Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

ΤΑ ΠΕΤΑΜΕΝΑ ΛΕΦΤΑ


Τέλη Σεπτεμβρίου  ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στ. Πέτσας  στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter πόσταρε συνέντευξή του σε ραδιόφωνο που τιτλοφορούνταν «αν είχαμε ακούσει τον ΣΥΡΙΖΑ για τις ΜΕΘ θα είχαμε πετάξει δεκάδες εκατομμύρια». Ο υπουργός Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης τέλη Οκτωβρίου θεωρούσε επιζήμια  την αύξηση του αριθμού λεωφορείων, παρόλο το συνωστισμό που παρατηρείται σ’ αυτά και είναι επικίνδυνος σε συνθήκες πανδημίας, αιτιολογώντας της με ρητορικές ερωτήσεις για τα δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν δαπανηθεί τις τελευταίες δεκαετίες και την αναγκαιότητα να κοπούν συντάξεις για την αγορά περισσότερων λεωφορείων. Ο υφυπουργός υγείας Β. Κοντοζαμάνης, στην ενημέρωση για την πορεία της επιδημίας στα μέσα Νοεμβρίου δήλωσε πως η επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας δεν είναι δωρεά στο κράτος  τονίζοντας πως αν γινόταν επίταξη στο πρώτο κύμα της επιδημίας που δεν χρειάστηκε "θα είχαμε πετάξει τα χρήματα που διαθέτουμε".
       Δηλώσεις υπουργών της  κυβέρνησης στη χώρα μας που στην προσπάθειά τους να καλύψουν την ολιγωρία της σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας και να δικαιολογήσουν  τις συνέπειες των ενεργειών τους αποκαλύπτουν, πέρα από  τις δημαγωγίες, την προτεραιότητα που έχει η καπιταλιστική οικονομία σε κάθε επιλογή και τα όρια της φιλολαϊκής πολιτικής που μπορεί να ασκήσει μια τέτοια κυβέρνηση όταν απειλείται η κερδοφορία του κεφαλαίου.  Είναι χαρακτηριστικές οι λέξεις που οι υπουργοί χρησιμοποιούν για  πεταμένα λεφτά όταν πρόκειται μάλιστα για υπηρεσίες που σχετίζονται με την υγεία του συνόλου του πληθυσμού. Αυτοί οι υπουργοί υπηρετώντας, κάποιες φορές με πολλή δουλοπρέπεια και χωρίς προσχήματα, το  κεφάλαιο με τις διάφορες μορφές του, θεωρούν αυτονόητο όλες οι κυβερνητικές επιλογές να γίνονται με βάση τα συμφέροντά του.
      Και όλες οι απόψεις τους εκφρασμένες απλοϊκά με ιδεαλιστικά περιτυλίγματα, για να τις εξωραΐσουν, απηχούν αντιλήψεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, που με εμβρίθεια  ανέλυσε ο Α. Σμιθ  και επιστημονικά έκρινε ο Κ. Μαρξ.
       Ο Μαρξ, ενάμιση αιώνα πριν, κρίνοντας την αντίληψη του Σμιθ για τη παραγωγική εργασία επισημαίνει τη θέση του ότι  στον καπιταλιστικό κόσμο μόνο η εργασία που παράγει κεφάλαιο είναι παραγωγική εργασία. 

