Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ

 Γιορτές Πρωτοχρονιάς και περίσσεψαν οι απειλές από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη σχετικά με την αστυνομία, που για την προστασία μας από την επιδημία  «δικαιούται σε συνεργασία με τον εισαγγελέα να συλλάβει και να καταλογίσει σε αυτούς που παρανομούν αυτά που πρέπει σύμφωνα με τον νόμο», δηλώνοντας ασυστόλως «Κάθε γιορτή είναι μια μαχαιριά». 
          Ο ιός αντιμετωπίζεται με τρόπο που μεγιστοποιείται  η σύγχυση, για να δικαιολογείται  η καταστολή, ενώ ελαχιστοποιείται  η προστασία. Όχι, δεν υπάρχει καμιά συνωμοσία κάποιων σκοτεινών κέντρων πίσω από  την πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας. Είναι ακριβώς ο τρόπος που οι αστικές κυβερνήσεις λειτουργούν με τη λογική των καπιταλιστικών συμφερόντων.
          Με πρόσχημα τον κορωνοϊό νομιμοποιείται κάθε κατάχρηση εξουσίας από τη μεριά της αστυνομίας, η οποία  μοιάζει να συγκεντρώνει μια δύναμη που ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, παρεμβαίνοντας στη ζωή των πολιτών, ασκώντας βία κατά βούληση, αρνούμενη να λογοδοτήσει για τις αυθαιρεσίες της. Κι αν ο πολιτικός της προϊστάμενος Μ. Χρυσοχοϊδης με όλη την αλαζονεία του μικροαστού που φαντάζεται πως τον δέχτηκε η κυρίαρχη τάξη ως συνδαιτυμόνα της, ενώ απλώς του έχει δώσει ρόλο επιστάτη, επαίρεται πως  η κυβέρνηση «εκδημοκρατίζει και φιλελευθεροποιεί» την Αστυνομία» που γίνεται «λιγότερη βίαιη και πιο δημοκρατική», η καθημερινή πρακτική των αστυνομικών οργάνων όχι μόνο τον διαψεύδει, αλλά προκαλεί και φόβους για το μέλλον των δημοκρατικών δικαιωμάτων εξαιτίας της αστυνομικής απειλής. Δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στην αστυνομική αυθαιρεσία και την προστασία από τον ιό. Όταν όλη η χώρα βρίσκεται υπό αστυνομική επιτήρηση, με τους αστυνομικούς να βρίσκονται παντού και να απειλούν πως ακόμα και στην ιδιωτική κατοικία μπορούν να εισβάλλουν, να χρησιμοποιούν βία, να αναζητούν και να  συλλαμβάνουν πολίτες, τι καλό μπορεί να προοιωνίζεται;
            Προφανώς μερικές από τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες της αστυνομίας δεν είναι γραμμένες σε κάποιο νόμο. Είναι μέρος της αστυνομικής παράδοσης, του περιβάλλοντος, της κουλτούρας που μαθαίνουν οι αστυνομικοί ο ένας από τον άλλο με την ενθάρρυνση και την κατεύθυνση από τους προϊσταμένους τους. Ο ρόλος δηλ. και η συμπεριφορά της αστυνομίας ακόμα κι αν ισχυρίζεται πως ακολουθεί το  νόμο, επηρεάζεται από τις ευρύτερες οδηγίες που εκπορεύονται ως πολιτική από την  κυρίαρχη εξουσία.  Και τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα την περίοδο της πανδημίας, ενθαρρύνεται η ασυδοσία και αυθαιρεσία της αστυνομίας. Κι αυτό σημαίνει πως η αστική μας δημοκρατία μετατρέπεται με …βελούδινο τρόπο και με τη συναίνεσή μας ή την άγνοιά μας σε ένα αστυνομικό κράτος.
