δυσκολίες, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν σηκώνει απείθεια αλλά ανταμείβει, εν καιρώ,  με ... ζαχαρωμενο λουκουμακι τους πειθαρχημένους.
           Μετά από τόσα χρόνια λιτότητας και εξαθλίωσης εργαζομένων ανα την Ευρωπη έχει κανείς την εντύπωση πως λίγη σημασία έχουν πια όλες αυτές οι αναλύσεις που ή εξαντλούνται σε διαπιστώσεις ή διευρύνονται σε εκφοβισμούς για το Brexit και τα τρομακτικά σενάρια για το μέλλον της οικονομίας όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία αλλά και γενικότερα στην Ε. Ε
            Μεγάλο μέρος θεωριών και αναλύσεων επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο θα συνεχίσει η πολιτική ζωή να αναπαράγεται στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες μας διατηρώντας τα ίδια πρότυπα διακυβέρνησης, συζητήσιμο ίσως να είναι η αλλαγή του πολιτικού lifestyle, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί το συναινετικό μέλλον μας, με υποσχέσεις διαρκούς προόδου σε ένα ορατό μέλλον, με εγκαθίδρυση και σταθεροποίηση του κόσμου πέρα από ταξικές αντιθέσεις και ηγεμονίες.
          Με αυτό το σκεπτικό δεν μπορεί να εκπλήσσει το γεγονός ότι κάθε ρωγμή στην εξιδανικευμένη εικόνα της ενωμένης καπιταλιστικά Ευρωπης, από την άνοδο φασιστικών μορφωμάτων ως το όχι της Βρετανίας, μοιάζει να προκαλεί σοκ σε πολιτικούς, διανοούμενους κλπ.  Μόνο που αυτό το σοκ που τόσο εύκολα και επαναλαμβανόμενα εκφράζεται δεν αποκαλύπτει την αδυναμία της κυρίαρχης τάξης να ελέγξει τις συνέπειες κάποιων δράσεων που η ίδια προκαλεί ή να συλλάβει τα διακυβευματα αυτών των ενεργειών, όσο την προσπάθεια να  τα περιορίσει στο πεδίο που αυτή επιθυμεί, να μην μετατεθεί η οπτική μας γωνία από την απλή διαχείριση του status quo στις ταξικές αντιθέσεις που πυροδοτούν εξελίξεις.
          Και στο θέμα του όχι της Βρετανίας για πολλοστή φορά γίνεται μία επικίνδυνη μετάθεση. Σ ένα μεγάλο ποσοστό διστακτικοί  στο να διαχωρίσουμε τα δικά μας συμφέροντα από αυτά  της κυρίαρχης τάξης  και φοβισμένοι να επιλέξουμε εμείς τις δράσεις μας για να τα υποστηρίξουμε εξαναγκαζομαστε στην έκφραση διαφωνίας και αντίθεσης μέσα από κανάλια επιλεγμένα από την κυρίαρχη εξουσία που μας εγκλωβίζουν σε ένα φαύλο κύκλο επαναλαμβανόμενων αδιεξόδων και αυξανόμενης ματαιοπονίας. Έχοντας εσωτερικευσει την πλαστή αισιοδοξία της σοσιαλδημοκρατίας της εποχής του διπολικου κόσμου συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι μπορούμε να εξημερωσουμε την αγριότητα του καπιταλισμού αντιμετωπίζοντας τον με τα μέσα που η κυρίαρχη τάξη μας επιτρέπει. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κι έτσι ακόμα δεν χαράσσουμε ένα σύνορο πέρα από το οποίο μπορεί, ή τουλάχιστον η κυρίαρχη τάξη να φοβηθεί,  οι αντιθέσεις να πάρουν αγωνιστική μορφή.
