Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

 

Και συνεχώς επαναλαμβάνεται στην αστική μας δημοκρατία ότι αυτή  είναι η πιο ιδανική μορφή κράτους από τους κοινωνικούς σχηματισμούς, με τους οποίους η ορθολογικά οργανωμένη,  προσανατολισμένη στο κέρδος και  μεσολαβούμενη από την αγορά συσσώρευση κεφαλαίου εξασφαλίζει τόσο  την κυρίαρχη αρχή της οικονομικής όσο και της κοινωνικής οργάνωσης. Είναι τυπικά επαρκής για την κυρίαρχη τάξη, επειδή, όταν υποστηρίζεται από δημοκρατικούς θεσμούς η αστική δημοκρατία μπορεί να συγκαλύπτει την ταξική εξουσία πιο αποτελεσματικά από ό,τι όταν ο κρατικός μηχανισμός ελέγχεται ανοιχτά από τις κυρίαρχες τάξεις ή και διοικείται από κρατικούς διαχειριστές που χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία για απροκάλυπτο και ανεξέλεγκτο πλουτισμό. Η ανάθεση μάλιστα των εκτελεστικών, νομοθετικών και δικαστικών λειτουργιών σε διαφορετικά όργανα θεωρείται ότι προϋποθέτει τη διάκριση των εξουσιών που εξασφαλίζει έλεγχο εξουσίας και  ισορροπία δύναμης.
Στον ιδανικό κόσμο της αστικής δημοκρατίας θεωρείται ως δεδομένο ότι δικαστική ανεξαρτησία σημαίνει τη δυνατότητα των μεμονωμένων δικαστών να εκτελούν τα καθήκοντά τους χωρίς επιρροή ή έλεγχο από άλλους εξωτερικούς παράγοντες. Καθώς όλα τα άτομα είναι ίσα ενώπιον των δικαστηρίων, κατά την απόδειξη οποιασδήποτε κατηγορίας εναντίον των ίδιων και των δικαιωμάτων τους, κάθε άτομο δικαιούται δίκαιη και δημόσια ακρόαση από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο. Γιατί μόνο έτσι διασφαλίζεται το κράτος δικαίου, δηλ. να  παρέχονται ανεξάρτητα δικαστήρια για να επιλύουν, αρμοδίως, με  ανεξαρτησία και αμεροληψία, αμφισβητήσεις τόσο ποινικού όσο και αστικού χαρακτήρα. Η εναλλακτική λύση του κράτους δικαίου θα ήταν η επιβολή  της εξουσίας του ισχυρότερου, η οποία είναι συνήθως αυθαίρετη, υποκείμενη σε επιρροές που μπορεί να μην έχει καμία σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο ή τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Χωρίς το κράτος δικαίου και τη διαβεβαίωση για εφαρμογή του που προέρχεται από ανεξάρτητους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων, είναι προφανές ότι η ισότητα έναντι του νόμου δεν θα υπάρχει.
             Μόνο που διαχωρισμός και βέβαια ανεξαρτησία  της δικαστικής εξουσίας στον πραγματικό κόσμο της αστικής κυριαρχίας δεν υφίσταται. Και πώς θα μπορούσε; Και μόνο το γεγονός ότι είναι  η εκτελεστική εξουσία που διορίζει τους δικαστές, η νομοθετική που προβλέπει για μισθούς τους και συντάξεις και χρηματοδοτεί τις δραστηριότητες των δικαστηρίων, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο επιρροής από άλλους κλάδους διακυβέρνησης ή και από ιδιωτικά η κομματικά συμφέροντα.  Κι εξάλλου, το κυριότερο, το δίκαιο με βάση το οποίο δικάζουν οι δικαστές  έχει ταξικό χαρακτήρα, εδραιώνει και διαφυλάσσει τις κοινωνικές σχέσεις και τα πρότυπα συμπεριφοράς που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Και σε μια αστική δημοκρατία οι νόμοι είναι φυσικό να χρησιμοποιούνται πρωτίστως για την υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής  τάξης που κρύβονται πίσω από το ιδεολογικό προπέτασμα του κράτους δικαίου. Η αρχή της νομιμότητας και  το κράτος δικαίου όλο και πιο συχνά πια αποκαλύπτεται ότι χρησιμοποιούνται για την απόσπαση της λαϊκής συναίνεσης στην εξουσία της κυρίαρχης τάξης, ώστε να μπορεί να λειτουργεί συναινετικά η αστική δημοκρατία χωρίς αμφισβητήσεις και συγκρούσεις από τη μεριά των εκμεταλλευομένων τάξεων.
