Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ


Στο διάγγελμά του πρωθυπουργού, για σταδιακή άρση των λόγω κορωνοϊού μέτρων,  περίσσεψε η χρήση πρώτου ενικού προσώπου, εξαίροντας τον εαυτό του για τις επιλογές του και  παίζοντας  με αυταρέσκεια το ρόλο του πατέρα ηγέτη. Κι από κοντά οι υπόλοιποι υπουργοί του που εξειδίκευαν τη διαδικασία άρσης των μέτρων θεωρούσαν υποχρέωσή τους να αναφερθούν είτε άμεσα είτε έμμεσα στη συμβολή του μεγάλου ηγέτη στη νίκη εναντίον του κορωνοϊού. Με νύχια και με δόντια προσπαθούν να εμφανίζουν τη μείωση των κρουσμάτων σαν προσωπική επιτυχία του ηγέτη που πήρε στον κατάλληλο χρόνο τις σωστές αποφάσεις. Και συνεχίζουν να μας κολακεύουν πως είμαστε μαχητές που κερδίζουμε μάχες, μόνο στρατηλάτης δεν χαρακτηρίστηκε ο Κ. Μητσοτάκης, αρκεί να ακολουθούμε οδηγίες είτε για να μένουμε σπίτι είτε για να κινήσουμε την οικονομία.
 Ο στόχος ήταν  μάλλον η επιπέδωση της επιδημικής καμπύλης  γενικά με οριζόντιες απαγορεύσεις για να μην καταρρεύσει το σύστημα υγείας και όχι κατά προτίμηση η προστασία των ιδιαίτερα ευάλωτων. Και το εύλογο ερώτημα πότε και πώς τελειώνει αυτή η διαταραχή σε ολόκληρη την κοινωνία μοιάζει δύσκολο να απαντηθεί. Πότε θα είναι ασφαλές για τα υγιή παιδιά και τους νεότερους δασκάλους να επιστρέψουν στο σχολείο, πότε οι περισσότερο ηλικιωμένοι δάσκαλοι και οι δάσκαλοι με χρόνιες ασθένειες; Πότε θα είναι ασφαλές για το εργατικό δυναμικό, όσο δεν συνέχιζε αδιάκοπα να δουλεύει,  να επανέλθει στο χώρο εργασίας, δεδομένου ότι ορισμένοι ανήκουν στην ομάδα κινδύνου για σοβαρή λοίμωξη; Πότε θα είναι ασφαλές να επισκεφθεί κανείς τους δικούς του σε γηροκομεία ή νοσοκομεία; Πότε θα μπορούσαν και πάλι οι παππούδες να αγκαλιάσουν τα εγγόνια τους;
Υπάρχουν πολλές πιθανές απαντήσεις, αλλά η πιο πιθανή μοιάζει να είναι πως κανείς δεν γνωρίζει τεκμηριωμένα και έτσι επιλέγονται οι πιο βολικές. Γι’ αυτό και με τις αντιφάσεις στις ενημερώσεις του Υπουργείου Υγείας ο καθηγητής Σ. Τσιόδρα καταλήγει να δικαιώνει πολιτικές προειλημμένες αποφάσεις, δίνοντας την εντύπωση πως οι επιστημονικές γνωματεύσεις είναι που προσαρμόζονται σ’ αυτές. Και ίσως επειδή μέσα στην αβεβαιότητα και αοριστία μπορεί να δικαιολογηθεί κι επιστημονικά εγκαταλείφθηκε το μέσο του εγκλεισμού σε μια καταρρέουσα οικονομία. Και  οι κυβερνήσεις προχωρούν, η μια μετά την άλλη, στην άρση των μέτρων προκρίνοντας πια την ανάπτυξη της ασυλίας της αγέλης, κι ας μην ομολογείται. Σ’ αυτό το πνεύμα και η δική μας κυβέρνηση, υιοθετεί σαν εθνική στρατηγική εκείνη που οι κυβερνήσεις της Ενωμένης Ευρώπης, σε αντιδιαστολή με τις οδηγίες του ΠΟΥ, εφαρμόζουν για χάριν της οικονομίας.