           Όλα αυτά τα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης η κυρίαρχη τάξη σε γενικές γραμμές δεν χρειάστηκε να κτυπήσει τη ρίζα της κοινωνικής διαμαρτυρίας, αφού αρκούσε η κατάλληλη χρήση των εργαλείων της αστικής μας δημοκρατίας για την παροχέτευση του δυναμικού των ταξικών αντιθέσεων σε ελεγχόμενες κατευθύνσεις. Γι' αυτό και το δημοψήφισμα στη Βρετανία, στα πλαίσια των ενδοαστικων και ιμπεριαλιστικων αντιθέσεων, μπορεί να περιοριστεί η όποια δυναμική του απλώς στην καταγραφή της αντίθεσης ενός μεγάλου τμήματος των βρετανών πολιτών, που να διευκολύνει στην αποφόρτιση των δυνητικά αγωνιστικών διεκδικήσεων, και όχι μόνο στη Βρετανία. Κι αν πολλοί παρομοιάζουν με ξηλωμα του πουλόβερ τους κραδασμούς της E.E που προκαλουνται από δημοψηφίσματα και εκλογές που δεν δίνουν σταθερες κυβερνήσεις  και μπορεί να οδηγήσουν στη διάλυση της, αυτό δεν σημαίνει πως θα ευνοηθούν   οι εργαζόμενοι  αν δεν υπάρχει μαζικό οργανωμένο κίνημα που να επιβάλει ή τουλάχιστον να είναι σε θέση να διαπραγματευθεί τους δικούς του όρους. Γι αυτό είναι απαραίτητο η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, η ύπαρξη και ενίσχυση των κομμουνιστικων κομμάτων που αναγάγουν το κομμουνιστικο όραμα σε κυρίαρχη στρατηγική πρόταση του εργατικού κινήματος.
           Όσο συνεχίζουμε εύπιστοι κι απροβληματιστοι να αφομοιώνουμε τα ιδεολογήματα της αστικής δημοκρατίας μας πνιγμένοι στις υποσχέσεις της για βολεμενες ζωές κι ευθυγραμμισμένες με την κυρίαρχη τάξη επιλογές, οι όποιες ρωγμές στο καπιταλιστικό σύστημα δεν θα είναι προς όφελος μας. Και πως το κομμουνιστικο όραμα θα μας εμπνεύσει και θα μας κινητοποιήσει;


Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ



Στα καθ’ ημάς, η κυρίαρχη ειδησεογραφία την τελευταία εβδομάδα εξαντλήθηκε να σχολιάζει τη φαιδρή συγκέντρωση των «παραιτηθείτε», να εστιάζει εναλλάξ στην εκταμίευση της δόσης, την αλλαγή εκλογικού νόμου, την αναθεώρηση συντάγματος, χωρίς να παραλείπει τη …διακήρυξη του πρωθυπουργού  για «δίκαιη ανάπτυξη» και τις δηλώσεις   του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν για  τη χώρα μας σχετικά με τη συμβολή της στο προσφυγικό, με επιστέγασμα τη φωτογραφία όπου γενικός γραμματέας και πρωθυπουργός παίζανε τους πρόσφυγες με τα σωσίβια.
               Ειδήσεις και σχόλια όπου  πολιτικοί, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι κλπ. επιφορτίζονται με καινούργιες ευθύνες που απαιτούν ικανότητες ισχυρής πειθούς, ώστε να διατηρούν το φόβο και την ανασφάλεια, για να παραμένουμε  σε αδιάκοπη ανησυχία αδρανοποιημένοι, χωρίς να παραλείπουν να καλλιεργούν και την ελπίδα και την απαντοχή ενός αυριανού παράδεισου, για να μη βλέπουμε τα ερείπια και τις καταστροφές του παρόντος και τις αιτίες που τις προκαλούν.
