Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

ΟΦΕΛΗ, ΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

 

Μετά από δυο σχεδόν εβδομάδες καταστροφικών πυρκαγιών,  στη  συνέντευξη Τύπου ο υπουργός  Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Β. Κικίλιας ισχυρίστηκε ότι οι κρατικές υπηρεσίες έκαναν ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να αντιμετωπίσουν τις φωτιές και ήταν ο βαθμός δυσκολίας τους που τις έκανε να μην είναι διαχειρίσιμες. Βασικά, με λίγα λόγια,  ανερυθριάστως  απέδωσε την αποτυχία της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, στην οποία είναι υπουργός, σχετικά με την αντιμετώπιση των πυρκαγιών στην κλιματική κρίση και τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Από κοντά, ο   καθηγητής και επιστήμονας Χ. Ζερεφός,  δίπλα του στη συνέντευξη, επιστρατεύει το επιστημονικό του κύρος για να επαληθεύσει τον υπουργό και εμμέσως να αποσείσει κάθε ευθύνη από την κυβέρνηση. Μόνο που όσες επιστημονικοφανείς δικαιολογίες κι αν χρησιμοποιηθούν δεν μπορούν να αποκρύψουν την, εκ του αποτελέσματος, εγκληματική ολιγωρία μιας κυβέρνησης που αποδείχτηκε ότι δεν πήρε μέτρα προστασίας ούτε καν  για την αποθήκη πυρομαχικών σε μια από τις μεγαλύτερες Πτέρυγες Μάχης της χώρας. Και φαίνεται πως  το πιο καταστροφικό  για όλους μας είναι ότι όλη αυτή η ολιγωρία δεν οφείλεται σε ανικανότητα, αλλά είναι η κυρίαρχη πολιτική που εφαρμόζεται, η οποία αδιαφορεί για τους ανθρώπους τόσο απροκάλυπτα και σε τέτοιο βαθμό,  όσο να μπορεί να διαχειρίζεται την οργή και αγανάκτησή τους.     
        Γι’ αυτό το λόγο, επειδή κυρίως αυτό την ενδιαφέρει, έχει τόση μεγάλη σημασία ο έλεγχος της πληροφόρησης που κατά πλειοψηφία έχει ανατεθεί σε επιχειρηματίες, των οποίων τα συμφέροντα η πολιτική μας ηγεσία εξυπηρετεί. Δεν χρειάζεται πια λογοκρισία στην πληροφόρηση, αφού αυτό το έχουν αναλάβει να μέσα ενημέρωσης, με δημοσιογράφους σε διατεταγμένη υπηρεσία,  αποσιωπώντας ή διαστρεβλώνοντας ακόμα και τα γεγονότα. Η χειραγώγησή μας πια είναι πιο εκλεπτυσμένη, με ανεπαίσθητες μικρές προσαρμογές της αντίληψής μας σε γεγονότα αρκούντως διαμορφωμένα για τους σκοπούς της κυρίαρχης τάξης. Ύπουλα μικρά ψέματα που γλιστρούν ανεξέλεγκτα στο γνωστικό μας πεδίο, ξεφεύγοντας τον συναγερμό της  κριτικής μας σκέψης, δεν γίνονται προφανή και  συντελούν στην πιο  αποτελεσματική μας χειραγώγηση.   
