Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρυσοχοΐδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρυσοχοΐδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ

 Γιορτές Πρωτοχρονιάς και περίσσεψαν οι απειλές από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη σχετικά με την αστυνομία, που για την προστασία μας από την επιδημία  «δικαιούται σε συνεργασία με τον εισαγγελέα να συλλάβει και να καταλογίσει σε αυτούς που παρανομούν αυτά που πρέπει σύμφωνα με τον νόμο», δηλώνοντας ασυστόλως «Κάθε γιορτή είναι μια μαχαιριά». 
          Ο ιός αντιμετωπίζεται με τρόπο που μεγιστοποιείται  η σύγχυση, για να δικαιολογείται  η καταστολή, ενώ ελαχιστοποιείται  η προστασία. Όχι, δεν υπάρχει καμιά συνωμοσία κάποιων σκοτεινών κέντρων πίσω από  την πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας. Είναι ακριβώς ο τρόπος που οι αστικές κυβερνήσεις λειτουργούν με τη λογική των καπιταλιστικών συμφερόντων.
          Με πρόσχημα τον κορωνοϊό νομιμοποιείται κάθε κατάχρηση εξουσίας από τη μεριά της αστυνομίας, η οποία  μοιάζει να συγκεντρώνει μια δύναμη που ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, παρεμβαίνοντας στη ζωή των πολιτών, ασκώντας βία κατά βούληση, αρνούμενη να λογοδοτήσει για τις αυθαιρεσίες της. Κι αν ο πολιτικός της προϊστάμενος Μ. Χρυσοχοϊδης με όλη την αλαζονεία του μικροαστού που φαντάζεται πως τον δέχτηκε η κυρίαρχη τάξη ως συνδαιτυμόνα της, ενώ απλώς του έχει δώσει ρόλο επιστάτη, επαίρεται πως  η κυβέρνηση «εκδημοκρατίζει και φιλελευθεροποιεί» την Αστυνομία» που γίνεται «λιγότερη βίαιη και πιο δημοκρατική», η καθημερινή πρακτική των αστυνομικών οργάνων όχι μόνο τον διαψεύδει, αλλά προκαλεί και φόβους για το μέλλον των δημοκρατικών δικαιωμάτων εξαιτίας της αστυνομικής απειλής. Δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στην αστυνομική αυθαιρεσία και την προστασία από τον ιό. Όταν όλη η χώρα βρίσκεται υπό αστυνομική επιτήρηση, με τους αστυνομικούς να βρίσκονται παντού και να απειλούν πως ακόμα και στην ιδιωτική κατοικία μπορούν να εισβάλλουν, να χρησιμοποιούν βία, να αναζητούν και να  συλλαμβάνουν πολίτες, τι καλό μπορεί να προοιωνίζεται;
            Προφανώς μερικές από τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες της αστυνομίας δεν είναι γραμμένες σε κάποιο νόμο. Είναι μέρος της αστυνομικής παράδοσης, του περιβάλλοντος, της κουλτούρας που μαθαίνουν οι αστυνομικοί ο ένας από τον άλλο με την ενθάρρυνση και την κατεύθυνση από τους προϊσταμένους τους. Ο ρόλος δηλ. και η συμπεριφορά της αστυνομίας ακόμα κι αν ισχυρίζεται πως ακολουθεί το  νόμο, επηρεάζεται από τις ευρύτερες οδηγίες που εκπορεύονται ως πολιτική από την  κυρίαρχη εξουσία.  Και τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα την περίοδο της πανδημίας, ενθαρρύνεται η ασυδοσία και αυθαιρεσία της αστυνομίας. Κι αυτό σημαίνει πως η αστική μας δημοκρατία μετατρέπεται με …βελούδινο τρόπο και με τη συναίνεσή μας ή την άγνοιά μας σε ένα αστυνομικό κράτος.
