Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

ΤΟ ΑΚΑΤΑΔΙΩΚΤΟ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ

 

Η τροπολογία σχετικά με το ακαταδίωκτο και την απαγόρευση εξέτασης ως μαρτύρων των μελών τριών επιτροπών, ( της Εθνικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας,  της Επιτροπής Αντιμετώπισης Έκτακτων Συμβάντων και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, εκ των οποίων η πρώτη δεν είναι γνωμοδοτική αλλά κυβερνητικό όργανο λήψης αποφάσεων), με τις ψήφους της κυβερνώσας παράταξης έχει γίνει πια νόμος του κράτους. Ένας νόμος του οποίου η διακηρυγμένη σκοπιμότητα έχει αμφισβητηθεί, αφού η κυβερνητική επιχειρηματολογία επικεντρώνεται στην προστασία, από τη δικομανία των αρνητών της επιδημίας, των επιστημόνων στις επιτροπές, οι οποίες όμως έχουν γνωμοδοτικό χαρακτήρα.

            Με τέτοιες πολιτικές αποφάσεις υπονομεύεται η εμπιστοσύνη τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην επιστήμη, εφόσον προκαλούνται υποψίες για  προώθηση πολιτικών κερδών και   χειραγώγηση επιστημονικών προτάσεων.  Ακόμα κι αν οι συστάσεις από την επιστημονική κοινότητα για την πανδημία δεν αμφισβητούνται έντονα, η χρησιμοποίησή τους από την πολιτική ηγεσία για δικαιολόγηση αποφάσεων της  προκαλεί δυσπιστία προς αυτές και δημιουργεί σκεπτικισμό σχετικά με τα κίνητρα στα οποία βασίζονται οι πολιτικές αποφάσεις των κυβερνώντων. Γιατί πολλές απ’ αυτές τις  αποφάσεις  οφείλονται σε προηγούμενες καταχρήσεις εξουσίας από αυτούς  που τώρα επικαλούνται καταστάσεις έκτακτης ανάγκης για να ανταποκριθούν στην πανδημία. Η αύξηση της αστυνομικής βίας σε πλατείες και δρόμους, κυνηγώντας με πρόστιμα τον κορωνοϊό,  είναι το πιο εμφανές παράδειγμα.

               Και είναι διαπιστωμένο, πως όπου υπάρχει δυσπιστία είτε  προς την κυβέρνηση είτε στην επιστήμη, κινδυνεύει η ροή αξιόπιστων πληροφοριών και η λογοδοσία, γιατί η  κυβέρνηση για να επιβληθεί επιδιώκει να περιορίσει τη διάδοση πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σχετικά με την  COVID-19, οι οποίες θα μπορούσε να θεωρηθούν ότι σπέρνουν αμφιβολίες για την απόδοσή των μέτρων προς  περιορισμό της πανδημίας. Από την άλλη και οι επιστήμονες πρέπει να έχουν επίγνωση των πρακτικών επιπτώσεων που έχουν οι συμβουλές τους για τη δημόσια υγεία στην διαβίωση των ανθρώπων και να έχουν το σθένος να διαχωρίζουν τη θέση τους από αποφάσεις της κυβέρνησης όταν χρησιμοποιεί την πανδημία ως πρόσχημα  και την επιστήμη ως δικαιολογία για να τις επιβάλλει.

Για την κυβέρνηση κάθε αντίρρηση στις πολιτικές της βαφτίζεται ανορθολογισμός και χρεώνεται στις επιδράσεις των θεωριών συνωμοσίας. Γιατί στην τελική φαίνεται πως πρωτίστως γι’ αυτήν οι θεωρίες συνωμοσίας είναι χρήσιμες, εκμεταλλευόμενη την υστερία τους προς όφελός της. Αποσπά έτσι την προσοχή από τις δικές της εγκληματικές ενέργειες, όπως π.χ. την άρνησή της να ενισχύσει το σύστημα υγείας, στρέφει την οργή σε αποδιοπομπαίους τράγους, π.χ. αρνητές κορωνοϊού (πόσοι είναι πια αυτοί;) καθιστώντας τους  υπεύθυνους, αρκεί να μην αναλάβει η ίδια την ευθύνη, για τη πορεία της πανδημίας.

