Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΨΗΦΟΥ


Αυτές τις μέρες  πριν από τις εκλογές όλο και περισσότερο τα κόμματα εξουσίας μας καθησυχάζουν με υποσχέσεις, όπως και σε κάθε εκλογές, και επιστρατεύονται τα πάντα, οράματα, ιδέες, προσδοκίες για να μας πείσουν.
Οι εκλογές γίνονται αυτοσκοπός της αστικής δημοκρατίας, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση για έλεγχο της κυρίαρχης εξουσίας από τις επιλογές των ψηφοφόρων, με την μετατροπή  της συλλογικής βούλησης του λαού σε κυβερνήσεις και πολιτικές.  Οι λέξεις 'εκλογή' και 'δημοκρατία' έχουν γίνει συνώνυμες. Άλλωστε και στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 δηλώνεται πως η βούληση του λαού, θεμέλιο της κρατικής εξουσίας, «πρέπει να εκφράζεται με τίμιες εκλογές, οι οποίες πρέπει να διεξάγονται περιοδικά, με καθολική, ίση και μυστική ψηφοφορία». Σαν να θεωρείται μια μέθοδος έκφρασης της λαϊκής θέλησης και μόνο αυτή ως βασικό δικαίωμα. Κι έτσι οι εκλογές δεν είναι απλώς ένα μέσο συμμετοχής στη δημοκρατία, αλλά αποκτά αναφαίρετη αξία, ανεξαρτήτως προϋποθέσεων, ακόμα κι όταν περιφρονούνται οι λαοί που εκλέγουν. Πρόσφατο παράδειγμα η μεθόδευση πραξικοπήματος στη Βενεζουέλα που περιλάμβανε βέβαια και τη διεξαγωγή εκλογών. Ακόμα και σε χώρες που καταστράφηκαν από συγκρούσεις με την επέμβαση ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως στο Ιράκ, η διεξαγωγή εκλογών θεωρείται αποκατάσταση κανονικότητας και λειτουργία της δημοκρατίας.  Η εκλογική διαδικασία, που θεωρείται πως κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες προωθεί τη  δημοκρατία, γίνεται ένα είδος προϊόντος εξαγωγής από  τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης, άλλοθι για τις επεμβάσεις.
Στα καθ’ ημάς, η προεκλογική περίοδος περιλαμβάνει κομματικές αντιπαραθέσεις που θέλουν να έχουν ένα άρωμα  σκληρής σύγκρουσης,, μόνο που αυτή, ανάμεσα στα αστικά κόμματα,  μοιάζει στερημένη από περιεχόμενο, αν και κατάλληλη για  να προσφέρει θέαμα. Τα εμπορικά μέσα μαζικής ενημέρωσης εμφανίζονται ως οι σημαντικότεροι κατασκευαστές κοινωνικής συναίνεσης και προώθησης κάθε φορά αντίστοιχων εναλλαγών στην κυβερνητική εξουσία.  Η δημοκρατία συρρικνώνεται στη επιλογή εκπροσώπων για τους οποίους η κατάκτηση των επόμενων εκλογών έχει γίνει πιο σημαντική από την εκπλήρωση υποσχέσεων που έγιναν κατά τις τελευταίες εκλογές Σ’ αυτή τη δεκαετία μάλιστα  της καπιταλιστικής κρίσης βίωσαν οι εκλογείς πώς τα αστικά κόμματα ανταποκρίνονται περισσότερο στα συμφέροντα των τραπεζιτών, των βιομηχάνων, των εμπόρων, των επενδυτών κλπ. Ανεξάρτητα λοιπόν  από το ποιο  αστικό κόμμα είναι στην εξουσία, έχει γίνει φανερό πως  οι κυβερνητικές υπηρεσίες είναι στενά συνδεδεμένες με τα επιχειρηματικά συμφέροντα μέσω της  περιστρεφόμενης πόρτας των ομάδων συμφερόντων, όπου οι αξιωματούχοι, πολιτικοί και κυβερνητικοί υπάλληλοι,  περιστρέφονται μεταξύ του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα. Κι είναι κι αυτό απόδειξη πως το αστικό κράτος δεν υπάρχει παρά για να επιβάλλει τα συμφέροντα της οικονομικά ισχυρής τάξης των αστών.  
