Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ

 

Στην Επίδαυρο, στην  παράσταση της Ορέστειας σε σκηνοθεσία  Θ. Τερζόπουλου, μετά το τέλος της μια παλαιστινιακή σημαία ανοίχτηκε από τους θεατές στο κοίλο του αρχαίου θεάτρου που άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το σύνθημα για Λευτεριά στην Παλαιστίνη. Μετά δυο μέρες ο Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος έσπευσε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του με μια ανακοίνωση διαμαρτυρίας, γιατί σε ένα χώρο «παγκόσμιου πολιτισμού, πομπό οικουμενικών μηνυμάτων ειρήνης και συμφιλίωσης» ακούστηκε το  συγκεκριμένο σύνθημα επικρίνοντας τους θεατές που δεν ζήτησαν λευτεριά για τους 120 ισραηλινούς ομήρους, επαναλαμβάνοντας την κατηγορία του αντισημιτισμού. Από κοντά κάποιοι δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, λογοτέχνες κλπ. θεώρησαν υποχρέωσή τους να εκφράσουν εμμέσως και πλαγίως ταύτιση απόψεων με το ΚΙΣ, είτε απαξιώνοντας την ίδια την παράσταση για  τον πολιτικό σχολιασμό που ο ίδιος ο σκηνοθέτης εισήγαγε στο τέλος του έργου είτε επικρίνοντας τις αντιδράσεις των θεατών που φώναξαν για λευτεριά στην Παλαιστίνη.
          Επομένως, από την  πολιτική  απήχηση που είχε αυτό  το ανέβασμα της τραγωδίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατάφερε να ανανεώσει την επαφή της με συλλογικές πραγματικότητες της πολιτικής ζωής όπως στα χρόνια της ακμής της.  
         Πενήντα χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο, εν μέσω δύο ιμπεριαλιστικών πολέμων με εμφανή εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης, με τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας να έχει εκπέσει στο επίπεδο  «μεροδούλι- μεροφάι», το ανέβασμα μιας τραγωδίας στη σκηνή γίνεται αντικείμενο διαμάχης που ξεφεύγει από τα όρια της καλλιτεχνικής κριτικής. Η τραγωδία σαν να ξαναβρίσκει κάποιο από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της όταν άκμαζε, τότε που πρωτοπαρουσιάστηκε η Ορέστεια το 458 π.Χ. Και το αρχαίο ελληνικό θέατρο γίνεται το παράδειγμα για εκείνη την αντίληψη που περιμένει από την τέχνη κάτι επιπλέον εκτός από την καθαρή αισθητική απόλαυση, που θέλει ο καλλιτέχνης να είναι και πολίτης, συντονισμένος με  την πολιτικοκοινωνική  πραγματικότητα.
        Γιατί και η τραγωδία στα ογδόντα χρόνια της ακμής της δεν ήταν μόνο μια  μορφή τέχνης. Ήταν ένας κοινωνικός  θεσμός που εισήγαγε η πόλη με την ίδρυσή τραγικών αγώνων, πλάι στο πολιτικά και δικαστικά της όργανα. Εμφανίζεται  έτσι ριζωμένη στην κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς να σημαίνει ότι είναι και η αντανάκλασή της, αλλά μάλλον την εξετάζει και προβληματίζεται γι’ αυτήν.
         Κάθε τραγικό θέμα είναι θέμα μιας σύγκρουσης. Η σύγκρουση ενός ανθρώπου, ενός ήρωα με ένα εμπόδιο που θεωρείται και είναι ανυπέρβλητο, ενός αγωνιστή που τις περισσότερες φορές δίκαια ή άδικα συντρίβεται.  Οι ήρωες που αναλαμβάνουν αυτό τον αγώνα κάνουν λάθη, το πάθος τους τυφλώνει πολλές φορές, είναι παράφοροι και βίαιοι. Όλοι όμως έχουν μεγάλες ανθρώπινες αρετές, αξιοπρέπεια, θάρρος, έρωτα για τη δικαιοσύνη, αγάπη για τον τόπο τους, φρόνημα υψηλό.  Διαπιστώνεται σ’ αυτόν τον αγώνα η αδυναμία του ανθρώπου, συγχρόνως όμως  και η ελευθερία του, αφού ο τραγικός ήρωας κι όταν περιέλθει σε τραγικό αδιέξοδο, παραμένει πάντα κύριος της ίδιας του της αντίδρασης.
