Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ....ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

 «…Ο Μάης προμήνυε το τέλος κάθε δυνατής επανάστασης και την έξοδο του προλεταριάτου  από το ιστορικό μας προσκήνιο…
… Ο Μάης του ’68, κάτω από την ουτοπική και προοδευτική του όψη, επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια μορφή της ατομικής επανάστασης  του εγώ, η οποία μάλιστα σημείωσε πολιτιστικό, αν όχι πολιτικό, θρίαμβο.
     Είναι επίσης ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την προσωπική πορεία των πρωταγωνιστών του  Μάη μετά το ’68 από τη στιγμή που άρχισαν να αντιμετωπίζουν την άνοδο του soft κόσμου. Για μερικούς ο δρόμος ήταν η αυτοκτονία. Για άλλους η τρομοκρατία (….)... Όμως, για τη συντριπτική πλειοψηφία, που μας περιγράφει ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ στο Αγαπήσαμε τόσο, την Επανάσταση, πόση ενσωμάτωση, πράγματι!  Όταν είναι κανείς ευγενικός και δραστήριος (αυτοί οι νέοι διέθεταν ταμπεραμέντο) πετυχαίνει στη ζωή: ιδού το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας, ακόμη πειστικότερο  όταν στηρίζεται στο παράδειγμα των προσηλύτων. Πόσοι δεν έγιναν επιτυχημένοι συγγραφείς, παρουσιαστές-βεντέτες, ιδρυτές επιχειρήσεων, η ακόμη, οι λιγότεροι προικισμένοι, «in» στελέχη. Το Nouvel  Observateur  αναρωτιέται: «Οι επαναστάτες υπέκυψαν, άραγε, στο νέο τους status ως σαραντάρηδων; Η μήπως, κατά την εκδοχή του Κον –Μπεντιτ, κατόρθωσαν ν’ αλλάξουν ουσιαστικά την τάξη των πραγμάτων;» Μα και τα δυο, σύντροφε, και τα δυο. Ο «καπιταλισμός τύπου  ‘68» σημαίνει ταυτόχρονα «πλουτίστε» και «στο τέρμα του δρόμου, η πλαζ». Για να πετύχει  εκείνη η επανάσταση, αρκούσε να απαρνηθεί κανείς ένα μικρό πραγματάκι: την επανάσταση»
Francois-Bernard Huyghe, Pierre Barbes Η Soft ιδεολογία, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1990
           Ο δικός μας  Μάης άργησε λόγω δικτατορίας μια πενταετία και ήταν πολύ πιο  δραματικός και πολλές φορές και τραγικός για τους πρωταγωνιστές του. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου που θεωρούμε ότι «εξαργύρωσαν» τη συμμετοχή τους στην  τότε εξέγερση με τη συμμετοχή τους σε θέσεις,  κυρίως στις παρυφές,   εξουσίας δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να πραγματοποιήσουν αυτό για το οποίο αγωνίστηκαν τότε.
           Οι περισσότεροι, έξυπνοι, χαρισματικοί από εργατικές, αγροτικές και μικροαστικές οικογένειες οι πιο πολλοί, είδαν στο πανεπιστήμιο ένα δρόμο εξόδου από το μίζερο και αδιέξοδο περιβάλλον του άμεσου περίγυρού τους. Η ύπαρξη της δικτατορίας όμως που επένδυε και στηριζόταν στον εκφοβισμό των λαϊκών στρωμάτων με τη συνεχή ανάκληση του εμφυλίου πολέμου και των συνεπειών του και τον αποκλεισμό, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, ολόκληρων  τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού στο περιθώριο, δεν άφηνε πολλές επιλογές για όλους αυτούς τους χαρισματικούς ή λιγότερο χαρισματικούς νέους.
          Ήταν πιο δραματική η εξέγερσή τους γιατί και οι συνθήκες ήταν πιο βίαιες. Αντέδρασαν, αντιστάθηκαν, άντεξαν. Ευτυχώς η δικτατορία έπεσε νωρίς, δεν χρειάστηκε να δοκιμαστούν τα όρια της αντοχής τους. Και πριν προλάβουν να ανδρωθούν τους αγκάλιασε το σύστημα.
        Μα η πλειονότητα των παιδιών της εξέγερσης δεν αντιμάχονταν το ίδιο το σύστημα, τη δικτατορία και την κοινωνία της αντιμάχονταν και περισσότερο την παλιά της νοοτροπία που συνδεόταν με τη φάση ανάπτυξης αυτής της κοινωνίας. Η ρητορική της μεταπολίτευσης και η δεκτικότητα των νέων αυτών μετέτρεψε τις επαναστατικές διεκδικήσεις σε αιτήματα μετρημένα, ειρηνικά και στην ουσία τους συντηρητικά.
      Τα περισσότερα απ’ αυτά τα παιδιά μια  εξέχουσα θέση στον ήλιο ζητούσαν – στο κάτω κάτω  είχαν όλα τα προσόντα γι’ αυτό. Ταύτισαν την αλλαγή συνθηκών με τον πολλαπλασιασμό των ευκαιριών και θεώρησαν απολύτως θεμιτό να τις εκμεταλλευτούν. Όλοι οι υπόλοιποι,  που αδρανείς περίμεναν δι’ αντιπροσώπου να πολεμηθεί η χούντα, αισθάνθηκαν μετά  «προδομένοι» για να μην ομολογήσουν ότι απλά φθονούσαν αυτό που οι ίδιοι  θα ήθελαν να πετύχουν. Εξάλλου, η πλειοψηφία του πληθυσμού, μέχρι και πριν λίγους μήνες,  στην πραγματικότητα «είχε εγκαταλείψει τον  τομέα των αξιών και ιδεών, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην οικονομική επιτυχία».  Ναι, πολλά από  « τα παιδιά του Πολυτεχνείου»  δεν έκαναν τίποτε άλλο απ΄  ό τι όλοι σχεδόν οι έλληνες αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης.
      Το Μνημόνιο όμως ανατρέπει άρδην τα πράγματα. Όσο κι  αν θέλουν, πολιτικοί και ΜΜΕ, ν’ αναδείξουν απλώς τα «μεταρρυθμιστικά αποτελέσματά του, στην πραγματικότητα πρόκειται για Συντακτική Πράξη που το εύρος της επίδρασης της αποκαλύπτεται βαθμιαία και με αυξανόμενη βιαιότητα. Γι’  αυτό φτάνουμε πια και στο τέλος του συμβιβασμού με την καθεστηκυία τάξη. Δεν είναι πια δυνατόν, εκ των πραγμάτων, απλώς  «να είσαι ανοικτός , να υιοθετείς ένα τρόπο ζωής  πιο ευεπίφορο σε αγνότερες και περισσότερο γενναιόδωρες  επιδιώξεις». Δεν αρκεί να καταγγέλλει κανείς, να διαμαρτύρεται μέσα από  ενώσεις προστασίας καταναλωτών, να διακηρύττει την αφοσίωσή του σε ανθρώπινα δικαιώματα ή ηθικές αρχές,  να επιμένει στην δική του απελευθέρωση. Η πάλη των τάξεων  δεν είναι  πια αυταπάτη. Αυταπάτη είναι η πίστη στην παντοδυναμία του Συστήματος που καλλιεργείται πανταχόθεν και η παραίτηση των πολιτών από κάθε πολιτική βούληση.
      Κάπου εδώ  ξαναθυμόμαστε τα «παιδιά του πολυτεχνείου». Η εκπομπή του Π. Τσίμα, της προπροηγούμενης εβδομάδας  για την οικονομική κρίση  έδειξε με διαφορά πλάνων δυο από αυτά «τα παιδιά».
       Δυο από τα «παιδιά του Πολυτεχνείου», που μάλιστα ξεκίνησαν την πολιτική τους σταδιοδρομία από τις θέσεις του  Κομμουνιστικού κόμματος, (Ανδρουλάκης, Δαμανάκη) θεωρούν υποχρέωσή τους  να υπερασπίζονται  πια τις θέσεις του …Γ. Παπανδρέου, ούτε καν ενός πολιτικού σχηματισμού (γιατί βέβαια το ΠΑΣΟΚ πια είναι ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου). Σχηματοποιημένα βέβαια, τόσο ο λόγος τους όσο προπάντων η πολιτική πορεία τους δείχνει την πορεία των ιδεολογιών τουλάχιστον  στην Ελλάδα. Θεωρούν, όπως και ο Γ. Παπανδρέου βέβαια, ότι επειδή θέτουν αριστερά ερωτήματα ή διατηρούν ζωντανό, λεκτικά, τον προβληματισμό της πάλαι ποτε αριστεράς πορείας τους είναι αριστεροί, ενώ βλέπουν την πολιτική  σαν μέσο που συμβιβάζει και απαντά σε διεκδικήσεις, όταν είναι αυτό βέβαια δυνατό. Ενώ στο όνομα των ιδεολογιών συγκρούστηκαν την εποχή της χούντας, τώρα τις θεωρούν νεφελώματα και προκρίνουν μάλλον έναν πλουραλισμό  ιδεών που δεν αγγίζει όμως το Σύστημα και ούτε επιτρέπεται να το αγγίξει.
      Η επιλογή τους αυτή δείχνει και τη διάσταση ανάμεσα στην ερμηνεία τους για την πραγματικότητα και την ίδια την πραγματικότητα και στο τέλος τη σύγκρουση που επίκειται. Ξεπερασμένοι, παραδομένοι στις αυταπάτες τους και το προστατευμένο  περιβάλλον που δημιούργησαν για τους εαυτούς τους,  οι «επαναστατημένοι» της προηγούμενης γενιάς  που αναδείχτηκαν δείχνουν να μην κατανοούν την πραγματικότητα που ζουν, μ’  αποτέλεσμα να συντελούν κι αυτοί (σκόπιμα; από αφέλεια;) στον εγκλωβισμό μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στην αποδοχή και μοιρολατρία.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΠΟΙΑ ΗΓΕΜΟΝΙΑ;