            Ο αστυνομικός τρόπος που αντιμετωπίζεται η πανδημία, βάζοντας σε δεύτερο επίπεδο, έως εξαφανίσεως, το υγειονομικό κομμάτι, δεν δείχνει παρά πως και η ίδια η επιδημία ως υγειονομική απειλή μπαίνει σε δεύτερο επίπεδο. Η πληθώρα των κατασταλτικών μέτρων, σε αντίθεση με τα περιορισμένα μέτρα  υγειονομικής ενίσχυσης, δεν δείχνει παρά πως ο στόχος είναι ο βαθμιαίος εκφοβισμό μας για να εξασφαλιστεί ο έλεγχος της συμπεριφοράς μας, πάντα με το πρόσχημα της πανδημίας. Ολόκληρος  ο λαός αντιμετωπίζεται σαν ένα τσούρμο ανηλίκων που αγνοούν τον κίνδυνο,  που δεν αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα της κατάστασης, που δεν ξέρουν να προστατεύονται και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης σε ρόλο κηδεμόνα με τους παρατρεχάμενους υπουργούς τους σαν βοηθούς καταβάλλουν προσπάθειες να μας σώσουν, περισσότερο από τον εαυτό μας παρά από την επιδημία.
             Η πανδημία όχι μόνο προκαλεί καταστροφή στην παγκόσμια οικονομία και στη δημόσια υγεία,  με τις αστικές κυβερνήσεις όμως να αδιαφορούν για τη θωράκισή της, αλλά διαταράσσει και τις δημοκρατικές διαδικασίες. Ο κορωνοϊός, όπως φαίνεται, μεταμορφώνει πυλώνες της αστικής διακυβέρνησης  και δια της τεθλασμένης  επαναφέρει τους όρους μιας συζήτησης σχετικά με τα πλεονεκτήματα του αυταρχισμού έναντι της δημοκρατίας. Με τη χρησιμοποίηση  της υγειονομικής κρίσης και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αποδυναμώνονται έλεγχοι και ισορροπίες της εξουσίας και παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Με το πρόσχημα  της καταπολέμησης της παραπληροφόρησης σχετικά με τον ιό αυξάνεται ο  έλεγχος της ελεύθερης έκφρασης και των μέσων ενημέρωσης, τα οποία αποζημιώνονται με κρατικό χρήμα. Επιταχύνεται η χρήση νέων τεχνολογιών επιτήρησης από τις κυβερνήσεις, χρησιμοποιείται η έκτακτη ανάγκη για περιορισμό των δημόσιων συγκεντρώσεων.
Τα μέσα της ζωής των εργαζομένων  γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Μια ολόκληρη τάξη, η εργατική, με τους περιορισμούς και τον οικονομικό στραγγαλισμό, αποδεκατίζεται και καταστρέφεται από την  ανεργία, την χρεωκοπία των φτωχικών οικονομιών της,  από τους μισθούς πείνας. Γι’ αυτό, απέναντι στην επίθεση της κυρίαρχης τάξης που δε ορρωδεί προ ουδενός και ακόμα και την πανδημία χρησιμοποιεί ως ευκαιρία για ικανοποίηση των συμφερόντων της, μόνο οργανωμένα το κίνημα, με το κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να αντιπαραταχθεί σ’ αυτήν.
Μέρες γιορτών και δεν μένει τίποτε να γιορτάσουμε. Ούτε να μιμηθούμε τους πιστούς σε μια θρησκεία που συνδέεται με τη μεγάλη πλειοψηφία με τις τελετουργίες της, ούτε ν΄ ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του καπιταλισμού για αγορά και κέρδος. Φοβισμένοι και αποκλεισμένοι περπατάμε στις πόλεις με ωράριο και άδειες περιμένοντας όπως μας υποσχέθηκαν τώρα με την  «λύτρωση» των εμβολίων να ξαναπάρουμε πίσω τη ζωή μας. Μόνο που αυτή θα είναι πια σακατεμένη.
           Εκτός κι αν οι αγώνες μας είναι διαρκείς για να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και της αξιοπρέπειά μας

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

«Ο ΦΟΒΟΣ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΣΩΘΙΚΑ»

 Η κρατική εξουσία συμμετέχοντας στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κινητοποιεί 5.000 αστυνομικούς για  επιτήρηση της κίνησης στους δρόμους με μπλόκα και ελέγχους ακόμα και σε σπίτια με καταγγελίες που θα λαμβάνει. Τον τόνο δίνει και πάλι ο υπουργός  Προστασίας του Πολίτη, Μ.  Χρυσοχοΐδης,  που προειδοποιεί πως για τις μέρες των εορτών «Θα υπάρξει πρόνοια για να μην υπάρξουν μεγάλες συγκεντρώσεις στα σπίτια» προσθέτοντας ότι «όποτε υπάρχει γιορτή, είναι μαχαιριά στην υγεία μας». Για να γίνουν και οι γιορτές απειλή για τη ζωή μας. 