          Η πάλη του τραγικού ήρωα με τη Μοίρα, εκφρασμένη  στη γλώσσα του μύθου, δεν είναι παρά η πάλη που έκανε ο λαός, από τον 7ο ως τον 5ο αιώνα, για να ελευθερωθεί από τις κοινωνικές πιέσεις που τον δυνάστευαν ακόμα τη στιγμή που γεννιέται η τραγωδία. Το αίτημα για θεία δικαιοσύνη είναι κυρίαρχο, γιατί ο αθηναϊκός λαός φέρει μέσα στη σάρκα του τις πληγές του αγώνα που ανάλαβε και που διεξάγει ακόμα για την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Στο όνομα της δικαιοσύνης, ο αθηναϊκός λαός εξακολουθεί να αγωνίζεται σκληρά στον τομέα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής ενάντια στου κατέχοντες που είναι συγχρόνως και κυβερνήτες του, για να τους αποσπάσει  την πλήρη ισότητα δικαιωμάτων των πολιτών, αυτό που θα ονομάσει δημοκρατικό πολίτευμα. Η τραγωδία λοιπόν κάνει την εμφάνισή της προς το τέλος αυτού του αγώνα. Στο  παμπάλαιο αγώνα του αθηναϊκού λαού για ελευθερία,  πολιτική ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, έρχεται και εντάσσεται στην πιο λαοφιλή γιορτή της Αθήνας η παράσταση του άλλου αγώνα, του αγώνα του ήρωα που παλεύει με τη Μοίρα και που αποτελεί το τραγικό θέμα, σαν απόδειξη δοκιμασιών που ο άνθρωπος μπορεί να υποστεί χωρίς λύση και χωρίς συνδρομή.  
          Η τραγωδία συνενώνει μέσα στο λαό που την παρακολουθεί με μια καρδιά όλες τις αγωνιστικές δυνάμεις που έχει μέσα του,  προορισμένη να τον τέρψει και διαπαιδαγωγήσει. Αυτόν τον  λαό που τον ένωσε και ανύψωσε η εμπειρία των περσικών πολέμων. Τότε  που εγκατέλειψε την πόλη του η οποία αφέθηκε στα χέρια των θεών όταν απειλήθηκε από τους βαρβάρους  και αυτή σώθηκε, επιβεβαιώνοντας μια προσφιλή ιδέα ότι υπάρχει θεία δίκη. Τότε που ο αθηναϊκός λαός μη περιμένοντας βέβαια τα πάντα από τους θεούς, πολέμησε και αμύνθηκε με αυτοθυσία, έτσι που ενισχύθηκε ο σεβασμός στον ανθρώπινο ηρωισμό, έτσι που το αθηναϊκό κοινό που παρακολουθούσε τους τραγικούς αγώνες να είναι περήφανο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, να αισθάνεται τους συλλογικούς δεσμούς που το δένουν, καθώς ακούει τη φωνή των ποιητών του, που εξηγώντας τους μύθους του παρελθόντος που αντιπροσώπευαν  τότε την ιστορία, τον βοηθούν στον αγώνα του να τη συνεχίσει, ενισχύει την άρνηση να δεχτεί την αδικία και τη θέληση να παλέψει εναντίον της. Εν ολίγοις, η ελληνική τραγωδία είχε  σχεδόν πάντα μια συλλογική και εθνική απήχηση.
          Επομένως και στην Επίδαυρο, μετά από πολύ καιρό,  η  παράσταση της Ορέστειας απέκτησε αυτή τη συλλογική απήχηση, με το σκηνοθέτη να καταφέρνει να αναπτύξει έτσι τα θέματα της τραγωδίας, που δεν τα πρόσφερε βέβαια η επικαιρότητα, ώστε σε μερικά χωρία να προτρέπει το θεατή να κάνει τη συσχέτιση μ’  αυτήν. Κι αν γι’ αυτό ήταν καταλυτικό το πολιτικό σχόλιο του σκηνοθέτη, αυτό περισσότερο οφείλεται στην απομάκρυνση του σύγχρονου θεατή από συλλογικές εμπειρίες, θεωρώντας την παρακολούθηση μιας παράστασης μόνο προσωπική υπόθεση.