                Από τη δεκαετία του ’90  και μετά οι συνδικαλιστές ηγεσίες και μαζί  και τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων απασχολούνταν με απλά ζητήματα διαχείρισης του status quo,  κρίνοντας  τα όποια κυβερνητικά  μέτρα από τεχνική  η νομική άποψη, απασχολούμενοι με απλά ζητήματα βαθμού και μεθόδου,  χωρίς ποτέ να προβάλλουν πια θέματα αρχής η ιδεολογίας. Ακόμα και το ΚΚΕ αν και επικαλούνταν μια άλλη   ιδεολογία , όλες του οι δράσεις  επιδίωκαν να ισορροπήσουν  ανάμεσα στον πολιτικό  ρεαλισμό, οικονομική αλληλεγγύη και «άλλη λογική». Στην πραγματικότητα,  πέρα από τις  ενίοτε φραστικές  επαναστατικές διατυπώσεις,  το ΚΚΕ δεν έθιγε την ουσία των πραγμάτων και πάντα ακολουθούσε τα συγκεκριμένα όρια  που  θέτονταν στις πιθανές παραλλαγές διαχείρισης  της πολιτικοοικονομικής κατάστασης.
          Φτάνοντας στη εποχή του μνημονίου, η κυρίαρχη άποψη, σύμφωνα με την οποία καμιά πολιτική δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα της παγκόσμιας οικονομίας,   εσωτερικεύθηκε από όλα τα στρώματα της κοινωνίας  και δικαιολογεί τόσο την μοιρολατρική στάση όσο και την πολιτική λογική του «μη χείρονος», ενώ προδιαθέτει ενάντια σε κάθε ιδεολογική ερμηνεία – πρόκληση, που τείνει  να θεωρείται ότι αποτελεί  παθολογική περίπτωση.
        Το  θετικό της ύπαρξης του ΚΚΕ  στον πολιτικό ελλαδικό  χώρο είναι ότι υπενθυμίζει, έστω και φραστικά, την κινητοποίηση και αντίδραση στο όνομα πάντα μεγάλων ενοτήτων, όπως «κοινωνική τάξη», απαιτεί την αλλαγή του κράτους   σε εγγυητή της ευημερίας των πολιτών του και αρνείται να υποκύψει στις επιταγές της πάση θυσίας κοινωνικής ειρήνης η την αναδίπλωση στην προσωπική σφαίρα.
      Η επιμονή του όμως, εν  ονόματι ίσως της «καθαρότητας» των ιδεών και δράσεων, για διατήρηση της ηγεμονίας στον αριστερό χώρο και έλεγχό του, δεν του επιτρέπει να επικοινωνήσει με πολλά στρώματα του πληθυσμού που μένουν στο περιθώριο των κινητοποιήσεων και δράσεων ή τις  διαμορφώνουν με όρους  του  ενστίκτου  και του παροδικού. Επιπλέον, ακολουθώντας από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα τους κανόνες του κυρίαρχου πολιτικού παιχνιδιού  βρίσκεται σε αδυναμία να δομήσει έναν  πειστικό πολιτικό λόγο που να περιέχει τον σκληρό πυρήνα της ιδεολογίας του (κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο), όταν  αποδέχεται στην πράξη πως το σύστημα χειρίζεται τα πάντα κι επομένως δεν μπορεί να επαναστατήσει κανείς προς το παρόν. Μετατίθεται λοιπόν η σύγκρουση σ΄ ένα άδηλο μέλλον, που ποτέ δεν έρχεται.
        Ακόμα και στη σημερινή συγκυρία, ενώ κηρύττει πόλεμο, οι ενέργειες και δράσεις του  σε τίποτε δε θυμίζουν εμπόλεμη κατάσταση.  Έχει κανείς την εντύπωση ότι ακόμα κι αυτές οι απεργίες που υποκινεί και υποστηρίζει άμεσα εντάσσονται στα πλαίσια μιας εικονικής ή λεκτικής σύγκρουσης, χωρίς επιδίωξη ενός συγκεκριμένου στόχου. Αλλιώς γιατί όλες οι κινητοποιήσεις σταματούν μόλις η συμβολική σύγκρουση τείνει να γίνει πραγματική; (όρα, απεργία ναυτεργατών). Συμβαίνει αυτό επειδή ο λαός δεν είναι ακόμα έτοιμος;  
        Αφού όμως τόσα χρόνια  προετοιμασιών και επαναστατικών ασκήσεων δεν κατέληξαν πουθενά, μήπως είναι καιρός να αναρωτηθεί και το ΚΚΕ για την ικανότητά του να ηγείται και μόνο αυτό τον αριστερό χώρο; Μήπως  τώρα, που στην πράξη εμφανίζονται πάλι οι βασικές κατηγορίες όπου θεμελιώνονταν οι κυριότερες επιλογές του, όπως εργατικό κίνημα εργοδοσία, δεξιά , αριστερά είναι καιρός το ΚΚΕ να γίνει πιο χαλαρό στις περιφρουρήσεις του (κι ας μην του απονέμονται εύσημα από το σύστημα) και να δεχτεί όλο αυτό τον κόσμο το οποίο  θα αποτελέσει το νέο προλεταριάτο, που τόσα χρόνια έψαχνε απεγνωσμένα ν’ ανακαλύψει  το ΚΚΕ;