       Κι αν τις προηγούμενες χρονιές ο προβληματισμός για  τις χριστιανικές γιορτές που έχουν μεταλλαχτεί σε μια καταναλωτική ευκαιρία για αύξηση του εμπορικού κέρδους επεκτείνονταν στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού, στα χρόνια της πανδημίας οι προειδοποιήσεις και εκφοβισμοί για τους κινδύνους που μας απειλούν εξαιτίας συμπεριφορών οι οποίες σχετίζονται με τις γιορτές δεν μπορούν να απαγκιστρωθούν από τις σκοπιμότητες της κυρίαρχης τάξης. Που φαίνεται πως χρησιμοποιεί την υγειονομική κρίση, με όχημα το φόβο, για την ενίσχυση  του αστικού κράτους με αυταρχικά στοιχεία και τη μετατροπή του σε άτυπη δικτατορία. Είναι που ο φόβος κάνει τους ανθρώπους να δέχονται περιορισμούς στην ελευθερία, ακόμα κι όταν δεν δικαιολογούνται επαρκώς,  με αντάλλαγμα μια υπόσχεση ασφάλειας, γεγονός που βλέπουμε να εκμεταλλεύεται στο έπακρο η κυβέρνησή μας, και όχι μόνον αυτή.   
Η ένταση και  το είδος των φόβων και των ανησυχιών που σιγοκαίνε το άτομο δεν εξαρτώνται ποτέ αποκλειστικά και μόνο από τη δική του προσωπικότητα, την προσωπική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αλλά μάλλον καθορίζονται και από την ιστορία και τις κοινωνικές σχέσεις  με άλλους ανθρώπους. Ο αντίκτυπος δηλ. το φόβου είναι επίσης, σε μεγάλο  βαθμό, προϊόν κοινωνικής κατασκευής. Είναι οι κοινωνικοί κανόνες, απόρροια του τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας,  που  διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε και προβάλλουμε  τα συναισθήματα μας   και επηρεάζουν επομένως τον τρόπο που βιώνεται και ο φόβος.  Έτσι η συνεχής αναφορά στην ατομική ευθύνη που μας στοχοποιεί ως υπεύθυνων για τη διασπορά του ιού και την αύξηση των θανάτων εντείνει τον φόβο μήπως δεν αντιμετωπίσουμε την πανδημία με τον δέοντα τρόπο, μήπως στιγματιστούμε και μας ροκανίζει τις αντοχές.
Ο φόβος δηλ.  δεν συμβαίνει απλά, αλλά είναι κοινωνικά κατασκευασμένος και στη συνέχεια χειραγωγείται  από εκείνους που επιδιώκουν να επωφεληθούν. Όπως συμβαίνει με την υστερία της απαγόρευσης του καπνίσματος που μοιάζει να έχει αποσυνδεθεί από τις αιτίες της, τις βλάβες του τσιγάρου, και εστιάζει μόνο στη συμμόρφωση σε κανόνες ακόμα κι αν φαίνονται ανορθολογικοί. Ίσως γιατί ο επιδιωκόμενος στόχος είναι η πειθάρχηση μάλλον παρά η προφύλαξη της υγείας.  
Η έμφαση στο ρόλο του κοινωνικού παράγοντα στην παραγωγή του φόβου και την αντίδραση  σ’ αυτόν είναι χρήσιμη για κατανόηση της κοινωνικής διάστασης ενός γενικευμένου φόβου, σε αντίθεση με την ιδέα ότι ο φόβος είναι κάτι φυσικό ή καθαρά ψυχολογικό, που παραβλέπει πως  το νόημα και η εμπειρία του φόβου διαμορφώνονται συνεχώς από κοινωνικούς και ιστορικούς παράγοντες.