   «Γιατί η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης συνίσταται για τον κεφαλαιοκράτη, σαν τέτιον, όχι στην πραγματική της αξία χρήσης, στην ωφελιμότητα αυτής της ιδιαίτερης συγκεκριμένης εργασίας, ότι δηλαδή πρόκειται για κλωστική εργασία, για υφαντική εργασία κλπ., ακριβώς όπως δεν τον ενδιαφέρει η αξία χρήσης του προϊόντος αυτής της εργασίας, σαν τέτιου, επειδή γι’ αυτόν το προϊόν είναι εμπόρευμα (και μάλιστα εμπόρευμα πριν από την πρώτη του μεταμόρφωση), και όχι είδος κατανάλωσης. Αυτό που τον ενδιαφέρει στο εμπόρευμα είναι ότι έχει μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία από την αξία που πλήρωσε για την παραγωγή του, και έτσι η αξία χρήσης της εργασίας γι’ αυτόν συνίσταται στο ότι παίρνει πίσω μια μεγαλύτερη ποσότητα χρόνου εργασίας από εκείνον που πλήρωσε με τη μορφή του μισθού (…).                                                                                       Η παραγωγική εργασία καθορίζεται εδώ από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, ο  δε Α. Σμιθ έχει εξαντλήσει εννοιακά  το ζήτημα, πέτυχε το στόχο -πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες επιστημονικές υπηρεσίες του (παραμένει, όπως έχει παρατηρήσει σωστά ο Μάλθους, η βάση όλης της αστικής πολιτικής οικονομίας αυτή η κριτική διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και στη μη παραγωγική εργασία), το γεγονός ότι την παραγωγική εργασία την καθορίζει σαν εργασία, που ανταλλάσσεται άμεσα με το κεφάλαιο, δηλαδή με ανταλλαγή, με την οποία μόνο οι όροι παραγωγής της εργασίας και γενικά η αξία, το χρήμα κα τα εμπορεύματα μετατρέπονται πρώτα σε κεφάλαιο (και η εργασία σε μισθωτή εργασία με την επιστημονική έννοια).

        Ετσι έχει αποδειχτεί απόλυτα, τι είναι η μη παραγωγική εργασία. Είναι η εργασία που δεν ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, αλλά που ανταλλάσσεται άμεσα με εισόδημα, δηλαδή με μισθό ή με κέρδος (φυσικά και με τις διάφορες κατηγορίες, όπως ο τόκος και οι πρόσοδες, που συμμετέχουν σαν μέτοχοι -copartners- κέρδος του κεφαλαιοκράτη) (…) Οι ορισμοί αυτοί δεν είναι λοιπόν παρμένοι από το υλικό χαρακτηριστικό της εργασίας, (ούτε από τη φύση του προϊόντος της, ούτε από την καθορισμένη κοινωνική μορφή, από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, μέσα στις οποίες συντελείται. Ένας ηθοποιός λ.χ. ακόμα και ένας παλιάτσος, είναι επομένως ένας παραγωγικός εργάτης, όταν δουλεύει στην υπηρεσία ενός καπιταλιστή (του επιχειρηματία), στον οποίο επιστρέφει περισσότερη  εργασία, από εκείνη που παίρνει απ’ αυτόν με τη μορφή του μισθού, ενώ ένας μπαλωματής ράφτης, που πάει  στο σπίτι του καπιταλιστή, για να του μπαλώσει τα παντελόνια του του τού δημιουργεί μόνο μια αξία χρήσης, είναι ένας μη παραγωγικός εργάτης. Η εργασία του πρώτου ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, ενώ η εργασία του δεύτερου με εισόδημα. Η πρώτη δημιουργεί μια υπεραξία, με τη δεύτερη καταναλώνεται ένα εισόδημα. 
        Η παραγωγική και η μη παραγωγική εργασία εξετάζονται εδώ πάντα από τη σκοπιά του κατόχου χρήματος, του καπιταλιστή, όχι του εργάτη (…)
       Ένας συγγραφέας είναι παραγωγικός εργάτης, όχι γιατί  παράγει ιδέες, αλλά γιατί πλουτίζει τον βιβλιοπώλη, που εκδίδει τα συγγράμματά του, ή γιατί είναι ο μισθωτός εργάτης ενός καπιταλιστή.(…)     
      
      (…) Αυτό που προκάλεσε ιδίως την πολεμική ενάντια στη διάκριση που κάνει ο Α. Σμιθ ανάμεσα στην παραγωγική και μη παραγωγική εργασία (…) Τα παρακάτω περιστατικά είναι που προκάλεσαν την πολεμική αυτή.