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

ΧΩΡΙΣ ΜΠΟΥΣΟΥΛΑ

      Οι επτά μήνες μετά την  τελευταία άξια λόγου λαϊκή διαμαρτυρία (6 Μαίου)  για τα κοινωνικοοικονομικά μέτρα που, ως εντολοδόχος  εξουσία, επέβαλε  η ελληνική κυβέρνηση, υπήρξαν καρποφόροι μόνο γιατί  έδωσαν  ευκαιρίες για   διαπιστώσεις  που ήταν αποκαλυπτικές  της συμπεριφοράς μας και της ιδεολογίας μας
         Υπήρξε προσπάθεια από τους  ιδεολογικούς και κομματικούς σχεδιαστές των όποιων διαμαρτυριών είτε ν’  αναπληρώσουν την έλλειψη ξεκάθαρου στόχου, στην καλύτερη περίπτωση (όρα ΚΚΕ) είτε να συσκοτίσουν τους σκοπούς τους, στη χειρότερη  περίπτωση, (όρα ΓΣΕΕ)  με επικοινωνιακού τύπου φρασεολογία. Δεν ενδιαφέρονταν ο σχεδιασμός και η οργάνωση των διαμαρτυριών να  είναι σε θέση να ενσωματώνουν και να απορροφούν  τις  πολυποίκιλες και ίσως πολλές φορές  θεωρούμενες και ύποπτες δράσεις διαφόρων ομάδων, να αναδεικνύουν  τα βασικά και κύρια στοιχεία που ενώνουν όλους τους εργαζομένους, να επιμένουν σε μια συνέχεια, με συνέπεια,  των διαμαρτυριών.
        Το ΚΚΕ συγκαλύπτει  τις αδυναμίες του, η και απροθυμία του, να οργανώσει ένα συνεπές σχέδιο δράσης,  με κάποιο μεσοπρόθεσμο έστω στόχο, με τη χρήση ενός λεξιλογίου  αρκετά γενικόλογου, ώστε να καλύπτει κάθε δράση της εξουσίας αλλά που έχει ταυτιστεί με κοινωνικές διαιρέσεις του προηγούμενου αιώνα. Οι περισσότεροι μικρομεσαίοι εργαζόμενοι ζώντας τις τελευταίες δεκαετίες  την ψευδαίσθηση ενός αμερικάνικου ονείρου αλά Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αναγνωρίζουν ή δεν θέλουν ν’ αναγνωρίσουν τον εαυτό τους  στους   άθλια  εργαζόμενους  και χωρίς έλεος εκμεταλλευόμενους. Όσους  η οικονομική κρίση δεν έχει καταλυτικά ακόμα αλλάξει τη ζωή τους θεωρούν πως δεν τους αφορά η φρασεολογία  του  ΚΚΕ κι αυτό δεν έχει καταφέρει ν’ αρθρώσει ένα λόγο που να είναι πειστικός  για τους στόχους των κρατούντων αλλά και για τις δικές του συγκεκριμένες   επιδιώξεις.  Μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάσουν οι εκφράσεις μιας διαμαρτυρίας που το ΚΚΕ  μπορεί να αποδεχτεί;
      Από την άλλη η ΓΣΕΕ κατέληξε να είναι ένα άδειο κέλυφος, η οποία  στην προσπάθειά της να εξωραΐσει  τις επιλογές της, που σε τελευταία ανάλυση ταυτίζονται με τις κυβερνητικές, επιδιώκει τη γλωσσική συγκάλυψή τους με φρασεολογία ακόμα και πολιτικά ακραία.
     Και ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο φορείς, που θα λέγαμε ότι «παραδοσιακά» θα μπορούσαν να συντονίσουν  τις  διαμαρτυρίες των εργαζομένων,  στέκεται ένα πλήθος ανθρώπων ετερόκλιτων που δεν αντιλαμβάνονται, ακόμα, τι κοινό τους ενώνει, που δεν έχει  συνειδητοποιήσει την κατάσταση που βιώνει και ούτε πιστεύει στη δυνατότητα ανατροπής της.   Ένα πλήθος, χωρίς κανένα μπούσουλα, που ανέλαβαν  «εργολαβικά» οι πολλαπλασιαστές της  ηχούς της εξουσίας να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά του με όρους ψυχολογικούς. Έτσι  ο κόσμος  είναι χαμένος,  θυμωμένος, εξοργισμένος κλπ.
    Πάντως το σίγουρο είναι ότι δεν είναι εξεγερμένος.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ

Το επιχείρημα για τους ικανούς και  άξιους  εργαζόμενους, που θα πρέπει να αμείβονται περισσότερο η να τους προσφέρεται εργασία,  γιατί είναι απαίτηση στοιχειώδους ηθικής,  επικαλούνται ολοένα και συχνότερα οι διαχειριστές της κρατικής εξουσίας, για να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους που αφορούν σε περικοπές μισθών αλλά και θέσεων εργασίας. Παρηγορούν μάλιστα τους εργαζόμενους συμβουλεύοντάς τους να  επιδείξουν εργατικότητα, αποδοτικότητα, επινοητικότητα και τότε όχι μόνο θα επιβιώσουν αλλά και θα αναδειχθούν. Διακηρύττουν ότι με  την «κρίση» δίνεται μια ευκαιρία να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι, οι ικανοί από τους ανίκανους – μικρή λεπτομέρεια για τα κριτήρια και τον κριτή που θα κάνει την διαλογή. 
       Αποδεχόμενοι άκριτα αυτές τις διακηρύξεις δεν αναρωτιόμαστε,  γιατί σε μια εποχή που η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα απρόσκοπτης και πλεονασματικής παραγωγής προϊόντων χωρίς ιδιαίτερο κόπο, θα πρέπει ακόμα η αναγκαστική εργασία για επιβίωση  να είναι το κύριο γνώρισμα των ανθρώπων.
       Είναι δυνατό εκατό και πλέον χρόνια οι διαπιστώσεις του Τζακ Λόντον που αναφέρονταν στην Αγγλία των πρώτων χρόνων του 20ου  να συνεχίζουν να είναι επίκαιρες;
       “Θα πρέπει να καταλάβετε καλά ότι την αποδοτικότητα δεν την ορίζουν οι ίδιοι οι εργάτες, αλλά η ζήτηση για τα εργατικά χέρια. Αν για μια δουλειά εμφανίζονται τρεις, θα την πάρει ο πιο αποδοτικός. Οι άλλοι δυο, όσο ικανοί κι αν είναι, κρίνονται στην προκειμένη περίπτωση ανίκανοι. Αν η Γερμανία, η Ιαπωνία και η ΗΠΑ κάλυπταν τελείως την παγ­κόσμια αγορά με το σίδηρο, το κάρβουνο και τα υφάσματά τους, εκατοντάδες χιλιάδες άγγλοι εργάτες θα γίνονταν αυτο­στιγμεί περιττοί. Αποτέλεσμα θα ήταν ένα βούλιαγμα των ερ­γατών από την κορφή στον πάτο. Κι όταν θα ερχόταν η απο­κατάσταση της ισορροπίας, οι ανίκανοι στον πάτο της Αβύσ­σου θα είχαν αυξηθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Από την άλλη μεριά, αν οι συνθήκες δε μεταβάλλονταν κι αν όλοι οι εργάτες διπλασίαζαν την παραγωγικότητά τους, θα μετατρέ­πονταν σε μη αποδοτικούς οι μισοί, γιατί ο καθένας απ' αυ­τούς που θα έμεναν θα έκανε τη δουλειά που έκαναν πρωτύτε­ρα  και οι άλλο οι μισοί. Όταν υπάρχουν άνθρωποι για να δουλέψουν περισσότεροι από τις δουλειές, όσοι άνθρωποι περισσεύουν θα χαρακτηρίζονται μη αποδοτικοί, και όντας μη αποδοτικοί, θα καταδικάζονται σε μιαν επώδυνη και αργή καταστροφή.”