Κι αν παλιότερα τους ανθρώπους συνέδεε ο φόβος του θεού ή ο φόβος της κόλασης στις σύγχρονες κοινωνίας μας συνδέει ο φόβος της ρύπανσης ή του καρκίνου και την τελευταία χρονιά ο φόβος της πανδημίας. Κι αν στη σύγχρονη κοινωνία το εξατομικευμένο λεξιλόγιο επηρεάζει την ευαισθησία μας για το φόβο, που πρέπει να ξεπεραστεί από τις δικές μας συναισθηματικές παρορμήσεις, αυτό δεν σημαίνει πως δεν εξαρτόμαστε από τη δομή της κοινωνίας και τη θέση μας μέσα σ’ αυτήν. Ακόμα και οι ατομικοί φόβοι καλλιεργούνται μέσω των μέσων ενημέρωσης και είναι λιγότερο  αποτέλεσμα της άμεσης εμπειρίας. Ίσως γι’ αυτό το σημερινό μέγεθος και η φύση το φόβου είναι διαφορετικοί από το παρελθόν, καθώς φαίνεται ότι ο φόβος είναι παντού.
Η προβολή του φόβου στη σύγχρονη κοινωνία μας  υποδηλώνει ότι ο φόβος λειτουργεί από μόνος του ως πρόβλημα. Ο φόβος ως αποτέλεσμα των συνεχών κινδύνων που μας απειλούν έχει γίνει αντικειμενικός, γίνεται αντιληπτός ως αυτόνομο πρόβλημα, επεκτείνεται πέρα από μια συγκεκριμένη αναφορά, δεν είναι μόνο  φόβος για κάτι, αλλά χρησιμοποιείται ως γενικότερος προσανατολισμός. 
Κλασικά, οι κοινωνίες συνδέουν τον φόβο με μια σαφώς διαμορφωμένη απειλή, όπως τον φόβο του θανάτου, τον φόβο για έναν συγκεκριμένο εχθρό, τον φόβο της πείνας. Η απειλή ορίζεται ως το αντικείμενο του φόβου. Το πρόβλημα λοιπόν δεν ήταν το αίσθημα του φόβου, αλλά τα πράγματα που φοβόταν κανείς, ο θάνατος,  η ασθένεια,  η πείνα. Σήμερα, πολλοί βλέπουν την ίδια την πράξη του φόβου ως απειλή από μόνη της. Σήμερα π.χ  ο φόβος του εγκλήματος θεωρείται ένα σοβαρό πρόβλημα που διαφέρει σε κάποιο βαθμό από τις πραγματικές πράξεις του εγκλήματος. Ο φόβος του εγκλήματος έχει θεωρηθεί ως πρόβλημα από μόνος του, αρκετά διαφορετικός από το πραγματικό έγκλημα και τη θυματοποίηση, και έχουν αναπτυχθεί πολιτικές που στοχεύουν στη μείωση των επιπέδων φόβου και όχι στη μείωση του εγκλήματος. Φαίνεται ότι ο φόβος του εγκλήματος αναγνωρίζεται τώρα ως ένα πιο διαδεδομένο πρόβλημα από το ίδιο το έγκλημα.
Ο φόβος αυτονομείται και συνδέεται με τον κίνδυνο ή την απειλή ως ανεξάρτητη μεταβλητή.  Επομένως  το ερώτημα δεν περιορίζεται μόνο τι προκαλεί το φόβο, αλλά και  ποιες είναι οι πιθανές αρνητικές συνέπειες του φόβου. Γιατί αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε στρατηγικές που επικεντρώνονται μάλλον στη διαχείριση των συναισθημάτων φόβου, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις επιζήμιες επιπτώσεις τους, παρά να εστιάσουν στην πηγή του προβλήματος.