               Και ο πρωθυπουργός με την ομιλία του στην εκδήλωση «Ελλάδα 2021: Παραγωγική Ανασυγκρότηση – Δίκαιη Ανάπτυξη» για άλλη μια φορά ανέλαβε να καλλιεργήσει ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο και να πείσει γι’  αυτές, χρησιμοποιώντας αιτήματα και κατακτήσεις του παρελθόντος, ενώ με την πολιτική του τα γκρεμίζει, σαν εχέγγυα για την πειστικότητα των υποσχέσεων που δίνει. Έτσι χαρακτηρίζει το κοινωνικό κράτος «μοχλό ανάπτυξης» και περιγράφει το δικό του όραμα σαν «Δίκαιη Ανάπτυξη, δηλαδή Βιώσιμη και Δημοκρατική». Περιγράφει το ρόλο του κράτους «επιτελικό στην οικονομία, που παρέχει υπηρεσίες υψηλής στάθμης, αντιγραφειοκρατικό για τους παραγωγικούς φορείς. Ικανό να σχεδιάσει και να κατευθύνει πόρους σε δημιουργικές κατευθύνσεις»
               Λόγια αόριστα για να συσκοτίσουν την πραγματικότητα, λες κι αφορούν ένα κράτος υπερταξικό,  όταν  ιστορικά ξέρουμε ότι από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, οι καινούργιες συνθήκες που προέκυπταν απαιτούσαν την επέμβαση του κράτους, για να επιβλέπει  την καλή λειτουργία του συστήματος δημιουργώντας ή τροποποιώντας νόμους. Η κρίση του 1929 αλλά και η ρώσικη επανάσταση του 1917 έδειξαν στην άρχουσα τάξη ότι ήταν ανάγκη να επεμβαίνει άμεσα στην παραγωγή και να λύνει  τα υπάρχοντα προβλήματα, ώστε να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για να αποφεύγονται στο μέλλον κρίσεις αλλά και επαναστάσεις. Η μεταπολεμική προσπάθεια ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο σύστημα μέσω του κράτους πρόνοιας έδειξε να αποδίδει καρπούς για την κυρίαρχη τάξη. Απαξιώθηκαν οι όποιες προσπάθειες για ανατροπή του συστήματος, ιδιαίτερα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, που περιορίστηκαν με αισιοδοξία  στη βελτίωσή του. Μέχρι που ξέσπασε η κρίση και οι  φοβισμένοι εργαζόμενοι θα πρέπει να πειστούν να επαναλαμβάνουν  τη φωνή των «κυρίων» τους θεωρώντας πανάκεια για θεραπεία των  δεινών τους το μικρότερο κράτος, αποκρύπτοντας πως αυτό που συρρικνώνεται είναι ό,τι ονομάστηκε «κοινωνικό κράτος», ενώ αντίθετα η κρατική εξουσία εμφανίζεται με όλο και μεγαλύτερη δύναμη να παρεμβαίνει για τη διαχείριση της μισθωτής εργασίας (π.χ νομοθετική ρύθμιση μείωσης κατώτατου μισθού με το ν.4046/2012, νόμοι που ανατρέπουν εργασιακές σχέσεις κλπ.) Οι πολυεθνικές την επέμβασή της κρατικής εξουσίας απαιτούν για να εξασφαλιστεί τόσο η εργασιακή πειθαρχία με την ανασφάλεια της απασχόλησης όσο και η σταθερότητα του  εφοδιασμού με προλεταριακή εργατική δύναμη στο μικρότερο δυνατό κόστος. Αναλαμβάνοντας το κράτος  τη διαχείριση της εργατικής δύναμης, ως ειδικού εμπορεύματος, προς όφελος των επιχειρήσεων, αποδεικνύει ξεκάθαρα τον ταξικό του χαρακτήρα.