 Και κάπως έτσι η πολιτική απαξιώνεται, οι πολιτικοί θεωρούνται στην πλειοψηφία τους ανυπόληπτοι, οι επιλογές κατά την εκλογική διαδικασία γίνονται με βάση προσωπικά βιογραφικά ευρέσεως εργασίας, ηθικά κριτήρια, στυλ συμπεριφοράς ενώ σε μεγάλο  ποσοστό  το εκλογικό σώμα μένει αδιάφορο. Και ο γενικός κυνισμός ανάμεσα στις μάζες έναντι των πολιτικών και της πολιτικής τους –ένας κυνισμός που κυμαίνεται πολύ βαθύτερα από ό, τι μπορεί να μετρηθεί μόνο με την επισήμανση του αυξανόμενου αριθμού ανθρώπων που δεν κάνουν κόπο να ψηφίσουν στις εκλογές - είναι η ίδια η απόδειξη ότι η ματαιότητα και η διαφθορά της αστικής πολιτικής έχει γίνει μέρος της λαϊκής συμπεριφοράς.  
Βέβαια, το θετικό των αστικών εκλογών για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις είναι ότι για σύντομη έστω περίοδο η γενική προσοχή επικεντρώνεται στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Κι επειδή η αστική τάξη καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συγκαλύψει την ερώτηση για την πολιτική εξουσία ακόμα κι αν φαίνεται να την αντιμετωπίζει, γι’ αυτό η ύπαρξη και η ενδυνάμωση του κόμματος της εργατικής τάξης, του κομμουνιστικού,  είναι καθοριστική για τους αγώνες της. Γιατί  η ψευδαίσθηση ότι τέτοιες εκλογές μπορούν να αποφασίσουν το ζήτημα της εξουσίας είναι ένας από τους πιο προσεκτικά καλλιεργημένους μύθους της αστικής τάξης, η βάση για παγίδευση στην πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου ως επιλογή της εργατικής  πλειοψηφίας. Γι’ αυτό και διαστρεβλώνεται και συκοφαντείται η κομμουνιστική προοπτική, για να συρρικνώνεται η δύναμη του  κομμουνιστικού κόμματος, ώστε να εδραιώνεται  η πεποίθηση πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και η εργατική τάξη να μη συνειδητοποιεί τη δύναμή της.  Κι έτσι η αστική τάξη χωρίς αντίσταση, όταν η λαϊκή δυσαρέσκεια εντείνεται να μπορεί να υπενθυμίζει στις μάζες πως το κεφάλαιο έχει όλη τη δύναμη να επιβάλλει αυστηρότερους περιορισμούς σε ό,τι μπορεί να επιτρέπεται στις επιλογές που μπορεί να κάνουν.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη δεν είναι μόνο  η έλλειψη συνειδητοποίησης της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης της, αλλά  η έλλειψη αποτελεσματικής οργάνωσης για την καταπολέμησή της. Οι εκλογικές εκστρατείες είναι ένας από τους τρόπους για την οικοδόμηση αυτής της οργάνωσης. Γι’ αυτό η υπερψήφιση του ΚΚΕ είναι η μόνη μας επιλογή.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

ΥΠΕΡΨΗΦΙΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ


Κι ενώ σε δυο περίπου εβδομάδες θα γίνουν οι βουλευτικές εκλογές με τις δημοσκοπήσεις όχι μόνο να δίνουν άνετο προβάδισμα στη ΝΔ, αλλά και μεγάλες πιθανότητες για άνετη αυτοδυναμία, το εκλογικό σώμα στην καθημερινότητά του μοιάζει να μην επικεντρώνεται σ’ αυτές. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα μέχρι τις εκλογές  μοιάζει να έχει τα χαρακτηριστικά μιας καταθλιπτικής περιόδου, σαν να φοβόμαστε πως οι  ελπίδες και οι αισιοδοξίες  που σχεδόν ψυχαναγκαστικά προσπαθούμε να έχουμε για το μέλλον, αντιμετωπίζοντας τις επικρατούσες πραγματικές συνθήκες του πολιτικού  συστήματος  θα σκάσουν για άλλη μια φορά εξαθλίωση και φτώχεια.