      Ζώντας λοιπόν στην καπιταλιστική εποχή, όπου η παγκοσμιοποίηση δεν έχει, όπως διαφημιζόταν στην αρχή, δημιουργήσει έναν κόσμο πιο δίκαιο και πιο διάφανο, αλλά, αντιθέτως, έχει δημιουργήσει ένα σύστημα που είναι πιο δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί και να κατανοηθεί και που μοιάζει παντοδύναμο, οι προσπάθειες συντονισμού  δράσεων σε περίπλοκες καταστάσεις δεν μοιάζει να διευκολύνουν στην εύρεση λύσης, όταν δεινοπαθούν τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Τελικά η επίκληση σε Παγκόσμιους οργανισμούς εκ μέρους των εθνικών κρατών μοιάζει να χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα για τις δικές τους ενέργειες. Στην προκείμενη περίπτωση της επιδημίας, ο Π.Ο.Υ πότε φαίνεται να καθοδηγεί τις αποφάσεις των κυβερνήσεων πότε να συγκρούεται μ’ αυτές.
               Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, όπως και άλλοι οργανισμοί που γεννήθηκαν από τις στάχτες του β παγκοσμίου πολέμου, σαν ένα διακρατικό υπερυπουργείο που υπερισχύει εκείνων των εθνικών κρατών, κήρυξε στις 11 Μαρτίου τον κορωνοϊό πανδημία. Υπήρξαν αμφισβητήσεις για τις γνωματεύσεις του και κατηγορίες για φιλοκινεζισμό, όπως και πριν μια περίπου δεκαετία, το 2009,  υπήρξαν κατηγορίες για διαφθορά και συμπαιγνία με τις φαρμακευτικές εταιρείες στο πλαίσιο της παγκόσμιας εκστρατείας εμβολιασμού για μια πανδημία που αποδείχτηκε λιγότερο επικίνδυνη από το αναμενόμενο. Τότε ο Π.Ο.Υ υπεραμύνθηκε των εγγυήσεων που υπάρχουν για τη διαχείριση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων, ενώ κι αυτά ξεχάστηκαν καθώς τα φώτα της δημοσιότητας έσβησαν γι’ αυτά τα θέματα.
         Όταν διακυβεύεται η υγεία μας η άγνοια και ο φόβος κάνουν τις ζωές μας εύκολα ελεγχόμενες από επαϊόντες, αποτρέποντας κάθε αμφισβήτηση, ευνοώντας την παραίτηση από το να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Εφησυχάζουμε με τις συμβουλές των αξιόπιστων και ικανών εμπειρογνωμόνων με τις διαβεβαιώσεις εργαστηρίων και φαρμακευτικών εταιρειών που ξεχειλίζοντας από φιλανθρωπία εργάζονται νυχθημερόν για τη σωτήρια μας, βρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση όταν όλοι αυτοί αντιφάσκουν μεταξύ τους.
          Ο  Π.Ο.Υ τονίζει σαν  ιδανική απάντηση στην πανδημία ότι τα μεμονωμένα κράτη θα πρέπει να περιορίσουν την έκθεση του κοινού, ειδικά αν εντοπίσουν και εντοπίσουν όλες τις γνωστές περιπτώσεις - μια στρατηγική που λειτούργησε στη Νότια Κορέα και φαίνεται να λειτουργεί στη Γερμανία, ενώ σε διεθνές επίπεδο, τα κράτη πρέπει να μοιράζονται επιστημονικές πληροφορίες και πόρους. Ωστόσο, οι χώρες έχουν αγνοήσει επανειλημμένα τις συμβουλές του Π.Ο.Υ. Σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες πολλά πλούσια έθνη όχι μόνο έχουν ακολουθήσει τις δικές τους εθνικές στρατηγικές για τη δημόσια υγεία, αλλά έχουν επίσης αποσυρθεί από τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της διπλωματίας και του εμπορίου που τα ίδια ίδρυσαν. Παραδείγματα εθνοκεντρικής συμπεριφοράς: Το Ηνωμένο Βασίλειο παραγγέλνει μάσκες σε γαλλική εταιρεία αλλά η γαλλική κυβέρνηση ζητά όλες τις μάσκες που παράγονται στη χώρα, έτσι οι μάσκες δεν φτάνουν ποτέ στη Βρετανία, ενώ η  Γερμανία κατηγορεί τις ΗΠΑ για κατάσχεση αποστολής μασκών που προοριζόταν για το Βερολίνο από λιμάνι στην Ταϊλάνδη.