          Σχετικά με  τις πυρκαγιές λοιπόν,   προσαρμοσμένες όχι μόνο οι  αιτίες αλλά και οι συνέπειες των  φωτιών στις ασσύμετρες απειλές που γίνονται από τα μέσα ενημέρωσης κάνουν ρητορικό το ερώτημα αν  μπορεί κάποιος να τα βάλει με τη φύση. Όταν  μάλιστα και η ίδια η επιστήμη υποστηρίζει τη δύναμη των ακραίων καιρικών φαινομένων και την αδυναμία μας να τα αντιμετωπίσουμε. Το λογικό συμπέρασμα επομένως είναι ότι θέλει χρόνο και προετοιμασία για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών και μέχρι τότε οι κυβερνήσεις μας κάνουν ό,τι μπορούν. Οι αποτυχίες που λαμβάνουν χώρα εντός της κεντρικής δομής της εξουσίας παραβλέπονται, ενώ ενισχύονται και επιδοκιμάζονται οτιδήποτε από τις ενέργειές της δεν έχει αρνητικά αποτελέσματα.  Έτσι  οι εκκενώσεις περιοχών από ανθρώπους θεωρούνται επιτυχία της κυβέρνησης, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε ελάχιστους νεκρούς. Επίσης επιτυχία της είναι, σύμφωνα με τις συγκρίσεις του Β. Κικίλια, ότι στην Ελλάδα έχουν καεί λιγότερα στρέμματα από τον μέσο όρο των χωρών της Μεσογείου. Και επειδή  σχεδόν το σύνολο των μέσων πληροφόρησης, με όλο και  λιγότερη κριτική διάθεση, συμφωνούν με τον υπουργό,   επικρατεί  το τελικό συμπέρασμα που ταυτίζεται με τις απόψεις του, ότι  δηλ. αυτό που έγινε ήταν το καλύτερο δυνατό επιχειρησιακά υπό τις ισχύουσες συνθήκες. Η επανάληψη του, είτε διατυπωμένα ξεκάθαρα είτε υπονοούμενα, εμπεδώνεται από τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, εγκλωβίζοντας τη σκέψη στα όρια που η κυρίαρχη εξουσία δια της δημοσιογραφίας επιτρέπει.
          Συνεχίζοντας μάλιστα ακόμα να προβάλλεται η δημοσιογραφία ως στήριγμα της αστικής δημοκρατίας, έχουμε καταπιεί ανεπαισθήτως, και εν πολλοίς αδιαμαρτύρητα, αυτούς τους μικροσκοπικούς και συνεχείς χειρισμούς της σκέψης  σε όλη μας τη ζωή, που  συσσωρεύονται μέσα στη δαιδαλώδη πραγματικότητα, για να παραμορφώσουν σημαντικά την αντίληψή μας για το τι συμβαίνει στον κόσμο. Το γεγονός ότι υπήρξαν τόσα πολλά μικροσκοπικά ψέματα, κοντά στα τερατώδη βέβαια,  για χρόνια και χρόνια σημαίνει ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να διαχωρίσουμε όλη τη διαχείριση της αντίληψης  μας από την κοσμοθεωρία μας,  ακόμα κι αν  ανακαλύψουμε τι συμβαίνει. Αν ήταν μόνο μερικά πραγματικά μεγάλα ψέματα, θα μπορούσαμε να επαναπροσανατολιστούμε προς την αλήθεια αρκετά γρήγορα, απλώς αναγνωρίζοντάς τα, αλλά επειδή είναι πάρα πολλοί μικροσκοπικοί χειρισμοί, χρειάζονται χρόνια συστηματικής δουλειάς για να απελευθερωθούμε  πλήρως από όλες τις στρεβλώσεις και τις ψευδείς υποθέσεις με τις οποίες μεγαλώσαμε και συμβάλλανε στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας μας.       
