Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ


Πράξη νομοθετικού περιεχομένου, σε συνεργασία με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, για την κατασκευή τριών κλειστών κέντρων κράτησης παράνομων μεταναστών σε κάθε μία από τις δέκα Περιφέρειες της  χώρας θα προωθήσει στο Υπουργικό Συμβούλιο ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, πριν από τις εκλογές. ..
Όπως ανακοίνωσε ο κ. Χρυσοχοΐδης στη συνάντηση με τους περιφερειάρχες, στους οποίους παρουσίασε το σχέδιο της κυβέρνησης, θα δημιουργηθούν 1.000 θέσεις εργασίας ανά περιφέρεια,  ενώ οι Περιφέρειες έχουν προθεσμία μίας εβδομάδας για να απαντήσουν εάν συμφωνούν με τη δημιουργία των κέντρων…

       Το μεταπολιτευτικό κράτος πρόνοιας, που ταυτίστηκε στη χώρα μας μ’ ένα καθεστώς ευημερίας, ενώ διαλύεται η μορφή με την οποία το ξέραμε, καταλήγει  να χρησιμοποιεί πια τη δύναμή του για να χτίσει … στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γιατί, τα κέντρα κράτησης μεταναστών δεν θα εξελιχθούν παρά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου μπορεί να εφαρμοστεί μέσα από τυπικά δημοκρατικές διαδικασίες η ολική κυριαρχία.
      Το στρατόπεδο συγκέντρωσης δε θα λειτουργεί απλώς ως τόπος, αλλά ως πρότυπο οργάνωσης μιας ολοκληρωτικής κοινότητας που θα γαλουχεί τους  πολίτες της ακόμη και όταν καταργηθεί, έχοντας  εκπληρώσει τον αρχικό προορισμό του. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης ανάγεται  σιγά σιγά σε μορφή «κοινωνικού ιδεώδους» της απόλυτης εξουσίας που θα δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε.
        Το όραμα της κυρίαρχης  πολιτικής είναι η επικράτηση μιας τεχνητής τάξης στην κοινωνία, πέραν και υπεράνω των ταξικών συγκρούσεων των οποίων  αρνείται την ύπαρξή. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η τάξη είναι ασύμμετρη και διχοτομική. Διαχωρίζει  την κοινωνία στο μέρος εκείνο  για το  οποίο θα κατασκευαστεί η ιδανική τάξη (και πιστεύουμε αφελώς, οι περισσότεροι που ανήκουμε στις υποτελείς τάξεις, ότι σ’  αυτό ανήκουμε) και σε κείνο το τμήμα  το οποίο εισέρχεται στην εικόνα και τις στρατηγικές του οράματος ως ένα εμπόδιο που η αντίσταση του πρέπει να κατανικηθεί. Η κυρίαρχη πολιτική δεν θέλει παρά να εξαλείψει το αταίριαστο, το ανεξέλεγκτο και αμφίσημο κομμάτι, που μπορεί να απειλήσει δυνάμει την κυριαρχία της.
         Στη δική μας κοινωνία το κυρίαρχο πολιτικό  σύστημα στοχοποιεί  τους μετανάστες, παράνομους ή όχι δεν έχει σημασία. Διατάσσει το ξένο να φύγει  η να απομονωθεί, ισχυριζόμενη ότι έτσι θα  εγκαθιδρυθεί εκ νέου η τάξη που διασαλεύτηκε εις βάρος μας,  θα αποκατασταθεί η ενότητά μας, γιατί είναι πολύ βολικό να χρεωθεί στον ξένο η απειλή διατάραξής της και όχι σε ταξικές συγκρούσεις.  
        Επειδή οι κοινωνίες μας ισχυρίζονται ότι είναι πολυπολιτισμικές και ανεκτικές δεν τολμούν ακόμα να τους εξαλείψουν και γι’  αυτό, σε ένα πρώτο στάδιο, τους απομονώνουν. Αναστέλλεται η κοινωνική επαφή μαζί τους και σιγά σιγά και όποιο υπόλειμμα επικοινωνίας απομένει, αφού παραμένει  φυσικώς σ’  ένα περιφραγμένο χώρο και περιβάλλεται με τελετουργικά και απαγορεύσεις που  τη ρυθμίζουν.
       Οσο για μας,  οι περισσότεροι βιώνοντας πραγματικά προβλήματα σχεδόν επικροτούμε ενέργειες που  απλώς απομακρύνουν από την πόρτα μας το πρόβλημα. Δεν αναρωτιόμαστε ούτε πως κατέληξαν μετανάστες  ούτε μήπως κι εμείς είμαστε μέρος του προβλήματός τους. Όλα έχουν ζευτεί  στο ζυγό της παραγωγικής διαδικασίας και το μοναδικό κριτήριο  είναι η αποτελεσματικότητα για την εξασφάλιση κέρδους.
        Ο ατομικισμός και η αδιαφορία για συλλογικά προβλήματα, που για χρόνια καλλιεργήθηκε από την κυρίαρχη ιδεολογία, η ιδέα του  ατομικού συμφέροντος που βαθμιαία συμπίεσε όλα τα άλλα κίνητρα που θεωρούνται θεμελιώδη για τη λειτουργία της κοινωνίας, η  παγίδα του συνεχούς  φόβου που δεν σταματά  να ενεργοποιείται  και κοντεύει να  γίνει συστατικός όρος της ύπαρξής μας   μας καταδικάζει να διατηρούμε   τη θέση του θεατή των γεγονότων, κρατώντας για τον εαυτό μας  την πρόχειρη δικαιολογία της ματαιότητας της αντίδρασης ή της αδυναμίας μας. Η ριζική αλλοίωση από την κυρίαρχη ιδεολογία  της κοινωνικής πραγματικότητας  μας κάνει να μην είμαστε σε θέση να βλέπουμε το  μηχανισμό που μας καθυποτάσσει και παραπλανά.