               Και είναι αυτή η περίοδος της πανδημίας που οι κυβερνητικές ενέργειες αποκαλύπτουν πως στο σύστημα της φιλελεύθερης συνταγματικής μας δημοκρατίας, η οποία επαίρεται για τις θεσμικές δικλείδες της, που εξασφαλίζει και προστατεύει τα δικαιώματα όλων των πολιτών διαθέτοντας μηχανισμούς διόρθωσης των λαθών, δεν είναι ο αδύναμος που προστατεύεται από την κρατική εξουσία. Και ο νέος νόμος για το ακαταδίωκτο των επιτροπών το αποδεικνύει, με την εκτελεστική εξουσία να  νομοθετεί την άρση της λογοδοσίας της, και να μετατρέπει όργανά της σε ανεύθυνες αρχές, κόντρα στην ορθολογική χρήσης της κρατικής εξουσίας που πρεσβεύουν στα λόγια.

               Με τα αλλεπάλληλα κλειδώματα, τις  απαγορεύσεις κυκλοφορίας, την επιβολή προστίμων χωρίς επαρκείς δικαιολογίες όλον αυτόν τον καιρό της πανδημίας δοκιμάστηκε η λογική μας, ενώ απέτυχε η αστική μας δημοκρατία να σχεδιάσει ορθολογικά τρόπους που ανακουφίζουν τα ανθρώπινα δεινά των λιγότερο τυχερών πολιτών της, που ισχυρίζεται πως επιδιώκει. Κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα η αστική δημοκρατία μεγιστοποιώντας τον επίσημο  ορθολογισμό που προσανατολίζεται στη λογιστική και την κερδοφορία του κεφαλαίου, παράγει ουσιαστικά «παράλογες» συνέπειες που υπονομεύουν τον κοινωνικό ιστό.

               Και καθώς με τέτοιες αποφάσεις, συσσωρευτικά, η δυσπιστία στις αρχές  μπορεί να  αυξάνει σε εθνικό επίπεδο αφήνοντας ένα κρίσιμο κενό  και θέτοντας σε κίνδυνο τις προσπάθειες για συγκράτηση της COVID-19 και για την επανεκκίνηση των υπονομευμένων οικονομιών,  η κυβερνητική προπαγάνδα στα μέσα ενημέρωσης διαμορφώνει μια πλασματική πραγματικότητα για να χειραγωγήσει τους πολίτες της.

Και νόμοι που ψηφίζονται όπως αυτός για το ακαταδίωκτο των επιτροπών, που πρωτίστως αφορά κυβερνητικά όργανα κι ας επιμένει η κυβέρνηση να αναφέρεται μόνο στους επιστήμονες, υπονομεύουν την αντίληψη για το κράτος δικαίου για το οποίο οι αστοί πολιτικοί υπερηφανεύονται. Γιατί αποδεικνύεται πως το δίκαιο γίνεται αντιληπτό μόνο με την τυπική έννοια και το αστικό κράτος μπορεί να είναι κράτος της νομιμότητας αλλά όχι της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Με τέτοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες γίνεται εμφανές πως στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έννομης τάξης  η δικαιοσύνη και το τυπικό δίκαιο ταυτίζονται στο μέτρο που εξυπηρετούν πρωτίστως την κυρίαρχη τάξη για την οποία το κράτος δικαίου είναι ταυτόχρονα και δίκαιο κράτος. Για τους υπόλοιπους, λειτουργεί ως δίκαιο κράτος μόνο αν τα συμφέροντά τους δεν διαχωρίζονται από εκείνα της κυρίαρχης τάξης.

              

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Η ΕΔΡΑΙΩΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΑΣ


Τα  μηνύματα, μέσω τουίτερ,  της προέδρου της Δημοκρατίας  Κ. Σακελλαροπούλου και του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη για την επέτειο των 54 χρόνων από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών ταυτίστηκαν στον εκθειασμό της δημοκρατίας που εδραιώθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας. Όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης δεν έπαυσε να επαινείται η αστική μας δημοκρατία και οι κατακτήσεις της που ως κόρη οφθαλμού οφείλουμε να προσέχουμε. 

