Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ

 

Και η τρίτη πρόταση  δυσπιστίας που ο  ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε στη Βουλή  εναντίον της Νέας Δημοκρατίας, αυτή τη φορά για το θέμα των υποκλοπών, καταψηφίστηκε από το σύνολο των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος. Ο πρωθυπουργός με τη γνωστή αλαζονική αναίδεια του, που ταυτίζει τα εξυπνακιαδίστικα σχόλια του με πειστική επιχειρηματολογία και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την καταγγελτική του επιχειρηματολογία που πιστεύει πως τον αναδεικνύει σε ρηξικέλευθο ηγέτη, υπήρξαν συνεπείς και οι δυο στους ρόλους τους να συσπειρώσουν τα ακροατήρια τους προς δόξαν της αστικής δημοκρατίας. Οι κραυγές και οι συμψηφισμοί στους λόγους των μελών της συμπολίτευσης και οι κατηγορίες και οι υπονοούμενοι παραλληλισμοί με παρελθούσες καταστάσεις στους λόγους των μελών της αντιπολίτευσης ολοκληρωτικά σχεδόν επικεντρώνονται στο πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη, είτε για  υπεράσπιση είτε για καταγγελία. 
          Κι έτσι να έχουμε να πορευόμαστε. Οι μεγαλοστομίες για τη δημοκρατία που θωρακίζεται ή κινδυνεύει άφησαν στο απυρόβλητο τον τρόπο λειτουργίας της και το νομικό της οπλοστάσιο, που επιτρέπει δράσεις όπως αυτές που αποκαλύφτηκαν. Το θετικό βέβαια που προκύπτει από κάτι τέτοιες αντιπαλότητες, είναι που  έρχονται στο προσκήνιο τα μέσα που χρησιμοποιούνται στην άσκηση της εξουσίας. Και διαπιστώνεται ότι κάτι γίνεται σκάνδαλο επειδή  οι κανόνες του παιχνιδιού παραβιάστηκαν, ενώ η πολιτική εξουσία δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει  τις ισορροπίες και να ξαναμοιράσει την τράπουλα συμψηφίζοντας κέρδη- ζημιές. Κι έτσι το ένα σκάνδαλο αποκαλύπτεται μετά το άλλο, από τους μέν και τους δε. Και όλα τα πολιτικά σκάνδαλα μοιάζει να εξαρτώνται από το ελλιπές ηθικό έρμα και τη διαφθορά του ενός ή άλλου πολιτικού προσώπου ή δημόσιου λειτουργού. Σαν μια  εκδοχή κινηματογραφικής ταινίας, απ’ αυτές μάλιστα που δεν έχουν και πολύ ενδιαφέρον ελλείψει αγωνίας για την εξέλιξη, όπου δικαστές αναλαμβάνουν να αποκαλύψουν την αλήθεια, ενώ ο αρχηγός επεμβαίνει υποστηρικτικά, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει,  συντελώντας κι αυτός  για να καθαριστεί  η κόπρος του Αυγείου, μέχρι να αποκαλυφτεί το επόμενο σκάνδαλο.
Στη συζήτηση στη Βουλή ήταν εντυπωσιακή η απουσία σοβαρής διερεύνησης και ανάλυσης των ίδιων των ζητημάτων για τα οποία συζητούσαν, τα οποία αντιμετωπίζονταν άλλοτε  με  ύφος βεβαιότητας, άλλοτε με  ύφος σωτήριων  εξαγγελιών, άλλοτε με υπεροπτικές ειρωνείες. Και ήταν μόνο το ΚΚΕ που θέλησε να παρουσιάσει την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από βαρύγδουπες εξαγγελίες και επικοινωνιακά τεχνάσματα.  «Τα σκάνδαλα σας ενδιαφέρουν μέχρι το σημείο που εξυπηρετούν τις εκλογικές σας διεργασίες» όπως επεσήμανε ο γ.γ Δ. Κουτσούμπας. Αποκαλώντας οι μεν τους δε αριστερούς, ακόμα και  κομμουνιστές, ενώ οι δε τους μεν συντηρητικούς και δεξιούς το κάνουν για να συρρικνώσουν την έκταση του πολιτικού φάσματος σε μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε δυο αντίπαλες φατρίες νεοφιλελεύθερων συντηρητικών. Οι οποίοι μπορεί να έχουν διαφορές, όμως «στα στρατηγικά ζητήματα έχουν συμφωνία, έχουν ταύτιση».