           Σ’ αυτή τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης ισάριθμες ήταν οι εκλογικές αναμετρήσεις είτε για βουλή είτε για ευρωβουλή ή αυτοδιοίκηση, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα του 2015. Και σ’ όλη αυτή τη δεκαετία το αποτέλεσμα των εκλογών ελάχιστα επηρέασε τις ειλημμένες από τα καπιταλιστικά κέντρα πολιτικές αποφάσεις, παρόλο που κάθε φορά, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση ο λόγος των αστικών κομμάτων προσπαθούσε να συντονιστεί με τις ελπίδες των ψηφοφόρων του. Κι αν μοιάζει βουβή αυτή η προεκλογική περίοδος είναι γιατί πια έχουν εξαντληθεί τα συνήθη επιχειρήματα σχετικά με τις προσωπικότητες αυτού ή εκείνου του πολιτικού αρχηγού ή τα επιχειρήματα σχετικά με τις διαφοροποιημένες πολιτικές των αστικών κομμάτων. Το εκλογικό σώμα μοιάζει πια  να σέρνεται στις εκλογικές αναμετρήσεις. Κι αν θεωρεί πως η συμμετοχή του  στις εκλογές είναι επωφελής αυτό έχει περισσότερο να κάνει με την πεποίθησή του πως  οι προσωπικές γνωριμίες και σχέσεις συμφερόντων που επαναπροσδιορίζονται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση μπορεί σ’ ένα βαθμό  να το ωφελήσουν.
          Όσο οι εκλογές  στις αστικές δημοκρατίες της Δύσης μοιάζει όλο και περισσότερο να αφορούν όλο και λιγότερους τόσο πιο πολύ γίνονται φανερά τα όρια της αστικής δημοκρατίας. Η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία, για την οποία οι εργαζόμενοι έδωσαν αγώνες, καταλήγει την εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που προσπαθεί να διαφυλάξει τα κεκτημένα του  χωρίς απώλειες, αποστερημένη από ουσιαστικό περιεχόμενο. Κι αν η απάθεια και η αδιαφορία  των εργαζομένων για τις εκλογές ανησυχεί την άρχουσα τάξη, είναι γιατί μπορεί να είναι ένδειξη πως οι εκμεταλλευόμενες τάξεις όλο και λιγότερο πιστεύουν στην ψευδαίσθηση πως πραγματικά έχουν λόγο στον τρόπο που κυβερνούνται.  
         Γι’ αυτό ποτέ δεν λείπουν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση τα διλήμματα και  οι προσωπικές συγκρούσεις  δίνοντας την ψευδαίσθηση της επιλογής. Μόνο που αυτή η δεκαετία κατά την οποία ο βασικός διαχωρισμός επικεντρώνονταν στο μνημόνιο και αντιμνημόνιο κατέληξε στην προσχώρηση, μετά από παλινωδίες, υποσχέσεις, επαναστατική ρητορική,  όλων των αστικών κομμάτων στην αποδοχή των μνημονίων. Κι αν μ’ αυτή την πολιτική τους ήθελαν να πείσουν για το αναπόφευκτο των επιλογών τους συγχρόνως όμως αποκάλυψαν και τη λεπτή μάσκα του αστικού κράτους που με τις δημοκρατικές διαδικασίες, εμφανιζόμενο ως υπερταξικό και ουδέτερο, προσπαθεί να διαφυλάξει την ισχύ του  από τις ταξικές συγκρούσεις.
          Κι αν η υπερψήφιση του ΚΚΕ μπορεί να δώσει άλλο νόημα στις επερχόμενες εκλογές είναι γιατί η ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία του κόμματος είναι συμπλήρωμα της ταξικής πάλης, και όχι αυτοσκοπός,  Η εκλογική ψηφοφορία παρέχει στο ΚΚΕ ένα μέσο για επαφή με τις μεγάλες μάζες του λαού  που παραμένουν μακριά από την ταξική πάλη, μετατρέποντας τις εκλογές σε χρόνο αυξημένης πολιτικής συνεδητοποίησης, επικεντρώνοντας το πολιτικό διάλογο στα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων. Το βήμα στη Βουλή μπορεί να δώσει κάποιες εξουσίες για να υποστηριχτούν βελτιώσεις υπέρ των εργαζομένων, να συγκρουστεί με τους αντιπάλους και ν’ αναγκάσει τα αστικά κόμματα να υπερασπιστούν  τις απόψεις και δράσεις τους αποκαλύπτοντας το ρόλο τους στην πολιτική σκηνή. Γιατί  ακόμα οι ταξικές πολιτικές κι επιλογές των αστικών κομμάτων μπορεί και παραπλανούν.