(Τζακ Λόντον, «Οι άνθρωποι της αβύσσου» σελ. 145-146, Ελληνικές εκδόσεις, 1987)


  

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ

   Τις τελευταίες δεκαετίες συνεχώς γίνονται αναφορές για  πολιτική, πολιτιστική ακόμα και ηθική ανανέωση, όπου σημαντικό είναι πια ο καθένας να είναι ο εαυτός του, να μπορεί να εκφράζεται, ν’ αναγνωρίζεται κοινωνικά και να μην επιτρέπεται τίποτε να εμποδίζει την κατοχύρωση των ατομικών του δικαιωμάτων. Ο ατομικισμός έφτασε μέσα από περίπλοκες ίσως ατραπούς να γίνει μαζική ιδεολογία που αποτρέπει τους ανθρώπους από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και φυσικά αγωνιστικές δράσεις

      Περιγραφή και ανάλυση μιας τέτοιας ατραπού

   Τo σύνθημα «δικαίωμα στη διαφορά» ακούστηκε επιτακτικά κι επίμονα σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες τον Ιανουάριο του 1987. Στο σύνθημα αυτό συνοψιζόταν η αιτιολόγηση του αιτήματος για αποφυλάκιση του Χ. Ρούσου, ομοφυλόφιλου, που είχε καταδικαστεί για το φόνο του εραστή του. Το σύνθημα στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση αναφερόταν ιδιαίτερα στις προσωπικές ερωτικές επιλογές του συγκεκριμένου ατόμου.
    Το ίδιο σύνθημα σε αιτιολογική  διατύπωση «επειδή η διαφορά είναι δικαίωμα» υπήρξε  τίτλος περιοδικού για «σπαστικά παιδιά». Στην περίπτωση αυτή λειτουργεί καθαρά ως αιτιολόγηση μιας δεδομένης κατάστασης Με το σύνθημα αυτό εκδηλώνεται η απαίτηση για .δικαίωμα στη διαφοροποίηση των ατόμων σε επίπεδο νοητικό και σωματικό, που προϋποθέτει κάποια  ανομοιότητα ανάμεσα στους ανθρώπους  και μας  παραπέμπει στη μοναδικότητα του ανθρώπου ως ατόμου.
    Επομένως, το σύνθημα αυτό βρίσκεται σ’  άμεση σχέση με τη διαπίστωση και παραδοχή της μοναδικότητας του κάθε ατόμου.
   Από το λεξικό Δημητράκου η ερμηνεία των λέξεων του συνθήματος:
Δικαίωμα:  πράξις δικαία, το αποτέλεσμα ενεργείας γενομένης συμφώνως προς το δίκαιο – νεωτ. η εκ του νόμου ή  εκ του αγράφου δικαίου απορρέουσα αξίωσις, απαίτησις
Διαφορά: ανομοιότης
    Το σύνθημα δηλ. καταφάσκει στην απαίτηση ή αξίωση, που απορρέει από κάποιο νόμο ή άγραφο δίκαιο, της ύπαρξης της ανομοιότητας και βέβαια αφού εκφράζεται από κοινωνικές ομάδες, αυτή η απαίτηση αφορά στον κοινωνικό  χώρο. Το σημαντικό είναι πως αυτή η απαίτηση στηρίζεται κάπου η σε κάτι (κάποιο νόμο ή άγραφο δίκαιο) που φυσικά πρέπει να γίνεται αποδεκτό και μπορεί  να επιβάλλεται σ’  όλους.
     Επομένως ο άνθρωπος ως προς αυτό, είτε δίκαιο είναι είτε έθιμο  ή κάτι άλλο, τείνει ν’  αντιμετωπιστεί  ως μέρος ενός συνόλου με κοινά γνωρίσματα και από την άλλη, αφού διαφέρει, ως άτομο που ξεχωρίζει και διακρίνεται  για τη μοναδικότητά του. Άρα, το ίδιο το σύνθημα έτσι που είναι διατυπωμένο αυτοαναιρείται, εξ αιτίας της αντίθεσης που υπάρχει  ανάμεσα στο νόημα των λέξεων δικαίωμα –διαφορά  κι ακριβώς καθρεφτίζει τις αντιθέσεις  στις οποίες οδηγεί η ύπαρξη της διαφοράς κι ακόμα περισσότερο η παραδοχή της.
    Ο κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με το σύνθημα, έχει το δικαίωμα να δεχτεί και να προβάλλει ό τι τον διαφοροποιεί από τον άλλον και κατά συνέπεια ν’  αφήνεται  ελεύθερος να εκδηλώνεται και να εκφράζεται με το δικό του τρόπο. Η λέξη δικαίωμα πάλι υπονοεί την ύπαρξη κάποιου κανόνα ή κοινού μέτρου που επιτρέπει τη «διαφορά»| και συνακόλουθα  μια διαδικασία εσωτερίκευσης της αποδοχής  του αυτού του κανόνα.  Η επίκληση στο «δικαίωμα στη διαφορά» προϋποθέτει γνώση της διαφοράς, της ανομοιότητας, σε σχέση με το  κοινό μέτρο που λειτουργεί ως κανόνας αφού και η ίδια η λέξη διαφορά προϋποθέτει σύγκριση, δεν νοείται απόλυτα.
     Αυτοί λοιπόν που πραγματικά διαφοροποιούνται από το κοινό μέτρο το διαπιστώνουν εξ αιτίας αυτών που έχουν καθιερώσει ή ακολουθούν το μέτρο κι όχι γιατί οι ίδιοι θεωρούν τον εαυτό τους «διαφορετικό». Η  εικόνα των άλλων για τον εαυτό τους που  είναι «διαφορετικός» γίνεται και δική τους εικόνα.   Έτσι, ουσιαστικά, αυτοί που ακολουθούν  τον κανόνα είναι που βάζουν ως επιδίωξη  την πραγμάτωση του συνθήματος για χάρη αυτών  που δεν τον ακολουθούν. Κάνουν λοιπόν  μια παραχώρηση, και γιατί όχι; ένα είδος φιλανθρωπίας, σ’ αυτούς που δεν είναι όμοιοί τους.  Κι ίσως γίνεται αυτό, όχι γιατί ενδιαφέρονται για τους «διαφορετικούς», αλλά γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν το κοινό μέτρο. Αφού πρώτα επιβλήθηκε ένα κοινό μέτρο, μετά εξοβελίστηκαν ως διαφορετικοί αυτοί που είχαν άλλο κριτήριο, χωρίς όμως να είναι δυνατή η εξαφάνισή τους, αφού ακριβώς  η ανομοιότητά τους επιβεβαιώνει και κάνει συνειδητή την ενστέρνιση του κοινού μέτρου. Ο αφέντης πως θα επιβεβαίωνε την εξουσία του χωρίς  την ύπαρξη του δούλου; Και μάλιστα τότε τον έχει περισσότερο ανάγκη, όταν αρχίζει κι ό ίδιος ν’ αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα της εξουσίας του.
    Η παραχώρηση λοιπόν που γίνεται στο «διαφορετικό» μπορεί να προέρχεται είτε γιατί σε κάποια δεδομένη στιγμή υπάρχει ανάγκη απ’ αυτό το «διαφορετικό» είτε γιατί ακόμα το «διαφορετικό» ασκεί πίεση και ζητά να καθοριστεί ένα νέο μέτρο ή τουλάχιστον να υπάρχει  ένα παράλληλο, με το καθιερωμένο, μέτρο. Μη ξεχνάμε ότι με τις κάποιες παραχωρήσεις αποδυναμώνεται η όποια διεκδίκηση.