       Στη μεγάλη μάζα των λεγόμενων «ανώτερων» εργατών -όπως των δημόσιων υπαλλήλων, των στρατιωτικών, των βιρτουόζων, των γιατρών, των παπάδων, των δικαστών, των δικηγόρων κλπ.- όλων αυτών, που εν μέρει δεν είναι μόνο μη παραγωγικοί, αλλά στην ουσία και ολέθριοι, που καταφέρνουν όμως να ιδιοποιούνται ένα πολύ μεγάλο μέρος του υλικού πλούτου, είτε πουλώντας τα «μη υλικά» εμπορεύματά τους, είτε με τη βίαιη επιβολή αυτών των εμπορευμάτων -σ’ όλη αυτή τη μάζα δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να κατατάσσεται από οικονομική άποψη σ’ αυτήν την τάξη, των γελωτοποιών και των υπηρετών και να εμφανίζονται σαν απλοί συγκαταναλωτές, σαν παράσιτα των καθεαυτό παραγωγών.(…) 
         Εφόσον αυτοί οι «μη παραγωγικοί εργάτες» δεν παράγουν απολαύσεις, και γι’ αυτό το αγόρασμα τους εξαρτιέται ολότελα από τον τρόπο που ο παράγοντας της παραγωγής θέλει να ξοδέψει τον μισό ή το κέρδος του -εφόσον, αντίθετα, γίνονται αναγκαίοι ή κάνουν τον εαυτό τους αναγκαίο (όπως οι γιατροί) επειδή υπάρχουν άνθρωποι σωματικά άρρωστοι ή (όπως οι παπάδες) επειδή υπάρχουν άνθρωποι πνευματικά αδύνατοι, ή (όπως οι πολιτικοί άνδρες, όλοι οι νομικοί, οι αστυνομικοί, οι στρατιώτες) επειδή υπάρχει η σύγκρουση των ατομικών και των εθνικών συμφερόντων, όλοι αυτοί εμφανίζονται στον Α. Σμιθ, όπως και στους ίδιους τους βιομήχανους καπιταλιστές και στην εργατική τάξη σαν τα faux frais της παραγωγής, και επομένως θα πρέπει να περιοριστούν ως το αναγκαίο κατώτατο όριο και να κοστίζουν όσο το δυνατό πιο φτηνά. Η αστική κοινωνία αναπαράγει ξανά με την προσιδιάζουσα σ’ αυτήν μορφή όλα αυτά που τα είχε καταπολεμήσει στη φεουδαρχική ή απολυταρχική τους μορφή»

 (Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την υπεραξία, 4ος τ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, μτφ. Π. Μαυρομμάτη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984, σ. 151-152, σ.173)

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ


Εν μέσω ραγδαίας εξάπλωσης της  πανδημίας Covid-19 η διάσωση ζωών και η μείωση της μετάδοσης της νόσου στον πληθυσμό διακηρύττεται σαν η πρώτη προτεραιότητα των κυβερνήσεων, των διεθνών οργανισμών,  ακόμα και της επιχειρηματικής κοινότητας. Αυτό σημαίνει πως η αντιμετώπιση του ιού απαιτεί  αποφασιστικές παρεμβάσεις για τη δημόσια υγεία που θα ενισχύουν τις  υποδομές της και  θα εξασφαλίζουν το απαιτούμενο προσωπικό. Εννιά μήνες όμως μετά την εμφάνιση της πανδημίας, με το αναμενόμενο δεύτερο κύμα της πανδημίας να απειλεί τις ζωές μας, η κυβέρνησή μας, και σ’ ένα μεγάλο βαθμό και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μοιάζει να αιφνιδιάζεται και να περιορίζεται και πάλι στην επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας.

            Στα  επικοινωνιακά τεχνάσματά της συμπεριέλαβε, με την αντίστοιχη προβολή στα ΜΜΕ, και την εθελοντική μετάταξη νοσηλευτών από διάφορα νοσοκομεία της χώρας σε νοσοκομεία της χειμαζόμενης Θεσσαλονίκης, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να περιγράφει την πράξη τους «Οι νοσηλεύτριες και ο νοσηλευτής που μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη εθελοντικά άφησαν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους για να βοηθήσουν συνανθρώπους που τους έχουν ανάγκη» και να την αξιολογεί ως «βαθιά πατριωτική».