     Μια δεκαετία ανασφάλειας και εξαθλίωσης ένα μεγάλο μέρος από τους εργαζόμενους  τσακισμένοι κι απογοητευμένοι μοιάζει να αρκούμαστε σε υποσχέσεις για μια καπιταλιστική κανονικότητα που δεν θα μας συνθλίψει περαιτέρω. Και μοιάζει παθητικά να αποδεχόμαστε τον  ίδιο επαναλαμβανόμενο λόγο των αστικών κομμάτων που θέτει στόχο την καπιταλιστική ανάπτυξη θυσιάζοντας για το κέρδος τις ανάγκες των εργαζομένων, ελπίζοντας σε μια σταθερότητα, ακόμα και στην εξαθλίωση. Ηττοπαθείς, μοιάζει να έχουμε αποδεχτεί αυτήν την κατάσταση.
           Επειδή τίποτε δεν χαρίζεται, τίποτε δεν είναι εύκολο, πρέπει να ενισχυθεί στις εκλογές το ΚΚΕ, που οργανώνει και κατευθύνει τους εργαζόμενους στους αγώνες τους.  Κανείς πια, παρά μόνο το  ΚΚΕ μιλά και αγωνίζεται  για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, ενώ όλα τα μέσα του συστήματος χρησιμοποιούνται για να διαστρεβλωθεί, να παραμορφωθεί και να παραπλανήσει το καπιταλιστικό οικοδόμημα  που πάνω του κάθεται η αστική μας  δημοκρατία. Για να εξακολουθεί η εργατική τάξη να είναι η εκμεταλλευόμενη τάξη, αυτή που δημιουργεί τον πλούτο και δεν το συνειδητοποιεί.
Κι είναι το ΚΚΕ που αγωνίζεται για να συνειδητοποιήσει η εργατική τάξη την κατάστασή της και τη δύναμή της. Γιατί αυτό που έχουν στερήσει από την  εργατική τάξη, πάνω απ 'όλα, είναι μια προοπτική, μια αίσθηση όχι μόνο αυτού που είναι σήμερα αλλά του τι μπορεί να γίνει. Και το ΚΚΕ έναν αιώνα τώρα γι’ αυτή την προοπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού αγωνίζεται.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΓΝΩΣΤΑ


Κατά την περιοδεία του ανά την Ελλάδα στην Άρτα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητά ισχυρή εντολή για να κάνει η Ελλάδα «μια μεγάλη φυγή στο μέλλον» με τη ΝΔ η οποία  «μπορεί να εκφράσει αυτό το κύμα πολιτικής αλλαγής» που το βλέπει παντού στη χώρα. Οι υποσχέσεις του για μείωση της φορολογίας  θέλει να έχουν παραλήπτη την περίφημη μεσαία τάξη, που κατηγορεί την κυβέρνηση Τσίπρα πως «ξετίναξε». Από την άλλη ο πρωθυπουργός από τη Ρόδο τονίζει ένα από τα διλήμματα  των εκλογών που είναι οικονομική ανάπτυξη με ασφάλεια στην εργασία ή αντίθετα με εργοδοτική αυθαιρεσία και παραβατικότητα. Οι δικές του υποσχέσεις βεβαιώνει πως αφορούν τους «πολλούς», στους οποίους οι προηγούμενοι φόρτωσαν τα βάρη της κρίσης.
       Τα δυο κόμματα εξουσίας εναγωνίως προσπαθούν να πείσουν για τις ικανότητές τους να ανταποκριθούν στις προσδοκίες σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό εκλογέων, με υποσχέσεις για οικονομική ανάπτυξη και εργασία, μετά την ολοκλήρωση εφαρμογής  των μνημονίων. Συγχρόνως, η  χρησιμοποίηση εννοιών όπως «μεσαία τάξη» και «πολλοί»  με την αοριστία τους και το νεφελώδη προσδιορισμό τους συσκοτίζει ταξικές διαφορές και συγκρούσεις, φιλοδοξώντας να απευθύνεται στην πλειοψηφία  του εκλογικού σώματος.
