Κυριακή 30 Απριλίου 2017

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ



Μετά από 131 χρόνια από την Πρωτομαγιά στο Σικάγο, που κορυφώθηκε ο αγώνας των εργαζομένων για την μείωση των ωρών εργασίας σε οκτώ, με απεργίες στα εργοστάσια, δολοφονίες εργατών από την αστυνομία, συλλήψεις αγωνιστών και καταδίκες τους σε θάνατο, ο εορτασμός της αυριανής  Πρωτομαγιάς στη χώρα μας για άλλη μια χρόνια  βρίσκει την εργατική τάξη να διαμαρτύρεται για τα αυτονόητα δικαιώματά της στην εργασία και στην αμοιβή, που με αγώνες τις προηγούμενες δεκαετίες είχε κατακτήσει.
  Για δεκαετίες η πρωτομαγιά είχε γίνει ο μόνιμος εφιάλτης της κυρίαρχης εξουσίας καθώς αποτελούσε  αφορμή για γενικευμένες συγκρούσεις που αμφισβητούσαν την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων της μισθωτής εργασίας. Και καθώς μετά τον πόλεμο στη Δύση η βελτίωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης, που  οι αγώνες της  επέβαλλαν, χρησιμοποιήθηκε από την αστική τάξη για να εξασφαλιστεί μια γενικευμένη συναίνεση στην άσκηση της εξουσίας της, η πρωτομαγιά έμοιαζε να χάνει από τη συνείδηση των εργαζομένων το δικό της μήνυμα, που ήταν η διεθνιστική αλληλεγγύη των εργαζομένων στον άγριο ταξικό πόλεμο εναντίον των καπιταλιστών και την εκμετάλλευσή τους.  Η αστική τάξη οικειοποιήθηκε το περιεχόμενό της, ήταν επίσημη αργία πια η Πρωτομαγιά, εξαφανίζοντας κάθε επαναστατική χροιά και μετατρέποντάς τη από ημέρα απεργίας και ανάδειξης της ταξικής πάλης σε γιορτή της δημοκρατίας του κεφαλαίου.
Και φτάσαμε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου  αιώνα να βιώνουμε με την εξαθλίωσή μας και την απειλή για την ίδια μας τη ζωή  αυτό που μοιάζει παραλογισμός του κεφαλαίου και που  είναι σύμφυτο μ’  αυτόν.  Γιατί μοιάζει παράλογο ένας κόσμος που ενώ έχει ξεμπερδέψει με την σπάνη, να αφήνει εκατομμύρια ανθρώπους να πεθαίνουν από δίψα και πείνα, που ενώ μπορεί να ζήσει καλύτερα ελαχιστοποιώντας την αποξενωμένη και αποξενωτική εργασία, έχοντας αναγάγει την ίδια τη μισθωτή εργασία σε καθολική αξία, να ρίχνει τους  ανθρώπους σε ανεργία καταδικάζοντάς τους σε εξαθλίωση, που δημιουργεί γενικευμένους πολέμους όχι για σφετερισμό αγαθών που σπανίζουν αλλά και για να καταστρέψει το πλεονάζον εμπόρευμα διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις αγορές του ο  καπιταλισμός. 
Κι είναι τώρα που όλα αυτά τα συνθήματα (π.χ. νόμος είναι το δίκιο του εργάτη και όχι τα κέρδη του κεφαλαιοκράτη) για τη δύναμη του εργάτη, την αναλγησία του καπιταλισμού, που έμοιαζαν τα προηγούμενα χρόνια να έχουν χάσει τη σημασία τους από τη μηχανική επανάληψη και την επετειακή χρήση,  ξαναποκτούν το πρωτογενές νόημά τους. Σ’ όλα αυτά τα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, οι λέξεις εργάτης, καπιταλισμός, κέρδος, ιμπεριαλισμός, απεργία, απεργοστπάστη, κομμουνισμός κλπ. αποκτούν ξανά βάρος πολιτικό και ιδεολογικό, βάρος που τους έδωσε η ιστορία, βάρος και νόημα που πήραν από τη ζωή και τον  αγώνα των ανθρώπων. Δεν είναι πια λέξεις  άδειες από νόημα,  φουσκωμένες με αέρα,  που μας κοιτούν από το υπερπέραν, απογειωμένες σε ένα άλλο σύμπαν και κόσμο όπως πιστεύαμε στα προηγούμενα χρόνια της υπεσχημένης ευμάρειας, όταν είχαν πετάξει το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους. Αναγνωρίζουμε σ’ αυτές την  ακαταμάχητη δύναμη του ιστορικού παρελθόντος  που δεν μας επιτρέπει να εγκαταλείψουμε χωρίς αγώνα την παραδομένη από τις προηγούμενες γενιές αγωνιστών ταξική μας θέση σ’ έναν αντίπαλο που δεν αποκαλύπτει το πρόσωπό του, οικειοποιούμενος τη γλώσσα μας, σφετεριζόμενος τα οράματά μας.
Κι αν απόσπασμα από την έκκληση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την Πρωτομαγιά του 1936 θα μπορούσε να αφορά και εμάς, και σαν έκκληση για αγώνα, δεν είναι γιατί χρησιμοποιούνται τυποποιημένες εκφράσεις, κοινοτοπίες κομματικές, …ξύλινη γλώσσα, αλλά γιατί 81 χρόνια τώρα η ουσία του καπιταλισμού δεν έχει αλλάξει, η επιδίωξη του κέρδους  προκαλεί την εξαθλίωση των εργαζομένων, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί τον γενικευμένο πόλεμο.