               Στον καιρό της κρίσης γίνεται ολοφάνερο πως το κράτος, που είναι στα χέρια της κυρίαρχης τάξης, δεν έχει σκοπό παρά να διατηρήσει το υφιστάμενο οικονομικό καθεστώς εξουδετερώνοντας την όποια αντίσταση των εργαζομένων. Κι επειδή η κύρια ανταγωνιστική   σχέση στην κοινωνία είναι η σχέση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο, η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, το αστικό κράτος επεμβαίνει  για να διατηρεί και να αναπαράγει αυτή τη σχέση. Η πώληση της εργατικής δύναμης με αρωγή της κρατικής εξουσίας προσαρμόζεται στις ανάγκες αναπαραγωγής της καπιταλιστικής παραγωγής. Ακόμα κι αν κάποιες φορές μοιάζει να έρχεται  σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ατομικών καπιταλιστών   δεν παύει ποτέ να φροντίζει για τις συνθήκες εκείνες που θα τους επιτρέψουν να συνεχίσουν να υπάρχουν ως τάξη. Η κρατική διαχείριση της εργατικής δύναμης είναι απαραίτητη για τη συνέχιση της διατήρησης της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο.
               Και όλοι οι πρωθυπουργοί των αστικών κυβερνήσεων αυτό το στόχο υπηρέτησαν, του Α. Τσίπρα μη εξαιρουμένου, που η διαφορά του από τους άλλους εντοπίζεται σε έναν ψευδή ονοματικό προσδιορισμό. Χρησιμοποιώντας μια εξωραϊσμένη γλώσσα προσπαθεί να μας πείσει με αυτοθυσία να υπηρετήσουμε την καπιταλιστική ανάπτυξη, να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στον νόμο του κέρδους δίνοντας υποσχέσεις για «επούλωση τραυμάτων του κοινωνικού κράτους» και «σταδιακή ένταξη στην παραγωγή όλου εκείνου του δυναμικού που βρίσκεται στη γκρίζα ζώνη της ανεργίας», σ’ ένα άδηλο μέλλον στην πραγματικότητα, πολύ πέρα από το  χρονικό ορίζοντα του 2021. Κι εν τω  μεταξύ τα δικαιώματα των εργαζομένων δέχονται πια κατά μέτωπο επίθεση στο όνομα της κρίσης που προστέθηκε  σ’ αυτό της  παγκοσμιοποίησης, της ανταγωνιστικότητας και της ελαστικότητας της οικονομίας.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

ΤΑΙΝΙΕΣ ΖΑΧΑΡΩΜΕΝΗΣ ΜΝΗΜΗΣ



Το είδος της πολιτικής και ιδεολογικής μας συνείδησης που διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση, στην οποία προβλήθηκε η συναίνεση με την  αποκοπή της πολιτικής από την ταξική πάλη και της πολιτικής από την οικονομία, μας έκανε πειστική την αντίληψη για την υπερταξική δημοκρατία και το ουδέτερο κράτος κι αυτό  μπορεί να ερμηνεύσει επιλογές και συμπεριφορές στα δύσκολα χρόνια των μνημονίων.
  Η πολιτική θεωρήθηκε κι έγινε υπόθεση ενός μικρού αριθμού επαγγελματιών και κομμάτων πολυσυλλεκτικών και δήθεν υπερταξικών, που ευθύνονται για την οικονομική μας κρίση, και  ερήμην του λαού που υποβιβάζεται σε παθητικό δέκτη ή μάζα που η πολιτική του δράση εξαρτάται περισσότερο από τις συγκινησιακές του παρορμήσεις. Μόνο που όχι μόνο οι σκέψεις, αλλά και τα αισθήματα και συγκινήσεις των μαζών οργανώνονται με βάση κάποιες γενικές ιδέες, κάποιους γενικούς στόχους και κάποια πρότυ­πα ζωής, που περιγράφουν και αξιολογούν την πραγματικότητα, και παίζουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση των ταξικών επιδιώξεων. Αυτό σημαίνει πως η κυρίαρχη ιδεολογία επιδιώκει, για να συσκοτίσει την  πραγματική μας θέση στο παραγωγικό σύστημα είτε αυτή να  αντισταθμίζεται με διάφορες ιδέες περί κοινωνικής χρησιμότητας, κοινωνικών προσδοκιών, ηθικών ανταμοιβών κλπ. είτε να εξωραΐζεται με αναπαραστάσεις που απεικονίζουν κατά το δοκούν την πραγματικότητα, παροντική και παρελθοντική. Κι ένα μέσο γι’  αυτό είναι και  η κινηματογραφική εικόνα που έχει τη δυνατότητα να αναπαριστά οπτικά και πειστικά  την πραγματικότητα από διαφορετικές εκδοχές και με διαφορετικές στοχεύσεις.