          Αντίθετα,  στα χρόνια της ακμής της τραγωδίας ενθάρρυνε αυτή τη συσχέτιση ο εθνικός ή συλλογικός χαρακτήρας  της παράστασης και η σπουδαιότητα της πόλης  στη ζωή των Αθηναίων του 5ου αιώνα σχεδόν την επέβαλλε. Γιατί οι Αθηναίοι συμμετείχαν στη δημόσια ζωή, αποφάσιζαν για τις υποθέσεις του κράτους τους, ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό,  έκριναν τις πράξεις τους. Και σ’ ένα κράτος  τόσο περιορισμένο η δημόσια ευτυχία ή δυστυχία αντανακλούσε άμεσα στη ζωή του καθενός. Δεν μπορούσαν λοιπόν να είναι αδιάφοροι για ζητήματα που άγγιζαν τη δημόσια ζωή.
          Γι’ αυτό και κατανοούσαν έναν από τους πιο σκληρούς, αλλά πιο βέβαιους νόμους της ζωής, ότι κανένας μας δεν είναι μόνος στον κόσμο, με άθικτη την ευθύνη του. Υπάρχουν σφάλματα για τα οποία η εξάρτησή μας από μια γενιά ή μια κοινότητα μας κάνει συνυπεύθυνους, γινόμαστε συνεργοί ακόμα και για σφάλματα άλλων αν δεν έχουμε τη δύναμη να τ’ απορρίψουμε. Το αποτέλεσμα είναι πως κάθε ανθρώπινο διάβα προεκτείνεται και προκαλεί σειρά απηχήσεων, που του δίνουν τη σοβαρότητά του και το τραγικό του νόημα. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο με τις μυστηριώδεις αναλογίες, η πράξη του ανθρώπου που γίνεται αιτία να χυθεί αίμα, δεν περιορίζεται στον προσωπικό ή οικογενειακό ορίζοντα, προεκτείνεται στο χώρο και το χρόνο.
           Έτσι  στον πόλεμο στην Παλαιστίνη, κάθε πράξη βίας, αρχή γενομένης με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, γεννά αλυσιδωτές πράξεις βίας, όπως σε κάθε πόλεμο. Με συνέπεια,  οι συνεχείς επαναλήψεις των Ισραηλινών που αιτιολογούν τη γενοκτονία των Παλαιστινίων με την εκτέλεση και  ομηρία συμπατριωτών τους και οι συνεχείς δικαιολογίες  της Δύσης, που γνώρισε και το διαφωτισμό, για τις θηριωδίες του κράτους του Ισραήλ  σαν αυτοάμυνα του, να εκτοξεύουν τον πολιτισμένο κόσμο μας  πίσω, στο μυθικό κόσμο της βίας και του τρόμου.
          Στην Ορέστεια όμως ο Αισχύλος μέσα σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο προβάλλει το αίτημα για δικαιοσύνη. Ο κόσμος που περιγράφεται με τη μορφή του μύθου κινείται μέσα στο φόβο και τη βία, μια αλυσίδα φόνων που ο ένας προκαλεί τον άλλο. Σκοτώνουν και σκοτώνονται, σαν θηρία που αλλησπαράσσονται, κραυγάζουν από φόβο. Το χυμένο αίμα δεν εξαλείφεται, οι νεκροί επιστρέφουν, οι άνθρωποι γίνονται λεία εφιαλτών και οπτασιών. Μ’ αυτόν τον άγριο κόσμο συνδέει με το πολιτικό του σχόλιο ο σκηνοθέτης το νέο μας κόσμο, των χρηματιστηρίων, των χιλιάδων νεκρών και προσφύγων, έναν κόσμο όμως που δεν φαίνεται να ζητά καμιά δικαιοσύνη.