Μας φοβίζει η υπερθέρμανση του πλανήτη, η  πιο γενικά η κλιματική αλλαγή που προτιμάται τελευταία ως έννοια,  που την αναγνωρίζουμε  αμέσως σε κάθε καταιγίδα, καύσωνα, χιονόπτωση κλπ. που μας πανικοβάλλει. Μας φοβίζει η μόλυνση του περιβάλλοντος και εφευρίσκουμε βιολογικά προϊόντα για να διαφυλάξουμε την υγεία μας. Και τώρα με την πανδημία ο εξέχων ρόλος του φόβου διευκολύνει τη δημιουργία εκείνου του  πλαισίου μέσω του οποίου επιβάλλεται η πολιτική της καταστολής. Όλοι αυτοί οι φόβοι μας διαχέονται, αποσπώνται από το αντικείμενο της απειλής, στραγγαλίζουν τη σκέψη μας και οι ενέργειες περιορίζονται στη διαχείριση του φόβου και όχι στην αντιμετώπιση αυτού  που τον προκαλεί. Έτσι,  όπως αποφεύγεται να συνδεθεί η μόλυνση του περιβάλλοντος με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που είναι η πηγή το προβλήματος που προκαλεί το φόβο, το ίδιο συμβαίνει και με την πανδημία. Η ανεπάρκεια των συστημάτων υγείας τροφοδοτεί τον φόβο για την υγεία μας, αλλά η  εστίαση στην πειθάρχησή μας σε κανόνες  (αίφνης, ποιο το νόημα των αδειών μετακίνησης )μεταθέτει το φόβο από το πραγματικό του αντικείμενο στην καταστολή. Κι ίσως τώρα, σε μια τόση επικίνδυνη συγκυρία να δικαιώνεται για την εξουσία της καταστολής και η αντικαπνιστική υστερία, με την οποία ασκηθήκαμε στην πειθαρχία για υγειονομικούς λόγους.
         Η αυτονομία του φόβου έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο άσκησης της εξουσίας, στην  ταυτότητα μας, για το πώς βλέπουμε και καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας. Ο διαχεόμενος φόβος, η  ιδέα ότι είμαστε αντικείμενο απειλών που έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη  δημιουργούν την έννοια του γενικού κινδύνου. Όλα μπορεί να γίνουν απειλητικά και η εμφάνιση μιας γενικής απειλής διαρρηγνύει την σχέση μεταξύ της ατομικής και περισσότερο συλλογικής  δράσης και της πιθανότητας κινδύνου που μπορεί να αποτραπεί. Το ότι συνεχώς γίνεται υπενθύμιση   πως βρισκόμαστε σε κίνδυνο έχει γίνει σταθερό χαρακτηριστικό του ατόμου, όπως το μέγεθος των ποδιών ή των χεριών του.
Και η διάχυση ενός γενικού  φόβου όλο και περισσότερο ενσωματώνεται στην κανονικότητα της καθημερινότητάς μας.  Και καταλήγει  ο φόβος να είναι ο τρόπος  μέσω του οποίου οι άνθρωποι ανταποκρίνονται και κατανοούν τον κόσμο, για να υποταχτούν σε μια κυρίαρχη τάξη η οποία  ενδιαφέρεται για διαχείριση των συναισθημάτων φόβου και όχι για αντιμετώπιση της αιτίας που τα προκαλεί.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗ ΑΠΕΙΛΗ

 Στη βουλή εκφράστηκε από τη βουλευτή Α. Αδαμοπούλου του Μέρα 25 μια πολιτική εκτίμηση, που βασίστηκε σε ενδείξεις, για το ρόλο της αστυνομίας στα επεισόδια σε διαδηλώσεις. Μετά από μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση που κατέθεσε εναντίον της μια Ομοσπονδία αστυνομικών υπαλλήλων και την παραπομπή της από την επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής στην ολομέλεια της βουλής ψηφίστηκε με 162 ψήφους η άρση της ασυλίας της για να εκδικαστεί η υπόθεση στα δικαστήρια.  Δημοσιογράφος του συγκροτήματος του Β. Μαρινάκης, η Δ. Κρουστάλλη,   που δημοσίευσε ρεπορτάζ για παράλληλη καταγραφή κρουσμάτων από ΗΔΙΚΑ και ΕΟΔΥ κατήγγειλε «ασφυκτική πίεση από το Μέγαρο Μαξίμου» που την οδήγησαν σε παραίτησή της. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοϊδης μετά από σύσκεψη στην αντιπεριφέρεια Ελευσίνας για την επιδημία έκανε επίδειξη αυταρχισμού τονίζοντας «Κανείς δεν μπορεί να κάνει του κεφαλιού του», απειλώντας πως  «σ’ αντίθετη περίπτωση θα σφραγιστούν οι περιοχές, ακόμα και σπίτι-σπίτι», και ξεκαθαρίζοντας πως δεν πρόκειται για απειλή ή προειδοποίηση αλλά για «απόφαση και θα γίνει έτσι αν χρειαστεί». 