Κι επειδή η προσπάθεια για απόσπαση και κάρπωση της λαϊκής συναίνεσης αποβαίνει κεντρικό ζήτημα της πολιτικής διαπάλης, οι διαβεβαιώσεις και η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων στην εργατική τάξη ότι οι συνταγματικές διασφαλίσεις του κράτους δικαίου προνοούν και μεριμνούν γι’ αυτή, όταν μάλιστα δεν είναι  ισχυρό  το λαϊκό κίνημα,  είναι φρούδες υποσχέσεις για εφησυχασμό. Κι έτσι οι εκμεταλλευόμενες μάζες εμπλέκονται στους αόρατους δεσμούς των νόμων της αστικής δημοκρατίας που διακηρύττεται πως κατευθύνουν τον άνθρωπο προς ένα ειρηνικό και ευτυχισμένο μέλλον.
Μόνο που στο όνομα του νόμου η δικαιοσύνη εγκρίνει και επιτρέπει οικονομικές ληστείες που γίνονται καθημερινά ενάντια στη μισθωμένη εργασία, θεωρεί καθήκον της να  περιλαμβάνει και την προστασία του αστικού πλούτου, που δεν είναι παρά μια νόμιμη και επιτυχημένη συσσώρευση λεηλατημένου πλούτου, εκδίδει αποφάσεις που ευνοούν όργανα εξουσίας ή επικυρώνει την ταύτιση πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης με το δίκαιο.
Από τα τελευταία παραδείγματα που αποφάσεις της δικαιοσύνης ευνοούν όργανα της κρατικής εξουσίας είναι και η  απόφαση  του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία ο αστυνομικός που πυροβόλησε τον 16χρονο ρομά στο κεφάλι κατά την καταδίωξή του, επειδή δεν πλήρωσε το εικοσάευρο της βενζίνης στο πρατήριο, δεν προφυλακίστηκε, αν και του ασκήθηκε νέα συμπληρωματική ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία μετά τον θάνατο του 16χρονου. Ενώ την ταύτιση του δικαίου με την ικανοποίηση ταξικών συμφερόντων ο ίδιος ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος στην ομιλία του, στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δεν έχει κανένα δισταγμό να υπερασπιστεί. Γιατί στην ουσία τι άλλο κάνει όταν χρησιμοποιεί την αποκάλυψη του σκανδάλου στην ΕΕ που σχετίζεται με το Κατάρ και εμπλέκονται ευρωβουλευτές, όπως η ελληνίδα Ε. Καϊλή, για να δικαιώσει τις εγχώριες υποκλοπές, χρεώνοντας αποκλειστικά στις παρακολουθήσεις την αποκάλυψη του συγκεκριμένου σκανδάλου στις Βρυξέλλες ή όταν  δεν παραλείπει να επικρίνει μερίδα του Τύπου για τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη δικαστική εξουσία με υπαινικτικές μάλιστα απειλές για φορολογικό έλεγχο επιλεκτικά σε εκδότες που «χλευάζουν δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς».