            Ο αστυνομικός τρόπος που αντιμετωπίζεται η πανδημία, βάζοντας σε δεύτερο επίπεδο, έως εξαφανίσεως, το υγειονομικό κομμάτι, δεν δείχνει παρά πως και η ίδια η επιδημία ως υγειονομική απειλή μπαίνει σε δεύτερο επίπεδο. Η πληθώρα των κατασταλτικών μέτρων, σε αντίθεση με τα περιορισμένα μέτρα  υγειονομικής ενίσχυσης, δεν δείχνει παρά πως ο στόχος είναι ο βαθμιαίος εκφοβισμό μας για να εξασφαλιστεί ο έλεγχος της συμπεριφοράς μας, πάντα με το πρόσχημα της πανδημίας. Ολόκληρος  ο λαός αντιμετωπίζεται σαν ένα τσούρμο ανηλίκων που αγνοούν τον κίνδυνο,  που δεν αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα της κατάστασης, που δεν ξέρουν να προστατεύονται και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης σε ρόλο κηδεμόνα με τους παρατρεχάμενους υπουργούς τους σαν βοηθούς καταβάλλουν προσπάθειες να μας σώσουν, περισσότερο από τον εαυτό μας παρά από την επιδημία.
             Η πανδημία όχι μόνο προκαλεί καταστροφή στην παγκόσμια οικονομία και στη δημόσια υγεία,  με τις αστικές κυβερνήσεις όμως να αδιαφορούν για τη θωράκισή της, αλλά διαταράσσει και τις δημοκρατικές διαδικασίες. Ο κορωνοϊός, όπως φαίνεται, μεταμορφώνει πυλώνες της αστικής διακυβέρνησης  και δια της τεθλασμένης  επαναφέρει τους όρους μιας συζήτησης σχετικά με τα πλεονεκτήματα του αυταρχισμού έναντι της δημοκρατίας. Με τη χρησιμοποίηση  της υγειονομικής κρίσης και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αποδυναμώνονται έλεγχοι και ισορροπίες της εξουσίας και παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Με το πρόσχημα  της καταπολέμησης της παραπληροφόρησης σχετικά με τον ιό αυξάνεται ο  έλεγχος της ελεύθερης έκφρασης και των μέσων ενημέρωσης, τα οποία αποζημιώνονται με κρατικό χρήμα. Επιταχύνεται η χρήση νέων τεχνολογιών επιτήρησης από τις κυβερνήσεις, χρησιμοποιείται η έκτακτη ανάγκη για περιορισμό των δημόσιων συγκεντρώσεων.
Τα μέσα της ζωής των εργαζομένων  γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Μια ολόκληρη τάξη, η εργατική, με τους περιορισμούς και τον οικονομικό στραγγαλισμό, αποδεκατίζεται και καταστρέφεται από την  ανεργία, την χρεωκοπία των φτωχικών οικονομιών της,  από τους μισθούς πείνας. Γι’ αυτό, απέναντι στην επίθεση της κυρίαρχης τάξης που δε ορρωδεί προ ουδενός και ακόμα και την πανδημία χρησιμοποιεί ως ευκαιρία για ικανοποίηση των συμφερόντων της, μόνο οργανωμένα το κίνημα, με το κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να αντιπαραταχθεί σ’ αυτήν.
Μέρες γιορτών και δεν μένει τίποτε να γιορτάσουμε. Ούτε να μιμηθούμε τους πιστούς σε μια θρησκεία που συνδέεται με τη μεγάλη πλειοψηφία με τις τελετουργίες της, ούτε ν΄ ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του καπιταλισμού για αγορά και κέρδος. Φοβισμένοι και αποκλεισμένοι περπατάμε στις πόλεις με ωράριο και άδειες περιμένοντας όπως μας υποσχέθηκαν τώρα με την  «λύτρωση» των εμβολίων να ξαναπάρουμε πίσω τη ζωή μας. Μόνο που αυτή θα είναι πια σακατεμένη.
           Εκτός κι αν οι αγώνες μας είναι διαρκείς για να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και της αξιοπρέπειά μας