    Από τη στιγμή πάντως που τέτοιου είδους συνθήματα προβάλλονται και απ’ αυτούς που ακολουθούν το κοινό μέτρο και απλώς αυτοί που είναι «διαφορετικοί» ενθαρρύνονται να το ενστερνιστούν, το αίτημα τότε, σε όποιο βαθμό προχωρήσει η πραγματοποίηση του, παραμένει μια παραχώρηση των «ομοίων» και μια κατάφαση της «ομοιότητας» που συνεχίζει να θεωρείται το «σωστό»
    Το σύνθημα επομένως, όπως είναι διατυπωμένο, επιβεβαιώνει τη διάκριση ανάμεσα στους «κανονικούς» από τη μια και τους «διαφορετικούς» από την άλλη.
    Το συμπέρασμα είναι πως όταν οι «διαφορετικοί» κραυγάζουν αυτό το σύνθημα, παίζουν με τους όρους των «κανονικών», αφού δέχονται την ύπαρξη ενός κριτηρίου διάκρισης. Στην καλύτερη περίπτωση δε δέχονται το συγκεκριμένο κριτήριο κι όχι αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη οποιουδήποτε κριτηρίου η κοινού μέτρου.
     Το να έχει όμως κανείς «δικαίωμα στη διαφορά» προϋποθέτει ένα πρότυπο, το οποίο πρότυπο επιτρέπει την παρέκκλιση απ’ αυτό, κι έτσι και η παρέκκλιση εξαρτάται από το πρότυπο το οποίο γίνεται δεκτό    Επομένως, το  σύνθημα  ενώ φαίνεται πως καταφάσκει στη διαφορά, έμμεσα προβάλλει τη «νομιμότητα» της ύπαρξης ενός προτύπου κι επομένως, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο, μάλλον τείνει να οδηγήσει ή εύχεται να οδηγήσει στην εξάλειψη της διαφοράς.
     Από την άλλη, η παραδοχή και προβολή  αυτής της ιδιαιτερότητας είναι το σημείο εκκίνησης, για να γίνει πράξη από το άτομο, η απελευθέρωσή του Εγώ, ώστε ν’  αποτινάξει περιττά νοητικά σχήματα που το κάνουν να θεωρεί φυσική κι αυτονόητη  την όποια συμπεριφορά του που προκαθορίζεται από μηχανισμούς οι οποίοι το καθυποτάσσουν.
    Έσχατη  βέβαια συνέπεια τέτοιων αντιλήψεων κι ενεργειών θα είναι η άρνηση κάθε μηχανισμού που ισοπεδώνει τα άτομα, άρα κάθε είδους εξουσίας. Η οποία εξουσία υπερβαίνει τα άτομα και επιδιώκει τη δημιουργία προτύπων,  ώστε με την υπέρβαση το άτομο να μη μπορεί ν’ αναγνωρίσει την πηγή της όποιας κατάστασής του, ενώ με την κατασκευή προτύπων να δημιουργούνται συλλογικά ασυνείδητα, που να διαμορφώνουν την ατομικότητα σύμφωνα με προκαθορισμένα σχήματα.
      Καταλήγοντας, η αντίθεση που ενυπάρχει στις έννοιες δικαίωμα – διαφορά αντικατοπτρίζει τις αντιθέσεις της κοινωνικής πραγματικότητας  ανάμεσα στο σύνολο και το άτομο και τον αγώνα να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός – η κι αλλιώς, ισορροπία – ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο.
     Το αίτημα λοιπόν της ατομικής απελευθέρωσης, που υπονοείται στο σύνθημα, μας οδηγεί σε συλλογισμούς, όπου το προβάδισμα έχει το άτομο, μ’  όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, θετικές βέβαια όταν τις αναλύουμε από την πλευρά του μεμονωμένου ατόμου. Μέσα όμως απ’ αυτούς τους συλλογισμούς δεν αποσαφηνίζεται η σχέση του με την κοινωνική πραγματικότητα, απ’ όπου προέρχεται και το σύνθημα, κι από την άλλη δείχνει και την κατεύθυνση που ακολουθεί η κριτική του για το κοινωνικό σύστημα και την προσπάθεια για το ξεπέρασμα ή κατάργηση του κοινωνικού συστήματος
    Στόχος παύει πια  να είναι η οργάνωση των ανθρώπων για τη συντριβή του συστήματος στη βάση, γιατί ακριβώς υπάρχει κίνδυνος  να οδηγήσει στη στέρηση της ελευθερίας της ατομικότητας, στην αντιμετώπιση του ατόμου ως εξάρτημα της κοινωνικής μηχανής, έστω και με σκοπό την ανατροπή της παρούσας οργάνωσής της, με έσχατο κίνδυνο την ολική κυριαρχία της, ανεξάρτητα από το είδος  της κοινωνικής οργάνωσης.
    Έχοντας λοιπόν το άτομο την εμπειρία των συνεπειών  από την εξουδετέρωσή του, ανεξάρτητα  για ποιον σκοπό  γίνεται, ανακαλύπτει πάλι την ιδιαιτερότητα, το ανόμοιο που αντιστέκεται, κι όταν ακόμα δεν το συνειδητοποιεί, σε κάθε εξουσία που δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετικά παρά ισοπεδώνοντας, εξουδετερώνοντας, επιβάλλοντας ομοιομορφία.
    Δηλ. στο τέλος τέλος, το σύνθημα   αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διακήρυξη της άρνησης της εξουσίας, δυστυχώς όμως με τους κανόνες του παιχνιδιού της – που αλλού παραπέμπει αυτή  η λέξη δικαίωμα;
    Η λέξη όμως διαφορά μας ανοίγει πεδία ανεξερεύνητα, προκλητικά, μ’ έναν ορίζοντα που συνεχώς μετακινείται, και γι’  αυτό  και επικίνδυνο.
    Μ’ αυτήν την ερμηνεία του συνθήματος, το άτομο έχει το προβάδισμα. Φορέας  κι υποκείμενο κάθε επαναστατικής ανατροπής ή απλώς μιας μετατροπής των κοινωνικών πραγμάτων, γίνεται ακριβώς αυτό το συγκεκριμένο άτομο ή ακόμα σύνολα ή ομάδες συγκεκριμένων  ατόμων (βασικός προβληματισμός πόσο ουτοπικό είναι αυτό) κι όχι κάποιες αόριστες γενικές εκπροσωπήσεις ομάδων που αντιπροσωπεύουν πια τα κόμματα ή κοινωνικές κατηγορίες ή τάξεις. Αυτά καταλήγουν να καταπνίγουν όποια διαφορά εν ονόματι μιας ενότητας ή ενός στόχου, πολλές φορές αμφίβολου, που εξουθενώνουν το άτομο, καταπνίγοντας όποια πρωτοβουλία και δημιουργική του ενέργεια κι αναπαράγοντας έτσι την εξουσία.
    Κι όμως στο τέλος δεν υπάρχει φόβος να καταλήξουμε σε λατρεία ενός Εγώ που δεν ορίζεται, δεν αναγνωρίζεται και σε ενέργειες πολλών υποκειμένων που κατακερματίζονται και διαχέονται χωρίς να επικεντρώνονται σ’ έναν στόχο, για να μπορούν να τον επιτύχουν;