Όσο μεγαλώνουν οι ανισότητες και οξύνονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στην εργατική και την κυρίαρχη τάξη τόσο περισσότερο γίνεται φανερό ότι η διόγκωση των κατασταλτικών μηχανισμών, η βίαιη αστυνόμευση της ιδιωτικής ζωής, η βάναυση επέμβαση για την καταστολή  των εργατικών αγώνων, η κατάφωρα μεροληπτική απόδοση της δικαιοσύνης δεν είναι παθογόνα στοιχεία του συνολικού κρατικού συστήματος αλλά αποτελούν  δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος κυριαρχίας. Ο αυταρχικός κρατισμός για την υπεράσπιση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης δεν διστάζει να εκδηλώνεται με τη συρρίκνωση, την παρακμή των θεσμών της πολιτικής δημοκρατίας, την κάμψη της αρχής  της λαϊκής κυριαρχίας, την ίδια στιγμή που τα επικαλείται.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ

Καθώς οδεύουμε στην τρίτη δεκαετία του 21ου αι. και η μια κρίση διαδέχεται την άλλη, η κυρίαρχη τάξη δράττει την ευκαιρία να εφαρμόζει, ανέξοδα γι’ αυτήν, πολιτικές λιτότητας, να «εξυγιαίνει» τα δημόσια οικονομικά με μεγάλες μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων  και βάναυσες περικοπές των δαπανών κοινωνικής αλληλεγγύης. Η μεταφορά της οικονομικής επιβάρυνσης στους πιο αδύναμους τους αναγκάζει να πληρώσουν αυτοί και μόνο το τίμημα για τη δημόσια οικονομική πολιτική που ασκείται τα τελευταία χρόνια. Οι αλυσιδωτές λοιπόν αλλαγές που υφίστανται πάνω απ' όλα τα οικονομικά ασθενέστερα κοινωνικά  στρώματα, ως αποτέλεσμα των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών λιτότητας, από τις δραστικές περικοπές  στις δημόσιες υπηρεσίες και υποδομές, από επιχειρηματικές και αναπτυξιακές πολιτικές και ιδιωτικοποιήσεις, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας είναι ορατές όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.   
        Οι σκληρές επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας στα θέματα κοινωνικής αναπαραγωγής «ευαίσθητων» και επισφαλών κοινωνικών ομάδων εξαθλιώνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, με κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των ανέργων ή επισφαλών εργαζομένων, των αστέγων και γενικά  ατόμων που περιθωριοποιούνται ως αποτέλεσμα  αυτών των πολιτικών.  Γι’ αυτό και η κατάρρευση της κοινωνικής πρόνοιας, των δημοσίων υποδομών και των εθνικών συστημάτων υγείας έκανε απαραίτητη τις πρακτικές βοήθειας και την κάλυψη άμεσων αναγκών, ώστε να μην περιθωριοποιηθεί μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων απ’ αυτούς που θα μπορούσε να χειριστεί η κυρίαρχη τάξη, για να μην απειλείται η γενικότερη πολιτική της.   
        Και είναι για την Ευρώπη ένα πισωγύρισμα στις προπολεμικές καπιταλιστικές συνθήκες η αναβίωση της φιλανθρωπίας όσα ονόματα και αν αλλάξει. Οι πάλαι ποτέ κυρίες της φιλοπτώχου αδελφότητας αντικαταστάθηκαν από ποικιλώνυμες μη κυβερνητικές οργανώσεις, εταιρικούς ομίλους ή ΜΜΕ, που δηλώνουν όλοι ότι στοχεύουν στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση των απαραίτητων καθημερινών αναγκών εξαθλιωμένων κοινωνικών ομάδων. Κι από κοντά το αστικό κράτος που εφαρμόζει τις πολιτικές λιτότητας θέλει να εμφανίζεται και ως προστάτης αυτών που εξαθλιώνει. Καμαρώνει λοιπόν η πολιτική του ηγεσία για την ευαισθησία της, τα διάφορα επιδόματα που δίνει, βαφτίζοντάς τα με διάφορους αγγλικούς όρους για να συγκαλύψει ότι είναι επιδόματα απορίας. Κι αυτό γιατί πολλοί άνθρωποι θα αισθάνονταν ντροπή να τα δεχτούν, επειδή ακριβώς αυτού του είδους η βοήθεια παρεκκλίνει από την αξιοπρέπεια του ατόμου, γίνεται ζήτημα φιλανθρωπίας  και όχι κοινωνικού καθήκοντος. 