        Και ο κίνδυνος να χαθεί σε μεγάλη κλίμακα η εμπιστοσύνη προς παγκόσμιους οργανισμούς όπως ο Π.Ο.Υ ή κυβερνητικούς χειρισμούς δεν είναι μόνο μια πιθανότητα, όταν με τις δράσεις τους η καχυποψία για πολιτικές σκοπιμότητες και οικονομικά συμφέροντα αυξάνεται. Και η αμφιβολία αν η πανδημία χρησιμοποιείται σαν άλλοθι εξαναγκάζοντας σε μια πλασματική ενότητα καπιταλιστές και εργαζόμενους για να ενθαρρύνει την υπακοή των τελευταίων όλο και επανέρχεται.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ


Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Σ. Πέτσας, αφού είχε μιλήσει παλιότερα για επεξεργασία, πάντα τονίζοντας το «κατ’ εντολή του πρωθυπουργού», σεναρίου «μιας αργής, σταδιακής και μακρόσυρτης αποκλιμάκωσης των περιοριστικών μέτρων απαγόρευσης της κυκλοφορίας», ανακοίνωσε μερική άρση περιοριστικών μέτρων από 27 Απριλίου,  αρχής γενομένης ...παράξενης, από ειρηνοδικεία και υποθηκοφυλάκια.  Ο Π.Ο.Υ συμβουλεύει τις χώρες να χαλαρώνουν σταδιακά τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν για ανάσχεση της εξάπλωσης του κορωνοϊού τηρώντας τα σωστά μέτρα δημόσιας υγείας,  η ευρωπαϊκή επιτροπή προτείνει οδικό χάρτη για την προετοιμασία συντονισμένης εξόδου από τα περιοριστικά μέτρα, ενώ αρχίζουν χώρες της Ε.Ε όπως η Γερμανία, αργά και σταδιακά  να προσπαθούν να επανέλθουν στην προ της επιδημίας κανονικότητα. Φαίνεται πως όλοι αρχίζουν να ελπίζουν και συγκρατημένα να αισιοδοξούν. Ίσως γιατί έχουμε και μια οικονομία να φροντίσουμε.
             Και όλες αυτές τις  εβδομάδες οι πληροφορίες από τις κυβερνήσεις και τα Μέσα Ενημέρωσης είναι χαοτικές, με αντικρουόμενες οδηγίες εκτός από αυτήν του περιορισμού. Ο αριθμός των περιπτώσεων με κορωνοϊό μεταδίδεται από όλα τα ΜΜΕ καθημερινά σαν να είναι ένας αθλητικός αγώνας, με θριαμβολογίες, στα καθ’ ημάς, για την επιτυχία της μείωσής τους  προσωπικά υπέρ του Κ. Μητσοτάκη, ενώ ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μ.  Χρυσοχοϊδης  αποδίδει τα εύσημα στα  ΜΜΕ έχοντας παραδεχτεί  πως «Η τηλεόραση μεγέθυνε ελάχιστες μειοψηφίες στις παραλίες και στα άλση. Καλά έκανε η τηλεόραση, γιατί η πειθαρχία πρέπει να είναι απόλυτη». Το πρόβλημα είναι υγειονομικό, αλλά η διαχείρισή του γίνεται ζήτημα πολιτικό. Γιατί η κατάσταση του φόβου που βιώνουμε μπορεί να οφείλεται σε έναν ιό,  αλλά είναι εξαιτίας των πολιτικών επιλογών  της πολιτικής εξουσίας των  καπιταλιστών που απειλείται σε μεγάλο βαθμό  η ζωή μας, εφόσον φρόντισε  όλα τα προηγούμενα χρόνια να βγάλει στο σφυρί κάθε υπηρεσία του δημόσιου συστήματος υγείας, καταστρέφοντας την ικανότητά του να μεριμνά, έστω και στοιχειωδώς, για την υγεία του συνόλου του πληθυσμού. 