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ


Εν μέσω ραγδαίας εξάπλωσης της  πανδημίας Covid-19 η διάσωση ζωών και η μείωση της μετάδοσης της νόσου στον πληθυσμό διακηρύττεται σαν η πρώτη προτεραιότητα των κυβερνήσεων, των διεθνών οργανισμών,  ακόμα και της επιχειρηματικής κοινότητας. Αυτό σημαίνει πως η αντιμετώπιση του ιού απαιτεί  αποφασιστικές παρεμβάσεις για τη δημόσια υγεία που θα ενισχύουν τις  υποδομές της και  θα εξασφαλίζουν το απαιτούμενο προσωπικό. Εννιά μήνες όμως μετά την εμφάνιση της πανδημίας, με το αναμενόμενο δεύτερο κύμα της πανδημίας να απειλεί τις ζωές μας, η κυβέρνησή μας, και σ’ ένα μεγάλο βαθμό και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μοιάζει να αιφνιδιάζεται και να περιορίζεται και πάλι στην επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας.

            Στα  επικοινωνιακά τεχνάσματά της συμπεριέλαβε, με την αντίστοιχη προβολή στα ΜΜΕ, και την εθελοντική μετάταξη νοσηλευτών από διάφορα νοσοκομεία της χώρας σε νοσοκομεία της χειμαζόμενης Θεσσαλονίκης, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να περιγράφει την πράξη τους «Οι νοσηλεύτριες και ο νοσηλευτής που μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη εθελοντικά άφησαν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους για να βοηθήσουν συνανθρώπους που τους έχουν ανάγκη» και να την αξιολογεί ως «βαθιά πατριωτική».
              Στη χώρα μας οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004 ήταν η ευκαιρία, εκτός των άλλων, και για την εισαγωγή και ανάπτυξη του εθελοντισμού ως ιδέας και δράσης, που έκτοτε επιδιώκεται σε κάθε είδους δραστηριότητα. Καθώς ο εθελοντισμός στα καπιταλιστικά κράτη συνδέεται με το ιδιωτικό κεφάλαιο και εκφράζει την κοινωνική συναίνεση σε επιλογές του κεφαλαίου, γίνεται μια ιδιαίτερα επιθυμητή δραστηριότητα και οι εθελοντές συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική ευημερία του κεφαλαίου, η οποία διαφορετικά θα απαιτούσε πληρωμένους πόρους. Γι’ αυτό και η  αναγκαιότητα του εθελοντισμού προβάλλεται ως πολιτικό καθήκον, αφού  η διάθεση κοινωνικής προσφοράς χρησιμοποιείται για εξοικονόμηση πόρων και συγχρόνως για χειραγώγησή της σε κατευθύνσεις κοινωνικής συμμετοχής και δράσης που  εξυπηρετούν τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου. Κάθε είδους οργανισμοί που προσφέρουν κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες, εκπαίδευση, πολιτισμό, αναψυχή, θρησκευτικές και πολλές άλλες υπηρεσίες ωφελούνται από τις ώρες εθελοντισμού. 
            Αυτόν τον εθελοντισμό είναι που επικαλούνται οι κυβερνώντες και στην εποχή της πανδημίας, απαιτώντας την  αλληλεγγύη των λαϊκών στρωμάτων προς το κεφάλαιο, όπως αυτό εκπροσωπείται από την πολιτική εξουσία. Γι’ αυτό θα πρέπει οι εργαζόμενοι να υπερβάλλουν εαυτούς για να καλύψουν την ανεπάρκεια των συστημάτων υγείας, να περιορίσουν τις υλικές τους ανάγκες έως εξαφανίσεως για να συνεχίσει να κερδοφορεί το κεφάλαιο, χωρίς να διεκδικούν, χωρίς να απαιτούν, μόνο να συναινούν στις επιλογές και αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας.