      Γι’ αυτό συνηθίσαμε να  μας φαίνεται τόσο απόλυτα φυσικό που επικρατεί παντού η ανάλυση κόστους-οφέλους, ώστε δεν μας παραξενεύει ως καθιερωμένη και ευρέως χρησιμοποιούμενη προσέγγιση για τη συστηματική αξιολόγηση των επιπτώσεων της πολιτικής και για τη λήψη των αποφάσεων. Θεωρείται απαραίτητο συστατικό της διαδικασίας ανάπτυξης της πολιτικής που ακολουθείται από πολλούς κρατικούς φορείς και οργανισμούς σε όλο τον κόσμο. Αναγνωρίζουμε  ότι οι πόροι είναι περιορισμένοι και ότι η απόφαση για τον καλύτερο τρόπο κατανομής αυτών των πόρων είναι εξαιρετικά δύσκολη, ιδίως δεδομένων των πολλών προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Και βέβαια  αποδεχόμαστε σε μεγάλο ποσοστό τους συμβιβασμούς που εμπεριέχονται στην πολιτική  απόφαση της κυρίαρχης εξουσίας, για να μην εφαρμόζεται σ’ αυτήν καμιά ανάλυση κόστους οφέλους εις βάρος της. Δεν αποδείχθηκε αυτό στην έκτακτη κατάσταση της πανδημίας, όταν μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποδέχτηκε ότι η διάσωση ζωών δεν μπορούσε να υπερισχύσει της πρόκλησης οικονομικών ζημιών και δαπανών και γι’ αυτό η κυβέρνηση μπόρεσε να διαχειριστεί την άρνησή της για προσλήψεις ή δημιουργία νέων ΜΕΘ; 
         Το κράτος στο οποίο, παραπλανημένοι από το βραχύβιο βίο του κοινωνικού κράτους,  κάθε φορά έχουμε μάθει να προσβλέπουμε, έχει γίνει ένα κράτος κόστους-οφέλους. Με την πιο απλή έννοια σημαίνει ότι οι επικρατούσες εκτελεστικές διαταγές απαιτούν από τις υπηρεσίες να ενεργήσουν μόνο εάν τα οφέλη δικαιολογούν το κόστος, με τη δικαιολογία του ρεαλιστικού και εφικτού. Μόνο που  τα οφέλη ορίζονται από την άρχουσα τάξη και τα συμφέροντά της  κι έτσι όφελος είναι γι’ αυτήν η διάσωση τραπεζών, η κερδοφορία των επιχειρήσεων, ενώ η ανάπτυξη υπηρεσιών υγείας ή εκπαίδευσης και άλλων βασικών αναγκών του ανθρώπου, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, καθώς υπόκεινται στη λογική της κερδοφορίας κρίνονται με κόστος ασύμφορο κι επομένως οι υπηρεσίες αυτές συρρικνούνται μέχρι εξαφανίσεως.
       Εν ολίγοις, στην πραγματικότητα η εστίαση στο κόστος και τα οφέλη αντανακλά την προσπάθεια που γίνεται  για να ξεπεραστούν επιχειρήματα τα οποία τείνουν να προβάλλουν τη βασική ερώτηση: ποιος χρεώνεται το κόστος και  ποιος ωφελείται και επομένως  με ποια πλευρά είναι αυτοί που αποφασίζουν οφέλη και κόστη; Εκμεταλλευτές ή εκμεταλλευόμενοι; Δηλ. και πάλι το ζήτημα είναι ταξικό.

 

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ

 

Για ένα ακόμα καλοκαίρι καίγονται στη χώρα τεράστιες εκτάσεις, με την κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη να δείχνει ως υπαίτιο την κλιματική αλλαγή, αφού παλιότερη κεντρική γραμμή για εμπρηστές ή και πράκτορες ακόμα παλιότερα δεν θεωρείται πειστική για να αποσείσει από την κυβέρνηση κάθε ευθύνη γι’ αυτές. Η έλλειψη πρόληψης και  σχεδιασμού, η ένδεια μέσων πυρόσβεσης κρύβονται πίσω από τη δικαιολογία της  κλιματικής αλλαγής, με μια κυβέρνηση που αρκείται στην απλοϊκή σκηνοθεσία υπουργών και πρωθυπουργού, σε ρόλους υπευθύνων, με σηκωμένα μανίκια και αξύριστο γένι μερικών ημερών. Καθώς τόσες μέρες, όπως και πέρυσι, φαίνεται ότι δεν υπάρχει σχέδιο, η εκκένωση δεν είναι παρά απλά εγκατάλειψη, κατά την οποία αφήνουμε τα πάντα στη μοίρα τους. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η κυβέρνηση κάνει εκκενώσεις, αλλά ότι κάνει μόνο εκκενώσεις. Δεν τις χρησιμοποιεί ως προληπτικό μέτρο για να ακολουθήσουν άλλα δραστικά αναλόγως της απειλής, αλλά σχεδόν περιορίζεται σ’ αυτό, επαιρόμενη μάλιστα για την αποτελεσματικότητα των χειρισμών της.