Και όλες τις προηγούμενες βδομάδες γέμισαν οι οθόνες υπολογιστών και τηλεοράσεων με ταλαιπωρημένους γιατρούς, έρημες πόλεις, αισιόδοξους έγκλειστους με το μήνυμα «μένουμε σπίτι» να επαναλαμβάνεται ασταμάτητα από διαφορετικά στόματα και με διαφορετικές μορφές άλλοτε απειλητικά, άλλοτε παραινετικά. Σκοπός τους μοιάζει να  είναι να προκληθούν ισχυρά συναισθήματα μέσα μας, για τα οποία έχουμε διαμορφωθεί κοινωνικά, ώστε  να μας ωθήσουν να δράσουμε με τον επιθυμητό τρόπο αυτοί που χειρίζονται αυτές τις εικόνες. Ποιος θα ήταν τόσο κυνικός ή αφελώς καχύποπτος, ώστε να αμφιβάλλει για την αλήθεια αυτών των εικόνων; Εξάλλου, τι αντίδραση μπορεί να υπάρξει σε αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας που επικαλούνται προστασία δημόσιας υγείαςαφού κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις ιατρικές οδηγίες; Και καθώς κανείς δεν μπορεί να αντιταχθεί  στην επιστημονική γνώση δεν μπορούν να χαραχθούν και τα όρια ανάμεσα στην ιατρική οδηγία και  τον κρατικό έλεγχο, όταν απειλείται η ζωή μας.  Ποιος μπορεί να ξέρει αν τα ακραία μέτρα εγκλεισμού δεν είναι βασισμένα σε λανθασμένες προβλέψεις μοντελοποίησης που η κυρίαρχη εξουσία  τις χρησιμοποιεί προς όφελός της;
           Στις καθημερινές ενημερώσεις του υπουργείου Υγείας στη χώρα μας ο εκπρόσωπός του καθηγητής Σ. Τσιόδρας  τονίζει επανειλημμένα την αναγκαιότητα για  αποφυγή  πίεσης του  συστήματος υγείας με την επιβράδυνση του ρυθμού μετάδοσης του ιού. Όσο λοιπόν μεγαλύτερη η κρίση της υγειονομικής περίθαλψης τόσο μεγαλύτερη η απειλή από τον ιό. Είναι οι περικοπές στον τομέα της υγείας που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις των καπιταλιστικών χωρών.  προκειμένου να πετύχουν τους δημοσιονομικούς στόχους και να περιορίσουν τα περιβόητα ελλείμματα την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, που  κυρίως  θα ευθύνονται για τους πολλούς νεκρούς εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Μοιάζει η πανδημία να είναι δύσκολο, προς το παρόν τουλάχιστον, να κερδηθεί, και να χρειάζεται τον συνεχή έλεγχο και  περιορισμό των δραστηριοτήτων, όσο αντέχει η οικονομία.  Κι όπως κανείς δεν μπορεί να αρνείται ότι ο ιός υπάρχει, το ίδιο δεν μπορεί να αρνείται πως η αδυναμία των συστημάτων υγείας οφείλεται στην καπιταλιστική αδιαφορία. Κι αν επιδιώκεται  να μην επεκταθεί  η κριτική στον καπιταλισμό, χρησιμοποιώντας την επιδημία σαν κάλυψη για τους μηχανισμούς επιβίωσης του κατά της επικείμενης κρίσης,  είναι σαν να αγνοείται  η πραγματικότητα.
 Έχει δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα  που ευνοεί την αποδοχή κάθε παραλογισμού που τρομάζει τους ανθρώπους, καθιστώντας προβληματική την καθημερινή τους ζωή. Σε επίπεδο όμως εξουσίας φαίνεται πως η υπαρξιακή απειλή των πανδημιών δεν απαιτεί νέες πρωτοβουλίες πολιτικής πέραν της σταθερής οικοδόμησης δικτύων επιτήρησης, ελέγχου και καταστολής αντιδράσεων. Ελάχιστα έχουν γίνει στο τομέα της υγείας, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην Ε.Ε.
Ο φόβος λοιπόν για κατάρρευση των συστημάτων υγείας και ο φόβος για αντιδράσεις από τις μεγάλες μάζες έκανε μονόδρομο την επιλογή του εγκλεισμού για περιορισμό των κρουσμάτων. Κι αν σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε δισταγμός για υιοθέτηση σκληρών μέτρων για περιορισμό των δραστηριοτήτων, όπως στην Αγγλία,  αυτός ο φόβος δεν άφησε άλλες επιλογές.