Και φτάνουμε στα χρόνια του μνημονίου. Ζώντας σε ιδεολογικό περιβάλλον που εκθειάζεται το άτομο, απομυθοποιούνται οι ιδεολογίες και αποϊδεολογικοποιούνται τα προβλήματά μας χωρίς να εντάσσονται σε ένα σύστημα ερμηνείας, οδηγούμαστε σε κοινωνική μοιρολατρεία όπου όμως μας κάνουν να πιστεύουμε ότι  διασώζεται το άτομό μας έστω κι αποστερημένο από τα δικαιώματά του  αλλά περιμένοντας κάποια ευκαιρία για την αποκατάσταση της ισορροπίας και πάλι  ….

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ΨΕΥΤΟΔΙΛΗΜΜΑ

      Όσοι εδώ και καιρό, ιδιαίτερα στα κάθε  είδους μέσα ενημέρωσης,  έχουν ξεκινήσει και μιλούν για την αναγκαιότητα  αναβάθμισης της πνευματικής  ζωής του τόπου, όχι μόνο  βοηθούν στην μετατόπιση του προβλήματος,  που είναι καίρια πολιτικό  και  οικονομικό,  αλλά δίνουν  και άλλοθι  σε κάθε μορφής εξουσία  ότι ασκείται κριτική και μάλιστα σκληρή στις επιλογές της.  Βέβαια, χωρίς να το καταλάβουν, με το να λειτουργούν σαν μεταπράτες έτοιμων ιδεών, αποδεικνύουν  ότι στο δημόσιο λόγο έχουν εξαφανιστεί οι μεγάλοι παραγωγοί ιδεών που θ’ ανέλυαν, θα καινοτομούσαν, θα τολμούσαν να προτείνουν ρηξικέλευθες οδούς για την κατεύθυνση του λαού.
        Ο επικοινωνιακός λόγος της κυβέρνησης Παπανδρέου  φαίνεται  άξιος συνεχιστής της σχολής του Γκαίμπελς σε σημείο που ακόμη και μετά δεκατρείς μήνες η κυριαρχούσα αντίληψη για την αναγκαιότητα των επιλογών της να γίνεται πιστευτή και να αδρανοποιεί  κάθε ενέργεια της πλειονότητας του λαού.
       Έτσι,  μετά τη συνέντευξη (23Νοεμβρίου 2010) της επιτροπής επιτήρησης, που καλείται τρόικα, ανέλαβαν δημοσιογράφοι να μεταθέσουν το  πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα, που εκδηλώνεται καθαρά ταξικά, σε πρόβλημα γενεών.
       Αποδεχόμενοι όλοι,  χωρίς αντίπαλο λόγο,   τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, καταναλώνονται τόνοι επιχειρημάτων  για να πειστούμε τόσο για την αχρηστία μιας μεγάλης ομάδας λαού, αυτή του δημοσίου τομέα,  και την αντιπαλότητά της με μια άλλη, μ’ αυτή του ιδιωτικού τομέα, ενώ  αποσιωπώνται τα κοινά ταξικά συμφέροντά τους.  Αυτός ο αλληλοσκοτωμός ξεκίνησε αρκετά οργανωμένα αν και  σε πιο «light» εκδοχή από την εποχή  των κυβερνήσεων Σημίτη. Στις ημέρες του Γ. Παπανδρέου έγινε το κατεξοχήν εργαλείο για  επιβολή των επιλογών της.
     Το έσχατο σημείο, μέχρι τώρα βέβαια, είναι η μετατροπή της σε αλληλοσκοτωμό γενεών. Αφού στις ΔΕΚΟ οι μετατάξεις θα θεωρούνται προσλήψεις τίθεται το πρόβλημα: Θα είναι σωστό   άνθρωποι μεγάλης ηλικίας χωρίς μάλιστα προσόντα να μετατάσσονται και να στερούν έτσι θέσεις εργασίας από νέους ανθρώπους με προσόντα που ξεκινούν τώρα τη ζωή τους;
     Και βεβαίως, επειδή οι μετατασσόμενοι και δυνάμει απολυόμενοι θα είναι μερικές χιλιάδες ενώ αυτοί που θα ελπίζουν ότι μπορούν να  περιμένουν μια θέση στον ήλιο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες,  οι απολύσεις στις ΔΕΚΟ θα γίνουν σε λίγο καιρό με τη σύμφωνη γνώμη  της πλειονότητας ενός λαού φοβισμένου και  ανίκανου να αρνηθεί να μπει σε τέτοια ψευτοδιλήμματα.
    Ας μη μας διαφεύγει  ότι  κατά μία ειρωνική συγκυρία, ο άμεσος, ορατός και μεγάλος κίνδυνος τις περισσότερες φορές μπορεί να  δρα ευεργετικά, να ενεργοποιεί  και να πολλαπλασιάζει την ισχύ  μας. Τις περισσότερες φορές όμως   κινδυνεύουμε  να αλωθούμε και  να υποταχτούμε όχι  με μετωπική επίθεση αλλά με αργή, σιωπηλή, ύπουλη χρονοβόρα αλλά διαβρωτική διείσδυση που παραλύει τ’ ανακλαστικά μας, γιατί αποκρύπτει την αμεσότητα του κινδύνου.
    Ο εκφασισμός της κοινωνίας  και η επιβολή αυταρχικής εξουσίας δεν  γίνεται πια με τις παραδοσιακές μεθόδους αλλά κυρίως μέσα από το φόβο … το φόβο… το φόβο…. παντού διάχυτο πουθενά συγκεκριμένο και απτό…
    Σε μια ταινία της δεκαετίας του ’60  «Με τη λάμψη στα μάτια» οι γερμανοί κατακτητές υποχρέωσαν τον ήρωα που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Λαυρέντης Διανέλλος  να διαλέξει ποιο από τα δυο παιδιά του  θα σώζονταν από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο ήρωας μας  υπερέβη το δίλημμα αυτό με το θάνατό του.
   Εμείς θα αποδεχτούμε  τέτοιου είδους διλήμματα;

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ πάλι

Από το περιοδικό ΑΝΤΙ, τεύχος 8, 14 Δεκεμβρίου 1974 (πβ. σημερινές συζητήσεις επί το επιστημονικότερον βέβαια περι πλεονασμάτων της Γερμανίας και ελλειμμάτων Ελλάδας και λοιπων χωρών)

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ .....

       Χρονογράφημα του Π. Παλαιολόγου  στο ΒΗΜΑ με ημερομηνία  5 Απριλίου 1967, ενάμιση μήνα πρίν από τις εκλογές που δεν έγιναν ποτέ.
      Μετά από χρόνια η  δική  μας  τωρινή  συμπεριφορά και στάση πως θα κρίνεται και τίνων γεγονότων θα προηγείται, τα οποία ίσως μόνο ψυχανεμιζόμαστε... η μήπως όχι;