       Ακόμα χειρότερα, η κοινωνία μας, φοβισμένη, δικαιολογεί και  αποδέχεται  πολλούς άναντρους,  που οδύρονται για την ανικανότητα  της εποχής μας και φτάνουν ίσως και  να νοσταλγούν ένα Ντούτσε ή Φύρερ, γιατί αγαπούν τη δύναμη αλλά δεν τολμούν  να δείξουν τη δική τους παρά  πάνω  στις πλάτες  των χιλιάδων μεταναστών που σκύβουν κάτω από το ρόπαλο αυτών που έχουν εξουσία.
         Η οικονομική κρίση διαμόρφωσε ιδανικές συνθήκες για να  εδραιώνονται   οι ψευδαισθήσεις  για την ενοχή των μεταναστών. Είναι πολύ βολικό να αποδίδεται    στον μετανάστη το  στίγμα του υπεύθυνου για την κατάσταση της κοινωνίας μας. Ο μετανάστης  στιγματίζεται  ατομικά και συνολικά η κατηγορία του μετανάστη κι ας μην απέχουμε παρά μια γενιά απο τους δικούς μας μετανάστες.
         Ο Χρυσοχοΐδης, με την μικροπολιτική του μικροαστού αγωνίζεται να γίνει αποδεκτός από τα κέντρα εξουσίας ενόψει και των εκλογών.  Με το σχέδιο του για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θέλει να δείξει  ότι με  την αποτελεσματικότητα του σχεδιασμού και την αποφασιστικότητα  της εξουσίας  ενάντια στη … μοιρολατρία, εκμεταλλευόμενος υπαρκτά προβλήματα, που το κυρίαρχο σύστημα όλα αυτά τα χρόνια εξέθρεψε, μπορεί να συντηρήσει με την τρομοκρατία, προς το παρόν  προς τους ξένους, την ιδέα της εθνικής ενότητας  που παγώνει τις αντιδράσεις.
      Το κυρίαρχο σύστημα, και όχι μόνο το εγχώριο.  προσπαθεί να εδραιώσει πάνω στα εκατομμύρια κορμιά  των μεταναστών το πείραμα της ολικής κυριαρχίας του, που σιγά σιγά  θα επεκτείνει και σε μας,  αφού πρώτα μας δώσει μια κίβδηλη ταυτότητα, που είναι αναγκαία για να μετατραπούμε ή σε εξολοθρευτές ή τουλάχιστον να αποδεχτούμε, ενεργητικά ή παθητικά, το ρόλο μας σε μια κοινωνία εξολοθρευτών.
     Η κυρίαρχη ιδεολογία δεν κάνει τίποτε άλλο, προς το παρόν εμμέσως και λεκτικώς μόνο, παρά συνεχώς να μας θυμίζει ότι, σ’ έναν κόσμο όπου εισβολείς όπως οι μετανάστες απειλούν την τάξη του, το χρέος της επιβίωσης ταυτίζεται με την τιμωρία, προς φρονηματισμό στην αρχή, εκείνων που δεν μπορούν να συμμορφωθούν. Προς το παρόν νομίζουμε πως είναι οι μετανάστες οι παρείσακτοι και δεν εννοούμε να καταλάβουμε ότι τα κυρίαρχα κέντρα εξουσίας θα συμπεριφέρονται συλλήβδην με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις υποτελείς τάξεις.
      Διαμορφώνουμε μια ψευδή συλλογικότητα που στηρίζεται στο φόβο του άλλου.
      Ακόμα και η λογική μας, καρατομημένη,  αφιερώνει όλη της την ενέργεια στη δημιουργία μιας  αδιάφορης μετρησιμότητας των στοιχείων που συνθέτουν την πραγματικότητα.     Η συνεχής απειλή της φτώχειας και η υπογράμμιση της αδυναμίας μας και ενοχής μας  φαίνεται να σημαδεύουν την εγκατάλειψή μας στην πειθώ της μαζικής δημαγωγίας και της διαστρεβλωμένης της γλώσσας.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ


     Ο  Χρυσοχοΐδης  αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και  επιδεικνύοντας την αυτοπεποίθησή του παρουσιάζει τα σχέδιά του για την ίδρυση στρατοπέδων κράτησης των μεταναστών, ενώ φρόντισε για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου να μάθουμε όλοι για τους ελεύθερους σκοπευτές που φυλάγουν την πολιτική ηγεσία. 
       Η Δαμανάκη,  Επίτροπος Αλιείας, ασχολείται με τον ήρωα του Αντρέα Καμιλέρι, τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, κατηγορώντας τον για αντιοικολογική συμπεριφορά επειδή τρώει … καλαμαράκια.
       Η Διαμαντοπούλου  τονίζει ότι θα ήταν καταστροφή για την Ελλάδα ενδεχόμενη επικράτηση πολιτικών δυνάμεων οι οποίες θα τερμάτιζαν την συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
        Ο Σαμαράς δηλώνει ότι με αυτό το πρόγραμμα κερδίζουμε χρόνο και ανάσα… Ενώ το προηγούμενο Μνημόνιο ούτε κέρδιζε χρόνο, ούτε κούρευε το χρέος, ανέβαζε τα επιτόκια και πάνω απ’ όλα σκότωνε και τελικά σκότωσε την οικονομία
          Ενέργειες και δηλώσεις πολιτικών προσώπων  που επιβεβαιώνουν  την αποξένωσή τους από την υπόλοιπη κοινωνία, ενώ δίνουν συγχρόνως την εντύπωση  πως έχουν την ψευδαίσθηση ότι οι ίδιοι την ελέγχουν. Οχυρώνονται στις θέσεις εξουσίας,  που κατάφεραν να αποσπάσουν είτε παραπλανώντας είτε συναινώντας σε αποφάσεις  που στρέφονταν ενάντια αυτών που υποτίθεται  πως εκπροσωπούν, για να επιβάλλουν τις επιλογές που προαποφασίστηκαν.