Τις τελευταίες εβδομάδες προβάλλονται από κρατικό κανάλι ταινίες ελληνικές που αναφέρονται σ’ ένα παρελθόν που δεν απέχει παρά κάπου 50 με 60 χρόνια, όπως «Τέλος εποχής», η «χορωδία του Χαρίτωνος», «Λούφα και παραλλαγή» κλπ.  που ακριβώς εξωραΐζουν μια ολόκληρη περίοδο του παρελθόντος. Ο κινηματογράφος δηλ.  συντελεί στην ανασύσταση μιας εκδοχής της δεκαετίας 60 και 70 αρκετά μυθοποιημένης.
Σε πολλές απ’ αυτές  τις ταινίες η επανάληψη των ίδιων θεμάτων, -ανατρεπτική κοροϊδία απέναντι στη φαιδρότητα πολιτιστικών επιλογών και αναχρονιστικών συμπεριφορών των τότε κρατούντων,  υπονόμευση απαγορεύσεων κυρίως μέσα από  εφηβικές ανησυχίες σε μια εποχή κοινωνικού συντηρητισμού και πολιτικής παρέκκλισης- έπνιξε τους όποιους προβληματισμούς μέσα σε ζαχαρένιες αναθυμιάσεις νοσταλγίας και συναισθηματικής αφέλειας, πατρογονικών συμπεριφορών και πολιτικών στερεοτύπων.  Οι ταινίες αυτές, που γυρίστηκαν μετά  τη δεκαετία του 80  και ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, έχει κανείς την εντύπωση πως αν και φαίνεται να επηρεάζονται θεματογραφικά από την ιστορική περίοδο που ανασυνθέτουν, περισσότερο όμως επηρεάζονται από  το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο ζουν και εργάζονται οι δημιουργοί τους. Αν έχουν ένα ενδιαφέρον δεν είναι γιατί ανασυνθέτουν εκείνη την εποχή, αλλά γιατί ανασυνθέτουν αυτό το ιστορικό παρελθόν υπό την επίδραση της επιλεκτικής μνήμης των δημιουργών τους για την εποχή αναφοράς και προχωρούν στην αναπαράστασή της υπό την επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας της μεταπολίτευσης, όπου μοιάζει το παλιό να μην είναι αναγνωρίσιμο και οι ταξικές συγκρούσεις να έχουν αμβλυνθεί έως εξαφανίσεως.
               ¨Όπως ο κινηματογράφος στην ακμή του, δεκαετία πενήντα και ιδίως εξήντα, συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση συνειδήσεων ενός κοινού πολύ  πιο διευρυμένου απ’  αυτό που έβλεπε τις ταινίες, έτσι και οι νεότερες αυτές ταινίες αν και μοιάζει να καταγράφουν την άποψη του καλλιτέχνη για το παρελθόν, όμως οι βασικές ομοιότητες των περισσοτέρων απ’  αυτών συγκλίνουν στην αναθεώρηση των εικόνων του παρελθόντος με την οικειοποίησή τους από την κυρίαρχη τάξη αναπαράγοντας τη δική της ιστορική μνήμη. Και  αυτές οι ταινίες λειτουργούν ως παραγωγοί ιστορίας και είναι ενδεικτικές για το πώς διαμορφώθηκε και ερμηνεύτηκε η συλλογική μνήμη.