        Στη Ρόδο οι φωτιές έκαιγαν πέντε μέρες, καιγόταν πλούτος του νησιού, ζώα και καλλιέργειες, αλλά έγιναν είδηση όταν έφτασαν στα ξενοδοχεία και αυτό είναι χαρακτηριστικό για τη δημοσιογραφία αλλά και ευρύτερα για την πολιτική της χώρας. Ακόμα και με την πληροφορία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας  ότι  οι πληγείσες περιοχές είναι λιγότερες από το 10% της συνολικής τουριστικής χωρητικότητας της Ρόδου, το ενδιαφέρον εστιάζεται μόνο στον τουρισμό και  εκφράζεται εμμέσως η ικανοποίηση, επειδή είναι μικρό το ποσοστό των τουριστικών καταλυμάτων που επηρεάστηκαν από τις μεγάλες φωτιές.
          Η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες δεν είναι παρά μόνο η χώρα του ήλιου, της θάλασσας, των ακτών, των γραφικών αιγιοπελαγίτικων νησιών που πουλιούνται για κερδοφόρες επενδύσεις. Το κεφάλαιο διεισδύει μέσα στη δομή του  ελεύθερου χρόνου που τον μεταβάλλει σε μια νέα μεγάλη πηγή κερδών και ο τουρίστας ξεπροβάλλει σαν ένα εμπόρευμα μεγάλης κλίμακας μιας μεγάλης βιομηχανίας, της τουριστικής. Ο τουρισμός προκαλεί αύξηση της τιμής της γης και κάθε κομμάτι γης, και εκτός αστικού ιστού, ακόμα και γεωργική γη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αστικές χρήσεις.  Μάλιστα για  χρόνια, η αυθαίρετη δόμηση και η ρευστότητα των ορίων μεταξύ νόμιμου και αυθαίρετου ευνόησαν την αλλαγή χρήσης της γης, για να φέρει μεγαλύτερο κέρδος. Συνειδητές λοιπόν πολιτικές επιλογές χρησιμοποιούν τις  πυρκαγιές με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος για να δημιουργηθούν οι  προϋποθέσεις  διαχείρισης των καμένων αναδασωτέων περιοχών για επενδυτικά κέρδη. Άλλοτε για δόμηση δασικών περιοχών άλλοτε για δημιουργία αιολικών πάρκων, πάντα πίσω από τέτοιες αποφάσεις κρύβεται η αναζήτηση του μεγαλύτερου κέρδους. 
           Γι’ αυτό και πολλά από όσα έχουν σωρευτεί και κάνουν τόσο επιθετικές και καταστροφικές τις πυρκαγιές τα δημιούργησε ένα επιτελείο εξουσιαστών των αστικών κυβερνήσεων που αδιαφορεί χρόνια τώρα για τις τεράστιες ελλείψεις προσωπικού και υποδομών και  όχι μόνο στον τομέα της πυρόσβεσης, εφόσον δεν προκύπτει κερδοφορία. Και γι’ αυτό, όταν γίνεται η καταστροφή το μόνο που ενδιαφέρει την πολιτική ηγεσία που βρίσκεται στην εξουσία είναι η επικοινωνιακή διαχείρισή της.