      Η δημοκρατία τον εικοστό αιώνα έγινε μορφή διακυβέρνησης στις μεγάλες και πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Μάλιστα ο βασικός ισχυρισμός κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου ήταν πως η δημοκρατία απαιτούσε καπιταλισμό και ισχυρή μεσαία τάξη και ότι ο καπιταλισμός λειτουργεί καλύτερα με τη δημοκρατία. Το γεγονός ότι μια ισχυρή μειονότητα, η αστική τάξη, κράτησε δυσανάλογη πολιτική εξουσία στις δημοκρατίες μέσω του ελέγχου των μοχλών της οικονομικής δύναμης και των μέσων ενημέρωσης έγινε αποδεκτός κανόνας, ένα παράδοξο που αμφισβητήθηκε από τους κομμουνιστές, αφού στην πραγματικότητα καπιταλισμός και δημοκρατία σε μεγάλο βαθμό μοιάζουν ασυμβίβαστες. Γιατί η σύγχρονη μορφή της δημοκρατίας είναι η αστική, όπου την κρατική εξουσία έχει η αστική εξουσία και το κράτος λειτουργεί  με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρεί και να προωθεί τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τον χαρακτήρα της ταξικής δημοκρατίας. Κι όμως αυτή η αστική δημοκρατία πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη ως αποτέλεσμα της κινητοποίησης αυτών που δεν αντιπροσωπεύονταν με τις ψηφοφορίες, δηλ. των εργαζομένων. Μάλιστα οι σοσιαλιστές εκείνης της εποχής βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την σφυρηλάτηση της δημοκρατίας. Και ήταν τα σοσιαλιστικά κόμματα τον 19ο αιώνα οι πιο συνεπείς και επίμονοι υποστηρικτές του εκδημοκρατισμού. Η εργατική τάξη παντού πολέμησε όχι μόνο για υψηλότερους μισθούς και λιγότερες ώρες εργασίας, αλλά και  για την πολιτική δημοκρατία, είτε ως αυτοσκοπό είτε ως αναπόσπαστο μέρος του αγώνα για σοσιαλισμό. Η δημοκρατία εξελίχθηκε παράλληλα με την εκβιομηχάνιση και τον καπιταλισμό, την αστικοποίηση των αγροτών και την άνοδο της μαζικής εκπαίδευσης. Η κυρίαρχη τάξη, ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής, έκανε παραχωρήσεις στους εργαζόμενους όταν αντιμετώπιζε τα κινήματά τους και για να αποτρέψει μια πιο ριζοσπαστική σοσιαλιστική επανάσταση.    

      Με την ήττα του φασισμού στον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, η φιλελεύθερη δημοκρατία και η σοσιαλδημοκρατία έγιναν αναδρομικά τα ιδανικά για τα οποία είχε διεξαχθεί ο πόλεμος και  το τέλος του πολέμου εγκαινίασε το θρίαμβο της δημοκρατίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τις επόμενες δεκαετίες η Ευρώπη γνώρισε μια άνευ προηγουμένου περίοδο δημοκρατικής εξέλιξης και κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Λόγω της τεράστιας καταστροφής του ιδιωτικού πλούτου που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και του Β Παγκοσμίου Πολέμου  και λόγω των προγραμμάτων των Σοσιαλδημοκρατών σε όλη την Ευρώπη και τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ, με τη Σοβιετική Ένωση να είναι παράδειγμα για μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης,  μια περίοδος οικονομικής ανάπτυξης, ενδεχόμενης ευημερίας και μεγαλύτερης οικονομικής και κοινωνικής ισότητας συνεχίστηκε τα επόμενα τριάντα χρόνια. Η δημοκρατία και το κράτος πρόνοιας ήταν τα ορατά σημάδια αυτής της εξέλιξης, ενώ προωθήθηκε η ιδεολογία πως ένας άλλος τύπος καπιταλισμού διαμορφώνεται, που μετριάζεται και περιορίζεται από τη δύναμη του δημοκρατικού κράτους. Και πραγματικά, στις καπιταλιστικές μητροπόλεις περισσότεροι άνθρωποι ήταν μορφωμένοι από ποτέ, η βρεφική θνησιμότητα είχε μειωθεί θεαματικά  και οι άνθρωποι ζούσαν περισσότερο. Γενικά, η ανισότητα μειώθηκε, αυξήθηκε η κοινωνική κινητικότητα και το αμερικάνικο όνειρο έμοιαζε προσιτό σε όλους. Οι εργαζόμενοι  πίστευαν στη δυνατότητά τους να επηρεάσουν την πολιτική, με τους αγώνες τους μέσω των συνδικάτων τους και των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Μια δημοκρατική λογική είχε καταστεί  κυρίαρχη, η οποία βασιζόταν στη διαπραγμάτευση, στον συμβιβασμό, ακόμα και οργισμένα και υπό πίεση, στον σεβασμό  για τους αντιπάλους, που θόλωνε τις ταξικές διαιρέσεις και συμφέροντα.

