Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

ΨΕΥΔΗ ΠΡΟΤΥΠΑ

Κι ολόγυρα, χρόνια τώρα, ψεύτικες επαναστάσεις, όπου κι αν κοιτάξεις, να διοχετεύεται η ενέργεια σ’ αυτές για να παραπλανήσουν στρατιές εργαζομένων ανά τον κόσμο να πολεμήσουν σε μια πραγματική.  Όσο πιο επιτακτική μοιάζει η ανάγκη για πραγματική επανάσταση, για ανατροπή αυτού του  συστήματος που εξοντώνει, τόσο περισσότερες  ψεύτικες επαναστάσεις έχουν σχεδιαστεί για να διατηρήσουν το status quo του καπιταλισμού σε ισχύ. Και για να γίνεται αποδεκτή η πολιτική του status quo πάνω στην οποία οι κυρίαρχες τάξεις χτίζουν τα βασίλεια τους, το μυαλό των εργαζομένων θα πρέπει να το διαμορφώνει η προπαγάνδα της κυρίαρχης τάξης, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συναίνεση τους, χωρίς αντιδράσεις και συγκρούσεις. Είναι λοιπόν η χειραγώγηση της συνείδησης της εργατικής τάξης υπαρξιακής σημασίας για τους καπιταλιστές. 
       Και στο επίκαιρο θέμα της ανάληψης της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντ. Τραμπ, οι προβληματισμοί και  ανησυχίες για την επανεκλογή του ανά τον καπιταλιστικό κόσμο της Δύσης από τμήματα της κυρίαρχης τάξης δεν αποβλέπουν σε άλλο από την χειραγώγηση των πληθυσμών σε δοσμένες επιλογές που προβάλλονται ως διαφορετικές. Για να διασκορπίζονται σκέψεις και δράσεις  σε ψευδή διλήμματα, τα οποία σταθεροποιούν το status quo.  Κάτι αντίστοιχο γίνεται και στα καθ’ ημάς με την αναζήτηση του κατάλληλου προέδρου για την καλύτερη λειτουργία του πολιτεύματος,  για νάχουμε να λέμε, όταν η ίδια η πολιτική ηγεσία απροκάλυπτα το χρησιμοποιεί για εξυπηρέτηση ταξικών συμφερόντων απαξιώνοντάς το στις υποτελείς τάξεις με αυθαιρεσίες και παραλείψεις.
         Καθώς και οι εκλογές στις ΗΠΑ ακολουθούν το ρεύμα των πραγματικών διαφωνιών μεταξύ φατριών εντός της αμερικανικής αστικής τάξης,  γι’ αυτό και στην πραγματικότητα τα δυο πολιτικά κόμματα των ΗΠΑ δεν αντιπροσωπεύουν παρά αποκλίνουσες στρατηγικές δημοσίων σχέσεων με τις οποίες προωθείται η αυτοκρατορία των ΗΠΑ στις κατώτερες τάξεις, οι οποίες με κάθε πρόεδρο συνεχίζουν να εξαθλιώνονται. Η διαφοροποίηση του Τραμπ περιορίζεται  ότι   κάνει με θρασύτητα πιο διάφανη την πολιτική της ιμπεριαλιστικής Αμερικής, φέρνοντας στο προσκήνιο τους πλουτοκράτες που υπαγορεύουν την πολιτική της, όπως και επί Μπάιντεν και προηγούμενων προέδρων, και δεν  ξορκίζει το φασισμό, όπως όλοι,  εφαρμόζοντας όμως φασιστικές πρακτικές.