        Με τη ρητορική της υπεράσπισης της μεσαίας τάξης ή των πολλών ενώ φαίνεται πως η κυρίαρχη ιδεολογία βρίσκεται σε διάζευξη, όμως και οι  δύο πολιτικές εκφράσεις καταλήγουν να στηρίζουν την κυρίαρχη πολιτική των αστικών συμφερόντων  στο τέλος της ημέρας, αφού προηγουμένως όμως έχουν παραπλανήσει τις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Κάπως έτσι οι τρόποι παραπλάνησης με υποσχέσεις προς όλους και σε κανένα από πολιτικούς και κόμματα ανανεώνονται σε κάθε εκλογική περίοδο.
      Στην τελευταία δεκαετία της κρίσης κόμματα και κομματίδια, παραφυάδες της κυρίαρχης πολιτικής, παραπλανούν συστηματικά την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος με την ύπαρξή τους και μόνο, συμβάλλοντας στην απόκρυψη της ταξικής διάστασης της οικονομικής κρίσης και στην αποδοχή των μέτρων λιτότητας
        Αρχής γενομένης από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου στις εκλογές του 2009, όταν αναζητώντας οι εκλογείς τον καλύτερο διαχειριστή υπερψήφισαν το ΠΑΣΟΚ με διαφορά 10.5% από τη ΝΔ, επιλέγοντας τον Γ. Παπανδρέου ο οποίος έπεισε πως για τις δυσκολίες των επόμενων χρόνων τα βάρη θα αφορούν αυτούς που « έχουν και κατέχουν», χρησιμοποιώντας κι αυτός νεφελώδεις χαρακτηρισμούς απόκρυψης των ταξικών διαφορών. Μόνο που  μετά τις προεκλογικές υποσχέσεις για μισθολογικές αυξήσεις, αύξηση δημόσιων επενδύσεων, αναμόρφωση φορολογικού συστήματος κλπ. με τη διαβεβαίωση πως υπάρχουν χρήματα,  οδήγησε τη χώρα στο μηχανισμό στήριξης με τις συνέπειες αυτής της ενέργειας ανεξάντλητες να καθορίζουν το μέλλον. Μια δεκαετία μετά, το εκλογικό σώμα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μετά το γιό και εγγονό πρωθυπουργού μοιάζει να πείθεται από γόνο έτερου πρωθυπουργού πως θα διασφαλίσει τη μετάβαση στην καπιταλιστική κανονικότητα η οποία  θα μας επιστρέψει στο παρελθόν της ευμάρειας και θα εξασφαλίσει οικονομικές επιτυχίες. Είναι που η  ανάθεση στο ΣΥΡΙΖΑ, νικητή στην πλειοδοσία υποσχέσεων, να αποκαταστήσει τον καπιταλισμό της εποχής του ΠΑΣΟΚ με αριστερές ευαισθησίες, δεν στέφθηκε  από την αναμενόμενη επιτυχία και η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, οι μη προνομιούχοι, οι πολλοί, η μεσαία τάξη και όποιο όνομα παίρνουν, νιώθοντας προδομένοι, ξαναγυρνούν σε παλιές αστικές αξίες –ΝΔ και Μητσοτάκη. Κι έτσι μικροαστικά στρώματα διαψευσμένα και νιώθοντας προδομένα από το ΣΥΡΙΖΑ καταλήγουν σε ένα συντηρητισμό που απειλεί να εκτρέψει και να σταθεροποιήσει φασισμούς, με ποικίλα ορθώς πολιτικά όμως ονόματα.