         Αντίθετα,  στην τραγωδία, μέσα  από την αγωνία και τον τρόμο του μύθου, μέσα σε όλες αυτές τις τρομερές δυνάμεις αναζητούνται τα ίχνη και τα σημάδια μιας δικαιοσύνης ανώτερης, μιας αρμονίας που δίνει στο έργο του Αισχύλου μια επιπλέον διάσταση, που μεγαλώνει την αξία κάθε γεγονότος και λέξης, που κάνει την τραγωδία να υψώνεται πάνω από το σύγχρονο και να φτάνει μέχρι τις μέρες μας, με το ίδιο αίτημα.  Και ο θρήνος της Κασσάνδρας που προμάντευε για το αίμα που θα χυθεί στο οίκο των Ατρειδών, το θρηνητικό τραγούδι για την απανθρωπιά του ανθρώπου και για τη σπατάλη της ανθρώπινης ζωής  που βρήκε στο σήμερα  την έκφρασή του  με το αράβικο μοιρολόι με όλα τα συμφραζόμενά του,  μοιάζει να συμπυκνώνει αδιάσπαστη την καμπύλη της τραγωδίας από τότε μέχρι τώρα.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

ΠΡΟΤΥΠΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στις ΗΠΑ, με την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ντ. Τραμπ όλοι στο πολιτικοκοινωνικό σύστημα  φαίνεται ότι διαθέτουν μια θεωρία για το τι συνέβη και γιατί αυτή τη στιγμή, ενώ συγχρόνως στέκονται ενωμένοι στη διακήρυξη ότι δεν υπάρχει χώρος για βία στη δημοκρατική Αμερική. Την ίδια στιγμή όλες οι ομάδες συμφερόντων κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να απομυζήσουν οφέλη από αυτό το γεγονός και να προωθήσουν τα δικά τους επιμέρους συμφέροντα, συσκοτίζοντας πλήρως την πραγματικότητα.  Και όλοι αυτοί που πέρασαν εννέα μήνες συμβάλλοντας με τον ένα ή άλλο τρόπο στο βομβαρδισμό της Γάζας συμφωνούν ότι η επίθεση εναντίον του Τραμπ ήταν η χειρότερη πράξη βίας που έχουν δει ποτέ. Οι Δημοκρατικοί που πέρασαν τέσσερα χρόνια διαδίδοντας θεωρίες συνωμοσίας και αποκαλώντας τον Τραμπ Σατανά συμφωνούν με τους ρεμπουμπλικάνους για τη διχαστική ρητορική που οδήγησε σ’  αυτή τη στιγμή. Τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκρατικοί επιμένουν συνεχώς ότι η άλλη πλευρά θα είναι τυραννική στην εξουσία, για να έχουν την ψευδαίσθηση της επιλογής οι εκλογείς τους.  Και οι μεν και οι δε δεν διαφωνούν να δολοφονούνται Ιρανοί, Αφγανοί ή Παλαιστίνιοι, αλλά  ομόφωνα καταδικάζουν τη βία στη χώρα τους. Μόνο στις  χώρες του ΝΑΤΟ, και στο Ισραήλ βεβαίως, επιτρέπονται τέτοια δολοφονικά παιχνίδια εις βάρος άλλων χωρών, χωρίς να πάψουν να θεωρούνται πολιτισμένες και δημοκρατικές. 
        Η χώρα  των ΗΠΑ που έχει πραγματοποιήσει στοχευμένες δολοφονίες σε Υεμένη, Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη κλπ. θέλει να θεωρείται ότι είναι μια χώρα πολιτισμένη που σέβεται το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες δικαίου, αν και  η πολιτική βία και οι στοχευμένες δολοφονίες μοιάζει να είναι τα εθνικά της αθλήματα. Οι   ΗΠΑ είναι μια χώρα όπου η ζωή μοιάζει να είναι φθηνή, ιδιαίτερα για όποιον είναι φτωχός.  Είναι μια χώρα   όπου ένας αστυνομικός μπορεί να πυροβολήσει και να σκοτώσει και μόνο για επίδειξη δύναμης,  όπου οι πολιτικοί θα σκεφτούν να ανατινάξουν ακόμα και σχολεία και νοσοκομεία απλώς για να συλλάβουν ανθρώπους που θεωρούν επικίνδυνους, όπου οι πολίτες τους πληρώνουν για τις θηριώδεις στρατιωτικές δαπάνες αλλά  αφήνονται να πεθάνουν όταν αρρωστήσουν, όπου οι άνθρωποι εκτελούνται με έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς στον κόσμο. Η ιδέα της δημοκρατίας των ΗΠΑ ολοένα και μοιάζει ακόμα και επικοινωνιακά να παραπαίει. Ένας  γέροντας που παριστάνει τον πρόεδρο της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου και ένας υποψήφιος για πρόεδρος εναντίον του οποίου έγινε απόπειρα δολοφονίας δεν δείχνουν παρά μια αποτυχία ελέγχων και ισορροπιών στα εσωτερικά του κατεστημένου που επέτρεψε αμφισβητούμενα άτομα, ακόμα και για την εικόνα μιας υπερδύναμης, να βρίσκονται στο προσκήνιο. Και μοιάζει από αδυναμία ή και κυνισμό της υπερδύναμης η διαφημιζόμενη  δημοκρατία της  να αποτυγχάνει να προστατεύσει  την εικόνα της που απαιτεί να φαίνεται ότι εκπροσωπούνται οι εκλογείς στα θεσμικά όργανα. Αυτή η δημοκρατική υπερδύναμη, ψιθυρίζοντας απλώς κάποιες αντιρρήσεις για τον αριθμό αμάχων που σκοτώνονται,  ενισχύει με όπλα και υποστηρίζει με τη διπλωματία τη γενοκτονία του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. 