          Εν μέσω μιας γενοκτονίας που διαπράττει το Ισραήλ με την αμέριστη στήριξη και βοήθεια των ΗΠΑ, οι εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου πρόσφεραν μια επιλογή μεταξύ ενός ατόμου που θα μπορούσε να …ζωγραφίσει ουράνια τόξα στις βόμβες που θα προμήθευε στο Ισραήλ για να αφανίζει τους Παλαιστίνιους και ενός ατόμου που θα καυχιόταν ότι ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο στις βόμβες που αυτός θα έστελνε. Κανένας από τους δυο όμως δεν θα απέτρεπε μια γενοκτονία αν εξυπηρετούσε τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα. Και φυσικά κανένας τους, όσο η συγκεντρωμένη στις ΗΠΑ δομή εξουσίας εξακολουθεί να κυριαρχεί στον κόσμο μας, δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη για τις πράξεις και αποφάσεις του ή  να λογοδοτήσει για την καταπάτηση του διεθνούς δικαίου, αποδεικνύοντας ότι το διεθνές δίκαιο υπάρχει μόνο στο βαθμό που μπορεί να επιβληθεί.  Για την κυρίαρχη προπαγάνδα θεωρείται αυτονόητο να ενδιαφέρει η επικράτηση μιας διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες που ευνοούν τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. 
          Όλη η καπιταλιστική Δύση προβάλλεται ως πρότυπο στον τρόπο διακυβέρνησης και πολιτικής.  Περηφανεύεται για τη φιλελεύθερη δημοκρατία της και δημαγωγεί  για δικαιώματα σε όλα τα επίπεδα, απαιτώντας την εφαρμογή τους απ’ όλους, όπου γης. Επιβάλλει μάλιστα κυρώσεις στους άλλους, στις περιπτώσεις βέβαια που δεν εναρμονίζονται με την πολιτική της,  και είναι τότε που ανακαλύπτει παραβιάσεις, εξαιρώντας πάντα τον εαυτό της.
        Και στη χώρα μας, ιδιαίτερα από την κρίση και μετά, όταν ομογενοποιήθηκαν όλα τα αστικά κόμματα, οι κυβερνήσεις που εναλλάχτηκαν στην εξουσία απέδειξαν την ικανότητά τους να ενσωματώνουν στα κυβερνητικά παιχνίδια τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης. Ενώ η πολιτική ηγεσία δίνει εγγυήσεις διαφάνειας και ελευθερίας για να αποκοιμίσει καλύτερα την κοινή γνώμη, ακολουθεί πανομοιότυπη λογική με όλες τις δυτικές δημοκρατίες. Ρυθμίζει τους κανόνες της δημοσιογραφικής εργασίας χωρίς να απαγορεύεται τίποτε, καταλαμβάνει το πεδίο επικοινωνίας που ελέγχεται από την  κυρίαρχη τάξη που εκπροσωπεί, περιθωριοποιώντας κάθε φωνή που αντιτίθεται. Κι έτσι ούτε και στη χώρα μας από τα συστημικά μέσα επικοινωνίας φτάνει η φωνή της ματωμένης Παλαιστίνης ούτε ακόμα και τα ερωτηματικά ή και αποκαλύψεις από δυστυχήματα όπως των Τεμπών που η εμπλοκή αξιωματούχων μοιάζει να το μετατρέπει σε έγκλημα.
         Την προηγούμενη εβδομάδα ή εκδίωξη από τη συνέντευξη Τύπου  στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ δυο δημοσιογράφων, τον ένα άντρες της ασφάλειας τον έβγαλαν σηκωτό από την αίθουσα, μοιάζει να συνοψίζει σε μια εικόνα το είδος της ελευθερίας που απολαμβάνει η δημοσιογραφία. Εκδιώχθηκαν οι δυο δημοσιογράφοι επειδή έκαναν άβολες ερωτήσεις. Ο ένας, Σαμ Χουσεϊνί,  ρωτούσε τον υπουργό εξωτερικών Α. Μπλίνκεν γιατί δεν βρίσκεται στη Χάγη για τα εγκλήματα πολέμου, ενώ ο άλλος, Μ. Μπλουμεντάλ, γιατί επέτρεψε τη δολοφονία εκατοντάδων δημοσιογράφων στη Γάζα. Οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι  παρακολουθούσαν αμέτοχοι, το πολύ κάποιοι να κατέγραφαν στο περιστατικό στο κινητό τους.