         Αυτές τις δεκαετίες  μετά τον πόλεμο στη χώρα μας οι πληγές ήταν ακόμα ανοικτές, με την ανελέητη δίωξη των κομμουνιστών και  με τους  νικητές του εμφυλίου, παρόλο τις εκλογικές νοθείες, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τους φακέλους στην Ασφάλεια κλπ., να περηφανεύονται  για την επικράτηση της δημοκρατίας.  Η επτάχρονη λοιπόν δικτατορία δεν είχε σχέση με τη γενικότερη παγκόσμια κατάσταση εκείνης της εποχής, έχοντας συγγένειες, όπως με τις δικτατορίες του μεσοπολέμου, με πολιτικά ή κοινωνικά φαινόμενα με άλλες κοντινές χώρες. Περισσότερο σχετιζόταν με το δικό μας παρελθόν,  και με ειδικότερους λόγους που είχαν να κάνουν με  τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό και  όταν οι στρατηγικοί στόχοι επιτεύχθηκαν και η κυπριακή τραγωδία διέλυσε τη χούντα, η επιστροφή στο δοκιμασμένο status quo με τον Κ. Καραμανλή θεωρήθηκε η καλύτερη λύση για τα εγχώρια κέντρα εξουσίας αλλά και αυτά της συμμάχου χώρας των ΗΠΑ. Βάζοντας τη δικτατορία σε παρένθεση στα επόμενα χρόνια ζήσαμε κι εμείς τον μύθο της αστικής δημοκρατίας και κοινωνικής ευημερίας, χωρίς να ενοχλεί ιδιαίτερα ο φαρισαϊσμός της εξουσίας και ο εκχυδαϊσμός της κοινωνικής ζωής.

         Μόνο που αυτή η εποχή της αστικής δημοκρατίας που συνοδευόταν με οικονομική ευφορία έληξε με την οικονομική κρίση, και όχι μόνο στη χώρα μας. Και φάνηκε η γύμνια του δημοκρατικού πολιτεύματος καθώς δεν αρκούσαν πια οι ελάχιστες απαιτήσεις γι’ αυτό, η ισότητα, με την τυπική αριθμητική έννοια και η λαϊκή κυριαρχία, μέσω  της εκλογής  εκπροσώπων του λαού, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ανθρώπων της δουλειάς. Γιατί στο μέτρο που οι ανισότητες στην κατοχή αγαθών διευρύνονται, αποκαλύπτεται πως δεν εξασφαλίζουν η τυπική ισότητα και οι εκλογές την άσκηση της εξουσίας προς το κοινό συμφέρον, που αποδεικνύεται πως δεν είναι καθόλου κοινό.

Όταν πριν έντεκα χρόνια, η ανακοίνωση, σχεδόν σε θριαμβευτικό τόνο,  από τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου της προσφυγής της χώρας στον μηχανισμό στήριξης που έθετε τα οικονομικά της χώρας στον απόλυτο έλεγχο του ΔΝΤ και της ΕΕ με τα μνημόνια, οδήγησε μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στην εξαθλίωση και ανεργία, η υπολειτουργία της αστικής δημοκρατίας έγινε φανερή σε όλα τα επίπεδα.

Και φτάσαμε με πρόσχημα την προστασία μας από την πανδημία, μετακυλίοντας η κυβέρνηση τις ευθύνες της για τις αποτυχίες της στην ατομική ευθύνη των πολιτών, να διακυβεύονται πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις. Η  αστική μας δημοκρατία  διολισθαίνει σε ολοένα αυταρχικότερες μορφές διακυβέρνησης και η κυρίαρχη τάξη απροκάλυπτα ενδιαφέρεται μόνο για τα συμφέροντά της προωθώντας τα με τους νόμους που ψηφίζει η πολιτική μας ηγεσία.  Από  το νομοσχέδιο για τα εργασιακά με την κατάργηση του οκτάωρου, μέχρι την τροπολογία για το ακαταδίωκτο, όχι των επιστημόνων σε επιτροπές, αλλά κυρίως των κυβερνητικών οργάνων που έπαιρναν αποφάσεις  για τη ζωή μας.

