Σάββατο 28 Μαΐου 2011

ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ


        Προσπαθεί κανείς να καταλάβει  την ταυτότητα των ανθρώπων που πλημμυρίζουν τις πλατείες τρεις μέρες τώρα. Αναμφισβήτητα, η πλειοψηφία τους είναι  νέοι, πολλοί περισσότεροι από ό,τι σε άλλες,  οργανωμένες από κόμματα και οργανώσεις,   κινητοποιήσεις.  Ακούγοντάς κανείς τους συγκεντρωμένους να αναπτύσσουν προβληματισμούς στις ανοιχτές συζητήσεις (συνελεύσεις δεν θα μπορούσες να τις πεις)  σχηματίζει την εντύπωση ότι η πλειοψηφία τους  είναι όλοι αυτοί που μέχρι τώρα φαίνονταν  αδιάφοροι για τις πολιτικές υποθέσεις και  όλα θεωρούσαν ότι ήταν τερτίπια της πολιτικής, χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις στην προσωπική τους ζωή.  Περίμεναν να καταλήξουν  τα πολιτικά  πράγματα  σε αδιέξοδο που τους  άγγιξε,  για να διαπιστώσουν  την καθολική τους απάτη και να την  διακηρύξουν.   Κοινό σημείο της πλειοψηφίας είναι  η  πεποίθησή τους  στην ειρηνική διαμαρτυρία,  που εκφράζεται   με την απλή  παρουσία  και μάλλον θεωρείται από τους περισσότερους  ότι αυτό προς το παρόν αρκεί. Δεν ξέρει κανείς αν αυτή η αντίληψη προέρχεται από εμπιστοσύνη  στη δυναμική του κινήματος   η  από υπεραισιοδοξία για την αποτελεσματικότητά του.  Οι χαλαροί δεσμοί που συνδέουν τους συγκεντρωμένους βασίζονται κυρίως σε  συναισθήματα που συμβατικά τους δένουν αυτή την στιγμή  και είναι αμφίβολο αν τους συγκρατήσουν δεμένους σε πιο αποφασιστικές στιγμές. Σίγουρα πάντως  έχουν αρχίσει διεργασίες για επανάκτηση του πνεύματος της κοινότητας, ιδιαίτερα από τους νέους,  αν και δε φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα συλλογικής δράσης.
        Τονίζεται  βέβαια τόσο έντονα ότι όλοι όσοι συγκεντρώνονται στις πλατείες είναι  ακομμάτιστοι που στο τέλος αρχίζει να καταντά ύποπτο. Ποιον ενοχλεί αν  νοσταλγοί  των συλλογικών αξιών και των χθεσινών  βεβαιοτήτων,, οι  πιστοί των ιδεολογιών και οι απογοητευμένοι από την κρίση μπορούσαν να συγκροτήσουν μια αντικειμενική συμμαχία; Και είναι εύλογο να   αναρωτιέται κανείς πως είναι δυνατό αν δεν δοθείς  σε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, στην υπηρεσία  κάποιας οργανωμένης δράσης, αν συνεχίσεις να ανήκεις μόνο στον εαυτό σου,  τότε πώς να υπολογίζεις στους άλλους;
      Το να σκεφτόμαστε  πως οι άλλοι, ακόμα κι αυτοί που δεν ανήκουν στην ίδια τάξη με μας, μπορούν  να συμφωνήσουν πάνω σε μια δράση ευκαιριακή, ανήκοντας όμως ο καθένας μας αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό του,  χωρίς να μπούμε  εθελοντικά κάτω  από την ομπρέλα της οργανωμένης δράσης, ίσως είναι  η πιο χιμαιρική  απ΄ όλες τις ελπίδες. Και τα πιο μαζικά   συλλογικά ξεκινήματα χωρίς οργάνωση καταλήγουν  παροδικά. Η ίδια η χαλαρότητά τους  τα εξαντλεί. Αν δεν τα συγκρατεί   ένας στόχος σαν μια σταθερή πυγμή, χαλαρώνουν πολύ πριν φτάσουν να ωριμάσουν.
      Στις πλατείες, ενώ   μιλούμε για πόλεμο δείχνουμε ότι  έχουμε χάσει κάθε πρακτικό πνεύμα δράσης. Έχουμε αποστροφή προς τους κανόνες της μάχης.  Κάθε τι που μπορεί να  θυμίζει  στρατώνα γίνεται  μισητό και δεν το δεχόμαστε.    Και τελικά  λείπει η δράση που ανακουφίζει. Σε περίπτωση όμως που θα μπορούσαμε να δράσουμε, οι συγκεντρωμένοι στις πλατείες θα ξέραμε να συγκατατεθούμε, να κάνουμε παραχωρήσεις, που θα ήταν  απαραίτητες  για να συντονίσουμε τη δράση μας;  Μόνο δάσκαλοι στα λόγια υπάρχουν. Μιλούμε τη δράση που δεν κάνουμε, που δεν μπορούμε να κάνουμε και υπάρχει ο κίνδυνος να  βγούμε  τελικά  από τις συζητήσεις  αποκαμωμένοι κι αηδιασμένοι.
      Τελικά μήπως και στις πλατείες μια  απίστευτη δειλία μας παραλύει και μας αφαιρεί πίστη και ενεργητικότητα, μένοντας  δεμένοι από μια ανόητη φροντίδα  απόλυτης νομιμότητας,  που οι αντίπαλοι, πιο εξελιγμένοι, δεν την υπολογίζουν καθόλου; Οι  κυβερνώντες χρησιμοποιούν τις αρχές και θεσμούς όταν και όπως τους  εξυπηρετούν και τις παραβιάζουν όταν τους στενοχωρούν.
      Βαδίζουμε στα σκοτεινά. Οι αλήθειες και οι ελευθερίες είναι πιο πολλές και από τους συγκεντρωμένους, ενώ συνεχίζει το ατομικό να αποδεσμεύεται από το συλλογικό. Ισως γι’  αυτό δεν υπάρχει το πάθος που συνενώνει,  η ένταση που παρασέρνει.  Φαίνονται σαν ξόδεμα ενέργειας  οι  μάταιες απειλές από τους συγκεντρωμένους,  τα σηκωμένα χέρια, οι παλληκαριές στα λόγια, οι  προσωπικές εξιστορήσεις, η άκριτη ανεκτικότητά.
      Όλα είναι στην αρχή. Όλοι ελπίζουν, σχεδόν μαγικά, πως θα αλλάξουν. Γίνεται  προσπάθεια να πάρει σχήμα αυτή η διαμαρτυρία, πολλοί δραστηριοποιούνται γι’  αυτό. Το βλέπεις. Είναι όμως σαν να μαθαίνουν από την αρχή την αλφαβήτα. Και αναρωτιέται κανείς αν θα προλάβει αυτό το κίνημα να μάθει ανάγνωση πριν να πεθάνουμε σαν χώρα.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

ΚΑΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ. ΤΙ ΟΜΩΣ;