          Μέσα ενημέρωσης περιέγραψαν τους δημοσιογράφους σαν ακτιβιστές κι εξέφρασαν την απορία τους που παρεισέφρησαν στην αίθουσα τύπου προσβάλλοντας με το είδος των ερωτήσεων τον οικοδεσπότη. Είναι χαρακτηριστικό ότι γίνεται αποδεκτό η κυβέρνηση να επιβάλλει περιορισμούς με πρόσχημα τη διασφάλιση της εύρυθμης διαδικασίας. Κι ενώ από τη μια, στα λόγια, υποστηρίζεται το δικαίωμα στους δημοσιογράφους να κάνουν σκληρές ερωτήσεις και να ζητούν ευθύνες από αξιωματούχους, από την άλλη όταν αυτό γίνεται πράξη το απαγορεύουν επικαλούμενοι υπέρβαση ορίων της καθιερωμένης ευπρέπειας και των κανόνων για τις δεσμεύσεις του Τύπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον Μπλίνκεν και τη γενοκτονία στη Γάζα, το πρόβλημα δεν ήταν η γενοκτονία, αλλά ότι οι δημοσιογράφοι ήταν ανεπαρκώς ευγενικοί σχετικά μ’ αυτήν. Και καταλήγουμε στο τραγελαφικό, οι δυτικοί αξιωματούχοι που αισθάνονται ταλαιπωρημένοι και προσβεβλημένοι με τις ερωτήσεις για τις ευθύνες τους να πρέπει να μας ενδιαφέρουν περισσότερο από τα παιδιά που διαμελίζονται και καίγονται από αμερικανικά στρατιωτικά εκρηκτικά.  Κι αυτός είναι ο δυτικός φιλελευθερισμός με λίγα λόγια και σε μια εικόνα.

 

 

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ

 

Ο θάνατος του Κ. Σημίτη, του επί μια οκταετία, 1996-2004, πρωθυπουργού, έχει γίνει αφορμή τις τελευταίες ημέρες, από συστημικά ΜΜΕ και πολιτική ηγεσία,  για μια ιδεολογίζουσα πολυλογία που δικαιώνει πολιτικές επιλογές των τελευταίων δεκαετιών, και  της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μόνο που φαίνεται ότι έχει φτωχύνει η εφευρετικότητα τους σε πολιτικούς νεολογισμούς και πλατειάζουν με επαναλήψεις περί εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού, που ήταν οι κεντρικές επιδιώξεις του εκλιπόντος και τις συνεχίζει επάξια ο Κ. Μητσοτάκης.
        Με την ανάδειξη του Κ. Σημίτη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και την πρωθυπουργία της χώρας το 1996 έκανε την εμφάνισή του και ο εκσυγχρονισμός ως πρόγραμμα διακυβέρνησης και συγχρόνως και κυρίαρχη ιδεολογική πρόταση, που υιοθετήθηκε και από ένα τμήμα του πληθυσμού. Με το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα  επιχείρησε το  ΠΑΣΟΚ να παρακάμψει τις παλιές πολιτικοϊδεολογικές διαιρέσεις, τις ταξικές τις είχε ήδη υπερβεί, βάζοντας στο επίκεντρο την επιδίωξη της προόδου. Εν ολίγοις, από τη δεκαετία του ’90 η υιοθέτηση των φιλελεύθερων πολιτικών, της τεχνοκρατικής λογικής, της προσήλωσης στους οικονομικούς δείκτες απώθησε, αν δεν δαιμονοποίησε μάλιστα,  ταξικές συγκρούσεις, πολιτικούς ανταγωνισμούς, λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο προσανατολισμός της πολιτικής προς μια συναίνεση σ’ ένα ιδεατό πολιτικό και κοινωνικό κέντρο που συνέκλινε για μια ουδέτερη, ορθολογική πρόοδο, έτεινε να αμβλύνει τις διαφορές ανάμεσα στα δυο κόμματα εξουσίας και θόλωσε τα όρια  ανάμεσα σε δυο πολιτικές προτάσεις, που τα προηγούμενα χρόνια φάνταζαν διακριτές.