          Αυτή  η δημοκρατία και οι άλλες της Ευρώπης εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Τραμπ, αλλά καμιά δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για τα χιλιάδες παιδιά της Παλαιστίνης που έχουν σκοτωθεί και τα χιλιάδες άλλα που σύντομα θα σκοτωθούν, όπως τα δεκάδες παιδιά  σε σχολεία και νοσοκομεία  που βομβαρδίζονται  από το Ισραήλ ψάχνοντας πάντα τους αποκαλούμενους τρομοκράτες της Χαμάς.  Οι πολιτικοί και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού αγαπούν να στέλνουν τεράστιες βόμβες στο Ισραήλ, ενώ συμφωνούν ότι αυτό που κάνουν στους άλλους δεν πρέπει ποτέ να το υφίστανται οι ίδιοι.
         Και όλες οι φιλελεύθερες αστικές μας δημοκρατίες πορεύονται, με κάποιες διαφοροποιήσεις, στα χνάρια της μεγάλης δημοκρατίας, όπως διαφημίζεται, των ΗΠΑ. Και η δική μας, αποκαταστημένη μετά τη δικτατορία, συντονισμένη με την Ε.Ε του Διαφωτισμού,  εκσυγχρονισμένη στη συναίνεση, προσπαθεί να μας ποδηγετεί για μια ήρεμη πολιτική κατάσταση, που θα επιτρέπει την πολιτική ηγεσία, χωρίς μεγάλες αντιδράσεις, να διεκπεραιώνει με επιτυχία   τις υποχρεώσεις της απέναντι στο κεφάλαιο. Αυτή η μεταπολιτευτική δημοκρατία μας που τα όρια της  έθεσε με το Σύνταγμά της η αναβαπτισμένη σε   Ν.Δ προδικτατορική ΕΡΕ, με την κυριαρχία, για τετραετίες, του ΠΑΣΟΚ κατάφερε την αποδυνάμωση και αποϊδελογικοποίηση, έξω από ταξικές αντιθέσεις, των κοινωνικών διεκδικήσεων. Όταν με την επιβολή των μνημονίων βάθυνε το ταξικό χάσμα, αφού το  μαζικό αντιφασιστικό κίνημα εξουδετέρωσε το φασιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής αποκαλύπτοντας την εγκληματική της διάσταση,  ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε εξ αριστερών σε βοήθεια του συστήματος, όπως στην πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης το ΠΑΣΟΚ,  για να παραπλανήσει και τιθασεύσει τις εργατικές διεκδικήσεις.  Κι έτσι, στο πολιτικό μας σύστημα, με τη βεβαιότητα της ικανότητάς του για απόλυτη χειραγώγηση των μαζών,  οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της άρχουσας τάξης παύουν πια να διαφέρουν, έστω και σε επίπεδο διακηρύξεων,  ως προς τα κοινωνικά τους προτάγματα και περιορίζονται οι διαφορές τους στον τρόπο διαχείρισης των κοινών.