      Όλοι είμαστε γεμάτοι από βεβαιότητες.  Βεβαιότητες  διαφορετικές και  αντίθετες  του ενός από του άλλου, βεβαιότητες  ξετρελαμένες για  νόμους της ισότητας,   της πατρίδας και   της θρησκείας, για την επιστήμη, την οικολογία, την πολιτική   η γενικά για  την ελευθερία και τα όρια  όπου εξαντλείται η  οργανωμένη ζωή μας. Πως όλες αυτές θα συγκλίνουν σ’  ένα ποτάμι που θα παρασύρει τη βεβαιότητα των κυρίαρχων και προς τα πού θα κυλήσει; 
     Το σενάριο της αντίδρασης στην άγρια  επίθεση στην τάξη των εργαζομένων δίνει την εντύπωση ότι   γράφεται σιγά σιγά,   με τον αυτοσχεδιασμό των θελήσεων που  κατευθύνουν την έφοδο χωρίς  ακόμα συγκεκριμένο στόχο.
      Ο στραγγαλιστικός βρόγχος του  κυρίαρχου τρόπου  σκέψης και συμπεριφοράς, που θέλει να συνεχίσει να  στηρίζει τη ρυπαρή  καλοζωία παγκοσμίως   μιας δράκας ανθρώπων,  μακιγιαρισμένης  με ψεύτικους  ιδεαλισμούς σφίγγεται όλο και  περισσότερο και αλυσοδένει ιδιαίτερα τα νιάτα. Όμως η  νεολαία δεν έχει   καμιά όρεξη  ν’  αυτοκτονήσει και το ζωικό της ένστικτο  υπάρχει πάντα κίνδυνος  να βρεί  μόνο  μια διέξοδο, την  καταστροφή. Αν μέσα της  κυριαρχήσει μόνο η  λύσσα να γκρεμίζει  και σε κάθε ερείπιο αρχίσει να βρίσκει περισσότερο  χώρο για να συνεχίσει αυτήν την καταστροφή, με ποιο τρόπο θα μπορέσει  η κυρίαρχη τάξη  να την τιθασεύσει;
     Στα είκοσι- τριάντα  χρόνια τους οι άνθρωποι μιλούν πολύ για δράση,  αλλά δρουν κυρίως δια πληρεξουσίων. Και δεν είναι πια εύκολο να διαλέξει κανείς πληρεξούσιους, είτε είναι ιδέες είτε προσωπικότητες. Ποια προσωπικότητα, ποια ιδέα θα μπορούσε να τους ανοίξει το δρόμο ενός σκοπού;  Χρειάζονται κάτι  που να μπορούν να το πιστέψουν κάποιους  που να βλέπουν  καθαρά. Πρέπει  να συνθηκολογήσουν  μεταξύ τους  τις διαφωνίες  τους και τις  αντιπάθειές τους, για να συνενώσουν τις αδυναμίες τους και τις δυνάμεις τους, όχι σαν φίλοι αλλά σαν σύμμαχοι. Συμμαχία όμως με ποιο στόχο;
      Οι χιλιάδες του κόσμου που κατέκλυσαν τις πλατείες πολλών πόλεων έχουν  κοινό σημείο την έντονη δυσαρέσκεια για τις τελευταίες πολιτικές επιλογές των κυβερνώντων. Μετά  από αυτό τι;
    Χιλιάδες κόσμου  δηλώνουν πανηγυρικά την προσήλωσή τους στις μεγάλες  αρχές της δημοκρατίας, ειρήνης, την εμμονή τους  στην ειρηνική αντίδραση, βλέποντας στις κυρίαρχες επιλογές των τελευταίων μηνών περισσότερο μια εκτροπή, σχεδόν ηθικού χαρακτήρα, κάποιων διεφθαρμένων πολιτικών κι ίσως είναι αυτό που ενώνει όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος. Η αθλιότητα της πολιτικής μας ζωής φαίνεται για το μεγαλύτερο μέρος του λαού  ότι  δεν είναι ενδεικτική μιας γενικότερης κατάστασης του ίδιου του συστήματος. Σχεδόν τείνει να ταυτιστεί και να περιοριστεί σε  συγκεκριμένες περιπτώσεις.
      Οι πολιτικές επιλογές που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα οδηγούν σε αδιέξοδο. Στις δημοκρατίες, και μάλιστα τις ελεγχόμενες, διακηρύττεται ότι  δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Και η έξοδος προετοιμάζεται. Υπάρχει φόβος  ακόμα και αυτές τις  αντιδράσεις να τις εντάξουν στο  σκηνικό  που αρχίζει να  προετοιμάζεται για την αλλαγή στην πολιτική σκηνή, ώστε να περάσουν όλες οι πολιτικές επιλογές εκ Βρυξελλών και Ουάσιγκτον.
     Πολλά λέγονται για τον τρόπο οργάνωσης αυτών των εκδηλώσεων και το ρόλο του διαδικτύου, λες και το μέσο δίνει και το περιεχόμενο ή το στόχο των δράσεων.  Κι ενώ στις φυσικές κοινότητες τα άτομα μοιράζονται ένα ή περισσότερα στοιχεία και  η κοινότητα δημιουργείται γύρω από το κοινό στοιχείο το οποίο περιβάλλει τα μέλη της, χωρίς απαραίτητα να τα προσδιορίζει, στις εικονικές κοινότητες μια ομάδα όχι μόνο δημιουργείται γύρω από ένα κοινό στοιχείο αλλά και προσδιορίζεται από αυτό με κίνδυνο να λειτουργεί ουσιαστικά σε ένα κοινωνικό κενό. Όταν ο στόχος είναι τόσο γενικός και αόριστος, όταν τα άτομα κατεβαίνουν στις πλατείες ουσιαστικά  αποδεσμευμένα από συλλογικές ταυτότητες, όταν η διαμαρτυρία μπορεί να καταλήξει σε happening η group therapy, όταν οι αντιδράσεις μας είναι συμβολικές το σύστημα, που  δεν είναι ούτε η δικτατορία των συνταγματαρχών ούτε τα καθεστώτα της Β. Αφρικής μπορεί εύκολα να  τα απορροφήσει και να  τα εκμεταλλευτεί.
     Ο  κόσμος βγήκε στις πλατείες. Είναι μια αρχή.
    Φτάνει μόνο οι εκδηλώσεις  χωρίς σχέδιο, χωρίς ηγεσία, χωρίς ίσως συνέχεια, να μην είναι  απλώς μια ήρεμη  βόλτα του μαντρωμένου ζώου που δεν μπορεί να σπάσει τα σίδερά του. Να μη χρησιμέψει αυτή η  εκδήλωση σε   τίποτε  άλλο παρά μόνο να  κατασκοτώσει και τις τελευταίες ελπίδες για αντίδραση.
      Πρέπει να δούμε πιο καθαρά πιο μακρυά, πρέπει να βρεθεί  οδηγός. Οι συγκεντρώσεις δείχνουν ότι  υπάρχει  ένας λαός έτοιμος να ακολουθήσει  τον πρώτο αφιλόκερδο   οδηγό –ιδέα, οργάνωση, κόμμα κλπ.  Ολοι όμως δείχνουν ότι δεν φοβούνται  τίποτε τόσο πολύ  όσο το να ακολουθούν ή να τους ακολουθεί ένα στρατός αποφασισμένος, που θα τους έσπρωχνε και θα τους εξέθετε.  Ο φόβος όλων μας  για την ανάληψη ευθυνών μεγαλώνει. Συμφωνούμε ίσως   πως δεν πρέπει να  αγνοούμε  την πολιτική δράση,  λίγοι όμως καταφέρνουμε να οργανωθούμε σ’  ένα μινιμαλιστικό σχέδιο και στόχο. Για πολλούς πάλι η δράση περιορίζεται σε συζήτηση πάνω στη θεωρία η στην ανάλυση των συναισθημάτων τους. Αυτοί δεν φαίνεται να πρόκειται  να τελειώσουν τη συζήτηση. Ισως μάλιστα και να μη σκοπεύουν να την τελειώσουν, πιστεύοντας ότι αυτό αρκεί.
     Η πρώτη πράξη είναι η κινητοποίηση- υπάρχει η ελπίδα ότι αυτή ξεκίνησε. Στην κοινωνία μας όμως προσφέρονται  όλες οι μορφές χειραγώγησής της από πολλούς -  από το ΜΜΕ, παραδοσιακά και ηλεκτρονικά, που πληρώνονται πλουσιοπάροχα με διάφορους τρόπους για να δηλητηριάζουν με τις κατασκευασμένες αλήθειες τους το μεγάλο κοινό, ως τους μεγάλους θεωρητικούς πανεπιστημίων, οργανισμών, ιδρυμάτων, που μπορούν να  διοχετεύσουν  με τέχνη το μίασμα της θεληματικής υποδούλωσης. Το σιωπηρό έργο τους  είναι  κατά κανόνα ν’  αποτραβούν τον κόσμο από τη δράση. Και γι  αυτό το σκοπό όλα είναι  καλά. Ακόμα και η σκέψη. Ακόμα και η ίδια η δράση. Αρκεί να βγουν  από τη φυσική τους κοίτη οι δυνάμεις που έχουν  την  ορμή χειμάρρων και θα μπορούσαν μόνο με μια σπρωξιά να γκρεμίσουν όλη την κοινωνική καταπίεση.
      Πάντα όμως υπάρχει η ελπίδα ότι ο  ίδιος ο λαός έχει τη δύναμη και τη δυναμική να βρει και να χαράξει τη δική του πορεία. Θα το μπορέσει;