Κι αν κάτι έγινε κατανοητό από τις αποκαλύψεις και αντιδράσεις σ’ αυτές, είναι πως   γίνεται ορατό ότι ορισμένα κρατικά κέντρα διαθέτουν  μια αυτονομία, που αποδέχεται η πολιτική ηγεσία,  η οποία υποδηλώνει την ανάγκη  δραστηριοποίησης του κράτους έξω  από τη συνταγματική τάξη, έξω από την περιοχή του πολιτικού. Κι αυτή η πρακτική δεν  μαρτυρά παρά  την ανάγκη του αστικού κράτους  να δρα στην κατεύθυνση αναίρεσης στοιχείων της  φιλελεύθερης μορφής του κράτους δικαίου, για την οποία επαίρεται η κυρίαρχη τάξη, όταν το απαιτούν τα συμφέροντά της.  
Μέσα στις διάφορες και εν πολλοίς αντιφατικές δικαιολογίες που επικαλέστηκαν οι κυβερνητικοί παράγοντες για τις υποκλοπές, κυριαρχούσε η έννοια της ασφάλειας. Μ’ αυτόν τον όρο ουσιαστικά εννοείται η ασφάλεια της καπιταλιστικής δομής, αλλά το ενσωματωμένο σ’ αυτήν πολιτικό σύμπλεγμα, επιδιώκοντας την κατανομή πολιτικών ρόλων και εξουσιών, εξωραΐζοντάς την,  την τοποθετεί σε μια ηθικοποιημένη σφαίρα που περιλαμβάνει την ασφάλεια του έθνους, της δημοκρατικής τάξης, των θεσμών που κατανέμουν τις εξουσίες. Οι υποκλοπές θεωρούνται  ουσιαστικά νόμιμες στο μέτρο που το μπλοκ των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων δεν θίγεται, παράδειγμα οι υποκλοπές με θύμα το ΚΚΕ, που ουσιαστικά μπήκαν στο περιθώριο. Όταν όμως τα διάφορα τμήματα του αστικού πολιτικού δυναμικού, σε μια εσωτερική αντιπαλότητα, αμφισβητούνται ως  θεσμικές παράμετροι της ασφάλειας, όπως συμβαίνει με την παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη ή το αρχηγού ΓΕΕΘΑ, τότε στο μέτρο που θίγονται, σαν επικυρώσεις της θεσμικής τάξης, σαν αντιπρόσωποι θεσμών, οι υποκλοπές καταδικάζονται ως αντισυνταγματικές. Και βέβαια το μέτρο της καταγγελίας εμφανίζεται σαν ο δείκτης της κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά και σαν δείκτης της ανάγκης αναπροσαρμογής της πολιτικής ισχύος στο έδαφος της θεσμικής αντιπροσωπευτικότητας. Και έτσι αναμετρώνται οι διάφορες πολιτικές εκφάνσεις της κυρίαρχης τάξης για την κυριαρχία τους στο πολιτικό σκηνικό. Να έχουν να διαλέγουν οι εκμεταλλευόμενες τάξεις, χωρίς να ανησυχούν την κυρίαρχη εξουσία.
Στην πραγματικότητα η αντίθεση δεν θα πρέπει να περιορίζεται στο αν θα πρέπει να γίνονται ή όχι οι υποκλοπές και παρακολουθήσεις. Θα πρέπει να εξετάζεται πώς από την κυρίαρχη πολιτική  τέτοιες δράσεις  χρησιμοποιούνται για να εγκλωβίζονται οι λαϊκές αντιδράσεις σε πεδία οριζόμενα απ’ αυτήν, προωθώντας μια στρατηγική ανοχής αν όχι συμπόρευσης, με τμήματα του κυρίαρχου πολιτικού πλέγματος που εμφανίζονται κατά περίσταση να υπερασπίζονται την κυρίαρχη πολιτική δομή και τους θεσμούς της. Στην τωρινή συγκυρία, στο όνομα αυτής της στρατηγικής ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαλεί το ΚΚΕ γιατί δεν συμπορεύεται μαζί του να υπερασπιστεί μια ιδεατή αστική δημοκρατική νομιμότητα. Για να εδραιώνεται η αυταπάτη για την αστική δημοκρατία ως το μόνο καλύτερο δυνατό πολίτευμα, ώστε να αίρονται οι αμφισβητήσεις και οι διεκδικήσεις του λαϊκού κινήματος.