        Αλλά και όλη η χώρα, θεωρώντας όλα αυτά τα χρόνια ότι έχει μετατραπεί σχεδόν  σε κοινωνία μικροαστών, που, μέσα από τη συλλογική έκφραση  και τη συμπόρευση με την εργατική τάξη για διεκδίκηση δικαιωμάτων, αφού  πέτυχε μια κάποια  ευημερία, στην τελευταία ιδίως δεκαετία, κατέληξε να αναζητά  με εξατομικευμένο και  μοναχικό τρόπο την ατομική  ανέλιξη. Τώρα, στα χρόνια του μνημονίου, αξιοποιείται αυτή η επιλογή και  επιδιώκεται να αποκρυσταλλωθεί ο  στείρος ατομικισμός, ο οποίος αρνείται να ενδιαφερθεί για τον άνεργο και αποκλεισμένο.  Η υποχώρηση της συλλογικότητας συμπαρασύρει  και αυτήν  την αλληλεγγύη,  όταν   δεν έχει τα χαρακτηριστικά φιλανθρωπίας βικτωριανού τύπου.
       Συγχρόνως, και το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας, που ένα μεγάλο μέρος της περιλαμβάνει  μικροαστούς,    το οποίο  ασκεί την εξουσία  σ’ αυτήν την φορμαλιστική δημοκρατία μας δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την προσωπική ανέλιξη, που εξαρτάται όμως  από άλλα  κυρίαρχα πολιτικοκοινωνικά κέντρα.Των περισσότερων πολιτικών μας ο πολιτικός τους βίος  είναι μια σειρά από σπασμωδικές προσπάθειες ν’ ανέβουν  στην κυβερνητική ιεραρχία, ν’  αποσπαστούν  απ’ αυτόν τον λαό για να τον εξουσιάσουν, όσο τους το επιτρέπουν
        Οσο όμως κι αν προσπαθούν για το αντίθετο οι κυβερνητικοί, ασκώντας με έργα και λόγια  την επιμέρους εξουσία τους, μοιραία προδίδουν τον πολιτικό και ιδεολογικό εαυτό τους. Ποτέ  όμως δεν μας  τα αποκαλύπτουν ξεκάθαρα. Το παράδοξο είναι ότι  τώρα, ενώ με τις αναπόφευκτες ρωγμές του ασκείν την εξουσία αχνοφαίνονται οι πραγματικές ιδέες και προθέσεις τους, σχεδόν το σύνολο των ηγετικών κύκλων επιμένει να νομίζει ότι κρύβεται  στοιχημένο  πίσω από την κεντρική επιλογή του μνημονίου. Έχοντας ισοπεδωθεί  οι μεταξύ τους ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις, οι όποιες διαφορές δεν έχουν όνομα αλλά υφέρπουν και ασφυκτιούν σε ένα άλλο επίπεδο, των προσωπικών διαφορών ή των «άτυπων» σχέσεων με όργανα και πρόσωπα ευρωπαϊκών κέντρων ή χρηματιστηριακών κύκλων.
         Η ύπαρξη των  μνημονίων  δίνει την αφορμή  για συστέγαση και συγκερασμό σε μια κυβέρνηση όλων των πολιτικών που συγκλίνουν σε ένα  μόνο σημείο, στην εξεύρεση του καλύτερου τρόπου, της πιο συμφέρουσας μεθόδευσης για να παγιωθεί η πολιτικοοικονομική κατάσταση  που επιβάλλεται, κόντρα στα συμφέροντα του συνόλου σχεδόν του λαού.  Και φυσικά  και  αυτοί που αποσπάστηκαν εσχάτως από το μπλοκ εξουσίας ως αντιμνημονιακοί  το ίδιο επιδιώκουν με άλλη μεθόδευση, που θα εξασφαλίσει μάλιστα και την εναλλακτική λύση, έτσι και αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη οι υποτελείς τάξεις και οι εκπρόσωποί τους.
      Το πείραμα της κυβέρνησης Παπαδήμου  θα επιδιωχθεί μετά τις εκλογές να επαναληφθεί.  Συστέγασε από ονομαζόμενους σοσιαλιστές μέχρι …. ορθόδοξους, υποτάσσοντας τις διαφορές τους, υπονομεύοντας τις συγγένειές τους, χωρίς να τις εξαλείψει αλλά απολιτικοποιώντας τες.  Στόχος είναι η συνεργασία προς υπεράσπιση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων. Στο τέλος θα καταλήξουν οι όποιες διαφορές τους να εκδηλώνονται με τον μοναδικό τρόπο που τους ταιριάζει, ως προσωπικές.              
          Συγχρόνως όμως συνεχίζει να είναι   η ιδεολογία και η πολιτική ο καθοριστικός  συντελεστής  στη συγκρότηση της όποιας κυβέρνησης. Γι’ αυτό και  όταν θα  διαταράσσεται η ισορροπία των συνεχών εξισορροπήσεων, θα σπρώχνεται  ακόμα και με τη βία η  επιβολή των  πολιτικών επιλογών.Γι΄ αυτό πόσο ρεαλιστικό θα είναι μια κυβέρνηση της αριστεράς που θα συνεχίζει όμως να έχει αριστερά αιτήματα, αν δεν είναι στοιχημένος πίσω της ένας λαός έτοιμος για κάθε είδους αγώνα;
      Από το Χροσοχοΐδη, που με τον μηχανισμό άμυνας και την αστυνομία υπερασπίζει τα νώτα του πολιτικού κατεστημένου προβάλλοντας  στο άμεσο μέλλον την προοπτική του στρατοκρατούμενου κράτους,  ως τη Δαμανάκη, που με τις οικολογικές της ανησυχίες, θέλει να διατηρήσει, με ανώδυνο τρόπο, τη σύνδεση με ένα αριστερό  προβληματισμό, επιδιώκεται η ενσωμάτωση, ως αυτονόητη,  κατά τρόπο  συστηματικό όμως,  στην εγχώρια πολιτική  των προειλημμένων αποφάσεων  που υλοποιούνται με τα μνημόνια και η αποδοχή τους από το σύνολο του πληθυσμού.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ '21


   « …. Σε μια και μόνη περίπτωση ο μακροχρόνιος πόλεμος των ποιμενικών φύλων και των ληστών – ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού  εθνικισμού και της Γαλλικής  Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα  ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς. Και αντίστροφα, η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αριστεράς με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα, συνέβαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας.
        Οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν πολύ με τις άλλες ξεχασμένες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μια μερίδα τους όμως  αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικητική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες ή κοινότητες σ’  ολόκληρη την  Τουρκική Αυτοκρατορία, και πέρα από αυτήν. Η γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία ανήκαν  οι  περισσότεροι βαλκανικοί λαοί, ήταν η ελληνική, και έλληνες επάνδρωναν τα υψηλότερα κλιμάκιά της  υπό τον έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, ως υποτελείς πρίγκιπες, διοικούσαν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (τη σημερινή Ρουμανία). Με αυτήν την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολής, οποιαδήποτε κι αν ήταν η εθνική καταγωγή τους,  είχαν εξελληνιστεί ακριβώς εξαιτίας της φύσης των δραστηριοτήτων τους. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα αυτός ο εξελληνισμός προχώρησε πιο γρήγορα και ενισχύθηκε περισσότερο απ’ ό,τι προηγουμένως, εν πολλοίς  λόγω της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης που επεξέτεινε επίσης την εμβέλεια αλλά και αύξησε τις επαφές της ελληνικής διασποράς. Το νέο και ανθηρό σιτεμπόριο   της Μαύρης Θάλασσας έφερε τη διασπορά αυτή στα ιταλικά, γαλλικά και βρετανικά επιχειρηματικά κέντρα και ενίσχυσε τους δεσμούς  τους με τη Ρωσία. Η ανάπτυξη του βαλκανικού εμπορίου έφερε τους έλληνες ή τους εξελληνισμένους εμπόρους στην Κεντρική Ευρώπη. ΟΙ πρώτες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα τυπώθηκαν στη Βιέννη(1784-1812). Η περιοδική μετανάστευση και εγκατάσταση αγροτών – ανταρτών ενδυνάμωσε περισσότερο τις κοινότητες της διασποράς. Και ακριβώς στους κόλπους αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: ο φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες. Ο Ρήγας (1760-98), ο ηγέτης ενός πρώιμου, άδηλου και ίσως παμβαλκανικού  επαναστατικού κινήματος, μιλούσε γαλλικά και προσάρμοσε τη Μασσαλιώτιδα στα ελληνικά δεδομένα. Η Φιλική Εταιρεία, η μυστική πατριωτική εταιρεία που ήταν κυρίως υπεύθυνη για την επανάσταση του 1821, ιδρύθηκε στο νέο μεγάλο ρωσικό λιμάνι της Οδησσού το 1814.
        Ο εθνικισμός τους ήταν μέχρις ενός σημείου ανάλογος με τα ελιτίστικα κινήματα της Δύσης.   Έτσι μόνο εξηγείται το σχέδιο εξέγερσης για την ελληνική ανεξαρτησία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία ελλήνων προυχόντων. Γιατί  οι μόνοι  που θα μπορούσαν να ονομαστούν  Έλληνες στις άθλιες αυτές υποτελείς χώρες ήταν οι άρχοντες, οι επίσκοποι, οι έμποροι και οι διανοούμενοι. Φυσικά ο ξεσηκωμός αυτός απέτυχε οικτρά(1821). Ευτυχώς όμως η Εταιρεία είχε φροντίσει να προσηλυτίσει τους ντόπιους ήρωες – ληστές, τους εκτός νόμου και τους οπλαρχηγούς στα ελληνικά βουνά (ιδίως στην Πελοπόννησο), και με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία –τουλάχιστον μετά το 1818- από ό, τι  οι νοτιοϊταλοί Καρμπονάροι, που είχαν επιχειρήσει έναν παρόμοιο προσηλυτισμό των δικών τους ληστών(banditti). Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο σύγχρονος εθνικισμός σήμαινε πολλά πράγματα γι’  αυτούς τους «κλέφτες», αν και πολλοί από αυτούς διέθεταν τους γραμματικούς τους – ο σεβασμός και το ενδιαφέρον για τα βιβλία και τη μάθηση ήταν κατάλοιπο του αρχαίου ελληνισμού – που συνέτασσαν μανιφέστα στην ιακωβίνικη ορολογία. Αν κάτι αντιπροσώπευαν και υποστήριζαν ήταν το πανάρχαιο ήθος μιας χερσονήσου, όπου ο ρόλος του άντρα ήταν να γίνει ήρωας και όπου ο εκτός νόμου που έπαιρνε τα βουνά για να αντισταθεί σε κάθε κυβέρνηση και για να επανορθώσεις τις αδικίες που γίνονταν σε βάρος του λαού ήταν το πολιτικό ιδεώδες. Στον ξεσηκωμό ανδρών όπως ο πρωτοκλέφτης Κολοκοτρώνης, οι εθνικιστές δυτικού τύπου προσέφεραν την ηγεσία και προσέδιδαν πανελλαδική μάλλον παρά καθαρά τοπική κλίμακα. Με τη σειρά τους αποκόμιζαν από τις επαναστάσεις το μοναδικό στοιχείο που ενέπνεε δέος, τον μαζικό ξεσηκωμό ενός ένοπλου λαού.
       Ο νέος ελληνικός εθνικισμός ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, μολονότι ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των μεγάλων δυνάμεων γέννησε μια από αυτές τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους που επρόκειτο να γίνει τόσο γνώριμο σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική. Αλλά είχε και το παράδοξο αποτέλεσμα να περιορίσει τον Ελληνισμό στην Ελλάδα, και έτσι να δημιουργήσεις η να εντείνει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων  βαλκανικών λαών. Όσο το να είναι κανείς Έλληνας αποτελούσε κάτι περισσότερο  από το απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλκανίων, ο εξελληνισμός είχε σημειώσει προόδους. Από τη στιγμή  που σήμαινε την πολιτική υποστήριξη για την Ελλάδα, άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις βαλκανικές εγγράμματες τάξεις. Με αυτήν την έννοια η ελληνική ανεξαρτησία ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών εθνών».  