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

ΜΟΙΡΑΙΟΙ

     Μετά το μνημόνιο  εντάθηκαν οι φωνές που μιλούν για πνευματική  κρίση και εστιάζουν σ’  αυτή αφήνοντας  εσκεμμένα την πολιτική και οικονομική κρίση στην ασφαλή ομίχλη  του ανεξήγητου η δυσερμήνευτου.  Έτσι προτρέπουν  τους ανθρώπους να αναζητούν μικροχαρές που μπορούν να αποκτούν τονίζοντας ότι είναι καιρός πια να ενδιαφερόμαστε για το ποιοτικό, για τη  βελτίωση της  καθημερινότητάς μας  με τους άλλους, για το πνευματικό τοπίο της κοινωνίας.
      Η μακροοικονομία και η παγκόσμια αγορά, παρόλο που έφτασαν ξεκάθαρα , άμεσα και συγκεκριμένα να επηρεάζουν την κοινωνία μας (είτε αναφέρονται ως κερδοσκόποι ή ως ισχυρές χώρες που επιβάλλουν για καλό μας συγκεκριμένους δημοσιονομικούς κανόνες)  εξακολουθούν, μέσα κυρίως από τα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, να προβάλλονται σαν χώροι του απροσδιόριστου, μιας καθαρής επικράτησης της μοίρας που δεν μπορούμε να της αντισταθούμε ούτε να την αλλάξουμε, απλώς να υπακούμε στις επιταγές της.  
      Η εθνική οικονομική πολιτική θεωρείται πως  δεν έχει καμιά θέση πια η δε ανεργία και η αποβιομηχάνιση  δεν μπορούν να δαμαστούν και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συναινούμε σε αποφάσεις που λαμβάνονται από αδιαφανή κέντρα αποφάσεων, που η μόνη επίδρασή μας σ’ αυτά είναι με τις  αντιδραστικές ενέργειές μας  να τα θυμώσουμε, με αποτέλεσμα να μας τιμωρήσουν.
     Οι  σοσιαλιστές του Γ. Παπανδρέου που μας κυβερνούν συνεχίζουν να περισώζουν κάποια  απομεινάρια φρασεολογίας σοσιαλιστικής διακυβέρνησης (μεταθέτοντας σ’ ένα ομιχλώδες μέλλον μια σοσιαλίζουσα κοινωνία που μάλιστα θα προκύψει από τούτη εδώ που βάλθηκαν με διατάγματα να αποδομήσουν),  ενώ στην πράξη συμφωνούν απολύτως με την πιο σκληρή φιλελεύθερη πολιτική θεωρώντας το κράτος πηγή κάθε δεινού. Κυριαρχεί πλήρως  ο οικονομισμός και το συναλλακτικό πνεύμα  ενώ οι περισσότεροι διανοούμενοι προβάλλουν τα πολιτικά ιδεώδη και τις κοινωνικές υποσχέσεις   του παρελθόντος, από τα οποία πρέπει και να απαλλαγούμε, το λιγότερο ως  αφελή.
     Ακόμα κι όταν κάποιος από τους οργανικούς διανοούμενους (και είναι οι μόνοι των οποίων η φωνή πολλαπλασιαστικά ηχεί) μιλά για  λαϊκή αντίδραση ποτέ δε θέτει σε αμφισβήτηση τα θεμέλια της κοινωνικοοικονομικής τάξη. Αντιθέτως μας επισείει συνεχώς είτε τον κίνδυνο της χρεωκοπίας είτε την αδυναμία οποιουδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού φορέα να προτείνει εναλλακτική λύση, πάντα βέβαια μέσα στα πλαίσια του συστήματος. Τα φόβητρα αυτά τα έχει απόλυτη ανάγκη η πολιτικοοικονομική πραγματικότητα για να μας συσπειρώσει γύρω από τις αποφάσεις της,  να μας αδρανοποιήσει.
      Δεν επιτρέπεται, ως παρωχημένο κι εκτός πραγματικότητας, να γίνεται λόγος για αγώνα ή ένταξη, ούτε τα θύματα αυτής της πολιτικής να θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη  κοινωνική τάξη.  Όλα τα θύματα του μνημονίου, που ακόμα δεν ολοκλήρωσε την καταστροφική του ενέργεια, δεν αντιμετωπίζονται ως ενδεικτικά μια γενικότερης κατάστασης, αλλά περισσότερο  ως θύματα μιας  μοιραίας κατάστασης που  μάλιστα προκλήθηκε από τους  ίδιους (« μαζί τα φάγαμε»)
      Υποστηρίζεται από τους κυβερνώντες και τους υποτακτικούς τους,  σ’ όλους τους τόνους, ότι   καμιά ενέργεια του λαού  δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα της εθνικής και παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμα και σ’ αυτήν την έσχατη ώρα οι όποιες αντιδράσεις οδηγούνται στον κατακερματισμό και στην ανάπτυξη μικροπραγματικοτήτων. Την ίδια στιγμή που υπάρχει απόλυτη ανάγκη για παγκόσμιες κινήσεις ο λαός συνεχίζει  να είναι δύσπιστος σ’  αυτές απεμπολώντας σχεδόν  το πολιτικό στοιχείο στις αντιδράσεις του, που είναι από τη φύση του συνδεδεμένο με μια διεθνή πρακτική.
      Πολλοί στρεφόμαστε στους τεχνοκράτες που ανήκουν στον κόσμο της δράσης και της  εξουσίας, που δέχονται τον κόσμο όπως  είναι και συμβιβάζονται μαζί του όχι όμως για να τον αλλάξουν αλλά για να κυριαρχήσουν  περισσότερο πάνω στην κοινωνία και να διευρύνουν τις αρμοδιότητές τους. Ολόκληρη η κυβέρνηση, που μέσα στα πλαίσια του πολιτικού συστήματος έχει την νομιμοποίηση της εξουσίας της, υπακούει τυφλά  στην περίφημη τρόικα των τεχνοκρατών, ανεξάρτητα αν εκπροσωπούν πολιτικές κρατών η στους δικούς της  αδιευκρίνιστων αρμοδιοτήτων συμβούλους
     Η κυρίαρχη αντίληψη μας στερεί ακόμα και τα εργαλεία εκείνα της σκέψης που θα μας επέτρεπαν να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κατά τρόπο διαφορετικό. Ακόμα και την οικονομία την ανακήρυξε ουδέτερο τομέα, σχεδόν μη πολιτικοποιημένο, χωρίς διασύνδεση με τον τρόπο παραγωγής και τις ταξικές σχέσεις που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την πορεία της. Το αποτέλεσμα είναι ότι η όποια προσπάθεια για πολιτική ερμηνεία της οικονομικής κρίσης απαξιώνεται η και χλευάζεται. Καταδικάζεται κάθε απόπειρα αλλαγής του κόσμου σύμφωνα με ένα αφηρημένο ίσως και  γενικό  πρόγραμμα που μπορεί όμως   να ανοίγει ένα παράθυρο σε κάποιο όραμα.
      Ο έλληνας της εποχής του μνημονίου δεν προσδοκά τίποτε παρά μόνο τη διασφάλιση σ’ ένα μίνιμουμ ποσοστό, που όλο και συρρικνώνεται,  δικαιωμάτων  και ποιότητας  ζωής που κέρδισαν οι προηγούμενες γενιές. Δεν επιδιώκει να αντιταχθεί στους ισχυρούς πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες, ντόπιους και ξένους, απλώς έχει περάσει στη σφαίρα της καθαρής αγανάκτησης και καταγγελίας  σε ατομικό  επίπεδο, που μάλλον  καταλήγει σε μια παθητική συμφωνία,  χωρίς ουσιαστικά κοινή δράση  .
    Και κοντά έναν αιώνα μετά οι «Μοιραίοι» του Βάρναλη μέσα από διαδικασίες χειραγώγησης που κράτησαν κάποιες δεκαετίες ξαναγίνονται επίκαιροι.  Το θαύμα που προσμένουμε είναι ότι κάποιοι άλλοι, χωρίς να  «ξοδευτούμε» οι ίδιοι θα  αντιδράσουν.
   Εκείνοι οι ΜΟΙΡΑΙΟΙ όμως  είχαν άγνοια.  Εμείς;

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Και βέβαια το ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ

    
     Τελικά, έχει γίνει αποδεκτό από την οργανωμένη κοινωνία και όλα τα όργανα με τα οποία εκφράζεται, θεσμοθετημένα η μη, πως  η εξουσία των ονομαζόμενων αγορών έχει ντετερμινιστική, φυσική προέλευση κι αυτό έχει “φυσική” συνέπεια όχι μόνο να θεωρείται  φυσικώς αδύνατη η όποια μεταβολή αλλά και να απαγορεύεται στους ανθρώπους  ακόμα και απλώς να την  περιορίζουν. Όποιες αποφάσεις  λοιπόν λαμβάνονται θεωρούν δεδομένη  την εξουσία τους  κι επομένως το πολιτικό σύστημα που τις στηρίζει.  Λες και βρισκόμαστε αιώνες πίσω  όταν επικρατούσαν θεωρίες και πολιτικά συστήματα  που παραδέχονταν πως κάθε εξουσία  έχει θεϊκή προέλευση  κι άρα απαγορεύει στους ανθρώπους να την περιορίσουν.
      Το πρόβλημα είναι ότι  την αντίληψη αυτή έχει εσωτερικεύσει η πλειονότητα των  πολιτών στις δυτικές κοινωνίες , με αποτέλεσμα η όποια πολιτική δραστηριότητα τους να λαμβάνει ως δεδομένο και αμετάβλητο το υπάρχον πολιτικό και κοινωνικό  σύστημα. Οι διεργασίες  εσωτερίκευσης, μακροχρόνιες κι ανεπαίσθητες,  των επικρατουσών ιδεολογιών κι αποδοχής, δεδομένης κι αναμφισβήτητης,  των επιβαλλομένων πολιτικών ρόλων  προσδιορίζουν  τη συμπεριφορά των πολιτών.
     Η ανυπαρξία ενός  πόλου, πολιτικού ή κοινωνικού  με ένα νέο όραμα για το μέλλον δυσχεραίνει την μορφοποίηση των προθέσεων των πολιτών. Η συνεχής αποσπασματική  αναδρομή, με επιδοκιμασία μάλιστα  κι έπαινο,  σε ρηξικέλευθες κι επαναστατικές δράσεις κι ενέργειες προηγούμενων εποχών, που αφορούσαν συγκρούσεις άλλης ποιότητας και βαθμού χωρίς όμως να τις αναδεικνύουν, εντάσσεται σ’ αυτήν την προσπάθεια συγκάλυψης του καθορισμού των ιστορικών συντεταγμένων του κοινωνικοοικονομικού συστήματος  με σκοπό την  αποφυγή  της ερμηνείας των σύγχρονων  κοινωνικοοικονομικών συμφραζομένων.
     Σε κάθε εορατσμό της επετείου  του Πολυτεχνείου, η επίσημη ρητορική στην προσπάθειά της να απορροφήσει τους  ιδεολογικούς κραδασμούς εκείνης της εξέγερσης  αναφέρεται αναλυτικά  σε ατομικά περιστατικά και οριοθετημένες κοινωνικές αναλύσεις που δεν θέλουν να αγγίζουν τη σημερινή πραγματικότητα παρά μόνο σε ένα επίπεδο αοριστολογικής ρητορικής που αφορά όπως λέει κι ο Μ.  Αναγνωστάκης «ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα χρόνια/…τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου»
    Κι όμως  τους ξέφυγε κάτι.  Ο τρόπος εορτασμού της επετείου. Μη θέλοντας ήδη από την έναρξη  του εορτασμού της να την ενσωματώσουν πλήρως στο επίσημο εθνικό εορτολόγιο ( η επικρατούσα ,μετά τη μεταπολίτευση, δεξιά πολιτική  με την μεταμόρφωσή της σε νόμιμη κυβέρνηση υπό Κ. Καραμανλή) την άφησαν να εορτάζεται (μη μπορώντας  η ηττημένη ιδεολογία της δεξιάς να την αποκηρύξει κι έτσι να διαλαλήσει την πολιτική της επικράτηση) ελπίζοντας στην  ουσιαστική αφομοίωσή της σε μια ανώδυνη εορταστική εκδήλωση με υψηλή ρητορική.
    Υποτίμησαν το βασικό όχημα έκφρασης του εορτασμού. Τη διαδήλωση. Και μια διαδήλωση από τη φύση της είναι δυναμική, απροσδιόριστη κι ανεξέλεγκτη.
   Ναι, μπορούμε ν’ αντιδράσουμε. Εκμεταλλευόμενοι τις αντιφάσεις  που υπάρχουν στο ίδιο το σύστημα και που τις έχει ανάγκη για να εξελιχθεί, όταν βέβαια τις ελέγχει. Μπορούμε να συνεισφέρουμε όλοι για να πάψουν να ελέγχονται από το σύστημα.
           Ένα ατέλειωτος χείμαρρος από ανθρώπους στην πορεία για το Πολυτεχνείο δεν είναι μια αρχή;