 

 

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

 Στη συναυλία αφιέρωμα της ΚΕ του ΚΚΕ στον Στ. Ξαρχάκο  στις 14 Ιανουαρίου, ο γενικός γραμματέας του Κόμματος Δ. Κουτσούμπας στη ομιλία του υπογράμμισε  ότι το ΚΚΕ «δεν αντιμετωπίζει την τέχνη, τον πολιτισμό, ως διακοσμητικό στοιχείο της πολιτικής δράσης του»  επισημαίνοντας ότι «η σπουδαιότερη λειτουργία της τέχνης, γενικότερα του πολιτισμού, είναι να συμβάλει στην διεύρυνση του μορφωτικού ορίζοντα, στην πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την ικανότητα όλων να κατανοούν και να επιδρούν στην κοινωνική πραγματικότητα» 
        Η πετυχημένη αυτή συναυλία στο κατάμεστο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας όπου τιμήθηκε ένας μεγάλος συνθέτης, ο οποίος δεν συμπορεύτηκε ποτέ με το κομμουνιστικό κόμμα, αλλά τραγούδια του όλες αυτές τις δεκαετίες εκφράζουν τους ανθρώπους της εργασίας και του μόχθου στους οποίους απευθύνεται το Κομμουνιστικό κόμμα, ξαναθυμίζει προβληματισμούς για τη σχέση του καλλιτέχνη με το έργο του, για τον σκοπό της τέχνης. Η μαρξιστική προσέγγιση μάλιστα της τέχνης καρποφορεί όσο υπογραμμίζεται πόσο πολύ η τέχνη μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο πεδίο για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας και του ξεπεράσματός της.
         Κάθε έργο τέχνης αντιμετωπίζεται και ερμηνεύεται μέσα στις δοσμένες κοινωνικές συνθήκες που το παρήγαγαν, αλλά συγχρόνως απηχεί και τον ιδιαίτερο τρόπο αντικρίσματος του κόσμου από τον καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης βάζοντας την προσωπική του σφραγίδα εκφράζει την εποχή του. Όμως επειδή αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι το έργο τέχνης και η αξία που υπάρχει μέσα σ’ αυτό, γι’ αυτό και οι βιογραφικές  γνώσεις για τον καλλιτέχνη απλώς βοηθούν στην κατανόηση του έργου τέχνης, δεν είναι όμως απαραίτητες. Καθώς ο καλλιτέχνης μπορεί να έχει πείρα μόνο αυτού που προσφέρει η εποχή του και οι κοινωνικές συνθήκες, η διαφοροποίησή του δεν συνίσταται στο γεγονός ότι η εμπειρία του είναι θεμελιακά διαφορετική από των άλλων ανθρώπων της εποχής του, αλλά γιατί είναι εντονότερη και πιο συμπυκνωμένη, με την ικανότητά του να της δίνει αισθητική μορφή. Κι επειδή οι ανά τους αιώνες προβληματισμοί για το ρόλο του ταλέντου ως απαραίτητης προϋπόθεσης κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας δύσκολα καταφέρνουν να το εκλογικεύσουν, είναι ευκολότερο να θεωρείται ως δεδομένο και να υπογραμμίζεται η επίδραση του περιβάλλοντος στη διαμόρφωσή του. 
         Κι έτσι στην τέχνη αναγνωρίζεται μια μορφή υπέρβασης, παρόλο που σε όλες τις μορφές της είναι μια συγκεκριμένη κοινωνική δραστηριότητα. Μόνο που  η δημιουργία ενός έργου τέχνης  είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση εργασίας, που δεν επιτρέπει τη συσχέτιση της αξίας του καλλιτεχνικού έργου με το χαρακτήρα ή γενικά την προσωπικότητα του καλλιτέχνη, πολύ περισσότερο τη συσχέτιση  της τέχνης με όποια ηθική της παρούσας συγκυρίας. Ακόμα κι όταν δημιουργώντας  ένα έργο  ένας καλλιτέχνης βάζει ένα μέρος του εαυτού του σ’ αυτό, δεν  σημαίνει ότι πάντα το έργο του αντικατοπτρίζει την προσωπικότητά του  ούτε  είναι αυτονόητο ούτε υπάρχει απαραιτήτως άμεση σύνδεση μεταξύ των πεποιθήσεών του ή των επιλογών του και του καλλιτεχνικού μηνύματος του έργου του. Γι’ αυτό είναι αυθαίρετο να συγχέεται το περιεχόμενο ενός έργου με τη συμπεριφορά του δημιουργού του.