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ


       Κάθε  κυρίαρχη ομάδα,  επειδή προσπαθεί να διατηρηθεί στην εξουσία και δεν παραδίνει ποτέ την εξουσία εθελοντικά, εξηγεί την κρίση με τα δικά της κριτήρια και επιχειρεί να την ελέγξει με την αντικατάσταση των παλαιών  ανυπόληπτων και αναποτελεσματικών μεθόδων διακυβέρνησης  με νέες και καταλληλότερες.
      Όταν αδυνατεί να ανακαλύψει και εφαρμόσει νέες μεθόδους  εφευρίσκει νέες ονοματοδοσίες  των παλιών μεθόδων και οργάνων διακυβέρνησης, που το μόνο που κατορθώνουν είναι να επιφέρουν σύγχυση και παραπλάνηση στο λαό.  Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο άλλαξε ονομασίες Υπουργείων αλλά και γενικότερα την σημασία των λέξεων που χρησιμοποιεί.  Ετσι, επικαλούμενο και το φιλολαϊκό παρελθόν του,   κατάφερε και έγινε σε μεγάλα τμήματα του λαού αποδεκτό το σκεπτικό  όπου στήριξε τις ολέθριες  για τον τόπο επιλογές του. Με τις φράσεις τους και τις  καμουφλαρισμένες    ορολογίες τους οι πολιτικοί του ΠΑΣΟΚ αποκρύπτουν το ουσιαστικό  και αποσπούν την προσοχή μας από το πιο σημαντικό.
       Οι πολιτικοί  παίρνουν  αποφάσεις και  κάθε απόφαση είναι πράξη με τη οποία  πραγματοποιείται  εκλογή ανάμεσα σε μερικές δυνατότητες, γεγονότα και τάσεις. Με τις  πράξεις  τους οι  πολιτικοί  ταυτόχρονα ερμηνεύουν  την κατάσταση, δηλ. δίνουν  σε όλα ορισμένο νόημα.  Με την πολιτική πράξη όλα παίρνουν ορισμένο φώς, επειδή μ’ αυτήν προωθείται  η πρακτική διάκριση ανάμεσα στο ουσιαστικό και δευτερεύον, σ’ αυτό που είναι δυνατό να αναβληθεί και σ’ αυτό που δεν περιμένει, στο επείγον και σ’ εκείνο που είναι δυνατό να παραμεληθεί.
     Από τη στιγμή που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επέλεξε να υπογράψει το μνημόνιο και συνεχίζει να επιλέγει την εφαρμογή εντολών εις βάρος του λαού, που εκπροσωπεί,  προσδιόρισε και την ταυτότητά της. Οι  διαβεβαιώσεις της για υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στη δημόσια περιουσία, ( στην πραγματικότητα το ξεπούλημά της)  η  έκκληση στην εθνική ομοψυχία,(στην πραγματικότητα ο περιορισμός της κριτικής και των αντιδράσεων)  οι υποσχέσεις για εγκαθίδρυση καθεστώτος αξιοκρατίας (στην πραγματικότητα η άρση μονιμότητας  των δημοσίων υπάλληλων) είναι οι νέες ονοματοδοσίες σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές που είναι αντίστοιχες του μετεμφυλιακού κράτους.  Αν δεν  γίνει συνείδηση αυτό σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού κάθε οργανωμένη αντίδραση θα παγιδεύεται  σε αναλύσεις των επιμέρους επιλογών  (πρέπει να πουληθεί η μια ή άλλη ΔΕΚΟ, δουλεύουν ή όχι οι δημόσιοι υπάλληλοι  κλπ.) και αναζήτηση επιχειρημάτων για απόδειξη του αυτονόητου.
    Αναρωτιέται κανείς,  όταν οδεύουμε προς  εξαθλίωση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού για ποια  σωτηρία της χώρας ισχυρίζονται οι κυβερνώντες ότι αγωνίζονται;  Ακόμα και στο  βασικό τους συλλογισμό αντιφάσκουν προδήλως κι ανερυθριάστως.  Καταστρέφουν τη χώρα επικαλούμενοι τη σωτηρία της.
     Εκτός κι αν ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ενωση ανέλαβε μαζί με  τους εγχώριους κυβερνήτες να υποκαταστήσει την πολιτική με τη θεολογία. Πάντα είμαστε ελεύθεροι να πιστεύουμε στην άλλη ζωή και τη Δευτέρα παρουσία όπου θα βρούμε την ευτυχία.

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Η ΗΘΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