              Στη χώρα μας οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004 ήταν η ευκαιρία, εκτός των άλλων, και για την εισαγωγή και ανάπτυξη του εθελοντισμού ως ιδέας και δράσης, που έκτοτε επιδιώκεται σε κάθε είδους δραστηριότητα. Καθώς ο εθελοντισμός στα καπιταλιστικά κράτη συνδέεται με το ιδιωτικό κεφάλαιο και εκφράζει την κοινωνική συναίνεση σε επιλογές του κεφαλαίου, γίνεται μια ιδιαίτερα επιθυμητή δραστηριότητα και οι εθελοντές συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική ευημερία του κεφαλαίου, η οποία διαφορετικά θα απαιτούσε πληρωμένους πόρους. Γι’ αυτό και η  αναγκαιότητα του εθελοντισμού προβάλλεται ως πολιτικό καθήκον, αφού  η διάθεση κοινωνικής προσφοράς χρησιμοποιείται για εξοικονόμηση πόρων και συγχρόνως για χειραγώγησή της σε κατευθύνσεις κοινωνικής συμμετοχής και δράσης που  εξυπηρετούν τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου. Κάθε είδους οργανισμοί που προσφέρουν κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες, εκπαίδευση, πολιτισμό, αναψυχή, θρησκευτικές και πολλές άλλες υπηρεσίες ωφελούνται από τις ώρες εθελοντισμού. 
            Αυτόν τον εθελοντισμό είναι που επικαλούνται οι κυβερνώντες και στην εποχή της πανδημίας, απαιτώντας την  αλληλεγγύη των λαϊκών στρωμάτων προς το κεφάλαιο, όπως αυτό εκπροσωπείται από την πολιτική εξουσία. Γι’ αυτό θα πρέπει οι εργαζόμενοι να υπερβάλλουν εαυτούς για να καλύψουν την ανεπάρκεια των συστημάτων υγείας, να περιορίσουν τις υλικές τους ανάγκες έως εξαφανίσεως για να συνεχίσει να κερδοφορεί το κεφάλαιο, χωρίς να διεκδικούν, χωρίς να απαιτούν, μόνο να συναινούν στις επιλογές και αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας.
         Διαθέτοντας στην υπηρεσία της η κυρίαρχη εξουσία το σύνολο των ΜΜΕ μπορεί να διαμορφώνει την εικόνα της πραγματικότητας που την ευνοεί και όπου συγκλίνουν οι συλλογικές προβολές του φανταστικού, αποκαθαρμένες όμως από  συγκρούσεις και αντιπαλότητες. Στόχοι και σκοποί αποσπώνται από την πραγματικότητα των συγκρούσεων, συνδέονται  με παροδικά συναισθήματα που χτίζουν μια τεχνητή συλλογική συνείδηση πάνω στην οποία πατά ο εθελοντισμός που προπαγανδίζει η κυρίαρχη εξουσία και σ΄ αυτή την προσομοίωση πραγματικότητας δεν έχει να κάνει με την ταξική αλληλεγγύη και προσφορά, αλλά με τη συναίνεση προς την κυρίαρχη εξουσία. Αυτού του είδους ο εθελοντισμός έχει διαβρώσει το σύνολο των συμπεριφορών, έχει δημιουργήσει μια πλασματική αντίληψη της πραγματικότητας και καταφέρνει να παρουσιάζεται σαν ενσάρκωση ενός ιδανικού, όπου όλοι θα προσφέρουν οικειοθελώς τις υπηρεσίες τους σε μια κοινωνία ισότητας, για να περιορίζονται οι ζημιές του κεφαλαίου -το τελευταίο επιμελώς αποκρύπτεται. 