      Κάθε  καλλιτεχνικό έργο το βλέπουμε στην εξέλιξή του, συσχετίζοντας  τον καλλιτέχνη και τη δημιουργικότητά του με το πεδίο των κοινωνικών μετασχηματισμών του οποίου είναι μέρος και το οποίο του  δίνει το νόημά του. Κατά συνέπεια και το κύρος του καλλιτέχνη  δεν μπορεί παρά να θεωρείται  κοινωνικό και εν μέρει κατασκευασμένο φαινόμενο. Γι’ αυτό και το πολιτιστικό πεδίο και οι θεσμοί που το στηρίζουν δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα ηθικά ερωτήματα που θέτει η επιλογή των προτύπων που δίνει μια κοινωνία στον εαυτό της. Επομένως, οι μορφές τέχνης μαρτυρούν επίσης μια σχέση με την κοινωνία,  όπου η ευαισθησία του ατόμου που ζει και του ατόμου που δημιουργεί είναι στενά αναμεμειγμένα. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να διαχωριστεί το έργο του καλλιτέχνη από τον ίδιο, γιατί φέρνει το ίχνος του οράματός του για τον κόσμο, των ηθικοπολιτικών του διαθέσεων. Αυτή η εμπλοκή περιπλέκει την κατάσταση, ώστε να γίνεται δύσκολη η αποσύνδεση του καλλιτέχνη από το έργο του, εφόσον μάλιστα υποστηρίζεται ότι η δημιουργία εμπλέκει το σύνολο της προσωπικότητας του καλλιτέχνη, ιδιαίτερα όταν αυτός ζει και είναι κοινωνικά ενεργός. 
         Επομένως, τα ζητήματα της σχέσης μεταξύ της ηθικής του συγγραφέα και της ηθικής του έργου δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν παρά βάζοντάς τα όχι μόνο σε φιλοσοφική αλλά και κοινωνικοϊστορική προοπτική.
          Κι αν αυτές οι συσχετίσεις μοιάζουν αξεδιάλυτες, με το έργο τέχνης να θεωρείται αποτέλεσμα της πρόθεσης του καλλιτέχνη, όμως το βέβαιο είναι ότι η επίδρασή του καταλήγει να είναι ανεξάρτητη απ’ αυτόν. Δεν  μετρά λοιπόν ο χαρακτήρας ή η ηθική του δημιουργού,  αλλά το ίδιο το έργο που κουβαλά το μερίδιο από συλλογικές αναπαραστάσεις και μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνείες που ξεφεύγουν από τον έλεγχο του καλλιτέχνη.   
          Γι’ αυτό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, που αγωνίζεται για τους εργαζόμενουςδεν μπορεί παρά να τιμά εκείνη την τέχνη, που ακόμα κι αν εγκλωβισμένη  στις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής υφίσταται αλλοτρίωση, συγχρόνως όμως ανοίγει το δρόμο για την κατάργησή της και την ανθρώπινη χειραφέτηση,  απηχώντας τις αντιφάσεις της πραγματικότητας και την επαναστατική ζύμωση της υπέρβασής τους.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΛΕΜΕ…

 

Και μοιάζει η πολιτική μας ηγεσία να αδυνατεί να κατανοήσει, έστω και στο μέτρο που τα όριά της της επιτρέπουν, την έλλειψη της αντιστοιχίας μεταξύ της κοινωνικής βάσης και του πλέγματος της πολιτικής εξουσίας, διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ κοινωνικοοικομικής ιεραρχίας και κοινωνικής βάσης. Με επιδόματα φιλανθρωπίας, εκφοβισμούς για επικείμενο όλεθρο αλλά και επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις αισιόδοξης προοπτικής ως αποτέλεσμα συμμόρφωσης με την κυρίαρχη πολιτική,  απειλεί και κολακεύει η κάθε κυβέρνηση της κυρίαρχης τάξης, για να αποκοιμίζει έναν λαό που, επειδή είναι εκείνος που υφίσταται και παθαίνει, φοβισμένος για το χειρότερο, πάνω από δέκα χρόνια τώρα, τελικά δεν το αποφεύγει. Κι όταν μοιάζει η οικονομική και πολιτική κατάσταση έτοιμη να εκραγεί διαλύοντας τη δική του ζωή, το παραπλανητικό παραμύθι αναζητείται για να τον καθησυχάσει ή και απλώς να τον κάνει να ξεχάσει, για να συμμορφωθεί.