Συγχρόνως όμως φαίνεται πως οι καπιταλιστές είδαν κι έναν τρόπο για ελεγχόμενη καταστροφή κεφαλαίων, χωρίς καταστροφή υποδομών, που θα μπορούσε να δώσει εκκίνηση σ’ έναν καπιταλισμό που έμπαινε ξανά σε κρίση. Υπάρχει και η εκδοχή πως  αυτή η απομόνωση λειτουργεί υπέρ των  μονοπωλίων, καθώς οι μικρές επιχειρήσεις χάνουν κέρδος και ίσως χρεοκοπήσουν. Ο εγκλεισμός ενδέχεται να εξαλείψει ορισμένους μικρούς ανταγωνιστές υπέρ των μονοπωλίων. Πρόκειται για μια τεράστια μακροπρόθεσμη ώθηση για τα ολιγοπώλια, καθώς θα επιτρέψει την αύξηση  μεριδίου αγοράς και αγοραστικής δύναμης. Από την άλλη, ο τεράστιος αριθμός ανέργων θα συμβάλει επίσης στη μείωση των μισθών σε ολόκληρη την οικονομία. Το θέμα βέβαια δεν είναι απλό.
          Γιατί και μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων μια μεγάλη μάζα εργαζομένων δεν θα έχει δουλειά για να γυρίσει σ’ αυτήν, αφού τη  βέβαιη οικονομική κρίση θα πληρώσουν οι υποτελείς τάξεις. Γι’ αυτήν όμως την οικονομική συντριβή θα κατηγορηθεί η επιδημία, θα ξεχαστεί η ανεπάρκεια του συστήματος υγείας και οι θυμωμένοι εργαζόμενοι θα ενθαρρύνονται  να κατηγορούν τους πάντες, και την Κίνα ενδεχομένως, όπως άρχισε να κάνει ο αμερικανός πρόεδρος, αφήνοντας στο απυρόβλητο το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Το οποίο  περιφρονώντας τους φτωχούς ή τους κλειδώνει να πεθαίνουν στα σπίτια τους ή τους κλειδώνει για ψίχουλα επιβίωσης στις δουλειές τους, αρκεί να μη  χαθεί η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου.  

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ


Τα μέτρα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση για τον περιορισμό εξάπλωσης της επιδημίας περιλαμβάνουν, με απόφαση και  της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, την τέλεση των ακολουθιών της Μ. Εβδομάδας, και βέβαια και την ακολουθία της ανάστασης, χωρίς πιστούς. Απόφαση που προκάλεσε αντιδράσεις και ανάμεσα στον κλήρο, αλλά και σε πολλούς πιστούς. Δεν έλειψαν ιερείς που αψήφησαν την απαγόρευση και άνοιξαν τις εκκλησίες για τους πιστούς τελώντας το μυστήριο της θείας κοινωνίας, ενώ πιστοί διαμαρτύρονται για την απαγόρευση συνάθροισης στις εκκλησίες την ανάσταση. Και η φασιστική  Χρυσή Αυγή βρήκε ευκαιρία να σφετεριστεί και να εκμεταλλευτεί για τις δικές της σκοπιμότητες  αυτές τις αντιδράσεις.