       Οι εικόνες από τις τηλεοράσεις   με τις χειροπέδες του  ταλαίπωρου  Στρος  Καν  εκθειάστηκαν υπερβολικά  από τους ντόπιους φύλακες και υπερασπιστές των δημοκρατικών και λοιπών δικαιωμάτων. Σχεδόν ουρανομήκης ο θαυμασμός για την Αμερική με τη  σωστή λειτουργία της δικαιοσύνης  που αποδεικνύει τη σταθερότητα του δημοκρατικού της πολιτεύματος.  Αυτονόητες  και οι συγκρίσεις με την προβληματική  λειτουργία των δικών μας θεσμών, που έχει σαν αποτέλεσμα ούτε ένας σφετεριστής του δημόσιου χρήματος να μην καταλήξει στη φυλακή. Την ίδια στιγμή οι θεωρίες συνωμοσίες έρχονται να καλύψουν  τα κενά της υπόθεσης.
          Ανεξάρτητα από το ιστορικό της ίδιας της υπόθεσης δυο είναι τα ενδιαφέροντα σημεία της. Οι πρώτες εικόνες στα ΜΜΕ του πρώην  ισχυρού αντρός  και η εξάντληση της αυστηρότητας της δικαστικής αρχής.
           Η εικόνα παρέπεμπε σε σκηνοθετημένο  φωσκόλειο μελόδραμα, με τον ατημέλητο και συντετριμμένο πρόεδρο του ΔΝΤ.  Ηταν ο  ίδιος άνθρωπος που θεωρούνταν μέχρι τη προηγούμενη μέρα ότι έδωσε ανθρώπινο πρόσωπο στο ΔΝΤ, που αρχηγοί κρατών προσπαθούσαν να τον πείσουν για τη φερεγγυότητα της χώρας τους, ο ίδιος  που μέχρι πρότινος θεωρούσε απόλυτα φυσικό να  μιλά απαξιωτικά για  λαούς που δεν ανταποκρίνονταν στις  εντολές του ΔΝΤ.  κλπ. Αυτός ο άνθρωπος συντρίφτηκε όχι για κάτι που αποκαλύφτηκε ότι έκανε, κυκλοφορούσαν στα ΜΜΕ  οι σεξουαλικές του δραστηριότητες, αλλά εξαιτίας της καταγγελίας που έγινε. Η ύπαρξη καταγγελίας έκανε απτή  και κατακριτέα την πράξη του.  Αυτός ο άνθρωπος χωρίς τη δύναμη που του έδινε η εξουσία του έμοιαζε με γεράκο ανήμπορο, φοβισμένο και χαμένο. Ο απόλυτος κυρίαρχος του ΔΝΤ, ο οποίος  έδινε  εντολές που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε, με την νέα εικόνα μετατράπηκε σε φοβισμένο ανθρωπάκι. Δεν είχε ούτε το  θάρρος ούτε  την αξιοπρέπεια να αντιμετωπίσει την … ατυχία του. Και αναρωτιέται κανείς  για το χαρακτήρα και το ψυχικό σθένος των ανθρώπων που προωθούνται σε θέσεις ευθύνης και τους δίνεται η δύναμη να  καταστρέψουν  ολόκληρους λαούς.  Η εικόνα του Στρος Καν ήταν ένα οικτρό θέαμα του ευτελισμού της πολιτικής, ένα  παράδειγμα εκφυλισμού της όχι επειδή του προσάπτεται η συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά για τον τρόπο που αντέδρασε…  μ΄  έναν απέραντο φόβο…
         Το ΔΝΤ φυσικά  και χωρίς αυτόν θα συνεχίσει τη δράση του.  Κάποιος άλλος θα γίνει πρόεδρός του και θα  παραβάλλεται και θα αντιπαραβάλλεται  με την κοινωνία ως ίσος και της ίδιας τάξης μέγεθος.  Το κακό είναι ότι οι περισσότεροι λαοί  θα  συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε  με δέος  τα ανθρωπάκια που τους δόθηκαν αυθαίρετα εξουσίες  που δεν μπορούν  όταν τις  χάσουν ούτε την αξιοπρέπειά τους να διατηρήσουν.
          Το αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι ο Στρως Καν δεν οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη για καταστροφές που προκάλεσε ο οργανισμός του οποίου προίστατο αλλά για πράξη ηθικής. Παρατηρούμε ότι  όσο οι ιδεολογίες απαξιώνονται τόσο η ηθική επιδοκιμάζεται  και κοντεύουν όλες οι πολιτικές επιλογές να γίνουν ζητήματα ηθικής.  
        Υπάρχει μια περίεργη αντίθεση ανάμεσα στην ανεκτικότητα  με την οποία γίνεται δεκτό το θέμα  της  ιδιωτικής, ερωτικής συμπεριφοράς, ακόμα κι όταν αυτή παίρνει τη μορφή του ελαφράς παραβατικότητας, και τις αντιδράσεις, που προκαλεί η ερωτική δράση  η οποία έχει  φορέα ανθρώπους της εξουσίας. 
          Οσο η πολιτική καταβαραθρώνεται τόσο διακηρύσσονται οι ηθικές αρχές των φορέων της. Η διεκδίκηση οικονομικής ισότητας εξαφανίζεται προς όφελος της πολιτικής και νομικής ισότητας. Οσο οι ιδεολογικές συζητήσεις καταλαγιάζουν, τόσο  αποκτά σημασία ό, τι σχετίζεται με προσωπικές συμπεριφορές και θέματα ηθικής. Η ανάπτυξη ενός ηθικιστικού  λόγου και η εμμονή στις αποκαλύψεις σκανδάλων σε όλες τις σφαίρες της δημόσιας  ζωής συχνά  είναι συνέπειες του κενού που δημιουργεί στην πολιτική ζωή η απουσία ιδεολογιών και πολιτικών αξιών. Η σταυροφορία  εναντίον της διαφθοράς και  ανήθικων συμπεριφορών  πολλές φορές μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική  διαχωριστική γραμμή μεταξύ των πολιτικών αντιπάλων.. Με την άμβλυνση  όμως των διαχωριστικών γραμμών χάνουν  οι πολιτικές δυνάμεις την ικανότητα να δίνουν πολιτική διάσταση σε ενέργειές τους,  να διευθετούν τις  κοινωνικές σχέσεις με πολιτικό τρόπο και να διαμορφώνουν τις αποφάσεις  που καλούνται να λάβουν μέσα από πολιτικούς λόγους.
         Και τότε έρχεται η δικαιοσύνη σε ρόλο ερμηνευτή  του πολιτικού ήθους  της κοινότητας. Οσο  στη  πολιτική δημόσια  σφαίρα οι πολιτικές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις ωθούνται στη σκιά, αποδυναμώνονται  ή καταπνίγονται  τόσο ενδυναμώνεται  η δικαστική εξουσία και η κυριαρχία της βαίνει συνεχώς αυξανόμενη. Έρχονται οι δικαστές, στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να διαχειριστούν τις αντιφάσεις που προκύπτουν και να κατευνάσουν την καθημερινή αγανάκτηση. Οι δικαστές  θεωρούνται ότι επιλύουν καλύτερα  θεμελιώδη ζητήματα εφόσον αυτοί ερμηνεύουν τους συνταγματικούς χάρτες και τους νόμους  εν αναφορά προς την αρχή της πολιτικής ισότητας.  Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, του Στρως Καν, η δικαστική εξουσία εξαντλώντας την αυστηρότητά της ήθελε να αποδείξει την ανεξαρτησία της  και τη δύναμή της.
         Μόνο που σ’ ένα παγκόσμιο περιβάλλον, όπου οι διάφορες μορφές εξουσίας είναι συγκοινωνούντα δοχεία,  η επίδειξη ισχύος της μιας από αυτές σε τελική ανάλυση είναι μάλλον πρόβλημα εσωτερικής ισορροπίας του παγκόσμιου συστήματος εξουσίας παρά ανεξαρτησίας της και ελεύθερης λειτουργίας της.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Ένα χρόνο μνημόνιο, σχεδόν η πλειοψηφία ενός  ολόκληρου λαού  φαίνεται ότι συμβιβάστηκε με την αντίληψη  ότι δεν υπάρχει  εναλλακτική πρόταση ενάντια στην παρούσα τάξη πραγμάτων. Μια κοινωνία μικροαστών,  με το φόβο μήπως χάσει ολότελα  το επίπεδο ζωής  που έχει εξασφαλίσει μέχρι τώρα, περιμένει … αδρανώντας. 
      Η κυβέρνησή μας την ίδια στιγμή, χωρίς να πτοείται από τις αυτοδιαψεύσεις της, συνεχίζει να υποστηρίζει ότι ...σώζει τη χώρα, καλώντας σε πανεθνική συστράτευση, την ίδια στιγμή που απαξιώνει ό,τι αποτελούσε πυρήνα της εθνικής μας ιδιότητας- ανεξαρτησία αυτονομία.
         O επίτροπος Ολι Ρεν, όπως και οι υπόλοιποι γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που εφαρμόζοντας εντολές κυβερνούν την Ευρώπη, υποστηρίζει ότι " απαιτείται διακομματική υιοθέτηση όλων των δημοσιονομικών στόχων του μνημονίου" καταργώντας απροκάλυπτα με την παρέμβασή του όχι μόνο την αυτονομία της εθνικής πολιτικής ζωής, αλλά και τον πυρήνα της λειτουργίας της, που είναι η διαπάλη σε προγράμματα και ιδέες, έστω και προσχηματικά.
        Η καγκελάριος της Γερμανίας κατηγορεί συλλήβδην τις χώρες του νότου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, για τις πρόωρες συντάξεις και τις διακοπές τους, έχοντας απροκάλυπτα,  και χωρίς αντιρρήσεις,  αναλάβει το ρόλο του γενικού κυβερνήτη όλης της Ευρώπης.
        Τα εγχώρια ΜΜΕ και σχεδόν το σύνολο των πολιτικών παραγόντων που εναλλάσσονται στην εξουσία  μας εκπαιδεύουν στην υπακοή και τη μοιρολατρική αποδοχή των τεκταινομένων, και  υπογραμμίζοντας την άμβλυνση των διαχωριστικών πολιτικών γραμμών καθαγιάζουν τη συναίνεση  για να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθεια αντίδρασης σ’ όλες αυτές τις αποφάσεις που λεηλατούν το μέλλον μας.
          Πανεπιστημιακοί, οικονομολόγοι, πολιτικοί αποφεύγοντας να θίξουν τα πραγματικά επίμαχα θέματα, το έλλειμμα πολιτικής,   μετέχουν  σε ατέρμονες συζητήσεις για λεπτομέρειες που καμιά αξία δεν έχουν, ούτε πρακτική ούτε θεωρητική, αποπροσανατολίζοντάς μας και αποφεύγοντας να πάρουν θέση. Ιδιαίτερα οι πολιτικοί των δυο μεγάλων κομμάτων και των παραφυάδων τους,  τραυλίζοντας κάποια διαφωνία τους ψιθυριστά απλώς επιδιώκουν να μας καθησυχάσουν, για  να μπορέσουμε ευκολότερα να αποδεχτούμε αποφάσεις που πάρθηκαν ερήμην μας και να δικαιολογήσουν  τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς προς ένα ολόκληρο λαό από τους εντολείς τους.
        Όλες αυτές οι  ενέργειες και θεωρίες που εκπορεύονται εκ των άνω  έχουν κύριο στόχο να αναχαιτίσουν τη δυναμική της πολιτικής και τη διαμόρφωση διακριτών πολιτικών ταυτοτήτων. Δεν τους ενδιαφέρει να διαμορφωθεί μια  δήθεν ώριμη και συμφιλιωμένη κοινωνία. Αυτό που επιδιώκεται  είναι οι ανταγωνισμοί και αντιπαραθέσεις, που βέβαια ξέρουν ότι θα αναπτυχθούν, να εκδηλωθούν μέσα από άλλους διαύλους, να λάβουν άλλες μορφές οι αντιδράσεις,  σε καμία περίπτωση πολιτικές. Θέλουν ν’  αποφευχθεί η ανάπτυξη τύπων συλλογικής ταυτότητας με πολιτικά και ταξικά κριτήρια και μας οδηγούν σε άλλες μορφές ταύτισης με κύρια την εθνικιστική κι εθνοτική.  Η προσπάθεια για περιορισμό της αντιπαράθεσης γύρω από πραγματικές εναλλακτικές επιλογές στην πολιτική  οδηγεί στην  εκδήλωση των ανταγωνισμών με μορφές που υπονομεύουν την ίδια τη βάση της δημοκρατικής πολιτικής σφαίρας, που πριν μερικά χρόνια  ήταν το καύχημα της Ευρώπης.
           Δεν χρειάζονται πια δικτατορίες στρατιωτικού τύπου, επεμβάσεις τύπου Πιουριφιόι. Η οικονομική συνένωση σχεδόν όλων των κρατών της Ευρώπης έχει πια  θεσμοθετήσει   αυτές τις πολιτικές επεμβάσεις και  η αδυναμία των οικονομικά ασθενέστερων κρατών επιτρέπει και νομιμοποιεί περιστολές δικαιωμάτων, αρχίζοντας από τα εργασιακά, όχι όμως και σταματώντας σ’   αυτά. Οι δηλώσεις των  εγχώριων και ξένων πολιτικών με τους ωμούς εκβιασμούς  τους    ( ο Ολι Ρεν μας   εκβιάζει με το δάνειο, ο Παπανδρέου με τους μισθούς και συντάξεις) είναι παραδείγματα εκφυλισμού κι αυτής της αστικής δημοκρατίας.. Η δημοκρατία έχει γίνει κενό γράμμα. Η ιδιαιτερότητά της δημοκρατίας που είναι η νομιμοποίηση της διαφωνίας και της διαπάλης ακυρώνεται και παρόλα αυτά συνεχίζει ασυστόλως η Ευρωπαϊκή Ενωση να δηλώνει ότι την υπερασπίζεται. Υπονομεύεται η ίδια η βάση της δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας, αποδυναμώνεται η ίδια η πολιτική ζωή.
        Την ίδια στιγμή που μιλούν για Ευρωπαϊκή Ενωση αντιμετωπίζονται  περιφρονητικά από  τις  οικονομικά ισχυρές  βόρειες χώρες  τα οικονομικά ασθενέστερα κράτη. Η οικονομική ένωση της Ευρώπης  αποδεικνύεται ξεκάθαρα πως ήταν το πρόσχημα για την υποδούλωση των ασθενέστερων  οικονομικά λαών. Η οικονομία και η πνευματική χειραγώγηση πέτυχαν αυτό  που ο πόλεμος  δεν θα κατόρθωνε. Κατάπιαμε  «αμάσητη» την προπαγάνδα για τα σφάλματά μας και αποδεχτήκαμε για εικόνα μας το είδωλο του  εαυτού μας, που δημιούργησαν και  μας υπέβαλλαν  σε αγαστή συμφωνία πολιτικοί, ΜΜΕ, πνευματικοί ταγοί κλπ. Παγιδευμένοι,  σαν φοβισμένα ζώα, απεμπολήσαμε περηφάνεια και αξιοπρέπεια, έχοντας για χρόνια εκπαιδευτεί να είμαστε καταναλωτές  και όχι πολίτες χάσαμε την ταξική μας συνείδηση.
           Από το παρελθόν των ιδεολογιών έμεινε  μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα, "απολιθωμένο", να εμμένει στον κλασικό προσδιορισμό των κατηγοριών Αριστερά και Δεξιά, που, φεύ, αποδεικνύεται τώρα ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ίσως τελικά ό τι σε καιρούς αμεριμνησίας μοιάζει  απολίθωμα να μπορεί να μετατραπεί σε βράχο σε καιρούς φουρτουνιασμένους…. Ιδωμεν