         Διαθέτοντας στην υπηρεσία της η κυρίαρχη εξουσία το σύνολο των ΜΜΕ μπορεί να διαμορφώνει την εικόνα της πραγματικότητας που την ευνοεί και όπου συγκλίνουν οι συλλογικές προβολές του φανταστικού, αποκαθαρμένες όμως από  συγκρούσεις και αντιπαλότητες. Στόχοι και σκοποί αποσπώνται από την πραγματικότητα των συγκρούσεων, συνδέονται  με παροδικά συναισθήματα που χτίζουν μια τεχνητή συλλογική συνείδηση πάνω στην οποία πατά ο εθελοντισμός που προπαγανδίζει η κυρίαρχη εξουσία και σ΄ αυτή την προσομοίωση πραγματικότητας δεν έχει να κάνει με την ταξική αλληλεγγύη και προσφορά, αλλά με τη συναίνεση προς την κυρίαρχη εξουσία. Αυτού του είδους ο εθελοντισμός έχει διαβρώσει το σύνολο των συμπεριφορών, έχει δημιουργήσει μια πλασματική αντίληψη της πραγματικότητας και καταφέρνει να παρουσιάζεται σαν ενσάρκωση ενός ιδανικού, όπου όλοι θα προσφέρουν οικειοθελώς τις υπηρεσίες τους σε μια κοινωνία ισότητας, για να περιορίζονται οι ζημιές του κεφαλαίου -το τελευταίο επιμελώς αποκρύπτεται. 
          Οι συγκρούσεις όμως και τα ταξικά συμφέροντα  δεν καταργούνται ως δια μαγείας στον πραγματικό κόσμο. Γι’ αυτό  η κυρίαρχη εξουσία εν μέσω της πανδημίας συνεχίζει να ολιγωρεί για τη δημόσια υγεία, ενώ δείχνει ιδιαίτερη μέριμνα για την επιδείνωση της δημοκρατικής διακυβέρνησης που ολισθαίνει προς τον αυταρχισμό.
          Οι απαγορεύσεις λοιπόν, με πρόσχημα την πανδημία, για κινητοποιήσεις  στην επέτειο του Πολυτεχνείου, τις αντιδράσεις και διαμαρτυρίες των λαϊκών στρωμάτων στην  επιβολή των πολιτικών επιλογών της άρχουσας τάξης ήθελαν να καταστείλουν. Το κράτος οργανωμένα με ενίσχυση του νομικού οπλοστασίου, πάνοπλο με τις δυνάμεις καταστολής του σε δράση, συνεπικουρούμενο στην προπαγάνδα του από τα ΜΜΕ καταπατεί δικαιώματα, παραβιάζει διακηρύξεις, αθετεί υποσχέσεις.
         Απέναντι όμως στην κρατική δύναμη, που ανεπιφύλακτα πια αποκαλύπτει την συμπόρευση της με τα συμφέροντα του κεφαλαίου, μόνο η οργανωμένη πειθαρχία του λαϊκού κινήματος μπορεί να αντιπαρατεθεί. Γι’ αυτό ήταν τόσο σημαντικές οι κινητοποιήσεις του ΚΚΕ στην επέτειο του Πολυτεχνείου, πέρα από το συμβολικό τους χαρακτήρα που έσπαγε με αφοβία και σιγουριά της απαγορεύσεις ενός αυταρχικού κράτους. Γιατί ήταν η δική του επίδειξη δύναμης του λαϊκού παράγοντα,  που τολμά, οργανώνει, ακόμα και κοροϊδεύει την κρατική εξουσία. Η  οποία  εξουσία δια των εκπροσώπων της ψελλίζει δικαιολογίες κυρίως για να κρύψει την ανεπάρκειά της στη σύγκρουσή της με το λαϊκό παράγοντα, για να μη φανούν οι αδυναμίες της και πάψει να εμπνέει φόβο.
          Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδης σε μια καθόλου πειστική επίκληση ανεκτικότητας και σεβασμού της δημοκρατίας, με διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε πολιτικές εκδηλώσεις και πορείες προσπάθησε να δικαιολογήσει την αδυναμία της αστυνομίας να αποτρέψει τη συγκέντρωση του ΚΚΕ στην αμερικάνικη πρεσβεία από τη μια και το όργιο βίας και καταστολής στο οποίο αυτή επιδόθηκε στη δεύτερη συγκέντρωσή του στην Ομόνοια από την άλλη. Γιατί η ήττα της πολιτικής ηγεσίας την ημέρα της επετείου θα πρέπει να καλυφθεί παντοιοτρόπως, να μην αναθαρρήσει ένας λαός εξουθενωμένος και απογοητευμένος. 
            Μόνο που οι εικόνες των συγκεντρώσεων του ΚΚΕ δεν μπορούν να σβηστούν και δείχνουν την κατεύθυνση που οι εργαζόμενοι πρέπει ν’ ακολουθήσουν. Κι αυτή οδηγεί στην απεργία της 26ης Νοεμβρίου. 
         Απέναντι σ’ ένα πάνοπλο κράτος μόνο η οργάνωση με το κόμμα της εργατικής τάξης μπορεί να κάμψει τη δύναμη των κυβερνήσεων, οι οποίες με το πρόσχημα της πανδημίας περιορίζουν θεμελιώδη δικαιώματα και αναστέλλουν ελευθερίες.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ

 

Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη  Μ. Χρυσοχοΐδης θριαμβικά ανακοίνωσε τη σύλληψη 5 ατόμων ως εμπρηστών του κέντρου κράτησης μεταναστών και προσφύγων στη Μόρια, εμφανιζόμενος σίγουρος για την ενοχή τους, συμβάλλοντας κι αυτός να μετατραπεί το μεταναστευτικό ζήτημα σε πρόβλημα  ασφάλειας και έννομης τάξης. Στην ίδια υποβόσκουσα λογική και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τονίζει την αμεσότητα της αντίδρασης από τη μεριά της κυβέρνησης που επαίρεται για την γρήγορη οργάνωση νέου κέντρου κράτησης, στοχοποιώντας τους μετανάστες που δεν δέχονται τη μετεγκατάσταση και βεβαιώνοντας πως απόφαση της κυβέρνησης είναι «να τηρηθεί σε κάθε περίπτωση η νομιμότητα».

         Η μετανάστευση και προσφυγοποίηση έχει γίνει πια ένα καθοριστικό ζήτημα του 21ου αιώνα. Μια σειρά από εσωτερικές και περιφερειακές ένοπλες συγκρούσεις μαζί με την οικονομική ασφυξία  δημιουργούν εκατομμύρια εξαθλιωμένων ιδιαίτερα σε δυο περιοχές, Μέση Ανατολή και Αφρική. Οι συνθήκες μάλιστα κάτω από τις οποίες οι μεταναστευτικές ροές καταλήγουν στην Ευρώπη έχουν αντίκτυπο στο φάσμα ευκαιριών ένταξης  στην όποια νέα χώρα. Έτσι για παράδειγμα, αφήνοντας  τη χώρα τους και εισερχόμενοι μυστικά  και καταδιωκόμενοι στη νέα χώρα δεν έχουν  τις ίδιες ευκαιρίες αποδοχής με την είσοδο εκείνων που εργάζονται σε εργασίες υψηλής ειδίκευσης. Η σιωπηρή, ή και εκφραζόμενη, σύγκριση στο δημόσιο λόγο μεταξύ των παλαιών κυμάτων μεταναστών και των σύγχρονων μεταναστευτικών ρευμάτων δεν πρέπει να παραβλέπει τα διαφορετικά δεδομένα. Οι διακινούμενοι στην Ευρώπη μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στρατολογούνταν στοχευμένα, και βασικά με διακρατικές συμφωνίες, για τη βαριά βορειοευρωπαϊκή βιομηχανία. Τα όρια προσαρμογής για κάθε νεοφερμένο στις χώρες υποδοχής ήταν στενά. Αυτός έπρεπε να αλλάξει για να ενσωματωθεί στη νέα του χώρα που ήταν φιλοξενούμενος. Ήταν εργαζόμενος φιλοξενούμενος όπως στη Γερμανία χαρακτηρίζονταν οι Ιταλοί, Τούρκοι και Έλληνες που έφτασαν τη δεκαετία του 1960 για να εργαστούν στα εργοστάσια της Γερμανίας και βοηθώντας να δημιουργηθεί μετά τον πόλεμο το οικονομικό θαύμα της ηττημένης Γερμανίας.

               Το σύγχρονο παγκόσμιο καθεστώς προσφύγων δημιουργήθηκε σε μια ιδιαίτερη στιγμή της ιστορίας, μετά το Ολοκαύτωμα και στην αρχή του ψυχρού πολέμου. Η σύμβαση του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων ορίζει τον πρόσφυγα ως κάποιον που διώκεται με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνικότητα, την ένταξη σε μια κοινωνική ομάδα ή πολιτική γνώμη. Είναι ένας ορισμός που βασίζεται στην εμπειρία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και επικεντρώνεται σε δίωξη που ήταν κυρίως πολιτική αλλά και ανθρώπινη.              Η μεταναστευτική κρίση του 2015 σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής. Η παλιά λογική και κατανόηση της μετανάστευσης που διέπεται από τις αρχές της σύμβασης του 1951 τίθεται φανερά πια υπό αμφισβήτηση. Οι άνθρωποι δεν διαφεύγουν μόνο από πόλεμο και διώξεις, αλλά και από την οικονομική εξαθλίωση, την απόγνωση της επιβίωσης. Τα καπιταλιστικά κράτη της Δύσης συνεχίζουν να διαχέουν την πολιτικά σκόπιμη μυθοπλασία ότι μπορούν μονομερώς να ασκήσουν έλεγχο στη μετανάστευση, ενώ η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη. Γι’ αυτό επιστρατεύουν εννοιολογικές διαφοροποιήσεις που διαχωρίζει την έννοια του οικονομικού μετανάστη από εκείνη του πρόσφυγα, έτσι ώστε πολλοί άνθρωποι να συνθλίβονται ανάμεσά τους και να διασώζεται η εικόνα της ανθρωπιστικής Ευρώπης.