          Ε.J. HOBSMAWM « Η εποχή των επαναστάσεων (1789-1848)», εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ,  Αθήνα 1990, (σελ. 188-190)

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

ΗΘΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ


                Τα μνημόνια προκάλεσαν αλλαγή συσχετισμών μέσα στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, που εκφράζεται, ακόμα βέβαια δημοσκοπικά, με την κάθετη πτώση του ΠΑΣΟΚ και  τη σχετική σταθεροποίηση της Ν.Δ στην πρώτη θέση, ενώ καθίσταται  η Αριστερά, κομμουνιστική και μη, υπολογίσιμη δύναμη. Αυτό το τελευταίο  δεν σημαίνει μόνο  ότι μπορεί να έρθει η ώρα της αριστεράς, αλλά περισσότερο λειτουργεί σαν ένα σήμα κινδύνου για το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, για  να πάρει  τα μέτρα του. Και τους τελευταίους μήνες αυτό γίνεται με  εντατικό ρυθμό, με τη συμμετοχή και των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
                 Το είδος των θεμάτων  επικαιρότητας που προβάλλονται, συνηγορούν σ’ αυτή τη διαπίστωση. Τις τελευταίες ημέρες δυο θέματα κυριαρχούν, αφήνοντας μάλιστα στο ημίφως την διαδικασία κύρωσης της νέας δανειακής σύμβασης από τη βουλή, που καθορίζει το μέλλον της χώρας, και μάλιστα σε ασφυκτικά πλαίσια,  για δεκαετίες.
               Το ένα θέμα είναι το κέντρο της Αθήνας με τα υπαρκτά του προβλήματα, που για χρόνια αφήνονταν να διογκωθούν και  γενικότερα της δημόσιας ασφάλειας. Με στόχο την «εξυγίανσή» του, σχεδόν παρεμπιπτόντως, τίθεται και το θέμα περιορισμού των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας στο κέντρο, ενώ η καταπολέμηση της εγκληματικότητας εμμέσως πλην σαφώς στοχοποιεί άπαντες σχεδόν τους αλλοδαπούς.
             Το άλλο θέμα είναι των προνοιακών επιδομάτων, που παρανόμως έπαιρναν χιλιάδες άτομα, με ψευδή δικαιολογητικά, αφαιμάσσοντας τα ταμεία. Χρεώνοντας στα προνοιακά επιδόματα μαϊμού την κατάρρευση των ταμείων, προβάλλεται  ως αποκατάσταση δικαίου η συρρίκνωση, ακόμα και κατάργησή τους, στο σύνολο του  πληθυσμού, που, εξάλλου, είναι υπόλογος για την αδράνειά του και την ανοχή του, σύμφωνα με τη λογική της Διαμαντοπούλου (Μιλώντας στο Mega  η Διαμαντοπούλου επισήμανε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανοχή ούτε για εκείνους που είναι στο διπλανό γραφείο και δεν μιλούν γι' αυτά που βλέπουν)
             Τα γεγονότα βέβαια είναι γεγονότα και δεν μπορούν να θυσιαστούν στο βωμό μιας γενίκευσης. Η αυτονόμησή τους όμως από τα πολιτικά και οικονομικά  συμφραζόμενα συσκοτίζει την κατανόησή τους και διευκολύνει την πολιτική τους εκμετάλλευση. Έτσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ιδεολογική θεμελίωση του συνταγολογίου των οικονομικών μέτρων και όχι  για την κατανόηση των οικονομικών μηχανισμών μιας πολύπλοκης πραγματικότητας. Τονίζοντας μάλιστα την ηθική διάστασή των γεγονότων, απολιτικοποιείται η πολιτική, και η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται πλέον στη βάση μιας νέας διαχωριστικής γραμμής, ανάμεσα στους ηθικούς και ανήθικους, τους κλέφτες και τίμιους, νομοταγείς και παραβάτες.
                Μ’  αυτό το σκεπτικό, εστιάζουν  το ενδιαφέρον  τους, τα μέσα ενημέρωσης και ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος, από τη μια  στη κλοπή του δημοσίου χρήματος, είτε από πολίτες είτε από πολιτικούς, και κανένας λόγος δεν γίνεται για τις αιτίες και  σκοπούς  που εξυπηρετεί  η κλοπή, από την άλλη  στην ανασφάλεια, στα καμένα μαγαζιά του κέντρου, τις χαμένες θέσεις εργασίας, υπονοώντας, αν δεν το λένε σε πολλές περιπτώσεις ξεκάθαρα, το μάταιο των κινητοποιήσεων.
            Μ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να στεριωθεί η μεγαλύτερη δυνατή  κοινωνικοπολιτική  συναίνεση και η  όποια σύγκρουση να περάσει σε άλλο επίπεδο. Η σύγκρουση είναι θεμιτή να γίνεται με τις δυσλειτουργίες του συστήματος, την ανηθικότητα κάποιου τμήματός του  και όχι μ’  αυτήν την ίδια τη δομή του και τη λειτουργία του που τις εξέθρεψε.
           Αυτό που η προπαγάνδα θεωρεί  σαν  μια λύση των προβλημάτων είναι  η ανασυγκρότηση του κράτους και των θεσμών του, η εξασφάλιση μιας υποτιθέμενης  πολιτικής ουδετερότητας και ηθικοποίησης  του κράτους, που στη συνέχεια θα επιτρέψει σε αδιάφθορους πολιτικούς να αναλάβουν τον κυρίαρχο ρόλο τους.