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

ΠΡΟ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ


         Οδεύουμε σιγά σιγά προς νέες  κοινωνικές σχέσεις και νέα κοινωνική οργάνωση, το πραγματικό περιεχόμενο των οποίων, αν και  παραμένει σκοτεινό και αινιγματικό, έχει αρχίσει   να  ανιχνεύεται. Κυρίως αυτό που βιώνουμε τώρα είναι  η αδηφάγος λαιμαργία  χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που, για να ικανοποιηθούν  οι αχαλίνωτες ανάγκες τους,  στρέφονται στις δυο   βασικές εισοδηματικές πηγές: την ολοένα αυξανόμενη εκμετάλλευση του κόπου  των εργαζομένων και το ολοένα βαρύτερο φορτίο των φόρων.
        Μέχρι πριν λίγα χρόνια, φανταζόμασταν ακόμα  το μέλλον σαν εποχή επικράτησης  μιας πλήρους  ελευθερίας  στην κοινωνία μας  και γι’ αυτό επιδοκιμάζαμε  τις   αλλαγές  για την  αναμόρφωση  της κοινωνικής και πολιτικής δομής,  που αναγνωρίζονταν  ως  βασικές για την παγίωση του υπάρχοντος καθεστώτος. Αυτό το μέλλον θεωρούνταν βέβαιο και σταθερό  στα πνεύματα των περισσοτέρων, που φαίνονταν να μη συνεπαίρνονται  πια από μεγάλες ιδέες. Δεν υποψιαζόμαστε  ότι η ελευθερία στη σκέψη,  που  ήταν συνδεδεμένη με τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τον κατ’ ευφημισμό ελεύθερο συναγωνισμό, θα ήταν το πρόσχημα για την  οικονομική καταπίεση,  για την καθήλωση της κοινωνίας ακόμα και με τον καταναγκασμό και την συρρίκνωση  του δημόσιου ελέγχου  στην οικονομική ζωή, τόσο στη διανομή όσο και στις συνθήκες παραγωγής.  Σ’ αυτά τα θέματα, που μας αφορούσαν όλους ,  αυτή η συγκεκριμένη  άποψη  ήταν αποδεκτή σχεδόν από όλους κι ακόμα κι όσοι δε τη συλλογίζονταν  ιδιαίτερα, τη δέχονταν σαν κάτι απόλυτα φυσικό.
         Κι ενώ μέσα σε ένα χρόνο  οι συνθήκες ζωής άλλαξαν ραγδαία, οι περισσότεροι  προσπαθούμε  απλώς να προσαρμοστούμε σ’ αυτές.     Αποδεχόμαστε για  δεδομένο ότι ως λαός  χρωστάμε στους δανειστές μας  από δική μας υπαιτιότητα και γι’ αυτό  θα πρέπει να πληρώσουμε,  ενώ  ελπίζουμε, με αρκετή σιγουριά, ότι όλη αυτή η κατάσταση είναι μια δύσκολη περίοδος που θα περάσει. Αμφιβολίες έχουμε μόνο για το μήκος αυτής της περιόδου.  Κάθε  απόπειρα να εξεταστεί κριτικά  αυτός ο βασικός συλλογισμός και επιχείρημα, που όλο το  πολιτικοκοινωνικό σύστημα επιστρατεύει για να εκμαιεύσει τη συναίνεσή μας, περισσότερο προκαλεί εχθρότητα ή καχυποψία, παρά γίνεται η βάση του  δικού μας προβληματισμού.
       Το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, σε όλες τους τις εκφάνσεις  και ενέργειες, αναπαράγουν αυτό το βασικό σκεπτικό, για να επιβεβαιώσουν την βασική τους επιλογή, ότι  καμιά πολιτική  δεν μπορεί να αλλάξει την πορεία των οικονομικών πραγμάτων. Το ΚΚΕ, ενώ επαληθεύεται το δικό του σκεπτικό για το χαρακτήρα και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  παρουσιάζεται αδύναμο να πείσει,  γιατί  συνεχίζει να ταυτίζει το όραμα για μια άλλη κοινωνία με το μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού που κατέρρευσε, ανεξαρτήτως αιτιών. Η υπόλοιπη αριστερά δεν έχει ένα βασικό μοντέλο η τουλάχιστο σκεπτικό για την υπάρχουσα κατάσταση και συνεχίζει να ασθμαίνει από τις προσπάθειές της  να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό, όπως προσπαθούσε προ ετών το σοσιαλισμό.
       Αυτή που έρχεται, με πολύ θόρυβο,  στο προσκήνιο είναι η φασιστική Δεξιά, η οποία  απροκάλυπτα αρχίζει ν’ αποκτά πρόσωπο, επικίνδυνο, σκληρό και δελεαστικό  για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα,  ενώ εμφανίζεται τώρα ως δεκανίκι του υπάρχοντος συστήματος  έχει μπει σε  τροχιά αυτονόμησής της. Η χρησιμοποίηση ακραίων μορφών βίας σε ομάδες πληθυσμού, που στοχοποιούνται  ως αίτιοι για την υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική κατάσταση, αρχίζει να βρίσκει ανταπόκριση από τμήματα του πληθυσμού που υφίστανται άμεσα και καταλυτικά την κοινωνικοπολιτική παρακμή και ασυδοσία. Μ’   αυτόν τον τρόπο η σκέψη μας και οι ενέργειές μας δεν κατευθύνονται στους κύριους στόχους, αλλά λοξοδρομούν σε ατραπούς ελέγξιμους κι ακίνδυνους για το ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο. Οι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων  διακηρύττουν μεν τις αντιφασιστικές τους διαθέσεις, θεωρώντας επικίνδυνο το πέρασμα στη χρήση ανοιχτά φασιστικών μεθόδων, αλλά με την πολιτική τους συμπεριφορά προλειαίνουν το έδαφος είτε για να χρησιμοποιήσουν το φασισμό ως φόβητρο απέναντι στις λαϊκές αντιδράσεις είτε για να αναδείξουν την ελκτική δύναμη του φασισμού σε μεγάλες μάζες, μεταθέτοντας αλλού τα προβλήματα.
       Και φυσικά δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να μας χειραγωγήσουν και να κατευθύνουν τις αντιδράσεις μας.  Το ίδιο το σύστημα, με την ανοχή μας,  προώθησε ανεπαισθήτως το διαχωρισμό της κοινωνίας σε δυο κατηγορίες, την κατηγορία της ανώνυμης πλειοψηφίας και την κατηγορία των χειραγωγών.  Χειραγωγώντας μας για χρόνια ξεχάσαμε να σκεπτόμαστε μόνοι μας, να αμφισβητούμε καθιερωμένα πράγματα ακόμα κι αν υπήρχε φόβος να καταστρέψουμε το αίσθημα ότι πατάμε σε στέρεο έδαφος. Η πολιτική  σκέψη αντικαταστάθηκε από τις διαφημιστικού περιεχομένου πολιτικές φράσεις, όλο το σύστημα συνετέλεσε  στη  δημιουργία μιας   μαζικής  ψεύτικης συνείδησης σαν προϋπόθεση της ύπαρξής του, ενώ οποιαδήποτε προσπάθεια κριτικής σκέψης απορριπτόταν τουλάχιστον ως οπισθοδρομική
       Ο συγκλονισμός από τη δολοφονία του άτυχου πατέρα επικεντρώνει την αγανάκτηση πρωτίστως στους αλλοδαπούς και δευτερευόντως στις  σκοπιμότητες  η ανικανότητες μιας  εξουσίας που για χρόνια ολιγωρούσε. Όταν αυτοί οι συγκλονισμοί θα γίνουν καθημερινότητα, θα είναι πολύ δύσκολο για τον καθημερινό άνθρωπο να αγνοήσει την κοινωνική δημαγωγία και βίαιη δράση, που ισχυρίζεται ότι αποκαθιστά το δίκαιο, των φασιστοειδών. Κι όσο εμείς θα συγκρουόμαστε με τα άλλου είδους θύματα του ίδιου συστήματος, τους μετανάστες, θα μετατρεπόμαστε οι ίδιοι σε μετανάστες στη χώρα μας. Ζώντας μέσα στο φόβο για τη ζωή μας, την ασφάλειά μας, το κοινωνικό μας  επίπεδο, έχοντας  μετατραπεί σε ανθρώπους συμβιβασμένους και με φοβισμένη σκέψη  υπάρχει κίνδυνος να στραφούμε σε ό τι δε χρειάζεται ιδιαίτερο προβληματισμό και προσπάθεια,  για να υπερασπίσουμε τη ζωή μας και τις αξίες της.
    Κι ο φασισμός απροκάλυπτος, με τη δημαγωγική χρησιμοποίηση ακόμα και ιδεών του σοσιαλισμού,  καραδοκεί…. Πρό των τειχών

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

ΠΟΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ;