         Και στις εκλογές του 2004, που μεταβιβάστηκε η πολιτική εξουσία στην κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας του γόνου Κ. Καραμανλή, η σύγκρουση ανάμεσα στα δυο κόμματα ήταν περισσότερο φαινομενική, που εστιάστηκε σε ζητήματα ηθικής και διαχειριστικής ικανότητας, με την πάταξη της διαφθοράς να γίνεται το κεντρικό διακύβευμα της προεκλογικής εκστρατείας της Ν.Δ. Σκάνδαλα επί σκανδάλων αποκαλύφτηκαν, που στα διάβα των χρόνων  και μέσα από νομικές διαδικασίες οι ένοχοι που βρέθηκαν και τιμωρήθηκαν συρρικνώθηκαν σε έναν, τον  Α. Τσοχατζόπουλου για τα εξοπλιστικά προγράμματα. Δεν φαινόταν  λοιπόν να υπάρχει μεταξύ των κομμάτων της Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ μεγάλη διαφορά στο  πολιτικό πρόγραμμα ή ιδεολογικό πλαίσιο, πράγμα που αποκαλύφτηκε ξεκάθαρα με την κρίση και την είσοδο στα μνημόνια,  και η επιδίωξη της ανάπτυξης, ως μια συνεχούς διαδικασίας, θεωρήθηκε από τα αστικά κόμματα μονόδρομος. Ο  μονοσήμαντος στόχος της κυβέρνησης Σημίτη που ήταν η ένταξη στην Ευρωζώνη καθόρισε ιδεολογία και πολιτική για όλα τα επόμενα χρόνια του 21ου αιώνα.  
         Έτσι, απροκάλυπτα πια, χωρίς σοσιαλιστικές διακηρύξεις, επικαλούνται ανάπτυξη, πρόοδο, εκσυγχρονισμό, μεταρρυθμίσεις τα κόμματα της εξουσίας, κι αυτά που προπονούνται γι’ αυτήν, κάθε φορά για να καλύψουν την νοηματική κενότητα των λόγων τους, που κρύβει τον πραγματικό στόχο, την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.  Η εικόνα του Κ. Σημίτη που κράδαινε θριαμβευτικά  τα ευρώ που έβγαλε από το ΑΤΜ συμπύκνωνε την πολιτική των επόμενων χρόνων.  Κοινό στοιχείο στη ρητορική των αστικών κομμάτων γίνεται  πια   η χρήση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως στόχου και κατάκτησης, αλλά και ως άλλοθι, επιταγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για επιβολή νέων φόρων ή μέτρων λιτότητας.  
        Η προσπάθεια έκτοτε να επιρριφθεί η ευθύνη για την  οικονομική εξαθλίωση και την ιδεολογική κενότητα στα λαϊκά στρώματα αντλούσε επιχειρήματα, που συνοψίζονταν στη φράση «μαζί τα φάγαμε», από την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τις κυβερνήσεις Σημίτη. Ακόμα και τώρα, ο θάνατος του Κ. Σημίτη θεωρήθηκε ευκαιρία για να γίνει υπενθύμιση στα λαϊκά στρώματα ότι  η  χρεοκοπία της Ελλάδας οφείλεται στις δικές τους αντιδράσεις, που δεν επέτρεψαν στον Κ. Σημίτη να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις του.  Γι’ αυτό και συστημικά μέσα ενημέρωσης και κοινωνικά δίκτυα αναφέρονται στην ματαίωση της προσπάθειας του Τ. Γιαννίτση για αναμόρφωση του ασφαλιστικού, μετά τις σχεδόν καθολικές αντιδράσεις από τους εργαζόμενους, σαν μια χαμένη ευκαιρία για την οικονομία.  Μόνο που όλη αυτή η προπαγάνδα του κυρίαρχου λόγου εσκεμμένα ξεχνά το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου, που δεν περιορίστηκε μόνο στη μεταφορά πόρων από τους πολλούς στους λίγους και εκλεκτούς φίλους και παρατρεχάμενους της εξουσίας, αλλά και στη θεσμοθέτηση της λεηλασίας των ασφαλιστικών ταμείων. Είναι η κυβέρνηση του Κ. Σημίτη, που το 1999, με συμφωνία της Ν. Δημοκρατίας, ανεβάζει το ποσοστό των αποθεματικών των ταμείων που τοποθετούνται σε μετοχές και τραπεζικά προϊόντα υψηλού ρίσκου στο 23%, από το 20% που ήδη το 1992 είχε θεσμοθετήσει η κυβέρνηση του Κων. Μητσοτάκη. Και είναι το 2003 που πάλι η κυβέρνηση Σημίτη επέτρεψε στα Ταμεία να επενδύσουν τα αποθεματικά τους σε χρηματιστηριακά παράγωγα.