«Η Πρωτομαγιά, μέρα μαχητικής επίδειξης των επαναστατικών δυνάμεων του διεθνούς προλεταριάτου, πρέπει να γίνει φέτος μια ορμητική διαδήλωση της ενότητας της εργατικής τάξης και των πλατειών λαϊκών μαζών όλων των χωρών για την υπεράσπιση της ειρήνης ενάντια στους εμπρηστές του πολέμου(…)
«Στις κεφαλαιοκρατικές χώρες φουσκώνει ακατάπαυστα η εξέγερση και η διάθεση για πάλη στις γραμμές του προλεταριάτου της αγροτιάς  και όλων των εργαζομένων ενάντια στην  επίθεση του κεφαλαίου, την αντίδραση και τη φασιστική βία. Ο εργαζόμενος λαός που συνενώνει τις γραμμές του στο πλατύ ενιαίο μέτωπο, σηκώνεται ολοένα και πιο αποφασιστικά στην πάλη για ψωμί, λευτεριά και ειρήνη. Υπερνικώντας τη διάσπαση στις γραμμές του, το προλεταριάτο σαν καθοδηγητική τάξη των εργαζομένων ενάντια στην κεφαλαιοκρατική σκλαβιά και ιμπεριαλιστική υποδούλωση, ρίχνεται ολοένα και με περισσότερη τόλμη στον αγώνα(…)» (Ριζοσπάστης, 29/4/1936)

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ



Στο περιθώριο των μεγάλων, κατά την ειδησεογραφία,  πολιτικών γεγονότων – η σερνάμενη αξιολόγηση στα καθ’ ημάς, και οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία- δυο στιγμιότυπα από διαφορετικά κοινωνικά πεδία καθρεφτίζουν την κατεύθυνση της  κυρίαρχης ιδεολογίας.
Στο τηλεριάλιτι του Survivor  που  φτάνει σε θεαματικότητα και το 80%,  ο Γ. Αγγελόπουλος, ένας από τους συμμετέχοντες τραγουδά τη «μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», και  στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναγνωρίζεται περισσότερο σαν τραγούδι του Ν. Σφακιανάκη, ένα τραγούδι με νόημα, που έκανε τα κορίτσια να παραληρούν στο πάθος και το σεξ απήλ του παίκτη που το τραγούδησε, όπως σχολιάζεται στο διαδίκτυο.  Στην πρωινή εκπομπή  του Γ. Παπαδάκη ο Μ. Βορίδης αρνείται ιδεολογική συγγένεια με τη Μαρί Λεπέν γιατί «έχει ένα πρόγραμμα διευρυμένης ρύθμισης της αγοράς, μεγάλης κρατικής παρέμβασης, μεγάλης σοσιαλιστικής ή σοσιαλίζουσας πολιτικής στα οικονομικά» με το οποίο αυτός δεν συμφωνεί. Κι είναι αυτά δυο στιγμιότυπα ενδεικτικά του τρόπου που η κυρίαρχη εξουσία πετυχαίνει την υποδούλωση του λαϊκού υποσυνείδητου, ώστε όλοι να σκεφτόμαστε με όρους της κυρίαρχης εξουσίας, και  εγκλωβισμένοι να συναινούμε στις αποφάσεις της.
                Η αποσπασματικότητα, η έλλειψη χρονικής προοπτικής που αφαιρεί το ιστορικό βάθος αλλοιώνει τη σημασία και του ποιήματος και της κριτικής στη Λεπέν. Κι έτσι η σάτιρα   του Κ. Βάρναλη για τον δουλευτή λαό, θύμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που δέχεται υπομονετικά και αδιαμαρτύρητα, χάνει το συμβολισμό της εκπίπτοντας σε τραγούδι που στοχοποιεί την άλλη ομάδα των παικτών του τηλεριάλιτι. Κι έτσι για άλλη μια φορά ο φασισμός απλοποιώντας και παραποιώντας την πολιτική του ακούγεται να ταυτίζεται με το σοσιαλισμό σε μια νέα εκδοχή συνάντησης των δυο άκρων κατά Βορίδη, που βέβαια απαξιώνει και συκοφαντεί τον ίδιο το σοσιαλισμό. Οι διαδικασίες κοινωνικής και ιδεολογικής ενσωμάτωσης περιλαμβάνουν και τα ριάλιτι και δήθεν αιρετικούς, φιλικούς μεν στην αστική διακυβέρνηση, λόγους.
               Αν η λαϊκή συναίνεση είναι αναγκαία για την εξουσία, αναγκαίοι κυρίως είναι και οι μηχανισμοί παραγωγής της συναίνεσης, παραδοσιακοί όπως η πολιτική, η τέχνη κι εκπαίδευση ή και σύγχρονοι όπως ΜΜΕ. Η ιστορική οπτική, η καλλιτεχνική παραγωγή  και ο τρόπος που διαχέονται από τα ΜΜΕ σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι παραδείγματα μηχανισμών που παράγουν τη συναίνεση. Την αντανάκλαση της μεταλλαγής του ίδιου καπιταλισμού, που παλιότερα επέβαλε  με απαγορεύσεις και μέσα αστυνομικά τις επιλογές του, συναντούμε στην καλλιτεχνική και κάθε είδους πνευματική παραγωγή της κυρίαρχης τάξης που έχει αλώσει το πνεύμα της εργατικής τάξης. Και μ’  αυτήν την οπτική, περιφρονημένες από τη διανόηση τηλεπαραγωγές και απαξιωμένοι πολιτικοί από  ένα μεγάλο μέρος «αριστερών» πολιτικών διασταυρώνονται με δημοκρατικούς κι αριστερούς διανοούμενους της εποχής μας.
               Στην εποχή μας οι μορφές της μορφωτικής, πνευματικής, θεσμικής και ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης ακυρώνουν, με βελούδινο τρόπο, εσωτερικεύοντας τους αστικούς κανόνες της πολιτικής,  τη συσπείρωση των λαϊκών στρωμάτων όχι τόσο εξαιτίας της άγνοιας των προβλημάτων τους, αλλά της αδυναμίας στόχευσης της αιτίας τους και αντίδρασής τους σ’ αυτή. Αντιμετωπίζουμε το παρελθόν με νέους τρόπους, η κυρίαρχη εξουσία επεμβαίνει και στη συλλογική μνήμη, υποβάλλοντας τη δική της λογική σε λαϊκές παραδόσεις και αφηγήσεις. Η ιστορία συγκροτείται από σπαράγματα ενώ με την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και κάθε είδους θέαμα ενισχύεται και το φαντασιακό ως μέρος της πραγματικότητας, ταυτίζοντάς το μερικές φορές μαζί της.
 Κι έρχεται στο μυαλό η θεατρική παράσταση του Γ. Κοτανίδη για τον Ν. Ζαχαριάδη "Ομπίντα", όχι γιατί ταυτίζεται με τα δυο προηγούμενα στιγμιότυπα της επικαιρότητας, αλλά γιατί και σ’ αυτήν την παράσταση αναγνωρίζονται στοιχεία απώλειας της ιστορικότητας, μ’ έναν τρόπο βέβαια διαφορετικό ακόμα κι αν δεν ήταν επιδιωκόμενο.  Εξάλλου, το είδος του αστικού θεάτρου και μόνο με τη φόρμα του προσδιορίζει και την οπτική του στα ιστορικά γεγονότα. Δηλωμένος στόχος του συγκεκριμένου έργου ήταν να αναδειχτεί η τραγικότητα του Ν. Ζαχαριάδη.
Στην αρχαία τραγωδία η τραγικότητα προσδιοριζόταν στη σύγκρουση με υπέρτερες δυνάμεις –πέρα απ’ αυτές της πολιτείας, θεός ή μοίρα θα λέγαμε σ’ ένα σύμπαν που δεν ελεγχόταν- του τραγικού ήρωα, ο οποίος δεν είχε όμως να κάμει με τους ατομικούς χαρακτήρες του αστικού θεάτρου, αλλά με ανθρώπους που είναι φορείς της υπόθεσης που αυτή ενδιαφέρει κυρίως και πρωτίστως. Στην αρχαία τραγωδία ενδιέφερε  η κίνηση της υπόθεσης, το όνομα και η ιδιότητα του ήρωα, όχι οι εσωτερικές διεργασίες της ψυχής του. Στο αστικό θέατρο ενδιαφέρουν  τα προσωπικά χαρακτηριστικά, προσπαθούμε να τον δούμε από τα μέσα, να δούμε την «ψυχή του» κι επομένως τα διαδραματιζόμενα εκτός θεάτρου,  ο τρόπος που τα ιστορικά στοιχεία προσλαμβάνονται από τον θεατή εξαρτώνται πλήρως από  την περιρρέουσα σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα που καθοδηγείται από το κείμενο. Η σύγκρουση λοιπόν γίνεται ανάμεσα στον προσωπικό ήρωα, τον οποίο το θέατρο αναδεικνύει σε πρωταγωνιστή του, και σε ό,τι περιορίζει την δική του ελευθερία, που τελικά τον συντρίβει. Στο αστικό καθεστώς και μάλιστα της σύγχρονης εποχής μας όπου η υποκειμενικότητα ανακηρύσσεται κυρίαρχη, η πλοκή καθορίζεται με κέντρο το άτομο και οι  υπέρτερες δυνάμεις ταυτίζονται με μαζικά κινήματα και το κοινωνικό σύνολο ευρύτερα. Αυτό, η ανάδειξη της υποκειμενικότητας, που ήταν απελευθέρωση του ατόμου στην αυγή του αστισμού, στο σύγχρονο αστικό θέατρο καταντά στείρος ατομικισμός, σαν να  μπορούσε το άτομο να ζήσει έξω από την κοινωνία. Κι επειδή στο θέατρο, αντίθετα με τον κινηματογράφο που μπορεί να σε εκτινάξει στο χρόνο, η υπόθεση δεν μπορεί παρά να περιοριστεί σ’ ένα συμβάν, γιατί ακόμα και οι παρεμβολές άλλων μορφών όπως βίντεο κλπ. είναι συμπληρωματικά αλλά όχι καθοριστικά για τη θεατρική εξέλιξη, η τραγικότητα περιορίζεται σε προσωπικά διλήμματα. Έτσι, εκόντες άκοντες, ακόμα και  ιστορικά πρόσωπα της εμβέλειας ενός Ν. Ζαχαριάδη παρουσιάζονται ως θύματα της ιστορίας, ενώ  αυτό το ίδιο πρόσωπο διαμορφώνει καθοριστικά την ιστορία, για να μην πούμε για τον απόντα ρόλο των λαϊκών μαζών.  Αν λοιπόν και μια τέτοια παράσταση θεωρείται ότι διασταυρώνεται με στιγμιότυπα όπως αυτά με το Survivor  ή το λόγο του Βορίδη είναι γιατί χάνεται κι εδώ το ιστορικό πλαίσιο, όσο κι αν αυτό εμφανίζεται με βίντεο, ντοκουμέντα κλπ. Μέσα σ’ αυτό το συγκεκριμένο σύστημα αναπαράστασης που από τη φύση του είναι φορέας της αστικής αντίληψης της κοινωνίας χάνει την ιστορικότητά του ο συγκεκριμένος ήρωας.
Βέβαια από ένα θεατρικό έργο δεν έχει κανείς την απαίτηση της ιστορικής ακρίβειας. Εξάλλου ο ήρωας του έργου δεν είναι ο πραγματικός Ζαχαριάδης αλλά μια περσόνα του κατά Κοτανίδη, πράγμα που θα λέγαμε είναι θεμιτό στα πλαίσια του αστικού θεάτρου. Συγχρόνως όμως δείχνεται  η δυναμική του αστικού καθεστώτος στην πολιτική μας διαπαιδαγώγηση με όλες τις πολιτιστικές μορφές.  Aπό τηλεριάλιτυ μέχρι θέατρο και φυσικά τον κινηματογράφο με τη μεγάλη του λαϊκή απήχηση, όλοι οι ιδεολογικοί μηχανισμοί τίθενται στην υπηρεσία της αποφυγής της ιστορικού τρόπου σκέψης. Στο συγκεκριμένο έργο η ανάδειξη της  τραγικότητας της περσόνας του Ν. Ζαχαριάδη εντοπίζεται στη σύγκρουση με τις υπέρτερες δυνάμεις που θέλουν να τον συντρίψουν, αυτόν και κάθε προσωπικότητα,  το κόμμα, το ΚΚΕ, μέσα από το οποίο όμως διαμορφώθηκε και διαμόρφωσε ο πραγματικός Ζαχαριάδης.
Κι έτσι και η τέχνη δεν υποδεικνύει παρά δρόμους μοναχικούς και προσωπικής επιβολής, εκθειάζοντας τον αναρχούμενο ατομισμό, την έλλειψη ιστορικής προοπτικής, κι ακόμα κι αν δεν είναι στις προθέσεις της, όμως εξαφανίζει την ελπίδα αποτρέποντας από τη συλλογική δράση.  
Κι έτσι μαθαίνουμε πως η πραγματικότητα είναι έξω από τη διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων, το άτομο τίθεται αντιμέτωπο με την ομάδα, ανήμπορο ν’ αντιδράσει, γιατί μόνο τη συντριβή του θα φέρουν οι οργανωμένοι αγώνες –δεν είναι σύμπτωση που τα τελευταία χρόνια μ’ όλους τους τρόπους απαξιώνεται το κόμμα της εργατικής τάξης που την οργανώνει, το ΚΚΕ.

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ

Μισός αιώνας μας χωρίζει από την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών του 1967, και με την ύστερη γνώση που αποκτήθηκε όλα αυτά τα χρόνια και με το παρόν εκείνης της περιόδου να έχει κρυσταλλωθεί σε παρελθόν, γίνεται προσπάθεια να κατανοηθούν συνθήκες, σκοπιμότητες, στόχοι εκείνης της εποχής που ταλανίζουν το δικό μας παρόν. Η κατανόηση εκείνης της περιόδου είναι ζήτημα μιας περίπλοκης διαδικασίας και  η ύστερη γνώση συμβάλλει ώστε ακόμα και γεγονότα απλά ή αυτονόητα στην ερμηνεία τους να πάρουν άλλη διάσταση μέσα στο πολιτικά προσδιορισμένο χρόνο, που η επιμονή στην  ιστορική αποτίμηση της δικτατορίας κυρίως μέσα από  κατάθεση προσωπικών εμπειριών δεν βοηθά. Μέσα από τις ατέλειωτες προσωπικές αφηγήσεις μένει κανείς με την εντύπωση πως η πολιτική διάσταση στην ουσία αναιρείται ως το ζητούμενο και θέμα γίνονται πλέον οι περιπέτειες μιας παρέας ή ενός προσώπου.
               Η δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν ο επίλογος του μετεμφυλιακού κράτους που οργανώθηκε από δοσίλογους, μαυραγορίτες, ταγματασφαλίτες,  εκπατρισμένους ή …αποστασιοποιημένους  κατά την κατοχή πολιτικούς, νικητές στην ένοπλη ταξική σύγκρουση με τη βοήθεια της ανερχόμενης υπερδύναμης των ΗΠΑ. Στον μεταπολιτευτικό κυρίαρχο λόγο υπερτονίστηκε ο ρόλος του παρακράτους εκείνης της τριακονταετίας σχεδόν αθωώνοντας την αστική  πολιτική ηγεσία που σε ρόλο Πιλάτου αναφωνούσε το περίφημο «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτόν τον τόπο». Αν στη χώρα μας τόσο απροκάλυπτα η πολιτική ηγεσία δρούσε διαμορφώνοντας συμπεριφορές και εφαρμόζοντας νόμους που συγκρούονταν ακόμα και με την αστική περί δικαίου αντίληψη ήταν γιατί αυτό που πρωτίστως ενδιέφερε ήταν η διατήρηση και σταθεροποίηση της εξουσίας της.
 Στην Ελλάδα, όλη την μεταπολεμική πολιτική στα πρώτα τριάντα  καθόρισε το ύψιστο συμφέρον της αστικής τάξης που ήταν κυρίως και πρωτίστως η επιβίωσή της. Η τρίχρονη σύγκρουσή της  με τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και η νίκη της με τη βοήθεια της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ κατατρόμαξε την αστική μας τάξη, που σύσσωμη συμμετείχε στην συντριβή παντοιοτρόπως όλων όσοι, με όποιο τρόπο, όχι μόνο πολέμησαν μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, αλλά και συμμετείχαν στον αντιστασιακό αγώνα του μέσα από τις οργανώσεις του ΕΑΜ. Μέχρι το 1955 συνεχίζονταν οι  εκτελέσεις καταδικασμένων σε θάνατο αριστερών πολιτών και τα έκτακτα στρατοδικεία λειτουργούσαν για 13 χρόνια μετά την ήττα, μέχρι το 1962, ενώ το μέτρο της εκτόπισης συνέχισε να διατηρείται (με χρονικό όριο τους 48 μήνες), μέχρι που ενεργοποιήθηκε δραστικά από την δικτατορία.   Και πρωθυπουργοί όλη αυτήν την περίοδο δεν ήταν μόνο από την …επάρατο Δεξιά π.χ. ο «γέρος της Δημοκρατίας» ο  Γ. Παπανδρέου ήταν πρωθυπουργός επί  Δεκεμβριανών, ενώ επί πρωθυπουργίας του Ν. Πλαστήρα, που το κόμμα του ΕΠΕΚ (Εθνική Πολιτική Ενωσις Κέντρου) σχημάτισε κυβέρνηση σε συνεργασία με το κόμμα των  Φιλελευθέρων του Σ. Βενιζέλου,  εκτελέστηκε ο Ν. Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του.  
Πενήντα λοιπόν χρόνια από την επιβολή της δικτατορίας φαίνεται ότι λησμονιέται πως αυτή δεν υπήρξε μια παρένθεση ή ανορθογραφία στην ιστορία μας, αλλά πως είχε βαθιές ρίζες στην αστική τάξη, στον τρόμο της από τη δεκαετία του ’40  και στην εξάρτησή της από την ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ, ενώ  βρήκε γόνιμο έδαφος στο αυταρχικό κράτος που οικοδομήθηκε μετά τον εμφύλιο. Δεν προέκυψε λοιπόν απλώς από συνωμοτικές δράσεις πρακτόρων, και γι’  αυτό περισσότερο αστυνομικό ενδιαφέρον έχουν όλες αυτές οι εκδοχές για μικρές ή μεγάλες χούντες. Οι δικτάτορες ήταν οι εκτελεστές, ο τελευταίος κρίκος μιας προπαρασκευής συστηματικής όλα αυτά τα μεταπολεμικά χρόνια, που άμεσα, χωρίς προσχήματα, μ’ έναν αρνητικό τρόπο,  σταθεροποίησαν τα όρια στα οποία θα κινείται έκτοτε η αστική δημοκρατία μας, ενώ συγχρόνως η εμφανιζόμενη αντιπαλότητά τους με  μεγάλο τμήμα  της αστικής μας τάξης λειτούργησε γι’ αυτήν ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για ανάκτηση του χαμένου κύρους και  μετατόπισε τη διαχωριστική γραμμή πολύ δεξιότερα. Κι αν εμφανίστηκε να ανακόπτει μια φιλελευθεροποίηση του μετεμφυλιακού καθεστώτος, που η αστική τάξη σε συνεργασία με μικροαστικά στρώματα είχε ανάγκη για τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, αυτό ήταν προσωρινό και μακροπρόθεσμα την ωφέλησε, γιατί νομιμοποίησε την κυριαρχία της και στα λαϊκά στρώματα. Το αίτημα της δημοκρατικής ομαλότητας, που ταυτίστηκε με την αστική δημοκρατία,  έγινε επιτακτικό και κοινό παίρνοντας διαταξική διάσταση. Και  το κομμουνιστικό κίνημα, στην ολοκλήρωση της συρρίκνωσης του οποίου η δικτατορία προσέφερε τα μάλα, βρέθηκε υποχρεωμένο να λειτουργήσει ως αντιδικτατορική δύναμη και όχι ως δύναμη κοινωνικής ανατροπής υιοθετώντας πιο επιτακτικά τώρα το αίτημα της δημοκρατικής αποκατάστασης μαζί με ένα σημαντικό τμήμα του αστικού κόσμου. Κι αν ένα τμήμα των αστών, που ήθελε να επιβάλει  ένα δυναμικό αναπτυξιακό πρότυπο καπιταλιστικής εξέλιξης, φάνηκε να συγκρούεται με τη χούντα, είναι όμως χάρη σ’  αυτή  που παγιώθηκε η ολοκληρωτική τους νίκη και μετατοπίστηκε η διαχωριστική γραμμή πολύ δεξιότερα.
Κι έδωσε έτσι η δικτατορία την ευκαιρία στους αστούς να μπερδέψουν την τράπουλα. Τρομοκρατημένοι από την δυναμική των λαϊκών τάξεων που με νύχια και με δόντια για τρία χρόνια πολεμούσαν εναντίον τους, αφού εξάντλησαν την εκδικητικότητα του νικητή απέναντι στο νικημένο και με την δικτατορία, εξόρκισαν το δικαιολογημένο περασμένο φόβο τους που δεν έλεγε να κοπάσει  οικειοποιούμενοι την ένοπλη αντίσταση. Εμφανίζονται λοιπόν αστικές δυνάμεις και οργανώσεις, όπως το ΠΑΚ  που ίδρυσε  ο Α. Παπανδρέου από το εξωτερικό, να επιμένουν στην αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα, περισσότερο όμως σαν ένα παιχνίδι με τα όπλα και σαν σχεδιασμούς επί χάρτου, που το πολύ να καταλήγουν σε μεμονωμένες βομβιστικές ενέργειες. Κι έτσι πριν λεηλατηθούν τα συνθήματα της αριστεράς στην μεταπολίτευση,  ευτελίζουν οι αστοί και τον ίδιο τον ένοπλο αγώνα με την αφέλεια που αναφέρονται σ’  αυτόν, σαν κάτι εύκολο να πραγματοποιηθεί, χωρίς προϋποθέσεις, στόχο και στρατηγική, χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια να αναπτυχθεί μια τέτοια πολιτική δράση που να συνδέει τον ένοπλο αγώνα με το μαζικό κίνημα.
Οι αστοί τριάντα χρόνια μετά παρουσιάζονται να φαντασιώνονται ένοπλη επανάσταση, ενώ η κομμουνιστική αριστερά εμφανίζεται απρόθυμη για ένοπλο αγώνα –και κάπως έτσι η ταξική ένοπλη σύγκρουση του ’46-49 χάνει τα ταξικά της χαρακτηριστικά. Πριν λοιπόν επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ συμφιλιωθούν οι αντίπαλοι του εμφυλίου, επί δικτατορίας μετατράπηκε σε αστική φαντασίωση η ένοπλη σύγκρουση, ενώ η ήττα σε βίωμα της κομμουνιστικής αριστεράς. Κι είναι αυτό ιδεολογικοπολιτικό  γνώρισμα της μεταπολίτευσης, κληρονομιά της δικτατορίας, και  μας κρατά ακόμα εγκλωβισμένους.

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ



Κι αν έγιναν επαναστάσεις ενάντια στο αστικό καθεστώς, κι αν έγιναν κριτικές στις αστικές συνθήκες ζωής, όμως στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα μοιάζει να μην έχουμε κατορθώσει να συλλάβουμε όλο το σύστημα στην αθλιότητά του, συνεχίζοντας να το αντιμετωπίζουμε σαν συνεχώς ανανεωνόμενο, συμπαγές κι αμετάβλητο στον πυρήνα του, με τις κοινωνικές δυνάμεις –την εργατική τάξη- που πίστεψαν στην κατάλυσή του κι εναντιώθηκαν για να το καταλύσουν να δείχνουν συμβιβασμένες, αν όχι ηττημένες. Μπροστά μας έχουμε ένα σύστημα υλικών και πνευματικών δεσμών, που προσδιορίζεται από  τις ανάγκες και τους τρόπους παραγωγής εκείνους που είναι σύμφυτοι των αστικών κοινωνικών δυνάμεων, το οποίο στηρίζεται σε νομιμοποιημένους θεσμούς με ιδεαλιστικές και θρησκευτικές διακοσμήσεις και  μαζί με όλη τη ιδεολογική συγκρότηση  επιβάλλει, παραπλανά κι αποκοιμίζει.
Θρησκευτική ενίσχυση του κυρίαρχου πολιτικού λόγου ήταν κι  ο λόγος του αρχιεπίσκοπου  στο Σύνταγμα κατά την περιφορά του επιταφίου, ο οποίος ανέτρεξε στην ερμηνεία του εβραϊκού Πάσχα για να συνδέσει τη διάβαση της ερυθράς θάλασσας με τη δική μας διάβαση από αντιθετικές καταστάσεις, που τις χαρακτήρισε με λέξεις συμβολικές αλλά ρητώς υπονοώντας τις σημερινές κοινωνικοπολιτικές περιστάσεις. Κι αν μίλησε για δικές μας προσπάθειες ήταν για να τις συνδέσει με τη χάρη του θεού για να γίνει το θαύμα και να μας προτρέψει να εργαστούμε μαζί με σύμπνοια και ενότητα.
Και κάπως έτσι κι αυτή η εξαθλίωσή μας εξιδανικεύεται κι εκχριστιανίζονται οι όποιες προσπάθειες για το ξεπέρασμα της.  Και κάπως έτσι ο παραμυθητικός λόγος της θρησκείας περιλαμβάνει   στις  απώλειες και συμφορές που ο άνθρωπος δεν ελέγχει και  την εκμετάλλευσή  του και την αλλοτρίωσή του από την κυρίαρχη τάξη,  Και κάπως έτσι μοιάζει αυτονόητο ο εκκλησιαστικός λόγος να τέμνεται με τον πολιτικό στο σημείο που μεταλλάσσεται σε μεταφυσική. Πόσο διαφορετική είναι η θεία χάρις του αρχιεπισκόπου που θα ευοδώσει τις όποιες προσπάθειες του ανθρώπου από την καινοτομία ή  επιχειρηματικότητα των αστών  που θα στέψουν με επιτυχία όποια δράση του ανθρώπου στον καπιταλισμό; Έννοιες ασαφείς, αφαιρετικές, εξωχρονικές που θέλουν ν’ αποκτούν νόημα ανεξάρτητα από την ολότητα στην οποία εντάσσονται. Όπως και ο χριστιανισμός, ο καπιταλισμός δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα του υποκειμένου να ταυτίζεται κάθε φορά  με μορφές πολιτισμού με τις οποίες εκδηλώνεται σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο και ούτε αναγνωρίζει ουσιαστικά καμιά ιστορική θεώρηση και σε ζητήματα δράσης, τρόπου οργάνωσης παραγωγής κλπ. σε συνάρτηση με την κοινωνική ολότητα και τη φάση της ιστορικής εξέλιξης στην οποία εντάσσονται. Με λίγα λόγια όπως θεωρείται  άχρονος ο χριστιανισμός το ίδιο και ο καπιταλισμός. Κι είναι ακριβώς ο λόγος της εκκλησίας που μας έχει ασκήσει σ’ αυτού του είδους τη μεταφυσική, ώστε ακόμα κι αν στις μέρες μας μοιάζει φιλελεύθεροι αστοί ν’ αδιαφορούν για τα θεολογικά ζητήματα ν’ αποφεύγουν επί της ουσίας να συγκρουστούν μαζί της.
Πόσες κατηγόριες εκτοξεύτηκαν από τους κυρίαρχους της πολιτικοοικονομικής ζωής εναντίον των εργαζομένων για τεμπελιά κι ανευθυνότητα χρεώνοντάς τους τις κρίσεις του καπιταλισμού, ακριβώς όπως στη θρησκεία για  το κακό που πηγάζει  από τη σκοτεινή πλευρά της  εσωτερικής ζωής του ανθρώπου! Το συμπέρασμα αμφοτέρων είναι πως η σωτηρία θα έλθει με την εσωτερική, ηθική μας αλλαγή –ν’ αλλάξουμε νοοτροπία μας προτρέπουν για να αποδίδουμε περισσότερο. Τα μνημόνια μάλιστα εμφανίζονται ακόμα και σαν ένα είδος τιμωρίας για την αφροσύνη που δείξαμε τα προηγούμενα χρόνια της ευμάρειάς μας, όπως ο πόνος γίνεται το μέσο λύτρωσης για τον θρησκευτικό άνθρωπο που τον φέρνει κοντά στο θεό συνειδητοποιώντας την ύπαρξή του. Και στην τελική, σ’ αμφότερους τους λόγους διακρίνεται η αντίθεση σε κάθε προσπάθεια  να αγωνιστεί ο άνθρωπος για να απελευθερωθεί από την ταπείνωση και εξαθλίωση, καλλιεργώντας σκοπίμως μια «δουλική ψυχολογία», ασκώντας μας στην υπομονή κι εγκαρτέρηση.
Κι αν η θρησκεία «είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά του  άκαρδου κόσμου» είναι καιρός πια αυτός ο άκαρδος κόσμος ν’  αλλάξει. Σαν να πισωγυρίσαμε και να μην κάνουμε κάτι άλλο από το να δείχνουμε απλώς  την καταπίεση και τη μιζέρια του εργατικού κόσμου που είναι εξαθλιωμένος και μοιάζει απροστάτευτος, τη στιγμή που πρέπει να δείχνονται οι αιτίες που γεννούν την εξαθλίωση, οι  κοινωνικές δυνάμεις –αστική τάξη-  που εκμεταλλεύονται τον εργαζόμενο, ενώ οι  δυνάμεις αυτές –αυτός ο εργατικός κόσμος- που μπορούν να επιφέρουν  την ανατροπή αυτής της αλλοτρίωσης και εκμετάλλευσης οδηγείται στην απαξίωση και το περιθώριο.  Δεν αρκεί πάλι και πάλι να μη θίγει κανείς τις καταπιεστικές τάξεις στα συμφέροντα και την ιδεολογία τους. Όταν δείχνουμε απλώς την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την αλλοτρίωσή τους χωρίς να παίρνουμε θέση για το ξεπέρασμά τους στην ουσία είναι  μια διαμαρτυρία που μπορεί σχετικά να διακανονιστεί από την ίδια την κυρίαρχη τάξη που τις προκαλεί και μπορεί  να συνεχίσει  με διάφορες μορφές να τις  διαιωνίζει.

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

ΕΧΟΥΣΙ ΓΝΩΣΙΝ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ

Με το 20ο συνέδριο του ΚΚΕ οι κριτικές, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο αναλόγως οπτικής και σκοπιμοτήτων, ένθεν κακείθεν επικεντρώνονται στη συστημικότητά του και το ρόλο του στο αστικό καθεστώς. Είναι το κομβικό σημείο όπου συναντώνται αστοί και υπερεπαναστάτες, οι μεν για να επαινέσουν τη σύνεση του κόμματος ( π.χ. άρθρο του Μ. Κοττάκη στη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ «Συστήνω σε συντηρητικούς πολίτες να μελετήσουν την ομιλία Κουτσούμπα στο 20ό Συνέδριο του Κόμματος. Θα εντυπωσιαστείτε, αγαπητοί, με τη συμφωνία σας σε βασικές θέσεις του ΚΚΕ),  οι δε για να το κατηγορήσουν για την έλλειψη επαναστατικότητας (π.χ από τον Εργατικό Αγώνα,Η μεγάλη τραγωδία είναι, πως ένα τέτοιο κόμμα, με τη γνωστή ηρωική ιστορία του, διασύρεται με αυτήν την πρακτική της ηγετικής ομάδας του, ευνουχίζεται και διαρκώς συρρικνώνεται και με τις ανεδαφικές και αδιέξοδες θέσεις του, όπως για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι να έρθει ο σοσιαλισμός!!! κλπ, δεν μπορεί να παίξει τον ιστορικό του ρόλο υπέρ του λαού»).  
            Στα κοινωνικά δίκτυα οι κριτικές παίρνουν ένα πιο φιλοσοφικό χαρακτήρα αναλύοντας την τροτσκιστική στροφή του ΚΚΕ. Γενικά όμως, εντυπωσιάζει η ρηχότητα των υπαινιγμών, (π.χ. από ρεπορτάζ της ΕφΣυν, «τρία μέχρι πρότινος μέλη της Κ.Ε. «μετακόμισαν» στην ΚΕΟΕ» ή «Στο συνέδριο έλαβαν τον λόγο 70 σύνεδροι, επτά λιγότεροι σε σχέση με το 19ο Συνέδριο») η ευκολία στην ανάλυση, ( π.χ. από το ΠΡΙΝ «Στην εισήγηση του Δ. Κουτσούμπα, το πρώτο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι η υποτίμηση της καπιταλιστικής κρίσης και της διεθνούς της διάστασης») η κοινοτοπία στο συμπέρασμα, («Εντύπωση προκαλεί και η δήλωση ότι το ΚΚΕ «έχει μελετήσει σχέδιο δράσης και πρότασης» για το ενδεχόμενο αποπομπής από το ευρώ και ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, με διεκδικήσεις για άμεση ανακούφιση και ανάκτηση απωλειών. Το ερώτημα είναι γιατί στη σημερινή εξαθλίωση πλατιών λαϊκών στρωμάτων δεν αντιστοιχεί κάτι ανάλογο, παρά μόνο κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας και «οικονομία δυνάμεων»), η  λογική που  λαχανιασμένα προσπαθεί να συνδέσει και να γεφυρώσει  τα χάσματα που δημιουργεί η σκόπιμη επιλεκτικότητα στην ανάδειξη θέσεών του ΚΚΕ και  η διαστρέβλωση τους (από το ΙΣΚΡΑ π.χ. «Αναρωτιούνται πολλοί στον κομμουνιστικό αριστερό χώρο αν άξιζε τον κόπο να διεξάγει το ΚΚΕ ένα ολόκληρο Συνέδριο αφιερωμένο, περίπου, στη ”μάχη” ενάντια στους οπορτουνιστές (βλέπε ΛΑ.Ε) και ιδιαιτέρως στην κατατρομοκράτηση του λαού με το ενδεχόμενο εθνικού νομίσματος. Διότι, δυστυχώς, σε αυτές τις δυο κατευθύνσεις αφιερώθηκε στην πραγματικότητα το 20ο Συνέδριο».)
           Αν  διυλίζονται λοιπόν οι αποφάσεις, αλλά και τα πάντα γύρω από το συνέδριο, είναι γιατί  όλες αυτές οι απόψεις γεμάτες ταυτολογίες,  όπου το ζητούμενο εκλαμβάνεται ως δεδομένο, που αναπτύσσονται  με συστηματικό τρόπο έχουν στόχευση συγκεκριμένη: Η επιδοκιμασία του ΚΚΕ για τη σύνεσή του από τους ταξικούς του αντιπάλους είναι ο έμμεσος τρόπος εξουδετέρωσής του καθιστώντας το αναξιόπιστο, ενώ οι κατηγορίες από τους αυτοαποκαλούμενους συμμάχους πως το ΚΚΕ δεν συλλαμβάνει  σωστά και έγκαιρα τις ανάγκες της ιστορικής στιγμής για μεγαλύτερη επαναστατικότητα πετυχαίνει το ίδιο. Οι …ανυπόμονοι επαναστάτες προτείνουν ρήξεις εδώ και τώρα χωρίς προβληματισμό ούτε για τις προϋποθέσεις ούτε για το στόχο, ενώ αυτές οι ρήξεις (π.χ. έξοδος από ευρώ)  χωρίς το λαό οργανωμένο μαζικά σε ταξικό  κοινωνικό-πολιτικό κίνημα που να τις επιβάλλει με  τους όρους του,  στην τελική θα εξυπηρετήσουν την κυρίαρχη τάξη ή τμήματά της.
            Γι’ αυτό κι όλες αυτές οι κατηγόριες, που προσπαθούν να πάρουν τη μορφή κριτικής,  εκφρασμένες με φραστικές καινοτομίες ή συναισθηματικές κορώνες, έχουν  μόνο δευτερεύουσα σημασία. Πριν και πίσω από όλα αυτά,  προέχει η πολιτική ιδεολογία και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί, γιατί οι αιτίες μιας σύγκρουσης πολλές φορές δεν ταυτίζονται  με το πεδίο στο οποίο αυτή διεξάγεται. Μοιάζει λοιπόν στην πραγματικότητα  η σύγκρουση με το ΚΚΕ  να μην είναι η διαφωνία με κάποιες του  αποφάσεις, αλλά να είναι διαφωνία με το ίδιο το ΚΚΕ ως κόμμα της εργατικής τάξης και με τον τρόπο οργάνωσής του και λειτουργίας του, ακυρώνοντας την ίδια την ύπαρξή του· κι έτσι  τορπιλίζεται η προσπάθεια ανάπτυξης ταξικής συνείδησης και οργάνωσης συλλογικών μορφών δράσης με ταξικό προσανατολισμό. Για να μη  δημιουργηθεί ένα ευρύ πολιτικό-κοινωνικό κίνημα με μεγάλη επιρροή και ριζωμένο στο λαό, απλωμένο σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, συνδεδεμένο στενά με τις λαϊκές μάζες στον αγώνα για διεκδίκηση καλύτερης ζωής και μπολιασμένο με το όραμα του σοσιαλισμού –όπως στη δεκαετία του ’40. Στην πραγματικότητα δηλ. συνεχίζεται η προσπάθεια για  το ξερίζωμα του ΚΚΕ από την ελληνική κοινωνία, με όποιον τρόπο. Στρατιωτικό  στον εμφύλιο, πολιτικό στα μετεμφυλιακά χρόνια και ιδεολογικό στη μεταπολίτευση.
            ΄Εχουσι τὴν γνῶσιν οἱ φύλακες…