"...θα ΄λεγε  πως το αδιέξοδο της χώρας ήταν στις ψυχές των  κατοίκων της ή πως η ψυχή όλων των κατοίκων της  δεν ήταν παρά το δικό της αδιέξοδο…                                       
…και Καραγιάννης Π. απέκτεινεν τον Καραγιάννη Χ., Βασιλειάδης δε απέκτεινεν τον Νικολαίδην, Ανδρικόπουλος δε απέκτεινεν τον Σολωμονίδην και τους αδελφούς αυτού, Δρόσος δε απέκτεινεν τον Κέλλην, Φερεντίνος δε απέκτεινεν τον  Γκούμαν, Ζηκίδης δε απέκτεινεν τον Σμυρνέογλου και τους υιούς αυτού, Χατζηπροδρόμου Μ. απέκτεινεν τον Χατζηπροδρόμου Φ., Κωστόπουλος δε απέκτεινεν τον Δεληπέτρου…»
                       Δημ. Δημητριάδη        «Πεθαίνω  σα χώρα»

         Κι όταν μια κοινωνία σειέται από τα θεμέλια, θριαμβεύουν οι πιο τολμηροί και θρασείς. Επικρατούν οι πιο αδιάλλαχτοι, που  βγαλμένοι από τη βίαιη σύγκρουση, σ’ αυτή θα θέλουν να στηριχτούν. Με το ένα χέρι θα  αγωνίζονται για να υπερασπίσουν την κυριαρχία τους, με το  άλλο να  θεμελιώσουν το σύστημά τους για να τη σταθεροποιήσουν. Θα κάνουν ακραίες πράξεις  για τη σωτηρία τους και στ’ όνομα των αρχών τους. Θα τρομοκρατούν τους εχθρούς τους, θα εξάπτουν το φανατισμό με δημοκοπίες,  προβάλλοντάς την απειλή κινδύνων. Θα επικαλούνται το λαό και τον αγώνα  για   την εξουσία και τη σωτηρία της Δημοκρατίας. Θα κρατούν το λαό  σε διέγερση για να εκμεταλλεύονται  τα πάθη και τη δύναμή του.
        Ώσπου να φθαρούν όλα και να εξοντωθούν όλοι, εχθροί και οπαδοί κυρίαρχων συμφερόντων  η  αναδυόμενων ιδεολογιών. Η θύελλα μπορεί να μας αρπάξει όλους και αν δεν στηριχτούμε σ΄ ένα όραμα  υπάρχει κίνδυνος να συντριβούμε…
    Το γενικό, κι αόριστο ίσως στην έκφρασή του, όραμα της πραγμάτωσης του ολοκληρωμένου ανθρώπου θα πρέπει να  είναι η βάση και το  σημείο εκκίνησης  της σκέψης μας που θα κατευθύνει τις πράξεις μας. 
      Από κει και πέρα όμως, με ποιο τρόπο τα όνειρα για την αλληλεγγύη, το σεβασμό στις μειονότητες, την άρνηση της περιθωριοποίησης μπορεί να ξαναγίνουν πεποιθήσεις μας που θα μας παροτρύνουν σε δράση; Έχοντας  συνθλιβεί από τον οικονομικό ή τον κυβερνητικό μηχανισμό,  τι θα μας δώσει δύναμη να θέλουμε να παλέψουμε για ν’ αλλάξουμε τη μορφή του κόσμου; Ποιο κομμάτι της διανόησης θα βρεί τη δύναμη να ξαναστήσει στα πόδια τους ιδέες που δεν ενισχύουν την καπιταλιστική λογική; Πως η Αριστερά, που πριν δυο γενιές κατάφερε έναν ολόκληρο λαό να του εμπνεύσει τον πόθο  για την αλλαγή του κόσμου και την πραγματοποίηση της ουτοπίας, θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του; Πως ένας λαός,  που αποδέχτηκε το πρότυπο μιας   κοινωνίας απαλλαγμένης από εντάσεις, ταξικές κι ιδεολογικές  αντιπαραθέσεις και ουτοπικές και  ιδεολογικές αναζητήσεις, προσανατολισμένης στη λατρεία του χρήματος και της επιτυχίας μ' αδιαφορία για τα κοιννωνικά ζητήματα  θα συνειδητοποιήσει την χρεωκοπία της και θα  τολμήσει να αγωνιστεί για να ξανακερδίσει τη ζωή του;
   

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ …ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

         Στα χρόνια τα ατέλειωτα του μνημονίου, του όποιου μνημονίου που θα ανανεώνεται διαρκώς,  χρειαζόμαστε μια καθαρή πίστη και μια καλά θεμελιωμένη ελπίδα, για ν’ αποκτήσουμε θάρρος που δε λογαριάζει τις δυσκολίες που θα συναντήσει στο δρόμο του.  Θ’ αρχίσουμε να βιώνουμε πράγματα και καταστάσεις που παλιότερα πολλοί ισχυρίζονταν  και πίστευαν  πως είναι ολέθρια για τους ανθρώπους και θα  συνειδητοποιούμε πως πραγματικά είναι έτσι.  Η τραγωδία μας θα είναι να μην  ξέρουμε  ποιες κατευθύνσεις πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να χτίσουμε έναν καινούργιο κόσμο,  ξεπερνώντας ετούτον εδώ που μάλλον αφανίζεται δια της διολισθήσεως.
       Κοντά σ’ όλα  τ΄  άλλα ,  η απρόσωπη εξουσία,  που χάνεται  κάπου  μεταξύ Βρυξελλών  - Βερολίνου –Ουάσιγκτον κλπ  θα επιδιώκει,  με διαφορετικούς τρόπους απ’ ό  τι παλιότερα,     να προτάξει  ένα  πρότυπο ή καλούπι που σύμφωνα μ’ αυτά θα πρέπει να πλαστούν όλοι οι άνθρωποι, κι έτσι ανωδύνως  γι’ αυτήν να  υπηρετούν τους στόχους της. Θα  χάσουμε ολότελα  την έμφυτη περηφάνεια μας και θα  γίνομε  μηχανές ήμερες και βολικές που θα μπορούν  να μας  βάλουν  στις στατιστικές  χωρίς  να παραλείψουν  τίποτα
             Όλοι οι θεσμοί μας, όλο και περισσότερο, θ’ αποδεικνύεται ότι  στηρίζονται σε δυο πράγματα: την ιδιοκτησία και τη δύναμη, που θα  είναι μοιρασμένες με μεγάλη  αδικία.  Θα μας  επαναλαμβάνουν  ωραία λόγια για δημιουργικότητα,  όταν οι ίδιες οι προϋποθέσεις γι’  αυτήν θα γίνουν  αυτοσκοπός. Γιατί, για να μπορούν οι άνθρωποι να εκδηλώνουν ελεύθερα τις δημιουργικές τους παρορμήσεις, πρέπει να είναι απαλλαγμένοι  από τις μικρές φροντίδες, αποκτώντας  έτσι, ως κάποιο βαθμό, ασφάλεια. Θα πρέπει λοιπόν  να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητοι  υλικοί όροι της  ζωής τους.  Θα  πρέπει ακόμα να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν πρωτοβουλία όσο αφορά στην πορεία και στις συνθήκες της ζωής τους. Τίποτε από αυτά στο άμεσο μέλλον δεν θα είναι αυτονόητα. Το όνειρο όμως για έκφραση της   δημιουργικότητας,  αναζήτηση ευκαιριών για  ανάπτυξη  πρωτοβουλίας κλπ. θα υπερτονίζεται για να κυνηγούμε χίμαιρες άπιαστες. Θα συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο πως πολλοί λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν να είναι δημιουργικοί μέσα  σ’ ένα κόσμο «φτιαγμένο από τον ανταγωνισμό, όπου η πλειονότητα θα βουλιάξει στην φτώχεια αν παραμελήσει την απόκτηση των υλικών αγαθών, όπου η δόξα και η δύναμη και η τιμή δίνονται στον πλούτο και όχι στη σοφία, παρά μόνο όταν τον εξασφαλίζει, όπου ο νόμος ενσαρκώνει και καθαγιάζει την αδικία αυτών που έχουν, απέναντι σ’ αυτούς που δεν έχουν». Σ΄ ένα τέτοιο περιβάλλον, ακόμα κι εκείνοι  που η φύση τους έχει προικίσει με μεγάλα δημιουργικά χαρίσματα, θα δηλητηριάζονται από τον ανταγωνισμό.
         Θα βιώνουμε  το φόβο  της φτώχειας  που  δεν μπορεί  να είναι  το  κίνητρο  της ανάπτυξης μιας ελεύθερης δημιουργικής  ζωής, αλλά είναι μόνο  αυτό που πρωταρχικά εμπνέει την καθημερινή δουλειά που εξασφαλίζει μόνο την επιβίωση   και  η επιδίωξη της ασφάλειας από μόνη της  θα οδηγήσει στη δημιουργία  μιας περιχαρακωμένης  και στατικής κοινωνία – προς δόξαν των απανταχού κυρίαρχων.
          Θα   ζούμε  μέσα στη σύγχυση, που  η κυρίαρχη τάξη θα  εκμεταλλεύεται, για να μας διατηρεί υποταγμένους και να ανακόπτει κάθε αντίδρασή μας. Θα μας υποκλέπτουν, με τον φόβο του  φόβου, τη συγκατάθεσή μας για  τις επιλογές τους και θα διαπιστώνουμε στην πράξη ότι ο λόγος μας δεν ακούγεται. Η πολιτική, για την οποία αδιαφορούσαμε, θα επανέρχεται δριμύτερη   και θα  διαπιστώσουμε ότι η αδιαφορία απέναντι της    σε κανέναν δεν αποτέλεσε ποτέ εγγύηση  ότι δεν θα πληγεί από τις συνέπειές της.  Θα φτάσουμε στο σημείο, στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης,  που θα πρέπει να βάλουμε  στην ζυγαριά την ίδια μας τη ζωή ακόμα αλλά και τη λογική μας για να μπορέσουμε όχι να πάρουμε το λόγο, αλλά για ν΄ ακουστούμε. Ακόμα κι αν οι φωνές μας θα είναι κραυγαλέες, για τους κυρίαρχους δεν θα είναι παρά ψίθυροι. Για ν’ ακουστούμε  σε μια κοινωνία που απροκάλυπτα πια ξανασυγκροτείται με  τον ουσιαστικό αποκλεισμό μας,  θα είναι αναγκαίο,  όταν,  εξαθλιωμένοι  πια σ’ αυτή  την  κοινωνία,  θέσουμε  υπό δοκιμασία το  όριο ανάμεσα στο νόμιμο  και μη νόμιμο,  που μόνο όσοι ανήκουν στις κυρίαρχες τάξεις  δεν θεωρείται ποτέ ότι το υπερβαίνουν. Και τότε πια οι ισχυροί της εξουσίας  δεν θα μπορούν να ενσαρκώνουν  το ρόλο του νομοθέτη και τότε εμείς θ’  ακουστούμε… τι θα λέμε;