 Μέσα από τη  διακωμώδηση και την ήττα της χούντας, σαν αυτή να μην είχε παρελθόν ή μέλλον, διοχετεύονται τα ιδεολογικά πρότυπα της αστικής τάξης στη μεταπολίτευση  που κάλυψε με τον εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό του καπιταλισμού μας τις ταξικές διεκδικήσεις.   Η χούντα αντιμετωπίζεται σαν το πλαίσιο για να ξεδιπλωθούν οι ιστορίες μιας άλλης εποχής, που ωστόσο τα πάθη και συναισθήματα των ηρώων μπορούν να αγγίξουν τους πάντες. Αυτό που κυριαρχεί είναι τα έξυπνα ευφυολογήματα,  η χαμένη αθωότητα, η ανακάλυψη της γοητείας του απαγορευμένου από τους εφήβους, ενώ  το πρόβλημα  είναι η απόδραση από την καθημερινότητα ενός αστικού περιβάλλοντος που καταπιέζει, από μια γκρίζα πόλη που η ομοιομορφία της απελπίζει. Τα κοινωνικά στερεότυπα που επαναλαμβάνονται είναι η αστική οικογένεια με την αυστηρότητά της, σε μια κοινωνία που ακόμη η ύπαιθρος δεν είχε ερημώσει, το κυνήγι και η αγωνία για την ευημερία, η αθωότητα και ο ιδεαλισμός των νέων, όπου η επαναστατικότητα ταυτίζεται με ευρωπαϊκή  μουσική και υπαρξιακές ή ερωτικές ανησυχίες. Γίνεται προσπάθεια διερεύνησης καταστάσεων που δικαιώνουν πολιτικές επιλογές των χρόνων που γυρίστηκαν οι ταινίες, με τη χρήση ενός φίλτρου εξιδανίκευσης και στερεοτύπων μέσω των οποίων διαφημίζονται νέα καταναλωτικά πρότυπα ζωής. Πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις ή εμφανίζονται μέσα από λεκτικές συγκρούσεις των μεγάλων, ή με υπαινιγμούς που αγγίζουν πολιτικά γεγονότα  φιλτραρισμένα από την εφηβική και επομένως ευμετάβλητη διάθεση των πρωταγωνιστών με τις υπαρξιακές ανησυχίες  ή την ελιτιστική  ματιά δυτικοσπουδασμένων που οραματίζονται εκσυγχρονισμό του καπιταλισμού μας.
         Εν ολίγοις, όλες αυτές οι ταινίες ανασυσταίνουν το κλίμα μια μυθοποιημένης εκδοχής της δεκαετίας του 60, όπου, αφού η ιστορία γίνεται καρτ ποστάλ, το τότε παρουσιάζεται με τη φόρτιση της δικαίωσης εκείνων των ανησυχιών που ταυτίστηκαν με τις επιδιώξεις εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της μεταπολίτευσης.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

ΕΙΚΟΝΑ ΠΟΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ;



Πλευρές της δημόσιας ζωής, όπως αναδεικνύονται από περιστατικά, ενέργειες ή δράσεις εκ πρώτης όψεως ανόμοιων κι ασύνδετων,  δείχνουν το οριακό σημείο που έχουμε φτάσει, όπου απροκάλυπτα τα μονοπωλιακά συμφέροντα που εξυπηρετεί η κρατική εξουσία θα εκφράζονται νομίμως και συναινετικώς και από πολιτικά φασιστικά μορφώματα, που με λίγη βοήθεια από το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο θα στριμωχτούν κι αυτά μέσα στο λεγόμενο συνταγματικό τόξο.
