Η τροπολογία σχετικά με το ακαταδίωκτο και την απαγόρευση εξέτασης ως μαρτύρων των μελών τριών επιτροπών, ( της Εθνικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας, της Επιτροπής Αντιμετώπισης Έκτακτων Συμβάντων και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, εκ των οποίων η πρώτη δεν είναι γνωμοδοτική αλλά κυβερνητικό όργανο λήψης αποφάσεων), με τις ψήφους της κυβερνώσας παράταξης έχει γίνει πια νόμος του κράτους. Ένας νόμος του οποίου η διακηρυγμένη σκοπιμότητα έχει αμφισβητηθεί, αφού η κυβερνητική επιχειρηματολογία επικεντρώνεται στην προστασία, από τη δικομανία των αρνητών της επιδημίας, των επιστημόνων στις επιτροπές, οι οποίες όμως έχουν γνωμοδοτικό χαρακτήρα.
Με τέτοιες πολιτικές αποφάσεις υπονομεύεται η εμπιστοσύνη τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην επιστήμη, εφόσον προκαλούνται υποψίες για προώθηση πολιτικών κερδών και χειραγώγηση επιστημονικών προτάσεων. Ακόμα κι αν οι συστάσεις από την επιστημονική κοινότητα για την πανδημία δεν αμφισβητούνται έντονα, η χρησιμοποίησή τους από την πολιτική ηγεσία για δικαιολόγηση αποφάσεων της προκαλεί δυσπιστία προς αυτές και δημιουργεί σκεπτικισμό σχετικά με τα κίνητρα στα οποία βασίζονται οι πολιτικές αποφάσεις των κυβερνώντων. Γιατί πολλές απ’ αυτές τις αποφάσεις οφείλονται σε προηγούμενες καταχρήσεις εξουσίας από αυτούς που τώρα επικαλούνται καταστάσεις έκτακτης ανάγκης για να ανταποκριθούν στην πανδημία. Η αύξηση της αστυνομικής βίας σε πλατείες και δρόμους, κυνηγώντας με πρόστιμα τον κορωνοϊό, είναι το πιο εμφανές παράδειγμα.
Και είναι διαπιστωμένο, πως όπου υπάρχει δυσπιστία είτε προς την κυβέρνηση είτε στην επιστήμη, κινδυνεύει η ροή αξιόπιστων πληροφοριών και η λογοδοσία, γιατί η κυβέρνηση για να επιβληθεί επιδιώκει να περιορίσει τη διάδοση πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σχετικά με την COVID-19, οι οποίες θα μπορούσε να θεωρηθούν ότι σπέρνουν αμφιβολίες για την απόδοσή των μέτρων προς περιορισμό της πανδημίας. Από την άλλη και οι επιστήμονες πρέπει να έχουν επίγνωση των πρακτικών επιπτώσεων που έχουν οι συμβουλές τους για τη δημόσια υγεία στην διαβίωση των ανθρώπων και να έχουν το σθένος να διαχωρίζουν τη θέση τους από αποφάσεις της κυβέρνησης όταν χρησιμοποιεί την πανδημία ως πρόσχημα και την επιστήμη ως δικαιολογία για να τις επιβάλλει.
Για την κυβέρνηση κάθε αντίρρηση στις πολιτικές της βαφτίζεται ανορθολογισμός και χρεώνεται στις επιδράσεις των θεωριών συνωμοσίας. Γιατί στην τελική φαίνεται πως πρωτίστως γι’ αυτήν οι θεωρίες συνωμοσίας είναι χρήσιμες, εκμεταλλευόμενη την υστερία τους προς όφελός της. Αποσπά έτσι την προσοχή από τις δικές της εγκληματικές ενέργειες, όπως π.χ. την άρνησή της να ενισχύσει το σύστημα υγείας, στρέφει την οργή σε αποδιοπομπαίους τράγους, π.χ. αρνητές κορωνοϊού (πόσοι είναι πια αυτοί;) καθιστώντας τους υπεύθυνους, αρκεί να μην αναλάβει η ίδια την ευθύνη, για τη πορεία της πανδημίας.
Και είναι αυτή η περίοδος της πανδημίας που οι κυβερνητικές ενέργειες αποκαλύπτουν πως στο σύστημα της φιλελεύθερης συνταγματικής μας δημοκρατίας, η οποία επαίρεται για τις θεσμικές δικλείδες της, που εξασφαλίζει και προστατεύει τα δικαιώματα όλων των πολιτών διαθέτοντας μηχανισμούς διόρθωσης των λαθών, δεν είναι ο αδύναμος που προστατεύεται από την κρατική εξουσία. Και ο νέος νόμος για το ακαταδίωκτο των επιτροπών το αποδεικνύει, με την εκτελεστική εξουσία να νομοθετεί την άρση της λογοδοσίας της, και να μετατρέπει όργανά της σε ανεύθυνες αρχές, κόντρα στην ορθολογική χρήσης της κρατικής εξουσίας που πρεσβεύουν στα λόγια.
Με τα αλλεπάλληλα κλειδώματα, τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας, την επιβολή προστίμων χωρίς επαρκείς δικαιολογίες όλον αυτόν τον καιρό της πανδημίας δοκιμάστηκε η λογική μας, ενώ απέτυχε η αστική μας δημοκρατία να σχεδιάσει ορθολογικά τρόπους που ανακουφίζουν τα ανθρώπινα δεινά των λιγότερο τυχερών πολιτών της, που ισχυρίζεται πως επιδιώκει. Κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα η αστική δημοκρατία μεγιστοποιώντας τον επίσημο ορθολογισμό που προσανατολίζεται στη λογιστική και την κερδοφορία του κεφαλαίου, παράγει ουσιαστικά «παράλογες» συνέπειες που υπονομεύουν τον κοινωνικό ιστό.
Και καθώς με τέτοιες αποφάσεις, συσσωρευτικά, η δυσπιστία στις αρχές μπορεί να αυξάνει σε εθνικό επίπεδο αφήνοντας ένα κρίσιμο κενό και θέτοντας σε κίνδυνο τις προσπάθειες για συγκράτηση της COVID-19 και για την επανεκκίνηση των υπονομευμένων οικονομιών, η κυβερνητική προπαγάνδα στα μέσα ενημέρωσης διαμορφώνει μια πλασματική πραγματικότητα για να χειραγωγήσει τους πολίτες της.
Και νόμοι που ψηφίζονται όπως αυτός για το ακαταδίωκτο των επιτροπών, που πρωτίστως αφορά κυβερνητικά όργανα κι ας επιμένει η κυβέρνηση να αναφέρεται μόνο στους επιστήμονες, υπονομεύουν την αντίληψη για το κράτος δικαίου για το οποίο οι αστοί πολιτικοί υπερηφανεύονται. Γιατί αποδεικνύεται πως το δίκαιο γίνεται αντιληπτό μόνο με την τυπική έννοια και το αστικό κράτος μπορεί να είναι κράτος της νομιμότητας αλλά όχι της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Με τέτοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες γίνεται εμφανές πως στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έννομης τάξης η δικαιοσύνη και το τυπικό δίκαιο ταυτίζονται στο μέτρο που εξυπηρετούν πρωτίστως την κυρίαρχη τάξη για την οποία το κράτος δικαίου είναι ταυτόχρονα και δίκαιο κράτος. Για τους υπόλοιπους, λειτουργεί ως δίκαιο κράτος μόνο αν τα συμφέροντά τους δεν διαχωρίζονται από εκείνα της κυρίαρχης τάξης.