               Και αν μοιάζει παράδοξο που η επιδημία του κορονοϊού ανέδειξε πόσο εύθραυστη είναι  πια η ευθυγράμμιση εκκλησίας και κυρίαρχης εξουσίας, ακόμα και με τη συντηρητική παράταξη του αστικού πολιτικού τόξου, είναι γιατί πια η εκκλησία δεν καθορίζει τη γραμμή άμυνας του κυρίαρχου συστήματος. Είναι που νέα μέσα ιδεολογικής χειραγώγησης, όπως τα ΜΜΕ, φαίνονται πιο άμεσα αποτελεσματικά. Είναι που τις τελευταίες δεκαετίες η προσκόλληση με το χριστιανικό δόγμα που καθόριζε τους ένθερμους φιλοκαπιταλιστές άρχισε να υποχωρεί σε έναν πιο αόριστο ηθικισμό, που ανταποκρίνεται στους νέους δρόμους κερδοφορίας του καπιταλισμού με τεχνολογία και καινοτομίες. Σχήματα και αρώματα από τη θρησκεία, χωρίς την ίδια απαραίτητα,  εισάγονται σε νέα συστήματα φιλανθρωπίας μαζικής κοινωνικής ελεημοσύνης. Ακόμα λοιπόν κι αν κάποιες φορές η χριστιανική δεξιά επιμένει, περισσότερο για ψηφοθηρικούς λόγους, στις ίδιες πολιτικές μάχες (σεξουαλικότητα, εκπαίδευση, εθνικισμός κλπ) οι αναφορές στη θρησκεία φαίνεται να φθίνουν και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ενδιαφέρουν περισσότερο για να κολακέψουν τους πιστούς, ώστε να ανταποκρίνονται θετικά στις επιλογές της. Κι αν η εκκλησία ενίσχυε την κυρίαρχη εξουσία, στερεώνοντας και τη δική της δύναμη, προσφέροντας κάθε είδους μπαλώματα για τα συστημικά προβλήματα του καπιταλισμού, μοιάζει πια να  περιλαμβάνεται  κι αυτή σε ένα παλιότερο πολιτικοκοινωνικό κύκλο υπεράσπισης του status quo
               Βέβαια, όπως ο καπιταλισμός δεν είναι μονοδιάστατος, το ίδιο δεν είναι και ο χριστιανισμός. Όπως ο καπιταλισμός προσαρμόζεται σε ποικίλα πολιτικά και πολιτιστικά πλαίσια, το ίδιο και ο δυτικός Χριστιανισμός που κατάφερε να συμπορευτεί με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον φεουδαρχισμό και να δοξάσει τον καπιταλισμό, ενώ ο ανατολικός χριστιανισμός συμβίωσε με την οθωμανική αυτοκρατορία, ενσωμάτωσε τον εθνικισμό, προτού αποδεχτεί  την άνοδο του αστισμού και της σύγχρονης δημοκρατίας, υποχωρώντας στην επιθετική λογική του καπιταλισμού. Κι ας ευδοκιμεί ο καπιταλισμός σε εγωιστικές παρορμήσεις και η οικονομική θεωρία μυθοποιεί μια υποτιθέμενη «φυσική» ελεύθερη αγορά που καταδικάζει ουσιαστικά η χριστιανική ηθική διδασκαλία. Κι ας μην πληροί ο καπιταλισμός, με την ελεύθερη χρήση κερδοσκοπικού χαρακτήρα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και με τον ανταγωνισμό, τα χριστιανικά πρότυπα δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας όπως διδάσκει η χριστιανική θρησκεία. Εξάλλου καπιταλισμός και χριστιανισμός αντλούν από το ίδιο σύνολο ιδεών για τη φύση του ανθρώπου και της κοινωνίας, αφού ταυτίζονται  στην ιδέα ότι το άτομο είναι η βασική μονάδα ανάλυσης και ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι οι μεμονωμένες επιλογές.  
Βέβαια, πάντα σε μεγάλα τμήματα του κλήρου υπήρχε μια αμφισβήτηση της τεχνολογικής εξέλιξης που οδηγούσε στην απόρριψη του τεχνοοικονομικού παραδείγματος του καπιταλισμού της αγοράς, χρωματίζοντας το λόγο της εκκλησίας με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, χωρίς όμως να οδηγεί σε σύγκρουση με την πολιτική εξουσία. Πολλές φορές όμως συνήθειες της καθημερινότητας των ανθρώπων που οφείλονται, από παλιότερες εποχές,  στην εκκλησία ενισχύουν αντικαπιταλιστικές δράσεις. Παράδειγμα είναι η αργία της Κυριακής που η υπεράσπισή της παίρνει μορφή αντίστασης σε αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας που καταστρατηγούν  εργατικά δικαιώματα.
Και αυτές τις μέρες του εγκλεισμού είναι, σε μεγάλο βαθμό, η καχυποψία για αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας και η αμφισβήτηση για το ενδιαφέρον της για την υγεία μας που εκφράζεται με τις αντιδράσεις για το κλείσιμο των εκκλησιών, ανεξάρτητα από την πολιτική αφέλεια ή την εκμετάλλευση που γίνεται από φασίστες, αλαζόνες κληρικούς και παντός είδους δημοκόπους.  