Ο φασιστικός λόγος  και πρακτική, σε …λάϊτ εκδοχή,  βρήκαν την εφαρμογή τους σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του ALPHA, όταν ο πρόεδρος του ομίλου DEMCO Δημ. Κοντομηνάς, που έχει κατηγορηθεί για την υπόθεση των επισφαλών δανείων που χορήγησε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, εκνευρισμένος επειδή παρουσιαστής της εκπομπής υποτίμησε την προσφορά ιατρικής περίθαλψης από  το ιδιωτικό Ιατρικό Κέντρο Αθηνών σε νησί του Αιγαίου, στον αέρα εξέφρασε την «ντροπή» του γιατί εκφράστηκαν απόψεις με τις οποίες διαφωνούσε, απαίτησε να ζητηθεί συγγνώμη από τους παρουσιαστές και κατέληξε, χωρίς να τους αφήσει να αρθρώσουν κουβέντα «Ντράπηκα με αυτά που άκουσα από εσάς! Από ανθρώπους δικούς μας, που είστε μια οικογένεια εδώ μέσα, σας προσέχουμε, έχετε κάθε μέρα το μισθό σας και λέτε βλακείες».
Ο αντιφασιστικός λόγος της κυβέρνησης προσπάθησε, σε …λαϊτ εκδοχή, να εφαρμοστεί  στις ενέργειες του υπουργού Δικαιοσύνης. Σχετικά με την κωλυσιεργία στη δίκη της Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του Π. Φύσσα από τον Γ. Ρουπακιά, ο υπουργός Ν. Παρασκευόπουλος δέχθηκε στη Βουλή τη μητέρα του Παύλου Φύσσα, παρουσία του Ν. Βούτση, κι αποδέχθηκε αίτημά της για επιτάχυνση της δίκης. Γι’  αυτό  έστειλε «έγγραφο-παράκληση» προς τον Πρόεδρο του τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών καλώντας του να δώσει το πράσινο φως και την αρμοδιότητα να ορίσει νέο χώρο για τη διεξαγωγή της δίκης, ενώ ξεκαθάρισε πως δεν έχει τη δυνατότητα να παρέμβει για τις καθυστερήσεις που προκαλεί η αποχή των δικηγόρων στη δίκη των δολοφόνων του Π.  Φύσσα.
 Έξι  χρόνια  λοιπόν από την πρώτη προσφυγή της Ελλάδας σε μηχανισμό στήριξης που μας έβαλε στο μνημονιακό δρόμο των μέτρων της λιτότητας η κυρίαρχη εξουσία δίνει πια την εντύπωση ότι από τη μια  αδιαφορεί για την κάλυψη με υπερταξικό ιδεολογικό μανδύα της κυριαρχίας των μονοπωλίων, ενώ από την άλλη επεξεργάζεται τεχνικές που  χαλαρώνουν τη σύνδεση των πράξεων των  κατηγορουμένων δολοφόνων και εγκληματιών της  Χρυσής Αυγής με την πολιτική που υπηρετούσαν. Ο φασισμός πρέπει να αποσυνδεθεί  από το ίδιο το μονοπωλιακό κεφάλαιο, να μην φαίνεται ότι εξυπηρετεί με την πολιτική και ιδεολογία του τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης, για να μπορεί να  κληθεί  σε βοήθειά της όταν αυτά απειλούνται, παραπλανώντας τις μάζες με τον δημαγωγικό αντικαπιταλισμό του.
Να λοιπόν που τρία χρόνια σχεδόν μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, το ίδιο το πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο που μετά βδελυγμίας την καταδίκασε δείχνει να χρησιμοποιεί κατά κόρον νομικά τεχνάσματα  που εξυπηρετούν την πολιτική σκοπιμότητα της συγκυρίας. Η κυβέρνηση Σαμαρά ήθελε να μας πείσει ότι   το τέρας του φασισμού με τη σύλληψη των μελών της Χρυσής Αυγής εξουδετερώθηκε εξαιτίας της αποφασιστικότητας ενός πρωθυπουργού και των υπουργών του που επαγρυπνούσαν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Η «αριστερή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ δια του υπουργού Δικαιοσύνης Παρασκευόπουλου θέλει να φαίνεται πως  υπερασπίζεται την «συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη λειτουργία της Δικαιοσύνης» και σέβεται τις κινητοποιήσεις εργαζομένων, για να καταξιώσει την αστική δημοκρατία και την πολυδιαφημιζόμενη αστική κατάκτηση της διάκρισης των εξουσιών, ενώ επί της ουσίας τα  περιθώρια του δικαστηρίου να καθορίζονται μεταξύ του νομικού πλαισίου και των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών.
