Η συζήτηση μεταξύ των αστικών κομμάτων στη Βουλή
σχετικά με τις υποκλοπές και τις παρακολουθήσεις ήταν αποκαλυπτική, όχι γιατί
ξεδιάλυνε τα σκοτεινά σημεία του ρόλου της ΕΥΠ ή των δικαιολογιών για τις παρακολουθήσεις
δημοσιογράφων και πολιτικών, αλλά γιατί ανέδειξε το ρόλο στην αστική μας δημοκρατία
αυτών των κομμάτων. Κυρίως ο ίδιος ο πρωθυπουργός που εκφώνησε ένα λόγο χωρίς
επιχειρήματα, με αφελείς δικαιολογίες, αμφισβητούμενες κατηγορίες με μια
πασιφανή αδιαφορία για την εγκυρότητά τους ή έστω την αληθοφάνειά τους σηματοδότησε τη περιφρόνηση της
κυρίαρχης εξουσίας απέναντι στις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Αλλά και τα
άλλα κόμματα στο ρόλο της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΜΕΡΑ 25, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ,
την ίδια περιφρόνηση έδειξαν με ένα πιο ευγενικό λόγο που κολακεύει, αλλά
αδιαφορεί πλήρως για λαϊκές ανάγκες. Το μόνο που όλους ενδιέφερε ήταν να πείσουν
για τους ευεργετικούς αστικούς θεσμούς που η ανίκανη συγκεκριμένη κυβέρνηση
παραβιάζει. Μόνο ο γ.γ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας
επεσήμανε το αντιδραστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται νόμοι και οδηγίες της Ε.Ε
για τις παρακολουθήσεις εν ονόματι της δημόσιας ασφάλειας και της πάταξης της τρομοκρατίας
που σκοπό έχει τη θωράκιση της αστικής εξουσίας και του μεγάλου κεφαλαίου.
Είναι προφανές ότι η κυρίαρχη εξουσία
αισθάνεται αρκετά δυνατή, ώστε να θεωρεί περιττή ταλαιπωρία την αναζήτηση δικαιολογιών πειστικών. Ο λόγος
για αυτό μοιάζει σαφής. Το κεφάλαιο δεν θεωρεί πλέον απαραίτητο τον ταξικό
συμβιβασμό περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τις προοπτικές του εργατικού κινήματος
με τη νομική θωράκιση και την αστυνομική καταστολή που έχει εξασφαλίσει. Τόση
λοιπόν συζήτηση στο κοινοβούλιο δεν θα καταλήξει πουθενά ή σε κάποιες ασήμαντες
μεταβολές σε υφιστάμενους νόμους χωρίς επίδραση στους εργαζόμενους και στις συνθήκες
εργασίας τους και ζωής.
Σε
όλα τα πολιτικά σκάνδαλα τα αστικά κόμματα περιστρέφουν τη συζήτηση γύρω από τη
δημοκρατία για όλους, για την ουδετερότητα του κράτους, για τον δήθεν παράνομο
μηχανισμό βίας, για θεσμούς που δεν λειτουργούν σωστά, για διεφθαρμένους
πολιτικούς κλπ. Κι έτσι παραβλέπεται ότι το αστικό κράτος, ως ιστορική
κατηγορία, είναι το εργαλείο της αστικής τάξης για την καταστολή των εκμεταλλευομένων
τάξεων και οι θεσμοί του δεν μπορεί παρά να εξυπηρετούν την κυρίαρχη τάξη, τόσο
περισσότερο όσο το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση και δεν πιέζει ή
διεκδικεί αποτελεσματικά.
Η
όποια συζήτηση λοιπόν για τη νομιμότητα της παρακολούθησης συνήθως περιλαμβάνει
ως προαπαιτούμενο την προκατάληψη ότι αυτή είναι απαραίτητη κυβερνητική
δραστηριότητα απολύτως αποδεκτή, εφόσον
παραμένει «λογική», δηλαδή επικεντρώνεται σε «πραγματικά απειλητικές» ομάδες
για χάρη του δημόσιου συμφέροντος και χρησιμοποιεί μόνο τις απαραίτητες τεχνικές για να τις εξουδετερώσει
ή να περιορίσει τις ενέργειές τους. Στα
πλαίσια αυτής της παραδοχής ο Κ. Μητσοτάκης υπεραμύνθηκε του εθνικού έργου της ΕΥΠ
που δεν ακυρώνει ένα «ολίσθημα», όπως χαρακτήρισε την παρακολούθηση του αρχηγού
του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη. Στην πραγματικότητα δηλ. πέρα από τα ηχηρά για
προσωπικά δεδομένα και ατομικά δικαιώματα, οι δραστηριότητες παρακολούθησης από
την πλευρά του κράτους έχουν μια διαχρονική μονιμότητα και το μόνο που χρειάζεται
είναι περιοδικά να επανανομιμοποιούνται, ειδικά όταν από κάποιο ατύχημα αποκαλύπτονται περιπτώσεις
που αμφισβητούνται δημόσια. Και τότε το ενδιαφέρον περιορίζεται στις υπερβολές
ή τις καταχρήσεις» ορισμένων υπηρεσιών
κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους και ζητούνται νέοι κανονισμοί –πολιτικοί και νομικοί
ιδιαίτερα– προκειμένου να τεθούν τέλος σε αυτές.