           Και τώρα που οι δυο νέοι άνθρωποι, χειριστές των καναντέρ,  σκοτώθηκαν στην προσπάθεια να σβήσουν φωτιές με  ποιο τρόπο  ο λυρισμός  των πρωθυπουργικών δηλώσεων για το θάνατό τους μπορεί να τον κάνει διαχειρίσιμο; Ποιες επικοινωνιακές τακτικές θ’ αναπληρώσουν την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού ν’ ανταποκριθεί στις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και έτσι να συνεχίζει να νομιμοποιείται στα μάτια  των ανθρώπων που καταστρέφονται; Ποια επικοινωνιακά τεχνάσματα θα μπορέσουν να καλύπτουν συνεχώς τις δράσεις μιας πολιτικής ηγεσίας που αντιμετωπίζει τις εκμεταλλευόμενες τάξεις σαν εχθρούς που πρέπει να δαμάσει και να συντρίψει και γι’ αυτό ενισχύει συνεχώς την αστυνομία με προσλήψεις και μέσα καταστολής;
          Δεκαετίες προπαγάνδας έρχονται σε αντιπαράθεση με την οδυνηρή πραγματικότητα που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού βιώνει και μοιάζει σε μεγάλο βαθμό να μην συνειδητοποιεί την αιτία της. Η προπαγάνδα που χειραγωγεί δεν είναι πια η άμεση, απροκάλυπτη και χοντροκομμένη υποστήριξη της κυρίαρχης εξουσίας. Είναι πιο εκλεπτυσμένη, αναγνωρίζει λάθη στην εξουσία, κολακεύει αυτούς στους οποίους απευθύνεται. Και το κυριότερο, είναι συνεχής, ενσωματωμένη σχεδόν σε όλες τις εκδοχές δημόσιας έκφρασης που διοχετεύεται μέσω των μέσων ενημέρωσης, που δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει. Αυτό το ήδη διαμορφωμένο επικοινωνιακό τοπίο βοηθά σε κάθε έκτακτη κατάσταση να γίνεται αποδεκτό το αφήγημα της κυρίαρχης εξουσίας. Η ροή των πληροφοριών πολιτικοποιείται με την έμμεση πολιτική παρέμβαση και ανάλογα με την περίσταση επιδιώκεται να κατηγορηθούν η φύση, οι πολιτικοί αντίπαλοι, άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες ή ακόμα και οι  ίδιοι οι άνθρωποι για την καταστροφή.
          Επομένως, μετά από τόσες αλλεπάλληλες ατέλειωτες κρίσεις δεν είναι καιρός να διαλυθούν οι αυταπάτες μας ότι ένα καπιταλιστικό κράτος μπορεί να ενδιαφέρεται για τη δική μας ευημερία και όχι για να εξασφαλίσει ευνοϊκές συνθήκες για την κερδοφορία του κεφαλαίου;

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ

 

Στη Γαλλία λίγες εβδομάδες μετά από τις τεράστιες διαμαρτυρίες και απεργίες για τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, ξέσπασαν εκτεταμένες διαδηλώσεις με βίαιες εκδηλώσεις σε όλη τη Γαλλία  εξαιτίας της δολοφονίας του έφηβου  Νοέλ,  αλγερινής καταγωγής, από αστυνομικό κατά τη διάρκεια τροχονομικού ελέγχου. Στα καθ’ ημάς αστυνομικός σκότωσε έναν πολίτη, που αυτή τη φορά έτυχε να είναι 20χρονος Σύριος, άλλες φορές ήταν τσιγγάνος, μετά από καταδίωξη κι ενώ ο Σύριος προσπαθούσε να διαφύγει με τα πόδια.   