         Και μόνο το ΚΚΕ  απομένει να συνεχίζει την αγωνιστική παράδοση, να διασώζει τη συλλογική μνήμη, να οργανώνει και να πρωτοστατεί σε αγώνες. Αν δεν υπήρχε το Κομμουνιστικό Κόμμα για κανένα εργατικό ατύχημα δεν θα υπήρχαν καταγγελίες και διαμαρτυρίες, ούτε καν η ελάχιστη δημοσιότητα, για καμιά καταστρατήγηση κατακτημένων με αγώνα εργασιακών δικαιωμάτων δεν θα οργανώνονταν κινητοποιήσεις, καμιά εναλλακτική για το ανάλγητο οικονομικό σύστημα δεν θα υπήρχε στον ορίζοντα. Οι περισσότεροι κλεισμένοι στο μικρόκοσμό μας θα απογοητευόμαστε και θα παραιτούμαστε Γιατί  μόνο οι συλλογικοί αγώνες μπορούν να λύσουν συλλογικά προβλήματα. Διαφορετικά ο καθένας κλεισμένος στο μικρόκοσμό του απογοητευμένος παραιτείται από κάθε δράση και αντίσταση. Γι’ αυτό η υποστήριξη  του ΚΚΕ, ακόμα και με την κριτική που μπορεί να του ασκηθεί, είναι η μόνη διέξοδος. Διαφορετικά θα κυριαρχούν απολύτως, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν  τηλεοπτικά και διαδικτυακά, δημοσιογραφούντες και πολιτικοί  που αναλώνονται σε κουτσομπολίστικες αναλύσεις ή  σε μικροπρεπείς διαφωνίες,  όσο στη χώρα ιδιωτικοποιούνται τα πάντα και ο πλούτος μοιράζεται σε λίγους, ενώ η  πλειοψηφία των εργαζομένων εξαθλιώνεται.
        Οι κινητοποιήσεις για το Δημόσιο Σύστημα Υγείας που καταρρέει, οι απεργίες και οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στη ΛΑΡΚΟ που απολύονται καθώς η κυβέρνηση μεθοδεύει το ξεπούλημα  του πλούτου της σε ιδιωτικές εταιρείες είναι συλλογικοί αγώνες που αφορούν όλους μας και ας μην κινητοποιούν όλους, παραμένοντας μια μεγάλη πλειοψηφία παθητικά σιωπηλή, μέχρι να έρθει η σειρά της. Κι αν φαίνεται ν’ αγωνίζονται μόνο οι μειοψηφίες, είναι γιατί πάντα μειοψηφίες ήταν στην πρωτοπορία, που ανοίγουν το δρόμο των μαζικών αγώνων. Η δυναμική που αναπτύσσουν όμως μπορεί, το λιγότερο,  να ανατρέψει τις ποσοτικές αναλογίες  ανάμεσα στις τάξεις εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων  και  να επιβάλλει νέες σχέσεις  με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της κυρίαρχης τάξης.
          Και δεν μιλάμε βέβαια και για επανάσταση…

 

 

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ ΛΑΪΚΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ

 

Με τις εκλογές στη Γαλλία, και την ανάδειξη ως πρώτης εκλογικής δύναμης του Νέου Λαϊκού Μετώπου, ενός συνασπισμού από κόμματα που βρίσκονται στ’ αριστερά ενός κοινοβουλίου, και την απειλή από την  ισχυροποίηση της δύναμης  του φασιστικού σχηματισμού της Μ. Λεπέν,  και στη χώρα μας ήρθε ξανά στο προσκήνιο η αναλογική σχέση μεταξύ του παλιού και νέου φασισμού με τη δική μας σοσιαλδημοκρατία και τα κόμματά της να κάνουν λόγο για εγχώρια λαϊκά μέτωπα.  Και για μια ακόμα φορά η αναφορά στο παρελθόν μοιάζει να μη βοηθά να σκεφτούμε το παρόν, αλλά μάλλον να καταλήγουμε να σκεφτόμαστε τις σχέσεις εξουσίας του παρόντος με τη μορφή των σχέσεων εξουσίας του παρελθόντος. Και εξαιτίας αυτού η σημερινή εικόνα για την άσκηση της εξουσίας από την κυρίαρχη τάξη παραμένει τελικά περιορισμένη στα παλιά στερεότυπα της πειθαρχικής εξουσίας, εμποδίζοντάς μας να αναγνωρίσουμε τα πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά της.
     Σήμερα, στον καπιταλισμό της Δύσης, μοιάζει η πολιτική κατάσταση  να είναι αρκετά  διαφορετική στην αστική μας δημοκρατία και στη δυνατότητα χειραγώγησης των πιο καταπιεσμένων.   Η σημερινή επιτυχία της ακροδεξιάς συμβαίνει σε ένα πλαίσιο ταύτισης με τη δεξιά  της σοσιαλδημοκρατίας, συρρίκνωσης  των κομμουνιστικών ιδεών  και μαζικής υποχώρησης του συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν υπάρχει απειλή ούτε για τα κέρδη και την οικονομική σταθερότητα ούτε για την πολιτική τάξη. Παρόλο που η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί σε όλους τους τομείς, η κατανομή όμως  μεταξύ μισθών και κερδών είναι συντριπτικά ευνοϊκή για τους τελευταίους. Για τους εργοδότες, επομένως, η κατάσταση είναι σχεδόν ιδανική, καθώς τους ευνοεί σκανδαλωδώς το θεσμικό πλαίσιο με την κατάργηση των περισσότερων παραδοσιακών μηχανισμών εργατικής πίεσης στους εργοδότες, όπως τα συνδικάτα.