               Μια εβδομάδα τώρα τα μέσα ενημέρωσης, άξιοι υπάλληλοι της κυρίαρχης τάξης, επικεντρώνουν μεγάλο μέρος της ειδησεογραφίας στο θάνατο του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου. Κι είναι σαν να βρισκόμαστε μέσα σε μια χρονοκάψουλα πενήντα χρόνια πίσω και ν’ αναρωτιόμαστε πάλι για το ρόλο της μοναρχίας. Με την κυβέρνηση να ενδιαφέρεται για τις ψήφους των βασιλοχουντικών, αλλάζοντας αποφάσεις, καλλωπίζοντας ανακοινώσεις, αναλαμβάνοντας τα διαδικαστικά μιας ...ιδιωτικής κηδείας. Γενικά μια εβδομάδα τώρα αντικαθίσταται η ιστορία με  ένα παραμύθι που έχει ήρωά του  έναν ευγενικό νέο Έλληνα βασιλιά, που μπορεί να  έκανε λάθη, αλλά αγαπούσε την Ελλάδα και νοιαζότανε για το καλό της. Και για άλλη μια φορά αναλωνόμαστε σε σκιαμαχίες για παλιότερες συγκρούσεις με τέτοιο τρόπο που να κρύβουν τις πραγματικές, οι οποίες συνεχίζονται και στο παρόν πέρα από τα πρόσωπα των πρώην βασιλιάδων.
               Στον εικοστό αιώνα, μέσα σε πενήντα χρόνια από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την χούντα, τρεις από τους τέσσερεις βασιλείς, αν παραλειφτεί το πολύ σύντομο πέρασμα του Αλέξανδρου,  που ανέβηκαν και ξανανέβηκαν στον θρόνο έριξαν σε δεινή κρίση το θεσμό του οποίου ήταν η ενσάρκωση, με επιπτώσεις ολέθριες και στο λαό. Πρώτον ο Κωνσταντίνος ο Α που τον έκαναν στρατηλάτη οι νίκες των βαλκανικών πολέμων με τις  οδηγίες του Ελ. Βενιζέλου και θέλησε να επιβάλλει εντελώς δική του πολιτική ουδετερότητας και έπειτα απροκάλυπτης γερμανοφιλίας στον Α παγκόσμιο πόλεμο, σε αντίθεση προς την πολιτική του Βενιζέλου, με την οποία συγκρούστηκε, για να καταλήξει εξόριστος, αφού αυτός και οι πρίγκιπές του πρωταγωνίστησαν στη μικρασιατική καταστροφή. Ο γιός του Γεώργιος Β, γύρισε στην Ελλάδα μετά τα δέκα χρόνια της δύσκολης και υπονομευόμενης από πολιτικούς και στρατιωτικούς  Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας με τη βοήθεια ενός πραξικοπήματος που νομιμοποίησε ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα. Μέσα σε οκτώ μήνες από την άφιξή του κήρυξε δικτατορία  φασιστικού τύπου μαζί με το σύμβουλο της προσωπικής πολιτικής του πατέρα του, τον Ι. Μεταξά, ενώ εγκατέλειψε, μαζί  με το χρυσό, την χώρα, μετά την κατάκτησή της από τους Γερμανούς. Μετά την απελευθέρωση και με τη βοήθεια των αγγλικών τανκς, ένα ακόμα, ολότελα αμφισβητούμενο δημοψήφισμα τον επαναφέρει. Κι αν ο προτελευταίος βασιλιάς Παύλος δεν αναγκάστηκε να φύγει, όμως δεν παραμελούσε καμιά ευκαιρία για να  τονίσει τις ιδεολογικές του προτιμήσεις υπογράφοντας θανατικές καταδίκες χιλιάδων κομμουνιστών, καταδικάζοντας πολιτικές κινήσεις που δεν του ήταν αρεστές και υπογραμμίζοντας την προσωπική σχέση  που ήθελε να διατηρεί, πάνω από το Σύνταγμα,  με το στρατό ως να του ανήκε προσωπικά. Και ο τελευταίος βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος Β, λίγους μήνες μετά την άνοδό του στο θρόνο επιχειρεί μια από τις αυθαδέστερες  επεμβάσεις στην πολιτική ζωή της χώρας, επιτυγχάνοντας να καταργήσει έναν πρωθυπουργό κόμματος εκλεγέντος με πάνω από 50%. Η απόλυτα αντισυνταγματική επέμβαση του περιλάμβανε υβριστικές  επιστολές προς τον Γ. Παπανδρέου, αιφνιδιαστικό διορισμό κυβέρνησης στηριγμένης σε διάσπαση της πλειοψηφίας της Βουλής, έμεινε στην ιστορία ως αποστασία με πρωτεργάτη τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, χάρη σε μεθόδους εξαγοράς βουλευτών και εξαχρείωσης των πολιτικών ηθών. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Β συνήργησε, με αναγνώριση και με περιβολή του βασιλικού κύρους, στη δικτατορία των συνταγματαρχών, προχωρώντας μετά λίγους μήνες σε ένα οπερατικό κίνημα που τον οδήγησε στην εξορία και  σε μια αμειβόμενη, με τη χορηγία του, σιωπή για έξη χρόνια, έως ότου η ίδια η δικτατορία του έκοψε το δρόμο της επανόδου. Μετά την πτώση της χούντας, με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, με το συντριπτικό ποσοστό του 69,18% καταργήθηκε η βασιλεία στην Ελλάδα. Ο καπιταλισμός εκσυγχρονίζεται και η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία προσαρμόζεται αντίστοιχα, πιεσμένη από ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα, που υποχρέωσε το Φεβρουάριο του 1981 σχεδόν την εν κρυπτώ ταφή της μισητής Φρειδερίκης.