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑΣ

[….]Οι συνολικές ερμηνείες και οι κινητοποιήσεις, η λατρεία της ένταξης και η πίστη στην κρισιμότητα των ζητημάτων, όλα αυτά έχουν χαθεί. Η soft ιδεολογία τρέφεται από τη αβεβαιότητα και βασιλεύει με την καταπληκτική εξουσία της απουσίας. Μοντερνισμός και ανθρώπινα δικαιώματα, ηθική γενεά και επιστροφή της κοινωνίας των πολιτών, αποτελούν ενδεικτικά συνθήματα, όχι τόσο εξ αιτίας του κοινότοπου και πεπαλαιωμένου περιεχομένου τους, όσο εξ αιτίας  αυτού που κρύβουν Η soft ιδεολογία είναι μια ναρκο –ιδεολογία, ένα μαλακό ναρκωτικό, που σε κάνει να ξεχνάς την πραγματικότητα.  Αίσθηση παρακμής και αισιόδοξος ατομικισμός πηγαίνουν μαζί. Είναι θέμα του καθενός το πώς θα τα βγάλει πέρα  σ΄ έναν κόσμο, ο  οποίος είναι αδύνατον να κυριαρχηθεί, αλλά κατά βάθος δεν είναι και τόσο φρικτός.[...]

[…]  H soft ιδεολογία αρνείται τον αφελή οικονομισμό των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα, τα πολιτικά τους ιδεώδη και τις κοινωνικές τους υποσχέσεις: ενδιαφέρεται για το ποιοτικό (την ποιότητα ζωής), την καθημερινότητα, το πνευματικό τοπίο, την ηθικότητα των τετριμμένων. Αρνείται λοιπόν να κυριαρχήσει στα  γεγονότα: η μακροοικονομία και η παγκόσμια αγορά της φαίνονται χώροι του απροσδιόριστου, μιας καθαρής επικράτησης της μοίρας, ενάντια στην οποία δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Δεν υπάρχει πλέον θέση για μια εθνική οικονομική πολιτική:  είναι  αδύνατο να δαμαστεί η ανεργία ή να αναχαιτιστεί η αποβιομηχάνιση.
   Μετά το τέλος του κεϋνσιανισμού και τις αποτυχίες του κράτους πρόνοιας, η soft συναίνεση βασίζεται σ΄ έναν απαθή εμπειρισμό, στη μυωπική διαχείριση μιας ακατανόητης μηχανής. Αλλά την ίδια στιγμή, η soft –ιδεολογία ενισχύει αντικειμενικά την κυριαρχία του οικονομισμού και του συναλλακτικού πνεύματος: μυσταγωγία του Χρηματιστηρίου, υπερβολικός θαυμασμός για τη διαφήμιση, ενθουσιασμός για τη νέα κατανάλωση, αποκατάσταση των σχέσεων με την εργοδοσία.[…]

  [… ] Η soft – ιδεολογία μας απέσπασε την προσοχή, γεμίζοντας ένα στιγμιαίο κενό της βούλησης: μια ιδεολογία φυγής από την πραγματικότητα, όπως λέμε μια ταινία φυγής από την πραγματικότητα. Μόνο που ο αληθινός κόσμος αρχίζει όταν βγαίνουμε από τον κινηματογράφο. Κουράγιο, ανθρωπάκο, η παράσταση τελείωσε!
                               
              Από  “ H soft –ιδεολογία”  των   Francois – Bernard  και  Pierre Barbes
                             (ελληνική έκδοση 1990, Ελληνική Ευρωεκδοτική)

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

THE BEST

                        THE BEST
           Τα χρόνια που έρχονται είναι για τα «best».
          Για χρόνια, πολεμώντας και  κυρίως περιφρονώντας ό, τι φαινόταν «μέτριο» αναδείξαμε αυτό που φάνταζε «μεγάλο», χειροκροτούσαμε τις τερατογενέσεις, θαυμάσαμε τους «υπερανθρώπους».
        Δεν  αντιδρούσαμε πια για την αδικία που ορίζεται από τους ανθρώπους, για το ψωμί που κλέβεται από τους ανθρώπους, για την αγάπη που τσιγκουνεύονται οι άνθρωποι.
         Συναινούσαμε να βλέπουμε το «μέτριο» να γίνεται γραφικό ως διαφορετικό ή περιθωριακό ως επίφοβο.
         Πιστεύαμε ότι η «αξιοκρατία» θα σβήσει τα΄  «ανθρωπάκια» και θα αναδείξει υπερανθρώπους, φυσικούς ή τεχνητούς, πιστεύοντας ότι κι εμείς θα περιλαμβανόμασταν ανάμεσά τους.
        Ζήτω το “best”. To απλό, λιτό, καθημερινό, οικείο, σιωπηλό, χαμογελαστό, φοβισμένο ανθρωπάκι δεν  πρέπει να υπάρχει.
          Και τώρα, ανακαλύπτουμε   ότι εμείς είμαστε οι μέτριοι που επιδιωκόταν ο εξοβελισμός μας.    Παίξαμε το παιχνίδι τους, των υποσχέσεων των “ best”  κι ενώ νομίζαμε πως υποχωρούσαν και συνθηκολογούσαν αυτοί νικούσαν. Αποκηρύξαμε την ύπαρξή μας επειδή την περιφρονούσαμε βλέποντας με τα μάτια των άλλων.
         Και τώρα ο υπεράνθρωπος σαρκώθηκε. Στα προγράμματα μαμούθ, στις περιουσίες μαμούθ,   στις εξουσίες μαμούθ.
        Και τώρα ανάμεσα σ’ όλα αυτά περνάμε  εμείς οι ανήμποροι  ακόμα με θαυμασμό και δέος αποδεχόμενοι την καταδίκη μας.
         Θ’ αυτοκτονήσει το ανθρωπάκι του Σαρλώ;