       Μοιάζει στη δημοκρατική Δύση  οι ζωές κάποιων ανθρώπων, όταν δεν είναι λευκοί ευκατάστατοι στις δημοκρατίες μας να κοστίζουν κάπως λιγότερο από άλλες. Και μοιάζει, με την υπερέκθεσή τους στην ανεργία, χρεωκοπημένο το διαφημισμένο δημοκρατικό μοντέλο της ένταξης νέων όχι μόνο από εθνικές μειονότητες, αλλά και από τις υποτελείς τάξεις. Συνεχίζει όμως να προκρίνεται το ατομικιστικό μοντέλο ενσωμάτωσης τους που βασίζεται στην ατομική επιτυχία και φαίνεται η αποδοχή του να στηρίζεται σε μια ευρεία συναίνεση.  Κραυγαλέο στα καθ’ ημάς είναι το παράδειγμα του Γιάννη Αντετοκούνμπο.  Και στη Γαλλία, με τους φτωχούς νέους των προαστίων, γάλλοι δεύτερης και τρίτης γενιάς από τις πρώην γαλλικές αποικίες, αλλά και στη χώρα μας, με τις ροές μεταναστών από τη δεκαετία του ’90 με τους Αλβανούς, τα θεμέλια του μοντέλου ένταξης είναι η αφομοίωση τους στην κοινωνία. Απαιτείται απ’ όλους να συμπεριφέρονται σύμφωνα με το κυρίαρχο μοντέλο, αλλά ταυτόχρονα  a priori δεν γίνεται αποδεκτή η αποτελεσματική ικανότητα τους συμμετοχής σε αυτό που προϋποθέτει την οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση, με αποτέλεσμα ή την μέγιστη προσπάθεια για ένταξη ή την περιθωριοποιίηση. Γιατί ακόμα και αν οι μετανάστες  συμμετέχουν στο παιχνίδι της ένταξης, ιδίως μέσω της μόρφωσης, στη συνέχεια δεν αποφεύγεται ο αποκλεισμός που ακριβώς φαίνεται να βασίζεται στις εθνοτικές διακρίσεις.
      Κι όταν οι ελπίδες διαψεύδονται και οι καταστάσεις επιδεινώνονται, αρκεί  μια αφορμή για την έκρηξη. Που ξεκινά από ένα δράμα με το οποίο πολλοί μπορούν να ταυτιστούν, γεγονός που εξηγεί τη διάδοση. Όλες αυτές οι ταραχές πυροδοτούνται από κοινές εμπειρίες  ανεργίας και διακρίσεων. Οι ενέργειες γίνονται πιο βίαιες και πιο παραβατικές με πολλές λεηλασίες. Στήνονται οδοφράγματα, σαν να υπάρχει η επιθυμία να πάρουν τον έλεγχο του δρόμου. Είναι ένας τρόπος υπεράσπισης της επικράτειάς τους και αυτό φαίνεται και μέσα από τα δημόσια κτίρια που γίνονται στόχος. Με τις ταραχές παραβιάζονται οι κανόνες που διέπουν το συμβολικό και όχι το νομικό καθεστώς των μεταναστών, που απαιτούν απ’ αυτούς υπακοή και ευγένεια.
       Θεωρητικά  μιλάμε για ρατσισμό και αντιρατσισμό. Δεν δυσκολεύτηκε  ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν  να χαρακτηρίσει τον θάνατο του Ναέλ "ασυγχώρητο", ενώ η γαλλική κυβέρνηση επιμένει ότι δεν είναι ρατσιστική, όπως ισχυρίζονται όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Και όλοι  ξεχνούν ότι οι μετανάστες υπόκεινται στην πραγματικότητα στους νόμους της συγκεκριμένης κοινωνίας που τείνουν να αναπαράγουν τη δομή των διαφορών. Οι μετανάστες λοιπόν, ακόμα και δεύτερης ή τρίτης γενιάς, λιγότεροι πλούσιοι σε οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο, κατέχοντας επιπλέον ένα συμβολικό «αρνητικό» κεφάλαιο που συνδέεται με το στίγμα της διαφοράς, υπόκεινται σε διακρίσεις που συμβαίνουν όχι μόνο νομικά αλλά και κοινωνικά. Έτσι στη Γαλλία, και όχι μόνο,  ολόκληροι τομείς της αγοράς εργασίας είναι σχεδόν απρόσιτοι στους «μετανάστες», ακόμη και για όσους έχουν γεννηθεί στη Γαλλία και είναι γαλλικής υπηκοότητας.. Και φυσικά το ίδιο συμβαίνει και στη χώρα μας. Μάλιστα ενδεικτικό αυτής της αντίληψης είναι  και το νομοσχέδιο για την ψήφο των ελλήνων του εξωτερικού χωρίς περιορισμούς,  που προωθεί εκ νέου η κυβέρνηση. Η καταγωγή δίνει περισσότερα δικαιώματα σε ανθρώπους που δεν έχουν οικονομικούς και κοινωνικούς δεσμούς με τη χώρα, από την μόνιμη εγκατάσταση και την οικονομική δραστηριότητα σ’ αυτήν. 