         Και στη χώρα μας αυτό το θεσμικό πλαίσιο διαμορφώθηκε από αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νόμος Αχτσιόγλου, υπουργού το 2018 του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, σχετικά με  τις απεργίες που περιόρισε συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, με την τότε κυβέρνηση να επιμένει ότι δεν περιορίζει ούτε καταργεί το δικαίωμα της απεργίας και σέβεται τους εργαζομένους και συνδικάτα. Αντίστοιχα, και η σημερινή κυβέρνηση της δεξιάς Ν. Δημοκρατίας θεσμοθέτησε, και εφαρμόζεται ήδη από 1η Ιουλίου, την εξαήμερη εργασία χωρίς όμως να  το παραδέχεται.  Αντίθετα βαφτίζει  δια στόματος υπουργού εργασίας Ν. Κεραμέως την έκτη ημέρα εργασίας ως έκτακτη, ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Β. Μαρινάκης επιμένει ότι η ρύθμιση αυτή όχι μόνο δεν αλλάζει τον χρόνο εργασίας στις επιχειρήσεις, αλλά διασφαλίζει την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων.
         Αριστερές και δεξιές λοιπόν  κυβερνήσεις διαμόρφωσαν το πλαίσιο, ώστε οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίζουν τους εργοδότες τους ως άτομα, με ατομικές συμβάσεις εργασίες,  προσωπικές συνεννοήσεις κλπ. στερημένοι από κάθε κοινωνική στήριξη και ταξική αλληλεγγύη. Το αποτέλεσμα αυτής της διάβρωσης των κοινωνικών θεσμών είναι μια καταστροφική πτώση της ικανότητας για συλλογική δράση, μια αντιμετώπιση  ατομικών συμφερόντων σε συλλογικά αιτήματα.
         Το κρίσιμο λοιπόν  σημείο για τον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα της αστικής μας δημοκρατίας είναι ότι οι φτωχοί απολαμβάνουν όλο το φάσμα των πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά όλο και περισσότερο αδυνατούν να τα ασκήσουν, ότι οι κυβερνώντες δεν αμφισβητούν τα εργασιακά τους δικαιώματα, αλλά όλο και περισσότερο νομοθετούν εμπόδια για να τα καταστρατηγήσουν.  Μπορούν οι πολίτες να ψηφίσουν, αλλά δεν μπορούν να έχουν επιρροή στα προγράμματα των αστικών κομμάτων,  μπορούν να επιλέξουν βουλευτές, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να τους καταστήσουν υπόλογους,  έχουν το δικαίωμα να μιλούν, αλλά η πολιτική συζήτηση κυριαρχείται εξ ολοκλήρου από την πολιτική ηγεσία και τους παρατρεχάμενους της που  την τροφοδοτούν με επίσημες και προκατασκευασμένες δηλώσεις. Η συλλογική ζωή και το πολιτικό παιχνίδι εγκλωβίζονται όλο και περισσότερο στην επιταγή της διαχείρισης των πάντων, εμποδίζοντας την ανάδυση ριζοσπαστικών προβληματισμών. Τα νομοθετημένα με δημοκρατικές διαδικασίες προσκόμματα για λειτουργία συνδικάτων και οργάνωση των εργαζομένων  τους οδηγεί στην ανάθεση  της μοίρας τους στην καλή θέληση των κυβερνώντων. Το αποτέλεσμα είναι μια αυξανόμενη τάση προς τον κυνισμό και την απόγνωση, μια αίσθηση ότι κάθε προσπάθεια συμμετοχής είναι μάταιη και ότι το σύστημα είναι εντελώς στημένο. Εγκαταλείπουν οι μεγάλες μάζες  την πολιτική, γι’ αυτό και αυξάνεται η αποχή στις εκλογές, για την οποία εκ των υστέρων το πολιτικό κατεστημένο χύνει κροκοδείλια δάκρυα,  και απλώς οι περισσότεροι  προσπαθούν να αγοράσουν την ελευθερία τους με το να γίνουν πιο ατομικιστές στον κόσμο της εργασίας.
          Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση, ακόμα δεν υπάρχει λόγος να εξαλειφθούν τα πολιτικά δικαιώματα και να διαλυθεί η δημοκρατία, όπως έκαναν οι φασίστες στη δεκαετία του 1930. Αυτό θα ήταν αντιπαραγωγικό. Αυτό που επιδιώκουν οι κυρίαρχες τάξεις είναι να κυριαρχήσουν στην πολιτική διαδικασία, για να επιβάλλουν χωρίς βία την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.  Αλλά δεν είναι απαραίτητο αυτό να συνεπάγεται τον επίσημο αποκλεισμό των μεγάλων μαζών. Αυτό βέβαια συνεχίζει να παραμένει μια επιλογή για τις μεγάλες μάζες. Εάν οι φτωχοί και οι εργατικές τάξεις επιλέξουν να οργανωθούν, να  αντισταθούν και να διεκδικήσουν τη ζωή τους σε συνδυασμό με μια  γενικευμένη κρίση της κυρίαρχης τάξης που προκαλεί κλονισμό της αστικής πολιτικής κυριαρχίας ο φασισμός δεν θα παραμείνει μόνο απειλή, ιδιαίτερα αν υπονομευθεί η δύναμη αντίστασης του λαϊκού παράγοντα. Εάν απλώς  τα λαϊκά στρώματα εφησυχάσουν και  εγκαταλείψουν την πολιτική αρένα ή μετακινηθούν οικειοθελώς προς τα δεξιά, όποια ονομασία κι αν έχει αυτή, ο εμφανής φασισμός όχι μόνο γίνεται περιττός, αλλά μπορεί επίσης να βλάψει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξεων. Η καλύτερη επιλογή για τις κυρίαρχες τάξεις είναι να συνεχίσουν με τις επίσημες παγίδες της δημοκρατίας, διαβρώνοντας ταυτόχρονα την ικανότητα και την προθυμία των ανθρώπων να τις χρησιμοποιήσουν. Επομένως, η καλύτερη στρατηγική δεν είναι να εξαλείψουν τα δικαιώματα, αλλά να τα καταστήσουν ανεφάρμοστα. Κι έτσι στην πραγματικότητα ο ρατσισμός και φασισμός σαν λεπτή σκόνη να διεισδύει παντού, μεταβολίζοντας τα πάντα, χωρίς να αναγνωρίζεται αφού δεν έχει τα βασικά χαρακτηριστικά του φασισμού του μεσοπολέμου. Μέχρι να βρεθούμε παγιδευμένοι στον ιστό του χωρίς να μπορούμε να αντιδράσουμε, έχοντας εκχωρήσει, με δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες, όλα τα όπλα αντίστασης στην κυριαρχία του.    
          Και εδώ βρίσκεται η  πραγματική απειλή. Η εμμονή με τον φασισμό που ηττάται μέσα από εκλογικές διαδικασίες συσκοτίζει την ικανότητα των μεγάλων μαζών να κατανοήσουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα ανάπτυξη του καπιταλισμού, μια κατάσταση στην οποία μια αυταρχική ολιγαρχική μορφή διακυβέρνησης εδραιώνεται ακόμη και όταν οι επίσημοι δημοκρατικοί θεσμοί παραμένουν σε ισχύ. Αυτό εδραιώνει έναν πολιτικό αποκλεισμό που δεν βασίζεται σε ανοιχτή καταστολή, αλλά σε αυξανόμενα εμπόδια στην πολιτική συμμετοχή, στην εξατομίκευση των εργαζομένων από τις δυνάμεις της αγοράς και στη δαιμονοποίηση της ταξικής οργάνωσης και κινητοποίησης.  Αυτό οδηγεί σε μια νέα και πιο λεπτή μορφή πολιτικού ελέγχου, όπου η βία ασκείται πιο συνετά, όπου τα δικαστήρια και ο νόμος χρησιμοποιούνται για να διασκορπίσουν τυχόν σημάδια συλλογικής διαμαρτυρίας, όπου η ίδια η φύση της πολιτικής συμμετοχής περιορίζεται στην επικύρωση ήδη αποφάσεων που έχουν παρθεί  πίσω από κλειστές πόρτες.
       Σ’ αυτές τις συνθήκες λοιπόν υπάρχει άλλη εναλλακτική από τις κομμουνιστικές ιδέες και τον ταξικό αγώνα;