Κι είναι  αυτοί οι συσχετισμοί που  ο Δ. Κοντομηνάς, απροκάλυπτα, με μεγάλη θρασύτητα με την παρέμβασή του στην πρωινή εκπομπή «happy day», θέλησε να υπενθυμίσει ότι γέρνουν υπέρ της κυρίαρχης τάξης.
Το τραγελαφικό είναι πως αφορμή γι’ αυτήν την παρέμβαση έδωσε σχόλιο παρουσιαστή που μάλλον έγινε από προσπάθεια διαφοροποίησής του, σε αναζήτηση ευφυολογημάτων, προβολής του και κόντρας με δημοσιογράφο που φαίνεται να επαναλαμβάνει τη φωνή του εκάστοτε κυρίου του, σε μια εκπομπή που την έχει καταπιεί η κυρίαρχη ιδεολογία. Μ’ αυτή την παρέμβαση δεν αποκαλύπτονται μόνο η υποκρισία ανάμεσα στο σύνθημα για την ελευθερία της έκφρασης και την εξάρτησή της από την εξουσία του μεγάλου κεφαλαίου ούτε οι ασφυκτικοί έλεγχοι  στα ΜΜΕ σ’ εκείνα τα στοιχεία  που μπορεί να υπονομεύσουν τις οικονομικές σχέσεις που τα στηρίζουν –αυτά είναι γνωστά. Αυτό που αποκαλύπτει, συμπυκνωμένο σε μια εικόνα μερικών λεπτών, είναι η συμπεριφορά πολλών εργαζομένων σε χώρους δουλειάς που χωρίς ταξική συνείδηση και χωρίς  οργάνωση γίνονται έρμαια των εργοδοτών τους, με κάποιους συναδέλφους τους  να φιλοδοξούν για τον εαυτό τους το  ρόλο του επιστάτη που υπερασπίζεται τον εργοδότη του. Κι αν κάτι εντυπωσιάζει είναι η θρασύτητα του κατηγορούμενου για το σκάνδαλο του Τ.Τ εργοδότη, ο οποίος σε ένα συνονθύλευμα φασιστικού και ρατσιστικού λόγου εκθειάζει το πινάκιον φακής που οι ιδιωτικές επιχειρήσεις προσφέρουν στην κοινωνία για τα κέρδη που το ταξικό κράτος τις  επιτρέπει να αποκομίζουν από την υγεία, ανησυχεί για την απειλή της μουσουλμανοποίησης από τους μετανάστες και απαιτεί επειδή πληρώνει, για προσφερόμενη εργασία βέβαια, από τους εργαζόμενούς του απόλυτη πειθάρχηση.
Η σημερινή εικόνα  ενός εργοδότη, -κατηγορούμενου για απιστία και απάτη,- που ταπεινώνει δημόσια εργαζόμενους, και εργαζομένων που ψελλίζουν δικαιολογίες -γιατί πιθανόν δεν φαντάστηκαν ότι η συνήθης  κριτική για το ανεπαρκές κράτος, με μια λάθος διατύπωση κατά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας θα επέφερε την μήνιν του εργοδότη τους και οι οποίοι εκ της θέσεώς τους μπροστά από το γυαλί πίστεψαν πως είναι ανώτεροι από  προλετάριοι- υπήρξε γιατί ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αρνείται να παραδεχτεί και να συστρατευτεί στον αγώνα που γίνεται ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και να αναγνωρίσει τους ταξικούς  του αντιπάλους.