          Επειδή λοιπόν η αποκάλυψη της ιστορικής προοπτικής γεγονότων είναι προϋπόθεση για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, γι’ αυτό και με αφορμή το θάνατο του Κ. Σημίτη στην υπενθύμιση γεγονότων του παρελθόντος θα πρέπει να αναζητηθεί και η  σχέση τους στην ενότητα παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος.
         Εν ολίγοις, η  γιγαντιαία παραπλάνηση  του λαϊκού κινήματος που ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ μετά την πτώση της χούντας για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας οδήγησε στον εκσυγχρονιστή Σημίτη, για να καταλήξει στον Γ. Παπανδρέου και την επιβολή των μνημονίων. Όλα τα αστικά κόμματα προσανατολίζονται σε μια πολιτική διαχείρισης της κρίσης έτσι που να ρίχνεται όλο το βάρος της στους εργαζόμενους, επιδιώκοντας την αύξηση του κέρδους του μεγάλου κεφαλαίου, για να προχωρήσει και να συνεχίσει τη συσσώρευση.   Και αυτή η πολιτική, πολύ πιο επιθετικά, χωρίς πια αριστερόστροφη φρασεολογία ή σοσιαλιστικά συνθήματα συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας με κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη της Ν.Δημοκρατίας.

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ …ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ

 

Τα τελευταία χρόνια τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των  πολιτικών, με τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να κάνει εβδομαδιαίους απολογισμούς, πάντα σχεδόν θριαμβευτικούς, της διακυβέρνησής του. Από κοντά οπαδοί ή «πληρωμένα τρολ» με παραποιημένα επιχειρήματα ή πληροφορίες προσπαθούν να ενισχύσουν μια κατασκευασμένη πραγματικότητα που δικαιώνει την αποφάσεις και δράσεις της διακυβέρνησης της Ν. Δημοκρατίας του Κ. Μητσοτάκη. Κόμματα, όπως του Σ. Κασσελάκη μοιάζει να προσπαθούν  να πείσουν ότι η εικονική πραγματικότητά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντιστοιχεί σε επιρροή  στον πραγματικό κόσμο. Βίντεο που καθηγητές σε πανεπιστήμια εξωτερικού, κατά δήλωσή τους, καταγγέλλουν τις τριγωνικές σχέσεις εξουσίας ξεσηκώνουν διαμαρτυρίες από υπουργούς, όπως ο Α. Γεωργιάδης, γιατί γίνεται απαξιωτική και χλευαστική αναφορά στο δημοσιογράφο, φωνή της κυβέρνησης, Α. Πορτοσάλτε.  
        Γενικώς δίνεται η εντύπωση ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παράγουν πολιτική. Όπως πριν μια δεκαπενταετία, με την «αραβική άνοιξη»  εκθειαζόταν η  δυναμική του φέισμπουκ που οργάνωνε κινητοποιήσεις, μέχρι που όλη αυτή η δυναμική κατέληξε σε δικτατορίες και διαλύσεις κρατών. Ακόμα και στα καθ’ ημάς, οι αγανακτισμένοι των πλατειών με τη ψηφιακή τεχνολογία συνδέονταν με καλέσματα στο φέϊσμπουκ ή αναλύσεις στην μπλογκόσφαιρα που ήταν τότε στις δόξες της,  για να διαλυθούν, αφού έδωσαν φιλί ζωής στο απαξιωμένο σύστημα και συμβάλλαν όσο μπορούσαν στη νεκρανάστασή του.