               Αυτή η συστηματική υπέρβαση  από τους βασιλιάδες της Ελλάδας της υποχρέωσης που είχαν από το Σύνταγμα να μένουν έξω από τον καθορισμό  της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του αστικού κράτους, καθώς και από κομματικές και ιδεολογικές διαμάχες μοιάζει να είναι το κοινό χαρακτηριστικό τους, όπως και η έκδηλη απροθυμία τους, έστω και προσχηματικά, να συνδεθούν με το λαό πάνω στον οποίο η δυναστεία τους βασίλευε με δυσανάλογη άνεση και χλιδή κοντά έναν αιώνα. Κι έτσι τελικά ήταν φυσική συνέπεια η απομυθοποίηση του θεσμού ως υπερασπιστού της εθνικής ενότητας, όπως απέδειξαν πασιφανέστατα τα γεγονότα που οδήγησαν  στην δικτατορία της 21ης Απριλίου, και  αποστέρησαν από τη βασιλεία και το τελευταίο έρεισμά της ακόμα και για μεγάλο ποσοστό συντηρητικών αστών.
Όπως στο παρελθόν κάθε μεγάλη εθνική κρίση άρχιζε και τελείωνε  με το ερώτημα, αν θα φύγει ή θα μείνει ο βασιλιάς,  που συντηρούσε  το κλίμα αβεβαιότητας και συνεχών κρίσεων για τη μορφή του πολιτεύματος, μοιάζει και τώρα υποδόρια να επανέρχονται προβληματισμοί για το ίδιο θέμα με γελοίες δικαιολογίες.  Κι ενώ πια δεν υπάρχουν οι παράγοντες που στο παρελθόν έγιναν αιτία να διαιωνίζεται η πολιτειακή κρίση στη χώρα μας, όμως οι συζητήσεις γύρω από αυτήν μοιάζει να αποσυμπιέζει το πολιτικό κλίμα κι ας φαίνεται το αντίθετο. Ενώ η πολιτικοοικονομική κατάσταση πιέζει μέχρι ασφυξίας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, οι αντιπαραθέσεις για παρελθόντα ζητήματα χρησιμοποιούνται για να την συγκαλύπτουν μεταθέτοντας σε άλλα πεδία τη σύγκρουση. Ενώ τα ζητήματα της τελευταίας δεκαετίας ιδιαίτερα αναδεικνύουν την ταξική σύγκρουση που σοβεί, οι βρυκολακιασμένες συζητήσεις για τον τίτλο του έκπτωτου, την εθνικότητά του ή τα δικαιώματα ταφής του μας πισωγυρίζουν σε αιτήματα αστικού εκδημοκρατισμού των αρχών της μεταπολίτευσης.
Να έχουμε να λέμε…

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΩΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ

 

Στο τέλος του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα μεγάλες μάζες, και στην αναπτυγμένη Δύση, όπως και στο παρελθόν νιώθουν το ίδιο συναίσθημα της απόγνωσης για τη μοίρα που υφίστανται, ακόμα κι όταν νομίζουν ότι έχουν ακολουθήσει πιστά τους κανόνες που τους επέβαλαν. Νιώθουν την απώλεια κάθε αξιοπρέπειας όταν καλούνται με μεγάλο κυνισμό να προσαρμοστούν στις συνθήκες που τους επιβάλλονται, χωρίς δηλ.δυνατότητα αλλαγής τους και σε πείσμα της επισφάλειας της ύπαρξης τους.  Από την άλλη οι κυβερνώντες της άρχουσας τάξης κάθε φορά παρασυρμένοι από την έπαρση τους εκδηλώνουν τον κυνισμό τους με δηλώσεις που εκφράζουν περιφρόνηση για τις μεγάλες μάζες, τις οποίες έχουν αναλάβει να τιθασεύσουν στα πλαίσια της αστικής μας δημοκρατίας. Όταν πριν τέσσερις μήνες ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Στ. Πέτσας δήλωνε σχετικά με το θέμα της θέρμανσης του χειμώνα ότι «Όποιος αρνείται να προσαρμοστεί πεθαίνει», απλώς παραδεχόταν  μπροστά σε ακροατήρια τους στόχους της πολιτικής τους. Όσο πιο άτρωτοι από τη λαϊκή οργή αισθάνονται τόσο αποθρασύνονται στο λόγο και τις πράξεις τους. 