              Και τα τρία παραδείγματα  είναι ενδεικτικά για τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών της αστικής δημοκρατίας μας, όταν η  κυρίαρχη τάξη περιφρουρεί τα συμφέροντά της αξιοποιώντας έκτακτες καταστάσεις, για να αποδυναμώσει πυλώνες της δημοκρατίας της, που  μπορεί να επικαλεστούν οι υποτελείς τάξεις. Έτσι, η απειλή ποινικής δίωξης, με το αιτιολογικό της συκοφαντικής δυσφήμισης,  περιορίζει την έκφραση πολιτικής κρίσης και μάλιστα μέσα στο κοινοβούλιο, οι υπόγειες διασυνδέσεις ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης με την εκτελεστική εξουσία επηρεάζουν την ελευθερία έκφρασης στη λεγόμενη τέταρτη εξουσία, οι έκτακτες καταστάσεις και τα προβλήματα, ανεξαρτήτως του είδους  τους, καταλήγουν να είναι αντικείμενο αστυνομικής καταστολής. Εν ολίγοις, η ελευθερία της πληροφόρησης, του λόγου και του Τύπου που διαφημίζεται ότι στηρίζεται στις δομές της σύγχρονης δυτικής αστικής δημοκρατίας με εξόφθαλμο τρόπο μοιάζει να συρρικνώνεται, ενώ η καταστολή, αδιακρίτως, μ’ επίκληση των  έκτακτων αναγκών φαίνεται πως αντικαθιστά διαδικασίες της αστικής δημοκρατίας. 
             Η αστική εξουσία υποτίθεται ότι διασφαλίζει μια ανοιχτή, δημοκρατική κοινωνία. Μας διαβεβαιώνουν πως η οικονομική απελευθέρωση και  ο ανταγωνισμός θα δημιουργήσουν ευημερία που θα εξασφαλίσει δημοκρατικές μορφές πολιτικής. Οι αστοί συνεχώς ισχυρίζονται πως βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα για δικαιώματα και ελευθερίες.  Από όταν εμφανίστηκαν σαν μια ισχυρή τάξη ανάμεσα στην αριστοκρατία και τους αγρότες κι εργάτες, που αμφισβητούσαν την εξουσία και τα προνόμια της παλιάς τάξης των γαιοκτημόνων και  αγωνίζονταν για την προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, της ελευθερίας του λόγου, των συνταγματικών δικαιωμάτων, της δημοκρατικής συμμετοχής και του κράτους δικαίου. Μόνο που η αστική τάξη δεν είναι πάντα επαναστατική, αντίθετα, από τότε που έγινε κυρίαρχη τάξη συχνά έχει συμμορφωθεί με κάθε άλλο παρά φιλελεύθερες και δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης, όταν φοβάται για τα προνόμιά της και την σταθερότητα της εξουσίας της. Όταν υπάρχει ανησυχία για την αυξανόμενη δύναμη των εργατικών τάξεων δεν διστάζει η αστική τάξη να αποδέχεται ασφυκτικά όρια στις πολιτικές ελευθερίες. Κάθε φορά είναι πρόθυμη να εγκαταλείψει τα ιδανικά της ελευθερίας, τα οποία διαφημίζει, όταν πρόκειται μ’ αυτόν τον τρόπο να προστατευθούν τα προνόμια της, η κοινωνικοοικονομική της θέση από τις κατώτερες τάξεις. Κι αυτό έγινε προφανές σε αποτυχημένες επαναστάσεις όπως του 1848, που έχασαν πολύ γρήγορα της υποστήριξη από τους πανικοβλημένους αστούς, καθώς τρομοκρατήθηκαν από το φόβο για την οργή των πληβείων και την προλεταριακή συμμετοχή σ’ αυτές. Και στον 20ο αιώνα τρομοκρατημένη η αστική τάξη  από το φάντασμα του κομμουνισμού, σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης συσπειρώθηκε γύρω από φασιστικούς σχηματισμούς, αφού δικτατορίες με Χίτλερ, Μουσολίνι, Φράνκο πρόσφεραν προστασία στην εξουσία της και τα πλούτη της,  δείχνοντας μηδενική δέσμευση στα ιδανικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού. Η αστική τάξη βλέπει λοιπόν σε αυταρχικά ή και φασιστικά  καθεστώτα τη σωτηρία από μια κοινωνική επανάσταση των εργατικών τάξεων. Κι αν η αστική τάξη στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη ακολούθησε πολιτική πιο φιλολαϊκή και φιλελεύθερη σε ανταγωνισμό με τα σοσιαλιστικά καθεστώτα, για να προβάλλει την υπεροχή της, δεν έπαψε όμως η υιοθέτηση αντιεργατικών μέτρων όταν τα έκρινε προς το συμφέρον της, όπως στην Μ. Βρετανία της Θάτσερ. 