        Είναι αλήθεια ότι η άφιξη της ψηφιακής επανάστασης έχει ταράξει τις καθιερωμένες ισορροπίες και στον τομέα των επικοινωνιών, με τα κοινωνικά δίκτυα να έχουν γίνει ουσιαστικό μέρος της διαδικτυακής επικοινωνίας. Η ευκολία, η ποικιλομορφία των κοινωνικών δικτύων και η ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτά δημιούργησαν ένα νέο δημόσιο χώρο όπου μοιάζει όλοι έχουν την ευκαιρία να εκφραστούν. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια δίνεται η εντύπωση ότι τα κοινωνικά δίκτυα έχουν αποκτήσει μεγάλο βάρος στη λειτουργία των δημοκρατιών μας, αφού παρηγορούν μεγάλες ομάδες πληθυσμών ότι δεν καταδικάζονται στη σιωπή και δεν ουρλιάζουν στο κενό χωρίς κανείς να τις ακούσει.
         Το διαδίκτυο φαινόταν στην αρχή ότι προοριζόταν να είναι ένας ανοιχτός, ελεύθερος και αποκεντρωμένος χώρος. Μέσα σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, μελωδίες υποσχέσεων νανούριζαν για άλλη μια φορά  μια μεγάλη πλειοψηφία για τη δημιουργία ενός οργάνου απόλυτης ελευθερίας, ικανό να προσφέρει σε όλους την ίδια πρόσβαση στην πληροφόρηση, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, χωρίς ιεραρχία ή φίλτρο. Η εμφάνιση των κοινωνικών δικτύων πρόσθεσε και τη δυνατότητα σε όλους για δημόσια έκφραση των απόψεών τους και φάνηκε η προσδοκία να αποτελέσουν τα κοινωνικά δίκτυα μια αληθινή δημοκρατική επανάσταση ικανή να καταρρίψει το μονοπώλιο του κυρίαρχου λόγου και να αναδιανείμει τα μερίδια της φωνής με ισότιμο τρόπο στο επίπεδο του δημόσιου λόγου να γίνεται πραγματικότητα.
          Μόνο που  δεν πέρασε πολύς καιρός και ο καπιταλισμός και σ’ αυτόν τον τομέα φάνηκε πώς λειτουργεί,  με την εξαγορά και υπαγωγή τους στα εμπορικά και στρατηγικά συμφέροντα μεγάλων ομίλων. Και πάλι εμφανίστηκαν οι κίνδυνοι της αυθαίρετης λογοκρισίας, κι αποκαλύφτηκε η ικανότητα των κοινωνικών δικτύων για διακριτική αλλά καθοριστική λογοκρισία, ώστε   ορισμένες ιδέες ή προσωπικότητες να γίνονται αόρατες. Έτσι π.χ  είναι γεγονός ότι τα εγκλήματα του Ισραήλ στη Γάζα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν γνωστά, αφού τα συστημικά μέσα ενημέρωσης συστηματικά τα αγνοούν. Γι’ αυτό όμως από τη μια  και το Ισραήλ φρόντισε να δολοφονήσει  περίπου 200 δημοσιογράφους, ώστε να μην υπάρχουν μάρτυρες για τη γενοκτονία και από την άλλη, με διάφορους τρόπους τα κοινωνικά δίκτυα  φροντίζουν να μην προβάλλουν ή προωθούν εικόνες και πληροφορίες για τα εγκλήματα του ισραηλινού στρατού.   
         Ενώ λοιπόν φαίνεται ότι τα κοινωνικά δίκτυα κατέστησαν δυνατές πολυάριθμες προόδους όσον αφορά τον εκδημοκρατισμό του πολιτισμού και την πρόσβαση στην πληροφόρηση, στην τελική όμως οι αλγόριθμοί τους δεν αντικατοπτρίζουν πλέον την πραγματικότητα, αντίθετα προσπαθούν να  τη διαμορφώνουν επιβάλλοντας τον κυρίαρχο λόγο και ενισχύοντας τις πιο δυνατές φωνές. Επιπλέον και η ανάγκη επιβεβαίωσης καταλήγει να εγκλωβίζει τους συνδρομητές  σε πολύ ομοιογενείς κοινότητες που σκέφτονται αποκλειστικά σαν αυτούς. Η ανάγκη για προσέλκυση  και διατήρηση της προσοχής των συνδρομητών για όσο το δυνατόν περισσότερο καταλήγουν να διαμορφώνουν τη δικτυακή πραγματικότητα.