          Κι έτσι η περιφρόνηση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων γίνεται κανόνας παρόλο που ο λόγος των κυβερνώντων ακόμα σε γενικές γραμμές θέλει να εμφανίζεται φιλάνθρωπος και φιλολαϊκός. Στην πράξη όμως, ό,τι βελτιώνει τη ζωή μας και εξασφαλίζει την ύπαρξή μας υπονομεύεται και καταστρέφεται όταν δεν παράγει κέρδος. Απόδειξη η διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγεία.
         Το ζήτημα  της υγειονομικής περίθαλψης έχει γίνει και στη χώρα μας το βασικό αποδεικτικό στοιχείο όχι μόνο της αναλγησίας των κυβερνώντων, αλλά της εκμετάλλευσης του κάθε εργαζόμενου από τους καπιταλιστές. Οι δηλώσεις και οι κυβερνητικές αποφάσεις το επιβεβαιώνουν. Πρωθυπουργός και υπουργοί, εν μέσω επιδημίας, αφού απαξίωσαν τη λειτουργία των ΜΕΘ περιορίζοντάς τες και συρρικνώνοντας τις λειτουργίες των νοσοκομείων, μεθόδευσαν το πλήρες γκρέμισμα του ΕΣΥ. Τον Νοέμβριο του 2021 ο υπουργός Επικρατείας Α. Σκέρτσος δήλωνε ανερυθριάστως ότι «δεν υπάρχει και λόγος να δημιουργήσουμε ένα πολυτελές σύστημα υγείας, το οποίο μετά την πάροδο της πανδημίας θα εκλείψει ο λόγος να έχουμε πάρα πολλές ΜΕΘ». Ο ίδιος ο πρωθυπουργός αμφισβητούσε μέσα στη Βουλή, τον Δεκέμβριο του 2021,  τη χρησιμότητα των ΜΕΘ, αφού κατ’ αυτόν, ψευδόμενος,  δεν υπήρχαν ενδείξεις αύξησης της θνησιμότητας ασθενών σε σχέση μ’ αυτούς στις ΜΕΘ. Τον Ιούνιο του 2021 ο Κ. Μητσοτάκης προανήγγειλε επανασχεδιασμό του χάρτη της Υγείας, στη λογική «hub and spoke», με τη δημιουργία «clusters» νοσοκομείων, που σημαίνει κλείσιμο νοσοκομείων ή κλινικών. 
          Συνέπειες λοιπόν μιας πολιτικής που όχι μόνο αδιαφορούσε για τη δημόσια περίθαλψη,  αλλά συστηματικά την αποδομούσε είναι τόσο η τραγική περίπτωση του εξάχρονου παιδιού  που υπέστη ανακοπή και το γύριζαν σ’ όλη τη  Β.  Ελλάδα, από  τα Γρεβενά για να καταλήξει στην Πάτρα, σε αναζήτηση ΜΕΘ, όσο και η έλλειψη φαρμάκων.  Συγχρόνως, αποκαλυπτικές των προθέσεών τους είναι οι δηλώσεις της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, γιατρός και η ίδια, Μ. Γκάγκα,  ότι  «Δεν είναι λογικό να έχουμε φάρμακα σε τιμή κάτω από το κόστος».   
          Οι προθέσεις των κυβερνώντων δεν είναι κρυφές. Απροκάλυπτα και μεθοδικά την τελευταία δεκαετία όλες οι κυβερνήσεις εργάζονται για την παράδοση της δημόσιας περίθαλψης σε ιδιωτικά χέρια, αντιμετωπίζοντάς την ως μια ακόμα επιχείρηση που θα αυξήσει τα κέρδη επιχειρηματιών. Το ίδιο και τα φάρμακα αντιμετωπίζονται ως εμπόρευμα που θα πρέπει να αυξηθεί η τιμή τους, για να εξασφαλιστούν τα κέρδη αυτών που τα εμπορεύονται. Τα υπόλοιπα, απαξίωση και συκοφάντηση δημόσιου συστήματος,  συρρίκνωση νοσοκομειακών μονάδων,  έλλειψη φαρμάκων είναι τα μέσα που οι κυβερνώντες μεταχειρίζονται για να αποσπάσουν αν όχι τη συναίνεση, την ανοχή τουλάχιστον των μεγάλων μαζών για να μην αντιδράσουν. 