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

ΑΡΧΗ ΠΟΛΛΩΝ ΚΑΚΩΝ

            Οι αντιδράσεις και  τα σχόλια για   το βίντεο με τον Στρος  Καν  του ΔΝΤ, που  μιλά για κρυφές συζητήσεις με  τον Παπανδρέου,  δείχνει  ξεκάθαρα την οπτική γωνία  από την οποία βλέπουν τα πολιτικοοικονομικά πράγματα οι άρχουσες ελίτ της χώρας.
          Ο Πεταλωτής, σχετικά με τις  αποκαλύψεις του βίντεο,  επέμενε ότι όλα έγιναν δημόσια από τον  Παπανδρέου, που μόνο για το καλό της χώρας ενδιαφέρεται,  και   πολλοί δημοσιογράφοι αναπαράγουν αυτήν την άποψη, ενώ για την ουσία του προβλήματος ελάχιστοι δείχνουν διάθεση να συζητήσουν. Μεταθέτουν τη συζήτηση στην αναζήτηση των ευθυνών από την  αντιπολίτευση και στο καθήκον του Παπανδρέου να σώσει τη χώρα,  χαρακτηρίζοντας ως διερευνητικές τις επαφές του λίγο καιρό μετά την εκλογή του.                      
        Το βασικό όμως πρόβλημα που προκύπτει είναι,  γιατί με το «καλημέρα σας» στην εξουσία ο πρωθυπουργός  θα  έπρεπε να ζητήσει βοήθεια από οργανισμούς,  όπως το ΔΝΤ,  που τους χρεώνονται καταστροφές χωρών, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των προγραμμάτων τους, και ο ελληνικός λαός να πρέπει να το θεωρεί αυτό απολύτως φυσικό.  Ισως γιατί η βασική παθογένεια της χώρας είναι ότι η κυρίαρχη  ελληνική πολιτική σκηνή έχει  συνηθίσει την υιοθεσία της , τις περισσότερες φορές μάλιστα ως παραπαίδι, από χώρες η οργανισμούς. Κι αυτό πέραν  όλων των άλλων  αποδεικνύει όχι μόνο την ανικανότητα των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων αλλά και την   ανευθυνότητά τους.
          Κι αυτό δεν είναι σημερινό φαινόμενο.  Έχει τις απαρχές του  στον τρόπο που ιδρύθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Ξεκίνησε η ανεξαρτησία μας με μια επανάσταση που δεν ολοκληρώθηκε,  αλλά στραγγαλίστηκε  μόλις εξασφαλίστηκε ο έλεγχός της. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μας «πρόσφεραν»  με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου    εκείνο το ανάπηρο  κράτος των περίπου 47.000 τ.χλμ. φυτεύοντας κι ένα βασιλιά.
          Στον εικοστό αιώνα η μικρασιατική καταστροφή και ο  εμφύλιος έβαλαν τη σφραγίδα τους για τις  σχέσεις μας με τις Μεγάλες Δυνάμεις.  Τα πιο ξεκάθαρα συναισθήματα απέναντί τους,  για μεγάλες μάζες του ελληνικού λαού, ήταν δυσπιστία  κι εχθρότητα   συγχρόνως όμως κι ένας θαυμασμός που καλλιεργούνταν από τις κυρίαρχες ελίτ. Κι ενώ  σε κάθε πολιτική δράση η ρητορική της κυρίαρχης πολιτικής τάξης  αναδείκνυε την  δήθεν αέναη αναζήτηση μιας ανεξαρτησίας,  στην πράξη αυτή ποτέ δεν επιτεύχθηκε,  γιατί αυτή η ίδια η κυρίαρχη τάξη  επεδίωκε  τη συμμόρφωσή της στις  επιταγές  ή υποδείξεις των κάθε φορά  επονομαζόμενων συμμάχων μας. Όταν τα πράγματα γινόταν επικίνδυνα για την άρχουσα τάξη αυτή η  λιποτακτούσε  (κατοχή) ή αντεπετίθετο (δικτατορία).
           Στην Ελλάδα το κεφάλαιο, στο μεγαλύτερο μέρος του, δεν ήταν εθνικό. Κι   αυτό γιατί  η αστική   τάξη  της χώρας έχει τις ρίζες της σ’ ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, είναι κατά βάση  όλο το μεγάλο εφοπλιστικό κεφάλαιο. Η  ελληνική εργατική τάξη ήταν πάντα πολύ αδύνατη, χωρίς πολύ υψηλό επίπεδο συνείδησης, που εξαρτιόταν  από την κοινωνική της κινητικότητα προς τη μικροαστική τάξη  και αυτό καθόριζε και το βαθμό αποδοχής και θαυμασμού των πιο «πολιτισμένων» συμμάχων μας. Με την είσοδο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πιστέψαμε  ότι τα πολιτικά μας όνειρα για ενσωμάτωση στην Ευρώπη πραγματοποιούνται. Δεν μας  κακοφαινόταν η εκχώρηση άσκησης μέρους της εθνικής μας πολιτικής σε γραφειοκράτες των Βρυξελλών και οι αντίπαλες φωνές (ΚΚΕ) φάνταζαν γραφικές. Στην πραγματικότητα συναινούσαμε στην απομάκρυνση από την πολιτική και το βύθισμα μας στο ιδιωτικό και ατομικό.
         Συγχρόνως,  συνηθισμένοι για δεκαετίες  να αποδεχόμαστε επεμβάσεις στην άσκηση της εσωτερικής  πολιτικής,  ατύπως και υπογείως,  όταν  οι επεμβάσεις θεσμοθετήθηκαν με τη σφραγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις θεωρήσαμε και εγγύηση για τον εκσυγχρονισμό του κράτους μας. Από τη στιγμή που  η οικονομικοκοινωνική κατάσταση δυσκόλεψε, κι ενώ οι εγγυητές αποκαλύφτηκαν τοκογλύφοι, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, με τον Γ. Παπανδρέου επικεφαλής, ανέλαβαν να τους παρουσιάσουν για σωτήρες μας με τους διάφορους μηχανισμούς στήριξης που σκαρφίστηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού, μέσα από  τη βεβαιότητα ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα λειτουργήσει σαν αλεξικέραυνο για κάθε πολιτικοοικονομικό κεραυνό, όχι μόνο αποδεχτήκαμε την απροκάλυπτη κι άμεση εμπλοκή του ΔΝΤ, Τραπεζών, Μηχανισμών Στήριξης  αλλά σχεδόν τη θεωρήσαμε και  αυτονόητη.
          Όταν λοιπόν μετά από ένα χρόνο ο Στρός Κάν, για τους δικούς του λόγους, αποκαλύπτει τις ενέργειες του πρωθυπουργού,  η κυβέρνηση, αντί να απολογηθεί για την ανικανότητά της να βρεί λύσεις στο οικονομικό πρόβλημα  που είχε προκύψει, θεωρεί ότι αποδεικνύεται  ο πατριωτισμός  του Παπανδρέου, γιατί μερίμνησε, πριν καταστεί η οικονομική κατάσταση επικίνδυνη,  να δώσει την ευκαιρία στο ΔΝΤ να μας «σώσει».  Και οι περισσότεροι από μας εν χορώ επαναλαμβάνουμε  την επωδό σχεδόν όλων των κυβερνητικών ανακοινώσεων, ότι χωρίς τη βοήθεια  αυτών των ανεξέλεγκτων μηχανισμών θα είχε επέλθει η οικονομική κατάρρευση της χώρας. Είναι απορίας άξιον πως καταλήξαμε να θεσμοθετήσουμε, και μάλιστα στο δημοκρατικά οργανωμένο κράτος μας,  τις εντολές και αποφάσεις οργάνων που δεν ελέγχονται από πουθενά και να συνεχίζουμε να ισχυριζόμαστε ότι υπερασπιζόμαστε δημοκρατικούς θεσμούς.
        Η Ευρωπαϊκή Ενωση ενώ για δεκαετίες ανέμιζε τη σημαία της δημοκρατίας  και δήθεν ευαγγελιζόταν την επέκταση και την εμβάθυνση των ελευθεριών και δημοκρατικών θεσμών  το μόνο που τελικά επεδίωκε ήταν η σε βάθος  αλλαγή, προς όφελος των κυρίαρχων ελίτ,  των οικονομικών  και κοινωνικών  δομών  του ίδιου του καπιταλισμού.
    Η εφαρμογή αυτών των αλλαγών, θεσμοθετημένα μάλιστα, ξεκίνησε από την Ελλάδα.