          Οι συγκρούσεις όμως και τα ταξικά συμφέροντα  δεν καταργούνται ως δια μαγείας στον πραγματικό κόσμο. Γι’ αυτό  η κυρίαρχη εξουσία εν μέσω της πανδημίας συνεχίζει να ολιγωρεί για τη δημόσια υγεία, ενώ δείχνει ιδιαίτερη μέριμνα για την επιδείνωση της δημοκρατικής διακυβέρνησης που ολισθαίνει προς τον αυταρχισμό.
          Οι απαγορεύσεις λοιπόν, με πρόσχημα την πανδημία, για κινητοποιήσεις  στην επέτειο του Πολυτεχνείου, τις αντιδράσεις και διαμαρτυρίες των λαϊκών στρωμάτων στην  επιβολή των πολιτικών επιλογών της άρχουσας τάξης ήθελαν να καταστείλουν. Το κράτος οργανωμένα με ενίσχυση του νομικού οπλοστασίου, πάνοπλο με τις δυνάμεις καταστολής του σε δράση, συνεπικουρούμενο στην προπαγάνδα του από τα ΜΜΕ καταπατεί δικαιώματα, παραβιάζει διακηρύξεις, αθετεί υποσχέσεις.
         Απέναντι όμως στην κρατική δύναμη, που ανεπιφύλακτα πια αποκαλύπτει την συμπόρευση της με τα συμφέροντα του κεφαλαίου, μόνο η οργανωμένη πειθαρχία του λαϊκού κινήματος μπορεί να αντιπαρατεθεί. Γι’ αυτό ήταν τόσο σημαντικές οι κινητοποιήσεις του ΚΚΕ στην επέτειο του Πολυτεχνείου, πέρα από το συμβολικό τους χαρακτήρα που έσπαγε με αφοβία και σιγουριά της απαγορεύσεις ενός αυταρχικού κράτους. Γιατί ήταν η δική του επίδειξη δύναμης του λαϊκού παράγοντα,  που τολμά, οργανώνει, ακόμα και κοροϊδεύει την κρατική εξουσία. Η  οποία  εξουσία δια των εκπροσώπων της ψελλίζει δικαιολογίες κυρίως για να κρύψει την ανεπάρκειά της στη σύγκρουσή της με το λαϊκό παράγοντα, για να μη φανούν οι αδυναμίες της και πάψει να εμπνέει φόβο.
          Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδης σε μια καθόλου πειστική επίκληση ανεκτικότητας και σεβασμού της δημοκρατίας, με διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε πολιτικές εκδηλώσεις και πορείες προσπάθησε να δικαιολογήσει την αδυναμία της αστυνομίας να αποτρέψει τη συγκέντρωση του ΚΚΕ στην αμερικάνικη πρεσβεία από τη μια και το όργιο βίας και καταστολής στο οποίο αυτή επιδόθηκε στη δεύτερη συγκέντρωσή του στην Ομόνοια από την άλλη. Γιατί η ήττα της πολιτικής ηγεσίας την ημέρα της επετείου θα πρέπει να καλυφθεί παντοιοτρόπως, να μην αναθαρρήσει ένας λαός εξουθενωμένος και απογοητευμένος. 
            Μόνο που οι εικόνες των συγκεντρώσεων του ΚΚΕ δεν μπορούν να σβηστούν και δείχνουν την κατεύθυνση που οι εργαζόμενοι πρέπει ν’ ακολουθήσουν. Κι αυτή οδηγεί στην απεργία της 26ης Νοεμβρίου. 