 

Κυριακή 18 Απριλίου 2021

ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

 

Μοιάζει, στην αιωρούμενη σουρεαλιστική ατμόσφαιρα που  χαρακτηρίζει την κατάσταση που βιώνουμε, η σταδιακή καταστροφή που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας να μην υποχωρεί.

         Στον τομέα της επιδημίας κατέληξε η κυβέρνηση, μετά από περισσότερο από έναν χρόνο, να έχει αποτύχει ν’ ανταποκριθεί στα προβλήματα που προκάλεσε η εξάπλωσή της, προβλήματα κυριολεκτικά ζωής και θανάτου.  Χρεώνει αποκλειστικά στις δικές της ενέργειες την επιτυχημένη  αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της  πανδημίας με τον πρωθυπουργό να αποδέχεται με αυταρέσκεια  τις πιο γλοιώδεις κολακείες για τις ικανότητές του, ενώ  ενοχοποιεί τους πάντες για την ολέθρια πολιτική της όλο το επόμενο διάστημα της επιδημίας. Η αποτυχία να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού λόγω περιορισμένων τέστ ανίχνευσης και ιχνηλάτησης αποδόθηκε στην απροθυμία των πολιτών να πειθαρχήσουν στα μέτρα αποστασιοποίησης, που χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για την υπερβολική χρήση αστυνομικής καταστολής. Η ανεπάρκεια ενός ήδη αδύναμου συστήματος υγείας να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες που προκύπτουν γίνεται προσπάθεια να καλυφτεί εκ των ενόντων, μετατρέποντας το σε σύστημα μιας νόσου, για να μη φανεί η κατάρρευσή του. Η απροθυμία για προστασία των εργαζομένων στις μετακινήσεις τους και στους χώρους εργασίας κρύβεται πίσω από επαίνους και βερμπαλισμούς για ήρωες εργαζόμενους.

       Όλον αυτόν τον καιρό της πανδημίας  στην πραγματικότητα ζητήθηκε από τους εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, των τροφίμων, της καθαριότητας, των δημόσιων μεταφορών, της εφοδιαστικής αλυσίδας κ.λ.π. να διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να εργαστούν, απαιτώντας να μη διαμαρτύρονται και να αρκούνται σε επαίνους ή και κατηγορίες, αντί να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για ασφαλείς συνθήκες εργασίας. Συγχρόνως όμως  η κυβέρνηση με υπερβάλλοντα ζήλο νομοθετεί κατάργηση δικαιωμάτων των εργαζομένων που κατακτήθηκαν με μακροχρόνιους αγώνες, όπως είναι το οκτάωρο, προβάλλοντας μάλιστα αναισχύντως ο αρμόδιος υπουργός Χατζηδάκης γελοία επιχειρήματα για να πείσει για το φιλεργατικό χαρακτήρα αυτών των αλλαγών.

      Και βέβαια, για να μην ξεχνιόμαστε για τη δύναμη που η κυρίαρχη εξουσία έχει, σε όλο το διάστημα της πανδημίας η αστυνομία της απέκτησε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έχει η αστυνομία ενός αυταρχικού κράτους. Παρόλο που η  αυθαιρεσία της και η βιαιότητά της έγινε προσπάθεια να συνδεθεί με την προστασία από την πανδημία  η ασύμμετρη βία και προπάντων η αδικαιολόγητη    δεν έκαναν πειστική την επιχειρηματολογία. Κι απέμεινε γυμνή η βία της αστυνομίας που φυλάει παγκάκια για να μην υπάρξει συνωστισμός ή κυνηγάει νέους που διασκεδάζουν. Για να συνηθίζουμε στην πανταχού παρουσία της που καταστέλλει κάθε διαμαρτυρία και να ισοπεδώνονται αγωνιστικές κινητοποιήσεις για υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και αντιδράσεις για χρήση μάσκας ή αποφυγής συνωστισμού. Για να αναδειχθεί σε …επαναστατική πράξη  το ποτό στις πλατείες, όσο τα αντεργατικά νομοσχέδια θα ψηφίζονται και θα συρρικνώνονται μέχρι κατάργησης όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων.