            Στην πραγματικότητα όμως,  η διεθνοποίηση    των οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων και η συνακόλουθη αδιαφάνεια των αποφάσεων, από αντικείμενο πολιτικής και επομένως πολιτικής πάλης, επιδιώκει να τα μετατρέπει  σε ζητήματα διεθνών συμβιβασμών και συμφερόντων δήθεν τεχνοκρατικού και  διαχειριστικού χαρακτήρα. Ολες αυτές οι διαδικασίες  σύναψης των δανειακών συμβάσεων, που οι βουλευτές ψηφίζουν αγνοώντας το περιεχόμενό τους, έχουν αποκτήσει αποφασιστικό χαρακτήρα, χωρίς όμως να είναι ουσιαστικά δυνατό να υπόκεινται σε πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία του κράτους-έθνους με τα όργανα της  επί της ουσίας δεν τις αγγίζει, αντίθετα υποτάσσεται σ’ αυτές.
               Συνεχίζεται λοιπόν η ενοχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και από την άλλη  με την συνεχή  επισήμανση της κυριαρχίας  των περίπλοκων, γιγαντιαίων και δεδομένων μηχανισμών,  που δεν ορίζουμε ούτε ελέγχουμε η κατανοούμε,  μονιμοποιείται η παθητικοποίηση και απολιτικοποίηση μας. Όλα καταλήγουν να είναι θέμα ηθικής και οι αντιδράσεις μας να αιτιολογούνται  με όρους ψυχολογίας.
               Ηθικοποιώντας την πολιτική, ενοχοποιώντας τις υποτελείς τάξεις, αντιμετωπίζοντας τους εργαζόμενους σαν ψυχικά ασθενείς η κυρίαρχη ιδεολογία προσπαθεί αδιάλειπτα  να επιβάλλει  τους μηχανισμούς άμυνας και ενσωμάτωσης κάθε πολιτικού προβληματισμού στην καπιταλιστική λογική αποτρέποντάς μας  από τη συνειδητοποίηση της ανάγκης  για ανατροπή της.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΠΑΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑ


         Μετά τη δικτατορία και την είσοδό μας στην ΕΟΚ,  ξεκίνησε ο εκσυγχρονισμός  της πολιτικής οργάνωσης  στην Ελλάδα, με την εναλλαγή ,  κατά τα πρότυπα της Δύσης, δύο αστικών κομμάτων στην εξουσία, ώστε να διατηρείται και αναπαράγεται  το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ σ’  αυτόν τον εκσυγχρονισμό ήταν καθοριστικός.
         Όταν με την πτώση της δικτατορίας πολλά ήταν ρευστά και παιζόταν ποιες πολιτικές δυνάμεις θα εκφράσουν ποια  κοινωνικά στρώματα σε μια κοινωνία που υπήρχαν ριζοσπαστικοποιημένες λαϊκές μάζες, ο σοσιαλιστικός λόγος του ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε να εγκλωβίσει μεγάλο ποσοστό αριστερών μαζών, που πίστεψαν ότι  είχε τη ρεαλιστική  δυνατότητα να υλοποιήσει τις προσδοκίες τους. Μάλιστα, για ένα μεγάλο διάστημα η Αριστερά, ακόμα και η κομμουνιστική, πρόσφεραν κριτική υποστήριξη στο ΠΑΣΟΚ ή έκαναν αντιδεξιές συσπειρώσεις μαζί του, που τις χρειαζόταν το ΠΑΣΟΚ για να παίξει το ρόλο του,  νομιμοποιώντας  το έτσι ως σοσιαλιστικό κόμμα.
           Η συμπόρευση ενός μέρους της αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ, η στήριξη, έστω και κριτική, ενός άλλου, τη συρρίκνωνε ως αυτόνομη  πολιτική δύναμη και καθώς το ΠΑΣΟΚ βαθμιαία  εγκατέλειπε τη συνθηματολογία της αλλαγής, άρχισε να διαγράφεται  μέσα από την κοινωνία η προοπτική του μετασχηματισμού της.    Ζώντας  μετά τη μεταπολίτευση μια μακρά σχετικά ήρεμη  περίοδο  οικονομικής σταθερότητας υπήρχαν όλες οι δυνατότητες ενσωμάτωσης   στρωμάτων εργαζομένων στο σύστημα.  Κυρίαρχη προοπτική έμενε πια ο καπιταλισμός είτε στην  δημοκρατική εκσυγχρονιστική παραλλαγή της  είτε στη νεοφιλελεύθερη της Νέας Δημοκρατίας.
           Τα δύο τελευταία χρόνια,  το ΠΑΣΟΚ για να επιβάλλει τις επιλογές των κυρίαρχων κέντρων εξουσίας, στηρίχτηκε πρωτίστως σ’ αυτό το  παρελθόν του, παραπλανώντας και πάλι μεγάλα στρώματα του πληθυσμού.
         Με την οικονομική κρίση όμως  που πλήττει πια πολυπληθή κοινωνικά στρώματα, η συναίνεση απειλείται και  πολλαπλασιάζονται οι δυνάμεις που μπορούν να ενταχθούν σε φορέα  ρήξης. Κι ακριβώς εδώ ανακύπτει  το μείζον πρόβλημα.
           Όλα αυτά τα πολυπληθή στρώματα που απειλείται  όχι μόνο η ποιότητα ζωής τους αλλά η ίδια η επιβίωσή τους, πως εννοούν τη ρήξη;  Οι μορφές  διαμαρτυρίας δείχνουν ότι απορρίπτουν  μεν  την πολιτική της τελευταίας διετίας αλλά  η μεγαλύτερη πλειοψηφία  δεν διανοείται κάν την κοινωνική ανατροπή .