         Απέναντι σ’ ένα πάνοπλο κράτος μόνο η οργάνωση με το κόμμα της εργατικής τάξης μπορεί να κάμψει τη δύναμη των κυβερνήσεων, οι οποίες με το πρόσχημα της πανδημίας περιορίζουν θεμελιώδη δικαιώματα και αναστέλλουν ελευθερίες.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ, ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΠΑΝΔΗΜΙΑ


Και ο πρωθυπουργός, μετά την έκδοση απαγόρευσης συγκέντρωσης περισσότερο των τριών ατόμων τις τέσσερις μέρες πριν και μετά την ημερομηνία που το τανκς έριξε την πύλη του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973 και τις αντιδράσεις που προκάλεσε, με συγκρίσεις των ενεργειών της κυβέρνησης Μητσοτάκη μ’ εκείνες της χούντας, ανερυθριάστως σε μήνυμά του, χωρίς ν΄ αναφέρεται στην αστυνομική απαγόρευση, προτείνει για έκφραση τιμής στο Πολυτεχνείο, εν είδει θεατρικού δρώμενου, πορεία των πολιτικών αρχηγών που θα περιλαμβάνει λουλούδια και πρωθιέρεια την άλαλη πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Σακελλαροπούλου. 
         Δεκαετίες τώρα το  θέμα του εορτασμού του Πολυτεχνείου έμοιαζε να μένει ανοιχτό, τόσο  σχετικά με τη σημασία των γεγονότων του Νοέμβρη του ’73 όσο και του χαρακτήρα των εκδηλώσεων, αναλόγως των πολιτικών συγκυριών. Φέτος όμως φαίνεται πως η κυβέρνηση αποφάσισε, με πρόσχημα την πανδημία, να περιορίσει τον γιορτασμό  σε μουσειακή, στεφανοσκεπασμένη  εκδήλωση, ως έκφραση ενότητας, όταν ο ίδιος ο τρόπος που τιμάται, κάθε χρόνο με την αντιιμπεριαλιστική πορεία, ταυτίζεται με τη δυναμική του λαϊκού κινήματος και δεν εγκλωβίζεται σε θεσμοποιημένα τελετουργικά.  Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη παραχώρηση που μπορεί η κυβέρνηση να κάνει, γιατί  ακόμα δεν τολμά να εμφανίζεται χωρίς μεταμφίεση ο αυταρχισμός της. Γι’ αυτό  από  τη μια  με απόφαση του αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας απαγορεύονται σε όλη την επικράτεια οι δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις,  ενώ από την άλλη ο πρωθυπουργός εμφανίζεται δήθεν ενωτικός που υπερασπίζεται την ιστορική επέτειο να μη «γίνεται αιτία διχασμού και οι ανθρώπινες ζωές πεδίο κομματικών πειραματισμών».
          Και κάπως έτσι εγκαθίστανται στην καθημερινότητά μας απαγορεύσεις που καταστρατηγούν ακόμα και βασικά δικαιώματα της αστικής δημοκρατίας, όπως αυτό του συναθροίζεσθαι. Μέσα στους τελευταίους οκτώ μήνες που η απειλή της πανδημίας ρημάζει τη ζωή μας, η κυβέρνηση ακάθεκτη νομοθετεί συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών. Και πώς λοιπόν  να γίνει πειστική για το ενδιαφέρον της  για τη δημόσια υγεία όταν αδιαφόρησε ολότελα για προληπτικά μέτρα κατά της διασποράς του ιού, για την ενίσχυση του συστήματος υγείας και εφαρμόζει και τώρα, εν μέσω έξαρσης της πανδημίας, το σχέδιό της για σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με τις ενοικιάσεις ιδιωτικών κλινών και τις υψηλές μισθοδοσίες σε γιατρούς του ιδιωτικού τομέα;
          Αυτό που ζούμε, όσο περνά ο καιρός και αποδεικνύεται η ουσιαστική αδιαφορία της κυβέρνησης  για τη δημόσια υγεία, είναι η εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος πολύ πιο κοντά στο φασισμό απ’  όσο ομολογείται. Κι αν στον παραδοσιακό φασισμό ένας ηγέτης  υποσχόταν στη μάζα σωτηρία από όλα τα κακά κι αυτή τον εμπιστευόταν για να την οδηγήσει στον πόλεμο εναντίον εχθρών του έθνους, αλλά και στην καταστροφή της προς το συμφέρον του κεφαλαίου, καλά κρυμμένου στην προπαγάνδα, τα τελευταία χρόνια  τα καπιταλιστικά κέντρα εξουσίας έχουν ξεκινήσει έναν καλά καμουφλαρισμένο πόλεμο με τη μάζα των εργαζομένων, για να αποδυναμωθούν πλήρως …αμαχητί. Κι αν  ο παραδοσιακός φασισμός συνδύαζε τη μαζική υποστήριξη  και την προπαγάνδα με τον τρόμο  και τα σχέδια εξόντωσης των εχθρών του, τώρα η αυταρχικότητα εκδηλώνεται πολύ πιο διακριτικά και έξυπνα. Όλες οι επιθέσεις της κυρίαρχης εξουσίας γίνονται νομότυπα, ακολουθώντας τις διαδικασίες της αστικής δημοκρατίας, με παρεκκλίσεις ελαφρές, συνεχώς διευρυνόμενες, τόσο όσο οι συνταγματολόγοι και λοιποί θεσμικοί παράγοντες να διαφωνούν, ενώ οι αμφισβητούμενες αποφάσεις εφαρμόζονται.