Σε
όλους τους θεμελιώδεις νόμους των σύγχρονων κρατών, στη διοίκησή τους, στην
ελευθερία του συνέρχεσθαι, στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, στην ισότητα
των πολιτών ενώπιον του νόμου σε κάθε περίπτωση απειλής από κοινωνική αναταραχή
θα αποκαλυφτούν στοιχεία της υποκρισίας της αστικής δημοκρατίας. Δεν υπάρχει
αστικό κράτος που να μην έχει παραθυράκια ή επιφυλάξεις στο σύνταγμά του που να
εγγυάται στην αστική τάξη τη δυνατότητα να περιορίσει ελευθερίες, να δικαιολογήσει
βίαιη αστυνομική καταστολή κλπ. με το πρόσχημα της δημόσιας ασφάλειας και του
εθνικού συμφέροντος.
Η
δημοκρατική πρόσοψη του αστικού κράτους επιβάλλει βέβαια την ομόφωνη απόπειρα όλης
της αστικής τάξης, από την ακροδεξιά αντίδραση ως τους αριστερούς και αναθεωρητές
σοσιαλιστές και τα συναφή, να πείσει ότι η παρέκκλιση που αποκαλύφτηκε είναι
εξαίρεση, για την οποία θα αναζητηθούν
οι υπεύθυνοι. Μόλις λοιπόν δημοσιοποιήθηκε αυτό το σκάνδαλο η αστική τάξη
προσπαθεί να το χρησιμοποιήσει ως απόδειξη του πώς λειτουργεί η δημοκρατία,
προτού βέβαια εμφανιστεί ένα νέο σκάνδαλο. Και από τη μια μετατρέπεται η
πολιτική αντιπαράθεση σε καυγά για το ποιος είναι ένοχος και γιατί, αλλά
συγχρόνως μ’ αυτόν τον τρόπο το πολιτικό
σκάνδαλο ανατρέπεται και χρησιμοποιείται για να αποδειχθεί η υπεροχή της αστικής
δημοκρατικής τάξης που έχει την ικανότητα να αποκαλύπτει θύλακες του συστήματος
που παρεκτρέπονται και να επαναφέρει στην τάξη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν
επηρεάζεται, όταν μάλιστα συσσωρεύονται οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, η μεγάλη μάζα καθώς βλέπει την άρχουσα τάξη να
αγνοεί εντελώς τους δικούς της νόμους όταν το βρίσκει βολικό. Φυσικά, η παράνομη ή νόμιμη παρακολούθηση
συνεχίζεται και θα συνεχιστεί, με νέες μορφές και με διαφορετικά μέσα.
Κι
αν το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν αγγίζει μεγάλο μέρος των εργαζομένων συσσωρευτικά
επιδρώντας όμως αποκαλύπτει λειτουργίες και σκοπιμότητες της κυρίαρχης εξουσίας
πίσω από την δημοκρατική βιτρίνα της. Κι έτσι η εργατική τάξη ξυπνά σταδιακά μέσα
στην καπιταλιστική πραγματικότητα και στο πραγματικό περιεχόμενο της αστικής
δημοκρατίας, αντιμετωπίζοντας όλο και πιο συχνά στην καθημερινότητά της τον
πυρήνα της κρατικής εξουσίας, που είναι μηχανισμός βίας. Και μέσα από τα
σκάνδαλα, τις παρανομίες στον κρατικό πυρήνα, συνειδητοποιείται ότι οι θεσμικές
απαντήσεις στοχεύουν μόνο στην εκτόνωση των διαφορών και είναι μόνο ο αγώνας
των εργαζομένων που μπορεί να αλλάξει προς όφελός τους τους ταξικούς
συσχετισμούς.