           Με τη σημερινή συμμετοχή, αν θεωρηθεί έγκυρη η πληροφόρηση από το ΠΑΣΟΚ,   200.000 οπαδών  στις εσωκομματικές εκλογές  του, με έναν υποψήφιο, για ανάδειξη αρχηγού του,  φαίνεται ότι απομένουν ακόμα οπαδοί που πιστεύουν  πως το ΠΑΣΟΚ  θα ασκεί πολιτική σε μικροκλίμακα, στη δική τους κλίματα που τους αφορά άμεσα και προς το συμφέρον τους. Φαίνεται πως η ριζική αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης του ΠΑΣΟΚ και οι συνακόλουθοι κλυδωνισμοί τόσο όσον αφορά στη συναίνεση του κόσμου όσο και σε εκείνη  πολλών  πολιτικών και συνδικαλιστικών  στελεχών του δεν αγγίζει ή δεν γίνεται κατανοητή  σ’  έναν στενό πυρήνα οπαδών του.
         Κι ενώ  εδώ και πολύ καιρό το ΠΑΣΟΚ δεν είναι σε θέση  να ασκήσει  πολιτική αντίστοιχη προς τα  κοινωνικά συμφέροντα που το δημιούργησαν και το στήριξαν για χρόνια, η σημερινή ψηφοφορία δείχνει ότι δεν εξέλιπε, αλλά μόνο περιορίστηκε  η βάση πάνω στην οποία αναδείχτηκε το ΠΑΣΟΚ.
       Αλλωστε, η  αυξημένη συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ ήταν και ένα crash test  για τις εθνικές εκλογές. Τώρα υπάρχει μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι το εκλογικό σώμα, σε μεγάλη πλειοψηφία,  συνεχίζει να είναι ευεπίφορο στη χειραγώγηση από την εξουσία με τον κατάλληλο επικοινωνιακό χειρισμό.
       Την ίδια στιγμή η παναυτική  απεργία  προβάλλεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης  να προκαλεί αντιδράσεις και μέσα στις τάξεις των εργαζομένων άλλων κλάδων ενεργοποιώντας τον κοινωνικό αυτοματισμό.
      Από την άλλη,  η  απεργία στη χαλυβουργία συνεχίζει να μένει μόνη σχεδόν νησίδα αγώνα και αξιοπρέπειας  σε μια κοινωνία που ή πλειοψηφία της φαίνεται πως συνεχίζει να αποδέχεται την απολιτικοποίηση της πολιτικής και να συμβιβάζεται σ’  έναν αγώνα μεταξύ τιμίων και ατίμων, ηθικών εναντίον ανήθικων. Έναν αγώνα που  συγκαλύπτει το πραγματικό πολιτικό περιεχόμενο,  που λυγίζει και αποδιοργανώνει τις αντιστάσεις, που αποδιαρθρώνει συνειδήσεις. Ακόμα και τώρα, το αίτημα του κοινωνικού  σχίσματος, της κοινωνικής ανατροπής και μετασχηματισμού   δεν  φαίνεται να είναι υπαρκτό κοινωνικό αίτημα,  δεν προκύπτει  από την πάλη των τάξεων στην Ελλάδα σήμερα.
          Σαν να μας έχει τυλίξει μια θανάσιμη παθητικότητα του πνεύματος, στηριγμένου στην άνεση μιας αμφιβολίας που στο τέλος δεν γνωρίζει πια ούτε καν την αμφιβολία, αλλά καταλήγει στην παραίτηση.  
       Αυτό που περισσότερο  έχουμε ανάγκη είναι να πιστέψουμε. Να πιστέψουμε σε αυτό που κάνουμε, σ’  αυτό που θέλουμε, σ’  αυτό που ζητούμε ή ονειρευόμαστε, να πιστέψουμε σ’  αυτό που είμαστε, να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, για να αγωνιστούμε. Μπορεί να πετύχουμε, μπορεί και όχι. Αλλά ακόμα κι αν πέσουμε στο δρόμο, σημασία έχει να πέσουμε στο δικό μας δρόμο. Και σίγουρα δεν είναι στο δρόμο μας να ψηφίζουμε για να επιβεβαιώνουμε τις προειλημμένες αποφάσεις, να αδιαφορούμε ή ν΄ αντιμετωπίζουμε εχθρικά αγωνιστικές κινητοποιήσεις.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

ΜΕΓΑΛΟΡΡΗΜΟΣΥΝΗ!


          «Ο Κύκλος Ποιητών, τα περιοδικά Poetix και Ποιητικά, οι εκδόσεις Μικρή Άρκτος και η αλυσίδα πολιτισμού IANOS καλούν ποιητές, συγγραφείς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες, εκδότες αλλά και κάθε πολίτη σε συν οδοιπορία / δια-μαρτυρία, την Τετάρτη 21 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, με όπλο την Ποίηση ενάντια στην Κρίση.Σας καλούμε όλες και όλους, σε μια ΑΛΛΗ διαμαρτυρία: στις 21 Μαρτίου συνθήματά μας ας γίνουν τα ποιήματα, αναφορά μας οι Ποιητές μας, πλακάτ μας οι στίχοι που μπορούν να γεννήσουν έναν άλλο στοχασμό, ένα άλλο μέλλον μέσα από το παρόν και το παρελθόν μας. Μια διαδήλωση υπεράσπισης ενός Πολιτισμού που δεν κρίνεται από την Κρίση, που όταν μνημονεύεται απαντά, με το δικό του τρόπο, στα όποια Μνημόνια…»
            Σε μια περίοδο  όπου το ίδιο το πνεύμα μιας κοινωνίας σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης, βασισμένης στην κοινή πρόνοια, καταστρέφεται και το επιδιωκόμενο σημείο αναφοράς κάθε κοινωνικής οργάνωσης είναι το άτομο στην «αγορά», που αποδέχεται  μοιρολατρικά την κυριαρχία της,  μια εκδήλωση   όπου βλέπεις πνευματικούς ανθρώπους να αντιδρούν  «Με σημαία τον πολιτισμό, τους στίχους των ποιητών μας,  την υπέρβαση των συμβατικών διακρίσεων»  φαίνεται να  έχει τεράστια ιδεολογική  αξία. Μήπως όμως αξία για τα συμφέροντα που εξαρτώνται από την παραγωγή  φορμαλιστικής δημοκρατίας και φαντασιώσεων της ελεύθερης αγοράς;
         Ποτέ βέβαια κανείς δεν ξέρει ποια δυναμική θα αναπτυχθεί σε πρωτοβουλίες που φαίνονται, έστω και γενικά και αόριστα, να αντιδρούν, ακόμα και καθυστερημένα, στις πολιτικές αποφάσεις που δυο χρόνια τώρα εξαθλιώνουν το σύνολο των εργαζομένων.