           Η αστική τάξη λοιπόν δεν συνδέεται a priori  με μηχανισμούς πολιτικής ελευθερίας και οικονομικής ευημερίας για τα λαϊκά στρώματα. Εύκολα μπορεί να υποστηρίξει κατασταλτικούς μηχανισμούς όταν φοβάται για τη δύναμή της και τον πλούτο της. Δεν αποτελεί έκπληξη επομένως πως αυτή τη στιγμή όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά στην πλειοψηφία των αστικών καθεστώτων της Δύσης η υγειονομική κρίση αξιοποιείται για πρόσθετους περιορισμούς δημοκρατικών δικαιωμάτων και νομιμοποίηση της αστυνομοκρατίας και αυταρχικότητας. Με τη δικαιολογία της υγειονομικής κρίσης παγιώνεται ένα καθεστώς μόνιμης έκτακτης ανάγκης. Η εμπλοκή της αστυνομίας στην επιτήρηση της κυκλοφορίας των πολιτών, οι επανειλημμένες ασύστολες εκδηλώσεις αυταρχισμού  του υπουργού Μ. Χρυσοχοΐδη, και όχι μόνον, τα ψηφισμένα από τη Βουλή νομοθετήματα για περιορισμό ή και απαγόρευση διαδηλώσεων, πέρα από τα αντεργατικά νομοθετήματα,  διαμορφώνουν το νέο πολιτικοκοινωνικό  περιβάλλον, όπου αυτό που τώρα θεωρείται ως προσωρινή καθημερινότητα θα μονιμοποιηθεί νομιμοποιημένη.   
           Και η εικόνα μιας αιωρούμενης απειλής συμπληρώνεται με τον ένστολο αρχηγό ΓΕΕΘΑ που αναπτύσσει το ρόλο του στρατού στην αντιμετώπιση της πανδημίας και τη ρητορική, με τα υπονοούμενά της, που συνοδεύει τα μέτρα που ανακοινώνονται για τη Δυτική Αττική. Το σπάσιμο του πνεύματός  μας είναι αυτό που θέλει η άρχουσα τάξη με τους  ηγετίσκους που την υπηρετούν, από την πολιτική και την επιστήμη. Αποκαρδιωμένοι από τον συνεχή αγώνα μόνο και μόνο για να επιβιώσουμε, από την αγωνία μας να αδράξουμε έστω κάποια μικρά κομμάτια ζωής να σερνόμαστε ανήμποροι. Ο αυταρχισμός, οι δικτατορίες δεν εγκαθίστανται μόνο με τανκς.
             Η νοσηρή ζύμωση των ψυχών μας με το φόβο της πανδημίας, την  απειλή της τιμωρίας, τη σύγχυση των υγειονομικών και κατασταλτικών ορίων, την ενοχοποίηση για την διασπορά της  επιδημίας θέλει να παραλύσει κάθε αντίδρασή μας.  Ώστε χωρίς να το καταλάβουμε, απασχολημένοι με την ατομική μας ευθύνη ν’ αποδεχτούμε την νέα όψη ενός παλιού κόσμου.  Αυτού,  όπου ως εχθροί, αυτή τη  φορά γιατί  έχουν έλλειμμα ατομικής ευθύνης, καταδεικνύονται οι  ίδιοι και πάλι, οι εργάτες, οι μετανάστες, οι γύφτοι.