         Η διάκριση ανάμεσα στη φιλανθρωπία και την αλληλεγγύη αποκαλύπτει τους διαφορετικούς στόχους και  τρόπους με τους οποίους οι συμμετέχοντες εμπλέκονται σε αυτές τις πρακτικές. Οι φιλανθρωπικές πρακτικές αντικειμενοποιούν τους παθητικούς αποδέκτες της βοήθειας και με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζουν άνισες σχέσεις εξουσίας και μορφές καταπίεσης, χωρίς να αλλάζουν την υπάρχουσα κατάσταση. Η φιλανθρωπία μετατρέπει τη μείωση της φτώχειας σε παροδική ανακούφιση από αυτή, ενεργώντας με βάση έναν αφ’ υψηλού οίκτο και δίνοντας προσωρινή προσοχή στην ατυχία των άλλων και όχι εφαρμόζοντας ένα θεσμοθετημένο δικαίωμα υποστήριξης. Εξ άλλου η φιλανθρωπία συσσωρεύει στην πράξη μια δυσανάλογη ποσότητα εξουσίας που βρίσκεται στα χέρια εκείνων που διαθέτουν τους μεγαλύτερους πόρους και διοχετεύει βοήθεια ανάλογα προς τα συμφέροντα και τις ανάγκες εκείνων που ήδη κατέχουν μεγάλα ποσά εξουσίας.  Και δίνεται και  η ευκαιρία στην άρχουσα τάξη να επιδείξει τα φιλάνθρωπα αισθήματα προς τον αναξιοπαθούντα,  που η ίδια δημιουργεί,  συγκαλύπτοντας την ανάλγητη πολιτική της, χωρίς όμως αυτή η βοήθεια να μπορεί να απαιτηθεί ως δικαίωμα από τον ενδεή. Γιατί η φιλανθρωπία είναι εθελοντική και μπορεί να εισάγει διακρίσεις, ενώ η κοινωνική πρόνοια είναι υποχρεωτική και αποτελεί δικαίωμα. 
         Από την άλλη, η αλληλεγγύη, οργανωμένη από τα κάτω,  ως σχέση συνίσταται σε μια κοινή εμπειρία των εμπλεκομένων από ίδια ταξική αφετηρία, που χρησιμεύει ως βάση για την ενεργό συνεργασία των συμμετεχόντων. Η συνεργασία αυτού του τύπου φέρνει με τη σειρά της τη δυνατότητα κοινωνικής χειραφέτησης που περνά μέσα από τον πολιτικό αγώνα, χωρίς αυτή η διαδικασία να είναι γραμμική. Ο πολιτικός αγώνας τροφοδοτεί την αλληλεγγύη προς το συναγωνιστή, συνάδελφο και σύντροφο, ενώ η αλληλεγγύη ενισχύει τον πολιτικό αγώνα. Μιλούμε πια για ταξική αλληλεγγύη, συσπείρωση και στράτευση στον  κοινό σκοπό,  την αλλαγή της κοινωνικής πραγματικότητας.
        Και οι κυβερνήσεις, σε εποχή αφθονίας στο πρώτο τέταρτο του 21ου αι., καθοδηγούμενες από τη λιτότητα και την οικονομική ύφεση, βασίζονται όλο και περισσότερο στη φιλανθρωπία ως απάντηση στη φτώχεια κι έτσι η παροχή κοινωνικής ασφάλισης δεν θεωρείται πια αναγκαστικά υποχρεωτική, όσο δεν ισχυροποιείται το λαϊκό κίνημα. 