Τελικά ακόμα μοιάζει να είναι  αναγκαία η συνενοχή μεταξύ χριστιανικής εκκλησίας και πολιτικής εξουσίας σε μια κοινωνία όπου οι ηθικές και θρησκευτικές ελευθερίες, που δεν αντιστρατεύονται τον καπιταλισμό, διατηρούν το δικαίωμα να ζουν εφόσον ο καπιταλισμός κυριαρχεί ή ελέγχει. Κι έτσι οι καταγγελίες της εκκλησίας για την τυραννία των χρημάτων έναντι των οποίων η κοινωνική και πολιτική δύναμη είναι ανίσχυρη μπορεί να  χρησιμοποιούνται για να παρηγορούν και να κατευνάζουν την οργή των πιστών, εφόσον στην πράξη δεν στρέφονται εναντίον της κυρίαρχης εξουσίας, διατηρώντας στην κοινωνία μια ισορροπία εκτονωτική αλλά και ανακουφιστική για το κυρίαρχο σύστημα.  
Επειδή όμως πλέον στις μέρες μας το κεφάλαιο έχει καταλάβει και το τελευταίο διάκενο του κοινωνικού σχηματισμού μπορεί να καταλήξει κανείς να χαρακτηρίσει  σαν αντικαπιταλιστικές τις πολύμορφες και πολυστρωματικές κοινωνικές αντιστάσεις. Όποιες όμως αντιστάσεις δεν μπολιάζονται με την ταξική διάσταση δεν ξεφεύγουν από μια ανορθολογική και αδιέξοδη στάση που στην τελική ευνοεί την κυρίαρχη εξουσία.

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ;


Σ’ αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση κοινωνικής απομάκρυνσης και περιορισμού στα σπίτια  που εφαρμόζεται σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού παγκοσμίως, σαν το μόνο μέτρο αντιμετώπισης της πανδημίας του covid-19, οι παράπλευρες απώλειες μοιάζει να συναγωνίζονται τον κύριο δηλωμένο  στόχο που, με την επιδιωκόμενη κλιμακωτή  επιβάρυνση του συστήματος υγείας,  είναι η επιβίωση από τον ιό των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού.
Μόνο που  αυτές  οι  παράπλευρες απώλειες αφορούν την εργατική τάξη που χάνει τη δουλειά της, μειώνεται η αμοιβή της εργασίας της, συρρικνώνονται τα δικαιώματά της. Μόνο που αυτές οι παράπλευρες απώλειες αφορούν την αναστολή λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας με την κυβέρνηση να μπορεί να κυβερνά με διατάγματα. Μόνο που αυτές οι παράπλευρες απώλειες αφορούν τη συρρίκνωση δικαιωμάτων, με την αστυνομία να καθορίζει την νομιμότητα  της παρουσίας μας σ’ έναν δρόμο και η επιτήρηση να ενσωματώνεται στη ρουτίνα της κοινωνικής ζωής.
            Κι αν το βασικό ερώτημα,  αν η κρίση υγείας είναι η αιτία για όλες  αυτές τις παράπλευρες απώλειες ή απλώς η δικαιολογία τους,  αιωρείται με  διάφορες μορφές στις κριτικές για τις πολιτικές που εφαρμόζονται, είναι γιατί  η καχυποψία και η αμφιβολία για τις αγαθές προθέσεις των κυβερνώντων  έχουν ερείσματα σε πολιτικές του παρελθόντος. Είναι που  οι κοινωνίες μας  αποτελούνται από κοινωνικές τάξεις με αντικρουόμενα συμφέροντα και επομένως  το οικονομικό κόστος από αυτήν την επιδημία  είναι σίγουρο πως θα γίνει πεδίο συγκρούσεων μεταξύ αυτών των τάξεων. Είναι λοιπόν αναμενόμενο πως πέρα από υποκριτικούς συναισθηματισμούς που προβάλλονται κατά κόρον, η κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη θα επιδιώξει να περάσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής της οικονομικής επιβάρυνσης στην εργατική πλειοψηφία της κοινωνίας, για να μην υπονομευθεί η κερδοφορία της.