          Από τις παρηγοριές των πρώτων χρόνων των μνημονίων με προτάσεις για δικαστικές λύσεις στο χρέος της χώρας που χαρακτηρίζονταν επαχθές, επονείδιστο, μη βιώσιμο από μια  αριστερά που σφετερίστηκε τους  λαϊκούς αγώνες, μετά από μια δεκαετία είμαστε πάλι έτοιμοι ν’ αρπαχτούμε από κενές υποσχέσεις για κανονικότητα ενός καπιταλισμού που δεν θα μας συνθλίψει, έχοντας επιστρέψει σ’  ένα πολιτικό σκηνικό αντίστοιχο  σχεδόν μ’ αυτό της προ κρίσης εποχής. Δέκα χρόνια άγριας καπιταλιστικής επίθεσης και δεν μπορούμε να αποσχιστούμε  από το ιδεολογικό πλέγμα του καπιταλισμού.
        Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών φαίνεται πως η εξαθλίωση και η ανασφάλεια που όλη αυτή τη δεκαετία απειλεί την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος το στρέφουν προς τη ΝΔ. Η επιστροφή στο παραδοσιακό συντηρητικό κόμμα της μεταπολίτευσης, που στον καιρό της κρίσης εμπλουτίστηκε με κάθε ακροδεξιό και φασιστικό στοιχείο, μοιάζει να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των μικροαστών εκλογέων για νόμο, τάξη, ασφάλεια, ηρεμία πάνω στα οποία οικοδομεί τον προεκλογικό της λόγο.
Στην εποχή της ανάπτυξης και της άνθησης του καπιταλισμού, τα μικροαστικά στρώματα, παρά τις εστίες δυσαρέσκειας τους που μπορεί να υπάρχουν, γενικά ακολουθούν και  υπακούουν  στην καπιταλιστική δύναμη. Άλλωστε δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο, από τη στιγμή που δεν την αμφισβητούν. Σε  συνθήκες όμως  της καπιταλιστικής ύφεσης και αδιεξόδου στην οικονομική κατάσταση, τα μικροαστικά στρώματα επιδιώκουν  και  προσπαθούν να χαλαρώσουν τα δεσμά της κυρίαρχης εξουσίας που νιώθουν να στρέφεται εναντίον τους. Για να στραφούν προς την εργατική τάξη που δεινοπαθεί κι αυτή και να συμμαχήσουν μαζί της θα πρέπει να αποκτήσουν τη βεβαιότητα πως έχει την ικανότητα να οδηγήσει σε ένα νέο δρόμο, να αντισταθεί στις επιθέσεις της κυρίαρχης πολιτικής με προοπτική επιτυχίας. Δεκαετίες όμως τώρα η σοσιαλδημοκρατία, σε όλες της τις εκφάνσεις,  επικέντρωσε όλες της τις προσπάθειες για να απομακρυνθεί από τη συνείδηση των εργαζομένων η ιδέα της ταξικής, ανεξάρτητης από την κυρίαρχη τάξη πολιτικής, για να απαξιωθεί κάθε αγωνιστική  και προς το συμφέρον τους δράση, για να εμφυτευτεί η πίστη στην αιωνιότητα του καπιταλισμού, ώστε  το εργατικό κίνημα να υπονομεύεται και  χάνει τη δύναμή του. Έτσι  οι μικροαστοί βλέποντας ένα εργατικό κίνημα σε ύφεση χωρίς δυνατότητα επιβολής, του γυρνούν την πλάτη, αρνούνται να συνδέσουν μαζί του τη μοίρα τους κι έχοντας αισθανθεί και προδομένοι από τα πολιτικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ, που απαξίωσε την Αριστερά, κατευθύνονται στη σιγουριά του γνωστού, την παλιά Δεξιά της ΝΔ.
            Γι’ αυτό είναι επιτακτική η ανάγκη για υπερψήφιση του ΚΚΕ. Γιατί η πάλη για την πολιτική κυριαρχία ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική τάξη διεξάγεται και μέσα από τα αντίστοιχα πολιτικά κόμματα. Το ΚΚΕ φορέας της κομμουνιστικής ιδεολογίας που προκαθορίζει  τις κύριες αρχές της πολιτικής του δεν διαφωτίζει μόνο αλλά και οργανώνει την εργατική τάξη προσδίδοντας  στις δράσεις και ενέργειες οργανωμένο χαρακτήρα και ταξικό προσανατολισμό.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΒΙΑ, ΕΝΑ ΟΠΛΟ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ


Κι ενώ είχαν προαναγγελθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργού εκλογές για την 7η Ιουλίου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με πυρετώδεις ρυθμούς έφερνε τις τελευταίες μέρες νομοσχέδια στη Βουλή τακτοποιώντας εκκρεμότητες της και συμβάλλοντας κι αυτός με ιδιαίτερο ζήλο στην ενίσχυση  του νομοθετικού οπλοστασίου του κράτους.  