          Από την άλλη όμως, δεν  μπορεί κανείς να μην σκεφτεί ότι   τέτοιες εκδηλώσεις μοιάζουν σαν να θέλουν να αναζωογονηθεί κάτι από την ιδεαλιστική στράτευση της δεκαετίας του 60, να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο στο οποίο γίνεται πάλι δυνατόν να ενωθεί κανείς, οποιοσδήποτε,   μέσω ποίησης, γύρω από μια κοινή στάση για τον κόσμο.
          Στην δεκαετία του ’60  όμως, το μετεμφυλιακό κράτος  δεν διακρινόταν ούτε για την άνεσή του ούτε για την αυτοπεποίθησή του και στηριζόταν στην αμείλικτη καταδίωξη πραγματικών η φανταστικών αντιπάλων θεωρώντας απειλή  ακόμα και τη μουσική και την ποίηση.
           Στην εποχή μας όμως τέτοιας μορφής  αντιδράσεις δίνουν την εντύπωση ότι απλώς  παρέχουν το κενό κέλυφος μιας πολιτικής, τη μορφή χωρίς την ουσία. Ισως στο τέλος  αυτοί που βλέπουν την ποίηση να βρίσκει την αίσθηση του ηθικού στόχου που ονειρεύονται (Ένας κόσμος που αναπτύσσει εστίες αντίστασης και αντιπαραθέτει πνευματικές αξίες σε αγορές που θέλουν να επιβάλλουν μνημόνια και κατάλυση κράτους δικαίου)  να καταλήξουν να βρεθούν υπερασπιστές της ίδιας υπόθεσης με εκείνες τις φωνές της κυρίαρχης τάξης που βλέπουν τέτοιες εκδηλώσεις  σαν το αποδεκτό πρόσωπο της κουλτούρας των προβληματισμένων ανθρώπων, έναν νέο  καθωσπρεπισμό, απόλυτα αποδεκτό  μέσα στα πλαίσια που επιβάλλουν τα μνημόνια.
        Δίνει την εντύπωση αυτή η κινητοποίηση ότι είναι μια ακόμα συμβολική και συναισθηματική μεταγραφή της κοινωνικής σύγκρουσης,  που τα μνημόνια επισημοποίησαν και όξυναν. Οι κυβερνώντες σίγουρα πολύ απέχουν από το να αισθάνονται ότι καθ’  οιονδήποτε  τρόπο απειλούνται από τέτοιες διαμαρτυρίες και δεν θα τους είναι δύσκολο να τις αγκαλιάσουν  και να αρθρώσουν τα αισθήματά τους σαν να πρόκειται  για μέρος της πολιτικής τους.
         Οσο οργανώνεται   όλη αυτή η οικονομική μας εξαθλίωση  η απολογία της, οργανωμένη συστηματικά  από ευρωπαϊκά και εγχώρια κέντρα, παίρνει οξύτατη μορφή με  σκοπό να δυναμώνεται η  αντοχή και υπομονή μας, για να μην αντιδρούμε. Τέτοιες λοιπόν διαμαρτυρίες άνευρες, ουδέτερες, συμβολικές, δίνουν την εντύπωση ότι  θέλουν να κινούνται σ’ ένα  ιστορικό και πολιτικό κενό, που θα συσκοτίσει την κατανόηση της πραγματικότητας.
        Ισως συμβαίνει αυτό, γιατί  οι ταυτότητες της τάξης και των αντίστοιχων συμφερόντων καταβάλλεται προσπάθεια   να φαίνονται ότι ολοένα και αδυνατίζουν.  Εδώ και χρόνια ολόκληρη η κυριαρχούσα ιδεολογία  έχοντας πάρει νέα ορμή με την αποβιομηχάνιση και τις νέες τεχνολογίες είναι   στραμμένη προς το σπάσιμο αυτών των παλιών δεσμών και στρατεύσεων.
      Παράλληλα,  οι αριστερές ιδέες,  που εμπιστευόμασταν, με τη συνεχή διαστρέβλωσή τους από την κυρίαρχη προπαγάνδα,   μοιάζουν ανίσχυρες  και αυτό  σαν να οδηγεί  σε μια απαξίωση της ίδιας της πολιτικής.  Καλλιεργήθηκε έντονα ότι δεν υπάρχουν πια οι απλές ασφαλείς βεβαιότητες. Κοντά σ’  αυτό,   η συνακόλουθη έλλειψη, για χρόνια, βιώσιμων συλλογικοτήτων και δεσμών αλληλεγγύης, μέσω των οποίων  να εκφράσουμε και να αναπτύξουμε μια  πολιτική, μας καθιστά τώρα, στα χρόνια του μνημονίου, όλο και πιο ευάλωτους.
     Και οι πνευματικοί  μας άνθρωποι δημιουργώντας τέτοιες συλλογικότητες, σε μορφή υπολειμμάτων άλλων εποχών, με αντιδράσεις σε μορφή χάπενιγκ,  μοιάζουν σχεδόν οπισθοδρομικοί.
         Αν φαίνεται ότι κάτι παρέχουν αυτές οι διαμαρτυρίες σε θεαματική  αφθονία, είναι  μια ψευδαίσθηση κοινότητας, κοινού σκοπού και πίστης. Και κυρίως του ότι  η πίστη είναι ακόμα δυνατόν να υπάρχει. Αλλά αλίμονό  μας αν το καλύτερο στο οποίο  μπορούμε να αρκεστούμε, ως υποκατάστατο μάλιστα  για τις ελλείψεις μας, είναι αυτό.