        Στα ενδιάμεσα, δεν ξεχνά η κυρίαρχη εξουσία να επικεντρώσει την προσοχή σε εθνικά θέματα, όταν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει επικοινωνιακά για να βελτιώσει την εικόνα της. Το έκανε  πριν ένα χρόνο, όταν η Τουρκία σε αντίδραση για την έλλειψη υποστήριξης για τις πολιτικές της στη Συρία, άνοιξε τα δυτικά της σύνορα ωθώντας χιλιάδες μετανάστες σε σημεία εισόδου προς την Ελλάδα, στην περιοχή του Έβρου. Τότε η Ελλάδα έκλεισε τα σύνορα και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης βρήκε ευκαιρία να εμφανίσει την όλη επιχείρηση απώθησης των μεταναστών και προσφύγων ως πολεμική επιχείρηση καταπάτησης ελληνικού εδάφους, που η κυβέρνησή του με τη στρατιωτική ηγεσία έφεραν εις πέρας με επιτυχία. Βεβαίως, οι εντάσεις με την Τουρκία δεν σταμάτησαν τον περασμένο Φεβρουάριο. Το καλοκαίρι ξέσπασε και πάλι κρίση για τα θαλάσσια σύνορα και τα δικαιώματα εξερεύνησης στην ανατολική Μεσόγειο. Κι ύστερα, αφού η Τουρκία απέσυρε το ερευνητικό σκάφος της και υιοθέτησε ένα πιο συμφιλιωτικό τόνο προς την Ελλάδα και την ΕΕ,  φάνηκε οι εντάσεις να μειώνονται. Και μετά από μια ταραχώδη χρονιά έγινε και η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια στην Τουρκία. Αυτή την φορά η  συνάντηση των υπουργών εξωτερικών  Ελλάδας και Τουρκίας που είχε στόχο  τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των  δυο συμμάχων του ΝΑΤΟ, κατέληξε μπροστά στις κάμερες σε μια έντονη ανταλλαγή κατηγοριών ανάμεσα τους. Κι ενώ στις δηλώσεις τύπου, μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης, μίλησαν αρχικά για τους διαύλους επικοινωνίας που πρέπει να είναι ανοιχτοί και την αύξηση της οικονομικής συνεργασίας σε μια προσπάθεια  βελτίωσης των σχέσεων,  στη συνέχεια η συζήτηση εξετράπη σε μια καταγραφή παραπόνων της μιας χώρας εναντίον της άλλης, με τον Ν. Δένδια ν’ απαριθμεί τις βασικές ελληνικές θέσεις ανταπαντώντας στις προκλήσεις του τούρκου υπουργού Τσαβούσογλου. 

       Λαμβάνοντας βέβαια υπόψη πως αμφότερες οι χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, με την Ελλάδα μάλιστα να σπεύδει να δηλώνει τη συμμόρφωσή της σε όλες τις επιταγές του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών, μοιάζει αυτό το σπάνιο, κατά πως λένε, διπλωματικό επεισόδιο περισσότερο να έχει επικοινωνιακά χαρακτηριστικά παρά μελλοντικές προειδοποιήσεις. Και πέρα από τη χρησιμότητά του στο βιογραφικό του Ν. Δένδια για μελλοντικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό του κόμματος της Ν.Δ έδωσε μια ανάσα εθνικής υπερηφάνειας, κάτι αντίστοιχο με την ανάσα αξιοπρέπειας επί ΣΥΡΙΖΑ, που κατέληξε σε ασφυξία. Γιατί στην τελική, όταν τα λόγια απλά συνοδεύουν μια θεατρική παρουσία   και όχι αποφάσεις που μπορούν να υλοποιηθούν,  ακόμα και αν δεν είναι στις προθέσεις ο επικοινωνιακός στόχος σ’ αυτόν θα περιοριστούν. Γιατί πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να υποστηρίξει εμπράκτως όλα αυτά τα εθνικώς υπερήφανα λόγια που εξεστόμισε ο υπουργός της;  Με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ;

          Περισσότερο από ένας χρόνος λοιπόν από την εμφάνιση της πανδημίας, η  παρούσα κατάσταση είναι γεμάτη από εντάσεις και αντιφάσεις, ο χρόνος είναι πυκνός σε γεγονότα  που συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα: Αυξανόμενη μαζική ανεργία, κατάργηση εργατικών δικαιωμάτων,  σύγχυση των ορίων μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής για όσους εργάζονται από το σπίτι,  συρρίκνωση πολιτικών ελευθεριών. Συγχρόνως όμως πραγματοποιούνται και διάφορες  διαδικασίες πάλης και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης με αγωνιστικές κινητοποιήσεις, στις οποίες η νεολαία δηλώνει το αγωνιστικό της παρόν.