       Τελικά,  το παρακμάζον κράτος πρόνοιας, οι απαρχές του οποίου βρίσκονται στις πρώτες προσπάθειες να εξορκιστεί η σοσιαλιστική απειλή,  δεν αφορά μόνο την ανάθεση της παροχής πρόνοιας σε φιλανθρωπικές πρακτικές, αλλά και το ευρύτερο έργο για την καλλιέργεια μιας αντίληψης στην οποία τα κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίζονται μέσω καθοδηγούμενων πρωτοβουλιών, που τροφοδοτούνται από ηθική δέσμευση, εστιασμένη στο συναίσθημα, συνδέοντας επιτήδεια προσωπική πρωτοβουλία με κοινωνική μοιρολατρία. 
        Κι επικεφαλής στη χώρα μας αυτής της φιλανθρωπικής εξόρμησης, όπως προβάλλεται απ’ όλα τα συστημικά μέσα, είναι ο  αρχηγός της Ν. Δημοκρατίας Κ. Μητσοτάκης, που αντλεί το όποιο κύρος του έχει απομείνει αποκλειστικά από το αξίωμα του πρωθυπουργού στο οποίο διορίστηκε κατόπιν εκλογών. Η κυβέρνησή του που με κυνισμό αδιαφορεί για καταγγελίες παραβίασης κανόνων του πολιτεύματος και με αλαζονεία αγνοεί αιτήματα των πολιτών, επιδίδεται στη φιλανθρωπία των επιδομάτων που ονομάζει επί το ευρωπαϊκότερο με αγγλικούς όρους,  που τη μετατρέπει σε  business as usual, χρηματοδοτώντας στην πραγματικότητα εταιρείες ενέργειας και τροφίμων. Power Pass για ενίσχυση λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, Fuell Pass για τα καύσιμα, Food Pass για αγορά τροφίμων και βασικών αγαθών κι ένα σωρό άλλα «pass» που μπορεί να ακολουθήσουν μέχρι τις εκλογές αναδιανέμουν τη μιζέρια στις εκμεταλλευόμενες τάξεις για να εφησυχάζουν και να  επιδίδονται οι εκμεταλλευτές της εργατικής δύναμης απερίσπαστοι στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

 

 

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΣΕ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ

 

Εν μέσω ειδήσεων για τηλεφωνικές υποκλοπές με ανάμιξη του πρωθυπουργικού γραφείου, για εγκληματική ενέργεια ανδρών της ομάδας ΔΙ.ΑΣ που κατέληξε στη δολοφονία 16χρονου τσιγγάνου, η αποκάλυψη από τις βέλγικες αρχές για διαφθορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την ευρωβουλευτή Ε. Καϊλή βασική κατηγορούμενη, έδωσε πάλι την ευκαιρία για συγκρίσεις μεταξύ υπανάπτυκτης Ελλάδας και φιλελεύθερης Εσπερίας. Από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Α. Τσίπρα που εκφράζει τη ζήλια του για το Βέλγιο, γιατί εκεί «η Δικαιοσύνη και οι θεσμοί λειτουργούν» μέχρι τα χιλιάδες σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επαναλαμβάνουν το ίδιο  σε διάφορες παραλλαγές, το πρόβλημα εντοπίζεται όπως πάντα σε ατομικές συμπεριφορές, σε ηθικές αρχές, σε αποτελεσματικότητα των θεσμών.
        Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στις ιδρυτικές της αρχές και στις διακηρύξεις της, κάνει άφθονη αναφορά στις αξίες της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προαγωγής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μόνο που όταν πρόκειται για την υπεράσπιση των συμφερόντων των κρατών μελών και των εταιρειών τους, αυτές οι όμορφες αρχές φαίνεται να χάνουν το βάρος τους και να παραγκωνίζονται. Καθώς θεωρείται αποδεκτό  η Ένωση να βρίσκεται  υπό πίεση από χιλιάδες λομπίστες που εκπροσωπούν την πλειοψηφία των συμφερόντων των μεγάλων χρηματοπιστωτικών και οικονομικών παραγόντων, για τα περισσότερο ευρωπαϊκά όργανα είναι φυσικό να μην  υπάρχει σύγκριση ότι  το να κερδίζει κανείς  χρήματα αξίζει όλες τις όμορφες αρχές στον κόσμο. Εν ολίγοις, οι αντιφάσεις που εκδηλώνει η Ε.Ε μεταξύ της υπεράσπισης των αξιών που ευαγγελίζεται  και της υπεράσπισης των συμφερόντων της δεν είναι θέμα συγκυριών ούτε απλώς προσωπικών επιλογών.  
Επιδιώκοντας  τη συμφιλίωση αξιών και συμφερόντων, τουλάχιστον στα λόγια, όταν υπάρχει και αμφισβήτηση από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού,  τότε υπογραμμίζεται η συγκυριακή παρακμή δημοκρατικών διαδικασιών εξαιτίας δωροδοκίας και  νεποτισμού, εν ολίγοις διαφόρων μορφών διαφθοράς. Μόνο που αυτό που θεωρείται διαφθορά βασίζεται σε μια θεμελιώδη εσφαλμένη αντίληψη, η οποία αγνοεί  ότι αυτός ο τύπος εγκληματικότητας είναι σύμπτωμα των βασικών δομών του καπιταλισμού. Δεν είναι απλώς μια παρεκκλίνουσα  διαδικασία που είναι παρεπόμενη για την οικονομία και λειτουργεί μέσω των ενεργειών των «διεφθαρμένων» ατόμων, αλλά η διαφθορά είναι αναπόσπαστο μέρος των οικονομικών διαδικασιών και λειτουργεί μέσω συστημικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ φορέων. Επομένως, τι νόημα, πέρα από προπαγανδιστικό, έχει η Ε.Ε να συμπεριλαμβάνει στις διεθνείς συμφωνίες όλο και περισσότερες αναφορές σε αξίες, όπως προώθηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή βιώσιμη ανάπτυξη, όταν πάνω απ’ όλα επιδιώκει την κερδοφορία για το εμπόριο, τις επενδύσεις, την ασφάλεια;΄
Καθώς λοιπόν στην πράξη προέχει μόνο η προώθηση καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, πολλαπλασιάζονται οι αντιφατικές πολιτικές και ασυνέπειες της ΕΕ, αυξάνοντας την αίσθηση δημοκρατικής οπισθοδρόμησης και κοινωνικού αδιεξόδου, στρέφοντας όλο και μεγαλύτερο πληθυσμό εναντίον της κυρίαρχης τάξης της. Γι΄ αυτό δεν είναι περίεργο να κλείνουν τα μάτια θεσμοί και όργανα της Ε.Ε σε σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν διακυβεύονται η ασφάλεια ή τα εμπορικά συμφέροντα της Ένωσης. Θεωρείται δηλ. θεμιτό οι …ανθρωπιστές Ευρωπαίοι να κάνουν τα στραβά μάτια στην παθητικότητα, ακόμη και στη διαφθορά των όποιων αρχών και να αποδέχονται τον ρόλο που διαδραματίζουν ορισμένες εταιρείες στην υποβάθμιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στις παραβιάσεις της δημοκρατίας.