Η διαφημιζόμενη ανθρωπιστική  Ευρώπη δεν φαίνεται να είναι πραγματικά προετοιμασμένη, ηθικά, πολιτικά ή θεσμικά, να αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση. Τα ευρωπαϊκά έθνη, που συμβάλλαν στη δημιουργία των συνθηκών  μετανάστευσης, έχτισαν τείχη και φράχτες, αποφεύγοντας το μέλλον και υποχωρώντας στο παρελθόν, στο οποίο επικράτησε η  σύγκρουση και αιματοχυσία.

Η υλοποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος συνοριακών ελέγχων εφαρμόζεται τόσο εντός όσο και εκτός της επικράτειάς του, και επικεντρώνεται βέβαια στα κρίσιμα σημεία των εξωτερικών συνόρων. Οι αρμόδιοι για την εφαρμογή τους συγχέονται μεταξύ εθνικών, ευρωπαϊκών και ακόμη διεθνών παραγόντων, Αυτό ισχύει ιδίως για τη διαχείριση των hotspots στην Ελλάδα, όπου η ευθύνη για τη λειτουργία τους είναι των  ελληνικών αρχών, ενώ οι αποστολές ελέγχου και εποπτείας εκτελούνται από τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες Frontex, Europol (Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία ) και τη Eurojust (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Δικαστικής Συνεργασίας). Οι αρχές για την αναγνώριση και την καταχώριση πραγματοποιούνται από την EASO (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο), η ανθρωπιστική βοήθεια παρέχεται από διάφορες διεθνείς ΜΚΟ και η χρηματοδότηση προέρχεται εν μέρει από τα Ηνωμένα Έθνη (Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες), εν μέρει από την ΕΕ.

Και με τον τρόπο διαχείρισης του προβλήματος των εξαθλιωμένων που αναζητούν χώρο για να ζήσουν, γίνεται η επιστροφή των εθνικισμών στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής με το θέμα της μετανάστευσης να αποτελεί αντικείμενο έντονων εντάσεων και πρόσχημα για πρωτοφανή κατασταλτική μεταχείριση τους.

Ο πραγματικός λόγος για την κατασκευή της μετανάστευσης ως προβλήματος και μιας φοβερής απειλής που πλήττει  την Ευρώπη δεν είναι ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός μεταναστών ή η ανεπάρκεια των προσπαθειών τους να ενταχτούν. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, ο αριθμός προσφύγων και μεταναστών ανέρχεται σε 120.000, ενώ στην Ευρώπη των 512 εκατομμυρίων  περίπου το 4,5%  απ’ αυτούς είναι  πολίτες άλλων χωρών.  Η διόγκωση της αμφισβητούμενης μεταναστευτικής απειλής αποτελεί μέρος του πολύ συγκεκριμένου στόχου να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση μεταξύ των ήδη ταλαιπωρημένων  πολιτών ότι τα δικαιώματά τους και κυρίως  την αυταπάτη της υπεροχής τους  τις  υπερασπίζεται καλά η ταξική εξουσία της αστικής δημοκρατίας. Για να χαρακτηρίζει ο Μ. Χρυσοχοϊδης το μάντρωμα των εξαθλιωμένων ως προστασία της δημόσιας υγείας πάντα όμως με «σαφές ανθρωπιστικό και δημοκρατικό περιεχόμενο» ενώ η αστυνομία του  στη Σάμο να συλλαμβάνει ανήλικους πρόσφυγες και με τη βίαιη συμπεριφορά της να επιδεικνύει την ασυδοσία της και τον εκφασισμό της.

Δηλ. εν ολίγοις επικεντρώνεται η προσοχή στους μετανάστες για να μην επικεντρωθεί στα πραγματικά προβλήματα, κατασκευάζεται ένας εχθρός για να κρυφτεί πίσω του ο πραγματικός εχθρός της ταξικής εξουσίας, τροφοδοτείται ο ρατσισμός μέσα από τα πραγματικά προβλήματα που η σκόπιμα ανεπαρκής διαχείριση του μεταναστευτικού δημιουργεί, για να κρυφτεί η συνύπαρξη αστικής δημοκρατίας με ένα ρατσιστικό λόγο και φασιστική συμπεριφορά.