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

ΦΟΒΟΣ

       
         Η μεταπολίτευση ξεκίνησε με τη σκιά του φόβου για επιστροφή της δικτατορίας και τελειώνει  με τον πραγματικό  φόβο της ολοκληρωτικής οικονομικής κατάρρευσης  της κοινωνίας.
         Ο φόβος στην αρχή της  μεταπολίτευσης συμπυκνώθηκε στο δίλημμα του Θεοδωράκη «Καραμανλής ή τανκς»,   ο φόβος   στο τέλος  αυτής της  εποχής  συμπυκνώθηκε στο δίλημμα όλης της κυρίαρχης  πολιτικοκοινωνικής τάξης  «μνημόνιο ή χρεωκοπία». Ούτε τότε ούτε τώρα ο λαός  στο σύνολό του αποφάσιζε, αλλά  λειτουργούσε μάλλον σαν θεατής  που του έχει δοθεί το προνόμιο να εκφράζει τα  συναισθήματά του ελεύθερα. Ένας άκρατος ενθουσιασμός  χαρακτήριζε τις εκδηλώσεις του τότε,  μια σιωπηλή κατάθλιψη τις εκδηλώσεις του σήμερα. Κι ανάμεσα στα δυο αυτά όρια  προσπάθειες μεγάλων τμημάτων του λαού  να δραστηριοποιηθούν, να διεκδικήσουν,  να αντιδράσουν και να αγωνιστούν.
                Ο αντιδικτατορικός αγώνας που συνεχίστηκε και μετά τη μεταπολίτευση ποτέ δεν αναγνωρίστηκε και έσβησε στη σιωπή και απαξίωση. Η πλειοψηφία της κυρίαρχης εξουσίας αποδέχτηκε και επιδοκίμασε πολιτικές δυνάμεις που δεν ήταν  πια παράγοντες αναταραχής κι ανατροπής του συστήματος,  αλλά είχαν  γίνει παράγοντες σταθεροποίησής του ( όρα τα αριστερά κόμματα). Ένας λαός κουρασμένος  από τις δεκαετίες  καταδίωξης και περιθωριοποίησης ενός μεγάλου τμήματός του, ένιωσε πως με τη μεταπολίτευση ήρθε ή ώρα του να διαμορφώσει   και να συμμετάσχει κι αυτός στην πολιτικοκοινωνική κατάσταση.
       Στα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία ο Καραμανλής, με επιδέξιες ομολογουμένως κινήσεις,  κατάφερε να περιορίσει στη σκιά όλες  εκείνες τις πολιτικές   δυνάμεις που με τη δικτατορία είχαν αποθρασυνθεί,  χωρίς  στην πραγματικότητα να τις εξουδετερώσει.
            Συγχρόνως, ένα μεγάλο τμήμα   της  άρχουσας τάξης, ακολουθώντας διαδρομές ευρωπαϊκές,  έδειξε ότι έπαψε να φοβάται τις ιδέες,  ακόμα κι  αυτές που στρέφονταν εναντίον της.  Το ΠΑΣΟΚ, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αριστοτεχνικά κατάφερε να καθοδηγήσει μεγάλα στρώματα του λαού και  κυριάρχησε στην πολιτική ζωή.   Υιοθετήθηκε  η αντίληψη ότι η πραγματικότητα μπορεί να βελτιωθεί με ένα σύστημα ιδεών και χρησιμοποιήθηκαν οι  μεγάλες θεωρίες σαν να ήταν  ευαγγέλια. Δεν στηριζόταν η πειστικότητά τους σε επιχειρήματα ούτε επιστρατευόταν  η κριτική δύναμη και αποφασιστικότητα για να  εξεταστεί   στα σοβαρά η εφαρμογή τους , αλλά υπογραμμιζόταν  πάντα το μυστηριακό χρίσμα των συνθημάτων τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες  έγιναν άριστα μέσα εξουσίας στα χέρια των εξουσιαστών και μπόρεσαν να διαμορφώσουν τις πεποιθήσεις μεγάλων τμημάτων του λαού  και να τα χρησιμοποιήσουν. Αρκούσε η ενθουσιώδης αισιοδοξία ότι με την εφαρμογή αυτών των εννοιών μπορεί κανείς να βελτιώσει  την ανεπαρκή πραγματικότητα, για να συμπαρασυρθούν πλήθη κόσμου και να κάνουν αποδεκτό το υπάρχον πολιτικό σύστημα, πιστεύοντας ότι το ελέγχουν.  Η αναφορά σε ιδέες η πρακτικές επαναστατικές προηγούμενων εποχών δεν είχαν πια καθόλου επαναστατικό ή επικίνδυνο για την εξουσία χαρακτήρα, γιατί αναφέρονταν σε συγκρούσεις παρωχημένες, σε αντιθέσεις παλιότερες και ξεπερασμένες που αφορούσαν δομές και φόρμες του καπιταλισμού παλιότερες και όχι τον ίδιο τον καπιταλισμό (όρα την «αγιοποίηση» των πολιτικών εξορίστων, «προσκυνήματα» Καραμανλή σε νησιά της εξορίας κλπ.)
      Αποδεχτήκαμε και συνδιαμορφώσαμε  μια κοινωνία όπου το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν   ο συμβιβασμός, η απομάκρυνση από το πολιτικό, η ανάδυση του ιδιωτικού, η ιδεολογία της ανάπτυξης, η επιδίωξη του κέρδους,  με αντάλλαγμα την συμμετοχή μας  στην καπιταλιστική ανάπτυξη, πιστεύοντας ότι αναγκάσαμε το   σύστημα να ενσωματώσει  σχεδόν όλα τα αιτήματα μας για τη βελτίωση των όρων ζωής μας. Στην πραγματικότητα το σύστημα όδευε με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της εποχής  στην ολοκλήρωσή του αφομοιώνοντας και την πλειοψηφία των εργαζομένων που πια δεν αντιστέκονταν.
        Τελικά  δηλ. η διαμορφωμένη οικονομικοκοινωνική κατάσταση της τελευταίας εικοσαετίας  περιέχει πολιτικές και οικονομικές επιλογές που δεν εξαρτώνται τόσο από εκείνα που θεωρητικά πρεσβεύουν τα φερέφωνα και τα εκτελεστικά όργανα  της εκάστοτε εξουσίας, αλλά από αυτά που πρακτικά θέλει η τάξη η οποία έχει στα χέρια της την πραγματική εξουσία  και την ασκεί  μάλιστα στο όνομα του κοινωνικού συνόλου.
       Και ύστερα μας προέκυψε η κρίση, πα να πει αλλαγή σχέσεων μέσα στο  Κεφάλαιο, και οι εργαζόμενοι ξαναγυρνάν στο ρόλο που πάντα είχαν –του αιμοδότη του κεφαλαίου.
        Το  πρόβλημα διογκώνεται  από τη στιγμή που συνεχίζουμε να μην αναγνωρίζουμε τη διαδικασία αφομοίωσής μας από τους εκφραστές της εξουσίας, να ταυτίζουμε τις αγωνίες μας μ’ αυτές της κυρίαρχης τάξης και να επιμένουμε να πιστεύουμε πως μ’ έναν μαγικό τρόπο δεν θα περιθωριοποιηθούμε   όλοι  οι  εργαζόμενοι.
       Επιμένουμε σε τελετουργίες αντιδράσεων, προσομοιώσεις αγώνων, συμβολικές κινήσεις, ενώ η  πολιτικοοικονομική πραγματικότητα  σαν οδοστρωτήρας αρχίζει  να πολτοποιεί  τους πιο αδύναμους. Και μόνο στο ποδόσφαιρο οι αντιδράσεις  ξεπερνούν το συμβολικό επίπεδο, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν οι πρωταγωνιστές τους «γνωρίζουν» αυτό που κάνουν.
       Πρωτομαγιά σήμερα και έγιναν οι καθιερωμένες πορείες από όσους επιμένουν. Τα λόγια ατελείωτα και η  αδυναμία μας να μεταβάλλουμε το λόγο σε πράξη, να τροφοδοτήσουμε το λόγο από την πράξη είναι πια πασιφανής. Κι ο φόβος μας παραλύει...