              Έχοντας όμως αναδειχθεί η διαφθορά σε εμπόδιο στην ανθρώπινη ανάπτυξη, γιατί διαστρεβλώνει τις ανταγωνιστικές αγορές, οδηγεί σε λανθασμένη κατανομή των πόρων και δυσανάλογα επιβαρύνει τους φτωχότερους και πιο ευάλωτους κόσμους, της χρεώνουν τη φτώχεια και εξαθλίωση των ανθρώπων, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στην καταπολέμησή της και όχι στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Κατά συνέπεια, και  η κυρίαρχη τάξη για να δώσει την εικόνα της Ε.Ε ως ένα σύστημα με αυστηρούς ελέγχους και δημοκρατικές διαδικασίες προς όφελος των πολιτών,  υποστηρίζει την διαφάνεια και την τιμωρία της διαφθοράς. Κι έτσι ικανοποιούνται και οι απανταχού μικροαστοί, αιωρούμενοι μεταξύ της απειλούμενης εξαθλίωσής τους και της προσδοκίας κοινωνικής ανόδου, ελπίζοντας ακόμα ότι το σύστημα αυτοβελτιώνεται κι επομένως υποστηρίζοντάς το.
Συνεπώς και η  αποκάλυψη των βελγικών αρχών για την τελευταία υπόθεση διαφθοράς και ξεπλύματος χρήματος στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ως μια εξαίρεση, μάλλον συσκοτίζει το τοπίο, μην  αφήνοντας να δούμε ούτε τη  διαφθορά ως εγγενές σύμπτωμα  του  ευρωπαϊκού οικοδομήματος ούτε τα αντιτιθέμενα συμφέροντα εντός της Ε.Ε και τις επιδιώξεις τους με τις αποκαλύψεις ή συγκαλύψεις σκανδάλων.  
          Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, το συγκεκριμένο σκάνδαλο, επειδή βασική του πρωταγωνίστρια είναι Ελληνίδα,  σε μικροαστικό επίπεδο, με την εκμετάλλευση που γίνεται, λειτουργεί σχεδόν λυτρωτικά. Από τη μια ικανοποιείται ο φθόνος των μικροαστών με την πτώση μιας μικροαστής, που πραγματοποίησε το μικροαστικό όνειρο αναρρίχησης, με τη βοήθεια όμως των μικροαστών,  στην κυρίαρχη τάξη. Κάτι αντίστοιχο παίχτηκε και με τη σύζυγο του Α. Τσοχατζόπουλου, την Βίκυ Σταμάτη, η φυλάκιση της οποίας ήταν λιγότερο απόδοση δικαιοσύνης και περισσότερο προσπάθεια κολακείας του κομφορμισμού των μικροαστών, ιδίως των γυναικών, που θα έπρεπε να νιώθουν ικανοποιημένοι με  τη θέση τους. Από την άλλη δίνεται η ευκαιρία επίδειξης μικροαστικής αυταρέσκειας που εντοπίζει το πρόβλημα στο πολιτιστικό επίπεδο, στην έλλειψη παιδείας και άλλα συναφή, που ξεχωρίζουν τους ίδιους και ένα οικοδόμημα σαν την Ε.Ε έχει την ικανότητα να αξιοποιεί για την κάθαρση.
Η μικροαστική φιλαυτία που πηγαίνει από το ένα άκρο στο άλλο αναζητώντας όφελος, σε μια ταλάντωση ανάμεσα στον υπερβολικό έπαινο των πραγμάτων και των ανθρώπων και στην πλήρη αδιαφορία ή και καταδίκη,  κατηγορώντας σ’ αυτό το στάδιο με άνεση την υπανάπτυκτη Ελλάδα και διατηρώντας  τον αμέριστο θαυμασμό για την Ευρώπη και τους θεσμούς, δεν κουράζεται να αναμασά, μαζί με τα ΜΜΕ, ιστοριούλες, επιμένοντας σ’ αυτές και χάνοντας τη μεγάλη εικόνα. Δηλ. τη συστημική διαφθορά κάθε οικοδομήματος του καπιταλισμού και την  ανάλωση μικροαστών που αναρριχώμενοι κοινωνικά ως συνεργοί της κυρίαρχης τάξης γκρεμίζονται, όταν χρειαστεί,  για τα συμφέροντά της, αφήνοντας άθιχτο όλο το σύστημα.