          Εξάλλου και πριν από την επιδημία του κορωνοϊού ήδη υπήρχαν τα σημάδια μιας οικονομικής κρίσης η οποία επέστρεφε και  το καπιταλιστικό σύστημα  προσπαθούσε να ξεπεράσει με κυβερνητικές πολιτικές, παρά τις διακηρύξεις περί αυτορρύθμισης των αγορών, που εκδηλωνόταν με τη μείωση των επιτοκίων ή  την ποσοτική χαλάρωση. Η απόδοση όμως των κρίσεων σε εξωτερικούς παράγοντες είναι πάντα ο βασικός τρόπος που ερμηνεύονται από τον κυρίαρχο λόγο οι  οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού. Η πανδημία λοιπόν φαίνεται μάλλον να αποτελεί την αφορμή  για την εκρηκτική εμφάνιση ήδη προϋπάρχοντων προβλημάτων, που είναι οργανικά των καπιταλιστικών οικονομιών, όπως η πτώση της καπιταλιστικής κερδοφορίας  και η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Τα μέτρα λοιπόν αντιμετώπισης της πανδημίας έχουν υψηλό οικονομικό κόστος που επιδεινώνει την ύφεση, αφού συρρικνώνονται οικονομικές δραστηριότητες, μειώνονται παραγόμενα προϊόντα. Αλλά και χωρίς τα μέτρα συγκράτησης της επιδημίας, με περιορισμούς της οικονομικής δραστηριότητας,  πιθανόν πάλι δεν θα ήταν ήπια η ύφεση, αφού η εξάπλωση της επιδημίας θα είχε αντίκτυπο στο εργατικό δυναμικό και τις ικανότητες του, που μπορούσε να πυροδοτήσει και έντονες αντιδράσεις του.
            Βέβαια, για τον καπιταλισμό ο συνδυασμός της πανδημίας με την οικονομική κρίση είναι και μια ευκαιρία γιατί πειραματίζεται με νέες μορφές εργασίας και  εργασιακών σχέσεων. Δοκιμάζεται η τηλεργασία, χρησιμοποιούνται νέα εργαλεία ελέγχου και εντατικοποίησης της παραγωγικότητας, απορρυθμίζεται  η εργατική νομοθεσία, μειώνεται η μισθοδοσία, επιβαρύνεται το καπιταλιστικό κράτος, μέσω της φορολογίας, με   το κόστος της κρίσης. Ένα καινούργιο μέλλον για τους εργαζόμενους ήδη διαμορφώνεται μέσα στην πανδημία του κορωνιού, πιο δυσοίωνο από την ίδια την πανδημία, αφού επιδιώκεται τα βάρη από την κρίση υγείας και την οικονομική κρίση να μην βαρύνουν το κεφάλαιο. Συγχρόνως μοιάζει να αυξάνεται η  δύναμη της κυρίαρχης εξουσίας, καθώς ο νόμος και τα δικαιώματα φαίνεται να μην έχουν καμιά δεσμευτικότητα, όλα να αίρονται και η κεντρική εξουσία να δοκιμάζει κάθε μέρα νέους κανόνες που η παγίωσή τους εξαρτάται από τις αντιδράσεις μας και τη δική της επινοητικότητα να τους δικαιολογεί.
        Μετά από δεκαετίες πτώσης της συνδικαλιστικής οργάνωσης, οι δυτικές οικονομίες περιορίζουν ένα μεγάλο μέρος του εργατικού τους δυναμικού στα σπίτια τους, ενώ παράλληλα αυξάνουν την εξάρτησή τους από ένα ζωτικής σημασίας σύνολο εργαζομένων στους τομείς της φροντίδας, της εφοδιαστικής αλυσίδας και του λιανικού εμπορίου. Οι ιατροί, οι νοσηλευτές, οι άνθρωποι παράδοσης, οι ταχυδρομικοί και εργαζόμενοι σε μεταφορές, οι υπάλληλοι σουπερμάρκετ, οι εργάτες υγειονομικής περίθαλψης, οι μηχανικοί και οι εργαζόμενοι στον τομέα της τεχνολογίας, οι αγρότες είναι τώρα, ξεκάθαρα, το απαραίτητο θεμέλιο μιας κοινωνίας που λειτουργεί.  
         Υπάρχει ένα ασύμμετρο μίγμα κινητοποίησης και αποστράτευσης της εργασίας που βιώνουμε αυτή τη στιγμή. Και η επίκληση στην αλληλεγγύη από την κυρίαρχη εξουσία δεν  είναι παρά μια προσπάθεια να  καλυφθούν τα ταξικά ρήγματα ανάμεσα στους εργάτες που κινούν την οικονομία και τους καπιταλιστές που φροντίζουν για την κερδοφορία τους, εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης εξαιτίας της επιδημίας.