           Επειδή οι φαρμακευτικές εταιρείες διέπονται από εμπορικούς κανόνες, οικονομικές κερδοσκοπίες και ανταγωνισμό της αγοράς επενδύουν σε προϊόντα που αποτελούν εγγυημένες και επικερδείς επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η μαζική παραγωγή και διανομή προϊόντων χαμηλού κόστους, με μόνο οριακά κέρδη ανά μονάδα, δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανάπτυξη φαρμάκων και ιατρικών πράξεων για τα οποία οι εταιρείες μπορούν να χρεώνουν πολύ υψηλές τιμές. Είναι δεδομένο επομένως ότι ελλείψει επαρκούς κινήτρου κέρδους, η φαρμακευτική βιομηχανία δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αναπτύξει φάρμακα που η απόλυτη αποτελεσματικότητά τους εξαλείφει τις αιτίες που τα δημιούργησαν κι επομένως την αέναη χρήση τους με τα αντίστοιχα κέρδη. Εν ολίγοις, τα συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας έγκεινται στην ανάπτυξη των υψηλότερων δυνατών κερδών για τους μετόχους της και όχι στη διατήρηση της υγείας του πληθυσμού. 
          Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι το κέρδος είναι ένας παράγοντας ικανοποίησης που οδηγεί σε βελτίωση της ζωής, σε νέες γνώσεις και δυνατότητες, το πρόβλημα παραμένει όταν τα κέρδη προέρχονται από ζημίες άλλων ανθρώπων. Η φαρμακευτική βιομηχανία είναι εξαιρετικά κερδοφόρα, μόνο που αυτά τα κέρδη έχουν μεγάλο κόστος για τους ανθρώπους, γιατί η φαρμακοβιομηχανία απαιτεί υπέρογκες τιμές για τις θεραπευτικές καινοτομίες, τιμές δυσανάλογες με τις επενδύσεις που γίνονται για την ανάπτυξη και την παραγωγή τους. Επιπλέον, δεν ενδιαφέρεται για φάρμακα που έχουν εισέλθει στο δημόσιο τομέα, τα οποία, θεωρούμενα ότι είναι ελάχιστα ανταποδοτικά, υφίστανται συχνές ελλείψεις από τις οποίες υποφέρουν οι ασθενείς. Η φαρμακοβιομηχανία δηλ. είναι απλώς ένας κλάδος όπως οι άλλοι που το κύριο μέλημά τους είναι η οικονομική κερδοφορία και στα μάτια της οι ασθενείς είναι μόνο απλοί καταναλωτές. 
          Κι επειδή η πλειοψηφία των εργαζομένων στα περισσότερα μέρη του καπιταλιστικού κόσμου έχουν εκπαιδευτεί για να εσωτερικεύουν και αποδέχονται τις βασικές αρχές του καπιταλισμού, αρνούνται να δούν την αιτία γι’ αυτά τα ζωτικά προβλήματα, τον καπιταλισμό. Έτσι κατηγορούν τον εαυτό τους ή τον Θεό αν κάτι πάει στραβά, αλλά χωρίς να  τολμούν να δούν στον καπιταλισμό το πρόβλημα. Ζώντας λοιπόν στο καπιταλιστικό σύστημα που διέπεται από τους νόμους του, της εκμετάλλευσης και του κέρδους, φαίνεται φυσιολογικό ν’ αποδεχόμαστε χαρακτηριστικά του που είναι παράλογα και στρέφονται ενάντια στην ύπαρξή μας.
          Με απλά λόγια, στο μεγαλύτερο μέρος του  κόσμου, είναι πιο κερδοφόρο να πουλάς φάρμακα στους πολύ πλούσιους σε υψηλές τιμές παρά να πουλάς φθηνότερα φάρμακα σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Ως αποτέλεσμα, τα φάρμακα παραμένουν απρόσιτα για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων σε πολλά μέρη του κόσμου. Αν και αυτό μπορεί να είναι ένα αποδεκτό αποτέλεσμα για ορισμένα προϊόντα, όπως τα είδη πολυτελείας, είναι εντελώς όμως  απαράδεκτο για φάρμακα που σώζουν ζωές. Επομένως, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η παγκόσμια έλλειψη πρόσβασης στα φάρμακα, ο ρόλος που διαδραματίζουν οι φαρμακευτικές εταιρείες πρέπει να εξεταστεί κριτικά. Αν λοιπόν πιστεύουμε ότι το φάρμακο δεν είναι εμπόρευμα και ότι η υγεία είναι ένα δικαίωμα που πρέπει να προστατεύεται, την ίδια στιγμή, δεν μπορεί να αποδεχόμαστε τον καπιταλισμό που ανεβάζει τις τιμές. Διαφορετικά ας σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι όλοι έχουν δικαίωμα στο φάρμακο και την υγεία.