        Βέβαια, όπως και σε προηγούμενα τέτοια  γεγονότα ταραχών, οι πολιτικές συνέπειες φαίνονται περιορισμένες. Σίγουρα, προκαλείται συγκίνηση απ’ αυτά τα γεγονότα, η κοινή γνώμη ανακαλύπτει την ανεργία των νέων, τον ρατσισμό και τις διακρίσεις, την ύπαρξη αστικών γκέτο. Αλλά όπως πάντα, αφού περάσει η συγκίνηση, και παρά τη σημασία κάποιας κινητοποίησης μέσω δημοσιεύσεων λίγους μήνες αργότερα, η κοινή γνώμη φαίνεται να είναι ικανοποιημένη με την απουσία μέτρων μεγάλης κλίμακας για την καταπολέμηση αυτών των καταστάσεων διαχωρισμού σε φτωχογειτονιές   και υποβιβασμού των νέων που ζουν εκεί. Ακόμα όμως κι έτσι, οι ταραχές, χωρίς οργάνωση, σχέδιο και στόχο τις περισσότερες φορές, εισβάλλουν στον πολιτικό χώρο και γι’ αυτό  δεν αποκλείουν την ανάγνωση ως μορφή συλλογικής και πολιτικής δράσης, και θα πρέπει να υπάρξει αποκρυπτογράφηση πίσω από την επιλογή της άμεσης δράσης και βίας.
         Εξάλλου, με την κατάπαυση των ταραχών βλέπουμε και τα όρια μιας κινητοποίησης, όπου οι φτωχοί επιτίθενται σε περιουσίες και δημόσια κτίρια κυρίως στις γειτονιές όπου ζουν, προκαλώντας σ’ αυτές πρόσθετη καταστροφή κι επιβαρύνοντας ένα συχνά μη ανεκτό περιβάλλον διαβίωσης, και σπανιότερα να επιτίθενται στις πλούσιες γειτονιές ή στα κέντρα των πόλεων. Ακόμα κι εδώ αναδεικνύεται ο χωρισμός των δυο κόσμων και η μεθόδευση που έχει γίνει να μην επηρεάζονται οι τάξεις των αστών.
       Κι αν σ΄ αυτές τις ταραχές μοιάζει να λείπει μια ισχυρή ιδεολογία και οι κοινά αποδεκτοί κανόνες στην ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων, όμως είναι σημαντικό ότι είναι μια συλλογική δράση που σκοπό έχει να προκαλέσει αντιδράσεις, μεταρρυθμίσεις και λύσεις στις αδικίες που βιώνονται καθημερινά, αναδεικνύοντας την κοινή μοίρα των νεαρών,  κατοίκων φτωχών, και πολλές φορές γκετοποιημένων, περιοχών.
        Η αντίδραση αυτών των νέων συνδέεται  με την ηθική αγανάκτηση, με το αίσθημα του εξευτελισμού συλλογικά και δημόσια και γι’ αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται και το εύρος των  πολιτικών συνεπειών αυτής της κινητοποίησης. Που είναι τόσο μεγαλύτερο όσο πιο ισχυρές συμμαχίες σφυρηλατούνται μεταξύ νέων και συνδικάτων, που μπορεί να οδηγήσουν σε άλλες μορφές κινητοποίησης. Πάντα η οργάνωση και ο σχεδιασμός διαμαρτυριών, πέρα από τη μαζικότητα, είναι καθοριστικά για τη πίεση που μπορούν να ασκήσουν στην κυρίαρχη εξουσία.
        Είναι λοιπόν δυνατό να επαναλαμβάνεται το κυρίαρχο αφήγημα για την αυτονομία και το αυθόρμητο των κινημάτων, για να απαξιώνεται η οργάνωση σε συνδικάτα και η ισχυροποίηση εργατικών κομμάτων που υπερασπίζονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης;