Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ


Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμά της 19ης Σεπτεμβρίου 2019 «σχετικά με σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης», καταδικάζει τον κομμουνισμό ως ισοδύναμο με το ναζισμό,  στηριγμένο, αποσιωπώντας και παραποιώντας γεγονότα, σε μια αυθαίρετη  ανάγνωση της ιστορίας και σε μια χειραγωγημένη ιστορική μνήμη. Απορρίπτοντας την υπεροχή εκείνων που πολέμησαν τον ναζισμό αναδημιουργεί την ιστορική μνήμη κατά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης που εξυπηρετεί.
               Ενδεικτικό για το πώς η  συλλογική μνήμη μπορεί να αλλάζει αποτελεί η δημοσκόπηση του Γαλλικού Ινστιτούτου  Κοινής Γνώμης (IFOR). Τον Μάιο του 1945, όταν ακόμα έβγαιναν  καπνοί από τα ερείπια του Γ Ράιχ, δημοσκόπηση του στους γάλλους πολίτες για το ποιο έθνος συνέβαλε περισσότερο στη νίκη της ναζιστικής Γερμανίας, κατέγραψε ένα  επιβλητικό 57% που  θεωρούσε τη Σοβιετική Ένωση τον πιο αποφασιστικό παράγοντα, κι ας μην είχαν απελευθερωθεί απ’ αυτήν,  απέναντι σ’ ένα 20% που θεωρούσε τις ΗΠΑ κι ένα 12% τη Μ. Βρετανία. Κι αυτή η καταγραφή είναι σημαντική, γιατί οι κυρίαρχες αντιλήψεις στη συνείδηση μιας κοινωνίας για σύγχρονά της ιστορικά γεγονότα είναι καθοριστικές για την κατανόησή τους, ιδιαίτερα όταν καταγράφονται σε συνθήκες που η μαζική χειραγώγηση από την εξουσία είναι αδύναμη.
 Σε ίδια έρευνα του IFOR που διεξήχθη το 1994, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, διαπιστώνεται η αλλαγή των αντιλήψεων. Μισό αιώνα μετά, μόλις 25% πίστευαν ότι η ΕΣΣΔ συνέβαλε περισσότερο στην υπόθεση της νίκης των συμμάχων, σε σύγκριση με ένα 49% για τις Ηνωμένες Πολιτείες και 16% για τη Βρετανία.
Η ιστορική μνήμη είναι κάτι που αλλάζει όχι μόνο γιατί η εικόνα του παρελθόντος εξασθενεί, αλλά και γιατί μπορεί να  κατασκευάζεται μέσα από μια ενεργή διαδικασία προφορικής παράδοσης αλλά και χειραγώγησης από την κυρίαρχη εξουσία. Κι αυτή λοιπόν  η αλλαγή που καταγράφηκε στη δημοσκόπηση δεν απεικονίζει παρά τις αλλαγές για την ΕΣΣΔ στην κυρίαρχη δυτική σκέψη μετά το 1945. Ο ψυχρός πόλεμος, η δαιμονοποίηση του Στάλιν, η  διάλυση της ΕΣΣΔ και του κομμουνιστικού μπλοκ, η κυριαρχία της προπαγάνδας του καπιταλισμού, υπονόμευσαν το κύρος και την αίγλη που η ΕΣΣΔ απολάμβανε στο τέλος του Β παγκοσμίου πολέμου ως ο σημαντικότερος παράγοντας σ’ αυτόν τον τιτάνιο αγώνα.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια λοιπόν πρέπει να κατανοηθεί και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης. Το ψήφισμα, που παρουσιάζεται ως καταδίκη όλων των «ολοκληρωτισμών»,  υποστηρίχτηκε από Δεξιούς, Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθερους, Πράσινους, Συντηρητικούς οι οποίοι  σε αγαστή συμφωνία, διαστρεβλώνοντας την ιστορία, θεωρούν το  Σύμφωνο Μολότωφ –Ρίμπεντροπ αιτία του Β παγκόσμιου πολέμου και  αφετηρία για μισό αιώνα καταπίεσης που ακολούθησε μετά την νίκη της ΕΣΣΔ, που τέλειωσε όμως   με την εύρωπαϊκή ενοποίηση και το ΝΑΤΟ.
Το τι αποκαλύπτει αυτή η συγκεκριμένη εκδοχή της ιστορίας για το μέλλον της Ευρώπης, που επικαλείται ο τίτλος του ψηφίσματος, είναι το πιο σημαντικό. Προβάλλοντας τον κομμουνισμό ως το απόλυτο κακό που υπονομεύει την ευρωπαϊκή δημοκρατία ακόμα κι αν οι πραγματικές κομμουνιστικές δυνάμεις είναι μικρές, θέλει να εξουδετερώσει κάθε προοπτική αμφισβήτησης και πολύ περισσότερο ανατροπής της παρούσας κατάστασης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να συμπεριληφθούν στην κομμουνιστική απειλή ακόμα και αστικές αξίες δημοκρατίας και ισότητας, ξεπλένοντας τον φασισμό και προσδιορίζοντας ως υποστηριχτές της ελευθερίας την κυρίαρχη εξουσία σε όλες τις εκφάνσεις της.
Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που στο ψήφισμα,  στην παρ. 14, υπογραμμίζεται μια θεμελιώδης πτυχή της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διαδικασίας ένταξης στην Ένωση, που είναι η ταύτισή της με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ,  μέσα από τη ρητή αναφορά στο ΝΑΤΟ ως στυλοβάτη της ελευθερίας και της ευρωπαϊκής οικογένειας, αφού η σύμπτωση της προσχώρησης στο ΝΑΤΟ και ΕΕ είναι που εξασφάλισε στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης την επιστροφή τους «στην ευρωπαϊκή οικογένεια των ελεύθερων δημοκρατικών χωρών» που «με τη συνδρομή της ΕΕ, σημείωσαν επιτυχία και στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων».  Δεν είναι λοιπόν μόνο το ευρωπαϊκό εγχείρημα εν γένει, αλλά και το ΝΑΤΟ καθώς και η καπιταλιστική  αναδιάρθρωση που θεωρούνται ως εμπόδιο στον ολοκληρωτισμό, μια βολική έννοια που περιλαμβάνει ταυτισμένα φασισμό και κομμουνισμό.
Το ψήφισμα συμπυκνώνει τις θέσεις της ΕΕ. Θέλει να δίνει  μαθήματα στους λαούς της για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ στοιβάζει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή αφήνει να πνίγονται στη Μεσόγειο πρόσφυγες και μετανάστες που η ίδια δημιουργεί με τη συμμετοχή της σε ιμπεριαλιστικά σχέδια που καταστρέφουν χώρες. Περηφανεύεται για τη δημοκρατία της, ενώ  προωθεί την πολιτιστική οπισθοδρόμηση, την επίθεση στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, υπηρετώντας το μεγάλο κεφάλαιο και αναπτύσσει αυταρχικές και στρατιωτικές τάσεις και πρακτικές περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Είναι αυτές οι πολιτικές που βρίσκονται στη ρίζα της ανόδου των ακροδεξιών και φασιστικών δυνάμεων, που σε εφεδρεία περιμένουν την αξιοποίησή τους.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΥΚΑΙΡΙΑΚΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ


Επιδιώκοντας η κυρίαρχη εξουσία την εξαφάνιση του μαρξιστικού-λενινιστικού λεξιλογίου από το λόγο της πολιτικής, προσπάθησε να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της πολιτικής επιχειρηματολογίας. Κι επειδή η γλώσσα που χρησιμοποιείται κάθε φορά  στην πολιτική συναρτάται με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και συμβάλλει στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης, ο λόγος της αποφεύγει κάθε αναφορά σε αντιθέσεις που αρθρώνονται σε αναλύσεις περί τάξεων, καπιταλισμού ή ιμπεριαλισμού και επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά σε πολιτισμικές και ηθικές αξίες, όπως ανθρώπινα δικαιώματα ή οικολογία ή τεχνολογία κλπ.  
Ακόμα κι όταν οι αντιθέσεις οξύνονται καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια από την κυρίαρχη εξουσία, πριν οδηγήσουν οι αντιθέσεις σε αγώνες και συγκρούσεις μαζί της, να διογκωθεί και να πολιτικοποιηθεί μια τέτοια  αντίθεση που μπορεί να της δοθεί αξία συμβόλου και να κινητοποιήσει τις μάζες, χωρίς όμως  ν’ αμφισβητεί τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Ανθρώπινα δικαιώματα, οικολογικά αιτήματα, ανησυχίες από συνέπειες τεχνολογικής ανάπτυξης, ηθικοί προβληματισμοί   προσφέρονται ως πεδία επιλογής εκείνης της σημαίας που φαίνεται σκόπιμη ώστε να επικαλύπτονται άλλοι ζωτικοί σκοποί που αναδεικνύουν ταξικές αντιθέσεις και συμφέροντα.
Σε όλη τη διάρκεια της εφαρμογής των μνημονίων η προσπάθεια να αναδειχτούν αντιθέσεις ηθικής φύσης που εστιάζουν σε, αναπόδεικτα  τις περισσότερες φορές για ηγετικά στελέχη, θέματα διαφθοράς ή κατάχρησης εξουσίας φαίνεται πως μια δεκαετία μετά έχουν καταφέρει να παραμερίσουν από τον πολιτικό λόγο τις ταξικές αντιθέσεις και τις σκληρές συγκρούσεις που μπορεί να προκαλέσουν. Οι ταξικές αντιθέσεις μεταμφιεσμένες σε αντιπαραθέσεις για ζητήματα ηθικής, ασφάλειας, πατριωτισμού κλπ. από την άρχουσα τάξη ελέγχονται και χειραγωγούνται διοχετεύοντας δράσεις κι ενέργειες των λαϊκών στρωμάτων σε λάθος κατευθύνσεις.
               Έτσι για παράδειγμα,  η τωρινή κυβέρνηση Μητσοτάκη αφού επέλεξε προεκλογικά, με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών, την εθνικιστική σημαία, για να παραπλανήσει μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων σχετικά με την πολιτική της, μετεκλογικά ξανάφερε στο προσκήνιο τα ζήτημα της NOVARTIS, αντιστρέφοντας τους ρόλους με την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, επισείοντας όμως την ίδια σημαία της ηθικής.  Και όλο αυτό το τρίμηνο μετά τις εκλογές, μαζί με το σύνολο των ΜΜΕ που είναι φιλικό σ’ αυτήν, κατευθύνει την προσοχή και το ενδιαφέρον μεγάλου τμήματος του πληθυσμού στα θεατρικά δρώμενα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στα Εξάρχεια επισείοντας θριαμβευτικά τη σημαία της ασφάλειας. Η οποία βέβαια δεν συνδέεται με τις δυσμενείς  κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, αλλά συσχετίζεται με πολιτικά συμφραζόμενα όπως η αναρχία ή και εντοπίζεται σε τοποθεσίες με πολιτικούς συμβολισμούς όπως στα Εξάρχεια, την οποία ασφάλεια εξασφαλίζει η αστυνομία για να αναδειχτεί  ο ρόλος της και να δικαιωθεί κάθε αστυνομική καταστολή. Στο ζήτημα μάλιστα αντιμετώπισης των αλλοδαπών η διάσταση ανάμεσα στους πρόσφυγες και μετανάστες που αποκλεισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με άθλιες της συνθήκες διαβίωσής τους και στους αλλοδαπούς που εξασφαλίζουν άμεσα νόμιμη άδεια διαμονής στη χώρα με την αγορά ακινήτου είναι ενδεικτική του ταξικού χαρακτήρα των κυβερνητικών αποφάσεων που τους αφορούν.   
               Επιδιώκοντας λοιπόν όχι μόνο στα καθ’ ημάς αλλά και σ’ όλη τη Δύση να μετατίθενται οι βαθύτερες αιτίες των συγκρούσεων σε πεδία άλλα από τα ταξικά τα οικολογικά ζητήματα γίνονται αγαπημένο θέμα των ΜΜΕ, των κυβερνήσεων και των ΜΚΟ. Αποσυνδεμένα τα οικολογικά προβλήματα από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν αντιμετωπίζονται ως κοινωνικά αποτελέσματα, αλλά περισσότερο ως αποτέλεσμα μιας γενικής  αντίθεσης ανθρώπου –φύσης για να παρακάμπτεται η χρησιμοποίηση των τεχνολογικών δυνατοτήτων για φτηνή  εκμετάλλευση της φύσης, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον,  με το μεγαλύτερο κέρδος από την άρχουσα τάξη (το παράδειγμα της καναδικής Eldorado  Gold  στη Χαλκιδική είναι ενδεικτικό). Η κυρίαρχη εξουσία χρησιμοποιεί ακόμα και τις οικολογικές ανησυχίες ως άλλοθι για να ανοίξει νέους δρόμους κερδοφορίας, αποσυνδέοντας είδος ανάπτυξης, μορφές κατανάλωσης, χρησιμοποίηση τεχνολογίας με καπιταλιστικές σχέσεις και δυνάμεις παραγωγής. Γι’ αυτό και δεν  έχει κανέναν ενδοιασμό να ενσωματώσει το κυρίαρχο σύστημα δράσεις που αναφέρονται σε οικολογικά προβλήματα, όπως της Γκρέτα Τούνμπεργκ, που προσφέρουν μάλιστα και θέαμα  αρκούντως ανθρωπιστικό και ορθό πολιτικά, από τη στιγμή που μένει αθέατη η σύνδεση με τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής η  καταστροφή του περιβάλλοντος, στην προκειμένη περίπτωση η κλιματική αλλαγή.   
               Ο καπιταλισμός  επιχειρεί να αναπαράγει τον εαυτό του, με τέτοιο τρόπο που οι διάφορες αλλαγές να τον καθιστούν αγνώριστο αλλά όχι διαφορετικό, και γι’ αυτό επιστρατεύονται  τα ψευδή συνθήματα, οι πλαστές ευαισθησίες, οι θεαματικές δράσεις επενδυμένα με κάθε είδους ανθρωπισμό. Μοιάζει το πολιτικοοικονομικό σύστημα να  ανακατατάσσεται στις λεπτομέρειές του για να παραμένει ο ταξικός εχθρός, η αστική τάξη,  δυσδιάκριτος, για να μην αντιδρά το σύνολο των υποτελών τάξεων που υφίσταται τις συνέπειές του.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ


Στην έκτη επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από το Γ. Ρουπακιά, μέλος της Χρυσής Αυγής, βρίσκει το ναζιστικό μόρφωμα διαλυμένο, εκτός βουλής, ενώ η δίκη των δολοφόνων του ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί.
               Σίγουρα η διάλυση του ναζιστικού μορφώματος φαίνεται να δίνει ένα  αισιόδοξο μήνυμα για το αντιφασιστικό κίνημα και τον αγώνα του εναντίον των εγκληματιών της Χρυσής Αυγής, αν η υποψία για την ύπουλη διάχυση του φασισμού μέσω νομιμοποιημένων οδών, όπως έδειξαν οι  τελευταίες εκλογές, δεν έμοιαζε αρκετά βάσιμη. Όχι μόνο το  νέο κομματικό μόρφωμα του Κ. Βελόπουλου αλλά και η ίδια η Ν.Δ, χαρακτηριζόμενο παραδοσιακό συντηρητικό  κόμμα, φαίνεται πως ενσωματώνουν τα φασιστικά ρεύματα συμβάλλοντας στην προσαρμογή του φασισμού στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού.  
Η σχεδόν βίαιη πτώση του βιοτικού επιπέδου στα πρώτα χρόνια της κρίσης, που απείλησε να διαρρήξει τις υπάρχουσες πολιτικές δομές εξαιτίας της ανασφάλειας και εξαθλίωσης στις οποίες η καπιταλιστική κρίση  έριξε  εκατομμύρια ζωές, έδωσε την ευκαιρία, με την ανοχή αν όχι βοήθεια της κυρίαρχης εξουσίας, οι φασιστικές δυνάμεις να μετακινηθούν από το περιθώριο, να ενισχυθούν και όπως φαίνεται να εδραιωθούν στην κοινωνία. Σ’ αυτή τη δεκαετία, η οικονομική κρίση μαζί με τις πολιτικές μετανάστευσης και ρατσισμού, που μετακινήθηκαν στο επίκεντρο, και  με την αποτυχία των προοπτικών της μεταρρύθμισης που υποσχόταν η σοσιαλδημοκρατία δημιούργησε τον πολιτικό χώρο για την ανάπτυξη του φασισμού, που κατέλαβε η Χρυσή Αυγή, για να χρησιμοποιηθεί, όταν το απαιτήσουν οι συνθήκες, για την αναπαραγωγή του συστήματος.
Στα πρώτα χρόνια της κρίσης η Χρυσή Αυγή έκανε αισθητή την παρουσία της με βίαιο τρόπο, με  αντικαπιταλιστικό λόγο και προωθητική βοήθεια από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να βρει θέση στο κοινοβούλιο και αποθρασυνόμενη  να προσπαθεί να εκφοβίζει και να τρομοκρατεί, για να σπάσει κάθε αντίσταση, ξεκινώντας από περιπτώσεις αλλοδαπών. Οι εκλογές του 2012 ήταν καθοριστικές, γιατί η εκπροσώπηση του φασισμού στη βουλή με κόμμα, αφού η συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμα νομιμοποίησε τη φασίζουσα ακροδεξιά,  παρείχε ένα πλαίσιο για ανάπτυξη φασιστικών δυνάμεων με παρουσία στους δρόμους ενάντια στο εργατικό κίνημα.  Δεν ήταν  λοιπόν τυχαίες ούτε οι οργανωμένες επιθέσεις της Χρυσής Αυγής εναντίον αλλοδαπών μικροπωλητών, όπως η βίαιη επέμβαση κλιμακίου της με καταστροφή πάγκων στη λαϊκή αγορά του Μεσολογγίου το 2012, ούτε η επίθεση σε τέσσερις αιγύπτιους αλιεργάτες στο σπίτι τους, ούτε  η οργανωμένη  επίθεση τάγματος εφόδου της  σε μέλη του ΠΑΜΕ στο Πέραμα, που προκάλεσε τον τραυματισμό τους, και βέβαια το αποκορύφωμα της εγκληματικής δράσης της η δολοφονία του Π. Φύσσα τον Σεπτέμβρη του 2013, που την στιγμάτισε σαν  μια ανεξέλεγκτη συμμορία από μαχαιροβγάλτες.  
Βέβαια, υπήρχε μια αναντιστοιχία μεταξύ της αυξανόμενης εκλογικής στήριξης των φασιστών και της μετριοπαθούς υποστήριξης των δράσεων τους, τουλάχιστον με έκδηλο τρόπο, ίσως εξαιτίας του στιγματισμού  τους και περιθωριοποίησής τους μετά τα ναζιστικά εγκλήματα  του χιτλερικού καθεστώτος. Η αποθράσυνσή τους με τη δολοφονία του Π. Φύσσα, το αντιφασιστικό κίνημα με την οργανωμένη αντίδραση μέσα κι έξω από τη Βουλή των κομμουνιστών που προκαλεί την  αμφιταλάντευση των αστών πολιτικών για τη δράση των φασιστών αφήνει τους τελευταίους έκθετους, χωρίς όμως στην ουσία ο αστικός κόσμος  να τους  αντιμετωπίζει με αποτελεσματική αντίδραση.  Κι αυτή η διαπίστωση  ενισχύεται από τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης της Χρυσής Αυγής που  μακρόσυρτα τραβά για τέσσερα χρόνια με αποφυλακισμένους τους κατηγορουμένους ή και την εισαγγελική πρόταση για αθώωση και τελικά την φυλάκιση με αναστολή των Γ. Λαγού και Ν. Μίχου για την επίθεση στο κοινωνικό στέκι «Συνεργείο» ή την αδιαφορία για τους χρηματοδότες της.
 Κι ενώ η Χρυσή Αυγή συμβάλλει, σε μια περίοδο με αυξανόμενη οικονομική επιδείνωση και αμφισβήτηση των αστικών κομμάτων, στην εδραίωση του φασισμού σαν εναλλακτικής λύσης,  όταν οι φόβοι του πολιτικού συστήματος καταλάγιασαν, οι σχεδόν παράνομες πρακτικές της και το αντιφασιστικό κίνημα την ξανάβαλαν στο περιθώριο. Μοιάζει λοιπόν το κομβικό σημείο επιλογής μιας έκδηλης φασιστικής λύσης να έχει ξεπεραστεί από τη  στιγμή που έχει σταθεροποιηθεί κι έγινε αποδεκτή, με την προσφορά και του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο η μνημονιακή αλλά κυρίως η μεταμνημονιακή κατάσταση με όλες τις αλλαγές που τα μνημόνια επέβαλλαν. Φαίνεται λοιπόν αναγκαίο, για να αναβιώσει η παρουσία του φασισμού στο πολιτικοκοινωνικό σκηνικό, ώστε να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες στην άρχουσα τάξη, θα πρέπει να επανεφευρεθεί, για να ξεφύγει από το καθεστώς του παρία. Κι αυτό θα γίνεται με πολλούς τρόπους. Όπως με την  εξοικείωση  με το φασιστικό λόγο που  επιτρέπει την νομιμοποίησή του με την υιοθέτηση του από παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα, όπως η Ν.Δ, και ο οποίος με τη σειρά του θα δικαιολογεί πρακτικές καταστολής και αυταρχισμού. Οι φασίστες μπορούν να ενσωματωθούν σε κόμματα όπως του Βελόπουλου που δηλώνει πως ««εγώ δεν μπορώ τα πολύ ναζιστικά», αλλά κυρίως στο παραδοσιακό συντηρητικό κόμμα της Ν.Δ όπου ο καλυμμένος φασιστικός λόγος  βρίσκει στέγη και ψήφους, για να ανακάμψει όταν απαιτήσουν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
 Κι όλο αυτό το διάστημα ο φασισμός διαχέεται ως πολιτική σκέψη και νοοτροπία στην κοινωνία. Δεν αρκεί απλά η κριτική για να τον υποσκάψει, χρειάζεται και πολιτική δράση για να τον αντιμετωπίσει. Και ποια  άλλη ισχυρή, οργανωμένη, αντιφασιστική δύναμη υπάρχει από το Κομμουνιστικό Κόμμα;

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ



Ο Μαργαρίτης Σχoινάς, επί μακρόν υπάλληλος  στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διορίστηκε επικεφαλής  του χαρτοφυλακίου με το βαρύγδουπο και ύποπτο τίτλο «Πραστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής», για το  οποίο διευκρινίστηκε από την πρόεδρο της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι θα καλύπτει ζητήματα μετανάστευσης. Το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο με τον τίτλο του κατηγορείται ότι καταδεικνύει τους μετανάστες σαν απειλή για  τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, υιοθετώντας τη διχαστική ρητορική των φασιστών ανάμεσα στους ευρωπαίους και τους άλλους. Λαμβάνοντας υπόψη τις  ήδη εφαρμοζόμενες πολιτικές στο προσφυγικό μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι στην πραγματικότητα ορίζεται ένας επίτροπος για την προστασία της …αρίας  φυλής των ευρωπαίων από αλλοδαπές φυλές.
Οι αλλαγές στους υπουργικούς τίτλους της Επιτροπής μοιάζει να αναδεικνύουν τους στόχους τους, οι οποίοι όσο ωραιοποιημένοι κι αν εμφανίζονται δεν καθησυχάζουν τις ανησυχίες για τις επικίνδυνες ατραπούς στις οποίες η ΕΕ  νομιμοποιώντας τες βαδίζει. Πάντοτε βέβαια επικαλούμενη έναν  νεφελώδη ευρωπαϊκό τρόπο ζωής που η ρητορική υπεράσπισής του από την πρόεδρο της Επιτροπής περιλαμβάνει σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια  και τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα, το κράτος δικαίου. Είναι η ρητορική που η κυρίαρχη εξουσία χρησιμοποιεί για χειραγώγηση πληθυσμών στους οποίους πρέπει να επιβληθεί, δικαιολογώντας την αδιαφορία της που επιλέγει αυταρχικά και διεφθαρμένα μονοπάτια για επιβολή των συμφερόντων της.  Κι όταν κατάφωρα παραβιάζει κάθε διακήρυξή της σχετικά με την ισότητα, τη δημοκρατία ή το κράτος δικαίου,  η εύκολη λύση είναι να επιρρίπτεται  γι’ αυτό ευθύνη  στους απλούς ανθρώπους  περισσότερο, οι οποίοι είναι ανίκανοι να  ενεργούν σύμφωνα μ’ αυτές,  παρά στις ενέργειες και φιλοδοξίες των συμμετεχόντων στην εξουσία, που πάντα είναι μεμονωμένες εξαιρέσεις,  και πολύ λιγότερο στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο κατά κανόνα βρίσκεται στο απυρόβλητο.
Στις  αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης όπου όλο και περισσότερο βασιλεύει ανεξέλεγκτος ο  καπιταλισμός και όπου οι πλούσιοι και οι πολιτικά ισχυροί εργάζονται μαζί για να πλουτίσουν τον εαυτό τους και να παραμελήσουν ό,τι θεωρείται σαν  δημόσιο συμφέρον, η ζωή των εργαζομένων φαίνεται να επιδεινώνεται τις τελευταίες δεκαετίες. Οι δημοκρατίες πιστεύαμε πως λειτουργούν καλύτερα όταν υπάρχουν αποτελεσματικοί θεσμοί, απρόσωπες σχέσεις, επικρατούσα αίσθηση του κοινού καλού και έλεγχος του κράτους δικαίου και περιορίζονται οι προσωπικές φιλοδοξίες, η διαφθορά, ο νεποτισμός και η αναγκαιότητα  σχέσης προστάτη-πελάτη. Τα αυταρχικά συστήματα από την άλλη πλευρά, ευδοκιμούν και παράγουν συστηματική διαφθορά που χαρακτηρίζεται από νεποτισμό και ευνοεί τις συνθήκες που κάνουν απαραίτητη την καταφυγή για   προστασία  σε εξέχοντες κοινωνικούς παράγοντες που παρακάμπτουν το νόμο.
Η μετατόπιση λοιπόν από την πιο φιλελεύθερη δημοκρατία, που στηριζόταν στη συναίνεση και την υπόσχεση ευημερίας, σε πιο εθνικιστικά και αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία συχνά διατηρούν δημοκρατικές μορφές και διακηρύσσουν ότι είναι δημοκρατίες, στηρίζεται στην εκμετάλλευση των αποτυχιών της δημοκρατικής διακυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα κολοσσιαία προβλήματα που βιώνουν οι πολίτες της και η κυρίαρχη εξουσία αναδεικνύει κατά το δοκούν.  Έτσι εστιάζει μεν στην  εισοδηματική ανισότητα, ενώ αποδέχεται τον αυξημένο ρόλο της ιδιοκτησίας και του προσωπικού  πλούτου στη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας,  παρόλο που αποδεικνύεται ως παράγοντας που υπονομεύει τις δημοκρατικές επιλογές. Αποφεύγει  την πολιτική πόλωση ενώ συγχρόνως καλλιεργεί το φόβο της πολιτιστικής απώλειας που προκαλεί η μετανάστευση και δημιουργεί, διογκώνοντάς τη, την  απειλή από το ριζοσπαστικό Ισλάμ.
   Οι αλλαγές λοιπόν στις ονομασίες των χαρτοφυλακίων ευθύνης των επιτρόπων της Ευρωπαϊκής επιτροπής δεν δείχνουν παρά τον τρόπο που γίνεται εκμετάλλευση της γλώσσας, όπως ακριβώς και των εικόνων των ηγετών για να προωθηθούν και να γίνουν αποδεκτές οι πολιτικές επιλογές του καπιταλισμού και οι ψηφοφόροι της αστικής δημοκρατίας να κάνουν τις επιλογές τους με περιορισμένες αλλά κυρίως παραμορφωμένες πληροφορίες.
       Μέσα όμως από τη γλώσσα της πολιτικής αγγίζουμε το σύνολο σχεδόν των πολιτικών  φαινομένων και κατανοούμε πώς ασκείται και πώς λειτουργεί η πολιτική υπό τις εκάστοτε δεδομένες σε χρόνο και τόπο συνθήκες, ενώ ο λόγος των πολιτικών στη διατύπωσή του συμβάλλει στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίοι οι τίτλοι που έχουν δοθεί για τα καθήκοντα των διαφόρων επιτρόπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως π.χ  του Β. Ντομπρόβσκις που θα συντονίζει εργασίες σχετικά με μια οικονομία στην υπηρεσία των ανθρώπων, ή του Γ. Μπορέλ για μια ισχυρότερη Ευρώπη στον κόσμο κλπ.
          Η γλώσσα αποδίδει και αποκαλύπτει τον επιδιωκόμενο τελικό πολιτικό στόχο και μ’ αυτήν ως κύριο όργανο προωθούνται, προτείνονται ιδέες και καταστάσεις ή ελέγχονται και υποστηρίζονται οι ασκούμενες πολιτικές.
           Επειδή λοιπόν η αυξανόμενη κοινωνική και οικονομική ανισότητα, ο κατάφωρα  αυξημένος ρόλος του πλούτου στην πολιτική έχει οδηγήσει μέσω των λόμπι, των προπαγανδιστικών εκστρατειών, της επιρροής μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των αποκαλούμενων «δεξαμενών σκέψης»   στην αποδοχή ενός   κράτους που στηρίζεται κι εξυπηρετεί  τον ιδιωτικό πλούτο, παρόλο που απειλεί σοβαρά τη λαϊκή συμμετοχή και τη δημοκρατική επιλογή, τα καθήκοντα των επιτρόπων πρέπει να περιλαμβάνουν και τη δικαιοσύνη αλλά και την οικονομία στην υπηρεσία των ανθρώπων. Συγχρόνως όμως επειδή οι πολιτικές δεν αλλάζουν,  οι εργαζόμενοι καθώς φοβούνται το μέλλον με την ταχύτητα που το βλέπουν να αλλάζει, χωρίς να τους ενσωματώνει, και με εύκολο στόχο που τους απειλεί τους ξένους,  χειραγωγούνται για να στραφούν σε πιο συντηρητικές, αυταρχικές λύσεις, την ίδια στιγμή που η γλώσσα της κυρίαρχης εξουσίας χρησιμοποιείται για να συγκαλύψει της διολίσθησή της σ’ αυτές τις επιλογές.
Οι κοινωνικές και  οικονομικές αλλαγές διευκολύνουν το διαβρωτικό έργο των πολιτικών με αυταρχικές τάσεις. Αυτές οι αλλαγές συνδέονται με τις αστάθειες που δημιουργούνται από τον καπιταλισμό σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές αλλαγές, την αυξανόμενη ταχύτητα της επικοινωνίας και την αυξημένη κίνηση χρημάτων και ανθρώπων σε μια ενιαία γιγαντιαία αγορά - αυτό που έχει συμπεριληφθεί κάτω από την  ετικέτα «παγκοσμιοποίηση» - και έχουν κάνει τους εργαζόμενους ευάλωτους  και ανασφαλείς, έτοιμους στόχους για δημαγωγούς και πολιτικούς σωτήρες.