Έτσι στη Βουλή, λίγες μέρες πριν τη διάλυσή της για τις εκλογές,  υπερψηφίστηκαν από το  ΣΥΡΙΖΑ και ΠΟΤΑΜΙ τα νομοσχέδια του υπουργείου Δικαιοσύνης για τον νέο Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ανάμεσα σε άλλα, οι αλλαγές στο άρθρο 187 του Π.Κ, το οποίο  με τις γενικόλογες διατάξεις του επιτρέπει τη διεσταλμένη ερμηνεία του για να χαρακτηριστούν εγκληματικές οργανώσεις διάφορες ομάδες με ταξικό ή φυλετικό πρόσημο και το οποίο ως αντιπολίτευση ανάμεσα στα άλλα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί την κατάργησή του, θεωρείται πως ενισχύουν τον σκληρό πυρήνα των κατασταλτικών μέτρων. Επισημαίνεται  πως διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής του νόμου και  θεσπίζεται η ποινικοποίηση της στρατολόγησης, ενώ  η μείωση του πλαισίου ποινής για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης φαίνεται να ευνοεί ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής που δικάζονται στην ατέρμονη δίκη της. Υπογραμμίζεται μάλιστα πως ποινικοποιούνται οι συμπαραστάσεις αλληλεγγύης σε άτομα ή οργανώσεις χαρακτηριζόμενες τρομοκρατικές.
Βέβαια, επειδή  το επικοινωνιακό ενδιαφέρον εστιάστηκε στο άρθρο 336 περί βιασμού  με τις αντιδράσεις από φεμινιστικές οργανώσεις και τη Διεθνή Αμνηστία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε να κάνει επίδειξη …αριστερής ευαισθησίας, ενόψει εκλογών κιόλας, στις κοινωνικές αντιδράσεις τροποποιώντας την επίμαχη διάταξη.  
Η σεξουαλική βία περιλαμβάνοντας τα πάντα, από τη σεξουαλική επίθεση των παιδιών μέχρι το  βιασμό των συνεργατών, από τη σεξουαλική παρενόχληση έως τη σεξουαλική εκμετάλλευση, μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα βίας και φόβου απειλώντας κρίσιμες κοινωνικές δομές. Ο βιασμός δεν αφορά τη σεξουαλική επιθυμία, μάλλον είναι η απόλυτη έκφραση της εξουσίας, του ελέγχου και της υπεροχής πάνω σε ένα άλλο ανθρώπινο ον, με την πλειοψηφία των θυμάτων να είναι γυναίκες και των δραστών βιασμού άνδρες. Το παράδειγμα των αμερικανών γυναικών στρατιωτών που συμμετείχαν στο σεξουαλικό  εξευτελισμό των αντρών φυλακισμένων στη φυλακή του Αμπού Γκράιμπ, στο Ιράκ, δείχνει πώς ο βιασμός και η σεξουαλική κακοποίηση είναι ουσιαστικά μια έκφραση εξουσίας. Όπως και ο βιασμός ανηλίκων από ιερείς  σε θέσεις εξουσίας που συστηματικά καλύπτεται από την ιεραρχία της καθολικής εκκλησίας. Χρησιμοποιείται η  σεξουαλική κακοποίηση με ένα πολύ συνειδητό τρόπο για να εκφοβίσει και να υποτάξει.
Τις μέρες που στη Βουλή ψηφίζονταν οι επίμαχες διατάξεις περί βιασμού, στα  Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης περίσσεψαν οι αφηγήσεις εμπειριών με θέμα την σεξουαλική βία, που έμειναν περισσότερο σ’ ένα προσωπικό γυναικείο επίπεδο ή το πολύ επεκτείνονταν στην αντρική καταπίεση χωρίς να  αγγίζουν ευρύτερα διαρθρωτικά προβλήματα  στην κοινωνία.
Η μαζική ένταξη των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, έστω και ως φθηνότερη εργατική δύναμη,  τις τελευταίες δεκαετίες υπονόμευσε τις καθυστερημένες ιδέες για τη πατριαρχική οικογένεια κάνοντας αποδεκτή την ισότητα ανδρών και γυναικών. Η  καπιταλιστική κρίση όμως με την καταστροφή των θέσεων εργασίας πλήττει  ιδιαίτερα τις γυναίκες που η κυρίαρχη πολιτική της λιτότητας με την προπαγάνδα της, που μοιάζει σεξιστική και ξεπερασμένη, ψάχνει τρόπους να δικαιολογήσει. Αυτός ο  νέος λοιπόν σεξισμός που προωθείται από την εξαιρετικά κερδοφόρα βιομηχανία της ομορφιάς και του σεξ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση παλιομοδίτικων αντιλήψεων, σύμφωνα με τις οποίες η εκτίμηση για τις γυναίκες  εστιάζεται στην εμφάνισή τους και στην καταξίωσή τους από τον θαυμασμό των αντρών. Έχοντας όμως απορροφήσει κι ενσωματώσει την ιστορία και τη γλώσσα των αγώνων για τη γυναικεία χειραφέτηση, μιλώντας για το δικαίωμα διεκδίκησης σεξουαλικών αναγκών και επιθυμιών,  έχει  πετύχει την εμπορευματοποίηση του φύλου αλλά με  τη  συμμετοχή κι αποδοχή από εκατομμύρια γυναίκες. Ακόμα και η  βιομηχανία της πορνογραφίας, η οποία γενικά απευθύνεται στους άνδρες και επικεντρώνεται σε μια πολύ στενή, αρσενική και συχνά λανθασμένη αντίληψη των γυναικών, της σεξουαλικότητας και του φύλου των γυναικών, συνδέει όλο και περισσότερο το σεξ και τη βία. Η συνεχής  χρήση λοιπόν του φύλου, ιδιαίτερα της γυναικείας μορφής σώματος, στη διαφήμιση και σε άλλους μηχανισμούς πολιτιστικής παραγωγής έχει βέβαια  προκαλέσει μεγαλύτερη αποδοχή του ερωτικού, αλλά και  μια τυποποίηση της επιθυμίας για το ερωτικό που συνοδεύεται συγχρόνως  από αύξηση της  αποδοχής από τους άνδρες αλλά και από όλο και περισσότερες γυναίκες για να επιδιώξουν αυτές τις επιθυμίες.
Συνεπώς, η εμπορευματοποίηση του φύλου δημιουργώντας  μια αγορά για τη  βιομηχανία  του σεξ στηρίζεται με ποικίλους τρόπους στο γυναικείο φύλο και το σεξ, ενισχύει την αποδοχή για την ερωτική επιθυμία αλλά  ενισχύει και  τη διάκριση  μεταξύ των δύο φύλων των γυναικών ως σεξουαλικών αντικειμένων και των ανδρών ως αγοραστών του προϊόντος. Κι αυτή  η διαίρεση παγιδεύει τις γυναίκες σε μια άρνηση των δικών τους σεξουαλικών αναγκών όταν δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες που διαφημίζονται και  τους άνδρες στην πεποίθηση ότι οι γυναίκες είναι σώματα που πρέπει ή να γίνονται αντικείμενο πόθου  ή να αγοράζονται. Επιπλέον, στο πλαίσιο της προώθησης στον  καπιταλισμού της ιδέας της ατομικής ευθύνης και του ατομικισμού, υποβαθμίζονται τα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα τα οποία μπορούν να τροφοδοτούν αντιλήψεις δικαιολόγησης βιασμού.
Κι αν λοιπόν η θεσμική θωράκιση μπορεί να συμβάλει σε κάποιο βαθμό στον περιορισμό της σεξουαλικής βίας,  από τη στιγμή που αυτή σχετίζεται  με τη μορφή οργάνωσης της  κοινωνίας κι αντανακλά  τις δομές του οικονομικού συστήματος ο δραστικός περιορισμός της σεξουαλικής βίας φαίνεται να εξαρτάται από αντίστοιχο μετασχηματισμό της κοινωνίας.