          Κι αν φαινόταν να αληθεύει ότι τα κοινωνικά δίκτυα επέτρεψαν, αρχικά, ορισμένες πολιτικές απόψεις που είχαν περιθωριοποιηθεί μέχρι τώρα στη δημόσια συζήτηση να εκφραστούν και να ακουστούν στις διάφορες κοινότητες τους, αυτό έγινε μάλλον συμπτωματικά. Γιατί το ενδιαφέρον δεν είναι η ανανέωση της πολιτικής συζήτησης, αλλά απλά η ανάδειξη θεμάτων που ενθαρρύνουν τους χρήστες του Διαδικτύου να παραμείνουν συνδεδεμένοι όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς αυτό να γίνεται επικίνδυνο για το status quo. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτά τα δίκτυα δεν υπερασπίζονται  πάντα την ελευθερία της έκφρασης με μεγάλο ζήλο, αλλά αντίθετα επιτρέπουν να επικρατήσει μια νέα και πιο αυθαίρετη μορφή λογοκρισίας. Το δικαίωμα κάποιου να εκφραστεί όλο και πιο συχνά τίθεται υπό αμφισβήτηση από πολυεθνικές  ψηφιακών δικτύων που ξεφεύγουν από νομικούς κανόνες, αλλά που δεν παραλείπουν να συνδράμουν την κυρίαρχη εξουσία.  Ακόμα και οι  προσπάθειες για  τη δημιουργία νομικού πλαισίου μάλλον ενισχύουν αυτήν την τάση παρά που υπερασπίζονται την ελευθερία της έκφρασης. Κανονισμοί ευρωπαϊκοί που ισχυρίζονται ότι έχουν σκοπό την καταπολέμηση του μίσους και κάθε παράνομου περιεχομένου στην πραγματικότητα επιδιώκουν ευθυγράμμιση με τον κυρίαρχο λόγο, όπου ορισμένες απόψεις  διαγράφονται συστηματικά. Επομένως  ευνοείται και σ’ αυτόν τον τομέα η πολιτική παρέμβαση.
         Η εποπτεία περιεχομένου μ’ αυτό το σκεπτικό οδηγεί σε νέα μορφή λογοκρισίας. Δεν υπάρχει πια ανάγκη να διαγράφεται ένας λογαριασμός για να μη διαδίδεται το περιεχόμενό του, γιατί οι αλγόριθμοι είναι σε θέση να κάνουν κάποιο περιεχόμενο ουσιαστικά αόρατο, χωρίς ποτέ να το αφαιρέσουν ρητά. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα ολέθριο, γιατί ξεφεύγει από το άγρυπνο βλέμμα του κοινού. Οι χρήστες μπορούν να συνεχίσουν να δημοσιεύουν ό,τι θέλουν, αλλά η εμβέλεια των αναρτήσεών τους μειώνεται δραστικά. Αυτή η έλλειψη ορατότητας συνιστά σοβαρή απειλή για την ελευθερία της έκφρασης, επειδή πνίγει ορισμένες φωνές αντιφρονούντων υπό αλγοριθμική σιωπή, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας συναίνεσης που δεν υπάρχει και διατηρώντας την ψευδαίσθηση μιας ελευθερίας της έκφρασης.
          Στην τελική, από τη στιγμή που τα κοινωνικά δίκτυα είναι ιδιωτικές εταιρείες που επιδιώκουν κέρδος και  δεν παύουν να ενεργούν υπό την πίεση κρατικών απαιτήσεων το βάρος τους στην πολιτική επικοινωνία θα ευνοεί πάντα την κυρίαρχη εξουσία. Γι’ αυτό και καταλήγουν ιδιωτικοί λογοκριτές, έτσι ώστε κάθε φορά  η κυβερνητική λογοκρισία να εμφανίζεται με διακριτικό τρόπο, είτε με πίεση είτε με ενθάρρυνση σε εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης για να καταδικάζουν στην αφάνεια δράσεις, ενέργειες ή απόψεις που είναι δυσμενείς για την κυρίαρχη τάξη. Και όλοι οι υπόλοιποι, μακάριοι μέσα στις ψευδαισθήσεις τους, να είναι σίγουροι για  την ελευθερία που εξασφαλίζει η αστική μας δημοκρατία.