            Με την πανδημία του κορωνοϊού φαίνεται πως η κυρίαρχη εξουσία εκμεταλλεύεται τον φόβο και τον πανικό μας, καθώς όπως είμαστε τρομοκρατημένοι η χειραγώγησή μας γίνεται ευκολότερη, για να  επιβάλλει την πολιτική της. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι η εξάπλωση αυτής της σοβαρής κατάστασης υγείας σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Βλέπουμε πώς ένας πρωταρχικός φόβος της ασθένειας μετατρέπεται σε μαζικό πανικό. Μοιάζει σχεδόν σκόπιμο. Οι απαγορεύσεις μοιάζει να χρησιμοποιούνται ως μέσο κυριαρχίας των κέντρων εξουσίας, ώστε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης να κηρυχθεί μόνιμη κατάσταση ανά πάσα στιγμή. Ακόμα και η υποχρεωτικότητα της μάσκας ή η απαγόρευση κυκλοφορίας, με τα πρόστιμα, το σχεδόν διασυρμό των παραβατών, την αναγόρευση τους σχεδόν σε εχθρούς του κοινωνικού συνόλου εστιάζει περισσότερο στην υπακοή και υποταγή παρά στην πειθώ για το καλό της υγείας. Αντιμετωπίζεται ένας ολόκληρος λαός σαν να ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει και οι ηγέτες του τον συγκρατούν με νύχια και με δόντια. Μόνο που κανένας λαός δεν σκέφτεται να αυτοκτονήσει, αντίθετα τη ζωή του υπερασπίζεται και από την πανδημία αλλά και από την αδηφάγα εξουσία.
             Γι’ αυτό  και τον  δρόμο, τον πιο θεμελιώδη κοινόχρηστο χώρο όπου εκφράζουμε δημόσια τη διαφωνία μας και γίνεται  για την εξουσία εχθρικός, η κυρίαρχη εξουσία χρησιμοποιεί την  πανδημία για  να πάψει να διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στην κοινωνική ζωή των κοινοτήτων.  Ο Μ. Χρυσοχοϊδης όταν δηλώνει πως ««Οι δρόμοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια» πολύ παραστατικά, σπέρνοντας τον πανικό αποκαλύπτει το στόχο του.  Οι πόλεις δεν πρέπει να μας ανήκουν κι ας κατοικούμε σ’ αυτές. Κι αν μέχρι τώρα είχαμε σ’ αυτές  περιφραγμένες περιοχές, ιδιωτικοποιημένους δημόσιους χώρους όπου ελέγχονταν η παρουσία του πλήθους, συγχρόνως όμως ακόμα η πόλη λειτουργούσε  ως συλλογικό πολιτικό σώμα με τις διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, τις κοινωνικές επαφές σε όλο τον ιστό της, που ξεπερνούσαν την απομόνωση και διαμόρφωναν πολιτικά υποκείμενα. Ο δρόμος όμως τώρα έγινε εχθρικός και για τους κατοίκους της πόλης, η αναιτιολόγητη παρουσία πληρώνεται με πρόστιμο, πάντα στο όνομα της δημόσιας υγείας, και η αστυνόμευση την κάνει απαγορευτική. Η αστυνομία στο δρόμο δρα ως αντίρροπη δύναμη, ακόμα και προληπτικά,  κάθε φορά που υπάρχει φόβος πως μπορεί να δείξει η εργατική τάξη τη δύναμή της. Οι δρόμοι γέμισαν πάνοπλους αστυνομικούς με εντολές να υπερασπιστούν το ίδιο το σύστημα από κάθε αμφισβήτηση.
        Αστικά κόμματα, το μέτωπο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, η σφιχταγκαλιασμένη με την εξουσία επιστήμη, μοιάζει να προωθούν τις θέσεις της κυρίαρχης τάξης. Ο πόλεμος με τον αόρατο εχθρό τον κορωνοϊό, όπως αρέσκονται να καλούν την αντιμετώπιση της πανδημίας οι ηγέτες μας, μοιάζει με τους proxy πολέμους που διεξάγουν οι ιμπεριαλιστές ανά τον κόσμο, χωρίς άμεσα να εμπλέκονται οι ίδιοι. Κατ' αναλογία,  όλες τις  συνταγματικές παραβιάσεις, όλες τις καταχρήσεις αστυνομικής εξουσίας είναι ο κορωνοϊός που τις προκαλεί. Και πίσω του στοιχίζονται τα κυρίαρχα συμφέροντα. Διαμορφώνει τις νέες παραγωγικές σχέσεις το κεφάλαιο χρησιμοποιώντας την απειλή του κορωνοϊού.
          Ποσοστά ασφαλείας σε πλειοδοσια των υπό κλινική δοκιμή εμβολίων που εκτοξεύουν τις μετοχές των εταιρειών,  καλλιέργεια ελπίδας  για άμεση  κυκλοφορία τους,  έργα που εκτελούνται  για λόγους δημόσιας υγείας, όπως ο μεγάλος περίπατος του Κ. Μπακογιάννη στην Αθήνα,  αποφάσεις αστυνομίας  για «αντιμετώπιση σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας», όπως οι απαγορεύσεις συναθροίσεων, απαγορεύσεις κυκλοφορίας για αποτροπή της διασποράς της πανδημίας μας εγκλωβίζουν στο φόβο μας και στην ανασφάλεια. Θεσμοί υποκρίνονται ουδετερότητα, ώστε να γίνει πειστική η αντικειμενικότητά τους, όπως το ΣτΕ  που απορρίπτει την αίτηση για έκδοση προσωρινής διαταγής  στην απόφαση του  αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας.  Επιστήμονες σπεύδουν να κρατήσουν αποστάσεις με πολύ διακριτικότητα, όταν κινδυνεύει να χαθεί η αξιοπιστία τους και επομένως η επιρροή τους, όπως συνέβη στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών για την πανδημία με τον Γκ. Μαγιορκίνη που στο θέμα της απαγόρευσης συγκεντρώσεων σιβυλλικά απάντησε πως αφορά αποφάσεις της πολιτείας. Κι έτσι φτάσαμε να μην ξέρουμε πού σταματά η πραγματική απειλή της πανδημίας και που αρχίζει η εσκεμμένη πολιτική μιας εξουσίας που περιχαρακώνει τα συμφέροντά της.
         Γι’ αυτό και πρέπει το ταξικό κίνημα να είναι οργανωμένο και πειθαρχημένο, για να μπορεί να αντιμετωπίσει τα ύπουλα χτυπήματα μιας εξουσίας ανάλγητης. Γι’ αυτό και είναι ζωτικής σημασίας ζήτημα η μη συμμόρφωση στην απαγόρευση της αστυνομίας, που εγκαθιστά μια μόνιμη κατάσταση, η οποία βέβαια δεν αναιρεί τη συμμόρφωση με τις  ιατρικές οδηγίες προστασίας.  Γι’ αυτό και η συμπόρευση με το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, είναι πια μονόδρομος.